Η αντεπανάσταση στις σοσιαλιστικές χώρες και η μετέπειτα παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη έδωσε στον ιμπεριαλισμό τη δυνατότητα να προχωρήσει σε επίθεση. Προωθήθηκε η έννοια μιας νέας τάξης πραγμάτων της αγοράς, η έννοια του λεγόμενου δικαιώματος της «ανθρωπιστικής επέμβασης», η υπεράσπιση της κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η όλο καν πιο αναπτυγμένη αντικομμουνιστική εκστρατεία και η δημιουργία του μύθου ότι δεν υπήρχε εναλλακτική στον καπιταλισμό, ενώ αυξήθηκε η εκμετάλλευση, η δυστυχία, η φτώχεια, η ανισότητα και η αδικία. Ο ιμπεριαλισμός προώθησε τη βαρβαρότητα του πολέμου και της γενοκτονίας, την εκμετάλλευση και τις κοινωνικές διακρίσεις, την κατάχρηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, τις απειλές ενάντια στην εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα των κρατών, την καταστολή της προοδευτικής πολιτικής ανάπτυξης, τη διαιώνιση της κυριαρχίας των μονοπωλίων και τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς.
Η υιοθέτηση του ψυχολογικού πολέμου και της πολεμικής προπαγάνδας ήταν και παραμένει βασικό στοιχείο των ιμπεριαλιστικών σχεδίων. Πρόκειται για συγκαλυμμένες δράσεις, υπονομευτικές δραστηριότητες ενάντια σε κράτη, επιθέσεις στο φιλειρηνικό κίνημα, άγρια αντικομμουνιστική προπαγάνδα κι ελιγμούς για τη χειραγώγηση και την υπονόμευση της προοδευτικής κοινής γνώμης που αντιτίθεται στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Επιστήμονες κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι ανθρωπολόγοι, πολιτικοί σχολιαστές και αναλυτές, ειδήμονες των ΜΜΕ και ΜΚΟ, όλοι συμβάλλουν στην προσπάθεια να καταπολεμηθούν και να υπονομευτούν κυρίαρχα κράτη που αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική διείσδυση, τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα και ο αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός αγώνας των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων. Όταν τα κυρίαρχα κράτη δε συμμορφώνονται με τους κανόνες που υπαγορεύει το κεφάλαιο, ο πρώτος εξαναγκασμός που ασκείται είναι ο οικονομικός, αλλά στη συνέχεια συνοδεύεται από απειλές πραγματικής επίθεσης κι ένοπλης δύναμης είτε με άμεση στρατιωτική επέμβαση είτε με στήριξη πραξικοπημάτων.
Η ΕΕ κρύβεται πίσω από τη βολική αλλά ωστόσο εσφαλμένη φρασεολογία περί «άμυνας», «ασφάλειας», «τρομοκρατίας» και «διαχείρισης κρίσεων», προσπαθώντας ν’ αποκρύψει το γεγονός ότι ήδη διαθέτει τεράστιες στρατιωτικές δυνατότητες, όπως οι Μάχιμες Ομάδες (Battle Groups), καθώς και το ότι ξοδεύει δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο για να διεξάγει στρατιωτικές αποστολές εκτός Ευρώπης. Αυτές οι εξελίξεις πραγματοποιούνται σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Αυτή είναι η εξωτερική και αμυντική πολιτική που επιδεινώνει τη διεθνή κατάσταση, που απειλεί συνεχώς την ειρήνη και την ασφάλεια, που υπονομεύει την εθνική κυριαρχία και που προκαλεί εντάσεις και προκλητικές ενέργειες που αποτελούν το πρόσχημα για την ανάμιξη, την επέμβαση και τον πόλεμο. Η πρόκληση αστάθειας και σύγκρουσης σε μια περιοχή και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή διευρύνει το πεδίο των επεμβάσεων.
Το ΝΑΤΟ είναι μια επιθετική στρατιωτική συμμαχία που εκφράζει την επέκταση της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ και δρα αποκλειστικά για τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Η ιστορία του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. Όσο υπήρχαν τα σοσιαλιστικά κράτη στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ ήταν στρατιωτικό εργαλείο του ιμπεριαλισμού που αποτελούσε μόνιμη απειλή για τους λαούς του κόσμου που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Το ΝΑΤΟ προωθεί τη στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, τη συνέχιση της κούρσας των εξοπλισμών και αυξάνει την απειλή του πολέμου και την πυρηνική τρομοκρατία.
Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία και η καταστροφή του κράτους της Λιβύης αποτελούν χαρακτηριστικές πράξεις που δεν είχαν καμία νομιμοποίηση, κανέναν ανθρωπιστικό στόχο και αφορούσαν μόνο τη συνολική επιθυμία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να δημιουργήσουν αστάθεια και ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο, είτε άμεσα είτε δι’ αντιπροσώπων, ανοίγοντας το δρόμο για τα μονοπώλια. Ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να υποστηρίζει ότι η εισβολή και η κατοχή ήταν προς όφελος των απλών ανθρώπων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, παρά τα στοιχεία περί του αντιθέτου. Στην πραγματικότητα, ο ιμπεριαλισμός κατέστρεψε για ακόμα μια φορά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, επιδιώκοντας την παγκόσμια ηγεμονία. Ο ιμπεριαλισμός, εμπλέκοντας στα σχέδιά του τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, ελπίζει να εγκαθιδρύσει ενδοτικά καθεστώτα σε όλη την περιοχή. Στη Συρία ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει την επέμβαση. Οι εσωτερικές συγκρούσεις στη συριακή κοινωνία, οι οποίες αξιοποιήθηκαν σκόπιμα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μετά από την ξένη επέμβαση δημιούργησαν μια κατάσταση που αποτελεί μεγάλη απειλή για τη Συρία, για ολόκληρη την περιοχή και ολόκληρο τον κόσμο. Ο εξοπλισμός τρομοκρατικών ομάδων με στόχο την υπονόμευση του κράτους από εκείνες τις δυνάμεις που ζητούν κυρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση οδήγησε τη Συρία σε πόλεμο. Η Συρία έχει καθήκον να προστατεύσει την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, να παρέχει ασφάλεια στους πολίτες της και να διατηρήσει τον κοσμικό χαρακτήρα κράτους. Σε μια κατάσταση που θυμίζει τη Γιουγκοσλαβία και τη σύγκρουση στην περιοχή Κόσοβο-Μετόχια, οι ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ζητάνε από τις συριακές ένοπλες δυνάμεις να καταθέσουν τα όπλα, ενώ οι καταστρεπτικές και αντιδραστικές δυνάμεις που δρουν ενάντια στο κράτος στηρίζονται και διευκολύνονται στην εξαπόλυση πράξεων υπονόμευσης, δολιοφθοράς τρομοκρατίας και δολοφονικών επιθέσεων. Αυτές οι προκλήσεις στηρίζονται από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ και το ΝΑΤΟ σε συνεργασία με την Τουρκία και μια σειρά αντιδραστικές, αντιδημοκρατικές μοναρχίες της περιοχής του Κόλπου, δημιουργώντας μόνο δυστυχία και καταστροφή για το λαό της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, εξυπηρετούν το άνοιγμα του δρόμου για την επέμβαση και την κατοχή με στόχο την αποσταθεροποίηση και την εξουδετέρωση της Συρίας και της στρατηγικής της σημασίας στην περιοχή, αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων και δημιουργώντας μια περιοχή αδύναμων αλλά ενδοτικών και πιστών κρατών-δορυφόρων. Αυτό θα εξυπηρετούσε τα επιθετικά και επεκτατικά σχέδια του Ισραήλ, το οποίο συνεχίζει την κατοχή των υψιπέδων του Γκολάν και της κοιλάδας Σεμπά στο Λίβανο κι εγγυάται απεριόριστη πρόσβαση των μονοπωλίων στους πολύτιμους φυσικούς πόρους αυτών των κρατών.
Οι αντεπαναστάσεις της περιόδου 1989-1991 απάλλαξαν τον ιμπεριαλισμό απ’ οποιονδήποτε παγκόσμιο έλεγχο στην εξουσία του. Ο θριαμβευτικός όρος «το τέλος της Ιστορίας», μια φράση που φτιάχτηκε από έναν υπάλληλο του Στέντ Ντιπάρτμεντ, τον Francis Fukuyama, εξέφρασε απόλυτα τη σιγουριά που ένιωσαν ον ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η τάξη των καπιταλιστών σε όλο τον κόσμο. [12] Ελλείψει της φανταστικής απειλής ενός πολέμου που θα ξεκινούσε από τα σοσιαλιστικά κράτη, χρειαζόταν μια νέα δικαιολογία για να συγκαλυφτεί η πραγματικότητα της αρπαγής, της εκμετάλλευσης και της επίθεσης. Το ΝΑΤΟ χρειαζόταν μια νέα αποστολή για δικαιολογήσει τη συνέχιση της ύπαρξής του. Η λύση που βρέθηκε ήταν η φιλολογία για τις ανθρωπιστικές παρεμβάσεις.
Αν και οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν επέμβει και προηγουμένως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, ο πόλεμος του 1999 ήταν ο πρώτος που διεξάχθηκε ανοιχτά από το ΝΑΤΟ ως οργάνωση. Ήταν ένας πόλεμος των μεγάλων και μικρών δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια σε μια χώρα που δε θα αποδεχόταν σιωπηλά το διαμελισμό της. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε από τη Γερμανία, η οποία είχε επανενωθεί παρά τους φόβους για αναζωπύρωση της γερμανικής εθνικιστικής επιθετικότητας, με τη μονομερή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας, η οποία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου είχε ενσωματωθεί στο Τρίτο Ράιχ, καθώς και της Κροατίας που είχε φασιστικό καθεστώς- μαριονέτα. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία εναντιώθηκαν σε αυτήν την κίνηση, αλλά υπέκυψαν σε αυτήν την πίεση της Γερμανίας. [13] Μόλις πάρθηκε αυτή η απόφαση, οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έσπευσαν να ολοκληρώσουν αυτήν τη διαδικασία διάλυσης.
Την επόμενη μέρα, μετά από την έναρξη του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα δήλωσε ότι στόχος του ήταν να «σταματήσει την περαιτέρω ανθρωπιστική καταστροφή». [14] Η συντριπτική πλειοψηφία των κατηγοριών ενάντια στη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση αποδείχτηκε γρήγορα από τον ΟΗΕ ότι ήταν εσφαλμένες, ασκήσεις προπαγάνδας για τη δικαιολόγηση του πολέμου. [15] Φυσικά, όπως σχολίασαν αναλυτές, το ΝΑΤΟ δεν έκανε κάτι για ν’ αποτρέψει την ανθρωπιστική καταστροφή στη Ρουάντα, μια γενοκτονία που διευκολύνθηκε από τη Γαλλία, το εξέχον μέλος του ΝΑΤΟ, για την εξυπηρέτηση των δικών της οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή.
Η σαθρότητα των ισχυρισμών σχετικά με την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία για ανθρωπιστικούς σκοπούς αποδείχτηκε περαιτέρω από τη χρήση βομβών διασποράς και βλημάτων απεμπλουτισμένου ουρανίου, με το βομβαρδισμό μη στρατιωτικών εγκαταστάσεων (για παράδειγμα του εθνικού τηλεοπτικού σταθμού) και από τη συμμαχία του με τον ολέθριο και εγκληματικό Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου. Το γεγονός ότι η Ρωσία στήριξε τη Σερβία σήμαινε ότι το 1914η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου ήταν πρόσχημα για τον πόλεμο που ήταν ήδη αναπόφευκτος λόγω του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός σήμαινε ότι ο πόλεμος του ΝΑΤΟ ενάντια στη Γιουγκοσλαβία παραλίγο να πυροδοτήσει έναν ευρύτερο πόλεμο. Ο διοικητής του ΝΑΤΟ Wesley Clark ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας για να στείλει ένα μήνυμα για την ηγεμονία των ΗΠΑ, όπως φάνηκε από το σκόπιμο πλήγμα με πύραυλο ενάντια στην κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι. [16] Τον Ιούνη, όταν κατά την αποχώρηση των γιουγκοσλαβικών κυβερνητικών δυνάμεων από το Κόσοβο ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν το αεροδρόμιο στην Πρίστινα, ο Clark θεώρησε ευκαιρία να στείλει το ίδιο μήνυμα στη Μόσχα, η οποία θεωρούσε τη Γιουγκοσλαβία ως φίλη της στην περιοχή και είχε παρεμποδίσει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από τον ΟΗΕ για πόλεμο εναντίον της. Ο Clark διέταξε επιθετική απάντηση επειδή ήθελε να διασφαλίσει ότι όλα είχαν εξελιχτεί όπως επιθυμούσε η Ουάσινγκτον και όχι η Μόσχα. Ωστόσο, ο Βρετανός διοικητής που ήταν υπεύθυνος για το μέτωπο, Mike Jackson (διαβόητος για τη σύνδεσή του με τη Ματωμένη Κυριακή στο Derry το 1972 όπου δολοφονήθηκαν 14 πολίτες που διαμαρτύρονταν ενάντια στη φυλάκισή τους), αρνήθηκε τη διαταγή, λέγοντας στον Clark «δεν πρόκειται να ξεκινήσω Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο για σένα». [17] Η κυβέρνηση στο Λονδίνο στήριξε τον Jackson και η διαταγή του Clark στο ΝΑΤΟ αναστάλθηκε εν τέλει. Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ (για παράδειγμα η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας παραχωρήσει τα εδάφη της χώρας για την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ, ήρθε αντιμέτωπη με ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα στο οποίο πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές και κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή ζήτησε να σταματήσουν νωρίτερα οι βομβαρδισμοί, χωρίς ωστόσο ποτέ να πάψει να υλοποιεί τα σχέδια του ΝΑΤΟ), έφερε τον κόσμο στα πρόθυρα μιας ευρύτερης και πολύ πιο επικίνδυνης σύγκρουσης. Το μήνυμα ήταν σαφές. Ενώ οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπό το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να ενωθούν για να αναχαιτίσουν τις μικρότερες χώρες που μπορούσαν να αντισταθούν έστω και λίγο, δεν υπήρχε καθόλου συναίνεση για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι σχέσεις μ’ έναν ισχυρό αντίπαλο όπως η Ρωσία, με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να επιδιώκουν ενδεχομένως το συμβιβασμό. Ταυτόχρονα, η διαδικασία της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, που στηριζόταν απ’ όλες τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ήταν σίγουρο ότι θ’ αύξανε τις εντάσεις με τη Ρωσία.
Ο πόλεμος ενάντια στη Γιουγκοσλαβία δημιούργησε το πρότυπο για τις επόμενες επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Με την απομόνωση, την επίθεση και το διαμελισμό μιας χώρας σε συμμαχία με τοπικές τρομοκρατικές ομάδες που επηρεάζονταν από μια θρησκευτική - εθνική ιδεολογία βρέθηκε ένα μέσο στοχοποίησης καθεστώτων που βρίσκονταν στο δρόμο των οικονομικών καν πολιτικών συμφερόντων των δυτικών ιμπεριαλιστών. Τα επόμενα χρόνια το μοντέλο αυτό επρόκειτο να εφαρμοστεί στη Λιβύη και τη Συρία και μ’ ένα διαφορετικό τρόπο στο Ιράκ. Το κοινό που είχαν αυτές οι χώρες με τη Γιουγκοσλαβία ήταν ότι θεωρούνταν σύμμαχοι μιας περιφερειακής δύναμης που θεωρούνταν εχθρική για τα συμφέροντα των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (είτε η Ρωσία είτε το Ιράν) και/ή το γεγονός ότι διαθέτουν σημαντικούς φυσικούς πόρους, όπως πετρέλαιο. Η φιλολογία της ανθρωπιστικής παρέμβασης διανθίστηκε με τη φιλολογία για τον «εκδημοκρατισμό» και το λεγόμενο «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία», για να δημιουργηθεί μια ευέλικτη δικαιολογία για τον πόλεμο για τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού.
Αυτή η φιλολογία είναι τόσο ευέλικτη και υποκριτική, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δικαιολόγηση του βομβαρδισμού της Λιβύης με την αιτιολογία της «διεύρυνσης της δημοκρατίας», ενώ ταυτόχρονα δίνεται βοήθεια στα αντιδραστικά θρησκευτικά καθεστώτα στον Κόλπο για να καταστέλλουν τις πιο δημοκρατικές διεκδικήσεις για νομική ισότητα και πολιτική εκπροσώπηση. Τα κοσμικά καθεστώτα -τα οποία και αυτά είναι συχνά καταπιεστικά, τουλάχιστον όμως δεν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που αποτελούν το μισό πληθυσμό της ανθρωπότητας ως κατώτερα όντα, αλλά αντίθετα τις απελευθέρωσαν- ανατράπηκαν και/ή τα εδάφη τους διαμελίστηκαν με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα σε μεγάλες περιοχές η εξουσία να βρίσκεται στα χέρια των πιο αντιδραστικών και απάνθρωπων ισλαμιστών. Αυτό βολεύει τις μεγάλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, καθώς το πετρέλαιο ρέει και η Μέση Ανατολή πλησιάζει στο σημείο όπου τα μόνα σταθερά λειτουργικά κράτη θα είναι αυτά που στηρίζονται από τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η απομάκρυνση καθεστώτων με τα οποία η Ρωσία και η Κίνα είχαν ουσιαστικούς εμπορικούς δεσμούς αφήνει τη δυνατότητα νέων επαφών στα χέρια ανθρώπων που θα χαίρονταν να κάνουν business με ομίλους που έχουν την έδρα τους στις μεγάλες ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις. Όπως και στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’30 και στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μεγιστοποιούν τα κέρδη κι ελέγχουν περισσότερους φυσικούς πόρους μέσα από τη στήριξη αυταρχικών, φασιστικών και ημιφασιστικών καθεστώτων με τα οποία συναλλάσσονται, από την Ουκρανία έως τον Περσικό Κόλπο.
Ενώ το ΝΑΤΟ ήταν πολύ πιο δραστήριο κι επιθετικό μετά από τις αντεπαναστάσεις του 1989-1991, ταυτόχρονα διευρύνθηκε το πεδίο για την ανάδειξη των διαφορετικών συμφερόντων των μελών του. Αυτό φαίνεται στην αντιπαράθεση για τη στάση απέναντι στην επαναδιεκδίκηση της ρωσικής δύναμης υπό τον Πούτιν, όπου, για παράδειγμα, για μια περίοδο και πριν την κατάσταση που δημιουργήθηκε με την πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία, η Γερμανία ήταν κάπως πιο συμβιβαστική σε σχέση με χώρες που είναι λιγότερο εξαρτημένες από την πρόσβαση στο ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτές οι εντάσεις στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στη μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη που το ανταγωνίζεται στην Ευρώπη είναι πιθανό ότι μόνο θα επιδεινώνονται, καθώς η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα φέρνει τη Ρωσία σε πιο άμεση επαφή με αυτές τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που βρίσκονται πιο κοντά στα σύνορά της.
Το 2004 στις Βρυξέλλες το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ υπέγραψαν ένα διμερές πρωτόκολλο που άνοιξε το δρόμο για τη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΝΑΤΟ-Ισραήλ. Το 2008 το Ισραήλ υπέγραψε με το ΝΑΤΟ ένα «Πρόγραμμα Συνεργασίας» και το ΝΑΤΟ ανέπτυξε το λεγόμενο «Διάλογο της Μεσογείου», στον οποίο συμμετέχουν 28 μέλη του ΝΑΤΟ, το Ισραήλ και μια σειρά ενδοτικών αραβικών καθεστώτων. Ύστερα από μια συνάντηση ανάμεσα στο Ισραήλ και το ΝΑΤΟ το 2013, ο ΓΓ του ΝΑΤΟ δήλωσε: «Το Ισραήλ είναι σημαντικός εταίρος της Συμμαχίας στο Διάλογο της Μεσογείου. Η ασφάλεια του ΝΑΤΟ είναι συνδεδεμένη με την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Μεσογείου και της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Και η Συμμαχία μας δίνει μεγάλη αξία στον πολιτικό μας διάλογο και στην πρακτική συνεργασία. Το Ισραήλ είναι ένας από τους πιο σταθερούς εταίρους μας. Αντιμετωπίζουμε τις ίδιες στρατηγικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο». Αυτό συνέβη ενόψει των πολεμοχαρών εγκληματικών πράξεων του Ισραήλ στη Γάζα και στο Λίβανο. Αυτές οι εξελίξεις αποτελούν περαιτέρω σοβαρές απειλές για ολόκληρη την περιοχή.
Η συνεχής διάβρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και ο περιορισμός των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών στα κράτη-μέλη της ΕΕ έχει οδηγήσει στην ενίσχυση της συγκεντρωτικής, στρατιωτικοποιημένης, ιμπεριαλιστικής διακρατικής συμμαχίας η οποία δρα για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Στην Ιρλανδία η λαϊκή στήριξη για την ουδετερότητα της χώρας δέχεται επιθέσεις από αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις. Οι επιθέσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, η εξαθλίωση των εργαζομένων, η αυξανόμενη δύναμη των μονοπωλίων δείχνουν την αντιλαϊκή πολιτική γραμμή της ΕΕ και των κρατών-μελών της, η οποία εκδηλώνεται περαιτέρω στις συνεχείς επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα, την κοινωνική προστασία, την υγεία, την εκπαίδευση, τη δημόσια απασχόληση και την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Αυτές οι ενέργειες κατάφεραν συντριπτικό πλήγμα στους εργαζόμενους, ενώ εξυπηρετούν την αύξηση και τη διεύρυνση της εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών. Εκδηλώνονται επίσης στα αντιδημοκρατικά μέτρα, στην αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση και όρεξη για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και εκμετάλλευση. Η ιστορία του ιμπεριαλισμού δείχνει ότι η επέμβαση, η υποταγή των λαών και των εθνών και η εκμετάλλευση των πόρων τους δεν ξεκινούσε ποτέ από ανθρωπιστικές ανησυχίες. Η αιτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κυριαρχία των μονοπωλίων, η διαιώνιση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Η σημερινή οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε αύξηση των ανταγωνισμών και της διαπάλης και σε παραπέρα όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και τις αντίστοιχες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες για την ενίσχυση των γεωπολιτικών τους θέσεων, των μεριδίων τους στις αγορές, τις πρώτες ύλες, την ενέργεια, καθώς και άλλους πόρους και δρόμους μεταφοράς.
Η αυξανόμενη επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού αποτελεί πραγματική και άμεση απειλή για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας. Υπήρξε τεράστια αύξηση στη στρατιωτικοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνεχής ανάπτυξη των στρατιωτικών διεργασιών, η διατήρηση στρατών με τη διάθεση εκατομμυρίων καν τεράστιων βιομηχανιών πυρομαχικών αποτελούν μόνιμο στοιχείο της ζωής στον καπιταλισμό. Τα τελευταία επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας χρησιμοποιούνται σε πρωτοφανές επίπεδο για την ανάπτυξη και δημιουργία τρομερών όπλων μαζικής καταστροφής. Η επέκταση των στρατιωτικών βιομηχανικών συγκροτημάτων, των συνεργασιών ανάμεσα σε κυβερνήσεις, τεράστιους ομίλους και στρατιωτικό προσωπικό και η βαθιά διείσδυση του μιλιταρισμού στον κρατικό μηχανισμό των χωρών του ΝΑΤΟ αυξάνει επίσης την πολεμική διάθεση εκ μέρους των καπιταλιστικών κρατών και δημιουργεί πρωτόγνωρα κέρδη για το ιδιωτικό κεφάλαιο μέσα από τη στρατιωτική παραγωγή και τον πόλεμο.
Σε γενικές γραμμές οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες του 2005 έφτασαν το 1,2 τρισ. δολάρια, ένα νέο παγκόσμιο ρεκόρ. Μια έρευνα του Διεθνούς Ερευνητικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης για την Ειρήνη αποκάλυψε ότι οι παγκόσμιες δαπάνες για εξοπλισμούς σημείωσαν πτώση στις περισσότερες περιοχές με δυο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, τις ΗΠΑ και τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τις μεγαλύτερες δαπάνες που αντιστοιχούν στο 48% του 1,2 τρισ. δολάρια που ξοδεύεται ή στο 80% της αύξησης των δαπανών για εξοπλισμούς που ανέρχεται σε 33 δισ. δολάρια.
Σε μια ομιλία κατά το άνοιγμα του «Σεμιναρίου του ΝΑΤΟ για το Μετασχηματισμό» στις 25 Μάρτη 2015, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg δήλωσε: «Αυξάνουμε την παρουσία του ΝΑΤΟ στις ανατολικές σύμμαχες χώρες και την ετοιμότητα των δυνάμεών μας. Η Δύναμη Απάντησης του ΝΑΤΟ θα διπλασιαστεί και θα φτάσει τα 30.000 στρατεύματα. Το επίκεντρό της είναι η δύναμη κρούσης των 5.000 στρατευμάτων με κυρίαρχα στοιχεία που θα έχουν την ετοιμότητα να μετακινηθούν σε λιγότερο από 48 ώρες. Ταυτόχρονα δημιουργούμε μονάδες διοίκησης σε έξι από τους ανατολικούς συμμάχους μας. Και αυτό είναι μόνο η αρχή... χρειαζόμαστε μια συνεκτική προσέγγιση, συνεργασία με την ΕΕ και άλλους διεθνείς εταίρους... Την περασμένη χρονιά οι ηγέτες του ΝΑΤΟ αναγνώρισαν ότι πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην άμυνα. Έχει ουσιαστική σημασία να το πετύχουμε αυτό».
Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που προώθησαν και στήριξαν ενεργά την αντεπανάσταση στην Ευρώπη, επιδιώκουν να ενισχύσουν το πλεονέκτημά τους πιέζοντας περισσότερο προς την Ανατολή. Στην τρίτη θητεία του ο Βλαντιμίρ Πούτιν πρότεινε μια Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Στην Ουκρανία η υπάρχουσα καπιταλιστική κρίση οδήγησε σε πολιτική κρίση στο εσωτερικό της ουκρανικής αστικής τάξης σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό της και τις διεθνείς συμμαχίες της. Προωθώντας τα σχέδια διεύρυνσής της προς την Ανατολή για να συμπεριλάβει την Ουκρανία, απαιτώντας ταυτόχρονα οι υπό ένταξη χώρες να ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους για την άμυνα και την ασφάλεια με αυτήν του ΝΑΤΟ και σκόπιμα αγνοώντας την ιστορία της περιοχής, η ΕΕ και οι ΗΠΑ με την παρέμβασή τους προκάλεσαν μια κατάσταση στην Ουκρανία που οδήγησε σε πραξικόπημα, στην ανατροπή μιας εκλεγμένης κυβέρνησης και στην ανάδειξη με τη βία μιας δεξιάς ελίτ στην εξουσία του Κιέβου (η οποία περιλαμβάνει μια σειρά νεοφασίστες). Αυτή με τη σειρά της οδήγησε σε αντικομμουνιστική καταστολή, στη νομιμοποίηση φασιστικών δυνάμεων από το καθεστώς και σε σκληρές μάχες μέσα στη χώρα.
Αυτή η επέμβαση του ιμπεριαλισμού πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τη Ρωσία για το ποια μονοπώλια θα ελέγξουν τις ενεργειακές πηγές στην ευρύτερη περιοχή. Οι εργαζόμενοι της Ουκρανίας έχουν γίνει όμηροι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων των διάφορων ιμπεριαλιστικών ομάδων από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Ουκρανία και τη Ρωσία και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους στο συνεχόμενο ανταγωνισμό για τα ληστρικά συμφέροντά τους, για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής στις συνθήκες της κρίσης. Επίσης, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να αυξήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή. Μάλιστα το περιοδικό Foreign Affairs μίλησε για το πώς οι Αμερικανοί κι Ευρωπαίοι ηγέτες «έκαναν τη βλακεία να προσπαθήσουν να μετατρέψουν την Ουκρανία σε προπύργιο της Δύσης στα σύνορα της Ρωσίας». [18] Επιπλέον, το κεφάλαιο επιδιώκει να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής του, αξιοποιώντας τις πολιτικές του ΠΟΕ, του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διακρατικών θεσμών.
Το ΝΑΤΟ διευρύνεται ραγδαία και σημαντικά κι επιδιώκει οι επιχειρήσεις του να έχουν παγκόσμια εμβέλεια. Επιδιώκει συνεχώς να διευρύνει την επιρροή του σε ό,τι αφορά το εύρος της ατζέντας και το παγκόσμιο εύρος του. Ο ρόλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ μέσα από το εργαλείο της ΚΕΠΑ δημιουργεί συνεχώς νέους κινδύνους για ολόκληρη την περιοχή. Ο επικεφαλής του φασιστικού «Δεξιού Τομέα» διορίστηκε σύμβουλος στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ουκρανίας. Τον Απρίλη του 2014 ο Ολεξάντερ Τουρτσίνοφ, επικεφαλής του ουκρανικού «συμβουλίου εθνικής ασφάλειας και άμυνας», είπε σε μια συνεδρίαση του σώματος ότι η Ουκρανία έχει δρομολογήσει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ: «Η ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική ενσωμάτωση αποτελεί πλέον προτεραιότητα για τις πολιτικές της Ουκρανίας και η χώρα θα επιδιώξει το συντονισμό των ένοπλων δυνάμεών της και των μυστικών υπηρεσιών της με αυτές της δυτικής συμμαχίας». [19]
Η Ιστορία, μεταξύ άλλων και η σύγχρονη Ιστορία, δείχνει ότι ο ιμπεριαλισμός και οι παράγοντές του θα χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο για να προωθήσουν τους στόχους τους και θα καταστρέψουν ανελέητα και χωρίς ενδοιασμό τα εθνικά κράτη και τους λαούς. Στόχος είναι η απόκτηση εξουσίας και κυριαρχίας πάνω στα εθνικά κράτη και στους πόρους τους, η απόσπαση του πλούτου και των φυσικών πόρων αυτών των κρατών, η αποτροπή και η παρεμπόδιση της ελεύθερης πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτιστικής ανάπτυξης των λαών.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η αύξηση της ανισότητας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της ανεργίας, των αστέγων, της περιβαλλοντικής σήψης μαζί με τα χιλιάδες κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα που δεν μπορεί να λύσει ο καπιταλισμός επιδεινώνουν καν βαθαίνουν την καπιταλιστική κρίση, αποκαλύπτοντας καν οξύνοντας τις αντιθέσεις του. Αυτά με τη σειρά τους επηρεάζουν άμεσα το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων.
Η καπιταλιστική κρίση συνεχίζει να βαθαίνει, εντείνοντας και αποκαλύπτοντας τη βασική αντίθεση -την πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Ο αναπόφευκτος ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός συνεχίζεται και εντείνεται. Οι επιπλοκές και η συνθετότητα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού οξύνουν τις συνθήκες για τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η γενική κρίση του καπιταλισμού οξύνει την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Ενώ τα καπιταλιστικά κράτη έχουν κοινά στρατηγικά συμφέροντα, δηλαδή την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, η Ιστορία έχει αναδείξει τους λυσσαλέους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους και τη διάθεσή τους να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους με τη δύναμη των όπλων.
Ο Λένιν, σε μια ομιλία για την τέταρτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, υποστήριξε: «Το ζήτημα των ιμπεριαλιστικών πολέμων, της διεθνούς πολιτικής του χρηματιστικού κεφαλαίου, που κυριαρχεί σήμερα σε όλο τον κόσμο και γεννά αναπόφευκτα νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που γεννά αναπόφευκτα ένα πρωτάκουστο δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης, της διαρπαγής, της καταλήστευσης, του στραγγαλισμού των αδύνατων, καθυστερημένων, μικρών λαών από μια χούφτα “προηγμένες ” δυνάμεις-το ζήτημα αυτό έγινε από το 1914 το αγκωνάρι όλης της πολιτικής όλων των χωρών της υδρογείου. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. [...] Και μπροστά στα εκατομμύρια και εκατομμύρια ανθρώπων που σκέπτονται για τις αιτίες του χθεσινού πολέμου και για τον επερχόμενο αυριανό πόλεμο, ορθώνεται όλο και πιο έκδηλα, όλο και πιο αναπότρεπτα η τρομερή αλήθεια: Είναι αδύνατο να γλιτώσουμε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και από την ιμπεριαλιστική ειρήνη, που τον γεννά αναπόφευκτα (αν είχαμε ακόμη την παλιά ορθογραφία θα έγραφα εδώ τις δυο λέξεις “μιρ ” [20] και με τις δυο τους έννοιες), είναι αδύνατο να γλιτώσουμε από αυτήν την κόλαση με άλλον τρόπο παρά μόνο με τον μπολσεβίκικο αγώνα και με την μπολσεβίκικη επανάσταση». [21]
Υπενθυμίζουμε τη δήλωση του Μαρξ στην Εναρκτήρια Ομιλία του στην Α' Διεθνή: «Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως η παράβλεψη αυτού του αδελφικού δεσμού που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους εργάτες διαφορετικών χωρών και να τους παρακινεί να στέκονται ο ένας στο πλευρό του άλλου στους αγώνες για χειραφέτηση θα τιμωρηθεί με την κοινή αποτυχία των ασύνδετων προσπαθειών τους. Αυτή η σκέψη παρακίνησε τους εργάτες διαφορετικών χωρών που συγκεντρώθηκαν στις 28 Σεπτέμβρη 1864 στην αίθουσα St. Martin να ιδρύσουν τη Διεθνή Ένωση Εργατών». [22] Η υπόθεση της διεθνούς προλεταριακής αλληλεγγύης που οργανώνεται από τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα εξακολουθεί να είναι η αιχμή του δόρατος για τις αντικαπιταλιστικές και αντιμονοπωλιακές δυνάμεις και ο θεμέλιος λίθος της αντιιμπεριαλιστικής στρατηγικής ενάντια στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και τον πόλεμο για μια διαρκή ειρήνη και την κοινωνική πρόοδο.
Σε μια περίοδο που αυξάνεται η επιθετικότητα του ΝΑΤΟ και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ο προλεταριακός διεθνισμός εξακολουθεί να είναι ένα μοναδικό όπλο στα χέρια των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και τις απειλές ενάντια την παγκόσμια ειρήνη και τη δημοκρατία. Η μόνη εναλλακτική λύση είναι ο σοσιαλισμός.