Το ΝΑΤΟ ως ρυθμιστής του ιμπεριαλισμού


Αλί Σομέλ, μέλος της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος, Τουρκία

Τα τελευταία 25 χρόνια, η βασική συζήτηση που γινόταν για το ΝΑΤΟ αφορούσε την αποστολή του μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Γιατί δεν καταργήθηκε; Το επιχείρημα ότι ο λόγος ύπαρξης του ΝΑΤΟ ήταν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας αγνοεί το βασικό και μόνιμο στοιχείο του ιμπεριαλισμού: Την αμοιβαία στρατιωτικοποίηση των καπιταλιστικών χωρών και την κοινή τους τάση να ενωθούν ενάντια στην προλεταριακή απειλή.

Ο Λένιν έγραψε το 1916: «Οι καπιταλιστές μοιράζουν τον κόσμο όχι από κάποια ιδιαίτερη κακία τους, αλλά γιατί ο βαθμός συγκέντρωσης που επιτεύχθηκε τους αναγκάζει να πάρουν αυτόν το δρόμο για να βγάλουν κέρδος. Συγκεκριμένα, τον μοιράζουν ανάλογα με τα “κεφάλαιά τους”, ανάλογα με τη “δύναμή τους” -άλλος τρόπος μοιράσματος δεν υπάρχει μέσα στο σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού. Η δύναμη όμως αλλάζει ανάλογα με την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη (...) το ζήτημα αν αυτές οι αλλαγές είναι “καθαρά ” οικονομικές η εξωοικονομικές (πολεμικές) είναι δευτερεύον ζήτημα και δεν μπορεί ν ’αλλάξει καθόλου τις απόψεις για τη νεότατη εποχή του καπιταλισμού (...) όταν υποκαθιστά κανείς το ζήτημα του περιεχομένου της πάλης και των συναλλαγών ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών με το ζήτημα της μορφής της πάλης και των συναλλαγών (σήμερα ειρηνικής, αύριο όχι ειρηνικής) σημαίνει ότι ξεπέφτει στο ρόλο του σοφιστή».

Αν δε θέλουμε να πέσουμε στο επίπεδο των σοφιστών, το ζήτημα σχετικά με το ΝΑΤΟ πρέπει να αναδιατυπωθεί. Πώς επαναπροσδιόρισε το ΝΑΤΟ την αποστολή του;

1. Η πορεία του ΝΑΤΟ ως ιμπεριαλιστική και αντεπαναστατική οργάνωση

Αντεπανάσταση την εποχή των επαναστάσεων

Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού ενσωματώνει κάθε κοινωνική μονάδα στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, ενώ βαθαίνει τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Αν και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των χωρών μπορεί να διαφέρουν, η επικρατέστερη χώρα πρέπει να παρουσιάσει ένα βιώσιμο μοντέλο για να διατηρηθεί η ιμπεριαλιστική-καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Αυτό εξυπηρετεί επίσης την αντεπαναστατική λειτουργία, πράγμα που σημαίνει την αποτελεσματική αντιμετώπιση και την παρεμπόδιση των επαναστατικών απειλών. Μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση, η φύση αυτών των απειλών δεν είχε υποχρεώσει την ευρωπαϊκή αστική τάξη να επιδιώξει μια διεθνή συμμαχία για το συντονισμό αντεπαναστάσεων σε στρατιωτικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Μετά από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα συμμαχικά στρατεύματα που είχαν ήδη οργανωθεί για το μοίρασμα και τον επαναποικισμό του κόσμου στάλθηκαν να πολεμήσουν τους Μπολσεβίκους στο ρωσικό εμφύλιο πόλεμο. Μετά από την ήττα των λευκών στρατευμάτων και την κρίση του δυτικού καπιταλισμού το 1929, ο φασισμός αναδείχτηκε ως ένα διεθνές αντεπαναστατικό κίνημα. Αυτό αποτέλεσε μια έμμεση προσπάθεια των δυτικών ιμπεριαλιστών να οργανώσουν μια διεθνή αντεπανάσταση για να ανατραπεί η σοσιαλιστική εξουσία. Ωστόσο η θρυλική αντίσταση του σοβιετικού λαού μετέτρεψε αυτό το σχέδιο σε φιάσκο.

Μέχρι το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση είχε αποδείξει ότι μια αγροτική χώρα μπορούσε να εκβιομηχανιστεί κάνοντας ένα μεγάλο άλμα μέσα από το σοσιαλιστικό σχέδιο, αλλά και να αντέξει έναν επιθετικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ήταν μια πραγματική προειδοποίηση για τους καπιταλιστές όλου του κόσμου. Χρειαζόταν ένας μηχανισμός για να υπερνικήσει τη στρατιωτική και ιδεολογική επιρροή του κομμουνισμού. Αυτό επρόκειτο να το προσφέρουν οι ΗΠΑ και οι άλλες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και η ΕΟΚ/ΕΕ.

Η ανάγκη συγκέντρωσης αντεπαναστατικών δυνάμεων

Ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν εξωτερικός παράγοντας για τις εξαρτημένες χώρες, από την άποψη της ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό, κι έτσι η τάση συνεργασίας με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ήταν εγγενής. Η διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος απαιτούσε την υλοποίηση των συνυφασμένων συμφερόντων της εγχώριας αστικής τάξης και του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου με επίσημα και ανεπίσημα μέσα.

Η αποικιακή πολιτική λειτουργούσε ανέκαθεν με συνεργάτες και αυτή η μέθοδος μετατράπηκε σε αυτοκρατορική πολιτική με έναν πιο σύνθετο τρόπο. Οι δυνάμεις της ντόπιας άρχουσας τάξης εξοπλίζονται με μια ιδεολογία ριζωμένη στις συνθήκες του τόπου, για να φανεί ότι δρουν αυτόνομα, ενώ στην πραγματικότητα εκπαιδεύονται, οργανώνονται και χρηματοδοτούνται από τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενώ στους αγροτικούς πληθυσμούς αξιοποιήθηκαν γι’ αυτόν το σκοπό οι θρησκευτικές κι εθνικές ταυτότητες, στα αστικά κέντρα γενικά αξιοποιήθηκε ένας ελιτίστικος εθνικισμός. Ο φασισμός και ο φιλελευθερισμός, που αλληλοσυμπληρώνονταν, λειτούργησαν ως πανίσχυρο όπλο για την πολιτική αξιοποίηση αυτών των ιδεολογιών.

Ο Κόκκινος Στρατός σάρωσε τους ναζιστές, απελευθερώνοντας τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης από τη φασιστική κατοχή. Όμως οι καπιταλιστές της Ευρώπης φοβήθηκαν ότι οι κομμουνιστές θα ενισχύονταν στις χώρες τους και προσχηματικά καλλιέργησαν το φόβο της σοβιετικής εισβολής. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε το 1949 για να οργανωθεί η πάλη ενάντια στους κομουνιστές που είχαν ενισχυθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν. Βεβαίως δεν επρόκειτο μόνο για «προληπτικά μέτρα» ενάντια σε μια πιθανή επανάσταση, αλλά για άμεση προσπάθεια να κατασταλούν ή να χειραγωγηθούν τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα με στρατιωτικά μέσα και με ιδεολογικό πόλεμο. Όλα τα κράτη-μέλη όφειλαν να συμμορφωθούν με τις κατευθύνσεις του ΝΑΤΟ για να αποτραπεί οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ιμπεριαλιστική στρατηγική.

Η θέση του ΝΑΤΟ στην αναδιοργάνωση του ιμπεριαλισμού

Μέχρι τη δοκιμή της ατομικής βόμβας από τη Σοβιετική Ένωση το 1949, η στρατηγική των ΗΠΑ ήταν η αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ με την πυρηνική τους δύναμη και όχι με συμβατικά όπλα. Στη βάση αυτού του στρατιωτικού δόγματος ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, όταν οι ΗΠΑ έχασαν αυτήν την υπεροχή στα πυρηνικά όπλα το 1949 και υπήρξε ισορροπία δυνάμεων, εμφανίστηκαν έμμεσες περιφερειακές συγκρούσεις οι οποίες πολιτικοποίησαν και μετέφεραν σε τοπικό επίπεδο τη σύγκρουση. Το ΝΑΤΟ τροποποίησε την αποστολή του σύμφωνα με τις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου.

Οι ΗΠΑ είχαν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης και την αναδιοργάνωση των αντικομουνιστικών δυνάμεων που είχαν ηττηθεί από τον Κόκκινο Στρατό. Το Σχέδιο Μάρσαλ και η ίδρυση του ΝΑΤΟ ήταν αλληλένδετα. Το κέντρο της εξουσίας του ιμπεριαλισμού σταθεροποιήθηκε στον Ατλαντικό. Η Μ. Βρετανία μοιράστηκε οικειοθελώς την εξουσία της με τις ΗΠΑ, ενώ η ηγεμονία των πρώην αποικιοκρατικών ευρωπαϊκών χωρών αντικαταστάθηκε από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Η περιοχή της Μεσογείου ήταν μια από τις πιο «ευάλωτες» περιοχές σε ό,τι αφορά τη συμπάθεια απέναντι στα κομμουνιστικά κόμματα. Στο Αιγαίο, η Μ. Βρετανία παρέδωσε ανοιχτά στις ΗΠΑ το 1947 την ιμπεριαλιστική κυριαρχία επί της Ελλάδας και της Τουρκίας, επιτρέποντας στο ΝΑΤΟ να παίξει το βασικό ρόλο ενάντια στη σοβιετική επιρροή. Η Κύπρος μετατράπηκε από βρετανική αποικία στο περιφερειακό «αεροπλανοφόρο» του ΝΑΤΟ, ενώ το ΝΑΤΟ οργάνωσε στη συνέχεια παραστρατιωτικές φασιστικές ομάδες. Ο ρόλος της Τουρκίας, πέρα από τις προκλητικές πράξεις με τις οποίες έδωσε προσχήματα για την επέμβαση στην Κύπρο, ήταν πολύ σημαντικός για την πρόσβαση του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή. Τη δεκαετία του ’50 η κυβέρνηση της Τουρκίας προσπαθούσε να πείσει το Κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών να ενταχτεί στο ΝΑΤΟ.

Όμως ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις περιφερειακές καπιταλιστικές δυνάμεις για την απόκτηση ελευθερίας κινήσεων στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας και για τον περιορισμό των επεκτατικών δράσεων από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ανάγκασε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να παραμερίσει το ΝΑΤΟ σε ορισμένες περιπτώσεις. Λόγω της πολιτικής ουδετερότητας του Κινήματος των Αδέσμευτων Χωρών κατά τη διάρκεια της κρίσης στο Σουέζ και στο ζήτημα της θέσης της Γιουγκοσλαβίας μετά από τη διαφωνία της με τη Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ έπρεπε να δημιουργήσουν περιφερειακές εναλλακτικές στο ΝΑΤΟ, αποκεντρώνοντας τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Όμως η διαμόρφωση ουδέτερων ζωνών σε επίμαχες περιοχές χαλάρωσε τους δεσμούς μέσα στο ΝΑΤΟ. Η Γαλλία αποσύρθηκε από το στρατό του ΝΑΤΟ το 1966 και η Δυτική Γερμανία ανέπτυξε τη λεγόμενη Ανατολική Πολιτική (Ostpolitik) που ήταν έξω από την εμβέλεια της πολιτικής του ΝΑΤΟ.

Ο ρόλος του ΝΑΤΟ στον εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού

Το ΝΑΤΟ δρομολόγησε τεχνικά έργα και εκπαιδευτικά προγράμματα έτσι ώστε η καπιταλιστική ανάπτυξη να αντιμετωπίσει τα παραδείγματα της σοσιαλιστικής επαναστατικής ανάπτυξης. Ο κύριος στόχος ήταν η τεχνική και θεσμική προσαρμογή των εθνικών στρατών στα πρότυπα του ΝΑΤΟ. Αυτό σήμανε την εξάρτηση της εθνικής άμυνας από τη στρατιωτική υποδομή των ΗΠΑ. Οι διμερείς συμφωνίες διασφάλισαν αυτήν τη μονομερή εξάρτηση. Παράλληλα, τα εκπαιδευτικά προγράμματα του ΝΑΤΟ συγκρότησαν τη στρατιωτική γραφειοκρατία σε αντικομμουνιστική κατεύθυνση. Κατά κάποιον τρόπο, το ΝΑΤΟ αναδιαμόρφωσε την αντίληψη για τον εκσυγχρονισμό.

Ένα σημαντικό παράδειγμα ήταν ο μετασχηματισμός των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας, που διαμόρφωσε την αντίληψη για τον εκσυγχρονισμό, αναπαράγοντας την κοινωνική διαστρωμάτωση. Τα οικονομικά προνόμια του προσωπικού του ΝΑΤΟ υιοθετήθηκαν από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, αποξενώνοντας, μεταξύ άλλων, τους αξιωματικούς από το λαό. Η θεσμική συγκρότηση του στρατού, λόγω του ρόλου του στρατού στον πόλεμο για την ανεξαρτησία και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ήταν ανοιχτή στην εθνικοαπελευθερωτική πολιτική συνείδηση. Το ΝΑΤΟ συνέβαλε ώστε η επιδίωξη της εθνικής απελευθέρωσης να μείνει μακριά από πολιτικές απόψεις στην κατεύθυνση του «τριτοκοσμισμού», προσανατολίζοντας τη συγκρότηση αυτή στην υποταγή στον «ελεύθερο κόσμο». Μάλιστα, το στρατιωτικό πραξικόπημα που το 1960 ανέτρεψε το δικτάτορα, που στηριζόταν από τις ΗΠΑ, διακήρυξε προπάντων την πίστη του στο ΝΑΤΟ.

Επίσης, το ΝΑΤΟ διεύρυνε τη νομιμοποίησή του στηρίζοντας επιστημονικές δραστηριότητες και εκτός του στρατιωτικού τομέα. Ανέπτυξε το πρόγραμμα για την Επιστήμη, την Ειρήνη και την Ασφάλεια και χρηματοδότησε έρευνες. Η επιστημονική δράση του ΝΑΤΟ το διευκόλυνε να εμφανίζεται ως μια οργάνωση υπέρ του πολιτισμού και συσκότισε τις επίσημες και ανεπίσημες αντεπαναστατικές δραστηριότητες.

Το ΝΑΤΟ ως καταλύτης της αντεπανάστασης υπό τις ΗΠΑ

Στην Ευρώπη, τα ιδρυτικά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ επιδίωκαν την πρόκληση έντασης ανάμεσα στα δυο μπλοκ με βάση την ατλαντική ταυτότητα. Αυτό επέτρεψε στις ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στο αντικομμουνιστικό μπλοκ όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και ιδεολογικά. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ταυτίστηκε με την «ελευθερία» κόντρα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Το ΝΑΤΟ και οι σύμμαχοί του αναγορεύτηκαν σε «Ελεύθερο Κόσμο», πράγμα που σήμαινε «ελευθερία από το σοσιαλισμό» και «ελευθερία από την επανάσταση».

Στο στρατιωτικό τομέα, συγκροτήθηκαν «μυστικές οργανώσεις» όπως η Επιχείρηση Gladio στην Ιταλία. Το ΝΑΤΟ συγκέντρωσε τις επίσημες και ανεπίσημες αντικομμουνιστικές δυνάμεις. Υπήρξε μεγάλη ποικιλία ανεπίσημων ή, μάλλον, μη κυβερνητικών δυνάμεων. Από την Εκκλησία μέχρι τη Μαφία, όλοι εντάχτηκαν στην κινητοποίηση δυνάμεων για να εμποδίσουν την οργάνωση των κομμουνιστών. Πράκτορες της CIA εκπαίδευσαν αντεπαναστατικές ομάδες για τρομοκρατικές επιθέσεις.

Το ΝΑΤΟ ήταν πηγή και προϊόν της αντεπανάστασης. Οι χώρες που επρόκειτο να ενταχτούν στο ΝΑΤΟ περνούσαν από δοκιμασίες υποταγής στις αντεπαναστατικές πρωτοβουλίες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Για παράδειγμα, η Τουρκία έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ μόνο αφού έστειλε στρατεύματα στη Βόρεια Κορέα κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας το 1950. Αργότερα, μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του ιμπεριαλισμού ευθυγράμμισαν την εξωτερική πολιτική τους με τη στρατηγική των ΗΠΑ, επρόκειτο να γίνουν συστατικά στοιχεία της μετέπειτα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ.

2. Εφησυχασμός απέναντι στο ΝΑΤΟ

Η στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ αποτελεί λυδία λίθο για το μαρξισμό-λενινισμό

Η πολιτική γραμμή ενάντια στο ΝΑΤΟ καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το φιλειρηνικό κίνημα στην Ευρώπη. Ο περιορισμός της πάλης στις στρατιωτικές αποστολές του ΝΑΤΟ και η υπεράσπιση της ειρήνης ως αυτοσκοπού αποτέλεσαν πολιτικό δίλημμα για τον κομμουνισμό. Η έλλειψη σαφούς αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του φιλειρηνικού κινήματος κατέστησε τη Σοβιετική Ένωση στόχο της αντιμιλιταριστικής κριτικής, καθώς δικαίως έπρεπε να διαθέτει εξοπλισμούς ενάντια στην ιμπεριαλιστική στρατιωτική πολιορκία. Αυτό αποτέλεσε ιδεολογική ήττα για το κύρος του Κόκκινου Στρατού, το οποίο κέρδισε στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όσο το ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα αποξενωνόταν από το λενινισμό, εμφανίστηκε μια φιλελεύθερη στάση απέναντι στην υπερεθνική ενοποίηση της Ευρώπης. Ο «ευρωκομμουνισμός» αποδέχτηκε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως παράγοντα «οικονομικής ανάπτυξης», δείχνοντας ταυτόχρονα ανοχή στην επέκταση του ΝΑΤΟ ως συμπληρωματικού παράγοντα σχετικά με την «ασφάλεια» στην «οικονομική» ενοποίηση. Το ΚΚ Ιταλίας, ανάμεσα στους ηγέτες του «ευρωκομμουνισμού», εγκατάλειψε το 1974 το σύνθημα: «Η Ιταλία έξω από το ΝΑΤΟ, το ΝΑΤΟ έξω από την Ιταλία».

Από την άλλη, τα επαναστατικά κινήματα που απόκλιναν από την παράδοση της Κομιντέρν απώλεσαν τις αντιιμπεριαλιστικές θέσεις τους και το ΝΑΤΟ αποτέλεσε ένα από τα πιο ουσιαστικά ζητήματα. Μετά από τη σινο-σοβιετική σύγκρουση, ορισμένα κινήματα που συνδέονταν με το μαοϊσμό αποδέχτηκαν το ΝΑΤΟ ως σύμμαχο, όταν θεώρησαν τον Κόκκινο Στρατό ως τον κύριο αντίπαλο. Το γνωστό τουρκικό μαοϊκό κίνημα «Aydınlı» («Διαφώτιση») συνεργάστηκε με τις φασιστικές δυνάμεις που είχαν τη στήριξη του ΝΑΤΟ ενάντια σε σοσιαλιστές και άλλους επαναστάτες στη δεκαετία του ’70.

Και στις δυο περιπτώσεις οι ιδεολογικές αδυναμίες των διάφορων τμημάτων του κομμουνιστικού κινήματος είχαν ως αποτέλεσμα τη διείσδυση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, που εκφράστηκε από τη στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ.

Ανατρέποντας τα ιστορικά επιτεύγματα της ταξικής πάλης στην Ευρώπη

Η ευρωπαϊκή Αριστερά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εναρμόνιση ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και στο σοσιαλισμό, κρατώντας αποστάσεις από την επαναστατική εργατική πολιτική. Εμφανίστηκαν διαφορετικές εκδοχές της νέας Αριστεράς, του τρίτου δρόμου και του κοινωνικού κινηματισμού, οι οποίες ταυτίστηκαν με την ατλαντική ερμηνεία της «ελευθερίας». Η αντίθεση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές διαμορφώθηκε στο πολιτικό πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, δημιουργώντας κοινωνικά φόρουμ και εναλλακτικά κοινωνικά εγχειρήματα, αντί να αμφισβητείται η θεσμική βάση του συστήματος. Καθώς τα παραδοσιακά φιλοΝΑΤΟϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχαναν την αξιοπιστία τους, εμφανίστηκαν οπορτουνιστικά αριστερά κινήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, υποκαθιστώντας την ταξική πάλη με την πολιτική της διαπραγμάτευσης με τις καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές οργανώσεις.

Αρχικά, με την ιδεολογική στήριξη των ΗΠΑ, οι αντεπαναστατικές τάσεις στην Ευρώπη ενσωματώθηκαν στο οικοδόμημα της ΕΕ. Ιδιαίτερα η διεύρυνση της ΕΕ αποτέλεσε μια διττή διαδικασία η οποία περιλάμβανε τη μετάβαση των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών στον καπιταλισμό και την ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών κρατών στην αμερικανική ηγεμονία κάτω από το μανδύα της δημοκρατίας. Το ΝΑΤΟ αποτέλεσε ένα από τα βασικά εργαλεία σε αυτές τις διαδικασίες.

Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες απαιτούσε μια θεσμική διαδικασία. Ξεκινώντας από την επανένωση της Γερμανίας, η ένταξη στο ΝΑΤΟ χρησιμοποιήθηκε για να προετοιμάσει την ένταξη των πρώην σοσιαλιστικών χωρών στην ΕΕ. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ συμβόλιζε την αποκατάσταση της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας στην Ευρώπη υπό τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η οικοδόμηση της ΕΕ κινήθηκε σε μια υπερεθνική τεχνοκρατική νομισματική γραμμή, αντί να ακολουθήσει μια εθνική πολιτική συνταγματική γραμμή, που θα μπορούσε να την καταστήσει ευάλωτη στην κοινωνική αντίδραση για την υπεράσπιση των κυριαρχικών και συλλογικών δικαιωμάτων και την πρόνοια που είχε κατακτήσει η ταξική πάλη στην Ευρώπη.

Έτσι λοιπόν, το ΝΑΤΟ λειτούργησε ως καταλύτης στη διαδικασία παλινόρθωσης που προσπάθησε να απομακρύνει το εμπόδιο της προοδευτικής πολιτικής παράδοσης της Ευρώπης και να απομακρύνει τα τελευταία υπολείμματα του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη, και κυρίως στη Ρωσία, που δεν είχε ενσωματωθεί ακόμα πλήρως.

Η αχίλλειος πτέρνα του σοσιαλισμού στο στόχαστρο του ΝΑΤΟ στην αντεπανάσταση

Ο ιμπεριαλισμός έπρεπε να ανασυνταχτεί σε χώρες και περιοχές όπου είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει για δεκαετίες. Οι πιο ευάλωτες χώρες ήταν αυτές που είχαν αδύναμη σοσιαλιστική βάση σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο σοσιαλισμό και την ιδεολογική αφομοίωση του μαρξισμού-λενινισμού από τα κομμουνιστικά στελέχη. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επίσης έπρεπε να επιλέξει τα πιο στρατηγικά σημεία για να διεισδύσει ή εισβάλει, ώστε να πατήσει πόδι στην τεράστια γεωγραφική έκταση που ήταν κάτω από σοβιετική επιρροή.

Η οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης είχε ταυτιστεί με τη σοσιαλδημοκρατία ενάντια στον κομμουνισμό. Η επίδραση του σοσιαλισμού εμπόδισε την πλήρη ηγεμονία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη. Μετά από το ξεκίνημα των αντεπαναστατικών επιχειρήσεων, το ΝΑΤΟ ένιωσε την ελευθερία να βάλει τις βάσεις για την αποκατάσταση του ιμπεριαλισμού με θεσμικά μέσα, ξεκινώντας από την Ανατολική Ευρώπη.

Η Γιουγκοσλαβία, η οποία είχε συμμαχήσει με τα μέλη του ΝΑΤΟ, Τουρκία και Ελλάδα, στο Βαλκανικό Σύμφωνο, παρά την αδέσμευτη θέση της, ήταν η πρώτη στην οποία εισέβαλε το ΝΑΤΟ. Η αντεπανάσταση στο Αφγανιστάν ακολούθησε την επίθεση του ιμπεριαλισμού που εξαπέλυσε τις αντιδραστικές δυνάμεις των ισλαμικών φονταμενταλιστών.

3. Ο αναπροσανατολισμός του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του Ιμπεριαλισμού και οι εναλλακτικές του

Η θέση του ΝΑΤΟ στην αποκατάσταση του ιμπεριαλισμού

Τη δεκαετία του ’ 80 αποδυναμώθηκε η σοβιετική επιρροή στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου». Δεδομένου ότι η οικοδόμηση του ΝΑΤΟ είχε βασιστεί στις αντιδραστικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση των κομμουνιστικών επιθέσεων, η υποχώρηση των επαναστατικών διεκδικήσεων του κομμουνισμού απαιτούσε την αναδιοργάνωση των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Ρυθμίστηκαν ορισμένες «εφεδρικές» προεκτάσεις του ΝΑΤΟ και στη θέση τους ενισχύθηκε ο ιδεολογικός ρόλος του. Καταδικάστηκαν οι παράνομες οργανώσεις και το ΝΑΤΟ απαλλάχτηκε από τις ευθύνες του προκειμένου να ανοίξει το δρόμο για ένα νέο προσανατολισμό.

Η διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατέστησε αναγκαία την αναθεώρηση των αποστολών του ΝΑΤΟ. Είχε τελειώσει η φιλολογία περί «της απειλής της σοβιετικής εισβολής». Ο ιμπεριαλισμός έπρεπε να αποκατασταθεί σε ένα σημαντικό κομμάτι της Ευρώπης και της Ασίας και οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες έπρεπε να αναδιαρθρωθούν με μια νέα προπαγάνδα. Ο αιματηρός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90 ήταν ένα πείραμα του ΝΑΤΟ για να βρεθούν τα απαραίτητα μέσα. Ο ορισμός της απειλής διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας όλα τα είδη αστάθειας που προκαλεί η πολιτική και οικονομική κρίση. Η Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ συμπεριέλαβε στις στρατιωτικές επεμβάσεις χώρες που δεν ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, στο όνομα του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον, το ΝΑΤΟ αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις για γρήγορες και αποτελεσματικές στρατιωτικές επεμβάσεις. Η αύξηση των εξοπλισμών συμπληρώθηκε με μικρότερες και πιο ευέλικτες ένοπλες δυνάμεις, αντί για μεγαλύτερες και πιο αργές. Συνεχίστηκε η χρήση των στρατιωτικών βάσεων και των πυραύλων στην ενίσχυση της περιφερειακής κυριαρχίας, ενώ εντάθηκε η δυνατότητα διαχείρισης μικρότερων στρατευμάτων.

Ο αναπροσανατολισμός του ΝΑΤΟ στην οργάνωση της αντεπανάστασης και της αντίδρασης

Το ΝΑΤΟ έπαιξε πολύπλευρο ρόλο στην παλινόρθωση. Προώθησε αντιδραστικές ομάδες για τη δημιουργία αστάθειας και δημιούργησε τα προσχήματα για στρατιωτική επέμβαση στον «Τρίτο Κόσμο», ενώ παράλληλα οργάνωσε ιδεολογικές εκστρατείες στο δυτικό κόσμο για τη στήριξη των επεμβάσεών του. Από το βομβαρδισμό του Βελιγραδίου το 1999 μέχρι τις πρόσφατες στρατιωτικές επεμβάσεις στη Λιβύη και την Ουκρανία, το ΝΑΤΟ τελειοποιήθηκε στη δημιουργία χάους και στη διεξαγωγή πολέμων διά αντιπροσώπων. Σε σύγκριση με τη στρατηγική ενάντια στους επαναστατικούς αγώνες την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν αλλαγές στη σημερινή δομή αυτών των μισθοφορικών δυνάμεων που λειτουργούσαν ως προεκτάσεις του ΝΑΤΟ: Η άμεση χρηματοδότηση των οργανώσεων που δρούσαν ενάντια στις αντάρτικες και επαναστατικές οργανώσεις αντικαταστάθηκε από αντιδραστικές οργανώσεις οι οποίες είχαν στο επίκεντρό τους εθνότητες ή αιρέσεις, χειραγωγούνταν έμμεσα και διεκδικούσαν την πολιτική εξουσία, όπως το Ισλαμικό Κράτος.

Η καινούργια στρατηγική βασίστηκε στη δημιουργία αντιδραστικών απειλών απουσία επαναστατικών απειλών. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις του τελευταίου τετάρτου του αιώνα παρουσιάστηκαν όλες ως ευθύνη της Δύσης για την αποτροπή των φρικαλεοτήτων και τη διατήρηση της ειρήνης στις αποσταθεροποιημένες περιοχές. Ωστόσο, η δυναμική της αποσταθεροποίησης δημιουργήθηκε από την ίδια την καπιταλιστική παλινόρθωση, τροφοδοτήθηκε από το βάθεμα των οικονομικών ανισοτήτων, πολλαπλασίασε τις αντιδραστικές ιδεολογίες κι ενίσχυσε τους στρατιωτικούς ανταγωνισμούς για τον έλεγχο των πόρων. Ως εκ τούτου, η στρατηγική αυτή αφάνισε ταυτόχρονα τα προοδευτικά κινήματα, περιθωριοποίησε τα υπολείμματα του «Τρίτου Κόσμου» που δεν προσαρμόστηκαν στην ιμπεριαλιστική παλινόρθωση και πρόσδεσε την υπόλοιπη κοινωνία στη διαδικασία παλινόρθωσης, που αποτελούσε από μόνη της μια νέα φάση αντεπανάστασης.

Ωστόσο, δεν επρόκειτο απλά για καθοδήγηση των δυνάμεων του «δημιουργικού χάους», αλλά και για πολιτική κίνηση στην κατεύθυνση της κυριαρχίας των δυνάμεων της «σταθερότητας». Το ΝΑΤΟ επέτρεψε την ενίσχυση των αντιδραστικών δυνάμεων, που ενισχύονταν από τη λαϊκή αντίθεση απέναντι στον αμερικανικό μιλιταρισμό. Αυτό ανάγκασε αυτόματα τις δυνάμεις που προσανατολίζονταν στη Δύση, αλλά επιδίωκαν την ανεξαρτησία (εκσυγχρονιστικές, κοσμικές δυνάμεις), να υποταχτούν στην πρωτοβουλία των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα, οι κοσμικές κουρδικές δυνάμεις στη Συρία, οι οποίες στην αρχή είχαν αποστασιοποιηθεί από τη συριακή αντιπολίτευση που συνεργαζόταν με τις ΗΠΑ, ζήτησαν την επέμβαση του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια των μαχών στο Κομπάνι.

Η ευρωπαϊκή πολυμέρεια ενάντια σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ

Κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Γιουγκοσλαβία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι στρατιωτικές επεμβάσεις με αιχμή το ΝΑΤΟ αξιοποιήθηκαν από την ΕΕ για τη στήριξη μια ευρωκεντρικής εναλλακτικής, η οποία από μόνη της αποτελούσε επιδίωξη μιας αυτοκρατορικής αυτονομίας. Η «επίθεση των ΗΠΑ» καταδικάστηκε στο όνομα της διεθνούς κοινότητας. Ο ΟΟΣΑ βγήκε στο προσκήνιο ως θεσμικός φορέας για τη νομιμοποίηση μιας ευρωπαϊκής επεμβατικής πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, ανέκυψε το ζήτημα της δημιουργίας ευρωστρατού. Κατά τη διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ το 2003, η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο απέρριψαν την υποταγή στην πολιτική των ΗΠΑ και συζήτησαν για μια στρατιωτική πρωτοβουλία της ΕΕ ως εναλλακτική απέναντι στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ θέση από τη σκοπιά της κυριαρχίας των κρατών. Αντίθετα, αποτελούσε προσπάθεια να διατηρηθεί η αυτονομία των ηγετικών χωρών της Ευρώπης στην ήπειρο και η επιρροή τους στον κόσμο ως ανταγωνιστικό αυτοκρατορικό κέντρο. Αυτή η επεμβατική στάση δικαιολογήθηκε με την αυτοκρατορική προπαγάνδα για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η στάση απέναντι στη Ρωσία επίσης δίχασε τις χώρες του ΝΑΤΟ. Τα κράτη της ΕΕ που συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ στήριξαν όλα τα επεμβατικά μέτρα του ΝΑΤΟ. Από την άλλη, η Γερμανία υπερασπίστηκε τη διαπραγμάτευση με τη Ρωσία, σε αντίθεση με την εχθρική στάση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Απέναντι στη Μ.

Βρετανία, την Πολωνία και τις Βαλτικές Χώρες που θεωρούνταν υποτελείς των ΗΠΑ, οι κεντρικές δυνάμεις της ΕΕ επεξεργάστηκαν τη μονομερή πολιτική του ΝΑΤΟ. Η κριτική στις μονομερείς ενέργειες εκφράστηκε με το κάλεσμα για συναίνεση στη βάση του ΟΗΕ για τη νομιμοποίηση των συλλογικών στρατιωτικών δράσεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στο όνομα της διατήρησης της ειρήνης.

Η ρωσική πολυμέρεια ενάντια σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ

Τη δεκαετία του 2000 πραγματοποιήθηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ανατολή. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δε συμπεριέλαβε μόνο τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, αλλά και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καυκάσου. Η περιφερειακή επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν μια προσπάθεια να πολιορκηθεί η ρωσική ενδοχώρα και δημιούργησε αναπόφευκτα περιφερειακή αντίδραση. Αποτέλεσε αρνητική πρόκληση γι’ αυτές τις χώρες, που ούτε αντιστέκονταν στις αυτοκρατορικές πολιτικές των ΗΠΑ, αλλά ούτε συμμορφώνονταν πλήρως με αυτές.

Για πρώτη φορά μετά από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη το ΝΑΤΟ επικαλέστηκε το άρθρο 5 ζητώντας συλλογική αντίδραση. Αυτό έφερε τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ στην ασιατική ήπειρο. Αποτέλεσε βήμα για την ενεργοποίηση άλλων μέσων για την επέμβαση σε πολιτικά καθεστώτα των κρατών της περιοχής. Στην ουσία οι «έγχρωμες επαναστάσεις» συνέβησαν αφού το ΝΑΤΟ εγκαταστάθηκε σε αυτήν την περιοχή που ξεπερνά το γεωγραφικό χώρο του Ατλαντικού, αποτελώντας απειλή για τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την περιοχή Ασίας- Ειρηνικού. Οι μεγάλες χώρες αυτών των περιοχών ένιωσαν να απειλούνται, ενίσχυσαν και εδραίωσαν το πεδίο της συνεργασίας τους για να διατηρήσουν την αυτονομία στην ήπειρο, δηλαδή μέσα από την Οργάνωση της Συνεργασίας της Σαγκάης.

Κατά συνέπεια, οι σχέσεις με τη Ρωσία αποτέλεσαν πρόκληση για τις χώρες του ΝΑΤΟ. Τα κράτη-δορυφόροι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που εξυπηρέτησαν τη στρατιωτική και πολιτική περικύκλωση των μη προσαρμόσιμων κρατών στον ανατολικό διάδρομο δημιούργησαν την αντίθεση της ευρασιατικής ταυτότητας ενάντια στην ατλαντική ταυτότητα. Ωστόσο, παρόλο που οι πρωτοβουλίες της Ρωσίας στην «Αραβική Άνοιξη», στην κρίση στη Συρία και πρόσφατα στην Ουκρανία περιόρισαν τα περιθώρια κίνησης του ΝΑΤΟ, το κάλεσμα των πιο αδύναμων χωρών για μια ευρασιατική ταυτότητα δεν αντιστοιχούσε σε αντιιμπεριαλιστική στάση υπέρ της κυριαρχίας.

Η Ρωσία μαζί με την Κίνα, το Ιράν και την Ινδία εμφανίστηκε ως ηγέτης ενός εναλλακτικού μπλοκ ενάντια στο ΝΑΤΟ, ίσως και ως νέο κέντρο εξουσίας, αναγνωρίζοντας παράλληλα το σοβιετικό παρελθόν ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Στην ουσία όμως η θέση της Ρωσίας αποκαλύφθηκε όταν κάλεσε το ΝΑΤΟ για διάλογο. Η μεγάλη ευρασιατική δύναμη προσπαθούσε να επιβληθεί ως περιφερειακός εταίρος στο συσχετισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πράγματι στη Συνδιάσκεψη της Μόσχας για τη Διεθνή Ασφάλεια που έγινε τον Απρίλη, στην οποία καταγγέλθηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Λαβρόφ, αναφέρθηκε στον Ρούζβελτ υπογραμμίζοντας την πολιτική γραμμή της Ρωσίας που αποτελεί τη βάση για τη διεθνή συνεργασία για την ειρήνη.

«Θα πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη για την παγκόσμια συνεργασία ή θα πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη για μια άλλη παγκόσμια σύγκρουση. (...) Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις κοινές απειλές και να διατηρήσουμε την ειρήνη μέσα από συλλογικές, κοινές προσπάθειες, στη βάση του σεβασμού για τα νόμιμα συμφέροντα όλων των εταίρων».

5. Η λαϊκή πάλη εναντία στο ΝΑΤΟ και τα πισωγυρίσματα της

Τη νέα χιλιετία η αποκατάσταση του ιμπεριαλισμού μπήκε σε νέο στάδιο. Η προβοκάτσια της 11ης Σεπτέμβρη πυροδότησε τη σταυροφορία ενάντια στο λεγόμενο ισλαμικό «φονταμενταλισμό». Η κυρίαρχη φιλολογία που ασκεί κριτική στην παλιότερη στήριξη των Ταλιμπάν από τις ΗΠΑ αγνοεί το πώς οι Ταλιμπάν προωθήθηκαν ενάντια στις κομμουνιστικές δυνάμεις του Αφγανιστάν. Όταν η βασική αντεπαναστατική αποστολή του ΝΑΤΟ αποσπάται από το πολιτικό επίπεδο της ταξικής πάλης, λειτουργεί σε βάρος της κατεύθυνσης της πάλης. Χωρίς ιστορική διαλεκτική προσέγγιση τα αντιδραστικά κινήματα τίθενται στην ίδια γραμμή με τα κινήματα του 20ού αιώνα για την εθνική απελευθέρωση.

«Αυτό δε σημαίνει να αρνηθούμε τα ελαττώματα των Ταλιμπάν, κάποια από τα οποία είναι προφανώς σοβαρά. Ωστόσο πρέπει να κάνουν κάτι σωστό που προσελκύει τις μάζες στην υπόθεσή τους, το κίνημά τους και τον αγώνα τους. Αυτό το κάτι σωστό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ταξική πάλη για λογαριασμό των αγροτών και των άλλων φτωχών ενάντια στους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους άλλους πλούσιους, την πάλη ενάντια στην εισβολή του δυτικού πολιτισμού και της δυτικής κουλτούρας και τη διατήρηση της εθνικής και ισλαμικής θρησκευτικής ταυτότητας, και τον πόλεμο ενάντια στη στρατιωτική εισβολή και την κατοχή των ΝΑΤΟϊκών και ξένων δυνάμεων και των άλλων ξένων δυνάμεων». [1]

Τα αντιδραστικά κινήματα που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια αλλά και μετά από τον κομμουνισμό θεωρούνται ως ενδογενής κοινωνική δυναμική του υπανάπτυκτου κόσμου. Η αντίθεση ορίζεται από τη σκοπιά του πολιτισμού και η ταξική πάλη προσδένεται τεχνητά σε αυτήν. Η μεθοδολογία αυτή παρουσιάζει τη θέση των Ταλιμπάν ως «ελαττωματική», παρά το γεγονός ότι ο ιστορικός και ιδεολογικός τους χαρακτήρας είναι ξεκάθαρα αντεπαναστατικός.

Σύμφωνα με τη δυτικοκεντρική προσέγγιση, τα ριζοσπαστικά κινήματα πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο και τα πιο μετριοπαθή να διαδοθούν στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η στάση συνεργασίας με τους τζιχαντιστές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού ενάντια σε αυτούς του ISIS αποτελεί ανάλογη απόκλιση από τον αντιιμπεριαλισμό, όπως και η καλοσύνη απέναντι στους Ταλιμπάν. Ο περιορισμός της πάλης στην αντίθεση σε μια κυρίαρχη απειλή, που βασίζεται σε διάφορες θέσεις που θέτουν στο επίκεντρό τους εθνοτικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις παγίδες της αντίδρασης.

Σε αυτήν τη βάση, το ΝΑΤΟ επαναδιατυπώνει το λόγο ύπαρξής του. Η λαϊκή πάλη μετατοπίζεται από την αμφισβήτηση του ίδιου του ΝΑΤΟ στη νομιμοποίηση των επεμβάσεων του ΝΑΤΟ που απαιτούν τη συναίνεση του ΟΗΕ ή των χωρών μιας δοσμένης περιοχής. Η ταξική συνείδηση αντικαθίσταται από την κοινωνική συνείδηση που μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί. Ταυτόχρονα, η δομή και ο χαρακτήρας της οργανωμένης πάλης μετατρέπεται σε οριζόντιες μορφές αγώνα στη βάση ταυτοτήτων όπου ο λαϊκός χαρακτήρας του αγώνα υποβαθμίζει την πολιτική συνέπεια. Οι ΜΚΟ δεν ικανοποιούν πλήρως την επανεμφάνιση της επιδίωξης για οργανωμένο αγώνα, συμπληρώνοντας το κενό που δημιούργησε η απουσία πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης.

Το λαϊκό κίνημα ενάντια στο ΝΑΤΟ είναι εξίσου κοντόφθαλμο με τα πρόσφατα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Τα αιτήματα για τη μεταρρύθμιση σε διεθνές επίπεδο εκτρέπουν το επίκεντρο της πάλης από τα εθνικά κέντρα πολιτικής. Αυτά τα κέντρα, που καθορίζονται από την καπιταλιστική τάξη κάθε χώρας, στην ουσία νομιμοποιούν τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές κάτω από διάφορα πολιτικά και ιδεολογικά προσχήματα. Η συζήτηση για τη συμβολή στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις μετατρέπεται σε μέσο για τη νομιμοποίηση της στήριξης της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Ο φιλελευθερισμός αποτελεί την πηγή αυτού του διλήμματος.

«Ως εκ τούτου, ο “νέος”, “ανθρωπιστικός” ρόλος του ΝΑΤΟ ως “υπερασπιστή” των ανθρώπινων δικαιωμάτων και η παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, που προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή κοινότητα, και η παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών φέρνουν στην επιφάνεια μια ριζική αντίθεση με το φιλελευθερισμό. Από τη μια ένα κυρίαρχο έθνος και το δικαίωμα του λαού στην αυτοδιάθεση και από την άλλη η καθολικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από τα εθνικά σύνορα. Αυτή η αντίθεση οδηγεί στη συζήτηση σχετικά με το νόμο/ηθική, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, την αλλαγή των συνόρων, το δικαίωμα της επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους στα εσωτερικά ενός κράτους, το ρόλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σε ανάλογες κρίσεις κλπ. Επιπλέον, εισάγει στη συζήτηση το ζήτημα της διατήρησης του έθνους-κράτους στην υπάρχουσα μορφή του». [2]

Το σύνθημα της Ευθύνης για την Προστασία που αντιστοιχεί στη δεύτερη αρχή του φιλελευθερισμού χρησιμοποιείται από το ΝΑΤΟ για να δικαιολογήσει τις διεθνείς επεμβάσεις. Ωστόσο, αυτή η φιλελεύθερη θέση ενισχύεται από τις τοπικές αντιδραστικές ιδεολογίες. Σε γενικές γραμμές, οι αντιδραστικές ιδεολογίες (ο εθνοτικός εθνικισμός, ο θρησκευτικός σεχταρισμός) τροφοδοτούνται σε περιφερειακό/τοπικό επίπεδο διασπώντας και εκφυλίζοντας την εργατική τάξη της κάθε χώρας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ενώ οι φιλελεύθερες ιδεολογίες (η παγκοσμιοποίηση, ο κοσμοπολιτισμός) τροφοδοτούνται στο υπερεθνικό επίπεδο -συσκοτίζοντας τα εθνικά κέντρα εξουσίας της άρχουσας τάξης- στο πλαίσιο της αποκατάστασης του ιμπεριαλισμού. Και οι δυο προσπαθούν να υπονομεύσουν την επαναστατική πάλη για την πολιτική εξουσία σε εθνικό επίπεδο. Η διείσδυση και η συγκέντρωση του διεθνούς κεφαλαίου βοηθάει τον ιμπεριαλισμό να υιοθετήσει μια οικουμενική φιλολογία, ενώ η αποσύνθεση των υποταγμένων κοινωνιών στη βάση των ταυτοτήτων και όχι στη βάση των τάξεων ενισχύεται με μια πλουραλιστική φιλολογία που επιδεινώνει τόσο τα κυριαρχικά όσο και τα συλλογικά δικαιώματα. Έτσι, μόνο η ταξική προοπτική μπορεί να υπερβεί αυτό το δίλημμα: Από τη στιγμή που η παλινόρθωση στέρησε τα ιστορικά επιτεύγματα της πάλης της εργατικής τάξης, ο μόνος τρόπος για τη διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας μαζί με τον ανθρωπισμό είναι η ενότητα της εργατικής τάξης και η εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής πολιτικής εξουσίας σε κάθε χώρα.

Από πολιτική άποψη, η αντεπανάσταση (ο αντικομμουνισμός και η εχθρότητα απέναντι στην πολιτική της εργατικής τάξης) αναπαράγεται με την αλληλεπίδραση των αντιδραστικών και φιλελεύθερων ιδεολογιών. Αυτό μπορεί να πραγματοποιείται με τη βία ή με μετριοπαθή τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, οι διεθνείς επεμβάσεις ενάντια στα κυρίαρχα κράτη είναι όλες παράνομες, είτε πραγματοποιούνται μονομερώς υπό τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είτε αποφασίζονται σε πολυμερές επίπεδο με την έγκριση του ΟΗΕ ή άλλων περιφερειακών ενώσεων. Ωστόσο το ΝΑΤΟ παίζει ταυτόχρονα τον κακό και τον καλό μπάτσο' οι επεμβάσεις στο όνομα της ειρήνης και των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά παράδοξο τρόπο πυροδοτούν τους αμοιβαίους εξοπλισμούς και υπονομεύουν τα δικαιώματα των πολιτών και των κοινοτήτων. Το γεγονός αυτό ακυρώνει το φιλελεύθερο δίλημμα.

Μια άλλη προσέγγιση περιορίζει τον άξονα της αντιπαράθεσης ως αντιπαράθεση του έθνους ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Το ζήτημα της αντίστασης ταυτίζεται με το εθνικό καθεστώς που επιδιώκουν να ανατρέψουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πρόκειται για έναν προβληματισμό του κομμουνιστικού κινήματος με στρατηγική σημασία. Η κυριαρχία του εθνικισμού έναντι του πατριωτισμού -όπου ο τελευταίος αναγνωρίζει την αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετική εθνική, πολιτιστική και θρησκευτική καταγωγή- μπορεί να δημιουργήσει εμπόδιο για την ανάδειξη του διεθνισμού της εργατικής τάξης.

Στην Αφρική, για παράδειγμα, όπου ο αυξανόμενος ρόλος της Κίνας αμφισβητείται από το ΝΑΤΟ το οποίο εκφράζει τα ιστορικά συμφέροντα της Δύσης στην ήπειρο. Αυτό δικαιολογεί την αντίληψη των αφρικανικών πολιτικών δυνάμεων σχετικά με τη νέα αποικιοκρατία. Στο βιβλίο «Global NATO and the Catastrophic F ailure of Libya” (2013) («Το παγκόσμιο ΝΑΤΟ και η καταστροφική αποτυχία της Λιβύης») ο Horace Campbell υποστηρίζει ότι «η Αφρικανική Ένωση πρέπει να ενισχυθεί για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές απαιτήσεις, για να αντισταθεί στις εξωτερικές στρατιωτικές αποστολές όπως αυτή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη». [3] Παράλληλα, 70 χρόνια μετά από την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό, η περικύκλωση της Ρωσίας από τις χώρες που συνεργάζονται με το ΝΑΤΟ ή μάλλον οι αλλαγές καθεστώτος στις γειτονικές χώρες της Ρωσίας, στη μια μετά από την άλλη, θυμίζουν αναγκαστικά την τραγωδία που συνέβη εδώ και πάνω από έναν αιώνα. [4]

Ωστόσο και τα δυο είναι υπολείμματα της ιστορίας του 20ού αιώνα. Στην Αφρική, μετά από το μεγάλο αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Απαρτχάιντ, το κομμουνιστικό κίνημα παρέδωσε την πολιτική εξουσία στα καθεστώτα που καταστέλλουν με τη βία το λαό και την εργατική τάξη. Ούτε η Ρωσία του σήμερα είναι ίδια με αυτήν της δεκαετίας του ’40. Είναι αλήθεια ότι η πολιορκία, η περικύκλωση και ο αποκλεισμός είναι μέσα απομόνωσης μιας χώρας με στόχο την επιβολή αλλαγής καθεστώτος. Όμως όταν η αντίδραση πραγματοποιείται με επίκεντρο το καθεστώς, παρόλο που μπορεί να είναι δικαιολογημένη η αντίσταση του καθεστώτος, επιβάλλεται μάταια μια λύση εντός του ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος.

Η κυρίαρχη περιφερειακή προσέγγιση ενάντια στο ΝΑΤΟ είναι ο ευρασιανισμός. Ο Alexander Dugin, ο κυρίαρχος θεωρητικός αυτής της προσέγγισης, υποστηρίζει ότι η «παγκοσμιοποίηση είναι μια αντικειμενική και μη αναστρέψιμη διαδικασία». Σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να «δημιουργηθεί μια πολιτιστική ποικιλομορφία» ενάντια στο ατλαντικό εγχείρημα. Αυτό ακούγεται σαν τη ρητορική που αναπτύχθηκε μετά από τον κομμουνισμό σχετικά με το «αναπόφευκτο της παγκοσμιοποίησης» και τη «σύγκρουση των πολιτισμών». Ως εκ τούτου, ο ευρασιανισμός εδραιώνεται στην αντίληψη της μετασοβιετικής εποχής.

Από μια παρόμοια προοπτική, ο συγγραφέας του «Globalisation of NATO» (2012), Mahdi Darius Nazemroaya, υπογραμμίζει την ευρασιατική ενότητα ως εναλλακτική στον «ατλαντισμό του ΝΑΤΟ». Ωστόσο οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και το βάθεμα της ταξικής σύγκρουσης μαζί με τις οικονομικές κρίσεις δε βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις στο πλαίσιο της ευρασιατικής ενότητας. Αντίθετα, διαφαίνεται ότι οι ευρασιατικές χώρες προσπαθούν να αποκτήσουν διαπραγματευτική δύναμη ενάντια στο ΝΑΤΟ για να αποκτήσουν αναγνώριση και να μην παραμεριστούν στον πόλεμο για την ηγεμονία. Σε αυτό το σημείο, όπως ακριβώς στη ρεφορμιστική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης, εντοπίζουμε μια ρεφορμιστική προσέγγιση της νέας μορφής του «τριτοκοσμισμού», που ανθεί στο πλαίσιο της αντίστασης ενάντια στο ΝΑΤΟ.

«Η Κίνα και η Ρωσία, ως ηγετικές δυνάμεις της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), δεν μπορούν να αναλάβουν την ίδια ευθύνη που ανέλαβαν οι ΗΠΑ μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σχέδιο Μάρσαλ (...) ήταν η υλική βάση για την εμφάνιση και την εδραίωση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η ΟΣΣ δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από το να παρέχει διπλωματικούς δίαυλους επικοινωνίας. Δεν έχει την ικανότητα να καλλιεργήσει την οικονομική και πολιτική αλληλεξάρτηση των μελών της. Επίσης η ΟΣΣ παραμένει ένας εξαιρετικά ιεραρχικός μηχανισμός και στερείται τις πολιτιστικές και οργανωτικές δυνατότητες για τη δημιουργία μιας νέας ευρασιατικής ταυτότητας (...) καθώς και τους μηχανισμούς για να δημιουργήσει μια δικιά της διανόηση με τη δημιουργία περιφερειακών δεσμών ανάμεσα στα πανεπιστήμια, τις αμυντικές σχολές και τις δεξαμενές σκέψης». [5]

Η ειρηνική και οικονομική ανάπτυξη ορίζονται στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος. Το ευρασιατικό εγχείρημα διαμορφώνεται κυρίως σε σχέση με την ιμπεριαλιστική ανασυγκρότηση στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια να εμποδιστεί το ΝΑΤΟ με μια περιφερειακή εκδοχή του «τρίτου δρόμου» ή με τα λεγόμενα «νέα κοινωνικά κινήματα», αντί για την πάλη της εργατικής τάξης για την εξουσία.

6. Συμπερασματική συζήτηση

Σε αυτήν την εργασία προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την αποστολή του ΝΑΤΟ σε τρεις γενικά διαστάσεις: Την οργάνωση των αντεπαναστατικών δυνάμεων, την αναδιάρθρωση της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας και την παλινόρθωση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Η εξέλιξη της ιστορίας του ΝΑΤΟ καθορίζεται από αυτές τις διαστάσεις. Το ιμπεριαλιστικό σύστημα είχε ανάγκη από ρύθμιση από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν μπήκε σε κρίση και αντιμετώπισε επαναστατικές απειλές. Τελικά χρειάστηκε να δημιουργήσει εργαλεία για να απαντήσει σε αυτήν την ανάγκη. Καθώς η κρίση λύθηκε μέσα από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκαν επαναστατικές ευκαιρίες στην Ευρώπη και στο ανατολικό κομμάτι της. Οι ευκαιρίες αυτές έγιναν πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η δημιουργία του ΝΑΤΟ σε αυτόν το χώρο ήταν σημαντική για την αμφισβήτηση των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής επανάστασης. Έτσι, το ΝΑΤΟ ανέλαβε το βασικό ρυθμιστικό ρόλο στην οργάνωση της αντεπανάστασης σε διεθνές επίπεδο, χρησιμοποιώντας από στρατιωτικά έως ιδεολογικά μέσα.

Το πρόβλημα εμφανίστηκε όταν η ιδεολογική πάλη των κομμουνιστών υποχώρησε στην Ευρώπη αφήνοντας πίσω τον αναθεωρητισμό και το ρεφορμισμό. Καθώς το ΝΑΤΟ ισχυροποιήθηκε ιδεολογικά, ο ρεφορμισμός σύρθηκε στην αντεπαναστατική γραμμή και συντάχτηκε με το ΝΑΤΟ. Στην ουσία επαναλήφθηκε η προδοσία των κομμάτων της Β' Διεθνούς. Η καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική παλινόρθωση καθοδηγήθηκε από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και στηρίχτηκε έμμεσα από ορισμένες αριστερές τάσεις που είχαν υποταχτεί στη φιλελεύθερη ιδεολογία, βυθιστεί στο φιλελευθερισμό δημιουργώντας τον οπορτουνισμό. Η κλιμακούμενη μαχητικότητα του ΝΑΤΟ με την επέκταση της ρυθμιστικής του αποστολής στις περιοχές που ήταν υπό σοβιετική κυριαρχία ή επιρροή πυροδότησε αντιστάσεις. Όμως η δυνατότητα του ΝΑΤΟ να χειραγωγεί τους αντιπάλους του βοήθησε τη διεύρυνσή του.

Πολλές εστίες αγώνα που θεώρησαν δεδομένη την πολιτική αδυναμία και την αποδιοργάνωση της εργατικής τάξης στήριξαν τις αντιδραστικές ομάδες ή τα καθεστώτα που συγκρούονταν με το ΝΑΤΟ. Αυτή η κοινή προσέγγιση παρεμπόδισε την ανάπτυξη γραμμής αντίστασης σε επαναστατική βάση. Από τη στιγμή που το ΝΑΤΟ αντλεί τη δύναμή του από το αντεπαναστατικό του υπόβαθρο, η πολιτική θέση που μπορεί να σταθεί πραγματικά απέναντι στο ΝΑΤΟ χρειάζεται ιδεολογική καθαρότητα. Για να κλείσουμε αυτό το άρθρο, θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε τις βασικές στρατηγικές ενάντια στο ΝΑΤΟ για να επεξεργαστούμε μια βιώσιμη προσέγγιση για τον αγώνα.

 
- Μπορεί ένα πασιφιστικό φιλειρηνικό κίνημα να εμποδίσει με επιτυχία το ΝΑΤΟ;

Όσο πιο αχνή είναι η γραμμή ανάμεσα στον αγώνα για την ειρήνη και τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα τόσο θα δυναμώνουν τα επιχειρήματα του ιμπεριαλισμού για την ειρήνη. Τα αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα που κάποτε απείχαν από το αίτημα για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και αποδέχονταν μόνο τη διάλυση των αμερικανικών βάσεων ανέχονται πλέον και αυτές τις αμερικανικές βάσεις, γιατί λειτουργούν ως δύναμη ενάντια στις «φρικαλεότητες που διαπράττονται στον απολίτιστο κόσμο». Αποδείχτηκε ότι το αίτημα για ειρήνη που δε συνοδεύεται από την πάλη ενάντια στις αιτίες του πολέμου μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα είναι θνησιγενές. Η καπηλεία της ειρήνης συμπληρώνει την πολεμοκαπηλεία' η σημερινή βαθιά κρίση του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη μιας αποκλειστικής ειρήνης, έστω και αν είναι Pax-Americana. Ο περιορισμός της πάλης για την ειρήνη ενάντια σε ένα τμήμα της αστικής τάξης, χαρακτηρίζοντάς το ως το πιο «μιλιταριστικό τμήμα», ενέχει την υπόθεση ότι τα άλλα τμήματα της κυρίαρχης τάξης είναι αποκλειστικά ειρηνικά. Το πώς τα συμφέροντα όλων των τμημάτων της καπιταλιστικής τάξης έγκεινται στην κυριαρχία μιας καταστροφικής οργάνωσης όπως το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να εξηγηθεί από αυτήν τη σκοπιά. Η πάλη για την ειρήνη πρέπει να αντιταχτεί στην επιθετικότητα του ΝΑΤΟ, καθώς και στους συνεργάτες του και στα μέσα κυριαρχίας του.

 

- Μπορεί μια προσέγγιση του «τρικοκοσμισμού» να δημιουργήσει μια εναλλακτική στο ΝΑΤΟ;

Τον 20ό αιώνα η ισορροπία δυνάμεων που διατήρησε η Σοβιετική Ένωση και οι σοσιαλιστικές χώρες ενάντια στον αχαλίνωτο ιμπεριαλισμό έδωσε τη δυνατότητα σε ορισμένες χώρες και περιοχές, υπό την ομπρέλα του Κινήματος των Αδέσμευτων Χωρών (ΚΑΧ), να δράσουν σχετικά αυτόνομα από τις επιταγές του ιμπεριαλισμού. Μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος της πολιτικής επιρροής του σοσιαλισμού στα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης στις μεταποικιακές χώρες, αυτά τα κινήματα συμμορφώθηκαν με τους ιμπεριαλιστικούς στόχους. Όμως η αποκατάσταση του ιμπεριαλισμού δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με απλές παραχωρήσεις και απαιτούσε πλήρη υποταγή. Εμφανίστηκε μια νέα πολιτική δυναμική η οποία υπονόμευε την εθνική ανεξαρτησία στην κατεύθυνση της προσκόλλησης με μια μεγαλύτερη δύναμη ή της διάσπασης σε εθνοτική/θρησκευτική βάση. Αυτή χειραγωγήθηκε από τις ιμπεριαλιστικές οργανώσεις σε περιοχές που κλυδωνίστηκαν αφότου τελείωσε η καθοδήγηση του σοσιαλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η ευρασιατική ολοκλήρωση δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή των λαών στην περιοχή, απουσία της σοσιαλιστικής εναλλακτικής.

 

- Η πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ θα πρέπει να βασίζεται στην αντίσταση του καθεστώτος;

Η «αλλαγή του καθεστώτος» και η «αντίδραση του καθεστώτος» αποτελούν τους πόλους ενός διλήμματος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Από τη μια, η έννοια της αλλαγής χρησιμοποιήθηκε για τη διάλυση ξεπερασμένων καθεστώτων που αποτελούσαν εμπόδιο στην ανασυγκρότηση του ιμπεριαλισμού. Από την άλλη, η αντίσταση ενάντια στην ανασυγκρότηση του ιμπεριαλισμού περιορίστηκε στην πολιτική υπεράσπιση αυτών των καθεστώτων, κάποια από τα οποία προστατεύονται από περιφερειακές δυνάμεις, καθεστώτα που προσπαθούν να διαπραγματευτούν με τις πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να αναβαθμίσουν τη θέση τους στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Οι κομμουνιστές πρέπει να επεξεργαστούν μια συνεπή αντιιμπεριαλιστική πολιτική γραμμή, η οποία θα στοχεύει ταυτόχρονα τις αντιδραστικές και στρατιωτικές δυνάμεις όπως το ΝΑΤΟ και οι εταίροι του, αλλά και την ιμπεριαλιστική ειρήνη υπό την απειλή αυτών των δυνάμεων. Ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν προοδευτικά ιδεολογικά και πολιτικά κατάλοιπα από τον 20ό αιώνα, η πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πάλη ενάντια στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Η ιστορία του ΝΑΤΟ δείχνει ότι η αντεπανάσταση μπορεί να νομιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους εάν δε δημιουργηθεί μια πραγματική σοσιαλιστική επαναστατική εναλλακτική.

Εν ολίγοις, το ΝΑΤΟ πρέπει να συντριβεί μαζί με τα παρακλάδια του και τους υποτιθέμενους αντιπάλους του. Ως μοντέλο συντονισμού της αντεπανάστασης, η αποστολή του στην καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική παλινόρθωση είναι αλληλένδετη. Η πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ απαιτεί την αποφυγή φιλελεύθερων, ρεφορμιστικών παρεκκλίσεων, παρεκκλίσεων προς τη θεωρία του «τριτοκοσμισμού». Αντίθετα, είναι επιτακτική η συνεχής προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης ενάντια σε όλες τις αντιδραστικές ιδεολογίες σε κάθε τομέα της κρίσης.


[1] https://imperialismandthethirdworld.wordpress.com/2014/10/24/the-norwegian-nobel-peaceprize-committees-lockstep-march-with-the-nato-imperialism-awarding-of-the-2014-nobel-peaceprize-to-malala-by-fazal-rahman-ph-d/)

[2] http://www.lse.ac.uk/europeaninstitute/research/hellenicobservatory/pdf/1st_symposium/sitaranew.pdf

[3] http://monthlyreview.org/press/news/global-nato-and-the-catastrophic-failure-in-libya-reviewed-onbetween-the-lines.org

[4] http://monthlyreview.org

[5] http://www.tandfonline.com/doi/pdf/10.1080/08854300.2013.795082