Τη νέα χιλιετία η αποκατάσταση του ιμπεριαλισμού μπήκε σε νέο στάδιο. Η προβοκάτσια της 11ης Σεπτέμβρη πυροδότησε τη σταυροφορία ενάντια στο λεγόμενο ισλαμικό «φονταμενταλισμό». Η κυρίαρχη φιλολογία που ασκεί κριτική στην παλιότερη στήριξη των Ταλιμπάν από τις ΗΠΑ αγνοεί το πώς οι Ταλιμπάν προωθήθηκαν ενάντια στις κομμουνιστικές δυνάμεις του Αφγανιστάν. Όταν η βασική αντεπαναστατική αποστολή του ΝΑΤΟ αποσπάται από το πολιτικό επίπεδο της ταξικής πάλης, λειτουργεί σε βάρος της κατεύθυνσης της πάλης. Χωρίς ιστορική διαλεκτική προσέγγιση τα αντιδραστικά κινήματα τίθενται στην ίδια γραμμή με τα κινήματα του 20ού αιώνα για την εθνική απελευθέρωση.
«Αυτό δε σημαίνει να αρνηθούμε τα ελαττώματα των Ταλιμπάν, κάποια από τα οποία είναι προφανώς σοβαρά. Ωστόσο πρέπει να κάνουν κάτι σωστό που προσελκύει τις μάζες στην υπόθεσή τους, το κίνημά τους και τον αγώνα τους. Αυτό το κάτι σωστό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ταξική πάλη για λογαριασμό των αγροτών και των άλλων φτωχών ενάντια στους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους άλλους πλούσιους, την πάλη ενάντια στην εισβολή του δυτικού πολιτισμού και της δυτικής κουλτούρας και τη διατήρηση της εθνικής και ισλαμικής θρησκευτικής ταυτότητας, και τον πόλεμο ενάντια στη στρατιωτική εισβολή και την κατοχή των ΝΑΤΟϊκών και ξένων δυνάμεων και των άλλων ξένων δυνάμεων». [1]
Τα αντιδραστικά κινήματα που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια αλλά και μετά από τον κομμουνισμό θεωρούνται ως ενδογενής κοινωνική δυναμική του υπανάπτυκτου κόσμου. Η αντίθεση ορίζεται από τη σκοπιά του πολιτισμού και η ταξική πάλη προσδένεται τεχνητά σε αυτήν. Η μεθοδολογία αυτή παρουσιάζει τη θέση των Ταλιμπάν ως «ελαττωματική», παρά το γεγονός ότι ο ιστορικός και ιδεολογικός τους χαρακτήρας είναι ξεκάθαρα αντεπαναστατικός.
Σύμφωνα με τη δυτικοκεντρική προσέγγιση, τα ριζοσπαστικά κινήματα πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο και τα πιο μετριοπαθή να διαδοθούν στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η στάση συνεργασίας με τους τζιχαντιστές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού ενάντια σε αυτούς του ISIS αποτελεί ανάλογη απόκλιση από τον αντιιμπεριαλισμό, όπως και η καλοσύνη απέναντι στους Ταλιμπάν. Ο περιορισμός της πάλης στην αντίθεση σε μια κυρίαρχη απειλή, που βασίζεται σε διάφορες θέσεις που θέτουν στο επίκεντρό τους εθνοτικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις παγίδες της αντίδρασης.
Σε αυτήν τη βάση, το ΝΑΤΟ επαναδιατυπώνει το λόγο ύπαρξής του. Η λαϊκή πάλη μετατοπίζεται από την αμφισβήτηση του ίδιου του ΝΑΤΟ στη νομιμοποίηση των επεμβάσεων του ΝΑΤΟ που απαιτούν τη συναίνεση του ΟΗΕ ή των χωρών μιας δοσμένης περιοχής. Η ταξική συνείδηση αντικαθίσταται από την κοινωνική συνείδηση που μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί. Ταυτόχρονα, η δομή και ο χαρακτήρας της οργανωμένης πάλης μετατρέπεται σε οριζόντιες μορφές αγώνα στη βάση ταυτοτήτων όπου ο λαϊκός χαρακτήρας του αγώνα υποβαθμίζει την πολιτική συνέπεια. Οι ΜΚΟ δεν ικανοποιούν πλήρως την επανεμφάνιση της επιδίωξης για οργανωμένο αγώνα, συμπληρώνοντας το κενό που δημιούργησε η απουσία πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης.
Το λαϊκό κίνημα ενάντια στο ΝΑΤΟ είναι εξίσου κοντόφθαλμο με τα πρόσφατα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Τα αιτήματα για τη μεταρρύθμιση σε διεθνές επίπεδο εκτρέπουν το επίκεντρο της πάλης από τα εθνικά κέντρα πολιτικής. Αυτά τα κέντρα, που καθορίζονται από την καπιταλιστική τάξη κάθε χώρας, στην ουσία νομιμοποιούν τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές κάτω από διάφορα πολιτικά και ιδεολογικά προσχήματα. Η συζήτηση για τη συμβολή στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις μετατρέπεται σε μέσο για τη νομιμοποίηση της στήριξης της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Ο φιλελευθερισμός αποτελεί την πηγή αυτού του διλήμματος.
«Ως εκ τούτου, ο “νέος”, “ανθρωπιστικός” ρόλος του ΝΑΤΟ ως “υπερασπιστή” των ανθρώπινων δικαιωμάτων και η παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, που προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή κοινότητα, και η παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών φέρνουν στην επιφάνεια μια ριζική αντίθεση με το φιλελευθερισμό. Από τη μια ένα κυρίαρχο έθνος και το δικαίωμα του λαού στην αυτοδιάθεση και από την άλλη η καθολικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από τα εθνικά σύνορα. Αυτή η αντίθεση οδηγεί στη συζήτηση σχετικά με το νόμο/ηθική, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, την αλλαγή των συνόρων, το δικαίωμα της επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους στα εσωτερικά ενός κράτους, το ρόλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σε ανάλογες κρίσεις κλπ. Επιπλέον, εισάγει στη συζήτηση το ζήτημα της διατήρησης του έθνους-κράτους στην υπάρχουσα μορφή του». [2]
Το σύνθημα της Ευθύνης για την Προστασία που αντιστοιχεί στη δεύτερη αρχή του φιλελευθερισμού χρησιμοποιείται από το ΝΑΤΟ για να δικαιολογήσει τις διεθνείς επεμβάσεις. Ωστόσο, αυτή η φιλελεύθερη θέση ενισχύεται από τις τοπικές αντιδραστικές ιδεολογίες. Σε γενικές γραμμές, οι αντιδραστικές ιδεολογίες (ο εθνοτικός εθνικισμός, ο θρησκευτικός σεχταρισμός) τροφοδοτούνται σε περιφερειακό/τοπικό επίπεδο διασπώντας και εκφυλίζοντας την εργατική τάξη της κάθε χώρας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ενώ οι φιλελεύθερες ιδεολογίες (η παγκοσμιοποίηση, ο κοσμοπολιτισμός) τροφοδοτούνται στο υπερεθνικό επίπεδο -συσκοτίζοντας τα εθνικά κέντρα εξουσίας της άρχουσας τάξης- στο πλαίσιο της αποκατάστασης του ιμπεριαλισμού. Και οι δυο προσπαθούν να υπονομεύσουν την επαναστατική πάλη για την πολιτική εξουσία σε εθνικό επίπεδο. Η διείσδυση και η συγκέντρωση του διεθνούς κεφαλαίου βοηθάει τον ιμπεριαλισμό να υιοθετήσει μια οικουμενική φιλολογία, ενώ η αποσύνθεση των υποταγμένων κοινωνιών στη βάση των ταυτοτήτων και όχι στη βάση των τάξεων ενισχύεται με μια πλουραλιστική φιλολογία που επιδεινώνει τόσο τα κυριαρχικά όσο και τα συλλογικά δικαιώματα. Έτσι, μόνο η ταξική προοπτική μπορεί να υπερβεί αυτό το δίλημμα: Από τη στιγμή που η παλινόρθωση στέρησε τα ιστορικά επιτεύγματα της πάλης της εργατικής τάξης, ο μόνος τρόπος για τη διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας μαζί με τον ανθρωπισμό είναι η ενότητα της εργατικής τάξης και η εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής πολιτικής εξουσίας σε κάθε χώρα.
Από πολιτική άποψη, η αντεπανάσταση (ο αντικομμουνισμός και η εχθρότητα απέναντι στην πολιτική της εργατικής τάξης) αναπαράγεται με την αλληλεπίδραση των αντιδραστικών και φιλελεύθερων ιδεολογιών. Αυτό μπορεί να πραγματοποιείται με τη βία ή με μετριοπαθή τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, οι διεθνείς επεμβάσεις ενάντια στα κυρίαρχα κράτη είναι όλες παράνομες, είτε πραγματοποιούνται μονομερώς υπό τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είτε αποφασίζονται σε πολυμερές επίπεδο με την έγκριση του ΟΗΕ ή άλλων περιφερειακών ενώσεων. Ωστόσο το ΝΑΤΟ παίζει ταυτόχρονα τον κακό και τον καλό μπάτσο' οι επεμβάσεις στο όνομα της ειρήνης και των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά παράδοξο τρόπο πυροδοτούν τους αμοιβαίους εξοπλισμούς και υπονομεύουν τα δικαιώματα των πολιτών και των κοινοτήτων. Το γεγονός αυτό ακυρώνει το φιλελεύθερο δίλημμα.
Μια άλλη προσέγγιση περιορίζει τον άξονα της αντιπαράθεσης ως αντιπαράθεση του έθνους ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Το ζήτημα της αντίστασης ταυτίζεται με το εθνικό καθεστώς που επιδιώκουν να ανατρέψουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πρόκειται για έναν προβληματισμό του κομμουνιστικού κινήματος με στρατηγική σημασία. Η κυριαρχία του εθνικισμού έναντι του πατριωτισμού -όπου ο τελευταίος αναγνωρίζει την αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετική εθνική, πολιτιστική και θρησκευτική καταγωγή- μπορεί να δημιουργήσει εμπόδιο για την ανάδειξη του διεθνισμού της εργατικής τάξης.
Στην Αφρική, για παράδειγμα, όπου ο αυξανόμενος ρόλος της Κίνας αμφισβητείται από το ΝΑΤΟ το οποίο εκφράζει τα ιστορικά συμφέροντα της Δύσης στην ήπειρο. Αυτό δικαιολογεί την αντίληψη των αφρικανικών πολιτικών δυνάμεων σχετικά με τη νέα αποικιοκρατία. Στο βιβλίο «Global NATO and the Catastrophic F ailure of Libya” (2013) («Το παγκόσμιο ΝΑΤΟ και η καταστροφική αποτυχία της Λιβύης») ο Horace Campbell υποστηρίζει ότι «η Αφρικανική Ένωση πρέπει να ενισχυθεί για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές απαιτήσεις, για να αντισταθεί στις εξωτερικές στρατιωτικές αποστολές όπως αυτή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη». [3] Παράλληλα, 70 χρόνια μετά από την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό, η περικύκλωση της Ρωσίας από τις χώρες που συνεργάζονται με το ΝΑΤΟ ή μάλλον οι αλλαγές καθεστώτος στις γειτονικές χώρες της Ρωσίας, στη μια μετά από την άλλη, θυμίζουν αναγκαστικά την τραγωδία που συνέβη εδώ και πάνω από έναν αιώνα. [4]
Ωστόσο και τα δυο είναι υπολείμματα της ιστορίας του 20ού αιώνα. Στην Αφρική, μετά από το μεγάλο αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Απαρτχάιντ, το κομμουνιστικό κίνημα παρέδωσε την πολιτική εξουσία στα καθεστώτα που καταστέλλουν με τη βία το λαό και την εργατική τάξη. Ούτε η Ρωσία του σήμερα είναι ίδια με αυτήν της δεκαετίας του ’40. Είναι αλήθεια ότι η πολιορκία, η περικύκλωση και ο αποκλεισμός είναι μέσα απομόνωσης μιας χώρας με στόχο την επιβολή αλλαγής καθεστώτος. Όμως όταν η αντίδραση πραγματοποιείται με επίκεντρο το καθεστώς, παρόλο που μπορεί να είναι δικαιολογημένη η αντίσταση του καθεστώτος, επιβάλλεται μάταια μια λύση εντός του ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος.
Η κυρίαρχη περιφερειακή προσέγγιση ενάντια στο ΝΑΤΟ είναι ο ευρασιανισμός. Ο Alexander Dugin, ο κυρίαρχος θεωρητικός αυτής της προσέγγισης, υποστηρίζει ότι η «παγκοσμιοποίηση είναι μια αντικειμενική και μη αναστρέψιμη διαδικασία». Σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να «δημιουργηθεί μια πολιτιστική ποικιλομορφία» ενάντια στο ατλαντικό εγχείρημα. Αυτό ακούγεται σαν τη ρητορική που αναπτύχθηκε μετά από τον κομμουνισμό σχετικά με το «αναπόφευκτο της παγκοσμιοποίησης» και τη «σύγκρουση των πολιτισμών». Ως εκ τούτου, ο ευρασιανισμός εδραιώνεται στην αντίληψη της μετασοβιετικής εποχής.
Από μια παρόμοια προοπτική, ο συγγραφέας του «Globalisation of NATO» (2012), Mahdi Darius Nazemroaya, υπογραμμίζει την ευρασιατική ενότητα ως εναλλακτική στον «ατλαντισμό του ΝΑΤΟ». Ωστόσο οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και το βάθεμα της ταξικής σύγκρουσης μαζί με τις οικονομικές κρίσεις δε βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις στο πλαίσιο της ευρασιατικής ενότητας. Αντίθετα, διαφαίνεται ότι οι ευρασιατικές χώρες προσπαθούν να αποκτήσουν διαπραγματευτική δύναμη ενάντια στο ΝΑΤΟ για να αποκτήσουν αναγνώριση και να μην παραμεριστούν στον πόλεμο για την ηγεμονία. Σε αυτό το σημείο, όπως ακριβώς στη ρεφορμιστική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης, εντοπίζουμε μια ρεφορμιστική προσέγγιση της νέας μορφής του «τριτοκοσμισμού», που ανθεί στο πλαίσιο της αντίστασης ενάντια στο ΝΑΤΟ.
«Η Κίνα και η Ρωσία, ως ηγετικές δυνάμεις της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), δεν μπορούν να αναλάβουν την ίδια ευθύνη που ανέλαβαν οι ΗΠΑ μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σχέδιο Μάρσαλ (...) ήταν η υλική βάση για την εμφάνιση και την εδραίωση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η ΟΣΣ δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από το να παρέχει διπλωματικούς δίαυλους επικοινωνίας. Δεν έχει την ικανότητα να καλλιεργήσει την οικονομική και πολιτική αλληλεξάρτηση των μελών της. Επίσης η ΟΣΣ παραμένει ένας εξαιρετικά ιεραρχικός μηχανισμός και στερείται τις πολιτιστικές και οργανωτικές δυνατότητες για τη δημιουργία μιας νέας ευρασιατικής ταυτότητας (...) καθώς και τους μηχανισμούς για να δημιουργήσει μια δικιά της διανόηση με τη δημιουργία περιφερειακών δεσμών ανάμεσα στα πανεπιστήμια, τις αμυντικές σχολές και τις δεξαμενές σκέψης». [5]
Η ειρηνική και οικονομική ανάπτυξη ορίζονται στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος. Το ευρασιατικό εγχείρημα διαμορφώνεται κυρίως σε σχέση με την ιμπεριαλιστική ανασυγκρότηση στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια να εμποδιστεί το ΝΑΤΟ με μια περιφερειακή εκδοχή του «τρίτου δρόμου» ή με τα λεγόμενα «νέα κοινωνικά κινήματα», αντί για την πάλη της εργατικής τάξης για την εξουσία.