Η λενινιστική προσέγγιση στην ανάλυση των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για την επεξεργασία της επαναστατικής στρατηγικής πάλης στις συνθήκες της σύγχρονης Ρωσίας


ΚΕ του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας

Σήμερα στη Ρωσία μπαίνει με μεγάλη οξύτητα για τους κομμουνιστές το ζήτημα της επεξεργασίας της θέσης τους σχετικά με τη σύγκρουση των καπιταλιστών της Ρωσίας με ένα τμήμα της δυτικής ιμπεριαλιστικής ολιγαρχίας. Αυτή η σύγκρουση ξέσπασε με μεγαλύτερη οξύτητα λόγω της πάλης για τον έλεγχο και την επιρροή στην Ουκρανία, πήρε τη μορφή της εισαγωγής, πρόκλησης και υποστήριξης του φασισμού στην Ουκρανία από τις μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με επικεφαλής τις ΗΠΑ, όμως έχει και ευρύτερη κλίμακα. Βλέπουμε την αντιπαράθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τις ΗΠΑ και ορισμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις για το ζήτημα της Συρίας, την πολιτική της Ρωσίας που στοχεύει στη φιλία με την Κούβα, το Βιετνάμ, τη Βενεζουέλα και τη ΛΔ Κορέας -εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών- τη δημιουργία στο έδαφος της ΕΣΣΔ της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης με επικεφαλής τη Ρωσία, ως ανταγωνιστή των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη συνεργασία με την Κίνα, τις προσπάθειες οργάνωσης της διεθνούς συμμαχίας των BRICS ως κάποια εναλλακτική στην αμερικανική ηγεμονία στον κόσμο.

Ανάλογα ζητήματα για τη σχέση προς την ιμπεριαλιστική πολιτική και την πολιτική των κυβερνήσεων των χωρών τους τίθενται και για τους κομμουνιστές όλων των χωρών, ιδιαίτερα εκείνων που δεν ανήκουν στη χούφτα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που ληστεύουν όλο τον κόσμο. Για τη λύση αυτών των ζητημάτων πρέπει να στραφούμε, πρώτ’ απ’ όλα, στην πολιτική του Λένιν και της ΕΣΣΔ σχετικά με τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Η θέση του Λένιν για τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις (δε γίνεται λόγος για τις καθαρά στρατιωτικές και διπλωματικές συμμαχίες, αλλά για τις βαθύτερες ενοποιητικές τάσεις, για τη δημιουργία πολιτικών και οικονομικών συμμαχιών κρατικού ή ημικρατικού τύπου) εκφράζεται στο γνωστό του άρθρο «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Αναγνωρίζοντας τον ορισμένο προοδευτικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει αυτό το σύνθημα στις τότε συγκεκριμένες συνθήκες (το άρθρο γράφτηκε το 1915) εάν συνδεόταν με την επαναστατική παύση του ιμπεριαλιστικού πολέμου και την ανατροπή της ρωσικής, γερμανικής και αυστριακής μοναρχίας, ο Λένιν, παρόλ’ αυτά, εκφραζόταν γενικά κατά αυτού του συνθήματος, επειδή δημιουργούσε την αυταπάτη της δυνατότητας κάποιων προοδευτικών ενώσεων στον καπιταλισμό, στο τελευταίο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.

«Φυσικά είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ’ αυτήν την έννοια μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, σα συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών ...με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική, που θεωρούν τον εαυτό τους στο έπακρο αδικημένο με τη σημερινή μοιρασιά των αποικιών...» [1] Ταυτόχρονα, ο Λένιν δεχόταν πλήρως και θεωρούσε αναγκαία την αξιοποίηση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και μπλοκ προς το συμφέρον του προλεταριακού κράτους.

Στο άρθρο «Για την ψώρα», ο Λένιν αποδείκνυε τη δυνατότητα συνεργασίας με μια από τις αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές ομάδες για την υπεράσπιση του προλεταριακού κράτους από μια άλλη. Το θέμα αφορούσε την αποδοχή βοήθειας από τους Αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές εναντίον της επίθεσης της Γερμανίας (ήταν τότε, το 1918, που η Γερμανία διέκοψε τις συνομιλίες για την ειρήνη και ξεκίνησε την επίθεση).

«Αν λοιπόν ο Κερένσκι, ο εκπρόσωπος της κυρίαρχης αστικής τάξης, δηλ. της τάξης των εκμεταλλευτών, κλείνει συμφωνία με τους Αγγλογάλλους εκμεταλλευτές, για να του δώσουν οπλισμό και πατάτες, και ταυτόχρονα κρύβει από το λαό τα σύμφωνα που υποσχόταν (σε περίπτωση νίκης), στον ένα ληστή την Αρμενία, τη Γαλικία, την Κωνσταντινούπολη, στον άλλο τη Βαγδάτη, τη Συρία κτλ., είναι άραγε δύσκολο να καταλάβουμε πως η συμφωνία αυτή είναι ληστρική, αγύρτικη, βρομερή από μέρους του Κερένσκι και των φίλων του;

Όχι. Αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο να το καταλάβουμε. Ο κάθε μουζίκος θα το καταλάβει, ακόμα και ο πιο καθυστερημένος και ο πιο αγράμματος.

Κι αν λοιπόν ο εκπρόσωπος της τάξης των εκμεταλλευόμενων, των καταπιεζόμενων, μετά από την ανατροπή των εκμεταλλευτών από την τάξη αυτή, δημοσίευσε και κατάγγειλε όλα τα μυστικά και ληστρικά σύμφωνα, έχει όμως υποστεί ληστρική επίθεση από μέρους των ιμπεριαλιστών της Γερμανίας, μπορούμε μήπως να κατηγορήσουμε τον εκπρόσωπο αυτό για ‘‘συναλλαγή με τους ληστές” Αγγλογάλλους, γιατί παίρνει από αυτούς οπλισμό και πατάτες έναντι χρημάτων ή ξυλείας κτλ.; Μπορούμε μήπως αυτήν τη συναλλαγή να την θεωρήσουμε άτιμη, επονείδιστη, βρομερή;

Όχι, δεν μπορούμε. Κάθε λογικός άνθρωπος θα το καταλάβει αυτό και θα γελάσει με τους παλιάτσους που θα σκαρφίζονταν να αποδείξουν “αρχοντικά ” και με επιστημονικό ύφος ότι “οι μάζες δε θα καταλάβουν " τη διαφορά του ληστρικού πολέμου του ιμπεριαλιστή Κερένσκι (και τις άτιμες συναλλαγές του με τους ληστές για το μοίρασμα της από κοινού αρπαγμένης λείας) από τη συναλλαγή της μπολσεβίκικης κυβέρνησης με τους ληστές Αγγλογάλλους, που ζητάει ο Καλιάγεφ, για να πάρει από αυτούς οπλισμό και πατάτες και να αποκρούσει το Γερμανό ληστή.» [2]

Η συμφωνία του Μπρεστ, που κλείστηκε λίγο αργότερα με τη Γερμανία, ήταν επίσης ένα τέτοιο παράδειγμα αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων προς όφελος της διατήρησης και της ανάπτυξης του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως και η συνθήκη του Ραπάλο με τη Γερμανία, το 1922. Το πλέον γνωστό παράδειγμα αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων από το σοσιαλιστικό κράτος είναι, φυσικά, η αντιχιτλερική συμμαχία της ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας εναντίον της φασιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της του Αντικομιντέρν συμφώνου. Μπορούμε να πούμε ευθέως ότι είναι οι δυνάμεις της Κομιντέρν που, με τον προσεταιρισμό των δυνάμεων της αστικής δημοκρατίας, κατέκτησαν τη νίκη πάνω στις δυνάμεις του φασισμού.

Η σύγχρονη κατάσταση στον κόσμο χαρακτηρίζεται από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τη θέση του παγκόσμιου ηγεμόνα που πήραν μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, όμως αυτή τους τη θέση προσπαθούν να υπονομεύσουν άλλοι ιμπεριαλιστές. Είναι οι ιμπεριαλιστές της Ευρωένωσης, πρωτίστως της Γερμανίας και της Γαλλίας, η Κίνα επίσης, που συγκρίνεται πια ως προς τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής με τις ΗΠΑ, και ακόμα η Ρωσία.

Η τωρινή Ρωσία είναι το μεγαλύτερο «απομεινάρι» της ΕΣΣΔ. Παρά την καταστροφή του βιομηχανικού κι επιστημονικοτεχνικού δυναμικού συγκριτικά με τη σοβιετική εποχή, συνεχίζει να αποτελεί μια αρκετά σοβαρή δύναμη που κατέχει επιπλέον και πυρηνικά όπλα. Έχοντας ολοκληρώσει στα τέλη της δεκαετίας του ’90 την κλοπή της κοινωνικής ιδιοκτησίας με την ιδιωτικοποίηση, ξεπερνώντας με γρήγορους ρυθμούς την περίοδο συγκέντρωσης των κεφαλαίων φτάνοντας το μονοπωλιακό στάδιο, έχοντας οικοδομήσει το πολιτικό της σύστημα και έχοντας πάψει να αισθάνεται μια άμεση απειλή επιστροφής της χώρας στο σοσιαλισμό (και χάριν της επιδέξιας αξιοποίησης των οπορτουνιστών), το ρωσικό μεγάλο κεφάλαιο από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 ενεργοποίησε και την εξωτερική πολιτική του, διεκδικώντας τη δική του «θέση κάτω από τον ήλιο».

Ωστόσο, παρά την πατριωτική ρητορική και την πραγματική όξυνση των σχέσεων με τη Δύση, αντικειμενικά η Ρωσία παραμένει στο ρόλο της πηγής πρώτων υλών για τις δυτικές χώρες και της αγοράς για τα προϊόντα τους (τώρα και της παραγωγής της Κίνας, περιλαμβανομένων και των δυτικών διεθνικών εταιριών που έχουν εκεί την παραγωγή τους). Στα χρόνια της διακυβέρνησης του Πούτιν δεν έγινε κανένας πραγματικός, ουσιαστικός εκσυγχρονισμός της οικονομίας, χωρίς φυσικά να συζητάμε για την αποκατάσταση του σοβιετικού επιπέδου, παρά τις υπερβάσεις στο επίπεδο των εσόδων, λόγω του ακριβού πετρελαίου, αερίου και των εξαγωγών άλλων πηγών. Ταυτόχρονα, στη χώρα διατηρούνται ορισμένοι θύλακες παραγωγής υψηλής τεχνολογίας και επιστήμης άθικτοι από τη σοβιετική περίοδο, περιλαμβανομένου και του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Η αδυναμία της υλικής βάσης και η ανεπάρκεια ανθρώπινων πηγών (ο πληθυσμός της Ρωσίας είναι μόλις ο μισός του πληθυσμού της ΕΣΣΔ και η Ρωσία δεν έχει κανένα στρατιωτικό σύμμαχο, σε διάκριση με την ΕΣΣΔ) και η εξάρτηση της άρχουσας τάξης της χώρας από τη Δύση -όλα αυτά καθορίζουν την αρκετά αναποφάσιστη και ταλαντευόμενη πολιτική του ρωσικού κράτους στις συγκρούσεις του με τις μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στο παράδειγμα της Ουκρανίας: Από τη μια η προσάρτηση της Κριμαίας και η στήριξη του ξεσηκωμένου Ντονμπάς, αρχικά πολύ αδύνατη, αργότερα αρκετά σοβαρή, από την άλλη οι υποσχέσεις του Πούτιν να μην επιτρέψει την αιματοχυσία στη Νοτιοανατολική Ουκρανία παρέμειναν υποσχέσεις. Η Ρωσία προχωρά συνεχώς σε υποχωρήσεις μπροστά στη Δύση, υπογράφει μη συμφέρουσες συμφωνίες, σταματά την επίθεση της πολιτοφυλακής στις αποφασιστικές στιγμές. Η Ρωσική Ομοσπονδία, αμέσως σχεδόν μετά από την ανατροπή, αναγνώρισε στην πράξη το νέο καθεστώς στο Κίεβο κι έτσι το βοήθησε να ενισχυθεί και να εξαπολύσει τον πόλεμο στο Ντονμπάς' η κυβέρνηση της Ρωσίας -κάτω από την πίεση της Δύσης, αλλά κυρίως με αφετηρία τα ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα του ρωσικού κεφαλαίου (την προσπάθεια διατήρησης των κατακτημένων αγορών και την τεράστια ιδιοκτησία στην Ουκρανία)- παρέχει στη χούντα του Κιέβου συμφέρουσες οικονομικές συνθήκες [οι ίδιες οι ρωσικές αρχές, αγανακτώντας από την πολιτική του Κιέβου, της δίνουν κάλυψη -η Ρωσία έδωσε βοήθεια στην Ουκρανία ύψους 100 δισ. δολαρίων (εκπτώσεις στις τιμές, τα δάνεια κλπ.), ενώ οι ΗΠΑ μόνο 5 δισ.]. Μπορεί επίσης να σημειωθεί ότι οι Ρώσοι καπιταλιστές προσπαθούν να αποφύγουν μια σοβαρή ρήξη με τη Δύση και βάζουν στόχο να εξασφαλίσουν πιο συμφέροντες όρους «συνεργασίας». Επιπλέον προκύπτει αντικειμενικά ότι οι Ρώσοι καπιταλιστές συμβάλλουν στην πράξη στην υλοποίηση των αντιρωσικών συμφερόντων των ΗΠΑ, περιλαμβανομένων και εκείνων που παρεμποδίζουν τις διαδικασίες οικονομικής συνεργασίας και ολοκλήρωσης στην Ευρώπη [οι εμπορικές συναλλαγές της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Ρ. Ο.) με τις χώρες της ΕΕ πριν την εφαρμογή των κυρώσεων το 2013 ήταν της τάξης των 429 δισ. δολαρίων (132 εισαγωγές και 282 εξαγωγές), ενώ των ΗΠΑ με την ΕΕ, το 2012, περίπου 500 δισ. δολαρίων, δηλαδή απολύτως συγκρίσιμα ποσά πραγματικών ανταγωνιστών]. Η εφαρμογή των κυρώσεων μείωσε τις εμπορικές συναλλαγές της Ρ. Ο. το 2014 κατά 12,2% στις εισαγωγές και κατά 7,1% στις εξαγωγές. Εν τω μεταξύ οι εμπορικές συναλλαγές της Ρ. Ο. με τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 7%, οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ κατά 23%. Αυτή είναι η εικόνα των κυρώσεων εναντίον της Ρ. Ο. και της ΕΕ ταυτόχρονα.

Σε ό,τι αφορά το δυτικό ιμπεριαλισμό, ούτε αυτός είναι ενιαίος. Στην πραγματικότητα, η Ευρωένωση είναι για τις ΗΠΑ ισχυρότερος ανταγωνιστής από τη Ρωσία. Και η σύγκρουση για την Ουκρανία, όπου οι ΗΠΑ κατάφεραν να καταστρέψουν τη σχηματιζόμενη συμμαχία Ρωσίας-Γερμανίας και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο των δυτικών δυνάμεων εναντίον της Ρωσίας κάτω από τη δική τους ηγεσία, είναι μια μέγιστη επιτυχία της Ουάσιγκτον στην πάλη της όχι μόνο ενάντια στη Ρωσία, αλλά και ενάντια στους Ευρωπαίους ανταγωνιστές, ανεξάρτητα από την πάλη για την Ουκρανία (και για την ΕΕ ως υποταγμένου συμμάχου).

Η πολιτική σημασία της Ευρωένωσης προς το παρόν είναι σημαντικά μικρότερη από την οικονομική δυναμική της, πράγμα που εξηγείται με την απουσία ενότητας στο εσωτερικό αυτού του αρκετά χαλαρού μορφώματος. Εκτός από αυτό, στη σύνθεση της ΕΕ περιλαμβάνεται σειρά κρατών που παίζουν στην πράξη το ρόλο του πράκτορα των ΗΠΑ στην ΕΕ. Όλα αυτά βοηθούν προς το παρόν τις ΗΠΑ να κρατούν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, την ΕΕ στη ρότα της δικής τους πολιτικής.

Ενισχύεται ο ρόλος της Κίνας, που σε σειρά ζητημάτων άρχισε να υποστηρίζει τη Ρωσία, αλλά όμως προς το παρόν καταφέρνει να μην εμπλέκεται σε οξείες συγκρούσεις με ανταγωνιστές, αν και αυτό -το πιθανότερο- θα γίνει αναπόφευκτο στο μέλλον.

Στην πολιτική ορολογία εμφανίστηκε η λέξη BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, ΝΑΔ -από τα αρχικά των αγγλικών ονομάτων αυτών των χωρών), που σηματοδοτεί μια άτυπη συμμαχία, μια μορφή συνεργασίας αρκετά ισχυρών κρατών, που προσπαθούν να εφαρμόσουν μια πιο ανεξάρτητη από την Ουάσιγκτον πολιτική και να ξεφύγουν από το «μονοπολικό μοντέλο» του κόσμου. Όμως, προς το παρόν, αυτή η συμμαχία είναι μάλλον θεωρητική, δεν έχει διατυπωθεί με κανένα κείμενο και τα συμφέροντα και η πολιτική αυτών των κρατών μακράν δε συμπίπτουν σε όλα.

Προς το παρόν, στο μεγαλύτερο μέρος της Γης, μετά από την πτώση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ, προχωρά η καπιταλιστική αντίδραση και οι καπιταλιστές μπορούν χωρίς ιδιαίτερο φόβο να ασχολούνται με τη μεταξύ τους διαπάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Στη Λατινική Αμερική, αντίθετα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε μια «αριστερή στροφή». Δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο μπλοκ χωρών (Άλμπα), που διακηρύσσουν το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης και τον αντιιμπεριαλισμό, με επικεφαλής την Κούβα και τη Βενεζουέλα' και ακόμα και οι μετριοπαθείς λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις, όπως, για παράδειγμα, αυτές της Αργεντινής και της Βραζιλίας, προσπαθούν να εφαρμόζουν μια πολιτική πιο ανεξάρτητη από την Ουάσιγκτον, που παίρνει περισσότερο υπόψη τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων μαζών στο εσωτερικό των χωρών τους. Αυτή η κατάσταση στη Λατινική Αμερική δεν εξηγείται μόνο από τις αντικειμενικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’20 η Λατινική Αμερική έγινε μια από τις πιθανές εστίες κοινωνικής επανάστασης), αλλά και από το ότι στην αμερικανική ήπειρο διατηρήθηκε και μετά από την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη ένα σοσιαλιστικό κράτος-η Κούβα-κράτος που, αν και είναι μικρό, έχει τη δυνατότητα να έχει μια ορισμένη επιρροή στις διαδικασίες στις συγγενικές λατινοαμερικανικές χώρες. Διατήρησαν επίσης τη δύναμη και την ιδεολογική τους επιρροή οι επαναστατικές αριστερές δυνάμεις. Γι’ αυτό εκεί η λαϊκή αγανάκτηση δεν οδηγεί στην αντικατάσταση της μιας αστικής κυβέρνησης από μια άλλη ίδια ή ακόμα και χειρότερη, όπως έγινε στην Αίγυπτο, την Ουκρανία κλπ., αλλά, τουλάχιστον, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε πραγματικές αλλαγές στην εξουσία σε όφελος των εργαζόμενων τάξεων. Θεωρούμε εδώ απαραίτητο να σημειώσουμε ότι αυτές οι προοδευτικές αντιιμπεριαλιστικές αλλαγές προβάλλονται από ορισμένους «αριστερούς» πολιτικούς σαν ο δρόμος του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, κάτι που δεν είναι σωστό κατά την άποψή μας και είναι μάλιστα βλαπτικό, επειδή η αποδοχή ενός τέτοιου (βασικά προοδευτικού) ρεφορμισμού οδηγεί στην απόρριψη των θεμελιακών νομοτελειών του περάσματος στο σοσιαλισμό, στην απόρριψη του ίδιου του επιστημονικού κομμουνισμού. Πρωτοπορία αυτής της διαδικασίας έγινε η Βενεζουέλα την περίοδο διακυβέρνησης του Προέδρου Τσάβες. Ωστόσο, στην επαναστατική διαδικασία σε αυτήν την ήπειρο εμπεριέχονται και σοβαρές αδυναμίες -η επίδραση της μικροαστικής ιδεολογίας, η έλλειψη συνέπειας στην υλοποίηση των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών, η τάση πολλών ηγετικών στελεχών προς την αστική δημοκρατία. Επιπλέον, οι χώρες της Άλμπα δεν είναι οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες ακόμα και στο εσωτερικό της Λατινικής Αμερικής και οι πηγές τους στην αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό είναι περιορισμένες.

Όπως είναι γνωστό, η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, το πέρασμα του προμονοπωλιακού καπιταλισμού στο μονοπωλιακό και στη συνέχεια στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό είναι μια διαδικασία ιστορικά προκαθορισμένη και από αυτήν την άποψη προοδευτική, μια διαδικασία που δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού. «Ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο, που χρησιμοποιείται προς όφελος όλου του λαού και γι ’αυτόν το λόγο έπαψε να είναι καπιταλιστικό μονοπώλιο». [3] Από αυτό όμως, φυσικά, δεν προκύπτει ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να παλεύει εναντίον του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Ναι, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού, γι’ αυτό η πάλη για την επιστροφή στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, υπέρ της «μικρής και μεσαίας επιχείρησης» κλπ., θα ήταν αντιδραστική. Όμως δεν είναι λιγότερο σημαντικό και το δεύτερο τμήμα της φράσης του Λένιν: Αυτό το κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο πρέπει να χρησιμοποιηθεί προς όφελος όλου του λαού, έχοντας έτσι καταργηθεί ως καπιταλιστικό μονοπώλιο, δηλαδή να πραγματοποιηθεί σοσιαλιστική επανάσταση. Για όσο διάστημα, όμως, δεν πραγματοποιείται η σοσιαλιστική επανάσταση, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός καταπιέζει και καταστέλλει την εργατική τάξη και όλους τους εργαζόμενους και η πάλη για την κατάργησή του, για τη μετατροπή των υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού σε υπαρκτό σοσιαλισμό, σε κοινωνική ιδιοκτησία, που περιφρουρείται από την εξουσία της εργατικής τάξης, είναι το κύριο καθήκον του προλεταριάτου. Αυτή είναι η διαλεκτική της κοινωνικής ανάπτυξης.

Όλα αυτά αφορούν και τις διεθνείς ενώσεις στον καπιταλισμό, τύπου ΕΕ και Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης.

Οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές ενώσεις στον ιμπεριαλισμό από τη μια συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, δηλαδή σε προοδευτικές διαδικασίες. Από την άλλη, αυτές οι ενώσεις στον καπιταλισμό είναι δυνατές μόνο ως ενώσεις ανισότιμες, στις οποίες οι πιο αδύναμοι συμμετέχοντες είναι υποταγμένοι και καταπιεσμένοι από τους ισχυρότερους και η ανάπτυξη έχει συχνά δύσμορφο και μονόπλευρο χαρακτήρα. Τυπική ένωση τέτοιου είδους είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη, όπου δυο κράτη -η Γερμανία και η Γαλλία- επιβάλλουν τους όρους τους σε όλα τα υπόλοιπα. Μάλιστα, αντί της προόδου των παραγωγικών δυνάμεων σε ορισμένες χώρες μπορεί να παρατηρείται υποχώρηση, ανάλογα με το ρόλο που έχει ανατεθεί σε αυτές στον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της ένωσης. Παράδειγμα είναι η Ελλάδα και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, που υποβαθμίστηκαν μετά από την είσοδο στην Ευρωένωση. Και εάν η οικονομική ένωση συμπληρώνεται από μια πολιτική ένωση, ο νέος πολιτικός υπερκρατικός σχηματισμός αποτελεί ένα ισχυρό όπλο του κεφαλαίου για την καταστολή των εργαζόμενων τάξεων, συμπληρωματικό προς τα εθνικά κράτη. Στην Ευρωένωση, το πέρασμα πολλών αρμοδιοτήτων, ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομίας, από τα χέρια των ξεχωριστών κρατών στα χέρια των «ευρωπαϊκών» οργάνων στέρησε τους εργαζόμενους των χωρών της ΕΕ ακόμα και από εκείνες τις περιορισμένες δυνατότητες επίδρασης στην πολιτική των κυβερνήσεών τους που είχαν πριν στα εθνικά κράτη. Είναι περιττό να πούμε ότι οι ενώσεις αυτού του τύπου εξυπηρετούν την ενίσχυση της εκμετάλλευσης των προλετάριων και τη μεγέθυνση των κερδών της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Σε ό,τι αφορά την Τελωνειακή και την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (ΕΑΟΕ) με τον ηγετικό ρόλο της Ρωσίας, είναι και αυτές ιμπεριαλιστικές ενώσεις για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου των κρατών-μελών και, πρωτίστως, για τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου της Ρωσίας που υποτάσσει τα πιο αδύναμα μετασοβιετικά κράτη (και ανταγωνίζεται σε αυτό το πεδίο τις ΗΠΑ και την ΕΕ). Παρόλ’ αυτά, θα ήταν λάθος να τοποθετούμαστε εναντίον της οικονομικής ολοκλήρωσης και των ενοποιητικών τάσεων στην πρώην επικράτεια της ΕΣΣΔ -του πρώην ενιαίου συμπλέγματος λαϊκής οικονομίας- ακόμα και τώρα, ακόμα και σε αστική μορφή, πόσο μάλλον που οι κομμουνιστές των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ ήταν πάντα υπέρ της επανένωσης των λαών μας. Τουλάχιστον, προς το παρόν, αυτή η ένωση δεν προϋποθέτει φανερά ανισότιμους όρους για τους συμμετέχοντες. Πρέπει να πούμε ότι η διαδικασία της «ευρασιατικής ολοκλήρωσης» βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο, προς το παρόν δε γίνεται λόγος για την εισαγωγή κοινού νομίσματος ή την ένωση σε ενιαίο κράτος. Μάλιστα, οι ιμπεριαλιστές της Ρωσίας, ως λιγότερο ισχυροί σε σύγκριση με τους Αμερικανούς και τους Δυτικοευρωπαίους, είναι αναγκασμένοι να προσφέρουν ευνοϊκότερους όρους ώστε να προσελκύσουν υφιστάμενους (ιεραρχικά, σ.τ.μ.) συνεργάτες, πράγμα που βελτιώνει τις συνθήκες αναπαραγωγής και πάλης της εργατικής τάξης των χωρών της πρώην ένωσης.

Όμως οι κομμουνιστές δεν πρέπει να στηρίζουν μονοσήμαντα την ΕΑΟΕ (και να συνδέουν με αυτήν την ένωση τη δυνατότητα προοδευτικής εξέλιξης και λύσης των ζητημάτων σε όφελος των εργαζομένων), επειδή αυτή η ένωση είναι αστική, ιμπεριαλιστική και, παρά τις φράσεις ορισμένων «αριστερών» εθνοπατριωτών, δεν έχει τίποτα κοινό με τη Σοβιετική Ένωση, εκτός από τη μερική σύμπτωση της επικράτειας. Μάλιστα στην ΕΑΟΕ συμμετέχουν και τέτοια αντιδραστικά και αστυνομικά καθεστώτα, όπως αυτό του Καζακστάν, που καταστέλλουν την οποιαδήποτε αντιπολίτευση, περιλαμβανομένης και της κομμουνιστικής, και πυροβολούν τους απεργούς εργάτες (Ζαναοζέν).

Είναι ακόμα πιο ουσιαστικό ότι η δραστήρια στήριξη των κομμουνιστών της Ρωσίας, ακριβέστερα του οπορτουνιστικού τους τμήματος, προς τις φιλορωσικές ενώσεις στο μετασοβιετικό χώρο μπορεί να μολύνει τους κομμουνιστές με τον ιό του σοσιαλσοβινισμού, να τους οδηγήσει στο δρόμο της αστικής-πατριωτικής ιδεολογίας, να στομώσει το μίσος τους για τους δικούς τους καταπιεστές. Τις προοδευτικές πλευρές της «ευρασιατικής ολοκλήρωσης» (οικονομική άνοδος, προστασία από την επέκταση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού) θα τις εξασφαλίσουν και χωρίς εμάς τους κομμουνιστές οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων της Ρωσίας, εάν μπορέσουν (και εάν δεν μπορέσουν, εμείς δεν είμαστε σε θέση να τους βοηθήσουμε), ενώ δεν υπάρχει κανείς άλλος, εκτός από μας τους κομμουνιστές, να παλέψει με το μεγαλοκρατικό σοβινισμό σε όφελος της ταξικής πάλης.

Συνολικά, πιστεύουμε ότι η σχέση των κομμουνιστών της Ρωσίας προς την ΕΑΟΕ πρέπει να είναι σήμερα ήρεμη και διαφοροποιημένη (πρέπει να λέμε τα συν και τα πλην, να εξηγούμε τι είναι συν και τι πλην, και να μην πέφτουμε όμως σε θέσεις διαμαρτυρίας λόγω αντιιμπεριαλιστικών αρχών, ούτε να παίρνουμε θέσεις άκριτης υποστήριξης, διαβλέποντας σε αυτήν τη διαδικασία μια δήθεν κίνηση προς τα πίσω, προς την ΕΣΣΔ).

Αυτοί οι γενικοί συλλογισμοί δικαίως αφορούν και την ιδέα και τη διαδικασία δημιουργίας ενιαίου ενωσιακού κράτους Ρωσίας και Λευκορωσίας. Μια ουσιαστική προσθήκη είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο της Ρωσίας οραματίζεται και παλεύει για τη δυνατότητα να καταπιεί τη μεγάλη συγκεντροποιημένη (και ακόμα αναπτυσσόμενη) οικονομία, που διατηρήθηκε στη Λευκορωσία από τη σοβιετική περίοδο. Το ΚΕΚΡ στηρίζει την πολιτική του Προέδρου της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας σε ό,τι αφορά την αντίσταση σε κάθε είδους φορείς ιδιωτικοποίησης, ντόπιους και ξένους, τη διατήρηση των παραγωγικών δυνάμεων της δημοκρατίας. Οι κομμουνιστές αντιστέκονται στις ληστρικές προθέσεις του κεφαλαίου της Ρωσίας να καταπιεί την οικονομία της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας και, αντίθετα, στηρίζουν με κάθε τρόπο τη διαδικασία προσέγγισης και συνένωσης των εργαζόμενων στον κοινό αγώνα για το σοσιαλισμό.

Εν τω μεταξύ, η Ευρωένωση σήμερα είναι ένας αρκετά ισχυρός ημικρατικός σχηματισμός, ένα όργανο κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου στους λαούς των χωρών του και πάλης εναντίον του εργατικού κινήματος και εργαλείο εξωτερικής επέκτασης. Γι’ αυτό η απαίτηση των κομμουνιστών σειράς ευρωπαϊκών χωρών για έξοδο από την ΕΕ και την Ευρωζώνη είναι απολύτως σωστή. Όμως αυτή η απαίτηση έχει νόημα όταν συνδέεται με τη διεκδίκηση ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών και αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, όπως κάνει το ΚΚΕ. Τα συνθήματα εξόδου από την ΕΕ με διατήρηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου -όταν, επιπλέον, προβάλλονται από διάφορες δεξιές και εθνικιστικές δυνάμεις και τον τελευταίο καιρό από αυτοαποκαλούμενες «αριστερές», αλλά στην ουσία οπορτουνιστικές και φιλοαστικές δυνάμεις- δεν περιέχουν τίποτα το προοδευτικό. Εάν η επαναστατική κατάσταση διαμορφωθεί στην πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ ή στις ηγέτιδες χώρες της, τότε πιθανά να πρέπει να αποσυρθεί το σύνθημα της εξόδου από την ΕΕ. Όμως όσο η ΕΕ αποτελεί τροχοπέδη για τους προοδευτικούς μετασχηματισμούς σε μια χώρα, η έξοδος από αυτήν είναι αναγκαία και σκόπιμη.

Πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην κατάσταση στην Ουκρανία και τη Νεορωσία. Στην Ουκρανία, όπως και στις άλλες Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, μετά από την αντεπαναστατική ανατροπή του 1985-1991 και την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης, εγκαθιδρύθηκε το καπιταλιστικό σύστημα. Εν τω μεταξύ, ενώ το κεφάλαιο της Ρωσίας, στο οποίο παρέμεινε το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας, μπόρεσε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 να σταθεροποιήσει το πολιτικό σύστημα και, παρά την εξάρτηση από τις δυτικές χώρες, άρχισε να παίζει ακόμα και κάποιο αυτοτελή ρόλο στην παγκόσμια αρένα, προβάλλοντας δικές του ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις, η Ουκρανία έγινε πεδίο μάχης των ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσίας) και των ολιγαρχικών φατριών, που ήταν προσανατολισμένες σε αυτές τις δυνάμεις. Η οικονομική συνεργασία της Ουκρανίας και της Ρ. Ο. κυρίως στους αμυντικούς κλάδους ουσιαστικά εξασφάλιζε τη στήριξη και την αύξηση του μάχιμου δυναμικού του ιμπεριαλισμού της Ρωσίας.

Το Φλεβάρη του 2014 στην Ουκρανία πραγματοποιήθηκε αντιδραστικό πραξικόπημα, που οργανώθηκε από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και τις ομάδες των εγχώριων μεγαλοκαπιταλιστών που συνδέονταν με αυτά τα κέντρα. Στη χώρα εγκαθιδρύθηκε ένα μισοφασιστικό καθεστώς μαριονέτων, ιδεολογία του οποίου είναι ο εθνικισμός, ο αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός και η πολιτική του έχει την κατεύθυνση μετατροπής της Ουκρανίας σε μια εχθρική προς τη Ρωσική Ομοσπονδία νεοαποικία της Ευρωένωσης και των ΗΠΑ.

Το λεγόμενο «Κομμουνιστικό» Κόμμα Ουκρανίας με επικεφαλής τον Σιμονένκο είναι ένα δεξιό οπορτουνιστικό κόμμα τύπου ΚΚΡΟ της Ρωσίας, που τη δεκαετία του ’90 είχε μεγάλη επιρροή και ο Σιμονένκο πάλευε στο δεύτερο γύρο για τη θέση του Προέδρου με τον Κούτσμα το 1999, έχοντας τη στήριξη του 40% περίπου του πληθυσμού. Όμως η έλλειψη αρχών και ο συναινετισμός οδήγησαν αυτό το κόμμα στην απώλεια της εμπιστοσύνης των μαζών και δυνατές, πραγματικά κομμουνιστικές, οργανώσεις στην Ουκρανία δεν πρόλαβαν να εμφανιστούν. Γι’ αυτό η δίκαιη δυσαρέσκεια του λαού από τις αποτρόπαιες πράξεις του καπιταλισμού χρησιμοποιήθηκε από τις δεξιές αστικές δυνάμεις, περιλαμβανομένων και των εθνικιστικών και των φασιστικών, και από τους πράκτορες του ιμπεριαλισμού, ενώ το αντιφασιστικό κίνημα που εμφανίστηκε αργότερα στη Νοτιοανατολική Ουκρανία βρέθηκε χωρίς ταξική οργάνωση, υποταγμένο στον ιμπεριαλισμό της Ρωσίας. Όμως θεωρούμε αναγκαίο να σημειώσουμε ότι, κάνοντας δίκαιη κριτική στον οπορτουνισμό του ΚΚΟυ, καταδικάζουμε με οργή την απόφαση των Αρχών της Ουκρανίας για την απαγόρευση του ΚΚ. Είμαστε αλληλέγγυοι με την πάλη των κομμουνιστών της Ουκρανίας εναντίον των διώξεων από την πλευρά της χούντας του Κιέβου.

Η πάλη της ΛΔΝ και της ΛΔΛ εναντίον του μισοφασιστικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε στο Κίεβο πρέπει να εκτιμάται μονοσήμαντα ως προοδευτική. Σε αυτές τις Δημοκρατίες, παρά τον αναμφίβολα αστικό τους χαρακτήρα, το φιλορωσικό προσανατολισμό, την ύπαρξη διάφορων αντιδραστικών τάσεων στο εσωτερικό της πολιτοφυλακής (εθνικιστές, μοναρχικοί, λευκοφρουροί), διατηρείται η αστική δημοκρατία, οι κομμουνιστές έχουν τη δυνατότητα να δρουν και να εκλαϊκεύουν τις θέσεις τους (αν και πολύ περιορισμένα -για παράδειγμα, έχουν αποκλειστεί από τη συμμετοχή στις εκλογές)' εμφανίστηκαν ακόμα και αριστερά ένοπλα τμήματα στο εσωτερικό του στρατού της ΛΔΛ, δεν καταστρέφονται τα σοβιετικά σύμβολα, αλλά, αντίθετα, προπαγανδίζεται ο σεβασμός στη σοβιετική ιστορία, ιδιαίτερα στην πάλη εναντίον του φασισμού κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, σε διάκριση με τις Αρχές του Κιέβου για τις οποίες είναι ήρωες οι συνεργάτες των Γερμανών ναζιστών τύπου Μπαντέρα και Σουχέβιτς, ενώ η κομμουνιστική ιδεολογία είναι απαγορευμένη στην πράξη.

Η πολιτική της Ρωσίας σχετικά με το Ντονμπάς και την Ουκρανία έχει διττό χαρακτήρα. Από τη μια, η κυβέρνηση του Πούτιν, μην απορρίπτοντας τον αγώνα για ένα, έστω, τμήμα της Ουκρανίας, παρέχει υλική, πληροφοριακή και προφανώς ορισμένη στρατιωτική-τεχνική στήριξη στη ΛΔΝ και τη ΛΔΛ. Φυσικά, ταυτόχρονα η Ρ. Ο. φρόντισε για την εγκαθίδρυση στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ αστικών καθεστώτων πλήρως ελεγχόμενων από τη Μόσχα. Από την άλλη, κάτω από την πίεση του δυτικού ιμπεριαλισμού, το καθεστώς του Πούτιν κάμπτεται και υποχωρεί, δεν επιτρέπει την εξέλιξη των στρατιωτικών επιτυχιών της πολιτοφυλακής, αναγνώρισε στην πράξη και εν μέρει χρηματοδοτεί τη χούντα του Ποροσένκο στο Κίεβο. Πιστεύουμε ότι θέση των κομμουνιστών της Ρωσίας και της Ουκρανίας σχετικά με τη ΛΔΝ και τη ΛΔΛ πρέπει να είναι η κριτική υποστήριξη. Δηλαδή η στήριξη του αντιφασιστικού και δημοκρατικού αγώνα του Ντονμπάς, με ταυτόχρονη κριτική του αστικού και εξαρτημένου από το Κρεμλίνο χαρακτήρα των καθεστώτων αυτών των δημοκρατιών και των αντιδραστικών τάσεων στο εσωτερικό τους. Από την κυβέρνηση της Ρωσίας οι κομμουνιστές της Ρωσίας πρέπει να απαιτούν την επίσημη αναγνώριση της επιλογής των λαών της ΛΔΝ και της ΛΔΛ και την παροχή σε αυτούς κάθε δυνατής βοήθειας. Όμως οι κομμουνιστές δεν πρέπει, ακολουθώντας τους σοσιαλπατριώτες, να ζητούν τη δυνατότητα άμεσης εισόδου ρωσικών στρατευμάτων, επειδή αυτό στη δεδομένη στιγμή δεν απαιτείται από κάποια στρατιωτική ανάγκη και θα οδηγήσει μόνο στην ενίσχυση της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης και στην καταστολή όλων των προοδευτικών τάσεων στο Ντονμπάς.

Μπορεί να τεθεί το εξής ερώτημα: Για τους κομμουνιστές της Ρωσίας δεν είναι άραγε στήριξη στην πράξη του «δικού τους» ιμπεριαλισμού στη σύγκρουσή του με τους ανταγωνιστές και θέση του σοσιαλσοβινισμού η υποστήριξη, έστω και κριτική, της ΛΔΝ και της ΛΔΛ και η απαίτηση προς την κυβέρνηση της Ρ. Ο. για βοήθεια προς αυτές; Και εάν το Ντονμπάς και η Ουκρανία είναι ένα μόνο σημείο στην πάλη των διαφορετικών ομάδων ιμπεριαλιστών, έχει καμιά σημασία ο έστω και προοδευτικός χαρακτήρας της πάλης του Ντονμπάς εναντίον του φασισμού και του δυτικού ιμπεριαλισμού; Όπως είναι γνωστό, ο Λένιν αναγνώριζε ότι κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο αγώνας της Σερβίας εναντίον της αυστριακής επίθεσης ήταν δίκαιος (ο ίδιος οΑ' Παγκόσμιος Πόλεμος τυπικά ξεκίνησε εξαιτίας της Σερβίας), όμως στη συνέχεια έγραφε ότι για τη γενική εκτίμηση του πολέμου αυτό δεν έχει σημασία, επειδή η Σερβία είναι μόνο το πρόσχημα του πολέμου για το μοίρασμα του κόσμου μεταξύ των ιμπεριαλιστών ληστών.

«Η πραγματική ουσία του σημερινού πολέμου βρίσκεται στην πάλη ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία για το μοίρασμα των αποικιών και την καταλήστευση των ανταγωνιζόμενων χωρών και στην επιδίωξη του τσαρισμού και των ηγετικών τάξεων της Ρωσίας να κατακτήσουν την Περσία, τη Μογγολία, την Ασιατική Τουρκία, την Κωνσταντινούπολη, τη Γαλικία κτλ. Το εθνικό στοιχείο στον αυστροσερβικό πόλεμο έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία και δεν αλλάζει το γενικό ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου». [4]

Θεωρούμε ότι στη δεδομένη περίπτωση μια προσπάθεια ανάδειξης αναλογίας μεταξύ των δυο αυτών γεγονότων θα ήταν εσφαλμένη. Γιατί σήμερα, σε διάκριση με το 1914, δεν υπάρχουν δυο ομάδες ιμπεριαλιστών, συγκρίσιμες περίπου ως προς την ισχύ τους, που ψάχνουν μόνο ένα πρόσχημα για πόλεμο. Υπάρχει ο παγκόσμια κυρίαρχος δυτικός ιμπεριαλισμός (αν και εσωτερικά ανομοιογενής, όμως σε ό,τι αφορά την Ουκρανία εμφανίζεται με ένα αρκετά ενιαίο μέτωπο προς το παρόν), που επιδιώκει όχι μόνο να διατηρήσει, αλλά και να διευρύνει την κυριαρχία του, χρησιμοποιώντας σε αυτήν την επιδίωξη μέσα στις χώρες που επιλέχτηκαν ως θύματά του σαν εργαλείο τις αντιδραστικότερες τάσεις -φασίστες, φανατικούς ισλαμιστές κλπ. Και υπάρχουν οι προσπάθειες του ιμπεριαλισμού της Ρωσίας, που δυνάμωσε λίγο, και ακόμα και της Κίνας, να ασκήσουν μια ορισμένη αντίδραση σε αυτές τις επιδιώξεις, προσπαθώντας να διατηρήσουν ταυτόχρονα τις σχέσεις με τους «δυτικούς συνεργάτες». Και το κυριότερο, υπάρχει το μισοφασιστικό καθεστώς στο Κίεβο και ο αντιφασιστικός αγώνας του λαού στο Ντονμπάς και είναι αναγκαίο για τους κομμουνιστές να υποστηρίξουν αυτόν τον αγώνα (όπως στήριξαν έναν τέτοιο αγώνα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και πριν την είσοδο της ΕΣΣΔ στον πόλεμο).

Φυσικά υπάρχει ο κίνδυνος διολίσθησης στο σοσιαλσοβινισμό και στην εξυπηρέτηση της αστικής τάξης της χώρας (κάτι που κάνει το ΚΚΡΟ). Γι’ αυτό οι κομμουνιστές της Ρωσίας πρέπει να τηρούν την ταξική προσέγγιση σε αυτό το ζήτημα και να επιμένουν στη σκληρή κριτική του καπιταλισμού της χώρας τους, να αποκαλύπτουν τα ληστρικά του συμφέροντα, να κάνουν κριτική στα ολιγαρχικά φιλορωσικά καθεστώτα της ΛΔΝ και της ΛΔΛ, να αντιστέκονται στην εθνικιστική αντιουκρανική υστερία. Μιλώντας σχηματικά, να δείχνουν ότι οι βλασοβικοί δεν είναι καλύτεροι από τους μπαντερικούς.

Η ένωση της Κριμαίας με τη Ρ. Ο. παρουσιάζεται από τις αρχές σαν ένα τεράστιο επίτευγμα του Πούτιν, κάτι που στηρίζεται πλήρως από το ΚΚΡΟ. Το σύνθημα: «Η Κριμαία είναι δική μας!» έγινε σύμβολο του άκριτου πατριωτισμού που στην ουσία μεταλλάσσεται σε εθνικιστικό μεθύσι. Από την άλλη, η φυλοδυτική προπαγάνδα κατηγορεί τη ρωσική κυβέρνηση για επιθετικότητα και προσάρτηση ξένου εδάφους.

Η Κριμαία ήταν πάντα η εχθρικότερη για τους Ουκρανούς εθνικιστές περιοχή της Ουκρανίας. Γι’ αυτό, είναι απολύτως φυσικό ότι μετά από την εθνικιστική ανατροπή στην Κριμαία έγινε εξέγερση και έπειτα η χερσόνησος ενώθηκε με τη Ρ. Ο. Στο δημοψήφισμα η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Κριμαίας στήριξε την ένωση με τη Ρωσία. Όμως, κάτι που είναι χαρακτηριστικό, η εκδοχή της ανεξαρτησίας δεν περιλήφθηκε στα ψηφοδέλτια, όπου υπήρχαν μόνο δυο εκδοχές επιλογής -ένωση με τη Ρ. Ο. ή παραμονή στη σύνθεση της Ουκρανίας με εξουσία της μισοφασιστικής χούντας.

Η ένωση με τη Ρωσία και η εγκαθίδρυση στην Κριμαία της εξουσίας του κεφαλαίου και της γραφειοκρατίας της Ρωσίας διέγραψε κάθε δυνατότητα οποιωνδήποτε προοδευτικών αλλαγών στην Κριμαία, που θα ήταν θεωρητικά δυνατές με την εκεί δημιουργία αυτοτελούς Δημοκρατίας τύπου Ντονέτσκ ή Λουγκάνσκ. Τη θέση της ουκρανικής ολιγαρχίας κατέλαβε η ρωσική, ενώ η ιδιοκτησία των Ουκρανών ολιγαρχών στην Κριμαία διατηρήθηκε, με λίγες εξαιρέσεις.

Η ένωση της Κριμαίας με τη Ρ. Ο. οδήγησε επίσης και στο ότι η πιο ανήσυχη και αντιφασιστικά προσανατολισμένη περιοχή αποκόπηκε από την πάλη με το φασισμό στην Ουκρανία, που διεξάγεται στο Ντονμπάς.

Ταυτόχρονα, η «έκθλιψη» της Κριμαίας και η απροκάλυπτη εισδοχή της στη σύνθεση της Ρ. Ο., πράγμα για το οποίο σήμερα επαίρονται οι Αρχές της Ρωσίας και προσωπικά ο Πούτιν (έχει γυριστεί ακόμα και ειδική ταινία), έδωσε στη χούντα που κυβερνά στο Κίεβο τη δυνατότητα να φουσκώσει τον εθνικισμό και το μίσος για τη Ρωσία, ως μέσο απόσπασης της προσοχής των Ουκρανών από την αντιλαϊκή πολιτική που ασκεί το μισοφασιστικό φιλοδυτικό καθεστώς και ως ιδεολογικό εργαλείο συλλογής κρέατος για τα κανόνια για τον πόλεμο στο Ντονμπάς.

Γι’ αυτό, μπορεί κάποιος να κάνει θεωρητικά το συλλογισμό ότι, αν όχι από την άποψη της ταξικής πάλης, αλλά απλά από τη σκοπιά της ανάπτυξης του αντιφασιστικού αγώνα στην Ουκρανία και ακόμα από τη σκοπιά των συμφερόντων της ίδιας της Ρ. Ο., η ένωση της Κριμαίας μοιάζει με βήμα που δεν είναι καθόλου μονοσήμαντο. Μπορεί να υποτεθεί η πιθανότητα ότι θα υπήρχε μεγαλύτερο όφελος από τη δημιουργία στο έδαφος της Κριμαίας μιας εστίας αντιφασιστικού αγώνα για όλη την Ουκρανία, είτε, τουλάχιστον, μιας Δημοκρατίας του τύπου των ΛΔΝ και ΛΔΛ που εμφανίστηκαν αργότερα και την αναγνώριση αυτών των Δημοκρατιών από την πλευρά της Ρωσίας. Όμως δε συνέβη έτσι. Ο μαρξισμός, πρώτ’ απ’ όλα, εξετάζει όχι τις υποθετικές δυνατότητες, αλλά τη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Δεν προκαλεί αμφιβολία ότι η ένωση της Κριμαίας και της Ρωσίας είναι αντικειμενικά περισσότερο προτιμητέα από την εγκατάλειψη των κατοίκων της στη θέληση των φασιστών του Κιέβου. Στην ιστορία είναι γνωστά παραδείγματα εφαρμογής προοδευτικών μέτρων από αντιδραστικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, ο Μαρξ θεωρούσε ότι η ένωση της Γερμανίας, που αποτελούσε στόχο της πολιτικής του Μπίσμαρκ, ήταν υπόθεση αντικειμενικά προοδευτική. Ωστόσο, γιατί ο Μαρξ δεν υπήρξε ποτέ οπαδός του Μπίσμαρκ και διεξήγε με αυτόν συνεχή αγώνα, περιλαμβανομένου και του αγώνα εναντίον της πολιτικής του για την ένωση της Γερμανίας; Επειδή υπάρχει αντιδραστική μορφή εφαρμογής μιας αντικειμενικά προοδευτικής κίνησης. Ή μήπως ο Λένιν δεν πίστευε ότι η πολιτική του Στολίπιν θα συμβάλει στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στο χωριό, δηλαδή σε μια αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία; Όμως διεξήγε με τον Στολίπιν τόσο ανειρήνευτη πάλη, όπως και ο Λεβ Τολστόι. Η αντιδραστική μορφή εφαρμογής προοδευτικών μετασχηματισμών μπορεί να οδηγήσει στο φασισμό, όπως έγινε στη χώρα όπου αναπτύχθηκε η πρωσική μορφή του καπιταλισμού.

Γι’ αυτό οι κομμουνιστές δεν έχουν κανένα λόγο να χαίρονται ιδιαίτερα με την «επανένωση» της Κριμαίας και της Ρ. Ο. και να την εκτιμούν σαν κάποιο ξεχωριστό επίτευγμα του καθεστώτος Πούτιν. Πόσο μάλλον που για εμάς και η Κριμαία και η Ουκρανία και η Ρωσία είναι τμήματα της πραγματικής μας πατρίδας -της ΕΣΣΔ.

Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι οι κομμουνιστές, φυσικά, δεν πρέπει να τοποθετούνται κατά της αναγνώρισης και υπέρ της καταδίκης της εισόδου της Κριμαίας στη Ρωσία, όπως κάνουν ορισμένες «αριστερές» και προσανατολισμένες στην Ευρώπη αριστερίστικες οργανώσεις. Εάν η Κριμαία προσαρτιόταν από τη Ρ. Ο., ενώ στην Ουκρανία διοικούσε το καθεστώς του Γιανουκόβιτς ή ακόμα και του Γιούστσενκο, θα ήταν αναμφίβολα μια αντιδραστική πράξη. Στις συγκεκριμένες όμως ιστορικές συνθήκες, μετά από τη νίκη του «ευρωμαϊντάν» στην Ουκρανία, η ένωση με τη Ρ. Ο. ήταν μια μορφή αντιφασιστικής πάλης του λαού της Κριμαίας και ένας τρόπος σωτηρίας από τη μοίρα που του προετοίμαζαν οι Ουκρανοί εθνικιστές και που πραγματοποιήθηκε στην Οδησσό και πραγματοποιείται σήμερα στο Ντονμπάς.

Επιπλέον, πρώτ’ απ’ όλα, πρέπει να ξεκινάμε από το ότι η ένωση με τη Ρωσία ήταν απόφαση που μονοσήμαντα και εθελοντικά εξέφρασαν οι κάτοικοι της Κριμαίας στο δημοψήφισμα και πραγματικά, χωρίς καμιά αμφιβολία, στηρίζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χερσονήσου.

Η δυνατότητα δημιουργίας στο έδαφος της Κριμαίας ενός αυτοτελούς κέντρου αντιφασιστικού αγώνα, με την προοπτική προοδευτικών κοινωνικών μετασχηματισμών, έμοιαζε ελκυστική, αλλά -πρέπει να αναγνωρίσουμε- λίγο ρεαλιστική, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας από το έδαφος της Κριμαίας, όπως και όλης της Ουκρανίας, ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος. Γι’ αυτό είναι απολύτως φυσικό ότι οι κάτοικοι της Κριμαίας επέλεξαν την απλούστερη εκδοχή σωτηρίας από το καθεστώς του «μαϊντάν» στο Κίεβο -τη φυγή στη Ρ. Ο. Η ένωση με τη Ρωσία τους επέτρεψε, επίσης, να αποφύγουν τον πόλεμο στην περιοχή τους.

Συνολικά η θέση των κομμουνιστών της Ρωσίας σχετικά με την είσοδο της Κριμαίας στη σύνθεση της Ρ. Ο. πρέπει να είναι, πιστεύουμε, αυτή: Αναγνωρίζουμε τη θέληση του πληθυσμού της Κριμαίας και ακόμα εκτιμούμε την ένωση της Κριμαίας με τη Ρ. Ο. θετικά ως τρόπο σωτηρίας από την ευθεία απειλή του φασισμού, όμως τίποτα περισσότερο. Σήμερα, το καθήκον μας είναι να περιλάβουμε τους εργαζόμενους της Κριμαίας στην πάλη με τον καπιταλισμό της Ρωσίας, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, επειδή στη συνείδηση μεγάλων μαζών του πληθυσμού της χερσονήσου η αστική Ρωσία και προσωπικά ο Πούτιν γίνονται αντιληπτοί σχεδόν σαν ελευθερωτές.

Η Ρωσία και τα προοδευτικά κράτη: Τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκαν σημαντικά οι σχέσεις της Ρωσίας με τη σοσιαλιστική Κούβα και τη ΛΔ Κορέας, με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Βενεζουέλας, με το προοδευτικό καθεστώς στη Συρία. Όλα αυτά τα κράτη είναι εχθροί των ΗΠΑ (ενώ η Συρία και της Γαλλίας, όπως και της Αγγλίας). Η Ρωσία αναπτύσσει οικονομική, πολιτική και στρατιωτική-τεχνική συνεργασία με αυτά τα κράτη, που αν και δεν είναι τόσο μεγάλα και ισχυρά, όπως η ΕΣΣΔ, αποτελούν σήμερα εστίες προόδου και απελευθερωτικού αγώνα στον πλανήτη. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επιδιώκει να τα καταπνίξει. Σε αυτές τις συνθήκες η σημασία της φιλίας τους με τη Ρωσία, ένα κράτος που κατέχει πυρηνικά όπλα και μάλιστα αρκετά σοβαρά, παρά το 25ετές καπιταλιστικό πογκρόμ, πλουτοπαραγωγικές πηγές, είναι δύσκολο να υποτιμηθεί γι’ αυτά τα κράτη.

Εάν το 2011 η κυβέρνηση Πούτιν-Μεντβέντεφ «έδωσε» εύκολα στους επιθετικούς ΝΑΤΟϊκούς τη Λιβύη (που άλλωστε ήταν μακριά από τη σφαίρα των σημαντικών συμφερόντων του κεφαλαίου της Ρωσίας), μετά από αυτό, έχοντας δει το θράσος και την έλλειψη επιθυμίας του ΝΑΤΟ να σταματήσει, παρείχε διπλωματική και οικονομική στήριξη στη Συρία. Αυτή η στήριξη δεν ήταν τόσο αποφασιστική, όμως ακόμα και το γεγονός ότι η Ρ. Ο. μπλόκαρε τα αντισυριακά ψηφίσματα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τροφοδοτούσε τη Συρία με όπλα και έδινε πιστώσεις, βοήθησε σε σημαντικό βαθμό τη Συρία να διεξάγει τον αγώνα. Είναι κατανοητό ότι η βασική συμβολή εδώ ανήκει στον ίδιο το συριακό λαό και την ηγεσία του -το σάπιο ολιγαρχικό καθεστώς του Γιανουκόβιτς δεν μπόρεσαν να το σώσουν τα δισεκατομμύρια της Μόσχας, όσα και αν ήταν.

Δεν είναι λιγότερο σημαντική η συνεργασία με τη Ρωσία και για τις χώρες της «Άλμπα» -της ένωσης των προοδευτικών κρατών της Λατινικής Αμερικής με επικεφαλής την Κούβα και τη Βενεζουέλα, που πραγματοποιούν την «αριστερή στροφή» στην ήπειρο.

Το αστικό καθεστώς της Ρωσίας δεν έχει τίποτα κοινό με τα αριστερά και τα σοσιαλιστικά καθεστώτα αυτών των χωρών, όμως στρατηγικοί υπολογισμοί, το οικονομικό όφελος και η αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς ανταγωνιστές το αναγκάζουν να «είναι φίλος» με ταξικά ξένα κράτη.

Την πολιτική των κυβερνήσεων αυτών των χωρών για συμμαχία και συνεργασία με την αστική κυβέρνηση της Ρ. Ο. πρέπει να την αναγνωρίσουμε ως απολύτως ορθή, ως παράδειγμα αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων προς το συμφέρον των προοδευτικών δυνάμεων. Τέτοια ακριβώς πολιτική ασκούσε και η ΕΣΣΔ στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, κλείνοντας συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας.

Πρόσφατα οι ΗΠΑ και η Κούβα έκαναν βήματα προς την ομαλοποίηση των σχέσεων. Ορισμένοι, ιδιαίτερα από το εθνικοπατριωτικό στρατόπεδο, κατηγορούν την Κούβα σχεδόν για προδοσία. Μας φαίνεται ότι η εξωτερική πολιτική της κουβανικής κυβέρνησης είναι σωστή. Η Κούβα δεν είναι υποχρεωμένη να μπει ανεπιφύλακτα στη ρότα των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού της Ρωσίας. Είναι απολύτως φυσικό ότι η Κούβα, αξιοποιώντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, δεν έχει φιλικές σχέσεις μόνο με τη Ρωσία, αλλά αποσπά και ορισμένες υποχωρήσεις από τις ΗΠΑ.

Γι’ αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, οι κομμουνιστές της Ρωσίας πρέπει να εγκρίνουν συγκρατημένα τη βελτίωση των σχέσεων της Ρ. Ο. με αυτές τις χώρες και να χαιρετίζουν τα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, υπογραμμίζοντας την ωφέλεια που έχει το εργατικό κίνημα αυτών των χωρών από μια τέτοια πολιτική.

Το ΚΚΡΟ υποστηρίζει πλήρως το καθεστώς εξουσίας στην εξωτερική του πολιτική. Τους ηγέτες του ΚΚΡΟ, όπως και τους διάφορους σοσιαλπατριώτες, τους χαροποιεί το γεγονός ότι ο πρόεδρος θυμήθηκε επιτέλους τα «εθνικά συμφέροντα». Ωστόσο, προτιμούν να μη λένε ότι πρόκειται μόνο για τα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το ΚΚΡΟ έχει απαρνηθεί στην πράξη την αντιπολίτευση στον Πούτιν ακόμα και στην εσωτερική πολιτική, ανακοινώνοντας ότι είναι υπέρ της παραίτησης του «υπουργικού συμβουλίου του πρωθυπουργού Μεντβέντεφ», σα να μην είναι ο Μεντβέντεφ εγκάθετος του Πούτιν, σα να μην είναι υφιστάμενος του Πούτιν και να είναι κάποια αυτοτελής μορφή. Αυτή η θέση δεν προκαλεί καμία έκπληξη για ένα κόμμα που όχι μόνο ήταν πάντα στην πράξη ένα στήριγμα του καθεστώτος, αλλά και στην ιδεολογία του στεκόταν πάντα σε θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας και του αστικού πατριωτισμού και όχι του μαρξισμού και του προλεταριακού διεθνισμού.

Φυσικά, οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι να αποκαλύπτουν την ουσία της πολιτικής του καθεστώτος εξουσίας, περιλαμβανομένης και της εξωτερικής, ως πολιτικής για την υπεράσπιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου της Ρωσίας. Στη βάση της εξωτερικής πολιτικής της Ρ. Ο. βρίσκεται η επιδίωξη της καπιταλιστικής ολιγαρχίας της Ρωσίας να διατηρήσει και να διευρύνει τη ζώνη επιρροής της, να αυξήσει τα κέρδη από την εκμετάλλευση του προλεταριάτου. Μπορούμε ενίοτε, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να επικροτούμε ορισμένα βήματα των Αρχών στην εξωτερική πολιτική, όπως, για παράδειγμα, τη στήριξη του Ντονμπάς ή τη συνεργασία με την Κούβα και τη ΛΔΚ, όμως από αυτό δεν προκύπτει με κανέναν τρόπο ούτε η κήρυξη ταξικής ειρήνης, ούτε η απόρριψη της ταξικής πάλης εναντίον του καθεστώτος εξουσίας, υπέρ της καταστροφής στη Ρωσία του καπιταλιστικού συστήματος και της επιστροφής της χώρας στο σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης.

Επιπλέον, οι κομμουνιστές υποχρεούνται να θυμούνται ότι, όπως υπέδειξε ο Λένιν, το χρέος του κομμουνιστή είναι να αποκαλύπτει την αρπακτική πολιτική πρώτ’ απ’ όλα των δικών του καπιταλιστών και όχι των ξένων ανταγωνιστών τους.

Μάλιστα, οι κομμουνιστές δεν πρέπει, όπως μια σειρά τροτσκιστικών και αναρχικών ομάδων, να αρνούνται γενικά τα πατριωτικά αισθήματα και να απορρίπτουν τα πατριωτικά συνθήματα. Γιατί πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το καθεστώς εξουσίας στη Ρωσία, παρόλη την τωρινή πατριωτική του ρητορική και την ιμπεριαλιστική του πολιτική, όχι μόνο δεν έλυσε τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας, αλλά και δεν άλλαξε τον «περιφερειακό» χαρακτήρα του καπιταλισμού που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ’90 και στηρίζεται στις πρώτες ύλες και αποτελεί, στην ουσία, εξάρτημα του δυτικού καπιταλισμού. Και η πολιτική της Ρ. Ο. για την ολοκλήρωση των μετασοβιετικών κρατών κάτω από το δικό της έλεγχο δε συγκρούεται μόνο με την αντίσταση των ιμπεριαλιστών ανταγωνιστών, αλλά και με το γεγονός ότι η σημερινή Ρωσία δεν μπορεί να προσφέρει στους λαούς αυτών των χωρών καμιά ελκυστική ιδέα που να διαφέρει από την ιδεολογία της Δύσης, τη στιγμή που οι δυτικοί ιμπεριαλιστές είναι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές βλέπουν με όρεξη τα εδάφη και το φυσικό πλούτο της Ρωσίας, υπάρχουν ακόμα και ευθέως εκφρασμένες γνώμες ότι είναι άδικο μια τέτοια έκταση να ανήκει σε ένα μόνο κράτος. Δεν είναι ενάντιοι στο να επαναλάβει η Ρωσία τη μοίρα της ΕΣΣΔ και να διαιρεθεί σε μερικά συστατικά μέρη, εξασφαλίζοντας στο δυτικό κόσμο πρώτες ύλες και ενέργεια. Ο πατριωτισμός του Πούτιν και της τωρινής κυβέρνησης του στρώματος που έχει την εξουσία ανάγεται στο ότι «εμείς οι ίδιοι θα εξασφαλίσουμε τη λειτουργία εξυπηρέτησης της Δύσης, χωρίς τη διάλυση του αστικού κράτους».

Οι κομμουνιστές, από την άλλη, έχοντας στις αποσκευές τους τη μεγάλη ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και το ρεαλιστικό πρόγραμμα μιας πραγματικής επαναστατικής αναγέννησης της χώρας, απλά δεν έχουν το δικαίωμα να παραδώσουν τον πατριωτισμό ώστε να τον εξαγοράσει το αστικό καθεστώς ή οι εθνικιστές. Όμως οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι να αποδώσουν σε αυτόν τον πατριωτισμό αντιαστικό, δηλαδή αντικρατικό χαρακτήρα, να τον συνδέσουν με τον προλεταριακό διεθνισμό και την πάλη εναντίον των δικών τους καταπιεστών.

Συμπέρασμα

Μπορεί να φανεί ότι η θέση που εκτέθηκε παραπάνω είναι σύνθετη και αντιφατική σε πολλά ζητήματα. Για παράδειγμα, σε σχέση με τη ΛΔΝ και τη ΛΔΛ, αντί της απερίφραστης υποστήριξης ή, αντίθετα, της πλήρους ταύτισης αυτών των αστικών δημοκρατιών με το καθεστώς της Ρωσίας, προτείνεται η θέση της κριτικής στήριξης. Όμως, παρά το γεγονός ότι για τους μπολσεβίκους-λενινιστές ήταν πάντα χαρακτηριστική η τάση για ριζική λύση των ζητημάτων, αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την επιλογή των ακραίων πάντα εκδοχών τακτικής ή των απλουστευμένων σχημάτων περιγραφής της ζωής. Ο συνεχής προσανατολισμός προς μια ακραία θέση θα ήταν ιδεαλιστική και όχι μαρξιστική προσέγγιση, που θα είχε στη βάση της ένα συναισθηματικό και όχι πολιτικό κριτήριο. Ο μαρξισμός όμως διδάσκει την ανάλυση της πραγματικής κατάστασης και των πραγματικών αντιθέσεων της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ενίοτε, από αυτήν την κατάσταση και από αυτές τις αντιθέσεις προκύπτει η αναγκαιότητα ανάδειξης απλούστερων συνθημάτων και πιο ριζοσπαστικής τοποθέτησης (για παράδειγμα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» την περίοδο προετοιμασίας της Οκτωβριανής Επανάστασης), σε άλλες περιπτώσεις η σωστή θέση μπορεί να είναι αρκετά σύνθετη και, ακόμα, στην εξωτερική της όψη, αντιφατική, όμως αυτές οι αντιθέσεις δεν είναι αποτέλεσμα λαθών της τυπικής λογικής, αλλά είναι αντιθέσεις διαλεκτικές που αντανακλούν την πραγματική αντιφατικότητα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Στην πρακτική του Λένιν και του Κόμματος των Μπολσεβίκων μπορούν να βρεθούν αρκετά τέτοια παραδείγματα, ορισμένα από τα οποία εκτέθηκαν παραπάνω. Η μαρξιστική ανάλυση δεν πρέπει να κάνει υποχωρήσεις στη θέληση μιας ψεύτικης απλότητας. Ταυτόχρονα, το καθήκον της κομμουνιστικής προπαγάνδας είναι να μπορεί να εκθέσει μια αρκετά σύνθετη ανάλυση με κατανοητό στο λαό τρόπο, να διαλέξει τα πιο ταιριαστά συνθήματα και εικόνες και να καταφέρει να βάλει σωστά την έμφαση ανάλογα με τις τρέχουσες απαιτήσεις.


[1] https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1915/aug/23.htm

[2] https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1918/feb/22.htm

[3] V.I. Lenin Collected works v. 34, p. 192 (Soviet edition in Russian). https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1917/ichtci/11.htm#v25zz99h-360

[4] V.I. Lenin collected works 5th edition, USSR, vol. 26 page 162 - https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1915/feb/19.htm.

Παρατηρήσεις του ΚΚΕ στο άρθρο του ΚΕΚΡ


Κομμουνιστική Επιθεώρηση

Παίρνοντας υπόψη τη συνθετότητα των θεμάτων που αναλύονται στο 6ο τεύχος της ΔΚΕ και προκειμένου να αναπτυχθεί παραπέρα η ανταλλαγή απόψεων, θέλουμε να αξιοποιήσουμε το «βήμα διαλόγου» και να εκφράσουμε σύντομα ορισμένες διαφορετικές προσεγγίσεις με το άρθρο του ΚΕΚΡ.

Συγκεκριμένα:

1. Το ζήτημα της εξάρτησης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών στο σύγχρονο κόσμο

Ο ιμπεριαλισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται με όλα τα χαρακτηριστικά με τα οποία τον περιγράφει στο έργο του ο Λένιν, κι όχι ως μια επιθετική εξωτερική πολιτική.

Στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπου περίπου 200 κράτη έχουν «πολιτική ανεξαρτησία», δεν είναι δηλαδή στην κατάσταση των αποικιών όπως συνέβαινε έως το 19ο αιώνα, έχει διαμορφωθεί ένα καθεστώς ανισότιμης αλληλεξάρτησης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που μοιάζει με μια ιμπεριαλιστική «πυραμίδα» όπου κάθε καπιταλιστικό κράτος καταλαμβάνει τη δική του θέση, στη βάση της ισχύος του (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής). Η θέση των κρατών μεταβάλλεται λόγω της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης.

Οι κομμουνιστές, κατά την εκτίμησή μας, πρέπει να αγωνίζονται για την ανατροπή της αστικής εξουσίας κι έτσι της διάρρηξης των σχέσεων της ανισότιμης αλληλεξάρτησης, κι όχι, βέβαια, για να επιτευχθεί «ισότητα» μέσα στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού ή για να αναβαθμιστεί η θέση της χώρας (δηλαδή της αστικής τάξης) στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Σχετικά με την ΕΕ, υπενθυμίζουμε ότι είναι μια καπιταλιστική ενοποίηση χωρών της Ευρώπης, που συγκροτήθηκε για την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων στις χώρες αυτές και για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σαφώς Γερμανία και Γαλλία, ως ισχυρότερες χώρες στην ΕΕ, έχουν ηγεμονικό ρόλο σ’ αυτήν, αλλά για τα αντιλαϊκά μέτρα και την ιμπεριαλιστική πολιτική της ευθύνονται οι αστικές τάξεις όλων των χωρών που συμμετέχουν σ’ αυτή, στο μέτρο της ισχύος τους.

2. Το ζήτημα της στάσης των κομμουνιστών απέναντι σε αστικές κυβερνήσεις

Στο άρθρο σε διάφορα σημεία εκφράζεται θετική αντιμετώπιση μιας σειράς αστικών κυβερνήσεων. Κατά την άποψή μας, το κριτήριο θα πρέπει να είναι στα χέρια ποιας τάξης βρίσκεται.

Σχετικά με την πάλη κατά του φασισμού, το ΚΚΕ σημειώνει ότι αυτή δεν μπορεί να διεξαχθεί νικηφόρα για το λαό, κάτω από τη σημαία της αστικής δημοκρατίας. Πρέπει να διεξάγεται συνολικά για την ανατροπή της δικτατορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, που γεννά και αξιοποιεί το φασιστικό ρεύμα.

3. Το ζήτημα της στάσης απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στις προσαρτήσεις

Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το εάν η μια ιμπεριαλιστική δύναμη (π.χ., οι ΗΠΑ) είναι ισχυρότερη και άλλη (π.χ., η Ρωσία) είναι λιγότερη ισχυρή.

Ο Λένιν πολύ παραστατικά έχει γράψει: «Ένας δουλοκτήτης που έχει 100 δούλους πολεμάει με ένα δουλοκτήτη που έχει 200 δούλους, για ένα πιο “δίκαιο ” ξαναμοίρασμα των δούλων», τότε δεν έχει σημασία ποιος ξεκινά πρώτος, ποιος επιτίθεται πρώτος, «η χρησιμοποίηση σε μια τέτοια περίπτωση της έννοιας “αμυντικός” πόλεμος ή “υπεράσπιση της πατρίδας” θα ήταν πλαστογραφία της Ιστορίας και στην πραγματικότητα θα σήμαινε εξαπάτηση του απλού λαού...»

Επιπλέον, σ’ αυτές τις συνθήκες έχει σημασία η στάση απέναντι στο ζήτημα της «αυτοδιάθεσης» και των «προσαρτήσεων». Αναγνωρίζουμε πως το ζήτημα της Κριμαίας, όπως άλλωστε κάθε τέτοιο ζήτημα, έχει ιδιαιτερότητες, αλλά θεωρούμε πως το βάρος της προπαγάνδας τους οι κομμουνιστές δεν πρέπει να το ρίξουν στο σε ποιον πρέπει να ανήκει η Κριμαία (στη Ρωσία ή στην Ουκρανία), αλλά στο ότι ούτε η πρόσδεση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ούτε η προσάρτηση της Κριμαίας στο ένα ή άλλο κράτος δε λύνει τα βασικά προβλήματα των εργαζομένων όσο παραμένει ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης.

4. Το ζήτημα της στάσης των κομμουνιστών απέναντι στις νέες διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις

 Η πραγματικότητα τεκμηριώνει πως πρόκειται για ενώσεις καπιταλιστικών κρατών που, ανεξάρτητα από το αν συμμετέχουν κράτη με κυβερνήσεις που δηλώνουν αριστερές, η βάση είναι οι μεγάλοι οικονομικοί όμιλοι και τα συμφέροντά τους. Αυτή είναι η αφετηρία των εμπορικών και άλλων οικονομικών συναλλαγών που προωθούνται ανάμεσα στα κράτη-μέλη, αλλά και στις σχέσεις τους με άλλες καπιταλιστικές χώρες ή ιμπεριαλιστικές ενώσεις.

Επίσης, εκτιμάμε ότι η αντιμετώπιση του «πολυπολικού κόσμου» ως μέσο εξασφάλισης της ειρήνης και των λαϊκών συμφερόντων είναι πλάνη. Επί της ουσίας αυτή η προσέγγιση αντιμετωπίζει ως σύμμαχο τον αντίπαλο, εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις στην επιλογή ιμπεριαλιστή ή ιμπεριαλιστικής ένωσης, κάνει ζημιά στο εργατικό κίνημα.