Τριακοστή επέτειος από την υπογραφή της συμφωνίας προσάρτησης της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα: Ένας ταξικός απολογισμός


Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας

Εισαγωγή

Στις 12 Ιούνη 1985 υπογράφτηκε, σε μια επίσημη τελετή στο Βασιλικό Ανάκτορο της Μαδρίτης, η συμφωνία με την οποία η Ισπανία μετά από επίπονες και χρονοβόρες διαπραγματεύσεις, που διήρκεσαν 23 χρόνια, εντάχτηκε ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Τριάντα χρόνια αργότερα, κι έπειτα από διαδοχικές μεταλλάξεις του εγχειρήματος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων που οδήγησαν σε αυτό που γνωρίζουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εργατικές και λαϊκές μάζες νιώθουν σήμερα γι’ αυτήν τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια των τελευταίων τριάντα ετών. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, το φθινόπωρο του 2013, μόνο το 81% των Ισπανών δηλώνουν λίγο ή καθόλου ενημερωμένοι για ευρωπαϊκά ζητήματα, 12 μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ομοίως, το 71% των ερωτηθέντων δηλώνει δυσπιστία απέναντι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το 65% στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το 67% στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτή η απόρριψη δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς συνδέεται άμεσα με τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κοινοτικών θεσμών που αντιτίθεται ανοιχτά στα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού της Ισπανίας. Σε σχέση με το ρόλο της ΕΕ στην οικονομική κρίση, το 45% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι ήταν σε λάθος κατεύθυνση. [1]

Ωστόσο, η ζημιά που προκάλεσε το εγχείρημα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στις συνθήκες ζωής και εργασίας του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στην Ισπανία δεν είναι απλά θέμα συγκυριών. Η εγγενής αντιλαϊκή λογική του εγχειρήματος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ακόμα και πριν την επίσημη ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, ήταν ένας εξαιρετικά αρνητικός παράγοντας για τους εργαζόμενους και το λαό της χώρας μας. Είχε, ωστόσο, την αναγκαία αμοιβαία συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων που είχαν ενσωματωθεί στο χώρο του οπορτουνισμού, που ενίσχυσαν τις ψεύτικες υποσχέσεις των κομμάτων της ολιγαρχίας σχετικά με την επιβεβλημένη και θετική προσχώρηση της Ισπανίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Αλλά υπήρχαν και αυτοί που, από τη στιγμή που εμφανίστηκαν στο πολιτικό σκηνικό της Ισπανίας, υιοθέτησαν ως ιδρυτικές αξίες τις επαναστατικές αρχές που άλλοι τις είχαν ήδη ξεχάσει και δε σταμάτησαν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες την καταγγελία και την πάλη ενάντια στην ΕΟΚ, τη σημερινή ΕΕ, που αποτελεί εγχείρημα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, και μάλιστα στο πιο σύνθετο σκηνικό της ταξικής πάλης στην Ισπανία.

Η ένταξη της Ισπανίας στο εγχείρημα των Ευρωπαϊκών Μονοπωλίων

Όπως είναι γνωστό, η ενσωμάτωση της Ισπανίας στο ευρύ φάσμα των ευρωπαϊκών θεσμών, που δημιουργήθηκαν μετά από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, θα γινόταν με καθυστέρηση και εν μέσω έντονης πολεμικής που κράτησε πάνω από δύο δεκαετίες. Με την επικύρωση της Συνθήκης Ίδρυσης της ΕΟΚ, που συμπεριλαμβανόταν στις Συνθήκες της Ρώμης του 1957, μια γενικευμένη στάση αδιαφορίας προς τη διαδικασία σύγκλισης ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών που ξεκίνησε μετά από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου [2] αντικαταστάθηκε από ένα έντονο ενδιαφέρον από πλευράς του καθεστώτος για την εξέλιξη της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. Έτσι, την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Διυπουργική Επιτροπή για τη Μελέτη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΌΙΌΕ) με σκοπό να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξή τους και το 1962 στάλθηκε επίσημο αίτημα από τον υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων, Καστιέγια, για να διαπραγματευτεί την οριστική ένταξη στην ΕΟΚ.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής του Σχεδίου Σταθερότητας το 1959, η κυβέρνηση του Φράνκο πραγματοποίησε μια θεσμική διαβούλευση με ορισμένους από τους βασικούς οργανισμούς του φρανκικού μηχανισμού, που συμπεριλάμβανε-μεταξύ άλλων ζητημάτων- ποια θέση θα έπρεπε να κρατήσει η Ισπανία σε σχέση με την ΕΟΚ. Την ανάγκη της άμεσης ένταξης στην ΕΟΚ τόνισε πιο καθαρά το Ινστιτούτο Αγροτικών Μελετών, δεδομένου ότι θα είχε συμφέρον από την αύξηση των εξαγωγών. Αντίθετα, θεσμοί όπως το Επίσημο Συμβούλιο Γραφείων και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, η Εθνική Συνομοσπονδία Ταμιευτηρίων, το Ανώτερο Τραπεζικό Συμβούλιο και το Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανίας (INI) θα κρατούσαν αποκλίνουσες θέσεις, που κυμαίνονταν από επιφυλακτικότητα μέχρι και επιθετικότητα, σε σχέση με το ενδεχόμενο αυτό.

Ωστόσο, ήδη το 1962 και αφού είχε πραγματοποιηθεί το αίτημα για ένταξη στην ΕΟΚ, η εφημερίδα «Ya» δημοσίευε τις δηλώσεις εξεχόντων επιχειρηματιών όπως ο Εμίλιο Μποτίν και ο Χοακίν Αρέθες, που εξέφραζαν τη στήριξή τους στην ένταξη της Ισπανίας. [3] Με αυτόν τον τρόπο και παρά τις όποιες αρχικές επιφυλάξεις που κατέληξαν σε ευρεία αποδοχή, τα διάφορα τμήματα της αστικής ολιγαρχίας εξέφρασαν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους σε σχέση με τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών αγορών: Από τη μια πλευρά ήταν εκείνα τα τμήματα που τάσσονταν υπέρ της ενιαίας αγοράς, κυρίως η μεγάλη βιομηχανία με κατά βάση εξαγωγικό προσανατολισμό, στην περιοχή της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων, καθώς και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που ενδιαφέρονταν να ενισχύσουν τους εμπορικούς τους δεσμούς με τα κράτη-μέλη της ΕΟΚ, και από την άλλη πλευρά εκείνα τα τμήματα που ήταν πιο επιφυλακτικά στον άτεγκτο ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων -μεγαλύτερης συγκέντρωσης και διαποικίλισης από τους ισπανικούς- που στην πλειοψηφία τους ήταν επιχειρήσεις που είχαν συμφέρον να διατηρηθεί η αυταρχική πολιτική του Φράνκο. [4]

Ωστόσο, η απάντηση στο αίτημα της Ισπανίας θα αργούσε. Διάφορες επιπλοκές και απρόοπτα καθυστέρησαν για οκτώ χρόνια την τελική απάντηση από πλευράς του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ. Παρά την καλή υποδοχή από ορισμένα κράτη-μέλη των οποίων τα μέσα ενημέρωσης ανέδειξαν τη θετική οικονομική επίδραση για τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες από την ένταξη της Ισπανίας, η πίεση του λαϊκού κινήματος κατέληξε να ματαιώσει τις αρχικές προσδοκίες του καθεστώτος. Μόνο χάρη στη στήριξη των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατάφερε η Ισπανία να ξεμπλοκάρει το αίτημα και να ξεπεράσει μερικώς τις αντιστάσεις της Ιταλίας που υποκινούνταν από τα συμφέροντα των αγροτικών εξαγωγών, καθώς και την άρνηση του Βελγίου και της Ολλανδίας, που βασιζόταν στον ανοιχτά δικτατορικό χαρακτήρα του καθεστώτος του Φράνκο του οποίου η πολιτική βίαιης καταστολής οδήγησε τότε σε ολέθρια γεγονότα και με μεγάλο διεθνή αντίκτυπο, όπως η συνοπτική δίκη και μετέπειτα εκτέλεση του κομμουνιστή αγωνιστή Χουλιάν Γκριμάου. [5] Η συμφωνία, κατά συνέπεια, ήταν σε δυσχερή θέση' δεδομένης της αδυναμίας ένταξης της Ισπανίας στην ΕΟΚ, θα προτεινόταν μια προνομιακή εμπορική συμφωνία γενικού χαρακτήρα, σε διαπραγμάτευση δύο φάσεων, που θα είχε να κάνει αποκλειστικά με μερική μείωση των δασμών στα ισπανικά προϊόντα. [6]

Μια τέτοια λύση υπογράμμιζε μία από τις πιο βαθιές αντιθέσεις του καθεστώτος του Φράνκο κατά τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του: Η αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων ισπανικών μονοπωλίων, η αυξανόμενη συγκέντρωση και διαποικίλιση θα μπορούσαν να διασφαλιστούν μόνο μέσα από την ένταξη της Ισπανίας στη δυναμική της οικονομικής αλληλεξάρτησης που διαμορφωνόταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κάτι που ερχόταν σε καθαρή αντιπαράθεση με το αυταρχικό μοντέλο του Φράνκο και με το πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα, στοιχείο που δυσκόλευε σε μεγάλο βαθμό τη διεθνοποίηση των ισπανικών κεφαλαίων και την εισροή ξένων κεφαλαίων στην ισπανική επικράτεια. Με αυτόν τον τρόπο και για πρώτη φορά στην ιστορία του, ο ισπανικός καπιταλισμός είχε πρόσβαση σε μια αγορά άνω των 200 εκατομμυρίων καταναλωτών.

Ήδη στις 29 Ιούνη 1970, υπογράφτηκε στο Λουξεμβούργο Προνομιακή Οικονομική Συμφωνία ανάμεσα στην Ισπανία και στην ΕΟΚ. Αν και η διοίκηση του Φράνκο παρουσίασε στην κοινή γνώμη αυτήν τη συμφωνία σα θρίαμβο της ισπανικής διπλωματίας που θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πλήρη ένταξη, η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για μια συμφωνία παρόμοια με αυτή που είχε η ΕΟΚ με το Μαρόκο και την Τυνησία, μη ευρωπαϊκές χώρες, αλλά με ισχυρό οικονομικό δεσμό με την πρώην αποικιακή δύναμη, και που τα δικά τους αιτήματα κατατέθηκαν αργότερα από της Ισπανίας. Πρόκειται λοιπόν για ένα ημιτελές εγχείρημα που δεν ικανοποιούσε πλήρως τις ανάγκες του ισπανικού καπιταλισμού.

Η ικανότητα του καθεστώτος του Φράνκο να διαχειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο τέτοια αιτήματα τέθηκε υπό αμφισβήτηση όταν, ως αποτέλεσμα της ένταξης της Μ. Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Δανίας στην Κοινή Αγορά και την άρνηση της Γαλλίας για επέκταση της ισπανικής συμφωνίας, η Ισπανία εντάχτηκε στη Συνολική Μεσογειακή Πολιτική, κάτι που έπληξε πλεονεκτήματα της συμφωνίας του 1970. Με την εγκατάλειψη του κύριου υποστηρικτή της, της γαλλικής κυβέρνησης -με την οποία είχε ξεκινήσει έναν όλο και πιο έντονο ανταγωνισμό στον αγροτικό τομέα- η διοίκηση του Φράνκο έμπαινε σε ένα φαύλο κύκλο σταδιακής επιδείνωσης των σχέσεών της με την ΕΟΚ, ως αποτέλεσμα του ύστατου ψυχορραγήματος της δικτατορίας του απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα της Ισπανίας, όπως η λεγόμενη «Διαδικασία 1001», η εκτέλεση του αναρχικού Σαλβαδόρ Πουτς Αντίτς και οι εκτελέσεις στις 25 Σεπτέμβρη 1975. Παρά τις αλλεπάλληλες διπλωματικές κρίσεις και το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης, ποτέ δεν επιβλήθηκαν κανενός είδους οικονομικές κυρώσεις στο βάναυσο καθεστώς του Φράνκο, καθώς η οικονομία της Ισπανίας ήταν ήδη ενταγμένη σε σχέσεις αλληλεξάρτησης με την ΕΟΚ και είχε προσελκύσει ένα σημαντικό αριθμό Ξένων Επενδύσεων [7], εκτοπίζοντας σταδιακά τις ΗΠΑ που ήταν ο κύριος επενδυτής στην Ισπανία από τα προπολεμικά χρόνια. [8] Όπως ήταν αναμενόμενο, οι βιομήχανοι και τα ντόπια στελέχη απέρριψαν πολύ απλά οποιοδήποτε μέτρο που θα έθιγε ντε φάκτο τα συμφέροντά τους.

Λίγες βδομάδες μετά από το θάνατο του στρατηγού Φράνκο, ο υπουργός Εξωτερικών, Αρέιλθα, ταξίδεψε σε εννιά ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με σκοπό να πραγματοποιήσει ένα ευρύ φάσμα συναντήσεων με εθνικές και κοινοτικές αρχές, μεταφέροντας το μήνυμα ότι το πρόγραμμα πολιτικών μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο υπουργός Φράγκα θα κορυφωνόταν με το αίτημα πλήρους ένταξης στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Ο εκσυγχρονισμός στην άσκηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας στην Ισπανία σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και η σταδιακή οργάνωση ενός αστικοδημοκρατικού καθεστώτος μέσω της Νομοθεσίας για την Πολιτική Μεταρρύθμιση αποτελούσαν αδιαμφισβήτητες προϋποθέσεις για την ένταξη της Ισπανίας στην ΕΟΚ, χωρίς να συνεπάγεται αυτό μια πλήρη και βαθιά ρήξη με την προηγούμενη δικτατορία.

Με αυτόν τον τρόπο, υπό την κυβέρνηση με πρωθυπουργό-γενικό γραμματέα του Κινήματος τον Αδόλφο Σουάρεθ, τέθηκε εκ νέου το αίτημα της προσχώρησης της Ισπανίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Παρά τις επανειλημμένες αντιρρήσεις που έβαζε η γαλλική κυβέρνηση του Ντ’ Εστέν και του Μιτεράν -που συνδέονταν, όπως στο παρελθόν, με την ανταγωνιστικότητα των ισπανικών προϊόντων στην αγορά αγροτικών και αλιευτικών προϊόντων- ο Πρόεδρος Φελίπε Γκονθάλεθ θα υπογράψει τη Συμφωνία Σύνδεσης της Ισπανίας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1986. Μετά από σχεδόν 25 χρόνια αναμονής, ο ισπανικός καπιταλισμός είχε πετύχει αυτό που, αναμφίβολα, θα αποτελούσε ιστορικό ορόσημο και θα σηματοδοτούσε τη μελλοντική του εξέλιξη σε σύγκρουση με τα παλιά εμπόδια της αυτάρκειας και της απομόνωσης, για να ενσωματωθεί πλήρως στην ευρωπαϊκή διακρατική συμμαχία και, κατ’ επέκταση, στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η παράδοση του οπορτουνισμού στην ΕΟΚ και η θέση των Κομμουνιστών

Με την υποβολή του αιτήματος από τον υπουργό Καστιέγια το 1962 για έναρξη των διαπραγματεύσεων, το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος κατά του καθεστώτος του Φράνκο εναντιώθηκε στην ένταξη της Ισπανίας στην ΕΟΚ, και μάλιστα με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Γιόπις άσκησε κριτική στην προσοχή που έδινε η Κοινή Αγορά στο αίτημα της Ισπανίας στο βαθμό που αποτελούσε ενεργή παροχή πολιτικής νομιμοποίησης μιας ανοιχτά δικτατορικής κυβέρνησης, ενώ στο έντυπο όργανό της, το «Ελ Σοθιαλίστα», υπήρχαν άφθονοι έπαινοι στην ΕΟΚ ως θεσμό-φορέα των αστικοδημοκρατικών αξιών των κρατών-μελών της, στην πορεία που χάραξαν άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα.

Από την άλλη, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας (ΚΚΙ) φάνηκε αρχικά εντελώς αντίθετο με την ένταξη της Ισπανίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Η θέση που απηχούσε το Πρόγραμμα του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΙ το 1960 ήταν η πλήρης απόρριψη της ενσωμάτωσης της Ισπανίας στους οργανισμούς που προωθούσαν τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μονοπώλια: «Αντίθεση στο σχέδιο σταθεροποίησης και στην “ευρωπαϊκή ενσωμάτωση” της Ισπανίας σήμαινε πάλη ενάντια στον εποικισμό της χώρας από ξένα μονοπώλια, ενάντια στην καταστροφή της βιομηχανίας, στην πληθυσμιακή ερήμωση εκτενών αγροτικών περιοχών, για να αποφευχθεί μια οικονομική καταστροφή άνευ προηγουμένου». [9] Με αυτόν τον τρόπο, και σε αντιπαράθεση με άλλες αστικές ή μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις όπως τους οπαδούς της μοναρχίας, τους χριστιανοδημοκράτες, τους φιλελεύθερους, τους σοσιαλιστές και τους Βάσκους και Καταλανούς εθνικιστές, το ΚΚΙ ήταν το μοναδικό κόμμα που αντιτάχτηκε στο καθεστώς χωρίς επίσημη εκπροσώπηση στο 4ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Κινήματος το 1962 (λόγω του βέτο των διοργανωτών), το οποίο ο καθεστωτικός Τύπος αποκαλούσε «συνομωσία του Μονάχου», καθώς δεν ήταν μια οργάνωση φιλοευρωπαϊκού προσανατολισμού και υπέρ της προσχώρησης της Ισπανίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά.

Αυτό το Συνέδριο, που εξέδωσε μια ανακοίνωση κατόπιν πρότασης των Ισπανών αντιπροσώπων που υποστήριζε καθαρά μια σύνδεση με τις εκκολαπτόμενες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές δομές, [10] είχε επίσης μια γερή αντικομμουνιστική συνιστώσα, δεδομένης της προέλευσης του φορέα που το διοργάνωνε, που μεταξύ των υποστηρικτών του ήταν προσωπικότητες όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Κόνραντ Αντενάουερ.

Ωστόσο, αυτή η συνεπής πολιτική θέση δε θα κρατούσε πολύ. Η είσοδος του «ευρωκομμουνισμού» στις γραμμές του ΚΚΙ θα προκαλέσει μια βαθιά αλλαγή της αντίληψης που υπήρχε μέχρι τότε σε σχέση με την ΕΟΚ, στο σχεδιασμό μιας στρατηγικής και μιας τακτικής που να συνάδει με την πολιτική συγκυρία στην Ισπανία και με τις επαναστατικές αρχές. Η ιδεολογική υποταγή, που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν, θα οδηγήσει στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΙ το 1972 στην αμφιλεγόμενη απόφαση της αποδοχής της εισόδου της Ισπανίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Οι ρεφορμιστικές θέσεις επιβεβαιώθηκαν και από τη Β' Συνδιάσκεψη του ΚΚΙ το 1975, που πραγματοποιήθηκε για την έγκριση του Μανιφέστου-Προγράμματος που δήλωνε ότι «στις σημερινές συνθήκες τα μονοπώλια ηγούνται της Κοινής Αγοράς και την αξιοποιούν προς όφελός τους. Η εργατική τάξη, οι προοδευτικές δυνάμεις, χρειάζεται να πετύχουν, με τη μαζική πάλη σε κάθε χώρα, με το μεγαλύτερο συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να μεταβάλουν το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σε δημοκρατική κατεύθυνση». [11]

Στην ίδια γραμμή, το 9ο Συνέδριο του ΚΚΙ το 1976, που δυστυχώς είναι γνωστό επειδή επισημοποίησε ρητά την οριστική εγκατάλειψη του μαρξισμού-λενινισμού, εμβάθυνε τη θέση για μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε οργανισμό με σοσιαλιστικό προσανατολισμό, δίνοντας στο εγχείρημα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων μια ταυτότητα στη διεθνή σκηνή και την ικανότητα να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων των ευρωπαϊκών κρατών: «Πιστεύουμε ότι όσοι εναντιώνονται στην ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα γυρίζουν την πλάτη στα πλεονεκτήματα μιας δημοκρατικής, προοδευτικής διαδικασίας, στους κόλπους της Κοινότητας αυτής. Το ΚΚΙ, που στηρίζει την ένταξη της Ισπανίας στην ΕΟΚ, δηλώνει τη θέλησή του να μετασχηματίσει, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς στην Ευρώπη, το σημερινό χαρακτήρα της Κοινότητας, όπου κυριαρχούν τα μεγάλα μονοπώλια. Η φιλοδοξία μας είναι μια Ευρώπη των εργαζομένων, μια Ευρώπη των λαών, μια Ευρώπη ενωμένη σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, με δική της ανεξάρτητη πολιτική, που να μην υποτάσσεται ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στην ΕΣΣΔ, που να διατηρεί θετικές σχέσεις και με τις δυο δυνάμεις. Μια Ευρώπη που θα είναι αυτόνομος παράγοντας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο ώστε να ξεπεραστούν οι στρατιωτικοί συνασπισμοί και ο διπολισμός, να εκδημοκρατιστεί η διεθνής ζωή, παρέχοντας σε όλους τους λαούς μεγαλύτερη ελευθερία για να ορίζουν το μέλλον τους». [12]

Αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, η ένταξη της Ισπανίας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά και η στάση του ΚΚΙ, που συνήργησε στο θέμα αυτό, δεν είχαν την απόλυτη στήριξη από το αντίστοιχο Ιταλικό και το Γαλλικό Κόμμα. Αν και οι μεν δεν είχαν ενδοιασμούς να δηλώσουν τη στήριξή τους στους Ισπανούς «ευρωκομμουνιστές» -εκφράζοντας επίσης τη δέσμευσή αυτή στον πρόεδρο Σουάρες διά στόματος του Γενικού Γραμματέα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Ενρίκο Μπερλίνγκουερ [13] - οι δε Γάλλοι εξέφρασαν επανειλημμένα την έντονη αντίθεσή τους στη σύνδεση της Ισπανίας με την ΕΟΚ. Η εν λόγω απόρριψη, που δε βασιζόταν ούτε στοιχειωδώς στον ταξικό διεθνισμό προς τον εργαζόμενο λαό της Ισπανίας, συνίστατο σε μια θέση καθαρά σοσιαλσοβινιστική [14], που προσπαθούσε να αποσπάσει εκλογικά κέρδη από τη δυσαρέσκεια που υπήρχε ανάμεσα στους αγρότες παραγωγούς της Νότιας και Κεντρικής Γαλλίας. [15] Εν πάση περιπτώσει, η ηγεσία του ΚΚΙ διατήρησε απτόητη την επιθυμία της να στηρίξει τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της, φτάνοντας στο σημείο να παρουσιάζεται στο εκλογικό της πρόγραμμα στις εθνικές εκλογές του 1982 ως εγγυητής της ένταξης της Ισπανίας πριν την 1η Γενάρη 1984. [16]

Η αποπομπή το 1985 του επί 25 χρόνια Γενικού Γραμματέα του ΚΚΙ και βασικού, αλλά όχι μοναδικού, πρωτεργάτη του ευρωκομμουνισμού στην Ισπανία, του Σαντιάγο Καρίγιο, δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση εγκατάλειψη ή καταδίκη των θέσεων που είχαν στηρίξει την ενεργητική συνεργασία με την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά.

Μάλιστα, το ΚΚΙ εξακολουθεί να προωθεί το όραμα μιας πιθανής αλλαγής του προσανατολισμού της Ευρώπης. Είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες στην επεξεργασία και διάδοση των θέσεων του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), που προωθεί τη «μεταρρύθμιση» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μια Ευρωπαϊκή Ένωση πιο «ομοσπονδιακή» ή ένα «φορολογικό σύστημα» της ΕΕ. [17]

Ωστόσο, η πραγματοποίηση του Συνεδρίου Ενότητας των Κομμουνιστών το 1984 και η μετέπειτα συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος -αργότερα ΚΚΛΙ- θα αποτελούσε σημαντικό ορόσημο σε σχέση με τη στάση των Ισπανών κομμουνιστών απέναντι στο εγχείρημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και θα σήμαινε την οριστική οριοθέτηση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών θέσεων σε διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων και η θέση απέναντι στην ΕΟΚ (σήμερα ΕΕ).

Η καταγγελία ότι ο χαρακτήρας της ΕΟΚ δεν αναμορφώνεται σε θετική κατεύθυνση για τις συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργαζομένων και του λαού της Ισπανίας και, κατά συνέπεια, η απόρριψη της ένταξης της Ισπανίας σε αυτή θα αποτελέσουν θεμελιώδεις αρχές του νεοσυσταθέντος κόμματος, που εκφράστηκαν και στο συνέδριό του: «Η διαδικασία ένταξης στην ΕΟΚ, που είναι σε εξέλιξη, είναι σαφώς ενάντια στα συμφέροντα της χώρας και πρωτίστως των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, και το Κομμουνιστικό Κόμμα, συνεπές με τη θέση αυτή, αντιτίθεται σε αυτήν την ενσωμάτωση και απαιτεί να σταματήσει η τρέχουσα διαδικασία» [18] Οι εργαζόμενοι και ο λαός της χώρας μας είχαν και πάλι ένα επαναστατικό κόμμα με θέση ανένδοτης πάλης ενάντια στο εγχείρημα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και την ενσωμάτωση της Ισπανίας σε αυτό, που τα αποτελέσματα και οι συνέπειές του δε θα αργούσαν να φανούν.

Συνέπειες από την ένταξη της Ισπανίας στο εγχείρημα των Ευρωπαϊκών Μονοπωλίων

Δεδομένου ότι ο ισπανικός καπιταλισμός ήταν σε σαφώς μειονεκτική θέση κατά τη διαπραγμάτευση των όρων της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, αυτοί οι συγκεκριμένοι όροι θα οδηγούσαν σε διαρκείς παραχωρήσεις της κυβέρνησης της Ισπανίας προς τους Ευρωπαίους ομολόγους της, που συνεπάγονταν μεταξύ άλλων την αναγκαστική υποταγή στο κοινοτικό δίκαιο, την ολοκληρωτική ουσιαστικά εξαφάνιση της εκτενούς δημόσιας βιομηχανικής ζώνης που είχε κληρονομήσει από το καθεστώς του Φράνκο και την επιδείνωση των συνθηκών ζωής και δουλειάς του εργαζόμενου λαού της Ισπανίας.

Σε νομικό επίπεδο, η ένταξη της Ισπανίας στην ΕΟΚ θα συνεπαγόταν ταυτόχρονα τη δέσμευσή της στη νομοθεσία που είχε αρχίσει να εμφανίζεται ήδη από την έγκριση της Ιδρυτικής Συνθήκης. Με τη δημιουργία του νέου αυτού κοινοτικού δικαίου, η νεοσυσταθείσα Ευρωπαϊκή Επιτροπή σφετερίστηκε ντε φάκτο τη δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας που θα επέτρεπε την εναρμόνιση διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών σε ένα αυξανόμενο φάσμα θεμάτων και τομέων, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θεμελιώδη οικονομική βάση του εγχειρήματος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.

Όπως ανέφερε το άρθρο 100 της εν λόγω Συνθήκης, «το Συμβούλιο, ομόφωνα και κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, θα υιοθετήσει κατευθύνσεις για την προσέγγιση των νομικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών-μελών που στοχεύουν άμεσα στη συγκρότηση και λειτουργία της Κοινής Αγοράς» [19]

Εκτός από τις συμφωνίες ως πρωτογενές δίκαιο, το ευρωπαϊκό δίκαιο θα είχε ένα ευρύ φάσμα πηγών που θα απορρέουν από αυτό -κανονισμοί, κατευθύνσεις, αποφάσεις, συστάσεις και γνωματεύσεις- που στις περισσότερες περιπτώσεις θα ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν, ακόμα κι όταν έρχονταν σε σύγκρουση με την εθνική νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους. Σύμφωνα με το άρθρο 189, «ο κανονισμός θα έχει γενική ισχύ. Θα είναι δεσμευτικός προς όλα τα μέρη του και θα ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος-μέλος. Η οδηγία είναι δεσμευτική για το κράτος-μέλος ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί, αφήνοντας, ωστόσο, στις εθνικές αρχές την επιλογή των μορφών και των μέσων. Η απόφαση θα είναι εξολοκλήρου δεσμευτική για όλους τους αποδέκτες της. Οι συστάσεις και οι γνωματεύσεις δε θα έχουν δεσμευτική ισχύ». [20] Έτσι, το εγχείρημα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων είχε τα κατάλληλα εργαλεία για τη συγκρότηση ενός νομικού πλαισίου, κατ’ εικόνα και ομοίωση των συμφερόντων τους, σε πρώτη φάση με κοινή αναφορά στην οικονομική πλευρά αυτού του οικοδομήματος. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η πρώτη οδηγία που εξέδωσαν τα κοινοτικά όργανα-η κατεύθυνση 68/151/ΕΟΚ, 9 Μάρτη 1968- θα είχε να κάνει με τις εγγυήσεις που θα απαιτούσαν από τα κράτη-μέλη για τις εμπορικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα εκείνες που ξεπερνούσαν την εθνική επικράτεια της χώρας προκειμένου να προστατεύσουν τα συμφέροντα μελών και επενδυτών και να διασφαλίσουν με αυτόν τον τρόπο την αναγκαία ανάπτυξη της διαδικασίας διεθνοποίησης των κεφαλαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η συγκρότηση της Τελωνειακής Ένωσης, η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων και η επακόλουθη σταδιακή άρση των δασμολογικών φραγμών που επιβάλλονταν στα εμπορεύματα από το εξωτερικό είχε ως αποτέλεσμα το ισπανικό εμπορικό ισοζύγιο μέσα σε λίγα χρόνια από πλεονασματικό να παρουσιάσει ένα ση μαντικό έλλειμμα: Τον Οκτώβρη του 1986, οι εισαγωγές που προέρχονταν από την ΕΟΚ αυξήθηκαν κατά 65,8% σε σύγκριση με τον Οκτώβρη της προηγούμενης χρονιάς, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόνο κατά 7,7%. [21] Αυτό εξέφραζε τις δυσκολίες της ισπανικής βιομηχανίας στον ανταγωνισμό με τα μεγάλα ευρωπαϊκά μονοπώλια τόσο όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων τους όσο και την τιμή τους, ιδιαίτερα εκείνων που τότε αποτελούσαν τους βασικούς πρωταγωνιστές του ισπανικού επιχειρηματικού ιστού, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτός ο ανταγωνισμός μπορούσε να επιλυθεί μονάχα με το κλείσιμο ενός μεγάλου αριθμού τέτοιων επιχειρήσεων, προκαλώντας ταυτόχρονα την εμφάνιση ενός υψηλού ποσοστού διαρθρωτικής ανεργίας που διατηρήθηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και εντάθηκε από τις αρχές της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το 2007. [22]

Μεγάλη σημασία είχε, αν μη τι άλλο, η πρωτοφανής αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) που προέρχονταν από την Ευρώπη και τις οποίες η Ισπανία απορρόφησε μαζικά και άμεσα μετά από την ένταξή της στην Κοινή Αγορά: Από τα 4,715 τρισ. πεσέτες που έφτασαν στη χώρα μας με τη μορφή ΑΞΕ από το 1962 ως το 1990, περίπου το 75% έγιναν μεταξύ του 1986 και του 1990. Ομοίως, αν στην περίοδο 1978-1985 οι ΑΞΕ συνολικά στην Ισπανία ήταν 945,04 δισ. πεσέτες, μόνο στα επόμενα 4 χρόνια (1986-1990) παρουσίασαν μια αύξηση πάνω από 370%, που αντιστοιχούσε συνολικά σε 3,502 τρισ. πεσέτες. [23]

Ο μετασχηματισμός που προκάλεσε αυτό το φαινόμενο ήταν καθοριστικός για τη μετάβαση του ισπανικού καπιταλισμού από μια καθυστερημένη ανάπτυξη, και μια σχετική απομόνωση, στην πλήρη ενσωμάτωση στο παγκόσμιο μονοπωλιακό σύστημα. Στην ανάλυση της προέλευσης αυτών των επενδύσεων επισημαίνεται ο αυξανόμενος πρωταγωνιστικός ρόλος των χωρών των μονοπωλίων της ΕΟΚ στη χώρα μας: Αν από το 1978 ως το 1985 οι ΑΞΕ με προέλευση από την ΕΟΚ ήταν 401,7 δισ. πεσέτες-41% του συνολικού ποσού-στην περίοδο 1986-1989 θα ήταν 1,309 τρισ. πεσέτες, φτάνοντας στο 57,87% και αποτελώντας το 1,49% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας. [24]

Η είσοδος τέτοιων ποσών από εξωτερικές επενδύσεις σχετίζεται άμεσα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση των μέχρι τότε δημόσιων ισπανικών εταιριών στο πλαίσιο των πολιτικών βιομηχανικής αναδιάρθρωσης που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’80, αλλά εντάθηκαν ιδιαίτερα μετά από την ένταξη της Ισπανίας στην ΕΟΚ. [25] Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ΑΞΕ είχε ως στόχο την απόκτηση επιχειρήσεων σε δύσκολη οικονομική κατάσταση με χαμηλό κόστος, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές. Σε γενικές γραμμές, στα πρώην κρατικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια μεταξύ των μετόχων υπήρχε σημαντική παρουσία ξένων επενδυτών, με μια σημαντική υπεροχή ορισμένων μεγάλων ισπανικών τραπεζών όπως η Banco Santander ή η BBVA, όταν δεν παραδίνονταν απευθείας σε μεγάλα ευρωπαϊκά μονοπώλια -όπως ήταν η περίπτωση της SEAT που πέρασε στη Volkwagen από το Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανίας. [26] Με αυτόν τον τρόπο, τα ευρωπαϊκά μονοπώλια άρχισαν να ελέγχουν προνομιακά κανάλια διανομής και εμπορίας στην ισπανική αγορά, χρησιμοποιώντας σε πολλές περιπτώσεις τη χώρα μας ως πλατφόρμα για εξαγωγές στις υπόλοιπες χώρες της ΕΟΚ, δεδομένης της αισθητά χαμηλής τιμής της εργατικής δύναμης στη χώρα μας.

Όλη η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω μπόρεσε να επιτευχθεί μονάχα λόγω της σημαντικής αύξησης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στη χώρα μας. Όπως προκύπτει από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης υπό την αιγίδα της ΕΟΚ και την επακόλουθη ένταξη της Ισπανίας στην ΕΟΚ, θα σημειωθεί μια αύξηση άνευ προηγουμένου στην οικονομική ιστορία του καπιταλισμού στη χώρα μας.[27] Ως αποτέλεσμα της ασύμμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα και των ιδιαιτεροτήτων στη διαδικασία εκβιομηχάνισης της Ισπανίας εξαιτίας ενός αυξανόμενου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, το κόστος της ενσωμάτωσης της χώρας μας στις ολοένα και βαθύτερες σχέσεις αλληλεξάρτησης στο πλαίσιο της ΕΟΚ θα είναι αδιαμφισβήτητα υψηλό.

Αντίθετα με τις απατηλές προβλέψεις των εκπροσώπων της ολιγαρχίας, ο «εκσυγχρονισμός» της Ισπανίας και του παραγωγικού της ιστού θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί με τρόπο εφάμιλλο με τις άλλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, που η βιομηχανία τους βασίζεται σε τομείς μεγάλης προστιθέμενης αξίας. Υπό αυτήν την έννοια, η παραγωγική εξειδίκευση της χώρας μας θα βασιστεί στη διατήρηση ενός χαμηλού κόστους εργασίας για να εξασφαλίσει υψηλότερα επίπεδα ανταγωνιστικότητας, όπως και άλλες χώρες-μέλη της ΕΟΚ -όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία- σε αντίθεση με άλλες -όπως οι χώρες στην Κεντρική Ευρώπη και τα σκανδιναβικά κράτη, που έχουν βιομηχανική εξειδίκευση ισχυρού τεχνολογικού περιεχομένου. [28]

Συμπεράσματα

Η οικονομική και πολιτική καπιταλιστική δομή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που στο παρελθόν πήρε σάρκα και οστά ως ΕΟΚ και σήμερα ως ΕΕ είναι ένα εγχείρημα άρρηκτα συνδεδεμένο με τα συμφέροντα των μονοπωλίων της Ευρώπης. Κατά συνέπεια, η φύση του είναι επί της ουσίας αντιδραστική και αντίθετη στα συμφέροντα της διεθνούς εργατικής τάξης. Αναμφίβολα, αυτοί που επλήγησαν κατά κύριο λόγο από την προσχώρηση της Ισπανίας στην ΕΟΚ ήταν: Η εργατική τάξη, που υπέστη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, καθώς και ορισμένα λαϊκά στρώματα που εκτέθηκαν βίαια σε μια έντονη διαδικασία προλεταριοποίησης. Αν και ένα σημαντικό κομμάτι του παραγωγικού τομέα υπέστη σοβαρή υποχώρηση εξαιτίας της υπεροχής των νέων Ευρωπαίων ανταγωνιστών του, άλλα τμήματα του ισπανικού καπιταλισμού βελτίωσαν αισθητά τη θέση τους, απολαμβάνοντας τη νέα δυναμική διεθνοποίησης των κεφαλαίων και εντάσσοντάς τα διαρκώς σε πολλαπλές σχέσεις αλληλεξάρτησης στους κόλπους της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς.

Σε αντίθεση με τις θέσεις που έχουν πολλές οπορτουνιστικές οργανώσεις, η κομμουνιστική πρόταση δε θα γίνει σε καμία περίπτωση απολογητής των λεγόμενων θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στην πορεία θα καταλήξουν, σύμφωνα με αυτές τις οργανώσεις, να διαστρεβλωθούν με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992.

Σήμερα, σε μια χώρα που έχει ενταχτεί πλήρως στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως η Ισπανία, η ενίσχυση της κομμουνιστικής πρότασης απέναντι στα ζητήματα που προσεγγίσαμε εδώ είναι μια δουλειά επιτακτική και καθοριστική για τη μελλοντική εξέλιξη της πάλης των τάξεων και την ενίσχυση των επαναστατικών οργανώσεων. Η σωστή κατεύθυνση της ιδεολογικής πάλης σε κάθε χώρα πρέπει να συμβαδίζει με τη βαθιά και επιστημονική μελέτη της ιδιαίτερης ιστορικής της εξέλιξης, προκειμένου να μην είναι απλώς ένα αφηρημένο σύνθημα, και την ίδια στιγμή πρέπει να εξυπηρετεί ως θεμελιώδης βάση για τη δουλειά της προπαγάνδας και της διάδοσης των θέσεων στις μάζες, ώστε να ξεπεράσουν τα στενά όρια της ρητορικής και της σπέκουλας.

Αυτό περνάει μέσα από την εμβάθυνση της μελέτης των ευρωπαϊκών θεμάτων από ταξική σκοπιά και από την αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές θέσεις στους κόλπους του εργατικού και λαϊκού κινήματος, ιδιαίτερα όταν οι δυνάμεις του ρεφορμισμού εμπλέκονται άμεσα στην καπιταλιστική διαχείριση της φτώχειας, ενώ έχουν επίγνωση της περιορισμένης εντολής και των εξουσιών τους.

Η λεγόμενη Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία, [29] στην οποία το ΚΚΛΙ είναι ιδρυτικό μέλος και στην οποία παίρνουν μέρος κι άλλα κόμματα που συμμετέχουν στη «Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση», αφιερώνει μεγάλο μέρος των δράσεών της σε αυτόν το στόχο. Αυτές οι δράσεις είναι πολύ σημαντικές, δεδομένου ότι η πολιτική πάλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδεολογική διαπάλη.

Όσον αφορά το μέλλον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πολιτική των μονοπωλίων ενάντια στο λαό θα συνεχίσει να είναι η ραχοκοκαλιά μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης σε παρακμή, που βλέπει ότι εκτοπίζεται σταδιακά σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο από άλλες αναδυόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Απέναντι σε αυτό το αβέβαιο σκηνικό, οι ανοιχτές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που πλέον αποκαλούνται Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΡΙ στα αγγλικά), αποτελούν έναν πιθανό προσωρινό τρόπο επίλυσης αυτής της κατάστασης, που θα συνοδευτεί από μια απόλυτη επιδείνωση των συνθηκών ζωής και δουλειάς της πλειοψηφίας των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων όλων των χωρών της ΕΕ. Στο πλαίσιο των γεωοικονομικών ζητημάτων σχετικά με τη σημασία και το σκοπό αυτής της ζώνης ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων, όπως έχει δηλώσει το Κόμμα μας και στο παρελθόν, [30] οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες αποτελούν ανοιχτή κήρυξη πολέμου ενάντια στον εργαζόμενο λαό, στον οποίο το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα θα πρέπει να δώσει την αναγκαία προσοχή προκειμένου να το αντιμετωπίσει αποφασιστικά.


[1] Eurobarómetro Standard 80 (φθινόπωρο 2013). Κοινή Γνώμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εθνική Εισήγηση της Ισπανίας. Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[2] Αν και η διοίκηση του Φράνκο είχε ελάχιστο ενδιαφέρον για ινστιτούτα όπως η Οικονομική Κοινότητα Άνθρακα-Χάλυβα, δεδομένης της απομόνωσης του εξορυκτικού και σιδηρουργικού τομέα της Ισπανίας, η γαλλική πρωτοβουλία το 1951 να δημιουργηθεί η Ευρωπαϊκή Αγροτική Κοινότητα ή Pool verde θα είχε μια ουσιαστικά διαφορετική αντιμετώπιση. Η απορρόφηση αυτής της οργάνωσης από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας –προάγγελος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)– θα οδηγούσε σε καθεστώς διαπραγματεύσεων τη συμμετοχή της στην πρώτη ως μέλος με πλήρη δικαιώματα. Η συμφωνία ολοκληρώθηκε το 1955 με την ενσωμάτωση στην Επιτροπή Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΟΣΑ, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς που δημιουργήθηκαν μετά από τον Εμφύλιο Πόλεμο με τους βασικούς εισαγωγείς αγροτικών προϊόντων, από τη Δυτική Ευρώπη.

[3] Μ. Λ. Χ. Κρέσπο, Η Ισπανία στην Ευρώπη, 1945-2000: Από τον εξοστρακισμό στη νεοτερικότητα, Marcial Pons, Μαδρίτη, 2004.

[4] Α. Γκονθάλεθ, Μια αγωνιώδης ελπίδα. Οι Ισπανοί και Πορτογάλοι επιχειρηματίες σε σχέση με την είσοδο στην ΕΟΚ, 1957-1977, Hispania - Revista Española De Historia, σελ. 72, 242, 699-722, 1 Σεπτέμβρη 2012.

[5] Χ.Μ. Ζαρατιέγκι, Μια Ευρώπη για δύο Ισπανίες: Τα πρώτα βήματα προς την ένταξη, 1957-1963, εκδ. Universidad de Navarra, Παμπλόνα, 2010.

[6] Μπ. Θ. Σενάντε, Η Ισπανία απέναντι στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση: η πρώτη προσέγγιση, Institucio Alfons el Magnanim, Βαλένθια, 2006.

[7] Κατά μέσο όρο το 48% των εξαγωγών της Ισπανίας είχαν ως προορισμό την Κοινή Αγορά –τιμή που μπορούσε να φτάσει το 80%σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα– ενώ το 30%των εισαγωγών προέρχονταν από κράτη-μέλη. Γύρω στο 41%των Ξένων Επενδύσεων στην Ισπανία είχαν τότε επίσης την ίδια προέλευση.

[8] Για το 1975, ένα σύνολο 348 επιχειρήσεων λειτουργούσαν στην ισπανική επικράτεια. Με αναφορά στις 300 μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας, οι επενδύσεις των ΗΠΑ μονοπωλούσαν την ξένη συμμετοχή σε διάφορους παραγωγικούς τομείς, όπως στη χημική βιομηχανία (25,39%), στην ηλεκτρική βιομηχανία (29,47%), στη σιδηρουργία (59,43%), στις μηχανικές κατασκευές (24,87%) ή στο πετρέλαιο (100%). Μεταξύ του 1960 και του 1975, υπολογίζοντας μονάχα τις βασικές επενδύσεις στο κοινωνικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων σε ρυθμιζόμενους τομείς, οι ΗΠΑ ήταν η βασική χώρα επενδύσεων στην Ισπανία (41%), ακολουθούσε η Ελβετία (17%) και η Γερμανία (10%).Μ. Α. Άλβαρο & Τράπεζα της Ισπανίας, Οι Άμεσες Επενδύσεις των ΗΠΑ στην Ισπανία: Μια μελέτη από την επιχειρησιακή προοπτική, (c. 1900-1975), 2012.

[9] Ντ. Ιμπάρουρι, Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, Éditions Sociales, Παρίσι, 1960.

[10] Δείτε την ανακοίνωση στην ιστοσελίδα: http://www.recursosacademicos.net/web/2015/03/16/resolucion-del-movimiento-europeo-de-munich-78-06-1962-a-propuesta-de-los-delegadosespanoles/

[11] Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, Μανιφέστο-Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, Levaux, Le Cheratte, 1975.

[12] Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, 9ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας: εισηγήσεις, ομιλίες και ντοκουμέντα, 19-23 Απρίλη 1978,Μαδρίτη, 1978.

[13] Η Ιταλία στηρίζει την πολιτική είσοδο της Ισπανίας στην ΕΟΚ, http://elpais.com/diario/1977/09/02/internacional/241999216_850215.html

[14] Το Γαλλικό ΚΚ θέλει δημοψήφισμα ενάντια στην είσοδο της Ισπανίας στην ΕΟΚ, http://elpais.com/diario/1978/12/03/internacional/281487604_850215.html

[15] Κομμουνιστική καμπάνια στη Γαλλία ενάντια στη διεύρυνση της ΕΟΚ, http://elpais.com/diario/1978/07/25/internacional/270165608_850215.html

[16] Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, Εκλογικό πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας: Εγκεκριμένο από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΙ στη συνεδρίαση της 15-16 Σεπτέμβρη 1982, Μαδρίτη, 1982.

[17] Πολιτική Απόφαση του 4ουΣυνεδρίου του ΚΕΑ, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη το Δεκέμβρη του 2013. http://de.european-left.org/positions/congress-motions/documents-4th-el-congress/finalpolitical-document-4th-el-congress

[18] Κομμουνιστικό Κόμμα, Αποφάσεις του Συνεδρίου Ενότητας των Κομμουνιστών, Nuevo Rumbo, ν. 1, 1984.

[19] Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Σύμφωνο της Ρώμης, Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη: Πλήρες κείμενο, Civitas, Μαδρίτη, 1987.

[20] Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Σύμφωνο της Ρώμης, Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη: Πλήρες κείμενο, Civitas, Μαδρίτη, 1987.

[21] Ε. Αρντερίου, «Η βιομηχανία απέναντι στην ενσωμάτωση της Ισπανίας στην ΕΟΚ», ετήσια αναφορά της Βασιλικής Ακαδημίας Οικονομικών και Δημοσιονομικών Επιστημών, τόμ. XX, σελ. 25-47, 1988.

[22] VVAA, Εμβαθύνοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, S.l., Σεμινάριο Κριτικής Οικονομίας, TAIFA, 2014.

[23] Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε μια σοβαρή αύξηση των Ξένων Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου, με αύξηση 2740%την ίδια περίοδο.

[24] Προσέξτε την απουσία συμφωνίας σε ορισμένα στοιχεία για τις ίδιες περιόδους και δείκτες που βλέπουμε εδώ, εξαιτίας της ανομοιότητας των στατιστικών πηγών που χρησιμοποιούνται στη μελέτη που αναφέρουμε παρακάτω και που λειτούργησε ως βάση για ορισμένους υπολογισμούς: Ο. Μπάχο, Μια εμπειρική ανάλυση των μακροοικονομικών παραγόντων των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ισπανία, 1961-1989. Χρήμα και Πίστη. Ν. 194, σελ. 107-146, 1992.

[25] Ο Φελίπε Γκονθάλεθ επιβεβαιώνει ότι η βιομηχανική ανασυγκρότηση είναι «θεμελιώδης για τον εκσυγχρονισμό μας» με την Ευρώπη: http://elpais.com/diario/1983/12/03/espana/439254006_850215.html

[26] Βερόνικα Μπίντα, Ανάμεσα στο κράτος και τις πολυεθνικές: η ισπανική βιομηχανία τα χρόνια της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, 2005.

[27] Ντ. Γκερέρο, Η εκμετάλλευση: Εργασία και κεφάλαιο στην Ισπανία (1954-2001), Εκδόσεις της Πολιτιστικής Παρέμβασης, Ματαρό, 2006.

[28] VVAA, Εμβαθύνοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, S.l., Σεμινάριο Κριτικής Οικονομίας, TAIFA, 2014.

[29] Πρωτοβουλία Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων για τη μελέτη και επεξεργασία ευρωπαϊκών ζητημάτων και για το συντονισμό της δράσης τους, που συγκροτήθηκε τον Οκτώβρη του 2013 και συσπειρώνει 29 ευρωπαϊκά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, όχι αποκλειστικά κρατών-μελών της ΕΕ.

[30] Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας, Για την εργατική τάξη και τους λαούς: όχι στο TTIP, όχι στα μονοπώλια, όχι στην ΕΕ, Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΚΚΛΙ, 2014: http://www.pcpe.es/index.php/comite-central/item/2147483720-por-la-clase-obrera-y-los-pueblosno-al-ttip-no-a-los-monopolios-no-a-la-ue. Δες επίσης: Αλφόνσο Ρέγιες, TTIP. Αιτίες και συνέπειες της κήρυξης πολέμου ενάντια στον εργαζόμενο λαό, Unidad y Lucha, Δεκέμβρης 2014.