Οι μπολσεβίκοι και το εθνικό ζήτημα


Αϊνούρ Κουρμάνοφ, Συμπρόεδρος της ΚΕ του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν

Η Ρωσική Αυτοκρατορία, που υπήρξε «φυλακή των λαών» όπου η τσαρική μοναρχία ασκούσε πολιτική εθνικής καταπίεσης των περιφερειών, η οποία εκφραζόταν με τη γνωστή ρήση του Πομπεντονόστσεφ «ορθοδοξία, μοναρχία, λαϊκότητα», ξαναγίνεται το ιδανικό της άρχουσας τάξης της σύγχρονης καπιταλιστικής Ρωσίας. Η αυτοκρατορία, που στις αρχές του 20ού αιώνα έδωσε στον κόσμο ακόμα τρεις λέξεις που άφησαν εποχή: βότκα, κοζάκος και πογκρόμ, εμφανίζεται μπροστά μας σα φάντασμα που το καλούν από τον τάφο της Ιστορίας οι αντιδραστικοί, οι σοβινιστές και οι μελανοχίτωνες κάθε είδους. Στο δρόμο της στέκονται οι επαναστατικοί ιδεολογικοί όγκοι του μπολσεβικισμού, που δεν έχουν, ως τώρα, επιτρέψει στο πνεύμα του παλιού κόσμου ν’ αποκτήσει σάρκα και οστά.

Και τώρα, μετά από τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, στρεφόμαστε και πάλι στην ανεκτίμητη κληρονομιά του Λένιν στους μπολσεβίκους, που μπόρεσαν να υψώσουν το λάβαρο της απελευθέρωσης όλων των λαών από την καταπίεση του κεφαλαίου, γεγονός που οδήγησε τελικά στην καταστροφή του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού. Την περίοδο της νέας όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, της πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού, εμφανίζονται και πάλι στην ατμόσφαιρα οι προάγγελοι μιας εξέγερσης των μαζών. Αυτές οι μάζες θα ξαναθέσουν τα ζητήματα της δίκαιης και ισότιμης ένωσης των λαών και μιας νέας κοινωνίας, ελεύθερης από εκμετάλλευση και καταπίεση. Η επιτυχημένη εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης, σε ό,τι αφορά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και την επίλυση του εθνικού ζητήματος, θ’ αποτελεί για πάντα εκείνο το παράδειγμα που θα προσπαθήσουν οπωσδήποτε ν’ αξιοποιήσουν οι νέες γενιές.

Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση και η διαμόρφωση των θέσεων των Μπολσεβίκων

Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση εντάχτηκε από τους Ρώσους μαρξιστές στην 9η παράγραφο του προγράμματος μίνιμουμ του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) κι εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των αντιπροσώπων στο 2ο Συνέδριο, το 1903. Αυτό το τμήμα αντιπροσώπων άρχισε στη συνέχεια να ονομάζει τον εαυτό του « μπολσεβίκοι». Γενικά οι παράγοντες του ΣΔΕΚΡ στήριζαν τότε πολλές από τις θέσεις του Κ. Κάουτσκι και στηρίζονταν στις αποφάσεις των συνεδρίων της Β' Διεθνούς. Η ουσία αυτής της αρχής αναπτύχθηκε πληρέστερα από τον Β. Ι. Λένιν στο έργο του Για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, όπου στη διαμάχη με την πολωνική σοσιαλδημοκρατία της Ρόζας Λούξεμπουργκ συγκεκριμενοποίησε τις θέσεις των μπολσεβίκων γι’ αυτό το ζήτημα.

Οι μπολσεβίκοι τότε δέχονταν τη «θεωρία των σταδίων» στην ανάλυση και την πρόγνωση της εξέλιξης των επαναστατικών διαδικασιών στον κόσμο και τη Ρωσία κι εξέταζαν την ιστορική προοπτική των χωρών της Ανατολής μέσα από το πρίσμα των επικείμενων αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων. Η τάση πολλών αποικιακών και περιφερειακών λαών για αυτοδιάθεση, η εμφάνιση μαζικών κινημάτων μετά από την πρώτη ρωσική επανάσταση, απαιτούσαν από το Κόμμα μια σαφή κι επί της αρχής θέση υποστήριξης αυτής της πάλης.

Ο Β. Ι. Λένιν υποδείκνυε σωστά και διορατικά ότι «στην Ανατολική Ευρώπη και στην Ασία η εποχή των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων άρχισε μόλις το 1905. Οι επαναστάσεις στη Ρωσία, την Περσία, την Τουρκία και την Κίνα, οι πόλεμοι στα Βαλκάνια -να η αλυσίδα των παγκόσμιων γεγονότων της εποχής μας, στην “Ανατολή” μας. Και μόνο ένας τυφλός μπορεί να μη βλέπει σ’ αυτήν την αλυσίδα γεγονότων την αφύπνιση μιας ολόκληρης σειράς αστικοδημοκρατικών εθνικών κινημάτων και τάσεων για δημιουργία εθνικά ανεξάρτητων κι εθνικά ενιαίων κρατών. Ακριβώς επειδή, και μόνο επειδή, η Ρωσία μαζί με τις γειτονικές χώρες περνάει αυτήν την εποχή, μας χρειάζεται στο πρόγραμμά μας η παράγραφος για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών.» [1]

Στη θεωρητική συζήτηση ο Λένιν, απορρίπτοντας τις θέσεις της Λούξεμπουργκ, που τοποθετούνταν εναντίον της απόσχισης της Νορβηγίας από τη Σουηδία και της Πολωνίας από τη Ρωσία και περιοριζόταν μόνο στο αίτημα της πολιτιστικής αυτονομίας, αποκάλυψε το προφανές της σημασίας μιας θέσης αρχών του προλεταριάτου και του κόμματός του για το εθνικό ζήτημα και της παραχώρησης του δικαιώματος των μικρών εθνών για απόκτηση κρατικής ανεξαρτησίας. Η πάλη εναντίον των δικών τους ιμπεριαλιστικών κρατών, περιλαμβανομένης και της πάλης εναντίον της εθνικής καταπίεσης από την πλευρά του κυρίαρχου έθνους και για την υποστήριξη του απελευθερωτικού κινήματος των υποδουλωμένων μικρών εθνών γίνεται μια από τις βασικές πλευρές του μπολσεβίκικου δόγματος (θεωρίας).

Αυτή ακριβώς η θέση καθόρισε περαιτέρω την επιτυχία και την ενίσχυση της επιρροής του μπολσεβικισμού στις εθνικές περιφέρειες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και την ενδυνάμωση του ΣΔΕΚΡ (Μπ.), ως διεθνιστικού κόμματος, που καθοδήγησε τον αγώνα της εργατικής τάξης των ξεχωριστών λαών για την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωσή τους. Στους μεγαλοκρατικούς σοβινιστές κάθε είδους που βρίσκονταν στο σοσιαλιστικό και φιλελεύθερο περιβάλλον, ο Λένιν έλεγε -με τη σαφήνεια που τον διέκρινε- τα εξής στην εργασία του Για το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση:

«Το να κατηγορείς τους οπαδούς της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, δηλαδή της ελευθερίας του αποχωρισμού, ότι ενθαρρύνουν τις χωριστικές τάσεις, αποτελεί τόση ακριβώς ανοησία και υποκρισία όση αποτελεί και το να κατηγορείς τους οπαδούς της ελευθερίας διαζυγίου ότι ενθαρρύνουν τη διάλυση των οικογενειακών δεσμών. Γι’ αυτό, όπως στην αστική κοινωνία οι υπερασπιστές των προνομίων και της αγοραπωλησίας, που πάνω τους στηρίζεται ο αστικός γάμος, παίρνουν θέση ενάντια στην ελευθερία του διαζυγίου, έτσι ακριβώς και στο καπιταλιστικό κράτος η άρνηση της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, δηλαδή του αποχωρισμού των εθνών, σημαίνει απλώς υπεράσπιση των προνομίων του κυρίαρχου έθνους και των αστυνομικών μεθόδων διοίκησης σε βάρος των δημοκρατικών.» [2]

Η συζήτηση στο περιβάλλον της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας συγκεκριμενοποίησε τις απόψεις των μπολσεβίκων, ιδιαίτερα στις διαμάχες με τους μενσεβίκους και τους λικβινταριστές κάθε απόχρωσης. Σημαντική, σε αυτήν τη διαδικασία οριοθέτησης στο επαναστατικό στρατόπεδο των μαρξιστών, υπήρξε η εργασία του Ι. Β. Στάλιν Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, που γράφτηκε στη Βιέννη στα τέλη του 1912 - αρχές του 1913. Ήταν τότε ακριβώς, την προπολεμική περίοδο, που διεξαγόταν δραστήρια αντιπαράθεση του ΣΔΕΚΡ (Μπ.) με τους αστούς εθνικιστές και συναινετιστές που προέρχονταν από τους Γεωργιανούς και Ουκρανούς μενσεβίκους, τους Πολωνούς «σοσιαλιστές» και τους συνταγματικούς δημοκράτες των περιφερειών, που προσπαθούσαν να επεκτείνουν την επιρροή τους στο προλεταριάτο αυτών των περιοχών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λένιν εξέταζε πάντα το θέμα της αυτοδιάθεσης σε στενή σύνδεση με το ζήτημα της εξουσίας: «Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα μέρος του πανδημοκρατικού (σήμερα πανσοσιαλιστικού) παγκόσμιου κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και τότε πρέπει να απορρίπτεται. Μπορεί σε κάποια χώρα το δημοκρατικό κίνημα να είναι απλώς όργανο των κληρικών ή χρηματιστικών-μοναρχικών ραδιουργιών των άλλων χωρών' τότε εμείς δεν πρέπει να υποστηρίζουμε αυτό το δοσμένο, συγκεκριμένο κίνημα... » [3]

Ο Α' Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος

Πραγματικό κι έμπρακτο σημείο τελεσίδικης διάσπασης και οριοθέτησης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας έγινε ο Λ' Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος του 1914-1919, όταν, ως αποτέλεσμα της προδοσίας της ηγεσίας των κυρίαρχων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, κατέρρευσε η Β' Διεθνής, που είχε ήδη αποσυντεθεί επί της αρχής. Τότε είναι που ξεκαθαρίστηκε ο πραγματικός ρόλος των οπαδών της συναίνεσης και των οπορτουνιστών, που στήριξαν τις δικές τους κυβερνήσεις και συνέβαλαν στην εξέλιξη του παγκόσμιου πολέμου. Δηλητηριάζοντας τους εργαζόμενους με σοβινιστική προπαγάνδα, έγιναν πραγματικοί μισθοφόροι και ουρά της αστικής τάξης· τώρα θα τους ονόμαζαν «φύλακες», που σύμπηξαν πολιτική συμμαχία με τις μοναρχίες, τη στρατοκρατία και τις αντιδραστικότερες δυνάμεις.

Οι μπολσεβίκοι εκείνη τη στιγμή ήταν μεταξύ των λίγων Ευρωπαίων, και οι μόνοι σοσιαλδημοκράτες, που αμέσως και δραστήρια τοποθετήθηκαν τόσο εναντίον του πολέμου όσο κι εναντίον της δικής τους τσαρικής κυβέρνησης. Η κοινοβουλευτική ομάδα των μπολσεβίκων στην Κρατική Δούμα, τον Αύγουστο του 1914, αρνήθηκε να υπερψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις. Το ΣΔΕΚΡ (Μπ.) από την αρχή καλούσε την εργατική τάξη σε αγώνα εναντίον του πολέμου και της μοναρχίας, αποκαλύπτοντας όλη την ουσία του κατακτητικού και ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του παγκόσμιου πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν να υποστεί το Κόμμα σκληρότατες διώξεις. Η κοινοβουλευτική ομάδα τέθηκε υπό κράτηση, καταδικάστηκε και στάλθηκε στα κάτεργα της Σιβηρίας.

Παρά το χτύπημα πολλών Κομματικών Οργανώσεων, τη σύλληψη ηγετικών στελεχών του ΣΔΕΚΡ (Μπ.) στη Ρωσία, την επιστράτευση δεκάδων χιλιάδων μελών και οπαδών του Κόμματος, αυτό το διάβημα έγινε σημείο αναφοράς και καμπής στην ιστορία του μπολσεβικισμού, δείχνοντας ένα παράδειγμα ανειρήνευτης διεθνιστικής θέσης. Στη συνέχεια, μετά από την απογοήτευση που προκάλεσε ο πόλεμος, οι μάζες είδαν σε αυτήν τη δράση των μπολσεβίκων τη μοναδική αληθινή και σωστή θέση που έπρεπε να έχουν οι συνεπείς μαρξιστές και σοσιαλιστές.

Εκείνη την περίοδο πραγματοποιείται η ένωση των αριστερών σοσιαλδημοκρατών διάφορων χωρών γύρω από την «Πλατφόρμα του Τσίμερβαλντ» και στη συνέχεια γύρω από την «Αριστερά του Τσίμερβαλντ», που έθεσαν το ζήτημα της συσπείρωσης όλων των σοσιαλιστικών δυνάμεων που είχαν αντιπολεμικές και διεθνιστικές θέσεις και της δημιουργίας μιας νέας οργανωτικής δομής, σε αντικατάσταση της Β' Διεθνούς που είχε καταρρεύσει. Και τότε συνέβη μια νέα αποκρυστάλλωση του μπολσεβικισμού και των κοντινών του ομάδων γύρω από την πάλη όχι μόνο ενάντια στους σοβινιστές και τους προδότες, αλλά και ενάντια στους πασιφιστές και τους κεντριστές, γεγονός που δημιούργησε τις στελεχικές και πολιτικές βάσεις και προϋποθέσεις διαμόρφωσης στη συνέχεια της νέας, Γ' Διεθνούς.

Τότε γεννήθηκε η θέση της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, της μεταστροφής των όπλων εναντίον της ντόπιας αστικής τάξης και κυβέρνησης. Αυτό το σύνθημα ήταν αξεχώριστο από την ιδέα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, από την αναγκαιότητα ανατροπής των αστικών κυβερνήσεων και την αναγκαιότητα κατάληψης της εξουσίας από το προλεταριάτο.

Στις συζητήσεις για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ο Λένιν εξάγει θεμελιώδη συμπεράσματα σχετικά με το ότι μια νέα ένωση των λαών της Ευρώπης μετά από την αιματοχυσία του πολέμου μπορεί να είναι προοδευτική μόνο στη βάση του σοσιαλισμού και στην περίπτωση πραγματοποίησης σοσιαλιστικής επανάστασης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είναι μόνο μια ένωση των Ευρωπαίων καπιταλιστών και μια ολοκληρωτικά αντιδραστική συμμαχία. «Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις “προηγμένες” και “πολιτισμένες” αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες είτε είναι αντιδραστικές.» [4]

Στο εσωτερικό της χώρας, το ΣΔΕΚΡ (Μπ.) είχε τη θέση της επαναστατικής «ηττοπάθειας», που βασίζεται στο αίτημα της ένοπλης ανατροπής της τσαρικής κυβέρνησης και της εξόδου της Ρωσίας από τον πόλεμο. Οι μπολσεβίκοι εξέφραζαν την αταλάντευτη αποφασιστικότητα να αποσπάσουν την ανθρωπότητα από τα νύχια του χρηματιστικού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, καλούσαν σε ακύρωση όλων των μυστικών συμφωνιών, σε οργάνωση της πιο πλατιάς αδερφοσύνης των στρατών που πολεμούσαν ο ένας τον άλλο με τους εργάτες και τους αγρότες, ώστε να επιβάλουν με επαναστατικά μέτρα τη δημοκρατική ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις, στη βάση της ελεύθερης αυτοδιάθεσης των λαών.

Η θέση των μπολσεβίκων και των οπαδών τους στις αριστερές σοσιαλιστικές ομάδες στην Ευρώπη έδειξε σε όλους την απόλυτη ορθότητα της μαρξιστικής τους ανάλυσης των διαδικασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Την περίοδο ακριβώς του τέλους του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, ξαναβγήκε με οξύτητα στην αρένα το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης. Ως αποτέλεσμα της επανάστασης του Φλεβάρη κι έπειτα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917, των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων στη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία το 1918, κέρδισαν την ανεξαρτησία τους οι λαοί της Πολωνίας, Φιλανδίας, Τσεχίας και Σλοβακίας, των Χωρών της Βαλτικής, η Ουγγαρία, η Γιουγκοσλαβία, και με νέα ορμή ξέσπασε η εθνικοαπελευθερωτική πάλη των αποικιακών λαών.

Αυτό έδειξε για μια ακόμα φορά ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, ως συστατικό στοιχείο του προλεταριακού προγράμματος, δεν έχει «ουτοπικό» χαρακτήρα, αλλά επαναστατικό. Από τη μια πλευρά ήταν ένα χτύπημα στους Γερμανούς, Γάλλους, Άγγλους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες και στους Ρώσους δεξιούς μενσεβίκους και οπαδούς της «άμυνας» που δυσφημούσαν την αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας σαν «αντιδραστικό ρομαντισμό». Από την άλλη, ήταν ένα χτύπημα ενάντια σε εκείνους τους απλουστευτές, που ανακήρυσσαν αυτήν την αρχή πραγματοποιήσιμη μόνο στο σοσιαλισμό και αρνούνταν να δώσουν απαντήσεις στα εθνικά ζητήματα που έθετε επιτακτικά ο πόλεμος.

Είναι αλήθεια ότι σήμερα, μετά από την πτώση του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος, τα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα άρχισαν να χρησιμοποιούν δραστήρια τα αποσχιστικά κινήματα με στόχο να διαμελίσουν διάφορες χώρες, αλλάζοντας τα υπάρχοντα σύνορα, για την προώθηση των οικονομικών και γεωπολιτικών τους στόχων. Συνεπώς, στις σημερινές συνθήκες για τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα, για την εργατική τάξη συνολικά, παρουσιάζεται το καθήκον ανάδειξης των κοινών ταξικών συμφερόντων των εργαζόμενων εναντίον των ιμπεριαλιστικών οικονομικών συμφερόντων, γεωπολιτικών σχεδίων, εναντίον του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να λυθούν προς το συμφέρον των λαών με τη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, στη βάση των δικών τους βλέψεων.

Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η δημιουργία της Ομοσπονδίας των Σοβιετικών Δημοκρατιών (ΡΣΟΣΔ)

Η πτώση της τσαρικής μοναρχίας στη Ρωσία, ως αποτέλεσμα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1917, έδειξε την πλήρη αδυναμία της ρωσικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων, στο πρόσωπο των συνταγματικών δημοκρατών, των δεξιών μενσεβίκων και των εσέρων, στο πλαίσιο της Προσωρινής Κυβέρνησης να λύσουν τα άμεσα ζητήματα της επανάστασης. Αυτό εκφραζόταν και στην πλήρη παράλυση των αρχουσών τάξεων, τόσο στο ζήτημα της ειρήνης όσο και στην υπόθεση της αγροτικής μεταρρύθμισης και της εξάλειψης των τάξεων, όσο και στην παροχή κρατικής ανεξαρτησίας και πλατιάς αυτονομίας στις εθνικές περιφέρειες.

Επιπλέον, τα εναλλασσόμενα υπουργεία αποτελούσαν από κοινού μια συλλογική κυβέρνηση του πολέμου για την πραγματοποίηση των καθηκόντων των ιμπεριαλιστικών καταλήψεων στο πλαίσιο της πρώην συμμαχίας των χωρών της Αντάντ και της συνέχισης με αντεπαναστατικούς στόχους της προηγούμενης πολιτικής της μοναρχίας σχετικά με την καταπίεση των λαών. Όμως οι πρωτοβουλίες τους δεν ήταν γραφτό να τελεσφορήσουν σε συνθήκες διάλυσης του στρατού και της αυτοκρατορίας, οικονομικής καταστροφής, δυαδικής εξουσίας που εκπροσωπούσε το απλωμένο σύστημα των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων. Στις αρχές Σεπτέμβρη, μετά από το ξέσπασμα της ανταρσίας του Κορνίλοφ, άρχισαν να κυριαρχούν στα Σοβιέτ οι μπολσεβίκοι, που προχώρησαν στη ρότα του νέου προγράμματος της πλήρους κατάληψης της εξουσίας από τα Σοβιέτ («Θέσεις του Απρίλη»), που επεξεργάστηκε ο Λένιν.

Οι μπολσεβίκοι διακήρυξαν άμεση ειρήνη, εθνικοποίηση και διανομή της γης, εργατικό έλεγχο, καμία εμπιστοσύνη στην αστική κυβέρνηση, αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης κι εγκαθίδρυσης εξουσίας των Σοβιέτ και, τέλος, ομοσπονδιοποίηση της χώρας. Έτσι, υπογραμμιζόταν ακόμα μια φορά ότι μόνο το νικηφόρο προλεταριάτο -που μετά από την κατάληψη της εξουσίας έπρεπε να προχωρήσει στην καταστροφή της παλιάς τάξης πραγμάτων και σε ριζικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς- είναι ικανό να πραγματοποιήσει όλα τα δημοκρατικά καθήκοντα της επανάστασης, περιλαμβανομένης της παραχώρησης στους λαούς της αυτοκρατορίας του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.

Στην πράξη οι «Θέσεις του Απρίλη» έγιναν το βάθρο μιας πλήρους «μεταμόρφωσης» του επαναστατικού κινήματος, της δημιουργίας ενός νέου Κομμουνιστικού Κόμματος, της αλλαγής του Προγράμματος και της εξασφάλισης της νίκης της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία. Το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ, στις 26 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη) του 1917, που ενέκρινε την ένοπλη ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης, ανακήρυξε τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας, εξέδωσε τα διατάγματα για την ειρήνη, για τη γη, διαμόρφωσε το Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ), στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκε το επιτροπάτο για Υποθέσεις των Εθνοτήτων. Πρώτος λαϊκός επίτροπος για τις Υποθέσεις των Εθνοτήτων έγινε ο παλιός μπολσεβίκος Ιωσήφ Στάλιν.

Ήδη στις 2 (15) Νοέμβρη 1917, μια βδομάδα μετά από την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης, δημοσιεύτηκε η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας, που εκ μέρους της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας υπέγραψαν ο πρόεδρος του ΣΛΕ, Β. Λένιν, και ο λαϊκός επίτροπος για Υποθέσεις των Εθνοτήτων, Ι. Στάλιν. Σε αυτήν τη Διακήρυξη διακηρύχτηκαν τέσσερις βασικές αρχές της εθνικής πολιτικής της σοβιετικής εξουσίας. Συγκεκριμένα:

1. Η ισότητα και η κυριαρχία των λαών της Ρωσίας.

2. Το δικαίωμα των λαών της Ρωσίας για ελεύθερη αυτοδιάθεση, μέχρι την αποχώρηση και τη δημιουργία αυτοτελούς κράτους.

3. Η κατάργηση όλων των εθνικών και θρησκευτικών προνομίων και οργανώσεων.

4. Η ελεύθερη ανάπτυξη των εθνικών μειονοτήτων κι εθνογραφικών ομάδων που κατοικούν στην επικράτεια της Ρωσίας.

Η Διακήρυξη έκανε γνωστό ότι το σοβιετικό κράτος θέτει το στόχο να επιτύχει την εθελοντική και τίμια ένωση των λαών της Ρωσίας και την εξασφάλιση πλήρους εμπιστοσύνης μεταξύ τους. «Μόνο σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας ένωσης», λεγόταν στη Διακήρυξη, «μπορούν να συσπειρωθούν οι εργάτες και οι αγρότες της Ρωσίας σε μια επαναστατική δύναμη ικανή να αντέξει απέναντι σε κάθε επίθεση από την πλευρά της ιμπεριαλιστικής προσαρτηστικής αστικής τάξης.»

Στη βάση των θέσεων της Διακήρυξης, στα τέλη ήδη του 1917, έλαβαν πλήρη ανεξαρτησία η Φιλανδία, η Πολωνία, οι Χώρες της Βαλτικής και εθνική αυτονομία οι πολυάριθμες λαότητες του Καυκάσου, της Υπερκαυκασίας, της Μέσης Ασίας και της Σιβηρίας. Οι αρχές της Διακήρυξης αποτέλεσαν κινητήρια δύναμη στην υπόθεση της σταθεροποίησης της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναγνώριση της κυριαρχίας της Φιλανδίας από τη σοβιετική κυβέρνηση στις 18 (31) Δεκέμβρη 1917 που αποφασίστηκε σε μία μέρα, ενώ, όπως λένε οι εκπρόσωποι της φιλανδικής κυβερνητικής αντιπροσωπίας, το Διάταγμα υπογράφτηκε από τον Λένιν στον τοίχο του διαδρόμου του ινστιτούτου Σμόλνι. Έχει νόημα να αναπαραγάγουμε αυτό το Διάταγμα στο σύνολό του:

Α. Να αναγνωριστεί η κρατική ανεξαρτησία της Φιλανδικής Δημοκρατίας.

Β. Να οργανωθεί, σε συμφωνία με τη φιλανδική κυβέρνηση, ειδική επιτροπή από εκπροσώπους των δυο πλευρών για την επεξεργασία των πρακτικών μέτρων που προκύπτουν από την απόσχιση της Φιλανδίας από τη Ρωσία.

Ο Πρόεδρος του Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων, Β. Ουλιάνοφ (Λένιν).

Οι λαϊκοί επίτροποι: Ι. Στέινμπεργκ, Καρέλιν, Στάλιν.

Ο διευθυντής των υποθέσεων του Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων,

Μποντς-Μπρουγιέβιτς.

Εκείνη τη στιγμή οι μπολσεβίκοι, αλλά και ο ίδιος ο Λένιν, θεωρούσαν ότι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Φιλανδία είναι εξασφαλισμένη από το γεγονός της ανόδου της πάλης της εργατικής τάξης αυτής της χώρας, από την πλήρη στήριξη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Φιλανδίας στις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου των Σοβιέτ και από τη διαδικασία προετοιμασίας κατάληψης της εξουσίας στο Χέλσινγκφορς (Ελσίνκι) από το τοπικό Σοβιέτ. Λαμβανομένης υπόψη της αναπόδραστης πτώσης των κεντρικών αυτοκρατοριών και της ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης στην Ευρώπη, και η Φιλανδία και η Πολωνία θα εντάσσονταν σε αυτό το κίνημα και θα γίνονταν σοβιετικές.

Γι’ αυτό υπήρχαν όλα τα τεκμήρια, μια και το Φλεβάρη του 1918 ξέσπασε προλεταριακή επανάσταση στη Φιλανδία που πνίγηκε στο αίμα από γερμανικά στρατεύματα και αστικές μονάδες, και στην αρχή του 1919 σε όλες τις πολωνικές πόλεις δημιουργήθηκαν Σοβιέτ που βρέθηκαν κάτω από την επιρροή των κομμουνιστών. Το Νοέμβρη του 1918 έγινε επανάσταση στη Γερμανία και την Εσθονία, το Δεκέμβρη του 1918 στη Λετονία και τη Λιθουανία. Το Μάρτη του 1919 στην Ουγγαρία, τον Απρίλη του 1919 στη Βαυαρία και τον Ιούνη του 1919 στη Σλοβακία έκαναν την εμφάνισή τους σοβιετικές δημοκρατίες.

Αυτή ακριβώς η πολιτική αρχών της σοβιετικής εξουσίας στο εθνικό ζήτημα και στην υπόθεση περάσματος της εξουσίας στα χέρια των εργαζόμενων οδήγησε στο γεγονός της απόλυτης υποστήριξης των μπολσεβίκων στην προλεταριακή Λετονία στις εκλογές για την Ιδρυτική Συνέλευση, το Νοέμβρη του 1917, όπου το ΣΔΕΚΡ (Μπ.) έλαβε το 80% των ψήφων του ντόπιου πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Λετονίας συνδεόταν στενά με τους μπολσεβίκους και οι Λετονοί εργάτες και άκληροι αγρότες συμμετείχαν δραστήρια στην επανάσταση του 1905. Έτσι εξηγείται η απόλυτη αφοσίωση των λετονικών στρατιωτικών τμημάτων στη σοβιετική εξουσία, ακόμα και μετά από την κατάληψη της χώρας τους από τα γερμανικά στρατεύματα στις αρχές του 1918.

Στις 5 (18) Γενάρη 1918, στην ίδια Ιδρυτική Συνέλευση προτάθηκε εκ μέρους της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΚΕΕ) των Σοβιέτ να ψηφιστεί Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού. Η Διακήρυξη επαναλάμβανε την απόφαση του Συνεδρίου των Σοβιέτ για την αγροτική μεταρρύθμιση, για τον εργατικό έλεγχο και για την ειρήνη. Ωστόσο, η Συνέλευση, με πλειοψηφία 237 ψήφων έναντι 146 απέρριψε ακόμα και να συζητήσει τη Διακήρυξη των μπολσεβίκων. Η άρνηση της εσεροκαντέτικης πλειοψηφίας να υπερψηφίσει αυτό το ντοκουμέντο αποτέλεσε την τυπική πρόφαση διάλυσης της Ιδρυτικής Συνέλευσης, ως οργάνου της αστικής τάξης για την προσπάθεια επανάκτησης της εξουσίας.

Το σχέδιο Διακήρυξης των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού είχε γραφτεί από τον Λένιν και στις 3 Γενάρη 1918 υπερψηφίστηκε στη συνεδρίαση της ΠΚΕΕ. Εκλέχτηκε επιτροπή για την τελική διαμόρφωση του κειμένου της Διακήρυξης. Η τροποποιημένη σύνταξη της Διακήρυξης του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού υπερψηφίστηκε στο 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ στις 12 Γενάρη και με αυτήν τη μορφή εντάχτηκε ως πρώτο μέρος στο Σύνταγμα της ΡΣΟΣΔ του 1918. Στα πρώτα δυο σημεία υπήρχαν οι ακόλουθες θεμελιώσεις θέσεις: 1. Η Ρωσία ανακηρύσσεται Δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών αντιπροσώπων. Όλη η εξουσία στο κέντρο και κατά τόπους ανήκει σε αυτά τα Σοβιέτ. 2. Η Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας ιδρύεται στη βάση της ελεύθερης ένωσης ελεύθερων εθνών, ως ομοσπονδία σοβιετικών εθνικών δημοκρατιών.

Έτσι, στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το ανώτατο όργανο της προλεταριακής δικτατορίας, διατυπώθηκε τελεσίδικα η ομοσπονδιακή μορφή ένωσης των σοβιετικών εθνικών δημοκρατιών (ΡΣΟΣΔ), ως βάση για τη μελλοντική δημιουργία της παγκόσμιας δημοκρατίας των Σοβιέτ. Η θέση των μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα εκφραζόταν και στην αναγνώριση της εθνικής κρατικής οντότητας των λαών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, περιλαμβανομένων και όσων δεν είχαν ιστορική και πολιτική πείρα μιας τέτοιας αυτοδιάθεσης. Αυτό στη συνέχεια εκφράστηκε στη δημιουργία σοβιετικών δημοκρατιών στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία, την Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας, στο Τουρκεστάν και ακόμα στην παραχώρηση ευρείας αυτονομίας στους Μπασκίριους, τους Τατάρους, τους Καζάχους, τους λαούς του Βόλγα και του Βόρειου Καυκάσου.

Οι Μπολσεβίκοι και οι Μουσουλμάνοι της Ρωσίας

Σημαντική συμβολή στην υπόθεση απελευθέρωσης των μουσουλμανικών λαών της Ανατολής και των ασιατικών εσχατιών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσε η θέση αρχής των μπολσεβίκων στο θέμα της παραχώρησης σε όλους ίσων δικαιωμάτων και ελευθερίας στην έκκληση για απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της αποικιακής καταπίεσης. Στη Διακήρυξη των δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας της 2 (15) Νοέμβρη 1917 και στην έκκληση του ΣΛΕ «Προς όλους τους εργαζόμενους μουσουλμάνους της Ρωσίας και της Ανατολής» της 20 Νοέμβρη (3 Δεκέμβρη) 1917, η σοβιετική εξουσία διακήρυξε την απόρριψη της ιμπεριαλιστικής πολιτικής που ασκήθηκε από την τσαρική και την Προσωρινή Κυβέρνηση και διατράνωσε την επιθυμία να οικοδομήσει σχέσεις με τους αποικιακούς κι εξαρτημένους λαούς πάνω στις αρχές της ισονομίας και του αμοιβαίου σεβασμού. Τα δύο ντοκουμέντα είχαν τεράστια επίδραση στο μουσουλμανικό πληθυσμό, τόσο στην επικράτεια της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας όσο και στις ισλαμικές χώρες.

Ο Τζ. Χόσκινγκ γράφει: «Τους μουσουλμάνους τους εξόργιζαν οι ταλαντεύσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης, που ανέβαλλαν τα αιτήματα του Πανρωσικού Συνεδρίου των μουσουλμάνων για δημιουργία δικού τους συστήματος παιδείας, θρησκευτικών και στρατιωτικών ιδρυμάτων. Σε αντίθεση με τη δραστηριότητα της Προσωρινής Κυβέρνησης, οι μπολσεβίκοι ξεκίνησαν τη δική τους ανατολική πολιτική, με τη διακήρυξη “Προς όλους τους εργαζόμενους μουσουλμάνους της Ρωσίας και της Ανατολής”.» [5]

Η επιστροφή στους μουσουλμάνους του καταλόγου του Κορανίου του χαλίφη Οσμάν (που είχε κατασχεθεί παλιότερα από την τσαρική εξουσία) στο συνέδριο των μουσουλμάνων στην Πετρούπολη το Δεκέμβρη του 1917, του τζαμιού Καραβάν Σαράι στο Οριενμπούργκ και του πύργου Σουγιουμπικέ στο Καζάν, όπως και άλλες παρόμοιες χειρονομίες στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, προκάλεσαν τη δέουσα προσοχή στο ταλαντευόμενο τμήμα των μουσουλμάνων. Πραγματοποιούνταν συνέδρια μουσουλμάνων, όπου οι επαναστάτες -μπολσεβίκοι, αριστεροί εσέροι, αριστεροί ντζαντίντες - κάθονταν δίπλα με τους μουλάδες. Στην προπαγάνδα των μπολσεβίκων συχνά προβαλλόταν η θέση περί συμβατότητας και συμπληρωματικότητας της σαρίας και του κομμουνισμού. Λόγω αυτού του γεγονότος, ένα μέρος του μουσουλμανικού κλήρου προώθησε το σύνθημα: «Για τη σοβιετική εξουσία, για τη σαρία!».

Οι πρώτοι εθνικοί διοικητικοί-εδαφικοί σχηματισμοί της ΡΣΟΣΔ ήταν ακριβώς οι Δημοκρατίες των μουσουλμανικών λαών. Το 1918-1921 δημιουργήθηκαν (με χρονολογική σειρά) οι αυτόνομες Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες του Τουρκεστάν, της Μπασκιρίας, του Ταταρστάν, της Κιργιζίας (από το 1925 του Καζακστάν), του Γκορσκ, του Νταγκεστάν (οι δυο τελευταίες ταυτόχρονα) και της Κριμαίας· το 1920, στην επικράτεια της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στη Μέση Ασία, δημιουργήθηκαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες του Χορέζμ και της Μπουχάρας και στην Υπερκαυκασία η ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν.

Η ακόλουθη γνώμη του Τζ. Χόσκιγνκ δεν προκαλεί αντιρρήσεις: «Οι αμοιβαίες σχέσεις του μπολσεβικισμού με το Ισλάμ ήταν αντιφατικές. Ο αθεϊσμός των μαρξιστών είναι ασύμβατος με τον αυστηρό μονοθεϊσμό του Ισλάμ επί της αρχής. Παρόλ’ αυτά, πολλοί πολιτικά δραστήριοι μουσουλμάνοι εντάχτηκαν στο ένα ή το άλλο σοσιαλιστικό ρεύμα την τελευταία δεκαετία πριν την επανάσταση. Συχνά αυτό μπορούσε να εξηγηθεί από βαθιά πραγματιστικές αντιλήψεις: Μετά από τα γεγονότα του 1905, οι μουσουλμάνοι είδαν στο σοσιαλισμό ένα πολιτικό κίνημα ικανό να οργανώσει το παράνομο κόμμα, να κινητοποιήσει τις μάζες και να δημιουργήσει μια πραγματική απειλή για την κυβέρνηση των καταπιεστών τους ... Όμως υπήρχε και μια ακόμα αντίληψη θεμελιώδους σημασίας, που έκανε δυνατή την αποδοχή των σοσιαλιστικών ιδεών από τη μουσουλμανική πνευματική ελίτ: Η σοσιαλιστική θεωρία τους υποσχόταν την αδερφοσύνη και την ισότητα όλων των λαών στην πάλη με το δυτικό ιμπεριαλισμό.» [6]

Η τεράστια προπαγανδιστική δουλειά των μπολσεβίκων, οι θέσεις αρχής στο ζήτημα της παραχώρησης ανεξαρτησίας σε όλους τους λαούς και η πάλη τους εναντίον του ιμπεριαλισμού και της αποικιακής καταπίεσης δημιούργησαν τις συνθήκες για μια γρήγορη επέκταση της επιρροής και της οργάνωσης του ΚΚΡ (μπ.) στο περιβάλλον των μουσουλμανικών και των «γηγενών» λαών. Η ευέλικτη πολιτική τους και η διακήρυξη για την ελευθερία συνείδησης διαμόρφωσαν μια σταθερή βάση για τη σοβιετική εξουσία σε όλες τις ανατολικές και ασιατικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, αυτό σήμανε ότι στην πράξη οι μπολσεβίκοι πήραν στρατιωτική και πολιτική δύναμη στην πάλη εναντίον της αντεπανάστασης και της ξενικής επέμβασης της Γερμανίας, της Τουρκίας και των χωρών της Αντάντ.

Έτσι, τον Ιούνη του 1918, στο Καζάν, στην 1η Συνδιάσκεψη των μουσουλμάνων κομμουνιστών που οργανώθηκε από το κεντρικό μουσουλμανικό κομισαριάτο, ιδρύθηκε το Μουσουλμανικό Κόμμα Κομμουνιστών Ρωσίας (ΜΚΚΡ). Το νέο κόμμα συμμετείχε σε ομοσπονδιακή βάση στη σύνθεση του ΚΚΡ (μπ.) μέχρι το Μάρτη του 1919. Ηγέτες του ΜΚΚΡ ήταν οι Μ. Βαχίτοφ, Μ. Σουλτάν-Γκαλίεφ και Μ. Μανσούροφ. Με απόφαση του 1ου Συνεδρίου των μουσουλμάνων κομμουνιστών, το Νοέμβρη του 1918, το κόμμα μετασχηματίστηκε στις μουσουλμανικές επιτροπές του ΚΚΡ (μπ.). Ακόμα νωρίτερα, στις 15 Φλεβάρη του 1918, το συμβούλιο του λαϊκού επιτροπάτου για τα θέματα των Εθνοτήτων αποφάσισε ότι είναι δυνατή η δημιουργία εθνικών τμημάτων. Μετά από αυτήν την απόφαση, ο Στάλιν επέτρεψε τη δημιουργία μουσουλμανικού τμήματος στον Κόκκινο Στρατό. Η πολιτική των μπολσεβίκων είχε τα καλύτερα αποτελέσματα στην περιοχή του Βόλγα, στα Ουράλια και τη Σιβηρία. Τα χειρότερα, στην Κριμαία και στο Βόρειο Καύκασο.

Στις 20 Νοέμβρη 1918, με τη διαταγή 276 του προέδρου του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας Λ. Ν. Τρότσκι, δημιουργήθηκε υπό τον ίδιο το Κεντρικό Μουσουλμανικό Στρατιωτικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Μ. Σουλτάν-Γκαλίεφ. Στα τέλη του 1918 - αρχές του 1919, το κεντρικό Γραφείο των κομμουνιστικών οργανώσεων των λαών της Ανατολής έστειλε τους εκπροσώπους του στις περιοχές συγκέντρωσης των αιχμαλώτων πολέμου και άλλων κατηγοριών τουρκικού πληθυσμού. Κύριο σύνθημα της δραστηριότητάς τους ήταν η έκκληση: «Οργανωθείτε και ανάψτε την πυρκαγιά της επανάστασης στην Τουρκία!» Αυτό δείχνει μια ακόμα φορά πόση προσοχή έδιναν οι μπολσεβίκοι στην υπόθεση της ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης στις όμορες μουσουλμανικές χώρες και στις αποικίες των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών.

Ο ρόλος του Εθνικού Ζητήματος στη νίκη των Μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο

Τέλος, η ορθή θέση των μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα οδήγησε στη νίκη της σοβιετικής εξουσίας στον εμφύλιο πόλεμο. Σημαντικότατος παράγοντας υπήρξε η σχέση προς τις εμπόλεμες πλευρές των λαών του Βόλγα και των Ουραλίων, που δεν υποστήριξαν ούτε τη «δημοκρατική αντεπανάσταση» με εκπρόσωπο το μενσεβικο-εσέρο Κομούτς και τα Διευθυντήρια το 1918, ούτε τη λευκοφρουρίτικη κυβέρνηση του Κολτσάκ το 1919. Επιπλέον, σε αυτές τις περιοχές που ζούσαν αυτοί οι λαοί, δημιουργούνταν συνεχώς εξεγέρσεις, εμφανίζονταν πράσινα και κόκκινα ένοπλα αντάρτικα τμήματα. Και αντίθετα, οι περιοχές και τα κυβερνεία με τους «ξενομερίτες» έγιναν βάση για τη στρατολογία μαχητών του Κόκκινου Στρατού και στήριγμα της σοβιετικής εξουσίας. Ουσιαστικά αυτό καθόρισε την ήττα των Λευκών.

Η άρνηση των ηγετών της αντεπανάστασης και του κινήματος των Λευκών να δώσουν ευρεία εθνική αυτονομία και ν’ αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των περιοχών της πρώην Αυτοκρατορίας οδήγησε στην απομάκρυνση από το στρατόπεδό τους ακόμα και των Τατάρων, Μπασκίριων και Καζάχων εθνικιστών και διανοούμενων. Και, αντίθετα, η αναγνώριση από τους μπολσεβίκους και τη σοβιετική κυβέρνηση της πλήρους ελευθερίας όλων των λαοτήτων και η παροχή του δικαιώματος για πολιτιστική και πολιτική αυτονομία και για δυνατότητα απόσχισης ως ανεξάρτητα κράτη οδήγησε σε επιτυχείς συνομιλίες με τους εκπροσώπους των εθνικιστικών κομμάτων, που τελικά υποστήριξαν την κόκκινη Μόσχα.

Για παράδειγμα, όταν ανέλαβε την καθοδήγηση του λευκού κινήματος ο ναύαρχος Κολτσάκ, στα τέλη του 1918, οι Καζάχοι αυτονομιστές έχασαν κάθε ελπίδα για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του Καζακστάν και άρχισαν να ψάχνουν τρόπους να διαπραγματευτούν με τη νικηφόρα σοβιετική εξουσία. Από την πλευρά του νέου καθεστώτος επιδείχτηκε ενδιαφέρον για συνεργασία με το εθνικιστικό κόμμα «Αλάς», που έλεγχε την πλειοψηφία του καζάχικου πληθυσμού. Στις 5 Νοέμβρη 1919, το επαναστατικό στρατιωτικό συμβούλιο, με υπογραφή του διοικητή Μ. Φρούνζε, ανακοίνωσε αμνηστία για την «Αλάς-Ορντά», παύοντας τη δίωξη όλων των πρώην ένοπλων αντιπάλων. Το 1920, η «Αλάς- Ορντά» εντάχτηκε στη σύνθεση της επαναστατικής κυβέρνησης της Κιργιζίας (Καζακστάν), εγκαταλείποντας όλους τους νόμους που είχε ψηφίσει νωρίτερα και ως κόμμα έπαψε να υπάρχει.

Η απουσία εύληπτης πολιτικής από τους ηγέτες του λευκού κινήματος, σχετικά με τις θρησκευτικές κι εθνικές μειονότητες, συνέβαλε στην αύξηση της δημοτικότητας των μπολσεβίκων. Έτσι, στην Κριμαία, το ταταρικό κόμμα «Μιλι- Φίρκα» συνεργαζόταν για ορισμένο διάστημα με τον Ντενίκιν, όμως εκείνος διέλυσε το κουρουτλάι (εθνοσυνέλευση) που είχε συγκαλέσει το κόμμα, για να διακόψει κάθε προσπάθεια δημιουργίας αυτονομίας στην Κριμαία. Αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση στην Κριμαία παράνομων ένοπλων τμημάτων μουσουλμάνων υπό την καθοδήγηση του «κοκκινοπράσινου» Γραφείου του ΚΚΡ (μπ.). Κατά την απελευθέρωση της Κριμαίας από τον Βράγκελ, το Νοέμβρη του 1920, ανάμεσα στους μαχητές του Μ. Β. Φρούνζε ενεργούσε ένα σύνταγμα ιππικού των Τατάρων της Κριμαίας. Έτσι ακριβώς, όπως η διάλυση, νωρίτερα το 1919, από τον Κολτσάκ των μουσουλμανικών στρατιωτικών σχηματισμών οδήγησε στο πέρασμα πολλών από αυτά στην πλευρά των μπολσεβίκων.

Παρόμοιες διαδικασίες συνέβησαν στο Κουμπάν και στο Βόρειο Καύκασο, όπου λάμβανε αναπόδραστα χώρα μια διάσπαση κι έπειτα μια ευθεία αντιπαράθεση του τμήματος των Κοζάκων, που επιθυμούσε τη δημιουργία αυτόνομης δημοκρατίας, και των ορεσίβιων λαών με τους Αρμένιους του Ντενίκιν και, αργότερα, του Βράγκελ στα 1918-1920, πράγμα που αποτέλεσε την αιτία της κατάρρευσης των μετόπισθεν κι έπειτα και του ίδιου του μετώπου των αντεπαναστατικών δυνάμεων του Νότου της Ρωσίας. Στην ίδια παγίδα έπεσαν και οι στρατοί των Λευκών στην Ουκρανία, πολεμώντας με τα στρατεύματα του Πετλιούρα, αφού επιπλέον αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν την παρουσία ενός ανεξάρτητου πολωνικού κράτους.

Η απροθυμία των μοναρχικά διακείμενων λευκών Ρώσων στρατηγών ήταν σημαντική για την απόφαση του «προϊστάμενου» της Πολωνίας Πιλσούντσκι για παροχή στρατιωτικής υποστήριξης στην εκστρατεία του Ντενίκιν εναντίον της Μόσχας, το φθινόπωρο του 1919. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στους μπολσεβίκους να τραβήξουν δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού από τα δυτικά σύνορα της ΣΟΣΔΡ και να τις συγκεντρώσουν για τη συντριβή των λευκών κοζάκικων συμμοριών του αταμάνου Μάμοντοφ. Με τη σειρά της η εκστρατεία των πολωνικών στρατευμάτων την άνοιξη, πια, του 1920 και η κατάληψη ενός μέρους της Ουκρανικής ΣΣΔ και της Λευκορωσικής ΣΣΔ μετατράπηκε κι αυτή σε ήττα λόγω της εθνικής καταπίεσης και της επιβολής των κυρίων Λευκών πάνω στους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους.

Σήμερα λίγο φως ρίχνεται στη σημασία που είχε για την τελική νίκη η συμμετοχή στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού των εθνικών και διεθνιστικών τμημάτων Κορεατών και Κινέζων εργατών, που πολέμησαν σε όλα τα μέτωπα, των λετονικών, εσθονικών και φιλανδέζικων συνταγμάτων, του ιππικού της Μπασκιρίας και των ταταρικών μεραρχιών, όπως και των τμημάτων των πρώην αιχμαλώτων από τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.

Τα εθνικά τμήματα του ΚΚΡ (μπ.), περιλαμβανομένων κι εκείνων που απαρτίζονταν από Γερμανούς και Ούγγρους αιχμαλώτους πολέμου, έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο στη διαμόρφωση της στελεχιακής βάσης διάφορων κομμουνιστικών κομμάτων, για παράδειγμα του ουγγρικού, που με επικεφαλής τον Μπέλα Κουν, το Μάρτη του 1919, πήρε μέρος στη δημιουργία της Σοβιετικής Δημοκρατίας στη Βουδαπέστη. Αυτό λοιπόν δείχνει ακόμα μια φορά ότι το ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης και αυτοδιάθεσης και τα θέματα της διεθνούς επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο ήταν για τους μπολσεβίκους αξεχώριστα.

Αυτά τα τμήματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στην προπαγάνδα ανάμεσα στους στρατιώτες των χωρών επεμβασιών της Αντάντ στην Οδησσό, τον Αρχάγγελο, το Βλαντιβοστόκ. Αυτή η δουλειά της επαναστατικής διάβρωσης των ξένων στρατευμάτων έγινε με τόση επιτυχία, που μετά από μια σειρά εξεγέρσεις στο στόλο και την άρνηση ν’ ανοίξουν πυρ στο μέτωπο, οι Γάλλοι και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν ν’ ανακαλέσουν τα στρατιωτικά τμήματά τους στα τέλη του 1919. Αυτό, σε συνδυασμό με τη διεθνή καμπάνια αλληλεγγύης των συνδικάτων από τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία και άλλες χώρες, καθόρισε την πλήρη αποτυχία της ξένης επέμβασης.

Οι εθνικές επιτροπές του λαϊκού επιτροπάτου Εθνοτήτων, από κοινού με τα κομματικά και στρατιωτικά όργανα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση των Σοβιετικών Δημοκρατιών της Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας στα τέλη του 1918 - αρχές του 1919. Ξεχωριστά κομισαριάτα δημιουργήθηκαν και για τους μουσουλμανικούς λαούς, βοηθώντας τους στην ενδυνάμωση των αυτόνομων δημοκρατιών. Εδώ έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο ο Λένιν, που τόνιζε συνεχώς την ανάγκη υποστήριξης των διαδικασιών δημιουργίας εθνικών κρατικών σχηματισμών, ακόμα και την περίοδο της μεγαλύτερης όξυνσης του εμφύλιου πολέμου.

Από το φθινόπωρο του 1918, ο Λένιν σε μια συζήτηση μ’ έναν παράγοντα του επαναστατικού κινήματος του Αζερμπαϊτζάν, τον Νταντάς Μπουνιατζάντε, έλεγε ότι «η απώλεια των 26 κομισαρίων με επικεφαλής τον Στεπάν δεν πρέπει να σταματήσει τη δουλειά που αρχίσαμε, πρέπει να ξανασυγκεντρώσουμε δυνάμεις και να ξαναδιαπαιδαγωγήσουμε τους εξαπατημένους από τους μενσεβίκους και τους εσέρους εργάτες και αγρότες του Αζερμπαϊτζάν και να τους απελευθερώσουμε» [7]. Τότε, ο Μπουνιατζάντε ανακοίνωσε στον Λένιν ότι οι Αζέροι κομμουνιστές έχουν διάφορες απόψεις σχετικά με το μέλλον της κρατικής δομής της Δημοκρατίας. Κάποιοι είναι υπέρ της δημιουργίας Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στο Αζερμπαϊτζάν, άλλοι προτείνουν να διαιρεθεί το Αζερμπαϊτζάν σε κυβερνεία και άλλοι να ενωθεί με τη ΣΟΣΔΡ. Ο Μπουνιατζάντε θυμίζει: «Ο Ιλίτς είπε ευθέως γι’ αυτό το θέμα ότι η πρώτη γνώμη για τη δημιουργία αυτοτελούς Δημοκρατίας είναι σωστή, ενώ η δεύτερη είναι αποικιακή και βλακώδης.» [8]

Η παράνομη κομματική συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων του Μπακού, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Μάη 1919, έριξε το σύνθημα του «Ανεξάρτητου Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν», σε αντιπαράθεση με τη θέση για ανεξαρτησία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η μπολσεβίκικη εφημερίδα Φουγκαρά σαντασί (Φωνή της φτωχολογιάς) ανακοίνωνε στις 17 Αυγούστου ότι η ιδέα δημιουργίας της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν έχει εγκριθεί από τον Λένιν. Όπως γράφει ο Ισαάκ Μιντς: «Το σύνθημα “Ανεξάρτητο Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν” βοηθούσε στην κινητοποίηση πλατιών μαζών Αζέρων εργατών και αγροτών στην πάλη για την εξουσία των Σοβιέτ, στην αποκάλυψη των μουσαβατιστών ως εκπροσώπων του ξένου ιμπεριαλισμού και προδοτών των εθνικών συμφερόντων του αζερικού λαού.» [9]

Ανάλογη θέση είχαν οι μπολσεβίκοι και κατά τη δημιουργία της Ουκρανικής ΣΣΔ και της Λευκορωσικής ΣΣΔ, σε αντίβαρο των εθνικιστικών μορφωμάτων των ντόπιων μενσεβίκων που πήραν στρατιωτική και πολιτική στήριξη αρχικά από το γερμανικό ιμπεριαλισμό κι έπειτα από τις χώρες της Αντάντ. Όλα αυτά τα γεγονότα μας επιτρέπουν να πούμε ότι το εθνικό πρόγραμμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος και η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας στην υπόθεση της ανεπιφύλακτης και άμεσης εξασφάλισης του δικαιώματος των λαών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας για αυτοδιάθεση έπαιξαν τον αποφασιστικό ρόλο στο πολιτικό κέρδισμα των μαζών των εθνικών περιοχών, στην τελειωτική νίκη επί των δυνάμεων της αντεπανάστασης, στη διεύρυνση και διάδοση της εθνικοαπελευθερωτικής και της επαναστατικής πάλης στις χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.

Το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού (1920)

Οι μάχες δεν είχαν ακόμα τελειώσει στα μέτωπα του εμφύλιου πολέμου, όταν το Σεπτέμβρη του 1920 έγινε δυνατό να συγκληθεί το 1ο Συνέδριο των λαών της Ανατολής, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι και πολλών άλλων χωρών. Η απόφαση διεξαγωγής αυτού του συνεδρίου στο Μπακού πάρθηκε στα τέλη Ιούλη του 1920 από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την ΚΕ του ΚΚΡ (μπ.). Δημιουργήθηκε οργανωτικό γραφείο για την προετοιμασία του συνεδρίου, στο οποίο συμμετείχαν οι Σεργκό Ορτζονικίτζε, Γιελένα Στάσοβα, Ναριμάν Ναριμάνοφ και Ασότ Μικογιάν.

Ήταν ένα συνέδριο όχι μόνο κομμουνιστών, αλλά και εξωκομματικών εθνικών παραγόντων με αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις, εκπροσώπων των πλατιών μαζών των εργαζόμενων και των οργανώσεών τους. Σε αυτό πήραν μέρος αντιπρόσωποι 37 εθνοτήτων, περιλαμβανομένων του Αφγανιστάν, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Περσίας, της Κίνας, της Κορέας, της Συρίας, της Τουρκίας και άλλων χωρών. Το ένα τρίτο δεν ήταν κομμουνιστές. Ήταν μια σημαντική δουλειά των μπολσεβίκων για την προσέλκυση εκπροσώπων της νεανικής διανόησης των καταπιεζόμενων λαών, που αργότερα έγιναν ιδρυτές κομμουνιστικών κομμάτων ή φιλικών προς την ΕΣΣΔ οργανώσεων στις χώρες τους.

Ο Ου. Φόστερ περιγράφει τα γεγονότα ως εξής: «Λίγο μετά από το Συνέδριο της Διεθνούς, το Σεπτέμβρη του 1920, πραγματοποιήθηκε η συνδιάσκεψη των αποικιακών λαών στο Μπακού, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι 37 εθνών. Η συνδιάσκεψη ονομάστηκε Συνέδριο των λαών της Ανατολής. Ανάμεσα στους 1.891 αντιπροσώπους βρίσκονταν 235 Τούρκοι, 192 Πέρσες, 157 Αρμένιοι, 100 Γεωργιανοί, πολλοί Κινέζοι, Ινδοί κι εκπρόσωποι άλλων λαών. Τα τρία σημαντικά ψηφίσματα του Συνεδρίου εξέφραζαν τη γενική λενινιστική γραμμή σχετικά με την αντιιμπεριαλιστική πάλη στις αποικίες. Εκλέχτηκε συμβούλιο αποτελούμενο από 47 μέλη που εκπροσωπούσαν 20 εθνότητες κι εκδόθηκε η εφημερίδα Λαοί της Ανατολής.» [10]

Το Συνέδριο, υπό την προεδρία των Γ Ζινόβιεφ και Κ. Ράντεκ, που εκπροσωπούσαν την ΚΕ του ΚΚΡ (μπ.), συνεδρίαζε επί μία βδομάδα και πήρε σειρά σημαντικών αποφάσεων, εξέφρασε τη συμφωνία του με τις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, που είχε πραγματοποιηθεί τον προηγούμενο μήνα, για το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα. Υπερψηφίστηκε και σε σύντομο διάστημα δημοσιεύτηκε έκκληση προς τους λαούς της Ανατολής με κάλεσμα πάλης εναντίον των αποικιοκρατών κι έκκληση προς τους λαούς της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας, με το κάλεσμα να στηρίξουν το απελευθερωτικό κίνημα των λαών της Ανατολής. Στο συνέδριο μίλησαν εκπρόσωποι κομμουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης και της Αμερικής: Ο Μπέλα Κουν (Ουγγαρία), ο Τζον Ριντ (ΗΠΑ), ο Τόμας Κουέλτς (Αγγλία), ο Ροσμέρ (Γαλλία), εκπρόσωποι πολλών λαών της Ανατολής.

Ο Λένιν έδειξε υψηλή εκτίμηση γι’ αυτό το συνέδριο. Στην ομιλία του στις 15 Οκτώβρη 1920, στη συνεδρίαση των αντιπροσώπων των επαρχιακών, ενοριακών και αγροτικών εκτελεστικών επιτροπών του κυβερνείου της Μόσχας, αναφερόμενος στο 2ο Συνέδριο της Διεθνούς και στο Συνέδριο των λαών της Ανατολής στο Μπακού, σημείωσε ότι: «Τα διεθνή αυτά συνέδρια είναι εκείνα που συσπείρωσαν τους κομμουνιστές κι έδειξαν πως σε όλες τις πολιτισμένες χώρες και σε όλες τις καθυστερημένες ανατολικές χώρες η μπολσεβίκικη σημαία, το Πρόγραμμα του μπολσεβικισμού, ο τρόπος δράσης των μπολσεβίκων αποτελούν για τους εργάτες όλων των πολιτισμένων χωρών, για τους αγρότες όλων των καθυστερημένων αποικιακών χωρών τη σημαία της σωτηρίας, τη σημαία της πάλης, έδειξαν ότι πραγματικά η Σοβιετική Ρωσία στα τρία αυτά χρόνια όχι μόνο απέκρουσε εκείνους που επιτέθηκαν ενάντιά της για να την πνίξουν, αλλά και κατάκτησε τις συμπάθειες των εργαζόμενων όλου του κόσμου, έδειξαν πως όχι μόνο συντρίψαμε τους εχθρούς μας, αλλά και κερδίσαμε και κερδίζουμε συμμάχους, όχι μέρα με τη μέρα, αλλά ώρα με την ώρα.» [11]

Στη συνέχεια, το Γενάρη του 1922, συγκλήθηκε στη Μόσχα το 1ο Συνέδριο των Εργαζόμενων της Άπω Ανατολής. Το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ) της Διεθνούς, που δημιουργήθηκε το 1921 στη Μόσχα, ετοίμασε χιλιάδες πολιτικούς καθοδηγητές για τους αποικιακούς λαούς. Σε διαφορετικές χρονιές, στο ΚΟΥΤΒ, που διαλύθηκε το 1938, σπούδασαν εκπρόσωποι 73 εθνοτήτων από δεκάδες χώρες του κόσμου.

Ο ρόλος αυτής της εκδήλωσης του 1920 στο Μπακού είναι δύσκολο ν’ αποτιμηθεί. Μετά ακριβώς από το Συνέδριο των λαών της Ανατολής, σε όλες τις αποικίες άρχισε η διαδικασία δημιουργίας κομμουνιστικών κομμάτων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα στο Ισραήλ ιδρύθηκε το 1919, στην Τουρκία και την Ινδονησία το 1920, στην Κίνα το 1921, στην Ιαπωνία το 1922, στη Μαλαισία το 1926, στο Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες το 1930, στην Ινδία το 1933, στη Βιρμανία το 1941. Κομμουνιστικά κόμματα έκαναν την εμφάνισή τους και σε πολλές άλλες χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, όμως πολλά από αυτά βρίσκονταν στην παρανομία' σε όλες αυτές τις χώρες ξεδιπλώθηκε δραστήρια δουλειά για τη δημιουργία και την ανάπτυξη εργατικών σωματείων. Ταυτόχρονα, με τη βοήθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προχωρούσε η ίδρυση κομμουνιστικών κομμάτων στις μισοαποικίες της Λατινικής Αμερικής.

Μεταξύ των 21 όρων εισόδου στη Διεθνή, της 30 Ιούλη 1920, που επεξεργάστηκε ο Λένιν, αναφερόταν ότι ένα κόμμα που επιθυμεί ν’ ανήκει στη Γ' Διεθνή «είναι υποχρεωμένο να ξεσκεπάζει αμείλικτα τις μηχανορραφίες των ιμπεριαλιστών “του” στις αποικίες, να υπερασπίζει όχι με λόγια, αλλά με έργα κάθε απελευθερωτικό κίνημα των αποικιών, ν’ απαιτεί το διώξιμο των ιμπεριαλιστών της χώρας του από τις αποικίες αυτές…». [12]

Παράλληλα, στη διεθνή αρένα η σοβιετική κυβέρνηση ανοιχτά και με οργή τοποθετούνταν εναντίον της συνωμοσίας των ιμπεριαλιστών των χωρών της Αντάντ και των ΗΠΑ, μετά από το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, στην υπόθεση του ξαναμοιράσματος των αποικιών στην Ασία και τη Μέση Ανατολή. Το ΣΛΕ ενέκρινε το 1920 μια ανακοίνωση καταδίκης του συστήματος της αρμοστείας για τις πρώην γερμανικές και τουρκικές αποικίες, ως απαράδεκτου στοιχείου στο σύστημα των διεθνών σχέσεων: «Και όταν μιλάνε για ανάθεση εντολών πάνω στις αποικίες, ξέρουμε θαυμάσια πως πρόκειται για ανάθεση εντολών διαρπαγής, ληστείας, πως αυτό είναι χορήγηση δικαιωμάτων σ’ ένα μηδαμινό τμήμα του πληθυσμού της Γης να εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία του πληθυσμού της Υδρογείου.» [13]

Αυτές οι πράξεις της σοβιετικής κυβέρνησης και του ΡΚΚ (μπ.) συνέβαλαν στη διάσπαση της απομόνωσης και του αποκλεισμού γύρω από τη ΣΟΣΔΡ και στο κλείσιμο συμφωνιών το 1919-1921 με την Περσία, το Αφγανιστάν και την Τουρκία. Ο Ι. Β. Στάλιν εκτιμούσε σωστά την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ανατολή, όταν το 1921 έγραφε στο έργο Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η εθνική πολιτική των Ρώσων κομμουνιστών: «Η ριζική βελτίωση της στάσης της Τουρκίας, της Περσίας, του Αφγανιστάν, των Ινδιών και των άλλων ανατολικών χωρών απέναντι στη Ρωσία, που προηγούμενα θεωρούνταν φόβητρο γι’ αυτές τις χώρες, αποτελεί ένα γεγονός που δεν τολμά να το αμφισβητήσει σήμερα ούτε κι ένας τόσο τολμηρός πολιτικός σαν το λόρδο Κόρζον.» [14]

Ο νέος χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της κεμαλικής Τουρκίας άλλαξε ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή. Αυτό θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει η απαίτηση του πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας Ν. Λόιντ-Τζορτζ προς τη σοβιετική πλευρά να πάψει να στηρίζει τους κεμαλικούς, απαίτηση που ήγειρε στις εμπορικές διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του 1920, ως μια από τις «προϋποθέσεις εμπορικών σχέσεων».

Όπως έγραφε ο Γ Αστάχοφ στο έργο του Από το σουλτανάτο προς τη δημοκρατική Τουρκία το 1926: «Ο προσανατολισμός προς τη Σοβιετική Ρωσία επαληθεύτηκε ακόμα και στα μάτια εκείνων των στοιχείων που αρχικά έβλεπαν “τη συμμαχία με τους μπολσεβίκους” με αντιπάθεια. Σήμερα κάθε αγρότης γνωρίζει για τη βοήθεια που έδωσε και δίνει η Σοβιετική Ρωσία στο εθνικό κίνημα της Ανατολίας. Η πολιτική υποστήριξη από την πλευρά της Σοβιετικής Ρωσίας, που εκφράστηκε ιδιαίτερα γλαφυρά στην απαίτησή μας να προσκληθεί η Τουρκία στη διάσκεψη της Γένοβα, είναι σαφέστατη. Έχει επίσης γίνει κατανοητή και η διαφορά μεταξύ της παλιάς Ρωσίας, που ονειρευόταν τα Δαρδανέλια, και της νέας, που απαρνήθηκε την άνευ όρων παράδοση, τα χρέη και ακόμα κι ένα μέρος των εδαφών της. Όπως σημείωνε η ημιεπίσημη Χακιμιέτ-Μιλιέ, «ο Ρώσος μουζίκος έτεινε το ροζιασμένο του χέρι στον Τούρκο αγρότη. Οι δυο λαοί γνωρίστηκαν και ξεσηκώθηκαν ενάντια στον κοινό εχθρό.» [15]

Οι ηγέτες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, που δεν είχαν καμία σχέση με τη μαρξιστικολενινιστική θεωρία, δεν μπορούσαν παρά να βλέπουν στους μπολσεβίκους τους συμμάχους τους. Έτσι, η συριακή επιτροπή ενοποίησης των Αράβων, το Δεκέμβρη του 1920, ανακοίνωνε: «Η κυβέρνηση του Λένιν και των φίλων του και η Μεγάλη Επανάσταση που αυτοί ξεσήκωσαν για την απελευθέρωση της Ανατολής από την καταπίεση των Ευρωπαίων τύραννων εκτιμάται από τους Άραβες ως μια μεγάλη δύναμη, ικανή να τους προσφέρει ευτυχία και ευημερία. Η ευτυχία και η ηρεμία όλου του κόσμου εξαρτάται από τη συμμαχία των Αράβων και των μπολσεβίκων ... Ζήτω ο Λένιν, οι σύντροφοί του και η σοβιετική εξουσία! Ζήτω η συμμαχία όλου του Ισλάμ με τους μπολσεβίκους!» [16]

Όντας υπό την επιρροή των ίδιων διαθέσεων, ο διαπρεπής ιδεολόγος του αραβικού εθνικισμού και ηγέτης των Σύρων Δρούζων εμίρης Σακίμπ Αρσλάν το 1927 αναγνώριζε ότι «ο Λένιν ήταν ο πρώτος που εμφύσησε στο προλεταριάτο το αίσθημα της αδελφικής φιλίας προς τους λαούς των αποικιών και οι κομμουνιστές ήταν οι πρώτοι που διέδωσαν αυτήν την ιδέα και την εφάρμοσαν στην πράξη». [17]

Η συζήτηση για την αυτονομία και η δημιουργία της ΕΣΣΔ

Ο διεθνισμός των μπολσεβίκων δεν ήταν διακηρυκτικός κι εφαρμοζόταν με αυστηρότητα και καθημερινά στην πράξη στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όλης της εξωτερικής κι εσωτερικής πολιτικής. Η θέση αρχής του Λένιν εκφραζόταν με μεγαλύτερη πληρότητα στη συζήτηση για την παροχή αυτονομίας, δηλαδή για τα θέματα της περαιτέρω εξέλιξης της ένωσης των Σοβιετικών Δημοκρατιών, που εμφανίστηκαν στα ερείπια της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο πρώτος ηγέτης του σοβιετικού κράτους μιλούσε τότε ανοιχτά εναντίον των οπαδών της μείωσης των δικαιωμάτων των εθνικών δημοκρατιών: Της Ουκρανικής ΣΣΔ, της ΣΣΔ Υπερκαυκασίας, της ΣΣΔ Λευκορωσίας, και της ένταξής τους ως αυτόνομων στη σύνθεση της ΣΟΣΔΡ.

Ο ίδιος ο όρος «αυτονομία» εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα της δουλειάς της επιτροπής, που δημιουργήθηκε με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΡ (μπ.) τον Αύγουστο του 1922 για την επεξεργασία πρότασης για την ένωση σε ενιαίο κράτος των ανεξάρτητων Σοβιετικών Δημοκρατιών. Στις εργασίες της επιτροπής συμμετείχαν οι: Ι. Στάλιν (πρόεδρος, λαϊκός επίτροπος Εθνοτήτων), Γ Ι. Πετρόφσκι, Α. Φ. Μιασνικόφ, Σ. Μ. Κίροφ, Γ Κ. Ορτζονικίτζε, Β. Μ. Μόλοτοφ, Α. Γ Τσερβιακόφ κ.ά. Το σχέδιο αυτονομίας, που πρότεινε ο Στάλιν κι έγινε δεκτό από την επιτροπή, πρότεινε ν’ ανακηρυχτεί η ΕΣΣΔ κράτος, στο οποίο συμμετέχουν με δικαιώματα αυτόνομων δημοκρατιών οι ΟυΣΣΔ, ΛΣΣΔ, ΣΣΔΥ και, αντίστοιχα, τα ανώτερα όργανα εξουσίας και διεύθυνσης στη χώρα να είναι η Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων και το Συμβούλιο Εργασίας και Άμυνας της ΣΟΣΔΡ.

Εν τω μεταξύ, οι τρέχουσες σχέσεις εκείνης της περιόδου μεταξύ των ανεξάρτητων Δημοκρατιών στηρίζονταν στη βάση ισότιμων διαπραγματεύσεων και στρατιωτικοπολιτικών και οικονομικών συμμαχιών. Τα καθήκοντα ενίσχυσης της άμυνας, της αποκατάστασης και περαιτέρω ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ανόδου όλων των εθνοτήτων απαιτούσαν μια στενότερη συσπείρωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών σ’ ένα ενιαίο πολυεθνικό κράτος. Το ζήτημα της πολιτικής μορφής του πολυεθνικού σοβιετικού σοσιαλιστικού κράτους ήταν το κύριο θέμα της δουλειάς της επιτροπής της ΚΕ του Κόμματος.

Ο Β. Ι. Λένιν, αφού ενημερώθηκε για τα υλικά της επιτροπής και συζήτησε με σειρά συντρόφων, έστειλε στις 26 Σεπτέμβρη 1922 ένα γράμμα στα μέλη του ΠΓ του ΚΚΡ (μπ.), στο οποίο έκανε κριτική από θέσεις αρχής στο σχέδιο αυτονομίας του Στάλιν, πρόβαλε και τεκμηρίωσε την ιδέα δημιουργίας ενός ενωσιακού κράτους στη βάση της πλήρους ισότητας όλων των ανεξάρτητων Σοβιετικών Δημοκρατιών: «Εμείς αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ισότιμο με τη ΣΣΔ Ουκρανίας κ.ά. και μαζί και στο ίδιο επίπεδο με αυτές προσχωρούμε στη νέα ένωση, στη νέα Ομοσπονδία», έγραφε ο Λένιν. Υπογράμμιζε ότι δεν πρέπει να καταργηθεί η ανεξαρτησία των Δημοκρατιών, «αλλά να δημιουργούμε ακόμα ένα νέο όροφο, την Ομοσπονδία των ισότιμων Δημοκρατιών». [18]

Στις 6 Σεπτέμβρη 1922, ο Λένιν έστειλε στο ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος ένα σημείωμα, στο οποίο επέμενε κατηγορηματικά στην ισότιμη εκπροσώπηση όλων των ενωσιακών Δημοκρατιών στην ηγεσία της κοινής ομοσπονδιακής ΚΕΕ. Το σχέδιο του Λένιν για τη δημιουργία της ΕΣΣΔ βασιζόταν στο νέο σχέδιο της επιτροπής, που εισηγήθηκε ο Στάλιν και εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΡ (μπ.) στις 6 Οκτώβρη 1922.

Ο Λένιν επανήλθε στην κριτική του σχεδίου αυτονόμησης σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα -«Για το ζήτημα των εθνοτήτων ή για την αυτονόμηση». Ο Λένιν έγραφε ότι «.. .όλο αυτό το σχέδιο της “αυτονόμησης” ήταν ριζικά λαθεμένο και άκαιρο, [19] ότι μπορεί να προκαλέσει μόνο ζημιά, διαστρέφοντας στο πνεύμα του “μεγαλοκρατικού σοβινισμού” τις ιδέες της ένωσης των Σοβιετικών Δημοκρατιών». Το σχέδιο παραβίαζε την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών, παρέχοντας στις ανεξάρτητες Δημοκρατίες μόνο το δικαίωμα της αυτόνομης ύπαρξης στα όρια της ΕΣΣΔ.

Ο Λένιν ήταν κατά του υπερβολικού συγκεντρωτισμού στα ζητήματα της ένωσης, απαιτούσε τη μέγιστη προσοχή στη λύση των θεμάτων της εθνικής πολιτικής. Η ένωση των Δημοκρατιών, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να γίνει με εκείνη τη μορφή που θα εξασφάλιζε πραγματικά την ισοτιμία των εθνών, θα ενίσχυε την κυριαρχία κάθε ενωσιακής Δημοκρατίας: «Πρέπει να διαφυλάξουμε και να δυναμώσουμε την ένωση των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών», έγραφε ο Λένιν, «για το μέτρο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία. Αυτό μας χρειάζεται, όπως χρειάζεται επίσης στο παγκόσμιο κομμουνιστικό προλεταριάτο στην πάλη του ενάντια στην παγκόσμια αστική τάξη και για την υπεράσπισή του από τις μηχανορραφίες της.» [20]

Το γράμμα του Λένιν διαβάστηκε στη συνεδρίαση των επικεφαλής των αντιπροσωπιών του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΡ (μπ.), τον Απρίλη του 1923. Οι υποδείξεις του έγιναν βάση της απόφασης του Συνεδρίου: «Για το εθνικό ζήτημα».

Τελικά, στο ενωσιακό κέντρο παρέμειναν οι λειτουργίες της γενικής εξωτερικής πολιτικής, του γενικού οικονομικού χώρου, της οικοδόμησης ενιαίων ένοπλων δυνάμεων. Επίσης καθιερώθηκε ενιαία ενωσιακή υπηκοότητα. Στις ενωσιακές αρχές δινόταν προτεραιότητα στην επίλυση σειράς ζητημάτων της εσωτερικής πολιτικής. Ο Λένιν πέτυχε ακόμα να περιληφθεί η θέση για το δικαίωμα των Δημοκρατιών για αυτοδιάθεση κι έξοδο από τη σύνθεση της Ένωσης, που τόσο ενόχλησε τον Πούτιν το Γενάρη του 2016. Στις 30 Δεκέμβρη του 1922, υπογράφτηκε τελικά η συμφωνία της ένωσης...

Στην ίδια την ΕΣΣΔ, σε διαφορετικές περιόδους, εμφανίστηκαν νέες ανεξάρτητες ενωσιακές Δημοκρατίες: Καρελο-Φιννική ΣΣΔ, ΣΣΔ Μολδαβίας, ΣΣΔ Καζακστάν, ΣΣΔ Κιργιζίας, ΣΣΔ Τατζικιστάν, ΣΣΔ Τουρκμενίας. Το 1940, αποκαταστάθηκε η σοβιετική εξουσία στις Χώρες της Βαλτικής: ΣΣΔ Εσθονίας, ΣΣΔ Λετονίας, ΣΣΔ Λιθουανίας, ενώ στη σύνθεση της ΣΟΣΔΡ και των ενωσιακών Δημοκρατιών δημιουργήθηκε επίσης πλήθος νέων εθνικών αυτόνομων σχηματισμών, περιφερειών και περιοχών. Ως αποτέλεσμα της μπολσεβίκικης εθνικής πολιτικής, πάνω από εκατό λαοί κι εθνότητες απέκτησαν δική τους γραφή, παιδεία, λογοτεχνία, τέχνη, επιστήμη και τη δυνατότητα αυτοτελούς ανάπτυξης.

Η δημιουργία, αρχικά της ΣΟΣΔΡ κι έπειτα της ΕΣΣΔ, αποτέλεσε συνολικά μια ιστορικά απίθανη ώθηση στην πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη όλων των λαών της πρώην Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα των εσχατιών της (εθνικών περιοχών), στην ένταξη όλων τους στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Σε διεθνή κλίμακα αυτό το γεγονός αποτέλεσε απόσπαση ενός ολόκληρου κρίκου με μέγεθος το 1/6 της επιφάνειας της ξηράς από την αλυσίδα των χωρών του παγκόσμιου καπιταλισμού κι έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της απελευθέρωσης των εργαζόμενων και των καταπιεζόμενων λαών σε όλο τον κόσμο.

Η ιστορία της κινεζικής επανάστασης του 1949, της αντιαποικιακής επανάστασης των δεκαετιών 1950-1970 και των εθνικών επαναστατικών κινημάτων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα δείχνει παραστατικά την ιστορική και πολιτική δύναμη των ιδεών του μπολσεβικισμού, που συνέβαλαν στην καταστροφή των παλιών αυτοκρατοριών και όλου του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος. Η ίδια η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης εξασφάλιζε σε διεθνή κλίμακα το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, που αργότερα περιλήφθηκε στο καταστατικό του ΟΗΕ. Ως αποτέλεσμα της μεγάλης ώθησης που δόθηκε τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία, τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Γης απέκτησαν την εθνική τους ανεξαρτησία και κρατική οντότητα.

Στη συνέχεια, τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ανατολική Ευρώπη, μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προσπάθησαν ν’ αξιοποιήσουν την πείρα της δημιουργίας της Ένωσης Δημοκρατιών από τους μπολσεβίκους, κάτι που εκφράστηκε στην εμφάνιση της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, στις προσπάθειες δημιουργίας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας από τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και τη Ρουμανία. Αυτό δείχνει ακόμα μια φορά ότι, μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από τους εργαζόμενους, ανοίγει ένα πρωτοφανές πεδίο, τόσο για την εθνική ανάπτυξη όσο και για τη διαμόρφωση ελεύθερων ομοσπονδιών ισότιμων δημοκρατιών.

Ακόμα και μετά από τη νίκη της αντεπανάστασης και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, η πετυχημένη εμπειρία των Ρώσων μπολσεβίκων θα είναι πάντα ένα ελκυστικό παράδειγμα για τους εργαζόμενους, τους καταπιεζόμενους λαούς και τις μελλοντικές γενιές των επαναστατών. Τα συμπεράσματα που έβγαλε ο Λένιν και οι συνεργάτες του, σχετικά με τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ως αντιδραστικής ένωσης των καπιταλιστών, βρίσκουν τώρα την αντανάκλασή τους στη σύγχρονη πολιτική και στο παράδειγμα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αστική προπαγάνδα εναντίον της λενινιστικής εθνικής πολιτικής στη σύγχρονη Ρωσία

Μετά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού, στη σύγχρονη Ρωσία και στις Δημοκρατίες της ΚΑΚ γίνεται συνεχής δουλειά για την εξάλειψη όλων των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησαν οι μπολσεβίκοι, περιλαμβανομένης και της εθνικής σφαίρας. Έτσι, στις 21 Γενάρη 2016, στη συνεδρίαση που ήταν αφιερωμένη στην ανάπτυξη της επιστήμης στη Μόσχα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν επιτέθηκε στον Λένιν, ονομάζοντάς τον καταστροφέα της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτήν τη θέση την επανέλαβε μετά από μερικές μέρες κατά τη σύνοδο των καθοδηγητών και ακτιβιστών των τμημάτων του «Λαϊκού Μετώπου» στο Σότσι.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι έβαλαν, δήθεν, κάτω από το οικοδόμημα της Ρωσίας μια «ατομική βόμβα» με τη μορφή της νέας εθνικής πολιτικής την περίοδο της συζήτησης για την «αυτονομία» τη δεκαετία του 1920, παραχωρώντας ίσα δικαιώματα στις εθνικές περιοχές της πρώην Αυτοκρατορίας και την ελευθερία δημιουργίας εθνικών κρατικών σχηματισμών με τη δυνατότητα απόσχισης. Η εθελοντική Ένωση δημιουργήθηκε, όπως αποδεικνύεται, σε βάρος των συμφερόντων της Ρωσίας και των Ρώσων και τελικά καταστράφηκε.

Ένα ακόμα «έγκλημα» του θεμελιωτή της ΕΣΣΔ, κατά τα λεγόμενα του Πούτιν, ήταν ότι διέκοψε τη συνέχεια της ανάπτυξης της χώρας, καταστρέφοντας το νεαρό αναπτυσσόμενο καπιταλισμό, και πραγματοποίησε ανελέητες διώξεις εναντίον του κλήρου, της Αυλής και της διανόησης, σκοτώνοντας την τσαρική οικογένεια και άλλους εκπροσώπους της δυναστείας των Ρομανόφ. Για το Κρεμλίνο δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνες και ουτοπικές οι ιδέες για «παγκόσμια επανάσταση». Στην ουσία, κατά τη γνώμη του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, για όλα τα κακά φταίει η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και συνεπώς οι ηγέτες της, που έσπρωξαν τις λαϊκές μάζες στο δρόμο των ανεύθυνων πειραματισμών.

Οι επιθέσεις αυτού του είδους εναντίον του πρώτου ηγέτη του σοβιετικού κράτους δεν είναι τυχαίες, επειδή ακριβώς αυτός και το μπολσεβίκικο κόμμα του αποτελούν την προσωποποίηση του προλεταριακού διεθνισμού, το επιτυχημένο παράδειγμα της δυνατότητας πραγματοποίησης επαναστατικών σοσιαλιστικών αλλαγών σε όφελος της πλειοψηφίας. Αλλά και η ίδια η ΕΣΣΔ υπήρξε ο αντίποδας της κατεστραμμένης Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ένα εργατικό κράτος με ισότιμη ένωση των Δημοκρατιών, με κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Οι εκ πρώτης όψεως παράλογες κατηγορίες εναντίον του Λένιν και των συνεργατών του έχουν στην πραγματικότητα ένα σοβαρό υπόστρωμα και βασίζονται στη σύγχρονη πολιτική του αναδυόμενου ρωσικού ιμπεριαλισμού, που ενδιαφέρεται για την αναθεώρηση των ιστορικών συμπερασμάτων της ανάπτυξης των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των αυτόνομων Δημοκρατιών που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ, με στόχο την αναθεώρηση των συνόρων τους και την αλλαγή του καθεστώτος που τις διέπει.

Ξεκινώντας τη συζήτηση για τη βλαπτικότητα της λενινιστικής εθνικής πολιτικής, που προκάλεσε δήθεν την καταστροφή της χώρας, ο Πούτιν σηκώνει το θέμα της βαθμιαίας αποκατάστασης του ενιαίου χαρακτήρα του κράτους και της κατάργησης των δικαιωμάτων των εθνικών αυτόνομων περιοχών στη σύνθεση της σημερινής Ρωσίας. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα πολιτικά, νομικά και πολιτιστικά ζητήματα, αλλά και το ζήτημα της αναδιανομής των πόρων και τη δυνατότητα ακόμα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών των περιοχών και των αυτόνομων Δημοκρατιών από τους Μοσχοβίτες ολιγάρχες.

Στις συνθήκες εντεινόμενου αποκλεισμού των κυρώσεων, πτώσης των διεθνών τιμών του πετρελαίου, όξυνσης της ενδοϊμπεριαλιστικής πάλης στη διεθνή αρένα για τις αγορές, για την πρόσβαση στις πηγές πρώτων υλών και, τέλος, της ανάγκης πολιτικής επιβίωσης, το Κρεμλίνο θα σπρώχνει σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ελευθεριών των αυτόνομων Δημοκρατιών, οι επικεφαλής των οποίων έχουν γίνει ήδη διορισμένοι. Αυτό δεν είναι πια ισότιμη ένωση λαών, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά συνειδητή καταπίεση και νέα υποδούλωση των περιοχών.

Τα γεγονότα στην Ουκρανία άλλαξαν το προηγούμενο στάτους κβο στο μετασοβιετικό χώρο. Άρχισαν να οξύνονται οι υπάρχουσες και να δημιουργούνται νέες συγκρούσεις μεταξύ των Δημοκρατιών, όπως, για παράδειγμα, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ τον Απρίλη φέτος. Μπορούμε να πούμε ότι η σταθερότητα των καθεστώτων της πρώην σοβιετικής Μέσης Ασίας, ακόμα και του φιλοτουρκικού Αζερμπαϊτζάν, άρχισε να υπονομεύεται.

Αυτό δείχνει ακόμα μια φορά ότι τη δεδομένη στιγμή η ιστορία της πάλης για εθνική απελευθέρωση, που είναι αδύνατη χωρίς πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, όπως και για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δεν έχει καθόλου τελειώσει, αλλά συνδέεται στενά με την πάλη για το σοσιαλισμό και, φυσικά, δεν έχει τίποτα κοινό με τα διάφορα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Η ζωτικότητα των μπολσεβίκικων ιδεών επαληθεύεται τώρα καθημερινά, όπως και η αναγκαιότητα μιας νέας επαναστατικής ανόδου των εργαζόμενων όλων των χωρών για την κοινωνική και πολιτική τους απελευθέρωση, για μια νέα, ισότιμη ένωση των λαών!


[1] Β. Ι. Λένιν, «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», Άπαντα, τόμ. 25, σελ. 270.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», Άπαντα, τόμ. 25, σελ. 287.

[3] Β. Ι. Λένιν, «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση», ό.π., τόμ. 30, σελ. 39.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Άπαντα, τόμ. 26, σελ. 360.

[5] Τζ. Χόσκινγκ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1991, σελ. 112, Μόσχα, 1994.

[6] Τζ. Χόσκινγκ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1991, σελ. 112, Μόσχα, 1994.

[7] Ιστορία του Αζερμπαϊτζάν, έκδ. της Ακαδημίας Επιστημών της ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν, μέρος 1, σελ. 182, Μπακού, 1963.

[8] Μ. Μ. Τρασκούνοφ, Κατόρθωμα στο όνομα του διεθνισμού. Από την ιστορία της επαναστατικής συνεργασίας των εργαζόμενων της Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας, 1917-1922, σελ. 123, Μεράνι, 1979.

[9] Ι. Ι. Μιντς, Η νίκη της σοβιετικής εξουσίας στην Υπερκαυκασία, σελ. 393, Μετσνιερέμπα, 1971.

[10] Ου. Φόστερ, Ιστορία των τριών Διεθνών, σελ. 182, Μόσχα, 1959.

[11] Β. Ι. Λένιν, «Λόγος στη σύσκεψη των προέδρων των Εκτελεστικών Επιτροπών», Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 357.

[12] Β. Ι. Λένιν, Θέσεις για το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 207-208.

[13] Β. Ι. Λένιν, Έκθεση στο ΙΙ Συνέδριο των κομμουνιστικών οργανώσεων των λαών της Ανατολής, ό.π., τόμ. 39, σελ. 327-328.

[14] Ι. Β. Στάλιν, Η επανάσταση του Οκτώβρη και η εθνική πολιτική των Ρώσων κομμουνιστών, Άπαντα, τόμ. 5, σελ. 129.

[15] Γ. Ατάχοφ, Από το σουλτανάτο στη δημοκρατική Τουρκία, σελ. 7-8, Μόσχα-Λενινγκράντ, 1926.

[16] Α. Μ. Βασίλιεφ, Η Ρωσία στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή: Από το μεσσιανισμό στον πραγματισμό, σελ. 14, Μόσχα, 1993.

[17] Ιστορία της Ανατολής, T.V., σελ. 44.

[18] Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με τη δημιουργία της ΕΣΣΔ», Άπαντα, τόμ. 45, σελ. 211-212.

[19] Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με το ζήτημα των εθνοτήτων ή της “αυτονόμησης”», ό.π., σελ. 356.

[20] Ό.π., σελ. 360.