Η πτώση της τσαρικής μοναρχίας στη Ρωσία, ως αποτέλεσμα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1917, έδειξε την πλήρη αδυναμία της ρωσικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων, στο πρόσωπο των συνταγματικών δημοκρατών, των δεξιών μενσεβίκων και των εσέρων, στο πλαίσιο της Προσωρινής Κυβέρνησης να λύσουν τα άμεσα ζητήματα της επανάστασης. Αυτό εκφραζόταν και στην πλήρη παράλυση των αρχουσών τάξεων, τόσο στο ζήτημα της ειρήνης όσο και στην υπόθεση της αγροτικής μεταρρύθμισης και της εξάλειψης των τάξεων, όσο και στην παροχή κρατικής ανεξαρτησίας και πλατιάς αυτονομίας στις εθνικές περιφέρειες.
Επιπλέον, τα εναλλασσόμενα υπουργεία αποτελούσαν από κοινού μια συλλογική κυβέρνηση του πολέμου για την πραγματοποίηση των καθηκόντων των ιμπεριαλιστικών καταλήψεων στο πλαίσιο της πρώην συμμαχίας των χωρών της Αντάντ και της συνέχισης με αντεπαναστατικούς στόχους της προηγούμενης πολιτικής της μοναρχίας σχετικά με την καταπίεση των λαών. Όμως οι πρωτοβουλίες τους δεν ήταν γραφτό να τελεσφορήσουν σε συνθήκες διάλυσης του στρατού και της αυτοκρατορίας, οικονομικής καταστροφής, δυαδικής εξουσίας που εκπροσωπούσε το απλωμένο σύστημα των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων. Στις αρχές Σεπτέμβρη, μετά από το ξέσπασμα της ανταρσίας του Κορνίλοφ, άρχισαν να κυριαρχούν στα Σοβιέτ οι μπολσεβίκοι, που προχώρησαν στη ρότα του νέου προγράμματος της πλήρους κατάληψης της εξουσίας από τα Σοβιέτ («Θέσεις του Απρίλη»), που επεξεργάστηκε ο Λένιν.
Οι μπολσεβίκοι διακήρυξαν άμεση ειρήνη, εθνικοποίηση και διανομή της γης, εργατικό έλεγχο, καμία εμπιστοσύνη στην αστική κυβέρνηση, αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης κι εγκαθίδρυσης εξουσίας των Σοβιέτ και, τέλος, ομοσπονδιοποίηση της χώρας. Έτσι, υπογραμμιζόταν ακόμα μια φορά ότι μόνο το νικηφόρο προλεταριάτο -που μετά από την κατάληψη της εξουσίας έπρεπε να προχωρήσει στην καταστροφή της παλιάς τάξης πραγμάτων και σε ριζικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς- είναι ικανό να πραγματοποιήσει όλα τα δημοκρατικά καθήκοντα της επανάστασης, περιλαμβανομένης της παραχώρησης στους λαούς της αυτοκρατορίας του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.
Στην πράξη οι «Θέσεις του Απρίλη» έγιναν το βάθρο μιας πλήρους «μεταμόρφωσης» του επαναστατικού κινήματος, της δημιουργίας ενός νέου Κομμουνιστικού Κόμματος, της αλλαγής του Προγράμματος και της εξασφάλισης της νίκης της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία. Το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ, στις 26 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη) του 1917, που ενέκρινε την ένοπλη ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης, ανακήρυξε τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας, εξέδωσε τα διατάγματα για την ειρήνη, για τη γη, διαμόρφωσε το Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ), στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκε το επιτροπάτο για Υποθέσεις των Εθνοτήτων. Πρώτος λαϊκός επίτροπος για τις Υποθέσεις των Εθνοτήτων έγινε ο παλιός μπολσεβίκος Ιωσήφ Στάλιν.
Ήδη στις 2 (15) Νοέμβρη 1917, μια βδομάδα μετά από την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης, δημοσιεύτηκε η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας, που εκ μέρους της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας υπέγραψαν ο πρόεδρος του ΣΛΕ, Β. Λένιν, και ο λαϊκός επίτροπος για Υποθέσεις των Εθνοτήτων, Ι. Στάλιν. Σε αυτήν τη Διακήρυξη διακηρύχτηκαν τέσσερις βασικές αρχές της εθνικής πολιτικής της σοβιετικής εξουσίας. Συγκεκριμένα:
1. Η ισότητα και η κυριαρχία των λαών της Ρωσίας.
2. Το δικαίωμα των λαών της Ρωσίας για ελεύθερη αυτοδιάθεση, μέχρι την αποχώρηση και τη δημιουργία αυτοτελούς κράτους.
3. Η κατάργηση όλων των εθνικών και θρησκευτικών προνομίων και οργανώσεων.
4. Η ελεύθερη ανάπτυξη των εθνικών μειονοτήτων κι εθνογραφικών ομάδων που κατοικούν στην επικράτεια της Ρωσίας.
Η Διακήρυξη έκανε γνωστό ότι το σοβιετικό κράτος θέτει το στόχο να επιτύχει την εθελοντική και τίμια ένωση των λαών της Ρωσίας και την εξασφάλιση πλήρους εμπιστοσύνης μεταξύ τους. «Μόνο σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας ένωσης», λεγόταν στη Διακήρυξη, «μπορούν να συσπειρωθούν οι εργάτες και οι αγρότες της Ρωσίας σε μια επαναστατική δύναμη ικανή να αντέξει απέναντι σε κάθε επίθεση από την πλευρά της ιμπεριαλιστικής προσαρτηστικής αστικής τάξης.»
Στη βάση των θέσεων της Διακήρυξης, στα τέλη ήδη του 1917, έλαβαν πλήρη ανεξαρτησία η Φιλανδία, η Πολωνία, οι Χώρες της Βαλτικής και εθνική αυτονομία οι πολυάριθμες λαότητες του Καυκάσου, της Υπερκαυκασίας, της Μέσης Ασίας και της Σιβηρίας. Οι αρχές της Διακήρυξης αποτέλεσαν κινητήρια δύναμη στην υπόθεση της σταθεροποίησης της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναγνώριση της κυριαρχίας της Φιλανδίας από τη σοβιετική κυβέρνηση στις 18 (31) Δεκέμβρη 1917 που αποφασίστηκε σε μία μέρα, ενώ, όπως λένε οι εκπρόσωποι της φιλανδικής κυβερνητικής αντιπροσωπίας, το Διάταγμα υπογράφτηκε από τον Λένιν στον τοίχο του διαδρόμου του ινστιτούτου Σμόλνι. Έχει νόημα να αναπαραγάγουμε αυτό το Διάταγμα στο σύνολό του:
Α. Να αναγνωριστεί η κρατική ανεξαρτησία της Φιλανδικής Δημοκρατίας.
Β. Να οργανωθεί, σε συμφωνία με τη φιλανδική κυβέρνηση, ειδική επιτροπή από εκπροσώπους των δυο πλευρών για την επεξεργασία των πρακτικών μέτρων που προκύπτουν από την απόσχιση της Φιλανδίας από τη Ρωσία.
Ο Πρόεδρος του Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων, Β. Ουλιάνοφ (Λένιν).
Οι λαϊκοί επίτροποι: Ι. Στέινμπεργκ, Καρέλιν, Στάλιν.
Ο διευθυντής των υποθέσεων του Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων,
Μποντς-Μπρουγιέβιτς.
Εκείνη τη στιγμή οι μπολσεβίκοι, αλλά και ο ίδιος ο Λένιν, θεωρούσαν ότι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Φιλανδία είναι εξασφαλισμένη από το γεγονός της ανόδου της πάλης της εργατικής τάξης αυτής της χώρας, από την πλήρη στήριξη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Φιλανδίας στις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου των Σοβιέτ και από τη διαδικασία προετοιμασίας κατάληψης της εξουσίας στο Χέλσινγκφορς (Ελσίνκι) από το τοπικό Σοβιέτ. Λαμβανομένης υπόψη της αναπόδραστης πτώσης των κεντρικών αυτοκρατοριών και της ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης στην Ευρώπη, και η Φιλανδία και η Πολωνία θα εντάσσονταν σε αυτό το κίνημα και θα γίνονταν σοβιετικές.
Γι’ αυτό υπήρχαν όλα τα τεκμήρια, μια και το Φλεβάρη του 1918 ξέσπασε προλεταριακή επανάσταση στη Φιλανδία που πνίγηκε στο αίμα από γερμανικά στρατεύματα και αστικές μονάδες, και στην αρχή του 1919 σε όλες τις πολωνικές πόλεις δημιουργήθηκαν Σοβιέτ που βρέθηκαν κάτω από την επιρροή των κομμουνιστών. Το Νοέμβρη του 1918 έγινε επανάσταση στη Γερμανία και την Εσθονία, το Δεκέμβρη του 1918 στη Λετονία και τη Λιθουανία. Το Μάρτη του 1919 στην Ουγγαρία, τον Απρίλη του 1919 στη Βαυαρία και τον Ιούνη του 1919 στη Σλοβακία έκαναν την εμφάνισή τους σοβιετικές δημοκρατίες.
Αυτή ακριβώς η πολιτική αρχών της σοβιετικής εξουσίας στο εθνικό ζήτημα και στην υπόθεση περάσματος της εξουσίας στα χέρια των εργαζόμενων οδήγησε στο γεγονός της απόλυτης υποστήριξης των μπολσεβίκων στην προλεταριακή Λετονία στις εκλογές για την Ιδρυτική Συνέλευση, το Νοέμβρη του 1917, όπου το ΣΔΕΚΡ (Μπ.) έλαβε το 80% των ψήφων του ντόπιου πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Λετονίας συνδεόταν στενά με τους μπολσεβίκους και οι Λετονοί εργάτες και άκληροι αγρότες συμμετείχαν δραστήρια στην επανάσταση του 1905. Έτσι εξηγείται η απόλυτη αφοσίωση των λετονικών στρατιωτικών τμημάτων στη σοβιετική εξουσία, ακόμα και μετά από την κατάληψη της χώρας τους από τα γερμανικά στρατεύματα στις αρχές του 1918.
Στις 5 (18) Γενάρη 1918, στην ίδια Ιδρυτική Συνέλευση προτάθηκε εκ μέρους της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΚΕΕ) των Σοβιέτ να ψηφιστεί Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού. Η Διακήρυξη επαναλάμβανε την απόφαση του Συνεδρίου των Σοβιέτ για την αγροτική μεταρρύθμιση, για τον εργατικό έλεγχο και για την ειρήνη. Ωστόσο, η Συνέλευση, με πλειοψηφία 237 ψήφων έναντι 146 απέρριψε ακόμα και να συζητήσει τη Διακήρυξη των μπολσεβίκων. Η άρνηση της εσεροκαντέτικης πλειοψηφίας να υπερψηφίσει αυτό το ντοκουμέντο αποτέλεσε την τυπική πρόφαση διάλυσης της Ιδρυτικής Συνέλευσης, ως οργάνου της αστικής τάξης για την προσπάθεια επανάκτησης της εξουσίας.
Το σχέδιο Διακήρυξης των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού είχε γραφτεί από τον Λένιν και στις 3 Γενάρη 1918 υπερψηφίστηκε στη συνεδρίαση της ΠΚΕΕ. Εκλέχτηκε επιτροπή για την τελική διαμόρφωση του κειμένου της Διακήρυξης. Η τροποποιημένη σύνταξη της Διακήρυξης του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού υπερψηφίστηκε στο 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ στις 12 Γενάρη και με αυτήν τη μορφή εντάχτηκε ως πρώτο μέρος στο Σύνταγμα της ΡΣΟΣΔ του 1918. Στα πρώτα δυο σημεία υπήρχαν οι ακόλουθες θεμελιώσεις θέσεις: 1. Η Ρωσία ανακηρύσσεται Δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών αντιπροσώπων. Όλη η εξουσία στο κέντρο και κατά τόπους ανήκει σε αυτά τα Σοβιέτ. 2. Η Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας ιδρύεται στη βάση της ελεύθερης ένωσης ελεύθερων εθνών, ως ομοσπονδία σοβιετικών εθνικών δημοκρατιών.
Έτσι, στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το ανώτατο όργανο της προλεταριακής δικτατορίας, διατυπώθηκε τελεσίδικα η ομοσπονδιακή μορφή ένωσης των σοβιετικών εθνικών δημοκρατιών (ΡΣΟΣΔ), ως βάση για τη μελλοντική δημιουργία της παγκόσμιας δημοκρατίας των Σοβιέτ. Η θέση των μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα εκφραζόταν και στην αναγνώριση της εθνικής κρατικής οντότητας των λαών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, περιλαμβανομένων και όσων δεν είχαν ιστορική και πολιτική πείρα μιας τέτοιας αυτοδιάθεσης. Αυτό στη συνέχεια εκφράστηκε στη δημιουργία σοβιετικών δημοκρατιών στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία, την Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας, στο Τουρκεστάν και ακόμα στην παραχώρηση ευρείας αυτονομίας στους Μπασκίριους, τους Τατάρους, τους Καζάχους, τους λαούς του Βόλγα και του Βόρειου Καυκάσου.