«Για να είναι το προλεταριάτο αρκετά ισχυρό για να νικήσει την αποφασιστική μέρα, πρέπει... να συγκροτήσουμε ένα ξεχωριστό κόμμα διακριτό σε σχέση με τ ’ άλλα, που θ’ αντιπαρατίθεται με όλα τα υπόλοιπα, ένα συνειδητό ταξικό κόμμα», Φρίντριχ Ένγκελς. [1]
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος κατέστησε σαφές ήδη από την εισαγωγή του ότι η ιστορία όλων των κοινωνιών μέχρι τώρα είναι ιστορία ταξικών αγώνων ενώ η κεντρική θέση του Μανιφέστου είναι ότι η εξέλιξη και η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί τις συνθήκες για την ταξική πάλη, οι εργάτες πρέπει να οργανωθούν ως τάξη και να ενταχτούν σ’ ένα πρόγραμμα δράσης στην πολιτική πάλη για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτόν το σκοπό χρειάζονται ένα συνειδητό ταξικό κόμμα, που θα έχει την ικανότητα να εκπληρώνει αυτόν το ρόλο. Όπως διευκρινίζει το Μανιφέστο:
«Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι αφενός το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Αφετέρου, θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος.» [2]
Ο Λένιν έγραψε για το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος: «Το μικρό αυτό βιβλιαράκι αξίζει ολόκληρους τόμους: Με το πνεύμα του ζει και κινείται ως τα σήμερα όλο το οργανωμένο και αγωνιζόμενο προλεταριάτο του πολιτισμένου κόσμου.» [3]
Το καθήκον της δημιουργίας ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος, που θα έχει τη δυνατότητα να καθοδηγεί τον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, εξακολουθεί να είναι βασικό μέλημα για όσους έχουν συμφέρον από τη σοσιαλιστική επανάσταση και την ανατροπή του καπιταλισμού.
Ο Λένιν ασχολήθηκε με το Κόμμα στο πρωτοποριακό του έργο Τι να κάνουμε;. Έπειτα από τη μετάφρασή του σε άλλες γλώσσες τα πρώτα χρόνια μετά από τη Ρωσική Επανάσταση, το έργο αυτό αποτέλεσε το πλαίσιο για την οργάνωση των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο. 100 χρόνια μετά από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση έχουμε πολλά να μάθουμε από την πείρα των μπολσεβίκων.
Στην τσαρική Ρωσία το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΣΔΕΚΡ) ήταν παράνομο. Τα μέλη του αντιμετώπιζαν φυλακίσεις κι εκτοπίσεις στη Σιβηρία και τα στελέχη του, συμπεριλαμβανομένου του Λένιν, βρίσκονταν εξόριστοι στο εξωτερικό. Η καταστολή της αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα το Κόμμα να στερείται μιας συνεχούς δομής, καθώς μετά από έναν κύκλο συλλήψεων σε μια συγκεκριμένη περιοχή η διαδικασία της κομματικής οικοδόμησης έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Το έργο Τι να κάνουμε; όρισε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη του ΣΔΕΚΡ σε συνθήκες παρανομίας. Το έργο γράφτηκε για ν’ αντιμετωπιστούν μια σειρά θεμελιώδη ιδεολογικά, στρατηγικά και οργανωτικά ζητήματα που αντιμετώπιζε το ΣΔΕΚΡ.
Σε διεθνές επίπεδο οι σοσιαλδημοκράτες είχαν διασπαστεί σε αυτούς που εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην ανάγκη της επανάστασης και αυτούς που ακολουθούσαν το ρεφορμισμό. Ο βασικός θεωρητικός των ρεφορμιστών εκείνη την εποχή ήταν ο Γερμανός θεωρητικός Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Ο Μπέρνσταϊν, που στην εποχή του είχε επηρεαστεί από τους Φαβιανούς στο Λονδίνο, υποστήριζε το επιχείρημα ότι ο καπιταλισμός είχε αποκτήσει τη δυνατότητα προσαρμογής η οποία θα μπορούσε ν’ αποτρέψει τις οικονομικές κρίσεις στο μέλλον. Απορρίπτοντας την έννοια του διαλεκτικού υλισμού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάργηση του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και περιττή. Ο μπερσταϊνισμός βρισκόταν στο στόχαστρο του Λένιν σε διεθνές επίπεδο, όπως και άλλοι, που βρίσκονταν πιο κοντά στην πατρίδα του, δηλαδή οι υποστηρικτές του οικονομισμού και της τρομοκρατίας.
Ο «οικονομισμός» ήταν αυτό που ο Λένιν περιέγραψε ως την άποψη ότι στις συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να βάλουν σε δεύτερη μοίρα ή ακόμα και ν’ αποφύγουν την πολιτική πάλη. Οι «οικονομιστές» απέρριπταν κατηγορηματικά την ιδέα ενός κομματικού προγράμματος που θ’ αποτελούνταν από πολιτικά αιτήματα. Περιορίζονταν στα οικονομικά ζητήματα.
Οι «οικονομιστές» πίστευαν ότι, επειδή η Ρωσία δεν είχε μεταβεί ακόμα από τη φεουδαρχική απόλυτη μοναρχία σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, η πολιτική πάλη ενάντια στο τσαρικό καθεστώς ήταν κατά κύριο λόγο δουλειά των μεσαίων τάξεων -καθώς ήταν δικό τους καθήκον να πραγματοποιήσουν την αστική επανάσταση που θα δημιουργούσε ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης- και ότι ήταν πολύ νωρίς για την ανάπτυξη ενός πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης.
Για τον Λένιν αυτά τα επιχειρήματα δεν ήταν απλά ανόητα. Τα θεωρούσε πολύ επιζήμια για τη συνείδηση και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο Λένιν πίστευε ότι, αν η εργατική τάξη δεν οργανωθεί πολιτικά και δεν παλέψει για τη δημοκρατία στη Ρωσία, δε θα μπορούσε να σημειωθεί πρόοδος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Επιβεβαίωσε τη βασική θέση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι κάθε ταξικός αγώνας είναι πολιτικός αγώνας. Με άλλα λόγια, ο «οικονομισμός» ήταν καρκίνωμα για τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία το οποίο έπρεπε ν’ αφαιρεθεί. Ως εκ τούτου, ο Λένιν ξεκίνησε την υπονόμευση του οικονομισμού και των βασικών υποστηρικτών του στο έργο του Τι να κάνουμε;.
Η αδυναμία κατανόησης της σημασίας της πολιτικής πάλης ήταν πρόβλημα, και όχι μόνο για τη Ρωσία. Ο Λένιν καταδίκασε αυτό που αποκαλούσε «τρεϊντγιουνιονισμό» (την άποψη ότι τα συνδικάτα ήταν το βασικό μέσο πάλης των εργατών και ότι οι εργάτες θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για την πολιτική κυρίως για να ικανοποιήσουν τα συνδικαλιστικά αιτήματα, π.χ., για τη μείωση του ωραρίου με νομικά μέσα). Ο Λένιν συνέδεσε τον οικονομισμό και τον τρεϊντγιουνιονισμό με τον μπερνσταϊνισμό, θεωρώντας ότι στερούσαν από τη σοσιαλδημοκρατία το επαναστατικό της περιεχόμενο, μεταμφιέζοντας την αστική δημοκρατία σε σοσιαλισμό.
Η τρομοκρατία στα μάτια του Λένιν ήταν μια διαφορετική, αλλά παρόμοια απειλή για την πάλη για το σοσιαλισμό. Στους κόλπους των Ρώσων επαναστατών, τόσο των σοσιαλιστών όσο και των φιλελεύθερων, υπήρχε έντονη παράδοση τρομοκρατίας. Για παράδειγμα, ο τσάρος Αλέξανδρος Β' δολοφονήθηκε το 1881. Ο ίδιος ο αδερφός του Λένιν εκτελέστηκε για το ρόλο που έπαιξε σε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γ, ενώ δολοφονήθηκαν επίσης και μια σειρά σημαντικών στελεχών του τσαρικού καθεστώτος. Ορισμένοι στους κόλπους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας πίστευαν ότι η τρομοκρατία μπορεί να είναι αποτελεσματικό όπλο στην πάλη ενάντια στην απολυταρχία.
Ο Λένιν το απέρριπτε αυτό. Θεωρούσε ότι η τρομοκρατία σπαταλούσε τις ζωές και την ενέργεια των επαναστατών και ότι ήταν αποδεδειγμένα αναποτελεσματική. Όπως και στην περίπτωση του οικονομισμού, θεωρούσε ότι η δημοτικότητα της τρομοκρατίας μεταξύ κάποιων σοσιαλδημοκρατών εξέφραζε την αδυναμία του ΣΔΕΚΡ Το Κόμμα είχε έλλειψη ιδεολογικής καθαρότητας και δεν είχε καταφέρει ν’ αναπτύξει επαρκώς την πολιτική συνείδηση των μελών του, καθώς και του εργατικού κινήματος γενικότερα. Το έργο Τι να κάνουμε; γράφτηκε κυρίως για να προσφέρει μεγαλύτερη ιδεολογική καθαρότητα και για ν’ αναπτύξει την πολιτική συνείδηση των μελών του ΣΔΕΚΡ.
Στα άρθρα που είχε γράψει παλιότερα για τη Ραμπότσαγια Γκαζέτα στο δεύτερο μισό του 1899 ο Λένιν υποστήριζε:
«Εμείς στεκόμαστε ολοκληρωτικά στο έδαφος της θεωρίας του Μαρξ: Η θεωρία αυτή μετέτρεψε για πρώτη φορά το σοσιαλισμό από ουτοπία σε επιστήμη, έβαλε τα στέρεα βάθρα της επιστήμης αυτής και χάραξε το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθούμε, αναπτύσσοντας παραπέρα κι επεξεργαζόμενοι την επιστήμη αυτή σ’ όλες της τις λεπτομέρειες. Αυτή αποκάλυψε την ουσία της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, εξηγώντας με ποιον τρόπο η μίσθωση του εργάτη, η αγορά της εργατικής δύναμης, συγκαλύπτει την υποδούλωση των εκατομμυρίων του φτωχού λαού σε μια χούφτα κεφαλαιοκράτες, που έχουν στην ιδιοκτησία τους τη γη, τα εργοστάσια, τα ορυχεία κτλ. Η θεωρία αυτή έδειξε πως όλη η εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού τείνει στην εκτόπιση της μικρής παραγωγής από τη μεγάλη, δημιουργεί τις προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή και απαραίτητη τη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Αυτή μας δίδαξε ότι πίσω από το πέπλο των ριζωμένων συνηθειών, των πολιτικών μηχανορραφιών, των στρυφνών νομών, των επιτηδευμένα κατασκευασμένων διδασκαλιών, πρέπει να βλέπουμε την ταξική πάλη, την πάλη ανάμεσα στις κάθε λογής εύπορες τάξεις και στη μάζα των φτωχών, στο προλεταριάτο, που στέκει επικεφαλής όλων των φτωχών.» Όπως είπε ο Λένιν, το πραγματικό καθήκον ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος ήταν: «Όχι σκάρωμα σχεδίων αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, όχι κήρυγμα στους κεφαλαιοκράτες και στα τσιράκια τους για να καλυτερέψει την κατάσταση των εργατών, όχι οργάνωση συνωμοσιών, αλλά οργάνωση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και καθοδήγηση αυτής της πάλης, που τελικός σκοπός της είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο και η οργάνωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.» [4]
Το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ σηματοδότησε την αρχή του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ενός κόμματος που υποστήριζε τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Στα μισά του 19ου αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν στον καπιταλισμό άρχισαν να ξεπερνούν τα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στην αλλαγή του αιώνα ο καπιταλισμός είχε εισέλθει στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό, και χαρακτηριζόταν από την όξυνση των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος.
Το Σεπτέμβρη του 1902 ο Λένιν μίλησε για την αναγκαιότητα ενός «πειθαρχημένου αγωνιζόμενου Κόμματος». [5] Στο έργο του Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω - η κρίση στο Κόμμα μας, που γράφτηκε το 1904, ανέπτυξε τις αρχές που ήταν απαραίτητες για την οικοδόμηση ενός τέτοιου Κόμματος. Ο Λένιν κατέδειξε τη σημασία που έχει για την οικοδόμηση ενός τέτοιου πειθαρχημένου Κόμματος η απόκρουση των δυνάμεων εκείνων που είχαν σκοπό να διαλύσουν το Κόμμα, καθώς και των «οτζοβιστών», οπορτουνιστών και ρεφορμιστών. Πρόκειται για διδάγματα που εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα.
Στην πορεία της πρώτης ρωσικής επανάστασης η εργατική τάξη δημιούργησε τα Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων. Ο Λένιν περιέγραψε τα Σοβιέτ ως απαρχή ενός νέου τύπου κυβέρνησης.
Στις 5 Δεκέμβρη 1905 οι μπολσεβίκοι της Μόσχας ενέκριναν ένα ψήφισμα για την έναρξη μια γενικής απεργίας η οποία επρόκειτο να εξελιχτεί σε ένοπλη πάλη. Η επανάσταση του Δεκέμβρη, η οποία πολεμήθηκε ύπουλα από τους μενσεβίκους και τους σοσιαλιστές-επαναστάτες, καταστάλθηκε. Ωστόσο οι μπολσεβίκοι άντλησαν διδάγματα από την ήττα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ένοπλη εξέγερση είναι πολύ σοβαρό θέμα και ότι η στιγμή της εξέγερσης πρέπει να επιλεγεί πολύ προσεκτικά για ν’ αποφευχθούν οι ανώριμες ενέργειες που μπορεί να ζημιώσουν τη δυνατότητα επιτυχίας της και ότι πρέπει να γίνει σωστή και προσεκτική ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία.
Η επανάσταση του 1905-1907 δεν κατάφερε να εκπληρώσει τους στόχους της για μια σειρά λόγους, όμως οι εργάτες έδειξαν πως θα μπορούσε να είχε πετύχει. Η ήττα ήταν μόνο μια προσωρινή ανάσα για τον τσαρισμό, παρόλο που επιδόθηκε σε μια εκστρατεία σκληρών αντιποίνων με στόχο να εξολοθρεύσει κάθε επαναστατική ορμή, αλλά και το Κόμμα της επανάστασης. Ο Λένιν αναγκάστηκε ξανά να φύγει στο εξωτερικό. Οι μπολσεβίκοι πήραν σημαντικά μαθήματα, μεταξύ άλλων και για την ανάγκη ανάπτυξης νέας τακτικής που θα προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ενώ αργότερα ο Λένιν χαρακτήρισε την επανάσταση πρόβα τζενεράλε για τον Οκτώβρη του 1917. Έδειξε ότι η εργατική τάξη ήταν η πρωτοπόρα επαναστατική δύναμη. Αντίθετα, οι μενσεβίκοι αποθαρρύνθηκαν από την ήττα. Οι αριστεριστές οτζοβιστές δεν κατάφεραν επίσης ν’ αντλήσουν διδάγματα. Ενώ κάποιοι, όπως ο Τρότσκι, ταλαντεύονταν και υποκρίνονταν, άλλοι, όπως ο Λένιν, ο Σβερντλόφ, ο Ορτζονικίτζε και ο Τζερζίνσκι πλήρωσαν το τίμημα με συλλήψεις, φυλακίσεις κι εξορία.
Ο Λένιν έγραψε στον Προλετάριο το Νοέμβρη του 1908: «Ησύγχυση και οι ταλαντεύσεις είναι γεγονός, και το γεγονός αυτό απαιτεί εξήγηση. Και η εξήγηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάγκη μιας νέας διαλογής ... προς το συμφέρον αυτής της νέας διαλογής είναι απαραίτητη μια εντατική θεωρητική δουλειά. Η “τρέχουσα στιγμή” στη Ρωσία είναι ακριβώς τέτοια, που η θεωρητική δουλειά του μαρξισμού, το βάθεμα και το πλάτεμά της υπαγορεύονται όχι από τη διάθεση τούτων ή εκείνων των πρόσωπων, όχι από το πάθος ξεχωριστών ομάδων, και ακόμη, όχι μονάχα από τις εξωτερικές αστυνομικές συνθήκες που καταδίκασαν πολλούς στην αποχή από την “πρακτική”, αλλά από την όλη αντικειμενική κατάσταση της χώρας. Όταν οι μάζες αφομοιώνουν μια νέα και πρωτοείδωτη πλούσια πείρα άμεσης επαναστατικής πάλης, τότε η θεωρητική πάλη για την επαναστατική κοσμοθεωρία, δηλαδή για τον επαναστατικό μαρξισμό, γίνεται σύνθημα της μέρας.» [6]