Τα διδάγματα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, η ανάγκη ύπαρξης Επαναστατικού Κόμματος, κομματικής οικοδόμησης και η πείρα του Κόμματος των Μπολσεβίκων


Τζέρι Γκρέιντζερ, μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος Εργατών Ιρλανδίας.

Η ταξική πάλη και το συνειδητό ταξικό κόμμα της εργατικής τάξης

«Για να είναι το προλεταριάτο αρκετά ισχυρό για να νικήσει την αποφασιστική μέρα, πρέπει... να συγκροτήσουμε ένα ξεχωριστό κόμμα διακριτό σε σχέση με τ ’ άλλα, που θ’ αντιπαρατίθεται με όλα τα υπόλοιπα, ένα συνειδητό ταξικό κόμμα», Φρίντριχ Ένγκελς. [1]

Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος κατέστησε σαφές ήδη από την εισαγωγή του ότι η ιστορία όλων των κοινωνιών μέχρι τώρα είναι ιστορία ταξικών αγώνων ενώ η κεντρική θέση του Μανιφέστου είναι ότι η εξέλιξη και η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί τις συνθήκες για την ταξική πάλη, οι εργάτες πρέπει να οργανωθούν ως τάξη και να ενταχτούν σ’ ένα πρόγραμμα δράσης στην πολιτική πάλη για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτόν το σκοπό χρειάζονται ένα συνειδητό ταξικό κόμμα, που θα έχει την ικανότητα να εκπληρώνει αυτόν το ρόλο. Όπως διευκρινίζει το Μανιφέστο:

«Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι αφενός το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Αφετέρου, θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος.» [2]

Ο Λένιν έγραψε για το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος: «Το μικρό αυτό βιβλιαράκι αξίζει ολόκληρους τόμους: Με το πνεύμα του ζει και κινείται ως τα σήμερα όλο το οργανωμένο και αγωνιζόμενο προλεταριάτο του πολιτισμένου κόσμου.» [3]

Το καθήκον της δημιουργίας ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος, που θα έχει τη δυνατότητα να καθοδηγεί τον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, εξακολουθεί να είναι βασικό μέλημα για όσους έχουν συμφέρον από τη σοσιαλιστική επανάσταση και την ανατροπή του καπιταλισμού.

Ο Λένιν ασχολήθηκε με το Κόμμα στο πρωτοποριακό του έργο Τι να κάνουμε;. Έπειτα από τη μετάφρασή του σε άλλες γλώσσες τα πρώτα χρόνια μετά από τη Ρωσική Επανάσταση, το έργο αυτό αποτέλεσε το πλαίσιο για την οργάνωση των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο. 100 χρόνια μετά από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση έχουμε πολλά να μάθουμε από την πείρα των μπολσεβίκων.

Στην τσαρική Ρωσία το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΣΔΕΚΡ) ήταν παράνομο. Τα μέλη του αντιμετώπιζαν φυλακίσεις κι εκτοπίσεις στη Σιβηρία και τα στελέχη του, συμπεριλαμβανομένου του Λένιν, βρίσκονταν εξόριστοι στο εξωτερικό. Η καταστολή της αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα το Κόμμα να στερείται μιας συνεχούς δομής, καθώς μετά από έναν κύκλο συλλήψεων σε μια συγκεκριμένη περιοχή η διαδικασία της κομματικής οικοδόμησης έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Το έργο Τι να κάνουμε; όρισε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη του ΣΔΕΚΡ σε συνθήκες παρανομίας. Το έργο γράφτηκε για ν’ αντιμετωπιστούν μια σειρά θεμελιώδη ιδεολογικά, στρατηγικά και οργανωτικά ζητήματα που αντιμετώπιζε το ΣΔΕΚΡ.

Σε διεθνές επίπεδο οι σοσιαλδημοκράτες είχαν διασπαστεί σε αυτούς που εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην ανάγκη της επανάστασης και αυτούς που ακολουθούσαν το ρεφορμισμό. Ο βασικός θεωρητικός των ρεφορμιστών εκείνη την εποχή ήταν ο Γερμανός θεωρητικός Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Ο Μπέρνσταϊν, που στην εποχή του είχε επηρεαστεί από τους Φαβιανούς στο Λονδίνο, υποστήριζε το επιχείρημα ότι ο καπιταλισμός είχε αποκτήσει τη δυνατότητα προσαρμογής η οποία θα μπορούσε ν’ αποτρέψει τις οικονομικές κρίσεις στο μέλλον. Απορρίπτοντας την έννοια του διαλεκτικού υλισμού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάργηση του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και περιττή. Ο μπερσταϊνισμός βρισκόταν στο στόχαστρο του Λένιν σε διεθνές επίπεδο, όπως και άλλοι, που βρίσκονταν πιο κοντά στην πατρίδα του, δηλαδή οι υποστηρικτές του οικονομισμού και της τρομοκρατίας.

Ο «οικονομισμός» ήταν αυτό που ο Λένιν περιέγραψε ως την άποψη ότι στις συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να βάλουν σε δεύτερη μοίρα ή ακόμα και ν’ αποφύγουν την πολιτική πάλη. Οι «οικονομιστές» απέρριπταν κατηγορηματικά την ιδέα ενός κομματικού προγράμματος που θ’ αποτελούνταν από πολιτικά αιτήματα. Περιορίζονταν στα οικονομικά ζητήματα.

Οι «οικονομιστές» πίστευαν ότι, επειδή η Ρωσία δεν είχε μεταβεί ακόμα από τη φεουδαρχική απόλυτη μοναρχία σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, η πολιτική πάλη ενάντια στο τσαρικό καθεστώς ήταν κατά κύριο λόγο δουλειά των μεσαίων τάξεων -καθώς ήταν δικό τους καθήκον να πραγματοποιήσουν την αστική επανάσταση που θα δημιουργούσε ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης- και ότι ήταν πολύ νωρίς για την ανάπτυξη ενός πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης.

Για τον Λένιν αυτά τα επιχειρήματα δεν ήταν απλά ανόητα. Τα θεωρούσε πολύ επιζήμια για τη συνείδηση και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο Λένιν πίστευε ότι, αν η εργατική τάξη δεν οργανωθεί πολιτικά και δεν παλέψει για τη δημοκρατία στη Ρωσία, δε θα μπορούσε να σημειωθεί πρόοδος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Επιβεβαίωσε τη βασική θέση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι κάθε ταξικός αγώνας είναι πολιτικός αγώνας. Με άλλα λόγια, ο «οικονομισμός» ήταν καρκίνωμα για τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία το οποίο έπρεπε ν’ αφαιρεθεί. Ως εκ τούτου, ο Λένιν ξεκίνησε την υπονόμευση του οικονομισμού και των βασικών υποστηρικτών του στο έργο του Τι να κάνουμε;.

Η αδυναμία κατανόησης της σημασίας της πολιτικής πάλης ήταν πρόβλημα, και όχι μόνο για τη Ρωσία. Ο Λένιν καταδίκασε αυτό που αποκαλούσε «τρεϊντγιουνιονισμό» (την άποψη ότι τα συνδικάτα ήταν το βασικό μέσο πάλης των εργατών και ότι οι εργάτες θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για την πολιτική κυρίως για να ικανοποιήσουν τα συνδικαλιστικά αιτήματα, π.χ., για τη μείωση του ωραρίου με νομικά μέσα). Ο Λένιν συνέδεσε τον οικονομισμό και τον τρεϊντγιουνιονισμό με τον μπερνσταϊνισμό, θεωρώντας ότι στερούσαν από τη σοσιαλδημοκρατία το επαναστατικό της περιεχόμενο, μεταμφιέζοντας την αστική δημοκρατία σε σοσιαλισμό.

Η τρομοκρατία στα μάτια του Λένιν ήταν μια διαφορετική, αλλά παρόμοια απειλή για την πάλη για το σοσιαλισμό. Στους κόλπους των Ρώσων επαναστατών, τόσο των σοσιαλιστών όσο και των φιλελεύθερων, υπήρχε έντονη παράδοση τρομοκρατίας. Για παράδειγμα, ο τσάρος Αλέξανδρος Β' δολοφονήθηκε το 1881. Ο ίδιος ο αδερφός του Λένιν εκτελέστηκε για το ρόλο που έπαιξε σε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γ, ενώ δολοφονήθηκαν επίσης και μια σειρά σημαντικών στελεχών του τσαρικού καθεστώτος. Ορισμένοι στους κόλπους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας πίστευαν ότι η τρομοκρατία μπορεί να είναι αποτελεσματικό όπλο στην πάλη ενάντια στην απολυταρχία.

Ο Λένιν το απέρριπτε αυτό. Θεωρούσε ότι η τρομοκρατία σπαταλούσε τις ζωές και την ενέργεια των επαναστατών και ότι ήταν αποδεδειγμένα αναποτελεσματική. Όπως και στην περίπτωση του οικονομισμού, θεωρούσε ότι η δημοτικότητα της τρομοκρατίας μεταξύ κάποιων σοσιαλδημοκρατών εξέφραζε την αδυναμία του ΣΔΕΚΡ Το Κόμμα είχε έλλειψη ιδεολογικής καθαρότητας και δεν είχε καταφέρει ν’ αναπτύξει επαρκώς την πολιτική συνείδηση των μελών του, καθώς και του εργατικού κινήματος γενικότερα. Το έργο Τι να κάνουμε; γράφτηκε κυρίως για να προσφέρει μεγαλύτερη ιδεολογική καθαρότητα και για ν’ αναπτύξει την πολιτική συνείδηση των μελών του ΣΔΕΚΡ.

Στα άρθρα που είχε γράψει παλιότερα για τη Ραμπότσαγια Γκαζέτα στο δεύτερο μισό του 1899 ο Λένιν υποστήριζε:

«Εμείς στεκόμαστε ολοκληρωτικά στο έδαφος της θεωρίας του Μαρξ: Η θεωρία αυτή μετέτρεψε για πρώτη φορά το σοσιαλισμό από ουτοπία σε επιστήμη, έβαλε τα στέρεα βάθρα της επιστήμης αυτής και χάραξε το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθούμε, αναπτύσσοντας παραπέρα κι επεξεργαζόμενοι την επιστήμη αυτή σ’ όλες της τις λεπτομέρειες. Αυτή αποκάλυψε την ουσία της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, εξηγώντας με ποιον τρόπο η μίσθωση του εργάτη, η αγορά της εργατικής δύναμης, συγκαλύπτει την υποδούλωση των εκατομμυρίων του φτωχού λαού σε μια χούφτα κεφαλαιοκράτες, που έχουν στην ιδιοκτησία τους τη γη, τα εργοστάσια, τα ορυχεία κτλ. Η θεωρία αυτή έδειξε πως όλη η εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού τείνει στην εκτόπιση της μικρής παραγωγής από τη μεγάλη, δημιουργεί τις προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή και απαραίτητη τη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Αυτή μας δίδαξε ότι πίσω από το πέπλο των ριζωμένων συνηθειών, των πολιτικών μηχανορραφιών, των στρυφνών νομών, των επιτηδευμένα κατασκευασμένων διδασκαλιών, πρέπει να βλέπουμε την ταξική πάλη, την πάλη ανάμεσα στις κάθε λογής εύπορες τάξεις και στη μάζα των φτωχών, στο προλεταριάτο, που στέκει επικεφαλής όλων των φτωχών.» Όπως είπε ο Λένιν, το πραγματικό καθήκον ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος ήταν: «Όχι σκάρωμα σχεδίων αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, όχι κήρυγμα στους κεφαλαιοκράτες και στα τσιράκια τους για να καλυτερέψει την κατάσταση των εργατών, όχι οργάνωση συνωμοσιών, αλλά οργάνωση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και καθοδήγηση αυτής της πάλης, που τελικός σκοπός της είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο και η οργάνωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.» [4]

Το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ σηματοδότησε την αρχή του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ενός κόμματος που υποστήριζε τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Στα μισά του 19ου αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν στον καπιταλισμό άρχισαν να ξεπερνούν τα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στην αλλαγή του αιώνα ο καπιταλισμός είχε εισέλθει στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό, και χαρακτηριζόταν από την όξυνση των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος.

Το Σεπτέμβρη του 1902 ο Λένιν μίλησε για την αναγκαιότητα ενός «πειθαρχημένου αγωνιζόμενου Κόμματος». [5] Στο έργο του Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω - η κρίση στο Κόμμα μας, που γράφτηκε το 1904, ανέπτυξε τις αρχές που ήταν απαραίτητες για την οικοδόμηση ενός τέτοιου Κόμματος. Ο Λένιν κατέδειξε τη σημασία που έχει για την οικοδόμηση ενός τέτοιου πειθαρχημένου Κόμματος η απόκρουση των δυνάμεων εκείνων που είχαν σκοπό να διαλύσουν το Κόμμα, καθώς και των «οτζοβιστών», οπορτουνιστών και ρεφορμιστών. Πρόκειται για διδάγματα που εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα.

Στην πορεία της πρώτης ρωσικής επανάστασης η εργατική τάξη δημιούργησε τα Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων. Ο Λένιν περιέγραψε τα Σοβιέτ ως απαρχή ενός νέου τύπου κυβέρνησης.

Στις 5 Δεκέμβρη 1905 οι μπολσεβίκοι της Μόσχας ενέκριναν ένα ψήφισμα για την έναρξη μια γενικής απεργίας η οποία επρόκειτο να εξελιχτεί σε ένοπλη πάλη. Η επανάσταση του Δεκέμβρη, η οποία πολεμήθηκε ύπουλα από τους μενσεβίκους και τους σοσιαλιστές-επαναστάτες, καταστάλθηκε. Ωστόσο οι μπολσεβίκοι άντλησαν διδάγματα από την ήττα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ένοπλη εξέγερση είναι πολύ σοβαρό θέμα και ότι η στιγμή της εξέγερσης πρέπει να επιλεγεί πολύ προσεκτικά για ν’ αποφευχθούν οι ανώριμες ενέργειες που μπορεί να ζημιώσουν τη δυνατότητα επιτυχίας της και ότι πρέπει να γίνει σωστή και προσεκτική ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία.

Η επανάσταση του 1905-1907 δεν κατάφερε να εκπληρώσει τους στόχους της για μια σειρά λόγους, όμως οι εργάτες έδειξαν πως θα μπορούσε να είχε πετύχει. Η ήττα ήταν μόνο μια προσωρινή ανάσα για τον τσαρισμό, παρόλο που επιδόθηκε σε μια εκστρατεία σκληρών αντιποίνων με στόχο να εξολοθρεύσει κάθε επαναστατική ορμή, αλλά και το Κόμμα της επανάστασης. Ο Λένιν αναγκάστηκε ξανά να φύγει στο εξωτερικό. Οι μπολσεβίκοι πήραν σημαντικά μαθήματα, μεταξύ άλλων και για την ανάγκη ανάπτυξης νέας τακτικής που θα προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ενώ αργότερα ο Λένιν χαρακτήρισε την επανάσταση πρόβα τζενεράλε για τον Οκτώβρη του 1917. Έδειξε ότι η εργατική τάξη ήταν η πρωτοπόρα επαναστατική δύναμη. Αντίθετα, οι μενσεβίκοι αποθαρρύνθηκαν από την ήττα. Οι αριστεριστές οτζοβιστές δεν κατάφεραν επίσης ν’ αντλήσουν διδάγματα. Ενώ κάποιοι, όπως ο Τρότσκι, ταλαντεύονταν και υποκρίνονταν, άλλοι, όπως ο Λένιν, ο Σβερντλόφ, ο Ορτζονικίτζε και ο Τζερζίνσκι πλήρωσαν το τίμημα με συλλήψεις, φυλακίσεις κι εξορία.

Ο Λένιν έγραψε στον Προλετάριο το Νοέμβρη του 1908: «Ησύγχυση και οι ταλαντεύσεις είναι γεγονός, και το γεγονός αυτό απαιτεί εξήγηση. Και η εξήγηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάγκη μιας νέας διαλογής ... προς το συμφέρον αυτής της νέας διαλογής είναι απαραίτητη μια εντατική θεωρητική δουλειά. Η “τρέχουσα στιγμή” στη Ρωσία είναι ακριβώς τέτοια, που η θεωρητική δουλειά του μαρξισμού, το βάθεμα και το πλάτεμά της υπαγορεύονται όχι από τη διάθεση τούτων ή εκείνων των πρόσωπων, όχι από το πάθος ξεχωριστών ομάδων, και ακόμη, όχι μονάχα από τις εξωτερικές αστυνομικές συνθήκες που καταδίκασαν πολλούς στην αποχή από την “πρακτική”, αλλά από την όλη αντικειμενική κατάσταση της χώρας. Όταν οι μάζες αφομοιώνουν μια νέα και πρωτοείδωτη πλούσια πείρα άμεσης επαναστατικής πάλης, τότε η θεωρητική πάλη για την επαναστατική κοσμοθεωρία, δηλαδή για τον επαναστατικό μαρξισμό, γίνεται σύνθημα της μέρας.» [6]

Το Τι να κάνουμε; και το οργανωτικό ζήτημα

Ο Λένιν ξεκαθάρισε ότι σε αυτόν τον αγώνα για την εξουσία το προλεταριάτο δεν έχει άλλο όπλο εκτός από την οργάνωση. Το Τι να κάνουμε; δημιούργησε ένα θεωρητικό πλαίσιο για την οργάνωση του Κόμματος. Ασχολήθηκε τόσο με τη θεωρία όσο και με την πράξη, με τρόπο που ανέδειξε τη σημασία των οργανωτικών ζητημάτων ως ζητημάτων κεντρικής σημασίας για μια επαναστατική οργάνωση.

Το Τι να κάνουμε; ασχολήθηκε με το ζήτημα πώς οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες μπορούν να συμβάλουν με τον καλύτερο τρόπο στην προετοιμασία της επανάστασης στη Ρωσία. Το οργανωτικό ζήτημα βρισκόταν στην καρδιά της ανάλυσής του. Το ΣΔΕΚΡ δεν αποτελούσε μια συνεκτική δύναμη σε εθνικό επίπεδο που θα μπορούσε να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο Λένιν επεξεργάστηκε ένα σχέδιο το οποίο θεωρούσε ότι θα έδινε τη δυνατότητα στο Κόμμα να εξελιχτεί σε τέτοια δύναμη στις συνθήκες του κατασταλτικού τσαρικού καθεστώτος.

Το σχέδιο αυτό βασίστηκε στην έννοια του Κόμματος της πρωτοπορίας. Ο Λένιν οραματίστηκε την οικοδόμηση του Κόμματος γύρω από έναν πυρήνα σοσιαλδημοκρατών που θα είχαν την πιο ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και οι οποίοι θα είχαν την ικανότητα να προβάλλουν τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας στους εργάτες και θα ήταν αφοσιωμένοι στην κομματική δουλειά. Πέρα από αυτόν τον πυρήνα θα υπήρχαν μεγαλύτερες κι ευρύτερες οργανώσεις. Ήθελε να δημιουργήσει ένα Κόμμα με μια ομάδα που θα θεωρούσε την επανάσταση ως επάγγελμα, ως θεμέλιό του. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε όχι μόνο να έχουν εμπειρία σχετικά με τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά θα έπρεπε να μπορούν να δουλεύουν και παράνομα, να είναι ένα βήμα μπροστά από τη μυστική αστυνομία του τσάρου για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, έπρεπε να καταλάβουν πώς να δρουν μυστικά. Ταυτόχρονα, έπρεπε να είναι σε θέση να προσεγγίσουν νέα στρώματα της εργατικής τάξης. Το ΣΔΕΚΡ έπρεπε να παίξει ηγετικό ρόλο στην πάλη για τη δημοκρατία στη Ρωσία, να γίνει στην πραγματικότητα ο εκφραστής του λαού και να κερδίσει τη στήριξη όχι μόνο των εργατών, αλλά και όλων των καταπεσμένων στοιχείων της κοινωνίας.

Στα «Καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση» ο Λένιν υποστήριξε: «Η ιδιομορφία της σημερινής στιγμής στη Ρωσία βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης, που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο στάδιό της, που πρέπει να δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς.» [7]

Το 1911 ήταν χρονιά κρίσης για όλη την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ήπειρος και η Ρωσία συγκεκριμένα είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο. Υπήρχε φτώχεια κι εξαθλίωση. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι είχαν συρθεί σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενώ μετά από τρία χρόνια υπήρχαν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια νεκροί. Οι χώρες της Ευρώπης βρίσκονταν στο χείλος της εθνικής χρεοκοπίας. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες είχαν επιδεινωθεί για τους εργάτες και τους αγρότες. Το 1917 η κατά κεφαλήν έκταση της γης που κατείχαν οι αγρότες στη Ρωσία ήταν μόλις η μισή από αυτήν που είχαν αποκτήσει την περίοδο της «χειραφέτησης», ενώ ο τσάρος, η Εκκλησία και η αριστοκρατία διέθεταν τεράστια αγροκτήματα. Η οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση κατάρρευσης, το σύστημα μεταφορών βρισκόταν σε κρίση, τα εργοστάσια έκλειναν και υπήρχε περιορισμένη διάθεση τροφίμων. Ο στρατός, κακοποιημένος, προδομένος και ανυπόμονος για την ειρήνη, είχε απογοητευτεί από την αστική Προσωρινή Κυβέρνηση.

Το Κόμμα των Μπολσεβίκων, με επικεφαλής τον Λένιν, έστρωσε το έδαφος και μπήκε επικεφαλής της πρώτης νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης κι έθεσε τα θεμέλια για το πρώτο εργατικό κράτος του κόσμου.

Το Πρόγραμμα των Μπολσεβίκων αναγνώρισε τα αιτήματα των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών, τα οποία συμπυκνώνονταν στο σύνθημα: «Ειρήνη στο στρατό, γη στους αγρότες, όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.» Τα αιτήματα αυτά εγκρίθηκαν στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Εργαζόμενου κι Εκμεταλλευόμενου Λαού και με τα διατάγματα για τη γη, την ειρήνη και το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ. Η υπόθεση Κορνίλοφ δυνάμωσε το φόβο των λαϊκών μαζών ότι οι στρατηγοί του τσάρου μπορεί να προσπαθούσαν ν’ αποκαταστήσουν το παλιό καθεστώς. Η επαναστατική συνείδηση του λαού δυνάμωσε, η Προσωρινή αστική Κυβέρνηση δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στα αιτήματα του λαού, ενώ η αφοσίωση και η πρωτοτυπία του Λένιν, που συνδυάστηκαν με την οργάνωση και την πειθαρχία του Κόμματος, αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την επαναστατική αλλαγή.

Το Μάρτη και τον Απρίλη του 1917 δημιουργήθηκαν 700 Σοβιέτ. Το καλοκαίρι έφτασαν τα 1.429. Ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία μετά από σχεδόν 16 χρόνια εξορίας. Στις 4 Απρίλη διάβασε τις Θέσεις του Απρίλη [8], οι οποίες λέγεται ότι γράφτηκαν στο τρένο καθ’ οδόν για την Πετρούπολη, σε δύο συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο ανάκτορο στην Ταυρίδα, και το άρθρο ανατυπώθηκε σε διάφορες μπολσεβίκικες εφημερίδες. Ο Λένιν ήταν σαφής και ασυμβίβαστος σε ό,τι αφορά το πρόγραμμά του. Ήταν ενάντια στη συνεργασία με τους Φιλελεύθερους στην Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία ήταν αστική κυβέρνηση, και όριζε σαφώς τον πόλεμο ως ληστρικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Απαιτούσε την εθνικοποίηση της γης και το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ, επιβεβαιώνοντας ότι η Ρωσία περνούσε από το πρώτο, αστικό στάδιο της επανάστασής της στο δεύτερο, σοσιαλιστικό στάδιο, το οποίο καθιστούσε αναγκαίο το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των εργατών και των φτωχότερων στρωμάτων των αγροτών. Ήδη από το καλοκαίρι του 1905 ο Λένιν είχε μιλήσει για την «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» [9], διευκρινίζοντας ωστόσο τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου στην πάλη για απελευθέρωση.

Όπως διατύπωσε στο άρθρο «Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο αγροτικό κίνημα»: «Γιατί από τη δημοκρατική επανάσταση θ’ αρχίσουμε αμέσως να περνάμε και ακριβώς το μέτρο των δυνάμεών μας, στο μέτρο των δυνάμεων του συνειδητού και οργανωμένου προλεταριάτου, θ’ αρχίσουμε να περνάμε στη σοσιαλιστική επανάσταση. Είμαστε υπέρ της διαρκούς επανάστασης. Δε θα σταματήσουμε στη μέση του δρόμου ... θα βοηθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις όλη την αγροτιά να κάνει τη δημοκρατική επανάσταση, για να είναι πιο εύκολο σ’ εμάς, στο Κόμμα του προλεταριάτου, να περάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νέο και ανώτερο καθήκον —στη σοσιαλιστική επανάσταση.» [10]

Η Οκτωβριανή Επανάσταση πραγματοποιήθηκε επειδή οι Μπολσεβίκοι ήταν εξοπλισμένοι με δύο απαραίτητα όπλα: Πρώτο, τη δυναμική επαναστατική θεωρία και, δεύτερο, το πειθαρχημένο επαναστατικό κόμμα που ήταν αφοσιωμένο στο να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία. Όπως διατύπωσε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε;, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα». Το διάστημα που προηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης το Κόμμα των Μπολσεβίκων κέρδισε με την υπόθεσή του την πλειονότητα των εργατών και των φτωχών αγροτών. Το 1917 ο Λένιν επεξεργάστηκε ολοκληρωμένα τις πολιτικές δομές του νέου εργατικού κράτους στο έργο του Κράτος κι Επανάσταση.

Ο Λένιν έγραψε: «Ο μαρξισμός διαφέρει απ’ όλες τις άλλες σοσιαλιστικές θεωρίες, γιατί ξέρει να συνδυάζει θαυμάσια την απόλυτη επιστημονική νηφαλιότητα στην ανάλυση της αντικειμενικής κατάστασης πραγμάτων και της αντικειμενικής πορείας της εξέλιξης με την πιο αποφασιστική αναγνώριση της σημασίας που έχει η επαναστατική δραστηριότητα, η επαναστατική δημιουργία και η επαναστατική πρωτοβουλία των μαζών, όπως φυσικά και τα ξεχωριστά πρόσωπα, οι ομάδες, οι οργανώσεις, τα κόμματα που ξέρουν να βρίσκουν και να πραγματοποιούν τη σύνδεση μ’ αυτές ή εκείνες τις τάξεις.» [11]

Ανάμεσα σε όλα τα κόμματα στη Ρωσία μόνο οι μπολσεβίκοι αναγνώριζαν κι εμπιστεύονταν το ένστικτο και την ανυπομονησία της εργατικής τάξης. Ο Λένιν, αφήνοντας στην άκρη τον πεσιμισμό και την ηττοπάθεια όσων αμφέβαλλαν, αναγνώρισε ότι υπήρχαν οι αντικειμενικές συνθήκες για την επανάσταση. Αναγνώρισε επίσης ότι ήταν ανάγκη ν’ αναπτυχθεί και να διατηρηθεί η στήριξη οποιασδήποτε επαναστατικής δράσης από τις μάζες ενάντια στην Προσωρινή Κυβέρνηση.

Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση

«Σύντροφοι.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Η κρατική εξουσία πέρασε στα χέρια του Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και Στρατιωτών της Πετρούπολης, στο Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο που βρίσκεται επικεφαλής του προλεταριάτου και της φρουράς της Πετρούπολης. Ο σκοπός για τον οποίο αγωνίστηκε ο λαός — άμεση πρόταση δημοκρατικής ειρήνης, κατάργηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας πάνω στη γη των γαιοκτημόνων, εργατικός έλεγχος της παραγωγής, δημιουργία μιας κυβέρνησης των Σοβιέτ— αυτός ο σκοπός εξασφαλίστηκε. Ζήτω η επανάσταση των εργατών, στρατιωτών και αγροτών.»

Με αυτά τα λόγια ανακοινώθηκε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα στην ανθρώπινη ιστορία, ένα γεγονός παγκόσμιας ιστορικής σημασίας, το οποίο άλλαξε μια για πάντα τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους κι έκανε πραγματικότητα το όραμα για μια νέα, σοσιαλιστική κοινωνία με ισοτιμία των εθνών και των λαών. Στις 25 Οκτώβρη 1917 (7 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) η σοσιαλιστική επανάσταση που πραγματοποιήθηκε στη Ρωσία ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη επιτυχημένη εργατική επανάσταση στην Ιστορία. Όπως είπε ο Λένιν:

«Στις αστικές επαναστάσεις κύριο καθήκον των εργαζόμενων μαζών ήταν να κάνουν αρνητικό ή καταλυτικό έργο για την εξάλειψη της φεουδαρχίας, της μοναρχίας, του μεσαιωνισμού. Το θετικό ή δημιουργικό έργο για την οργάνωση της νέας κοινωνίας το εκτελούσε η εύπορη, η αστική μειοψηφία του πληθυσμού. Και το καθήκον αυτό το εκπλήρωνε σχετικά εύκολα, παρά την αντίσταση των εργατών και των φτωχών αγροτών, όχι μονάχα γιατί η αντίσταση των μαζών, που ήταν θύματα της εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, ήταν τότε εξαιρετικά αδύνατη λόγω της διασποράς και της καθυστέρησής τους, αλλά και γιατί η βασική οργανωτική δύναμη της αναρχικά συγκροτημένης καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η εθνική και η παγκόσμια αγορά, που επεκτείνεται αυθόρμητα σε πλάτος και σε βάθος. Αντίθετα, σε κάθε σοσιαλιστική επανάσταση ... κύριο καθήκον του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς που καθοδηγείται από αυτό είναι το θετικό ή δημιουργικό έργο για να οργανωθεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και λεπτό δίκτυο από νέες οργανωτικές σχέσεις, που ν’ αγκαλιάζουν τη σχεδιασμένη παραγωγή και κατανομή των αναγκαίων προϊόντων για τη συντήρηση δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.»

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες επαναστάσεις, η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση μετέφερε την εξουσία στην εργατική τάξη, συνέτριψε το μηχανισμό του αστικού κράτους και δημιούργησε το πρώτο εργατικό κράτος του κόσμου. Στόχος της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν η κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης και καταπίεσης και η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας στη βάση των σοσιαλιστικών ιδεών. Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση αποτέλεσε τον πυρήνα ενός πολιτικού φαινομένου η επίδραση του οποίου έγινε αισθητή σε όλο τον κόσμο. Ήταν πράγματι οι «δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».

Αντίθετα, στη Γερμανία η αποτυχία της επανάστασης, η απάνθρωπη καταστολή που ακολούθησε, μεταξύ άλλων με τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ, του Λίμπκνεχτ και άλλων, έδειξε ότι η αντεπανάσταση, ελλείψει ισχυρού, πειθαρχημένου, οργανωμένου επαναστατικού Κόμματος που να μπορεί να προωθεί και να υπερασπίζεται τα επιτεύγματα της επανάστασης, δε δίστασε καθόλου σε ό,τι αφορά τη διατήρηση του παλιού καθεστώτος με τη δύναμη των όπλων, έχοντας την επιδέξια βοήθεια κι ενθάρρυνση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης σε συνεργασία με τη Δεξιά, το στρατό και τα Φράικορπς.

Αντίστοιχα διδάγματα μπορούν ν’ αντληθούν από την εμπειρία της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε στις 21.3.1919. Ο εργατικός έλεγχος εγκαταστάθηκε σε πολλά κέντρα. Η κυβέρνηση εθνικοποίησε βιομηχανικές κι εμπορικές επιχειρήσεις και κοινωνικοποίησε τη στέγαση, τις μεταφορές, την υγεία, τους πολιτιστικούς θεσμούς, τις τράπεζες και όλα τ’ ακίνητα με μέγεθος πάνω από 40 εκτάρια. Όμως η χώρα γρήγορα δέχτηκε επίθεση από εξωτερικούς εχθρούς και την ντόπια Αντίδραση. Η απόφαση των κομμουνιστών να βάλουν τέλος στην οργανωτική αυτοτέλειά τους και να συγχωνευτούν με τους σοσιαλδημοκράτες αποδείχτηκε μεγάλο λάθος. Οι σοσιαλδημοκράτες της Ουγγαρίας, όπως οι ομοϊδεάτες τους στη Γερμανία, ήταν συμβιβασμένοι, συνένοχοι σε πράξεις καταστολής ενάντια στους εργάτες και είχαν πάρει μέρος σε αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Στις 6 Αυγούστου 1919, η κυβέρνηση ανατράπηκε από ένα πραξικόπημα. Η ήττα της επανάστασης στην Ουγγαρία το 1919 ήταν μεγάλο πλήγμα για τη διεθνή εργατική τάξη. Οι κατακτήσεις της επανάστασης ανατράπηκαν αμέσως και ακολούθησε μια βάρβαρη καταστολή, με μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια και την καταδίκη χιλιάδων εργατών ακόμα σε θάνατο από τα στρατοδικεία.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσε αποφασιστική ρήξη με το παλιό καθεστώς κι έθεσε τα θεμέλια για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Έφερε ένα νέο κοινωνικό σύστημα, το οποίο κατάργησε την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, έβαλε τέλος στη βαρβαρότητα του κεφαλαίου και δημιούργησε τις συνθήκες για την καθιέρωση ενός νέου είδους πολιτισμού σε όλο τον κόσμο.

Αυξήθηκε το επίπεδο του προσδόκιμου ζωής και του αλφαβητισμού, οι συνθήκες διαβίωσης και η υλική ευημερία του λαού βελτιώθηκε και διασφαλίστηκε η υγεία και η εκπαίδευση των πολιτών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση δημιούργησε τη βάση για την υλική και κοινωνική πρόοδο, για το πέρασμα της εξουσίας στους εργαζόμενους, τους δημιουργούς του πλούτου. Έδωσε στους εργάτες την ευκαιρία να οικοδομήσουν τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες που προσφέρουν την προοπτική μιας ελεύθερης και ολοκληρωμένης ζωής.

Η νίκη των εργατών στη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση οδήγησε άμεσα στη δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους, μετατρέποντας το σοσιαλιστικό όραμα σε χειροπιαστή πραγματικότητα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία οι επαναστατικές ιδέες των Μαρξ και Ένγκελς μεταφράστηκαν σε πράξη και αυτό το γεγονός με τη σειρά του έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργική και πρωτοποριακή ανάπτυξη του σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι η δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους ήρθε αντιμέτωπη με την αντεπανάσταση και την ξένη επέμβαση. Το σοβιετικό κράτος, ενώ βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, αντιμετώπισε την ένοπλη πολιτική και ιδεολογική επίθεση, την εσωτερική κι εξωτερική αντίδραση.

Το Κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν Κόμμα Νέου Τύπου, ένα επαναστατικό διεθνιστικό κόμμα, και η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν από μόνη της ένας θρίαμβος του διεθνισμού. Η ίδρυση της Γ' Διεθνούς το 1919 αποτέλεσε σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση και στην ιδεολογική συνοχή των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων ανά τον κόσμο που βρίσκονταν εν τη γενέσει τους. Η Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνής αποτέλεσε ένα ακόμα βήμα για την ανάπτυξη της συνείδησης της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη της επαναστατικότητάς της.

Ο Οκτώβρης του 1917 σηματοδότησε μια νέα αρχή. Όπως έγραψε ο Στάλιν: «Ας αρχίσουμε από το γεγονός ότι ο Οχτώβρης του 1917 σημειώνει ρήγμα στο παγκόσμιο κοινωνικό μέτωπο και προκαλεί στροφή σ’ όλη την παγκόσμια ιστορία. Φανταστείτε ένα απέραντο κοινωνικό μέτωπο που εκτείνεται από τις καθυστερημένες αποικίες ως την προοδευμένη Αμερική, και ύστερα ένα τεράστιο ρήγμα σ’ αυτό το μέτωπο, που το άνοιξε το ρωσικό τμήμα του διεθνούς προλεταριάτου, ρήγμα που απειλεί την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού, που μπέρδεψε όλα τα χαρτιά και όλα τα σχέδια των καρχαριών του ιμπεριαλισμού και διευκόλυνε, διευκόλυνε ριζικά τον αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο —αυτή είναι η ιστορική σημασία του Οχτώβρη του 1917» [12]

Η Οκτωβριανή Επανάσταση ενέπνευσε τους εργάτες και τους καταπιεσμένους σε όλο τον κόσμο. Άσκησε τεράστια επίδραση σε όλη την Ευρώπη. Το Γενάρη του 1918 έγιναν μεγάλες απεργίες στην Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία.

Ο Λένιν είχε ξεκαθαρίσει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση «δε θα είναι μόνο και κατά πρώτο λόγο πάλη των επαναστατών προλετάριων κάθε χώρας ενάντια στη δική τους αστική τάξη —όχι, θα είναι πάλη όλων των καταπιεζόμενων από τον ιμπεριαλισμό αποικιών και χωρών, όλων των εξαρτημένων χωρών ενάντια στο διεθνή ιμπεριαλισμό». Στην Ιρλανδία το Φλεβάρη του 1919 πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση για τον εορτασμό της επιτυχίας της Οκτωβριανής Επανάστασης με τη συμμετοχή περίπου 10.000 ατόμων. Στο 1ο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, που συνήλθε στο Μπακού το Σεπτέμβρη του 1920, παραβρέθηκαν σχεδόν 2.000 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 40 κράτη. Η Οκτωβριανή Επανάσταση εισήγαγε μια εποχή επαναστατικής αλλαγής στη Ρωσία, αλλά και πέρα από αυτή. Ιδρύθηκαν κομμουνιστικά κόμματα στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, ακολουθώντας τη διάρθρωση του Κόμματος Νέου Τύπου του Λένιν.

Είναι αδύνατο να τιμήσει κανείς τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση χωρίς ν’ αναγνωρίσει και να χειροκροτήσει τα πολλά επιτεύγματα του πρώτου εργατικού κράτους. Η εκβιομηχάνιση της οικονομίας, η διεύρυνση των ιατρικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών υγείας, η ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, τα μέτρα που πάρθηκαν για τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία και τον αθλητισμό, η ανάπτυξη των υλικών συνθηκών των εργαζόμενων ανήκουν στα πολλά επιτεύγματα της Επανάστασης.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση σηματοδότησε επίσης ένα νέο στάδιο στη διεθνιστική αλληλεγγύη. Ενθάρρυνε κι ενέπνευσε το διεθνές επαναστατικό κίνημα. Η νικηφόρα επανάσταση στη Ρωσία ήταν από μόνη της μια σημαντική νίκη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, ενώ ενέπνευσε και στήριξε και άλλες τέτοιες νίκες. Δυνάμωσε το κίνημα για την εθνική απελευθέρωση, την ελευθερία και την ανεξαρτησία και ο σοσιαλισμός αποτέλεσε την ελπίδα των καταπιεσμένων. Τ’ απελευθερωτικά κινήματα με τη στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών χωρών σάρωσαν τους παλιούς αποικιοκράτες και διακήρυξαν την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα των ανεξάρτητων εθνικών κρατών. Η επιρροή των αποικιοκρατικών δυνάμεων αποδυναμώθηκε και κλονίστηκε. Το 1919 οι αποικιακές κι εξαρτημένες χώρες αποτελούσαν περίπου το 72% των εδαφών όλου του κόσμου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί σε 3,6%.

Η Σοβιετική Ένωση έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του φασισμού, του ναζισμού και του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Το 1945 νικήθηκε ο φασισμός στην Ευρώπη. Η Σοβιετική Ένωση, ο Κόκκινος Στρατός, οι κομμουνιστές παρτιζάνοι και αγωνιστές της Αντίστασης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση αυτής της ήττας. Η μάχη του Στάλινγκραντ, η οποία κράτησε 200 μέρες και νύχτες, αποτέλεσε σημαντική ήττα για τους ναζί. Η ναζιστική αντεπίθεση στο Κουρσκ αναχαιτίστηκε και οι φασιστικές δυνάμεις υπέστησαν βαριές απώλειες. Μετά από την ήττα στο Κουρσκ οι ναζί δεν κατάφεραν να εξαπολύσουν άλλη μεγάλη επίθεση και ο Κόκκινος Στρατός προχώρησε σταδιακά στο Βερολίνο. Η ειρήνη είχε επιστρέψει στην Ευρώπη, ωστόσο με μεγάλο κόστος. Η φασιστική επίθεση είχε ηττηθεί και η Σοβιετική Ένωση είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα, έχοντας υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες. Ο Κόκκινος Στρατός, υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό το επίτευγμα.

Η ιστορική νίκη των Συμμάχων εναντίον των ναζί οδήγησε σε βασική μεταβολή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Τον Ιούνη του 1945 συντάχτηκε ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών. Το Άρθρο 1 (2) του Χάρτη διακήρυσσε ότι ένας από τους βασικούς στόχους του Οργανισμού ήταν η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων ανάμεσα στα κράτη στη βάση του σεβασμού της αρχής της ισοτιμίας και της αυτοδιάθεσης των λαών. Τεράστιες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, που άλλοτε ανήκαν στις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, ανεξαρτητοποιήθηκαν και απέκτησαν νέα υπόσταση ως κυρίαρχα κράτη.

Ο ρόλος των απελευθερωτικών κινημάτων και η δημιουργία σοσιαλιστικής κοινότητας κρατών έθεσε σε αμφισβήτηση τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, ενώ το 1960 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε τη Διακήρυξη για τη Χορήγηση Ανεξαρτησίας στις αποικιακές χώρες και λαούς, διακηρύσσοντας ότι «όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, βάσει αυτού του δικαιώματος καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους και ακολουθούν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική τους ανάπτυξη». Η Διακήρυξη του 1952 για τη Διαρκή Κυριαρχία επί των φυσικών πόρων υπογράμμισε το δικαίωμα των λαών και των κρατών στη διαρκή κυριαρχία επί του φυσικού πλούτου τους. Βεβαίως, παρά τη βελτίωση στους συσχετισμούς δυνάμεων και τις διακηρύξεις του Χάρτη του ΟΗΕ για την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων ανάμεσα στα κράτη κλπ., η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα συνέχισε παρά τις θετικές εξελίξεις. Μαζί με το αίτημα για ειρήνη και το αίτημα να μπει τέλος στην εκμετάλλευση που γεννούσε την πείνα, τη δυστυχία και την καταπίεση σε όλο τον κόσμο αποτέλεσαν την παρακαταθήκη της πείρας και των ιδεών της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.

Οι εχθροί του σοσιαλισμού επιδιώκουν χωρίς επιτυχία να σβήσουν τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης και τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης, παρά το γεγονός ότι τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι ζωντανά κι επίκαιρα όσο ποτέ. Η αντεπανάσταση στα σοσιαλιστικά κράτη στην Ευρώπη δεν αποτελεί το τέλος της Ιστορίας. Ούτε ακυρώνει τις επαναστατικές αρχές του μαρξισμού-λενινισμού.

Τα διδάγματα από την εμπειρία των Μπολσεβίκων

Τι ρόλο έχει το επαναστατικό κόμμα στο δικό μας κόσμο; Ο ρόλος του παραμένει όπως ήταν όταν πρώτα είχε συλληφθεί -ν’ αποτελεί μια πειθαρχημένη, ιδεολογικά συμπαγή και αποτελεσματική δύναμη για την προώθηση της ταξικής πάλης κι επαναστατικής αλλαγής μέσα στην εργατική τάξη και να εξασφαλιστεί η μετάβαση στη νέα κοινωνία. Ακόμα υπάρχει ζωτική ανάγκη για ένα τέτοιο κόμμα. Η ταξική πάλη απαιτεί ένα κόμμα τέτοιου τύπου. Η σημερινή κρίση του καπιταλισμού συνεχίζει ν’ αναδεικνύει την εξουσία και τη φύση του κράτους στην καπιταλιστική κοινωνία. Το κράτος όπως υπάρχει στον καπιταλισμό λειτουργεί για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Είναι εμφανής η ανάγκη για ένα κόμμα της εργατικής τάξης που κατανοεί τη συγκείμενη πραγματικότητα κι έχει ως στόχο του το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης. Το καθήκον για το βάθεμα και τη σταθεροποίηση της ταξικής συνείδησης ανήκει στο επαναστατικό κόμμα.

Η απειλή στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες των εργαζομένων και των φτωχών αγροτών σε όλο τον κόσμο και η κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου έχουν οξύνει την ιδεολογική διαπάλη και διαμορφώνουν νέους όρους για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και την προετοιμασία των εργαζόμενων για πολιτική δράση. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση, η κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, η δύναμη των ιμπεριαλιστικών διακρατικών συμμαχιών, η υποταγή εθνικών οικονομιών και φυσικών πόρων στα συμφέροντα του κεφαλαίου και των μονοπωλίων, τα συνεχιζόμενα υποχρέη του αναπτυσσόμενου κόσμου και οι άνισες εμπορικές σχέσεις, η όλο και μεγαλύτερη επέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων παγκοσμίως ενισχύουν την πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού.

Είναι αναγκαίο για το επαναστατικό κόμμα να επιβεβαιώσει πάλι τη δυναμική του σοσιαλισμού ως μια βιώσιμη εναλλακτική προοπτική για τον κόσμο και ν’ αναπτύξει τη συνείδηση της εργατικής τάξης και την οργάνωση σε μαζική κλίμακα. Ο μαρξισμός μάς δίνει ένα πολύ σημαντικό θεωρητικό εργαλείο για να ερμηνεύουμε τον κόσμο και ο Λένιν και η Οκτωβριανή Επανάσταση έχουν δείξει πως η επαναστατική θεωρία αποτελεί τη βάση για ν’ αλλάξει ο κόσμος.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση έδωσε την προοπτική της αλλαγής, έδωσε στο εργατικό κίνημα μια επαναστατική συνείδηση κι επαναστατικό στόχο, το καθήκον να διαπαιδαγωγήσει, να οργανώσει και να κινητοποιήσει τις μάζες των εργαζόμενων στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο και για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας. Τα γεγονότα του Οκτώβρη του 1917 ανέδειξαν τη δημιουργικότητα του μαρξισμού και τη δυνατότητα για τον εμπλουτισμό και την πρακτική εφαρμογή των αρχών του σοσιαλισμού και του διεθνισμού.

Παραμένει καθήκον για τα επαναστατικά κόμματα να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές στις σημερινές συνθήκες με δημιουργικό τρόπο, τηρώντας τα βασικά ιδανικά και αρχές του επαναστατικού σοσιαλισμού, αλλά και αγκαλιάζοντας τους καθημερινούς λαϊκούς αγώνες για άλλα, συγκεκριμένα ζητήματα, συμπεριλαμβάνοντας κοινωνικά, οικονομικά, εργασιακά ζητήματα και ζητήματα σχετικά με το φύλο, τη φυλή, το περιβάλλον, την ειρήνη και τη δημοκρατία. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή των προοδευτικών αγώνων των εργαζόμενων, των λαϊκών στρωμάτων, των φτωχών αγροτών, των γυναικών, της νεολαίας, των συνταξιούχων και των φοιτητών.

Ως κεντρικό στοιχείο αυτών των αγώνων και σύμφωνα με τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και τις προτροπές των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, πρέπει ν’ αμφισβητούμε την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας σε όλους τους τομείς της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Είναι αναγκαίο ν’ αντιμετωπίσουμε και να νικήσουμε την εχθρική αντικομμουνιστική προπαγάνδα απ’ όπου κι αν προέρχεται και να στεκόμαστε αλληλέγγυοι με τα ΚΚ και εργατικά κόμματα που δέχονται επιθέσεις. Πρέπει να υπερασπίσουμε τη σοσιαλιστική προοπτική ενεργά. Έχει έρθει η ώρα να εξαπολύσουμε μια συντονισμένη ιδεολογική αντεπίθεση.

Είναι καθήκον μας ν’ αποδείξουμε τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού για τους εργαζόμενους, όχι μόνο ως μια θεωρητική πρόταση, αλλά ως μια απτή πραγματικότητα, αναδεικνύοντας τα επιτεύγματά του, την εναντίωσή του στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό, στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση και στον πόλεμο.

Το Λενινιστικό Κόμμα δεν μπορεί να είναι ένας απλός εκλογικός μηχανισμός (αν και αυτό παραμένει ένα σημαντικό στοιχείο της δουλειάς του). Η δύναμη του επαναστατικού εργατικού κόμματος απορρέει από την ιδεολογική του συνεκτικότητα, την ικανότητά του να δουλεύει πολιτικά και τους στενούς δεσμούς με την εργατική τάξη, και όχι απλώς από τον αριθμό των εκλεγμένων εκπρόσωπων που έχει. Όπως τόνισε ο Λένιν, το Κόμμα πρέπει να επεξεργάζεται τις οργανωτικές σχέσεις που θα διασφαλίσουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο συνείδησης και ν’ αναβαθμίζεται αυτό το επίπεδο συστηματικά. Μόνο ένα κόμμα με αυτόν το χαρακτήρα -που καθιερώνει τα συνεπή σοσιαλιστικά διαπιστευτήριά του στις μάζες των εργαζόμενων- μπορεί να γίνει μια αυθεντική ηγετική δύναμη στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε τη μεγάλη σημασία ενός επαναστατικού πρωτοποριακού κόμματος και μιας εργατικής τάξης με πολιτική συνείδηση. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει ν’ αναπτύξει τις οργανωτικές, διοικητικές και πολιτικές ικανότητες και μια στρατηγική για καλύτερη και πιο αποτελεσματική πολιτική μόρφωση κι επικοινωνία, για ν’ αναβαθμιστεί η ικανότητά του ν’ αμφισβητήσει και ν’ αντιμετωπίσει τα κέντρα εξουσίας σε κάθε επίπεδο. Η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης παραμένει ένα κεντρικό καθήκον για την ιδεολογική και πολιτική δουλειά των ΚΚ και ΕΚ. Αντίστοιχα, πρέπει να είμαστε στην καρδιά των λαϊκών αγώνων και ανησυχιών. Η πάλη για δημοκρατικά δικαιώματα, η ιδεολογική-πολιτική και μαζική αντιπαράθεση που αναπτύσσεται μέσα από τους καθημερινούς αγώνες των εργαζόμενων για τα δημοκρατικά, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματά τους παραμένει αναπόσπαστο μέρος της πάλης για το σοσιαλισμό. Αυτό αποκαλύπτει τον αντιλαϊκό, αντιδημοκρατικό, ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, των αστικών κυβερνήσεων και κόμματων. Σε κάθε τέτοιο αγώνα, οι κομμουνιστές έχουν το καθήκον να υπογραμμίσουν και να κηρύξουν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, ότι το μόνο οικονομικό θεμέλιο για τη γνήσια δημοκρατία είναι η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Το Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα πρέπει να διευρύνει το μέτωπο πάλης, με ενεργή παρέμβαση σε κάθε τομέα της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, αρνούμενο να εγκαταλείψει κάποιο πεδίο πάλης στα αστικά κόμματα με το στόχο, όπως το έθεσε ο Λένιν, να συνδυάζει «την πάλη για τη δημοκρατία με την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση». Αυτά είναι τα διδάγματα του Οκτώβρη του 1917.

Ο Λένιν ανέδειξε ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παλιού τύπου δεν μπορούσαν ν’ αποτελέσουν την επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης λόγω του οπορτουνισμού τους, της απώλειας της ιδεολογικής αξιοπιστίας και της έλλειψης ετοιμότητας για τον αγώνα. Όπως είπε ο Λένιν: «Το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι, είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει ... Για το λόγο αυτό κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση από αυτή σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας.» [13]

Στη δεκαετία του ’60 και ’70 πολλοί σοσιαλιστές (ορθώς) υποστήριζαν ότι ο πολιτισμός ήταν μέρος της ταξικής πάλης και συνεπώς η ταξική πάλη πρέπει να ενταθεί στον τομέα του πολιτισμού. Ισχυρίστηκαν ότι στις συνθήκες των λεγόμενων «δυτικών δημοκρατιών» μια επανάσταση τύπου 1917 ήταν αδύνατη και συνεπώς ότι η φύση του επαναστατικού κόμματος και η πολιτική του γραμμή πρέπει ν’ αλλάξει. Παρουσίαζαν αυτό ως μια «επικαιροποίηση» της αντίληψης για την επανάσταση και ως απάντηση στις «μεταβαλλόμενες συνθήκες». Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η προσέγγιση αποδείχτηκε καταστροφική για την ταξική πολιτική και την εργατική τάξη. Το επιχείρημα για την κεντρική σημασία της πάλης για τον πολιτισμό ήρθε να δώσει κάλυψη στην υποχώρηση από την παραδοσιακή δράση και προσανατολισμό του επαναστατικού κόμματος. Η σημασία της δουλειάς στα συνδικάτα και στις άλλες μαζικές οργανώσεις υποτιμήθηκε, όπως και η σημασία άλλων ειδών δουλειάς στη βάση ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, η σημασία της ύπαρξης του ίδιου του Κόμματος-Πρωτοπορία. Το επίκεντρο κινήθηκε προς τις εκλογές και τις μεθόδους με τις οποίες τα ΜΜΕ συμβάλλουν στη διαμόρφωση της λαϊκής συνείδησης. Και οι δύο τομείς είναι σημαντικοί για την πάλη για επαναστατική αλλαγή, αλλά από μόνοι τους δεν αρκούν γι’ αυτήν την αλλαγή. Ως συνέπεια, υπήρχε μια απομάκρυνση από την ταξική πολιτική και μια κίνηση προς την πολιτική της ταυτότητας και του πολιτισμού. Μερικά από τα πιο μεγάλα ΚΚ στην Ευρώπη υιοθέτησαν αυτές τις ιδέες, με βαρύ τίμημα. Σε όλο τον κόσμο αυτή η υποτίμηση της ταξικής πολιτικής άνοιξε το δρόμο για την αποδυνάμωση και πολλές φορές διάλυση κομμουνιστικών κομμάτων.

Αυτός ο οπορτουνισμός εκδηλώθηκε και με την «ευρωκομμουνιστική» του μορφή, που απέρριψε την κεντρική σημασία της ταξικής πάλης σε θεωρία και σε πράξη, αρνήθηκε το ρόλο της ταξικής κυριαρχίας του κράτους, υποστήριξε τη δημιουργία ενός κοινωνικού μπλοκ όλων των τάξεων και τη συγκρότηση μιας λεγόμενης «προωθημένης δημοκρατίας» μέσα από μεταρρυθμίσεις στην υπάρχουσα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Έτσι, καταστράφηκε ο λενινιστικός χαρακτήρας των κομμάτων που ακολούθησαν αυτό το αναθεωρητικό εγχείρημα.

Παρόλες τις αντιξοότητες και τα πισωγυρίσματα, η πείρα από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση ακόμα παραμένει σε ισχύ. Έχουμε μάθει ότι πρέπει ν’ αποκαλύπτουμε τις προδοσίες των σοσιαλδημοκρατών, να διαμορφώνουμε μια πολιτική κουλτούρα που ευνοεί την ανάπτυξη σοσιαλιστικών ιδεών, ν’ αναλύουμε τις αδυναμίες μας και ν’ αναπτύσσουμε τις θετικές πλευρές της δουλειάς μας, ν’ αντιμετωπίζουμε την ύπουλη διάβρωση λόγω της απαισιοδοξίας και ηττοπάθειας. Να διαμορφώνουμε ένα μπλοκ ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στη νεο-αποικιοκρατία και αντίδραση. Για τη μαζική ιδεολογική και πολιτική δουλειά στο λαό. Για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού και των σοσιαλιστικών χώρων ενάντια στη συκοφαντία και στη δυσφήμιση. Για ενεργή συμμέτοχη σε κάθε δημοκρατικό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Για να παραμένουμε σταθερά προσηλωμένοι στις σοσιαλιστικές αρχές και αφοσιωμένοι στην πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση απέδειξε ότι η δημιουργία μιας νέας κοινωνίας είναι δυνατή, ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να δημιουργήσουν ένα κράτος που τους εκπροσωπεί. Σήμερα τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα μάχονται ενάντια σε ισχυρές δυνάμεις, αλλά η πείρα μας λέει ότι τέτοιες δυνάμεις μπορούν να ηττηθούν. Αυτή η μάχη απαιτεί μαζική ιδεολογική και πολιτική δουλειά σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον όπου τα κόμματά μας αντιμετωπίζουν τα εχθρικά αστικά ΜΜΕ. Σε αυτές τις συνθήκες, τα ΚΚ και ΕΚ πρέπει ν’ αξιοποιήσουμε όλα τα διαθέσιμα μέσα και να είμαστε μέσα στους εργατικούς αγώνες, να αναβαθμίσουμε την ταξική συνείδηση και να παρουσιάζουμε τη σοσιαλιστική προοπτική. Με βάση αυτόν το σκοπό πρέπει να προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε μια πιο σφιχτή ενότητα, συνεργασία, συντροφική αλληλεγγύη και κοινή δράση ανάμεσα στα κόμματά μας, βελτιώνοντας τις συνθήκες για την αμοιβαία ανταλλαγή εμπειριών από τους αγώνες, την επεξεργασία θεωρητικών θέσεων και ν’ αναπτυχθεί και να ενισχυθεί η διεθνιστική αλληλεγγύη και συνεργασία ανάμεσα στ’ αδελφά κόμματα.

Η σημασία του Κόμματος-Πρωτοπορία της εργατικής τάξης παραμένει βασική. Ο καπιταλισμός έγινε αχαλίνωτος μετά από την αντεπανάσταση, που αφαίρεσε πολλούς περιορισμούς που αναγκάστηκε ν’ αποδεχτεί εξαιτίας της ύπαρξης των σοσιαλιστικών κρατών. Η πείρα αναδεικνύει ότι, χωρίς ένα Κόμμα- Πρωτοπορία με μια συμπαγή ιδεολογία και παρουσία στην εργατική τάξη και στις οργανώσεις της, η εργατική τάξη γίνεται εύκολη λεία για το κεφάλαιο. Ένα μαχητικό και αποτελεσματικό Κόμμα-Πρωτοπορία της εργατικής τάξης μπορεί να δυσκολέψει και ν’ ανατρέψει τα σχέδια των καπιταλιστών και να προστατέψει τα δικαιώματα των εργαζόμενων -κινούμενο γρήγορα από άμυνα σε επίθεση όταν η ευκαιρία παρουσιάζεται. Ένας επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα πρέπει να καθορίσει τη θέση του με σαφήνεια και να επεξεργαστεί μια πολιτική τακτική-στρατηγική σε κατεύθυνση ρήξης με τον καπιταλισμό.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση εξέφρασε με γλαφυρό τρόπο τη ζωντάνια του μαρξισμού και τη δυνατότητα που έχουν οι εργαζόμενοι να μετασχηματίσουν την κοινωνία και τον κόσμο. Οι ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης συνεχίζουν να καλλιεργούν την επαναστατική ευφυΐα και φαντασία και αποτελούν βάση για την ανάπτυξη της επαναστατικής ικανότητας για ριζικές και μακρόχρονες αλλαγές.

Ο Λένιν διατύπωσε τις θεωρητικές και οργανωτικές αρχές για τη δημιουργία ενός επαναστατικού Κόμματος Νέου Τύπου που μπορεί να μετατρέψει τη μαρξιστική θεωρία σε πράξη. Αυτές οι αρχές συμπεριλαμβάνουν το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, την ιδεολογική και οργανωτική ενότητα και την κομματική πειθαρχία. Ν’ απορρίψει κανείς αυτά τα οργανωτικά στοιχεία, όπως είπε ο Λένιν «ισοδυναμεί με ολοκληρωτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου προς όφελος της αστικής τάξης». [14] Αυτό απηχεί και τον Ένγκελς, όταν αυτός κατέρριψε τις θέσεις του Μπακούνιν λέγοντας ότι, αν αυτές οι ιδέες είχαν υιοθετηθεί, δε θα υπήρχε «καμία κομματική πειθαρχία, καμία συγκέντρωση δυνάμεων σε συγκεκριμένο σημείο, κανένα όπλο για τον αγώνα». [15]

Το επαναστατικό Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα είναι η οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης και χαρακτηρίζεται από την επαναστατικότητά του και την αταλάντευτή του εναντίωση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, την αδιάκοπη αποφασιστικότητα να περάσει η εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης και να οικοδομηθεί η σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία.

Η πείρα και οι ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης άλλαξαν τον κόσμο. Η Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε την αναγκαιότητα ενός πειθαρχημένου επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Το Λενινιστικό Κόμμα πρέπει να μπορεί να υπερασπίσει τις θεωρητικές και ιδεολογικές θέσεις, να μπει βαθιά στους αγώνες στους χώρους εργασίας, οικοδομώντας ισχυρούς και άθραυστους δεσμούς ανάμεσα στο Κόμμα και στην εργατική τάξη, να αναδεικνύει ότι κάθε πολιτικός αγώνας είναι ένας ταξικός αγώνας, διατηρώντας την πολιτική, οργανωτική και ιδεολογική αυτοτέλεια του Κόμματος, αποκαλύπτοντας και ξεριζώνοντας με σθεναρό τρόπο τον οπορτουνισμό, το σοσιαλσοβινισμό και την ταξική συνεργασία, συνεχώς επιβεβαιώνοντας τη σταθερή προσήλωση στην ταξική πάλη, στη σοσιαλιστική επανάσταση και στον προλεταριακό διεθνισμό.


[1] K. Marx and F. Engels, Selected Correspondence, p. 386, Μοscow, 1975.

[2] Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

[3] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 2, σελ. 11.

[4] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 4, σελ. 186.

[5] Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα σε ένα σύντροφο για τα οργανωτικά μας καθήκοντα», Άπαντα, τόμ. 7.

[6] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 17, σελ. 299-301.

[7] Β. Ι. Λένιν, «Οι θέσεις του Απρίλη», Άπαντα, τόμ. 31.

[8] Β. Ι. Λένιν, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 31.

[9] Β. Ι. Λένιν, «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 11.

[10] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 11, σελ. 222-223.

[11] Ό.π., τόμ. 16.

[12] Ι. Β. Στάλιν, «Το Κόμμα πριν και μετά από την κατάληψη της εξουσίας», Άπαντα, τόμ. 5.

[13] Β. Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε;», Άπαντα, τόμ. 6.

[14] Β. Ι. Λένιν, «Ο “αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμ. 41.

[15] K. Marx, F. Engels, V. Lenin, Anarchism and Anarcho-Syndicalism, Progress Publishers, Moscow, 1974.