Η νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Έπανάστασης έδωσε τη δυνατότητα να λυθεί πλήρως και ριζικά το γυναικείο ζήτημα στη Ρωσία. Το γυναικείο κίνημα έγινε εργατο-αγροτικό με καθήκοντα ολόπλευρης συμβολής στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας, προσέλκυσης όλων των γυναικών σε δραστήρια πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα. Το Νοέμβρη του 1918 στη Μόσχα με πρωτοβουλία των Ι. Φ. Αρμάντ, Α. Μ. Κολοντάι και Κ. Ν. Σαμοΐλοβα συγκλήθηκε το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο Έργατριών και Αγροτισσών, στο οποίο μίλησε ο Β. Ι. Λένιν. Το συνέδριο καθόρισε τη θέση των γυναικών στην πάλη για το σοσιαλισμό και έθεσε τις οργανωτικές βάσεις του γυναικείου κινήματος στις σοβιετικές συνθήκες. Στη σύνθεση των κεντρικών και τοπικών κομματικών οργάνων δημιουργήθηκαν γυναικεία τμήματα.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΡ (Μπ.), που ψηφίστηκε στο 8ο Συνέδριο του Κόμματος το 1919, τονιζόταν ότι το Κόμμα δεν περιορίζεται στην αποδοχή της τυπικής νομικής ισοτιμίας των γυναικών, αλλά προσπαθεί να την υλοποιήσει στην πράξη, απελευθερώνοντας τη γυναίκα από τα βάρη του νοικοκυριού και τραβώντας την σε όλες τις σφαίρες της ζωής της νέας κοινωνίας. Το Κόμμα εγγυήθηκε την κρατική προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΡ (Μπ.) έστρεψε την προσοχή του στο τράβηγμα των εργατριών και των αγροτισσών στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Στην ημερήσια διάταξη του 11ου, 12ου και 13ου Συνεδρίου του Κόμματος υπήρχαν επίσης ζητήματα του γυναικείου κινήματος. Βασική μορφή του γυναικείου κινήματος στην ΈΣΣΔ τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 ήταν οι συνελεύσεις αντιπροσώπων. Αυτές οργανώνονταν στις επιχειρήσεις και για τις νοικοκυρές στα τοπικά Σοβιέτ. Στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο το κίνημα αναπτυσσόταν ξεπερνώντας τεράστιες δυσκολίες. Μεγάλη βοήθεια τού έδωσε η απόφαση του Οργανωτικού Γραφείου της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) «Για τα άμεσα καθήκοντα στον τομέα της δουλειάς στις εργάτριες, τις αγρότισσες και τις εργαζόμενες γυναίκες της Ανατολής» (Δεκέμβρης του 1924). Εδώ, παράλληλα με τις συνελεύσεις αντιπροσώπων δημιουργούνταν γυναικείες λέσχες, «κόκκινες γωνιές» και άλλα ιδρύματα. Σε αυτά δίδασκαν γράμματα στις γυναίκες, τους έδιναν ιατρικές συμβουλές, τις εξοικείωναν με τον πολιτισμό. Στις γυναικείες λέσχες αναπτύσσονταν οι πρώτες ακτιβίστριες, που έμπαιναν στο Κόμμα, πήγαιναν να φοιτήσουν στα εργατικά σχολεία, στα πανεπιστήμια, έπαιρναν διορισμό για εργοστάσια και φάμπρικες. Το 1926 συνήλθε η 1η Πανενωσιακή Σύσκεψη εργαζομένων των γυναικείων λεσχών. Το σοβιετικό γυναικείο κίνημα είχε ευρεία αντανάκλαση στις σελίδες του περιοδικού Τύπου. Δημιουργήθηκαν ειδικά περιοδικά για τις γυναίκες: Κομμουνίστρια (1920), Αγρότισσα (1922), Εργάτρια (1923), Εργαζόμενη της κοινωνικής σφαίρας (1936).
Τον Οκτώβρη του 1927 συνήλθε το 2ο Πανενωσιακό Συνέδριο Εργατριών και Αγροτισσών, που διατύπωσε την άνοδο της δραστηριότητας των γυναικών σε όλους τους τομείς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την άνοδο της πολιτικής τους συνείδησης. Ο αριθμός των γυναικών αντιπροσώπων στα συνέδρια των Σοβιέτ κατά την περίοδο 1922-27 αυξανόταν στα χωριά, τις επαρχίες και τους νομούς κατά 3-8 φορές. Το 1927 συγκλήθηκε Πανενωσιακό Συνέδριο Έργατριών και Αγροτισσών - μελών Σοβιέτ. Το 1931 πραγματοποιήθηκε πανενωσιακή σύσκεψη για τη γυναικεία εργασία. Η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας προκάλεσε άνοδο του γυναικείου κινήματος στο χωριό. Οργανώνονταν συνελεύσεις αντιπροσώπων των γυναικών κολχόζνικων, γίνονταν γυναικείες παραγωγικές συσκέψεις στα αγροτικά σοβιέτ και τα κολχόζ. Το 1933 εμφανίστηκε το κίνημα των συζύγων-κοινωνικών ακτιβιστριών για την κουλτούρα στην παραγωγή και την καθημερινή ζωή, που συνέβαλε στο τράβηγμα στη δραστήρια κοινωνική και παραγωγική δραστηριότητα σημαντικού αριθμού γυναικών-νοικοκυρών. Μια από τις μορφές του γυναικείου κινήματος της δεκαετίας του ’30 ήταν η απόκτηση αντρικών ειδικοτήτων (οδηγοί τρακτέρ Π. Ν. Αγγελίνα, Π. Ν. Καβαρντάκ, μηχανοδηγός Ζ. Π. Τρόιτσκαγια κ.ά.). Με πρωτοβουλία της Β. Σ. Χεταγκούργκοβα οι Σοβιετικές κοπέλες (Χεταγκούργκοφκες) άρχισαν να συμμετέχουν δραστήρια στην κατάκτηση της Άπω Ανατολής. Το 1936 πραγματοποιήθηκαν πανενωσιακές συσκέψεις συζύγων οικονομικών και τεχνικών στελεχών της βαριάς βιομηχανίας και συζύγων του κομματικού δυναμικού του Κόκκινου Στρατού.
Τα προπολεμικά χρόνια οι Σοβιετικές γυναίκες εντάχτηκαν δραστήρια στο διεθνές δημοκρατικό γυναικείο κίνημα. Το 1934 οι Σοβιετικές γυναίκες συμμετείχαν στο Παγκόσμιο Συνέδριο γυναικών εναντίον του πολέμου και του φασισμού. Μια από τις οργανώτριες αυτού του συνεδρίου ήταν η Ε. Ν. Στάσοβα. Το συνέδριο ίδρυσε τη Διεθνή Γυναικεία Επιτροπή.
Τις μέρες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1941-1945, εκατομμύρια Σοβιετικές γυναίκες αντικατέστησαν στη λαϊκή οικονομία τους άντρες που είχαν φύγει στο μέτωπο. Πάνω από 1 εκατομμύριο κολχόζνικες απέκτησαν το επάγγελμα του οδηγού τρακτέρ, κομπάιν, μηχανικού, πάνω από 200 χιλιάδες έγιναν επικεφαλής βάρδιας και πρόεδροι κολχόζ. Πάνω από 1 εκατομμύριο γυναίκες πήραν άμεσα μέρος στις μάχες με τους φασίστες κατακτητές στο μέτωπο και στα παρτιζάνικα τμήματα. Στις 7 Σεπτέμβρη 1941 στη Μόσχα πραγματοποιήθηκε η 1η Αντιφασιστική Γυναικεία Συνάντηση, που ψήφισε την έκκληση «Στις γυναίκες όλου του κόσμου!», που καλούσε σε ενίσχυση της πάλης με το φασισμό και τη δημιουργία ενιαίου μετώπου πάλης ενάντια στο χιτλερισμό. Το Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύθηκε η Αντιφασιστική Επιτροπή Σοβιετικών Γυναικών (από το 1956 Επιτροπή Σοβιετικών Γυναικών, που εκδίδει από το 1945 το περιοδικό Σοβιετική γυναίκα). Στις 10 Μάη 1942 πραγματοποιήθηκε η 2η Αντιφασιστική Γυναικεία Συνάντηση (πανενωσιακή συνάντηση γυναικών που πήραν μέρος στον Πατριωτικό Πόλεμο), που ψήφισε τα καλέσματα «Προς τις γυναίκες όλου του κόσμου» και «Από τις γυναίκες της Μόσχας στις γυναίκες του Λονδίνου».
Οι γυναίκες μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τους άντρες σε πολλά «αντρικά» θέματα, και για τον λόγο ότι κατέκτησαν ένα ίσο με τους άντρες επίπεδο εκπαίδευσης, πνευματικής ανάπτυξης, λόγω του υγιούς τρόπου ζωής και του μπολιάσματος της φυσικής αγωγής ήταν ανεπτυγμένες από φυσική άποψη και είχαν αντοχή, όπως προέβλεπε το γενικό κρατικό σύμπλεγμα ΓΤΟ («έτοιμος για δουλειά και άμυνα»).
Τα βάρη και η ένταση της πολεμικής περιόδου άφησαν την ιδιαίτερη σφραγίδα τους στο οικογενειακό δίκαιο, που χαρακτηριζόταν από αρκετά σοβαρές αλλαγές, με κατεύθυνση την ενίσχυση του θεσμού του γάμου, τη στήριξη των πολύτεκνων οικογενειών, την αύξηση της γεννητικότητας, πράγμα που είχε πρωταρχική σημασία εκείνη τη στιγμή. Έτσι, από την 1 Οκτώβρη 1941 εισήχθη νέος φόρος στους ανύπαντρους και τους άτεκνους πολίτες.
Επιβλήθηκε φόρος στους ανύπαντρους και έγγαμους χωρίς παιδιά, στους πολίτες άντρες από 20 μέχρι 50 ετών και στις γυναίκες από 20 μέχρι 45 ετών:
α) Με μισθό έως 150 ρούβλια - 5 ρούβλια το μήνα,
β) με μισθό πάνω από 150 ρούβλια - 5% του μισθού.
Οι έγκυες γυναίκες έπαιρναν επιπλέον μερίδες. Στις συνθήκες του πολέμου ήταν αναγκαίο να υπάρχει φροντίδα και για τα ορφανά παιδιά. Ως αποτέλεσμα αυτού, το 1943 εκδόθηκαν νομοθετικές πράξεις σχετικές με την κηδεμονία και την υιοθεσία.
Έτσι, όλη η κοινωνική πολιτική εκείνης της περιόδου ήταν προσανατολισμένη στη σταθεροποίηση της οικογένειας. Το 1944 εκδόθηκε το διάταγμα του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ «Για την αύξηση της κρατικής βοήθειας στις έγκυες γυναίκες, τις πολύτεκνες και τις ανύπαντρες μητέρες, για την ενίσχυση της προστασίας της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, για την καθιέρωση του τιμητικού τίτλου «Μάνα-ηρωίδα» και την καθιέρωση του παράσημου «Μητρική Δόξα» και του μεταλλίου «Μητρότητα».
Έτσι, στη χώρα διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη προσέγγιση στην οικογένεια συνολικά. Η οικογένεια αναγνωρίστηκε ως σημαντικότατος κοινωνικός θεσμός. ακριβώς γι’ αυτό το κράτος και το Κόμμα έλεγχε τόσο την ίδια, όσο και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Αναμφισβήτητα, η μητρότητα μπήκε σε πρώτο πλάνο ως η βασική λειτουργία των γυναικών και συνεπώς υποστηριζόταν από το κράτος ως εγγύηση της επιτυχημένης ανάπτυξης και εξέλιξης της κοινωνίας, της άνθησης της χώρας συνολικά. Όλα αυτά ήταν η βάση της εξέλιξης της κατάστασης των γυναικών στην οικογένεια, όταν η γυναίκα απολάμβανε εκτίμηση, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες της δεν περιορίζονταν και αναγνωρίζονταν εξίσου με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του άντρα.
Τη δεκαετία του ’70 έγιναν πολλά για τη βελτίωση της κατάστασης των μητέρων. Αποδίδονταν εφάπαξ επιδόματα για κάθε παιδί. Αυξήθηκε η άδεια με αποδοχές, πριν και μετά από τη γέννα, από τις 56 στις 70 μέρες. Εμφανίζεται η πρακτική παροχής γονικής άδειας από 1,5 μέχρι 3 χρόνια με διατήρηση της θέσης εργασίας και της ωρίμανσης.
Το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1977 προέβλεπε: «Η οικογένεια βρίσκεται κάτω από την προστασία του κράτους. Ο γάμος βασίζεται στην εθελοντική συμφωνία της γυναίκας και του άντρα, οι σύζυγοι είναι απολύτως ισότιμοι στις οικογενειακές σχέσεις.» Σε συνταγματικό επίπεδο εξεταζόταν και το ζήτημα των υποχρεώσεων των γονέων σχετικά με τα παιδιά. Στο Άρθρο 66 του Συντάγματος της ΕΣΣΔ σημειωνόταν: «Οι πολίτες της ΕΣΣΔ υποχρεούνται να φροντίζουν για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, να τα προετοιμάζουν για κοινωνικά χρήσιμη εργασία...» Ταυτόχρονα τα παιδιά με ανάλογο τρόπο υποχρεούνταν να φροντίζουν για τους γονείς τους, να τους παρέχουν βοήθεια.
Οι γυναίκες είχαν εξισωθεί ως προς τα δικαιώματά τους με τους άντρες. ωστόσο, υπήρχαν διάφορες νομικές υποσημειώσεις που προέβλεπαν την ελάφρυνση των συνθηκών για τις μητέρες (για παράδειγμα, πρόσθετα διαλείμματα για τις θηλάζουσες γυναίκες στη δουλειά, άδεια τοκετού με αποδοχές, απόδοση συμπληρωματικών επιδομάτων για τη διατροφή του παιδιού κλπ.) και επίσης τέτοιες που απλώς υπογράμμιζαν το δικαίωμα των γυναικών να επιλέγουν τις συνθήκες εργασίας, που θα τους ήταν περισσότερο άνετες και δεν θα αποτελούσαν απειλή για την υγεία των γυναικών. Όλα αυτά έδειχναν την κρατική φροντίδα για το γυναικείο μισό του πληθυσμού λόγω της φυσιολογικής του αδυναμίας και της άμεσης πρωταρχικής του υποχρέωσης να γεννά απογόνους.