Στην Ιρλανδία, τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια, ο νόμος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει το σώμα της. Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας το Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας συμμετέχει ενεργά στην εκστρατεία κατάργησης της Όγδοης Τροποποίησης του Ιρλανδικού Συντάγματος (Búnreacht na hÉireann). Οι φραγμοί στα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών αποτελούν, επίσης, εμπόδια για την πλήρη κοινωνική, οικονομική και πολιτική συμμετοχή τους.
Η Όγδοη Τροποποίηση εξισώνει τη ζωή μιας γυναίκας με αυτήν ενός εμβρύου. Στην πράξη απαγόρευσε συνταγματικά την έκτρωση, ενώ αρνείται το δικαίωμα έκτρωσης ακόμη και όταν η υγεία της γυναίκας βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο. Το άρθρο 40.3.3. εισήχθη στο Σύνταγμα με δημοψήφισμα το Σεπτέμβρη του 1983. Την εποχή εκείνη το Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας αντιτάχτηκε στην εισαγωγή αυτού του εδαφίου και υποστήριξε ότι η τροπολογία ήταν νομικά περιττή, σε βάρος των γυναικών, σεκταριστική και θα διχαστική.
Οι γυναίκες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν το σώμα τους -συμπεριλαμβανομένης της γονιμότητάς τους- και να επιδιώκουν όλες τις επιλογές αναπαραγωγής. Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και η σχετική νομοθεσία θα πρέπει εγγυημένα να διευκολύνουν τις γυναίκες να επιλέγουν αν και πότε θ’ αποκτήσουν παιδί, να έχουν δικαίωμα σε ασφαλή άμβλωση χωρίς νομικούς περιορισμούς, στο πλαίσιο ενός καθολικού, αποκλειστικά δημόσιου και δωρεάν συστήματος υγείας, μ’ έμφαση στην προληπτική φροντίδα υγείας. Αυτό είναι θεμελιώδες ζήτημα για κάθε λογική έννοια της ισότητας των φύλων προκειμένου να επιτευχτεί πολιτική, κοινωνική και οικονομική ισότητα με τους άντρες. Τα δύο κράτη στην Ιρλανδία αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ανίκανες να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις. Και τα δύο κράτη ποινικοποιούν τις γυναίκες, παραβιάζουν τα δικαιώματά τους και κάνουν διακρίσεις σε βάρος των γυναικών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να κάνουν έκτρωση. Η ποινικοποίηση της έκτρωσης βλάπτει ξεχωριστά την κάθε γυναίκα που έχει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αλλά και όλες τις γυναίκες συλλογικά, καθώς τους στερεί τον έλεγχο της γονιμότητάς τους, τις αποδυναμώνει, τις αφήνει εκτεθειμένες στην παραβίαση της σωματικής τους ακεραιότητας, τη διαταραχή και τη δυσμενή μεταστροφή των ζωών τους σε συνδυασμό με τη βαθιά απώλεια αυτονομίας σε σχέση με τους άντρες. Ο τραγικός θάνατος της Savita Halappanavar τον Οκτώβρη του 2012, όταν της αρνήθηκαν την έκτρωση μολονότι η ζωή της ήταν σε κίνδυνο, έδειξε ότι οι γυναίκες στην Ιρλανδία εξακολουθούν να θεωρούνται αντικείμενα που κυοφορούν και όχι ανθρώπινα όντα.
Παρόλο που οι γυναίκες μπορούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να κάνουν έκτρωση, πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης δεν έχουν αυτήν την επιλογή, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστριών και των γυναικών με χαμηλό εισόδημα.
Την περίοδο 1980-2014 καταγράφηκαν τουλάχιστον 163.514 γυναίκες με ιρλανδικές διευθύνσεις που έκαναν έκτρωση στο εξωτερικό. Οι γυναίκες που ταξιδεύουν από την Ιρλανδία, π.χ., στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να έχουν πρόσβαση σ’ έκτρωση πρέπει ν’ απευθυνθούν σε ιδιωτική κλινική. Το κόστος της όλης διαδικασίας κυμαίνεται από 600 έως 1.700 ευρώ, ενώ στη συνέχεια υπάρχει το πρόσθετο κόστος του ταξιδιού και της διαμονής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 50% των γυναικών στην Ιρλανδία έχουν ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ ή και λιγότερα, το κόστος της έκτρωσης είναι απαγορευτικό για πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης που ζουν σε αυτήν τη χώρα.
Το γεγονός ότι σχεδόν το 1/4 των ατόμων με άμεσο εισόδημα είχαν ετήσιο εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ το 2013, ενώ το 1/3 αυτών κέρδισε λιγότερο από 15.000 ευρώ και ότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 60% όλων των χαμηλόμισθων, καθιστά σαφές ότι πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης και οι οικογένειες των οποίων οι κόρες δεν επιθυμούν να συνεχίσουν την εγκυμοσύνη τους δεν έχουν την επιλογή της έκτρωσης για οικονομικούς λόγους. Το γεγονός ότι το 87% των ατόμων που ανατρέφουν παιδιά χωρίς σύζυγο ή σύντροφο είναι γυναίκες και ότι υπάρχει μια κοινώς αποδεκτή υψηλή συσχέτιση μεταξύ των μονογονεϊκών οικογενειών και της διαρκούς φτώχειας υπογραμμίζει τις διακρίσεις που επιφέρει η ιρλανδική νομοθεσία περί έκτρωσης.
Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Βόρειας Ιρλανδίας αποτέλεσε περαιτέρω πλήγμα για τις γυναίκες και τον αγώνα τους για ισότητα και αναπαραγωγικά δικαιώματα στη Βόρεια Ιρλανδία. Η απόφαση ότι πρόκειται για θέμα της Νομοθετικής Συνέλευσης και ότι «τα σύνθετα ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα» πίσω από το ζήτημα θα πρέπει να κριθούν από ένα αρμόδιο νομοθετικό σώμα -τη στιγμή που είναι σαφές ότι η θρησκευτική αντίδραση υπερισχύει των δικαιωμάτων των γυναικών και που, μάλιστα, τη στιγμή που γραφόταν αυτό το άρθρο το σώμα αυτό δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει καν τη σύστασή του- αποτελεί μια ακόμα επίθεση σε βάρος των γυναικών.
Στη Βόρεια Ιρλανδία η νομοθετική και δικαστική οδός για την κατοχύρωση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών έχει αποκλειστεί, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι τα δικαιώματα τελικά θα κερδηθούν μόνο με τον αγώνα και τη διαφώτιση.
Τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερες από 700 γυναίκες και κορίτσια από τη Βόρεια Ιρλανδία ταξίδεψαν το 2016 στην Αγγλία και στην Ουαλία για να διακόψουν την εγκυμοσύνη τους. Σε αυτές δεν υπολογίζονται αυτές που ταξίδεψαν στη Σκοτία ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή οι γυναίκες που αγόρασαν χάπια γι’ αποβολή επειδή δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν.
Είναι δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει το σώμα της και να κάνει τις δικές της επιλογές για την αναπαραγωγή της. Στις γυναίκες πρέπει να παρέχεται δωρεάν και ασφαλής έκτρωση στη χώρα τους, η οποία με τη σειρά της πρέπει να περιλαμβάνει πρακτικές διευκολύνσεις για την υποστήριξη των γυναικών που παίρνουν αυτήν την απόφαση, καθώς και ποιοτική φροντίδα μετά από την έκτρωση, επιτρέποντάς τους να έχουν δωρεάν, πλήρη και ασφαλή πρόσβαση στην έκτρωση.
Οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις επιδιώκουν, επίσης, να στιγματίσουν και να δαιμονοποιήσουν τις γυναίκες που επιλέγουν να κάνουν ή που είχαν κάνει στο παρελθόν έκτρωση, καθώς και αυτές που υποστηρίζουν το δικαίωμα επιλογής. Οι γυναίκες υφίστανται παρενόχληση και κακοποίηση από αυτές τις δυνάμεις. Οι γυναίκες που αναζητούν την πρόσβαση στην έκτρωση και δε διαθέτουν άμεσα τα χρήματα αντιμετωπίζουν καταγγελίες και κακοποίηση καθώς προσπαθούν να ζητήσουν συμβουλές, να ταξιδέψουν στο εξωτερικό σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους και απεικονίζονται ως «δολοφόνοι» και «εγκληματίες». Πρόκειται για μια εσκεμμένη επίθεση ενάντια στις γυναίκες και στα δικαιώματά τους. Ως σοσιαλιστές διεκδικούμε το δικαίωμα της γυναίκας να έχει αυτονομία πάνω στο σώμα της.