Γυναίκες, τάξη και σοσιαλισμός: Η πάλη για τη χειραφέτηση των γυναικών στην Ιρλανδία


Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας (THINK LEFT)

«Η εργαζόμενη γυναίκα είναι πρώτα και κύρια μέλος της εργατικής τάξης και όσο πιο ικανοποιητική είναι η θέση και η γενική ευημερία κάθε μέλους της προλεταριακής οικογένειας τόσο μεγαλύτερο είναι το μακροπρόθεσμο όφελος για την εργατική τάξη.» 

Αλεξάνδρα Κολοντάι

«Εάν η απελευθέρωση της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς τον κομμουνισμό, τότε ο κομμουνισμός είναι αδιανόητος χωρίς την απελευθέρωση της γυναίκας.»

Ινεσα Αρμαντ

«Ο εργάτης είναι ο δούλος της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργάτρια είναι η δούλα αυτού του δούλου.»

Τζειμς Κονολι

Εισαγωγή

Η οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας είναι ζήτημα κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της καταπίεσης των γυναικών και την πάλη για τη χειραφέτησή τους. Η συνεχής εκμετάλλευση και καταπίεση των γυναικών εξακολουθεί να πηγάζει από ένα σύστημα σχέσεων ιδιοκτησίας που βασίζεται στην ατομική συσσώρευση του πλούτου και στην ιδιοποίηση της εργασίας. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να δώσει μια συνοπτική εικόνα των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην καπιταλιστική Ιρλανδία. Δεν επιδιώκει να παρουσιάσει αναλυτικά τις συνθήκες αυτές μέσα στο χρόνο, ούτε την εκμετάλλευση και την καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες.

Πρώιμες προκλήσεις για την καταπίεση των γυναικών

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι γυναίκες δεν είχαν πολλά δικαιώματα. Θεωρούνταν ιδιοκτησία των πατεράδων και των συζύγων τους. Δεν είχαν το δικαίωμα να έχουν ιδιοκτησία, δεν είχαν δικαιώματα πάνω στα παιδιά τους, ούτε τον έλεγχο του σώματός τους.

Το 1791 η Ολέμπ ντε Γκουζ δημοσίευσε μια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας και της Πολίτισσας και το 1792 η Μέρι Γουόλστονκραφτ στη Δικαίωση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας υπερασπίστηκε την ισότητα ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, παρόλο που επέμενε στο διαχωρισμό των ρόλων των φύλων και σ’ ένα σταθερό καταμερισμό εργασίας. Οι Άγγλοι «φιλελεύθεροι» φιλόσοφοι Τζον Λοκ και Τζον Στιούαρτ Μιλ υποστήριξαν την ισότητα με μια στενά τυπική έννοια.

Ο Ουίλιαμ Τόμσον, που γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1775 (ιδρυτής της διάσημης Κομμούνας Ralahine, τον οποίο θαύμαζε ο Τζέιμς Κόνολι, ενώ γνώστης του έργου του ήταν και ο Μαρξ ο οποίος έκανε και αναφορές σε αυτό) δημοσίευσε την Έκκληση των γυναικών, του μισού πληθυσμού του ανθρώπινου είδους, ενάντια στις αξιώσεις του άλλου μισού, δηλαδή των αντρών, να τους στερούν την πολιτική και κοινωνική ελευθερία και να τις κρατούν σκλάβες στο σπίτι. Ο Τόμσον, που επέκρινε τη Γουόλστονκραφτ για τις «στενόμυαλες απόψεις» της και για την «ατολμία και την αδυναμία» των συμπερασμάτων της, αναγνώρισε την υλική βάση της ανισότητας των γυναικών ως παράγωγο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η μαρξιστική απάντηση

Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς ήταν σταθεροί υπέρμαχοι της χειραφέτησης των γυναικών. Στη Γερμανική Ιδεολογία εξέτασαν την έννοια της οικογένειας ως κοινωνικής μορφής που αντιστοιχεί σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Ο Ένγκελς, ο οποίος στο έργο του Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία είχε εξετάσει το ζήτημα της επίδρασης του καπιταλισμού στις γυναίκες και στην εργασία, εξέτασε την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής και ως αποτέλεσμα τον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα στο έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Η καταπίεση των γυναικών είναι μια διάσταση της ταξικής εξουσίας.

Από τότε που εμφανίστηκε ο καπιταλισμός υπήρχε καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στην εργασία και στο σπίτι. Η εργασία που εκτελούταν εκτός σπιτιού θεωρούταν και εξακολουθεί να θεωρείται ότι έχει αξία, ενώ οι δουλειές του σπιτιού, μεταξύ άλλων και η ανατροφή των παιδιών, την οποία αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο οι γυναίκες, όχι. Η οικιακή εργασία, φυσικά, όσο σημαντική και αν είναι και ενώ επιτρέπει στα μέλη της οικογένειας -κυρίως στους άντρες- να εργάζονται εκτός σπιτιού, δεν παράγει από μόνη της κέρδος για το κεφάλαιο. Αυτή η δραστηριότητα δεν παράγει προϊόντα προορισμένα για τη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής και κατανάλωσης.

Ο Ένγκελς αποκάλυψε την καθυπόταξη των γυναικών μέσα από την έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων, από τη στέρηση της ευκαιρίας για δημιουργική, αμειβόμενη, κοινωνικά καταξιωμένη και χρήσιμη εργασία και μέσα από τον εκμεταλλευτικό αστικό γάμο ως σχέση οικονομικής κυριαρχίας. Ο Μπέμπελ, ο Λένιν, η Κλάρα Τσέτκιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Αλεξάνδρα Κολοντάι και άλλοι, που διατύπωσαν και ανέπτυξαν αυτές τις θέσεις, πίστευαν ότι ο ανεξάρτητος μισθός θ’ απελευθέρωνε τις γυναίκες από την οικογένεια ως οικονομική μονάδα και θα εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις για τη χειραφέτηση των γυναικών.

Η Τσέτκιν, η οποία αναγνώριζε ότι δεν μπορεί να υπάρξει απελευθέρωση του ανθρώπου χωρίς την ισότητα των φύλων, συνέδεσε την καταπίεση των γυναικών με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, αναδεικνύοντας την ταξική φύση της πάλης των γυναικών για τη χειραφέτηση και την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού.

Η Κλάρα Τσέτκιν, μολονότι αναγνώριζε ότι οι γυναίκες της εργατικής τάξης είχαν ιδιαίτερα προβλήματα που έπρεπε να τα αντιμετωπίσουν ως γυναίκες, ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στη συνεργασία με το αστικό γυναικείο κίνημα, το οποίο θεωρούσε ότι έδινε προτεραιότητα στην αντιπαράθεση μεταξύ των φύλων παρά στην ταξική πάλη.

Το 1877 το Συνέδριο των τρέιντ-γιούνιονς στη Βρετανία θεώρησε ότι η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι. Στις 16 Οκτώβρη 1896, στην ομιλία της στο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, η Τσέτκιν, η οποία τασσόταν κατηγορηματικά υπέρ της ίσης αμοιβής των γυναικών, απέρριπτε τις προσπάθειες των εργοδοτών να προσλαμβάνουν τις γυναίκες με χαμηλότερους μισθούς και αντιτασσόταν στις συντηρητικές δυνάμεις στο εργατικό κίνημα που θεωρούσαν ότι η δουλειά των γυναικών θα πρέπει να περιοριστεί στο σπίτι. Υποστήριξε: «Το προλεταριάτο θα μπορέσει να επιτύχει την απελευθέρωσή του μόνο αν παλεύει ενωμένο χωρίς τους διαχωρισμούς του έθνους και του επαγγέλματος. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να επιτύχει την απελευθέρωσή του μόνο αν είναι ενωμένο χωρίς το διαχωρισμό του φύλου. Η ένταξη πλατιών μαζών προλεταρισσών γυναικών στον αγώνα για την απελευθέρωση του προλεταριάτου αποτελεί προϋπόθεση για τη νίκη της σοσιαλιστικής ιδέας και για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.»

Οι γυναίκες και η Οκτωβριανή Επανάσταση

«Η ισότητα απέναντι στο νόμο δεν είναι κατ’ ανάγκη πραγματική ισότητα ... Το προλεταριάτο δεν μπορεί να πετύχει πλήρη ελευθερία αν δεν κατακτήσει την πλήρη ελευθερία για τις γυναίκες.» (Β. Ι. Λένιν).

Την περίοδο αμέσως μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση η Αλεξάνδρα Κολοντάι, η Ινέσα Αρμάντ, η Άννα Ουλιάνοβα και άλλες ανέλαβαν τα καθήκοντα της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των γυναικών και της οργάνωσης των γυναικών στο Κόμμα. Στις 16 Νοέμβρη 1917 πραγματοποιήθηκε το Πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Εργατριών. Συμμετείχαν 1.147 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 80.000 γυναίκες από τα Σοβιέτ, τα εργοστάσια, τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της νεολαίας. Το Συνέδριο αποφάσισε να δημιουργήσει μια ειδική επιτροπή για τη διαφώτιση και την προπαγάνδα στις εργάτριες. Το 1919 δημιουργήθηκε το Γυναικείο Τμήμα (Zhenotdel) μ’ επικεφαλής την Κολοντάι. Στόχος του ήταν να καταπολεμήσει τον αναλφαβητισμό και να μάθει στις γυναίκες τα καινούργια τους δικαιώματα που τέθηκαν σε ισχύ μετά από την Επανάσταση.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση το 1917 διακήρυξε σημαντικά δικαιώματα για τις γυναίκες, ισότητα απέναντι στο νόμο, το δικαίωμα στο διαζύγιο και το δικαίωμα στην ελεύθερη και νόμιμη άμβλωση. Αυτό έδωσε στις γυναίκες το δικαίωμα να ελέγχουν το σώμα τους, το μισθό και την περιουσία τους, να μπορούν να διεκδικήσουν τα παιδιά τους σε περίπτωση διαζυγίου και ν’ αποφασίζουν πού θέλουν να ζήσουν, να πηγαίνουν σχολείο και να δουλεύουν.

Οι Μαρξ και Ένγκελς εξέτασαν το ζήτημα του νοικοκυριού και υποστήριξαν ότι οι δουλειές του σπιτιού έπρεπε να μεταφερθούν στη δημόσια σφαίρα για να γίνει ένα βήμα μπροστά στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης των γυναικών. Ακολουθώντας αυτήν την κατεύθυνση, οι μπολσεβίκοι εστίασαν στην κοινωνικοποίηση του νοικοκυριού, ώστε να δώσουν στις γυναίκες τη δυνατότητα να ενταχτούν στην εκπαίδευση ή στη μισθωτή εργασία σε ισότιμη βάση με τους άντρες, απαλλαγμένες από το άνισο βάρος του νοικοκυριού, δημιουργώντας δημόσια εστιατόρια, πλυντήρια, νηπιαγωγεία και κέντρα φροντίδας για τα παιδιά. Στον τομέα της ανατροφής των παιδιών το σοβιετικό κράτος ανέδειξε τη σημασία του ρόλου του κράτους στην ανατροφή και στην εκπαίδευση των παιδιών με την παροχή εγκαταστάσεων για τη φροντίδα των παιδιών, δωρεάν υποχρεωτικών σχολείων και κοινωνικής πρόνοιας, ελαφρύνοντας το βάρος που έπεφτε στις γυναίκες και τις κρατούσε μακριά από την αμειβόμενη εργασία εκτός σπιτιού.

Οι μπολσεβίκοι αναγνώρισαν ότι μόνο ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιλύσει την αντίθεση ανάμεσα στην οικογένεια και στην εργασία και ότι ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε ποτέ να δώσει λύση. Ο Λένιν έθετε συνεχώς το ζήτημα του νοικοκυριού, το οποίο περιέγραφε ως την «πιο αντιπαραγωγική, πιο βάρβαρη και πιο επίμοχθη δουλειά που μπορεί να κάνει η γυναίκα», υπογραμμίζοντας ότι η χειραφέτηση των γυναικών δεν έγκειται μόνο στην τυπική νομική ισότητα, αλλά στο «συνολικό μετασχηματισμό» του νοικοκυριού σε κοινωνικοποιημένη εργασία.

Τον Οκτώβρη του 1918 η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ επικύρωσε τον Κώδικα για το Γάμο, την Οικογένεια και την Κηδεμονία. Πριν από αυτό η Εκκλησία και το κράτος δεν αναγνώριζαν δικαιώματα για τις γυναίκες και, στην πραγματικότητα, οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες να είναι υποταγμένες στους άντρες τους. Ο σοβιετικός Κώδικας κατάργησε νόμους και προνόμια των αντρών που υπήρχαν για αιώνες και κατοχύρωσε την ισοτιμία των γυναικών απέναντι στο νόμο. Έβαλε τέλος στην παρανομία, διασφάλισε ότι οι γυναίκες θα διατηρούσαν τον πλήρη έλεγχο του εισοδήματός τους μετά από το γάμο και έθεσε σ’ εφαρμογή εκτεταμένες αλλαγές στη σχέση ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά. Ο Κώδικας ήταν ενταγμένος στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού οράματος για τις οικογενειακές σχέσεις, όπου δινόταν έμφαση στην ανεξαρτησία και στην ισοτιμία και γινόταν σαφές ότι ακόμα και αυτό ήταν απλώς ένα μεταβατικό στάδιο στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το νέο εργατικό κράτος απελευθέρωσε δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενες και τους έδωσε τη δυνατότητα να συμμετέχουν στην παραγωγική εργασία, στην κοινωνική και πολιτική ζωή.

Οι εξελίξεις στην Ιρλανδία

Στην Ιρλανδία την περίοδο 1860-1900 έγιναν μια σειρά βήματα αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών. Ο Νόμος για την Περιουσία των Έγγαμων Γυναικών άλλαξε το νομικό πλαίσιο σχετικά με τα περιουσιακά δικαιώματα των παντρεμένων γυναικών, δίνοντάς τους το δικαίωμα να κατέχουν περιουσία και ν’ ασκούν έλεγχο σε αυτή. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες εντάχτηκαν στο εργατικό δυναμικό της βιομηχανίας και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ωστόσο, μολονότι οι γυναίκες έκαναν σημαντικά βήματα αυτό το διάστημα, τα αιτήματα των εργαζόμενων γυναικών δε βρέθηκαν στο προσκήνιο.

Στις αρχές του 20ού αιώνα μια σειρά γυναίκες πρωταγωνίστησαν στην πάλη για τα δικαιώματα των γυναικών και της εργασίας, για παράδειγμα η Κονστάνς Μαρκίεβιτς, η Χάνα Σίι-Σκέφινγκτον, η Ουίνιφρεντ Κάρνι, η Ντέλια Λάρκιν και η Καθλίν Λιν. Η δουλειά του Τζέιμς Κόνολι και πολλών αγωνιστριών, που βρίσκονταν κοντά στον Κόνολι και στην Ιρλανδική Πολιτοφυλακή, είχε ως αποτέλεσμα ν’ αναδειχτούν σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που αφορούσαν τις γυναίκες της εργατικής τάξης και να τεθούν στο πλαίσιο του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.

Ο Κόνολι, συγκεκριμένα, αντιλαμβανόταν την αναγκαιότητα οι άντρες και οι γυναίκες της εργατικής τάξης να παλέψουν συλλογικά ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και για τη χειραφέτηση των γυναικών. Αφιέρωσε πολύ χρόνο στο να τεκμηριώσει και ν’ αποκαλύψει τις φρικτές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών και ανέδειξε τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό. Ο Κόνολι, όπως και ο Λένιν, υπερασπίστηκε σθεναρά ότι οι εργάτες, συμπεριλαμβανομένων των εργατριών, πρέπει να οργανωθούν στα συνδικάτα για να προστατέψουν τα συμφέροντά τους και να ενταχτούν σε πολιτικές οργανώσεις για να προωθήσουν την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Οι γυναίκες έγιναν ευπρόσδεκτες στην Ιρλανδική Πολιτοφυλακή, όπου τους δόθηκε ώθηση για να πρωταγωνιστήσουν στον επαναστατικό αγώνα. Οι εργάτριες στην υφαντουργία συμμετείχαν ενεργά στην απεργία του 1907 στο λιμάνι του Μπέλφαστ, ενώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα στην Ιρλανδία (παρά την εχθρική στάση που υπήρχε συχνά από ορισμένους άντρες μέσα στα συνδικάτα), ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’70 που υπήρξε σημαντική άνοδος στον αριθμό των συνδικαλιστριών.

Η Διακήρυξη του 1916 ανακήρυξε την ισοτιμία και την ισότητα ευκαιριών για όλους τους πολίτες και ένας μεγάλος αριθμός γυναικών συμμετείχαν ενεργά στην εξέγερση του Πάσχα και στη συνέχεια οι γυναίκες συνέχισαν τη δράση τους για τα δικαιώματά τους στην Ένωση των Ιρλανδών Εργατριών, στην Ένωση Γυναικών Κρατουμένων στις Φυλακές, στην Κοινωνική και Προοδευτική Ένωση των Γυναικών και σε άλλες οργανώσεις.

Το 1918 οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για το κοινοβούλιο. Η Ουίνιφρεντ Κάρνι και η Κονστάνς Μαρκίεβιτς κατέβηκαν στις γενικές εκλογές του 1918 και η Μαρκίεβιτς ήταν η πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο, παρότι δε δέχτηκε την έδρα της.

Μετά από την ίδρυση του Ελεύθερου Ιρλανδικού Κράτους το 1922, οι γυναίκες της Ιρλανδίας βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια δύσκολη κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Οι ευκαιρίες για τις γυναίκες λιγόστεψαν. Η ιρλανδική κυβέρνηση προσπάθησε σε διάφορες περιστάσεις ν’ απομακρύνει όλες τις γυναίκες από τα σώματα ενόρκων. Το 1925 η κυβέρνηση εισήγαγε τον Κανονισμό για τη Δημόσια Διοίκηση, ο οποίος περιόριζε το δικαίωμα των γυναικών να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς στη Δημόσια Διοίκηση. Το 1929 το Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος ενέκρινε νομοθεσία (νόμος για τη λογοκρισία των εκδόσεων) η οποία απαγόρευε τα βιβλία και τα περιοδικά που υπερασπίζονταν «την αφύσικη παρεμπόδιση της σύλληψης» και το 1935 με τροποποίηση του Ποινικού Δικαίου απαγορεύτηκε η πώληση, η διαφήμιση και η εισαγωγή αντισυλληπτικών. Το 1932 το ιρλανδικό κράτος καθιέρωσε κώλυμα γάμου -σύμφωνα με το οποίο οι δασκάλες έπρεπε να συνταξιοδοτούνται μετά από το γάμο- και το οποίο στη συνέχεια επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη δημόσια διοίκηση. Το 1935 η ιρλανδική κυβέρνηση επεδίωξε να εφαρμόσει νόμους που περιόριζαν τον αριθμό των γυναικών που απασχολούνταν σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία και να περιορίσει τον τύπο των βιομηχανιών που θα μπορούσαν να προσλάβουν γυναίκες, επιδεικνύοντας συστηματικά για δεκαετίες διακρίσεις και μια κουλτούρα αποκλεισμού των γυναικών στην Ιρλανδία.

Το Ιρλανδικό Σύνταγμα και οι νομικοί περιορισμοί στην ελευθερία των γυναικών

Το ιρλανδικό Σύνταγμα του 1937 (Bunreacht na hÉireann), ένα κείμενο το οποίο ήταν -και παρά τις όποιες τροποποιήσεις- παραμένει βαθιά εθνικιστικό, ρωμαιοκαθολικό και συντηρητικό, συντάχτηκε αποκλειστικά από άντρες. Έχει επηρεαστεί έντονα από την Καθολική Εκκλησία και τα θρησκευτικά της δόγματα σχετικά με την εξουσία, την οικογένεια, το γάμο, την ατομική ιδιοκτησία και τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους. Η όποια αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών περιοριζόταν στα πολιτικά δικαιώματα. Το άρθρο 41, με την έμφαση που δίνει στο ρόλο («ζωή») των γυναικών «στο σπίτι», πέραν των στερεοτυπικών και πατερναλιστικών υπαινιγμών που υπονοούν ότι η φυσική κατάσταση των γυναικών βρίσκεται στο γάμο, στη μητρότητα και στο σπίτι, χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για να δικαιολογηθούν οι ανοιχτές διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Το άρθρο 41 καθιέρωσε, επίσης, την απαγόρευση του διαζυγίου.

Το Σύνταγμα του 1937 στην πραγματικότητα θεσμοθέτησε και επιβεβαίωσε την υποταγή των γυναικών στην ιρλανδική κοινωνία και πρόσφερε νομική και συνταγματική βάση για τις συνεχιζόμενες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, οι οποίες, παρά τις διάφορες τροποποιήσεις, συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Το 1938 η Κοινωνική και Προοδευτική Ένωση Γυναικών διένειμε μια Ανοιχτή Επιστολή προς τις γυναίκες ψηφοφόρους της Ιρλανδίας, η οποία εξέφραζε, ιδιαίτερα, ανησυχίες σχετικά με την επιδείνωση της θέσης των γυναικών στο Σύνταγμα του 1937. Μόλις στη δεκαετία του ’60 η νομοθεσία κατάργησε τις διαφορές μεταξύ των κληρονομικών δικαιωμάτων αντρών και γυναικών, αν και το διαζύγιο νομιμοποιήθηκε στην Ιρλανδία μόλις το 1996.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 πραγματοποιήθηκαν διάφορες εκστρατείες σχετικά με τα δικαιώματα των «εγκαταλελειμμένων συζύγων», των χηρών και των άγαμων μητέρων, την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την αντισύλληψη και τη βία κατά των γυναικών. Την περίοδο αυτή υπήρξαν πολλές νομοθετικές αλλαγές που βελτίωσαν τις συνθήκες για τις γυναίκες. Η απαγόρευση γάμου για τις γυναίκες στη δημόσια διοίκηση καταργήθηκε το 1973 στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και το ίδιο έτος η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου νομιμοποίησε την εισαγωγή αντισυλληπτικών για ιδιωτική χρήση, αν και η πώληση, η διανομή και η χονδρική εισαγωγή αντισυλληπτικών παρέμεινε παράνομη. Τη δεκαετία του ’70 εισήχθη νομοθεσία στη Βόρεια Ιρλανδία και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας η οποία είχε ως στόχο την απαγόρευση των διακρίσεων κατά των γυναικών και την εξασφάλιση ίσης αμοιβής για άντρες και γυναίκες. Παρά την τυπική νομική «ισότητα» και τις νομοθετικές απαγορεύσεις των διακρίσεων λόγω φύλου, οι γυναίκες στην Ιρλανδία, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται σε υψηλόβαθμες θέσεις στην εργασία και στην πολιτική ζωή. Μολονότι έγιναν σημαντικά βήματα, η εισαγωγή αυτών των νέων τυπικών νομικών δικαιωμάτων δεν επηρέασε βαθιά τη ζωή των απλών εργαζόμενων γυναικών. Οι γυναίκες εξακολουθούν ν’ αντιμετωπίζονται ως κατώτερες, να υφίστανται εκμετάλλευση και καταπίεση.

Οι καπιταλιστικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από κοινωνική και οικονομική ανισότητα, εκμετάλλευση και καταπίεση, μεγάλη ανισότητα μεταξύ της εργατικής τάξης και εκείνων που κατέχουν και ελέγχουν τους οικονομικούς πόρους της κοινωνίας. Ενώ οι γυναίκες της αστικής τάξης επωφελήθηκαν από τις αλλαγές στα πολιτικά τους δικαιώματα, όπως το δικαίωμα ψήφου, η απόκτηση ιδιοκτησίας, η άσκηση δημόσιων αξιωμάτων και η συμμετοχή στα επαγγέλματα, η διπλή επιβάρυνση λόγω των οικιακών εργασιών και της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων γυναικών μέσω της μισθωτής εργασίας συνεχίζει να προκαλεί δυστυχία και βάσανα στις γυναίκες της εργατικής τάξης.

Οι γυναίκες και η φροντίδα των παιδιών στην Ιρλανδία

Οι κυβερνήσεις στην καπιταλιστική κοινωνία θεωρούν το δικαίωμα των παιδιών στην προσχολική εκπαίδευση μια ατομική, οικογενειακή υποχρέωση, την θεωρούν κόστος για το αστικό κράτος. Μετακυλούν την ευθύνη του κράτους για δημόσια δωρεάν φροντίδα των παιδιών στις πλάτες των οικογενειών, που αναγκάζονται να πληρώνουν για τη χρήση αυτών των υπηρεσιών.

Η Δημοκρατία της Ιρλανδίας διαθέτει ένα από τα πιο ακριβά και λιγότερο προσβάσιμα συστήματα φροντίδας των παιδιών στην ΕΕ. Μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ υπογράμμισε το πολύ υψηλό κόστος της παιδικής μέριμνας στην Ιρλανδία (το δεύτερο υψηλότερο στον ΟΟΣΑ) ως σημαντικό αντικίνητρο για την ανάληψη εργασίας. Η φροντίδα του παιδιού στην Ιρλανδία είναι ένα κρατικά επιδοτούμενο μοντέλο αγοράς, το οποίο είναι απρόσιτο για πολλές γυναίκες, ιδιαίτερα τις νέες γυναίκες της εργατικής τάξης, οι οποίες στερούνται την ευκαιρία να προετοιμαστούν για μια θέση εργασίας μέσω της εκπαίδευσης. Το σύστημα αυτό χρεοκόπησε τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Όταν κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης μειώθηκαν οι δημόσιες επιδοτήσεις για τους δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, ο αντίκτυπος έγινε αισθητός κυρίως στις εργατικές περιοχές, οι οποίες είχαν ήδη υποστεί τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι γονείς που έστελναν τα παιδιά τους σε αυτούς τους βρεφονηπιακούς σταθμούς βασίζονταν σ’ επιδοτήσεις για να πληρώσουν το κόστος, όταν η σταμάτησε η επιδότηση δεν μπορούσαν πλέον να τα στείλουν στο σταθμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι περικοπές οδήγησαν στο κλείσιμο των εγκαταστάσεων στους φτωχότερους δήμους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι περικοπές είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι ώρες λειτουργίας και ο αριθμός των παιδιών.

Στη Βόρεια Ιρλανδία οι υποδομές για τη φροντίδα των παιδιών είναι ανεπαρκώς αναπτυγμένες και απελπιστικά λίγες. Για πολλές εργαζόμενες μητέρες η μόνη βιώσιμη επιλογή είναι η άτυπη φροντίδα, η οποία συνεπάγεται μεγάλη εξάρτηση από άλλα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας. Η έλλειψη επαρκών κρατικά χρηματοδοτούμενων δομών παιδικής μέριμνας και το υπερβολικό κόστος των ιδιωτικών επιλογών περιορίζουν τη δυνατότητα πολλών γυναικών της εργατικής τάξης να συμμετέχουν στην έμμισθη εργασία.

Η φροντίδα των παιδιών στην Ιρλανδία είναι αδιαμφισβήτητα ταξικό ζήτημα. Έχει άμεσες επιπτώσεις στις γυναίκες της εργατικής τάξης και το δικαίωμά τους στην εργασία. Η ισότιμη πρόσβαση των γυναικών στην έμμισθη εργασία προϋποθέτει την παροχή δημόσιων δομών για τη φροντίδα των παιδιών. Μια σειρά επίσημων κυβερνητικών εκθέσεων αναγνωρίζουν ότι η φροντίδα των παιδιών είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για το αν πολλές γυναίκες μπορούν να επιστρέψουν στη δουλειά ή στην εκπαίδευση μετά από την απόκτηση παιδιών. Τα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι γυναίκες που δεν εργάζονται ή εργάζονται με μερική απασχόληση λόγω των παιδιών το κάνουν επειδή η φροντίδα των παιδιών είναι ή υπερβολικά δαπανηρή ή μη διαθέσιμη ή ανεπαρκής ως προς την ποιότητά της. Επιπλέον, η έλλειψη μέριμνας για τη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία επηρεάζει, επίσης, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στην πρώιμη παιδική ηλικία.

Η βία κατά των γυναικών

Η βία κατά των γυναικών και των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής κακοποίησης, παραμένει ένα σημαντικό θέμα στην Ιρλανδία και πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο ενός συστήματος το οποίο ενισχύεται από τη θρησκεία, όπου ο πατριάρχης μιας οικογένειας απέκτησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί βία κατά των γυναικών και των παιδιών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του. Πρέπει, επίσης, ν’ αναλυθεί μέσα από το πρίσμα της κουλτούρας «macho» [1], που καλλιεργείται στον καπιταλισμό που τροφοδοτεί τη βία κατά των γυναικών. Ο καπιταλισμός δημιουργεί και ενισχύει τις συνθήκες για καταπίεση των γυναικών. Οι θρησκείες -και κυρίως ο ρωμαιοκαθολικισμός στην περίπτωση της Ιρλανδίας- ενισχύουν μια οικογενειακή δομή που κυριαρχείται από άντρες, καταπιέζει τις γυναίκες και τις ελέγχει μέσω της στέρησης των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων. Οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις ιστορικής θεσμικής κακοποίησης γυναικών και παιδιών αποτελούν ακόμα ένα παράδειγμα.

Η Οργάνωση Safe Ireland, η εθνική οργάνωση για την ενδοοικογενειακή βία, δήλωσε ότι «για τις χιλιάδες γυναικών και παιδιών που ζουν με τον τρόμο της βίας στο σπίτι τους η ύφεση και η λιτότητα δεν ήταν μόνο σκληρή, αλλά καταστροφική».

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, περίπου 400.000 γυναίκες, ηλικίας 18 έως 74 ετών, που ζουν στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση. Ταυτόχρονα, μειώθηκαν οι δημόσιες δαπάνες για υπηρεσίες καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας και οι γυναίκες στερούνται την πρακτική βοήθεια που χρειάζονται, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ασφαλούς στέγης για να διασφαλιστεί η ασφάλειά τους και ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους. Η βία κατά των γυναικών επηρεάζει όλες τις πτυχές της ζωής τους, συμπεριλαμβανομένης της υγείας, της εκπαίδευσης και της ικανότητάς τους να εργάζονται και να προσφέρουν στον εαυτό τους και στις οικογένειές τους. Τα στοιχεία από τη Βόρεια Ιρλανδία δείχνουν επίσης υψηλά επίπεδα βίας κατά των γυναικών, μεταξύ άλλων δολοφονίες και βιασμούς. Οι γυναίκες υποβάλλονται, επίσης, σε σεξουαλική παρενόχληση στο σπίτι, στη δημόσια σφαίρα και στην εργασία και χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικά αντικείμενα τόσο στην πορνογραφία όσο και στα κυρίαρχα καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης.

Το δικαίωμα των γυναικών στην επιλογή

Στην Ιρλανδία, τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια, ο νόμος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει το σώμα της. Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας το Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας συμμετέχει ενεργά στην εκστρατεία κατάργησης της Όγδοης Τροποποίησης του Ιρλανδικού Συντάγματος (Búnreacht na hÉireann). Οι φραγμοί στα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών αποτελούν, επίσης, εμπόδια για την πλήρη κοινωνική, οικονομική και πολιτική συμμετοχή τους.

Η Όγδοη Τροποποίηση εξισώνει τη ζωή μιας γυναίκας με αυτήν ενός εμβρύου. Στην πράξη απαγόρευσε συνταγματικά την έκτρωση, ενώ αρνείται το δικαίωμα έκτρωσης ακόμη και όταν η υγεία της γυναίκας βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο. Το άρθρο 40.3.3. εισήχθη στο Σύνταγμα με δημοψήφισμα το Σεπτέμβρη του 1983. Την εποχή εκείνη το Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας αντιτάχτηκε στην εισαγωγή αυτού του εδαφίου και υποστήριξε ότι η τροπολογία ήταν νομικά περιττή, σε βάρος των γυναικών, σεκταριστική και θα διχαστική.

Οι γυναίκες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν το σώμα τους -συμπεριλαμβανομένης της γονιμότητάς τους- και να επιδιώκουν όλες τις επιλογές αναπαραγωγής. Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και η σχετική νομοθεσία θα πρέπει εγγυημένα να διευκολύνουν τις γυναίκες να επιλέγουν αν και πότε θ’ αποκτήσουν παιδί, να έχουν δικαίωμα σε ασφαλή άμβλωση χωρίς νομικούς περιορισμούς, στο πλαίσιο ενός καθολικού, αποκλειστικά δημόσιου και δωρεάν συστήματος υγείας, μ’ έμφαση στην προληπτική φροντίδα υγείας. Αυτό είναι θεμελιώδες ζήτημα για κάθε λογική έννοια της ισότητας των φύλων προκειμένου να επιτευχτεί πολιτική, κοινωνική και οικονομική ισότητα με τους άντρες. Τα δύο κράτη στην Ιρλανδία αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ανίκανες να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις. Και τα δύο κράτη ποινικοποιούν τις γυναίκες, παραβιάζουν τα δικαιώματά τους και κάνουν διακρίσεις σε βάρος των γυναικών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να κάνουν έκτρωση. Η ποινικοποίηση της έκτρωσης βλάπτει ξεχωριστά την κάθε γυναίκα που έχει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αλλά και όλες τις γυναίκες συλλογικά, καθώς τους στερεί τον έλεγχο της γονιμότητάς τους, τις αποδυναμώνει, τις αφήνει εκτεθειμένες στην παραβίαση της σωματικής τους ακεραιότητας, τη διαταραχή και τη δυσμενή μεταστροφή των ζωών τους σε συνδυασμό με τη βαθιά απώλεια αυτονομίας σε σχέση με τους άντρες. Ο τραγικός θάνατος της Savita Halappanavar τον Οκτώβρη του 2012, όταν της αρνήθηκαν την έκτρωση μολονότι η ζωή της ήταν σε κίνδυνο, έδειξε ότι οι γυναίκες στην Ιρλανδία εξακολουθούν να θεωρούνται αντικείμενα που κυοφορούν και όχι ανθρώπινα όντα.

Παρόλο που οι γυναίκες μπορούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να κάνουν έκτρωση, πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης δεν έχουν αυτήν την επιλογή, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστριών και των γυναικών με χαμηλό εισόδημα.

Την περίοδο 1980-2014 καταγράφηκαν τουλάχιστον 163.514 γυναίκες με ιρλανδικές διευθύνσεις που έκαναν έκτρωση στο εξωτερικό. Οι γυναίκες που ταξιδεύουν από την Ιρλανδία, π.χ., στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να έχουν πρόσβαση σ’ έκτρωση πρέπει ν’ απευθυνθούν σε ιδιωτική κλινική. Το κόστος της όλης διαδικασίας κυμαίνεται από 600 έως 1.700 ευρώ, ενώ στη συνέχεια υπάρχει το πρόσθετο κόστος του ταξιδιού και της διαμονής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 50% των γυναικών στην Ιρλανδία έχουν ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ ή και λιγότερα, το κόστος της έκτρωσης είναι απαγορευτικό για πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης που ζουν σε αυτήν τη χώρα.

Το γεγονός ότι σχεδόν το 1/4 των ατόμων με άμεσο εισόδημα είχαν ετήσιο εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ το 2013, ενώ το 1/3 αυτών κέρδισε λιγότερο από 15.000 ευρώ και ότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 60% όλων των χαμηλόμισθων, καθιστά σαφές ότι πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης και οι οικογένειες των οποίων οι κόρες δεν επιθυμούν να συνεχίσουν την εγκυμοσύνη τους δεν έχουν την επιλογή της έκτρωσης για οικονομικούς λόγους. Το γεγονός ότι το 87% των ατόμων που ανατρέφουν παιδιά χωρίς σύζυγο ή σύντροφο είναι γυναίκες και ότι υπάρχει μια κοινώς αποδεκτή υψηλή συσχέτιση μεταξύ των μονογονεϊκών οικογενειών και της διαρκούς φτώχειας υπογραμμίζει τις διακρίσεις που επιφέρει η ιρλανδική νομοθεσία περί έκτρωσης.

Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Βόρειας Ιρλανδίας αποτέλεσε περαιτέρω πλήγμα για τις γυναίκες και τον αγώνα τους για ισότητα και αναπαραγωγικά δικαιώματα στη Βόρεια Ιρλανδία. Η απόφαση ότι πρόκειται για θέμα της Νομοθετικής Συνέλευσης και ότι «τα σύνθετα ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα» πίσω από το ζήτημα θα πρέπει να κριθούν από ένα αρμόδιο νομοθετικό σώμα -τη στιγμή που είναι σαφές ότι η θρησκευτική αντίδραση υπερισχύει των δικαιωμάτων των γυναικών και που, μάλιστα, τη στιγμή που γραφόταν αυτό το άρθρο το σώμα αυτό δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει καν τη σύστασή του- αποτελεί μια ακόμα επίθεση σε βάρος των γυναικών.

Στη Βόρεια Ιρλανδία η νομοθετική και δικαστική οδός για την κατοχύρωση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών έχει αποκλειστεί, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι τα δικαιώματα τελικά θα κερδηθούν μόνο με τον αγώνα και τη διαφώτιση.

Τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερες από 700 γυναίκες και κορίτσια από τη Βόρεια Ιρλανδία ταξίδεψαν το 2016 στην Αγγλία και στην Ουαλία για να διακόψουν την εγκυμοσύνη τους. Σε αυτές δεν υπολογίζονται αυτές που ταξίδεψαν στη Σκοτία ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή οι γυναίκες που αγόρασαν χάπια γι’ αποβολή επειδή δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν.

Είναι δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει το σώμα της και να κάνει τις δικές της επιλογές για την αναπαραγωγή της. Στις γυναίκες πρέπει να παρέχεται δωρεάν και ασφαλής έκτρωση στη χώρα τους, η οποία με τη σειρά της πρέπει να περιλαμβάνει πρακτικές διευκολύνσεις για την υποστήριξη των γυναικών που παίρνουν αυτήν την απόφαση, καθώς και ποιοτική φροντίδα μετά από την έκτρωση, επιτρέποντάς τους να έχουν δωρεάν, πλήρη και ασφαλή πρόσβαση στην έκτρωση.

Οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις επιδιώκουν, επίσης, να στιγματίσουν και να δαιμονοποιήσουν τις γυναίκες που επιλέγουν να κάνουν ή που είχαν κάνει στο παρελθόν έκτρωση, καθώς και αυτές που υποστηρίζουν το δικαίωμα επιλογής. Οι γυναίκες υφίστανται παρενόχληση και κακοποίηση από αυτές τις δυνάμεις. Οι γυναίκες που αναζητούν την πρόσβαση στην έκτρωση και δε διαθέτουν άμεσα τα χρήματα αντιμετωπίζουν καταγγελίες και κακοποίηση καθώς προσπαθούν να ζητήσουν συμβουλές, να ταξιδέψουν στο εξωτερικό σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους και απεικονίζονται ως «δολοφόνοι» και «εγκληματίες». Πρόκειται για μια εσκεμμένη επίθεση ενάντια στις γυναίκες και στα δικαιώματά τους. Ως σοσιαλιστές διεκδικούμε το δικαίωμα της γυναίκας να έχει αυτονομία πάνω στο σώμα της.

Άνιση και χαμηλή αμοιβή

Παρά την τυπική νομική απαίτηση για ίση αμοιβή μεταξύ αντρών και γυναικών στην Ιρλανδία, δεν υπάρχει ισότητα ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες όσον αφορά την έμμισθη εργασία. Εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική διαφορά στις αμοιβές των δύο φύλων. Στη Βόρεια Ιρλανδία, για παράδειγμα, τα 2/3 των ατόμων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή και λιγότερο από αυτόν είναι γυναίκες, ενώ το ετήσιο εισόδημα των γυναικών είναι κατά μέσο όρο 33% χαμηλότερο από αυτό των αντρών. Το ποσοστό φτώχειας των συνταξιούχων είναι υψηλότερο στη Βόρεια Ιρλανδία απ’ ό,τι σε άλλα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου σχεδόν μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι στη Βόρεια Ιρλανδία ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής φτώχειας. Το χάσμα των αμοιβών μεταξύ των φύλων διευρύνεται ακόμη περισσότερο σ’ ένα χάσμα μεταξύ των συνταξιούχων των δύο φύλων, όπου πολλές γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας ζουν σε συνθήκες φτώχειας.

Ο καπιταλισμός αξιοποιεί τους άνεργους ως εφεδρικό στρατό εργατικού δυναμικού για να μειώνει τους μισθούς, να κάνει επισφαλή την απασχόληση και για να στερεί από τους εργαζόμενους τη δυνατότητα αποτελεσματικής συλλογικής δράσης. Καταδικάζει, επίσης, τους μακροχρόνια άνεργους σε μια ζωή φτώχειας, κοροϊδίας και δυστυχίας, η οποία πολύ συχνά επιφέρει προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, καθώς και άλλα κοινωνικά προβλήματα, όπως η κατάχρηση ουσιών και το έγκλημα. Οι περιοχές στις οποίες επικρατεί η μαζική και μακροχρόνια ανεργία παραμελούνται από αστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συχνά θεωρούνται προβλήματα που πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν από τον καταναγκαστικό μηχανισμό του κράτους.

Όταν οι εργαζόμενοι επωμίζονται το βάρος της συστημικής κρίσης του καπιταλισμού, η εργατική τάξη υφίσταται επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, επίθεση στη δημόσια υγεία, στην εκπαίδευση και στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ενώ τα δικαιώματα και οι κοινωνικές κατακτήσεις που κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες υπονομεύονται και χτυπιούνται. Σε συνθήκες κρίσης, οι γυναίκες πλήττονται συχνά περισσότερο, αναγκάζονται να δεχτούν κακές συνθήκες εργασίας που τις καθιστούν ευάλωτες στην εκμετάλλευση και στην κακομεταχείριση.

Οι πρόσφατες εξελίξεις, οι οποίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με την καπιταλιστική κρίση και την επιβολή λιτότητας, οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των ατόμων που απασχολούνται σ’ επισφαλείς, χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μια κατάσταση που επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες. Η αυξημένη ανεργία, οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, οι επιθέσεις στα κοινωνικά δικαιώματα και στα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και τα αυξανόμενα επίπεδα οικονομικής και κοινωνικής ευπάθειας επηρεάζουν τόσο τους άντρες όσο και τις γυναίκες, ωστόσο, έχουν δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις για τις γυναίκες.

Γυναίκες και επισφαλής εργασία

Πολλές γυναίκες στην Ιρλανδία απασχολούνται σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και η αμοιβή τους παραμένει η ίδια για πολλά χρόνια. Επίσης, πολλές απασχολούνται σ’ επισφαλείς θέσεις χαμηλής ειδίκευσης και πολλές έχουν υποστεί μείωση του χρόνου εργασίας και περικοπές των παροχών, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται τα έξοδα του νοικοκυριού. Σε ορισμένους τομείς, όπως η κοινωνική μέριμνα, το λιανικό εμπόριο, η τροφοδοσία, η καθαριότητα και ο τουρισμός- επισιτισμός, πολλές γυναίκες απασχολούνται σε συνθήκες όπου η χαμηλή αμοιβή και η επισφάλεια της εργασίας αποτελούν τον κανόνα.

Το ποσοστό γυναικών που εργάζονται με μερική απασχόληση είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των αντρών. Οι εργαζόμενες με μερική απασχόληση είναι πιο πιθανό ν’ απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα σε θέσεις χαμηλότερης ειδίκευσης και με χαμηλότερη αμοιβή. Πολλές γυναίκες μετακινούνται σε διαφορετικές θέσεις εργασίας αφότου αποκτήσουν παιδί, μεταβαίνοντας συχνά από την πλήρη στη μερική απασχόληση με χαμηλότερη αμοιβή. Τα υψηλότερα ποσοστά της επισφαλούς και μερικής απασχόλησης στις γυναίκες έχουν σοβαρές και διαρκείς συνέπειες στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (για τις εργαζόμενες που δικαιούνται σύνταξη) και συνεπώς υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας για τη ζωή των γυναικών αργότερα. Οι γυναίκες που εργάζονται στο δημόσιο τομέα, όπου οι μισθοί έχουν παγώσει, αναγκάζονται να εργαστούν περισσότερο για να συνταξιοδοτηθούν με μειωμένη σύνταξη.

Σήμερα οι γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες όχι μόνο με την απώλεια των θέσεων εργασίας, αλλά και την επικίνδυνη υπονόμευση της ποιότητας και της ασφάλειας στην εργασία που τις πιέζει να δεχτούν τις χαμηλές αποδοχές. Τα καπιταλιστικά κράτη στην Ιρλανδία ενθαρρύνουν τους εργοδότες να δημιουργούν αβέβαιες θέσεις εργασίας μέσω της νομοθεσίας και των οικονομικών κινήτρων, χρησιμοποιώντας το σύστημα παροχών εν μέρει για να μετριάσουν τα στατιστικά στοιχεία της ανεργίας, εν μέρει για να διευκολύνουν την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και τα υπερκέρδη των μονοπωλίων. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την έλλειψη οικονομικά προσιτών δομών για τη φροντίδα των παιδιών και την επιθετική πορεία στην κατεύθυνση της «ευελιξίας» και της «επισφάλειας», όπως η ενοικίαση εργαζομένων, οι μηδενικές συμβάσεις χωρίς βασικά δικαιώματα για το χώρο εργασίας και η λεγόμενη «gig-economy», όπου οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να εργάζονται ώρες για να συγκεντρώσουν το βασικό εισόδημα, πράγμα που διευκολύνει περαιτέρω την εκμετάλλευση. Ο επισφαλής χαρακτήρας τέτοιων θέσεων εργασίας αποσκοπεί στην αποτροπή της οργάνωσης στα συνδικάτα, ώστε ν’ αποδυναμωθεί η ικανότητα των εργαζομένων να διασφαλίζουν τα δικαιώματά τους και την αξιοπρεπή αμοιβή.

Πολλές γυναίκες αναγκάζονται να κάνουν δυο δουλειές και πολλές έχουν ευθύνες φροντίδας στο σπίτι και στον ευρύτερο οικογενειακό κύκλο και θα συνεχίσουν να το κάνουν μέχρι να μπορέσουμε να επιτύχουμε την πλήρη κοινωνική και οικονομική απελευθέρωσή τους μέσω του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Επί του παρόντος, η φροντίδα των ηλικιωμένων, των αρρώστων και των ασθενών με άλλες μορφές αναπηρίας πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο από τις γυναίκες και είναι συχνά μη αμειβόμενη, υποπληρωμένη και υποτιμημένη. Οι γυναίκες απασχολούνται δυσανάλογα στις πιο αβέβαιες και χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και εκτελούν το μεγαλύτερο μέρος της μη αμειβόμενης φροντίδας στο σπίτι. Στην αγροτική Ιρλανδία οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια από τους άντρες, σ’ έναν πληθυσμό που είναι μακροβιότερος. Ωστόσο, δεν υπάρχουν υποδομές για την προσαρμογή σε αυτήν την εξέλιξη. Στις αγροτικές περιοχές, όπου τα εισοδήματα μειώθηκαν και τα ποσοστά φτώχειας επιδεινώθηκαν εξαιτίας της πτώσης της γεωργίας και της οικοδομικής δραστηριότητας, πολλές γυναίκες ανέλαβαν επιπλέον εργασία, συχνά σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις μερικής απασχόλησης.

Γυναίκες και φτώχεια

Η αμοιβή, οι όροι και οι συνθήκες εργασίας δέχονται συνεχή επίθεση και στα δύο μέρη του νησιού. Για παράδειγμα, οι μέσοι μισθοί στη Βόρεια Ιρλανδία είναι σχεδόν 6.000 λίρες κάτω από το μέσο όρο του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ την περίοδο 2007-2013 κατέγραψαν 6,9% μείωση σε πραγματικούς αριθμούς. Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας οι μισθοί μειώνονται σε πραγματικούς αριθμούς από το 2009, ενώ καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τον αριθμό των χαμηλόμισθων. Η μείωση των μισθών και η επιδείνωση των όρων των συνθηκών εργασίας είναι ένα συστημικό ζήτημα που πηγάζει από τη φύση του καπιταλισμού και την ακόρεστη δίψα για κέρδος. Η άδεια μητρότητας και τα δικαιώματα υπονομεύονται με την αιτιολογία της ευελιξίας, του οικονομικά προσιτού και της αποδοτικότητας μέσω μηχανισμών, όπως η ενοικίαση εργαζόμενων και οι μηδενικές συμβάσεις. Οι εξελίξεις αυτές και οι επιθέσεις κατά της κοινωνικής πρόνοιας έχουν αυξήσει το αριθμό των άστεγων σε πρωτόγνωρα επίπεδα.

Τα στοιχεία της ιρλανδικής κυβέρνησης, που δημοσιεύτηκαν από την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία το 2017, έδειξαν ότι πάνω από ένα στα έξι άτομα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας και ότι 105.051 εργαζόμενοι ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Η ετήσια έρευνα για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης έδειξε ότι πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στην Ιρλανδία γνώρισαν την εξαθλίωση το 2015 και ότι η φτώχεια και τα ποσοστά εξαθλίωσης αυξάνονται. Αυξάνεται το ποσοστό του ιρλανδικού λαού που ζει σε συνεχή φτώχεια.

Η Βόρεια Ιρλανδία έχει υψηλότερα επίπεδα πολλαπλής εξαθλίωσης απ’ ό,τι το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, με πάνω από το 1/3 του πληθυσμού να ζει στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό. Υπήρξε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου, μια κατάσταση που επιδεινώνεται, καθώς το κόστος ζωής συνεχίζει ν’ αυξάνεται και οι μισθοί συνεχίζουν να μειώνονται, ενώ τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης δέχονται συνεχώς επιθέσεις. Μόλις τα 2/5 των ατόμων που ανήκουν σε οικογένειες σε ηλικία εργασίας στη Βόρεια Ιρλανδία και βρίσκονται σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα έχουν κάποιον στο σπίτι τους που εργάζεται με αμοιβή. Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας το 73,4% όσων αμείβονται με τον εθνικό κατώτατο μισθό είναι γυναίκες. Ένα υψηλό ποσοστό χαμηλά αμειβόμενων γυναικών αποτελούν το βασικό εισόδημα στην οικογένειά τους.

Το 63% των μονογονεϊκών νοικοκυριών μ’ ένα ή περισσότερα παιδιά στην Ιρλανδία είναι αντιμέτωπα με την εξαθλίωση. Οι μονογονεϊκές οικογένειες εξακολουθούν να έχουν το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα απ’ όλα τα νοικοκυριά στη χώρα. Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 86,5% των γονέων στις μονογονεϊκές οικογένειες. Στη Βόρεια Ιρλανδία οι γυναίκες ήταν επικεφαλής στο 91,2% των μονογονεϊκών νοικοκυριών. Η έρευνα έδειξε ότι τα μονογονεϊκά νοικοκυριά έχασαν αναλογικά μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε σύγκριση με άλλα νοικοκυριά, ως αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας. Αυτό αυξάνει την ανισότητα που βιώνουν οι γυναίκες.

Η πραγματική ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ισότητα των γυναικών μπορεί να επιτευχτεί μόνο όταν καταργηθούν οι διαφορές στις αμοιβές των δύο φύλων, όταν εξασφαλιστούν δωρεάν εγκαταστάσεις για τη φροντίδα των παιδιών, σωστές υπηρεσίες υγείας, κοινωνικές υπηρεσίες, όταν διασφαλιστεί το δικαίωμα να επιλέγουν αν θ’ αποκτήσουν παιδιά ή όχι, όπως και το δικαίωμα στην αναπαραγωγή, με δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες αμβλώσεων στο πλαίσιο του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, δωρεάν εκπαίδευση στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε μια κοινωνία στην οποία θα καταργηθεί η εκμετάλλευση και θα καλύπτονται οι ανάγκες των γυναικών και όλων των εργαζόμενων και όπου τα μέσα παραγωγής θα κοινωνικοποιηθούν και οι εργαζόμενοι, που παράγουν όλο τον πλούτο, θα τον κατέχουν και θα τον ελέγχουν.

Γυναίκες και τάξη: ένα πλαίσιο για την αλλαγή

Ο μαρξισμός-λενινισμός παρέχει το θεωρητικό, ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί ν’ αναλυθεί, ν’ αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί η καταπίεση και η εκμετάλλευση των γυναικών. Οι θεωρίες της πατριαρχίας, που δεν αντιμετωπίζουν το θεμελιώδες ζήτημα της τάξης στην καταπίεση των γυναικών, ή πιο κριτικά εκείνες που αποσκοπούν στην αντικατάσταση της ταξικής ανάλυσης δεν είναι σε θέση να επιτύχουν την απελευθέρωση των γυναικών.

Δεν είναι η βιολογία, αλλά η ατομική ιδιοκτησία, οι κοινωνικοί θεσμοί και οι κοινωνικές δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας που οδήγησαν στην καθυπόταξη και στην καταπίεση των γυναικών. Οι γυναίκες δεν εξαιρούνται από την ταξική πάλη. Η διπλή καταπίεση των γυναικών και η ανισότητα που αντιμετωπίζουν είναι αποτέλεσμα όχι μόνο νομικών περιορισμών, αλλά και των υλικών συνθηκών. Η εξάλειψη της ταξικής εκμετάλλευσης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απελευθέρωση των γυναικών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι γυναίκες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην ταξική πάλη, που οργανώνεται σε κάθε μέτωπο, παλεύοντας για μια κοινωνική επανάσταση με θεμελιώδεις αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, αναγνωρίζοντας ότι μόνο με την κατάργηση αυτού του συστήματος που δημιουργεί και διαιωνίζει την καταπίεσή τους και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας με την εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης θα επιτευχθεί πραγματική ισότητα και η πλήρης απελευθέρωση των γυναικών.

Οι σημερινές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες γυναίκες, οι εμφανείς και συγκεκαλυμμένες διακρίσεις και η κακοποίηση που βιώνουν στην καθημερινή ζωή απαιτούν από τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα να ενισχύσουν την ταξική συνείδηση των εργαζόμενων γυναικών, να παράσχουν το θεωρητικό και ιδεολογικό πλαίσιο για τους αγώνες τους και να δώσουν ώθηση στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών ως αναπόσπαστο μέρος της πάλης για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Κατά συνέπεια, παραμένει κεντρικό καθήκον του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ν’ αφοσιωθεί στον αγώνα κατά της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των γυναικών, ν’ αναπτύσσει και να διευρύνει συνεχώς τη συνειδητοποίηση της γυναικείας καταπίεσης, να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε οι γυναίκες να εκφράσουν, να εκθέσουν και ν’ αμφισβητήσουν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εκδηλώσεις της καταπίεσής τους και να κινητοποιήσουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό γυναικών στην πάλη για την πλήρη απελευθέρωσή τους.

Εξακολουθούμε να εμπνεόμαστε από τα λόγια του Τζέιμς Κόνολι:

«Κανείς περισσότερο ταιριαστός να σπάσει τις αλυσίδες από εκείνους που τις φορούν, κανείς πιο ικανός ν’ αποφασίσει ποια είναι τα δεσμά του. Στο δρόμο προς τη λευτεριά της, η εργατική τάξη της Ιρλανδίας πρέπει να χαιρετήσει τις προσπάθειες εκείνων των γυναικών που, νιώθοντας στα κορμιά και στις ψυχές τους τα δεσμά αιώνων, ξεσηκώθηκαν να τα τσακίσουν και ν’ ανακράξει ακόμη δυνατότερα εάν από το μίσος τους για την υποδούλωση και από το πάθος τους για τη λευτεριά οι γυναικείες στρατιές ξεπεράσουν ακόμη και τις μαχητικές στρατιές της Εργασίας. Όμως, όποιος και αν εκπληρώνει το καθήκον των φρουρών της καταπίεσης, η εργατική τάξη μονάχη της μπορεί να τους ισοπεδώσει.» (Η Ανακατάληψη της Ιρλανδίας, 1915.)


[1] Επιθετικά αρρενωπή κουλτούρα