Ενάντια στο συντηρητισμό και το φιλελευθερισμό: Η γυναικεία χειραφέτηση και πάλη στην Τουρκία


Όζλεμ Αΐντιν, μέλος του Γυναικείου Γραφείου του ΚΚ Τουρκίας.

Το πρώτο σημαντικό βήμα προς τη γυναικεία χειραφέτηση στην Τουρκία είναι η εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού κράτους, το οποίο συμπεριέλαβε την ποινικοποίηση των αναγκαστικών γάμων, την υλοποίηση πολιτικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, καθώς και πολλών άλλων προοδευτικών κατακτήσεων. Η νέα αστική δημοκρατική κυβέρνηση της Τουρκίας, αντικομμουνιστική από τη γέννησή της, συνέχισε να εισάγει πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που προήγαγαν την καπιταλιστική πρόοδο, ενώ πάντοτε διατηρούσε τη θρησκεία ως εν δυνάμει μέσο καταπίεσης ενάντια σε μια ενδεχόμενη αφύπνιση της αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης.

Ρεφορμιστικές και φιλελεύθερες ομάδες, που συνεργάζονταν ως σύμμαχοι αμφισβητώντας το δημοκρατικό κράτος, με το «συντηρητικά ελευθεριακό» σχέδιό τους βοήθησαν το ΑΚΡ να διευκολύνει τη νομιμοποίησή του μέσα στις μάζες και να διατηρήσει τη δύναμή του για τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Σήμερα οι γυναίκες αποτελούν ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα των μισθωτών εργατών, όμως, συνεχίζουν να δουλεύουν για χαμηλότερους μισθούς, υπό χειρότερες συνθήκες και με μειωμένη ασφάλεια. Οι απόπειρες του ΑΚΡ να μειώσει τις κατακτήσεις της δημοκρατίας είναι ευθέως ανάλογες με το βαθμό στον οποίο οι γυναίκες «πνίγονται» από θρησκευτικές αντιδραστικές παρεμβάσεις.

Η πάλη των γυναικών στην Τουρκία δε θα υποτιμήσει τις κατακτήσεις που έφερε η αστική επανάσταση, παρά το γεγονός ότι αυτές πάρθηκαν πίσω από την ίδια την αστική τάξη. Μια από τις βασικές αρχές των κομμουνιστών θα είναι η επανατοποθέτηση αυτών των κατακτήσεων σ’ ένα διαφορετικό ταξικό πλαίσιο και η απόδειξη ότι μπορούν να προωθηθούν μόνο με την πραγματική απελευθέρωση της εργατικής τάξης.

Η κατάσταση των γυναικών πριν την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας

Η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Μεταξύ μιας μεγάλης γκάμας ανισοτήτων, που εμφανίστηκαν ως συνέπειες της καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη, υπάρχει και μια ιδιαίτερη: Η ανισοτιμία μεταξύ αντρών και γυναικών. Η αύξηση του υπερπροϊόντος και του υλικού πλούτου άλλαξε την κατάσταση που βρίσκονταν οι γυναίκες και η αιτία της καταπίεσης των γυναικών εξαρτήθηκε από τη σχέση του καταμερισμού εργασίας μεταξύ των τάξεων και μεταξύ των φύλων. Ακολουθώντας την ανάπτυξη των τρόπων παραγωγής που ξεπέρασαν την κλίμακα του μικρού νοικοκυριού και την αύξηση στη ζήτηση εργασίας, οι γυναίκες ανέλαβαν νέους ρόλους μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία ως αναπαραγωγοί της εργατικής δύναμης και ως τμήμα του εργατικού δυναμικού.

Η ανάδυση της πάλης των γυναικών για ελευθερίες γίνεται παράλληλα με την άνοδο της απαίτησης του ανθρώπου για ισότητα και ελευθερία. Ο Διαφωτισμός σημειώνει μια ξεχωριστή περίοδο αμφισβήτησης πολλών εικασιών στις φυσικές επιστήμες, την Τέχνη και την κοινωνία και ριζικών μετασχηματισμών στον κόσμο της διανόησης. Η γενναία εξέγερση του λαού της Γαλλίας για ισότητα και ελευθερία ενάντια στη μοναρχία, δηλαδή η Γαλλική Επανάσταση, ήταν ένα τεράστιο βήμα εμπρός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τέτοιες αλλαγές, επίσης, παρακίνησαν την αναζήτηση των γυναικών για τα δικαιώματά τους και την ελευθερία τους, που θεσμοθετήθηκαν στην έννοια του λεγόμενου «ελλιπούς πολίτη». [1] Η οργανωμένη πάλη των γυναικών κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης οδήγησε σε αυτήν τη μη ολοκληρωμένη -όμως, προοδευτική- εξέλιξη για τις γυναίκες πριν την κατάκτηση των πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων.

Ο 19ος αιώνας είδε την ιδέα του σοσιαλισμού να διαδίδεται μεταξύ της εργατικής τάξης, καθώς και τις πρώτες πράξεις της ως επαναστατικής δύναμης. Οι γυναίκες μπήκαν στην επαναστατική πάλη για το σοσιαλισμό ως υπέρμαχοι των γυναικείων δικαιωμάτων μέσα σε αυτήν.

Τα πρώτα αποτυπώματα των γυναικείων διεκδικήσεων για ελευθερία μπορούμε να τα βρούμε στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκείνη την περίοδο την κυβερνούσε μια μοναρχία με τη μορφή του χαλιφάτου. Λίγες γυναίκες, ιδιαίτερα στις πόλεις, ξεκίνησαν να μπαίνουν στην αγορά εργασίας, επομένως έγιναν τμήμα της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια της περιόδου της συνταγματικής μοναρχίας. Μικρές ομάδες αστών γυναικών που είχαν την εμπειρία της δυτικής κουλτούρας και του εκσυγχρονισμού ζητούσαν τη χειραφέτησή τους μαζί με τους άντρες αστούς. Αν και αυτά τα κινήματα ήταν σποραδικά και χωρίς συνέχεια, αποτελούν τα πρώτα βήματα της πάλης των γυναικών.

Δίχως άλλο, πάρθηκαν συγκεκριμένα μέτρα προς τη χειραφέτηση των γυναικών με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Παρά το αστικό της πλαίσιο, η πρόοδος της αστικής δημοκρατίας προς το κοσμικό καθεστώς έδωσε τη δυνατότητα στις γυναίκες να γίνουν συνταγματικά ισότιμοι πολίτες σε αντίθεση με τον προηγούμενό τους ρόλο στην κοινωνία, ως υπηρέτες. Για αιώνες ήταν υπερκαθοριστικός ο αντίκτυπος των ισλαμικών κανόνων στην κοινωνική ζωή στις πόλεις και στις αγροτικές περιοχές της Ανατολίας, που θεωρούσαν τις γυναίκες ανισότιμες όσον αφορά τη διανοητική τους ικανότητα και τις ευθύνες. Ήταν αναγκαίο για τις γυναίκες να καλύπτουν το σώμα τους από την έναρξη της εφηβείας. Σύμφωνα με το Νόμο της Σαρία δε λαμβάνονταν υπόψη οι καταθέσεις τους. Τους αρνούνταν το δικαίωμα στην κληρονομιά και στην κηδεμονία των παιδιών και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν τους επιτρεπόταν να βρίσκονται σε δημόσιους χώρους χωρίς τη συνοδεία άρρενος μέλους της οικογένειας. Μόνο με τη δημοκρατική μεταμόρφωση της κοινωνίας και τις σχετικές κοσμικές μεταρρυθμίσεις, που την συνόδεψαν, μπόρεσε ν’ αλλάξει αυτή η ζοφερή εικόνα. Σήμερα, παρά τις αντιδραστικές και συντηρητικές πράξεις της παρούσας κυβέρνησης, η κατάσταση των γυναικών στην Τουρκία είναι συγκριτικά πολύ πιο μπροστά από άλλες χώρες όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού τους υποστηρίζει ότι είναι μουσουλμανική.

Η θρησκεία, ως ένα μέσο εκμετάλλευσης σε φεουδαρχικές και αστικές κοινωνίες, αναπαράγει την καταπίεση αντρών και γυναικών, την καταπίεση των γυναικών σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό. Η κοινωνική λειτουργία της θρησκείας έρχεται σε πέρας μέσω των οικογενειών ως μονάδων της κοινωνίας και μέσω του ελέγχου της ιδιοκτησίας και του σώματος. Η πιο συνεπής πλευρά της θρησκείας αντανακλάται στη στάση της απέναντι στις γυναίκες. Το Ισλάμ ιδιαίτερα θεωρεί τις γυναίκες ως δευτερεύουσες και ότι το σώμα τους και οι πράξεις τους υπόκεινται πάντα στην επιτήρηση των αντρών. Πολλές πρακτικές αντανακλάσεις αυτού μπορούν να βρεθούν στην εξιδανίκευση της «αυθεντικής θηλυκότητας» και της μητρότητας, που παγιδεύουν τις γυναίκες σε θρησκευτικά στερεότυπα, εμποδίζοντάς τις να εκφραστούν και να συμπεριφερθούν ελεύθερα. Απαιτεί την υπακοή των γυναικών όχι μόνο στο θεό, αλλά και στον άντρα. Πρόκειται για πολύ αποτελεσματικά ιδεολογικά όπλα που έχουν ως αποτέλεσμα την εσωτερίκευση από πλευράς των γυναικών τέτοιων τρόπων υπακοής, που ενισχύουν την υλοποίηση και την ανακύκλωση της καταπίεσης σ’ επικίνδυνο βαθμό. Η διάγνωση και αποκήρυξη αυτής της εσωτερίκευσης οπλίζει τις γυναίκες για ν’ αμφισβητήσουν σοβαρά το ρεύμα της αντίδρασης.

Δημοκρατία της Τουρκίας: κατακτήσεις εναντίον διλημμάτων

Η κοσμική νοοτροπία της Δημοκρατίας πρώτα και κύρια διέλυσε τα θρησκευτικά κατασκευάσματα που κυριαρχούσαν στην κοινωνία. Οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε πολίτες με την πιο πλήρη έννοια. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τον αστικό χαρακτήρα, οι θρησκευτικές αναφορές σχετικά με την κυβέρνηση απορρίφτηκαν. Διακρίσεις και καταπίεση ενάντια στις γυναίκες εξαλείφτηκαν, σε μεγάλο βαθμό σταμάτησαν. Για παράδειγμα, οι γυναίκες κατέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι το 1934, πολύ νωρίτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κυρίως στις μεγάλες πόλεις και στο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων της υγείας, της εκπαίδευσης και της διοίκησης, μεγάλος αριθμός γυναικών έγιναν οικονομικά ανεξάρτητες αφού εντάχτηκαν στο εργατικό δυναμικό.

Σε αντίθεση με το τεράστιο ποσοστό αναλφαβητισμού πριν τη Δημοκρατία, την άρνηση του δικαιώματος της εκπαίδευσης στις μάζες και την ιδιωτική εκπαίδευση των κοριτσιών των αστικών οικογενειών που μπορούσαν να την πληρώσουν, η Δημοκρατία κατοχύρωσε συνταγματικά την εκπαίδευση των γυναικών και την ίδρυση ινστιτούτων όπου αγόρια και κορίτσια μπορούσαν να διδάσκονται μαζί. Η διχοτόμηση μεταξύ θρησκευτικής και λαϊκής εκπαίδευσης λύθηκε υπέρ ενός ενιαίου κοσμικού δημόσιου τρόπου εκπαίδευσης. Τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών για το γάμο, το διαζύγιο, τα γονεϊκά δικαιώματα και την κηδεμονία των παιδιών κατοχυρώθηκαν νομικά.

Πέρα από το κοινωνικό και το πολιτιστικό πεδίο, βελτιώθηκε σταδιακά και η παρουσία των γυναικών μεταξύ των διανοούμενων. Ενεπλάκησαν όλο και περισσότερο στις τέχνες, στον αθλητισμό ή σ’ επαγγέλματα όπου μέχρι τότε ανδροκρατούνταν. Οι γυναίκες εντάχτηκαν στο εργατικό δυναμικό κυρίως στις πόλεις και στο δημόσιο τομέα, πράγμα που τις βοήθησε να ενσωματωθούν ενεργά στην κοινωνική ζωή, όπως, επίσης, να βάλουν τη βάση για την ταξική τους ταυτότητα. Αντανακλάσεις αυτού μπορούν να γίνουν αντιληπτές καθώς πολλές γυναικείες φιγούρες έδρασαν στην πρωτοπορία των οικονομικών και πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης τα επόμενα χρόνια.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί η επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης στα χαρακτηριστικά διαφωτισμού της Δημοκρατίας. Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα σημείωσαν την έναρξη της εποχής του σοσιαλισμού, που συνεπάγει την επανεξέταση και τον επανακαθορισμό όλων των εννοιών που σχετίζονταν με το σοσιαλισμό, όχι μόνο εκεί όπου είχε γεννηθεί, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την πάλη γι’ ανεξαρτησία στην Ανατολία, αλλά επίσης και για την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού κράτους στην Τουρκία.

Οι προοδευτικές πράξεις που αναφέραμε παραπάνω αποτελούν πολύτιμες κατακτήσεις για τις γυναίκες, όμως, ήταν οι ίδιες οι υποκριτικές αστικές δομές και η θέληση για την ενσωμάτωση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα που εμπόδισαν τη ριζική αλλαγή και την πλήρη υποστήριξη της κοσμικότητας στην καθημερινή κοινωνική ζωή. Επιπλέον, οι θρησκευτικές ρίζες της κοινωνίας δεν εξολοθρεύτηκαν πλήρως και η σχέση των αντιδραστικών ομάδων με το κράτος ποτέ δε διαρρήχτηκε ολοκληρωτικά. Αντίθετα, περιορίστηκε ως ένα βαθμό έτσι ώστε αργότερα να μπορεί ν’ αποκατασταθεί ως εργαλείο καταπίεσης ή χειραγώγησης των μαζών με τον ενισχυτικό του χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια και μετά από τη δεκαετία του 1940 η νέα αστική δημοκρατική κυβέρνηση της Τουρκίας, αντικομμουνιστική από τη γέννησή της, συνέχισε να εισάγει πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που προήγαγαν την καπιταλιστική πρόοδο, ενώ πάντοτε διατηρούσε τη θρησκεία ως εν δυνάμει μέσο καταπίεσης ενάντια στην ενδεχόμενη αφύπνιση της αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης. Το κομμουνιστικό κίνημα, που θα μπορούσε να είναι πηγή ελπίδας γι’ αυτήν την αφύπνιση, υφίστατο διάφορες πιέσεις από τη συγκρότησή του. Αυτό το δίλημμα όχι μόνο έθεσε τα όρια του αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά, επίσης, κατέληξε στην πλήρη καταστροφή της κοσμικής δομής της πολιτικής.

Οι δυνάμεις της συντήρησης σε άνοδο

Οι αντεπαναστατικές επεμβάσεις της αστικής τάξης ενάντια στις κατακτήσεις του σοσιαλισμού και την οργανωμένη εξουσία της εργατικής τάξης διαμόρφωσαν το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Τα αποτελέσματα αυτής της αντεπαναστατικής επίθεσης δεν περιορίστηκαν στη διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών τη μια μετά από την άλλην ή στην αποδυνάμωση των εργατικών τάξεων. Πολλά δικαιώματα που κέρδισαν οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο τελικά αμφισβητήθηκαν και πάρθηκαν πίσω. Στη χώρα μας οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της αστικής δημοκρατίας, ακόμη και το ότι ξεμπέρδεψε με τη μοναρχία και το χαλιφάτο, αμφισβητήθηκαν. Νομιμοποιήθηκε και ανοιχτά υπερασπίστηκε η περίοδος της μοναρχίας και του χαλιφάτου.

Η άνοδος των συντηρητικών δυνάμεων αποτελεί συνέπεια αυτής της διάλυσης. Ο Τουργκούτ Οζάλ στη χώρα μας, οι Ρίγκαν και Θάτσερ σε άλλα μέρη του κόσμου είχαν εμφανιστεί ως επιφανείς μορφές που αντιπροσωπεύουν τις συντηρητικές ιδέες. Η επίδραση της θρησκείας στα πολιτικά καθεστώτα και στην κοινωνική ζωή αυξήθηκε σοβαρά, ενώ υιοθετήθηκαν πολιτικές ενάντια στις οικονομικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης και στο κοινωνικό κράτος. Ο φιλελευθερισμός υποστηρίχτηκε από την αστική τάξη υπό το κάλυμμα της «ελεύθερης οικονομίας», η εργασία και οι εγχώριοι πόροι δόθηκαν στα χέρια ντόπιων και ξένων καπιταλιστών. Σε αυτήν την περίοδο, επίσης, σημειώνεται μια βίαιη αλλαγή στη δύναμη των αντιδραστικών ιδεολογιών, στη διάδοση των θρησκευτικών οργανώσεων σε αντίθεση με τις σέχτες, στην επιβολή αντιδραστικών εννοιών και λογικών ως πραγματικές αξίες της κοινωνίας και την «ελευθερία» να τις εφαρμόζει κανείς κατά το δοκούν.

Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτού του συντηρητικού «ελευθεριακού» σχεδίου ήταν ένα πολιτικό κόμμα που αναδύθηκε μέσα από θρησκευτικές οργανώσεις και ανέλαβε την εξουσία. Η πολιτική νοοτροπία του ΑΚΡ καθορίστηκε ως εξής, σύμφωνα μ’ ένα από τα πρώτα του φυλλάδια:

«Ο συντηρητισμός είναι μια πολιτική φιλοσοφία, μια διανοητική παράδοση και η πολιτική ιδεολογία που απορρέει από αυτές, διαμορφωμένες με τη συνεισφορά συγγραφέων, φιλοσόφων και πολιτικών που αντιτίθενται σε ορισμένα αρνητικά αποτελέσματα του Διαφωτισμού, των σύγχρονων πολιτικών σχεδίων και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το μετασχηματισμό της κοινωνίας σύμφωνα με αυτά, στοχεύει να περιορίσει τις ορθολογιστικές πολιτικές και να προστατεύσει την κοινωνία από σχέδια μετασχηματισμού επαναστατικού τύπου.» [Yalçın Akdoğan, Συντηρητική Δημοκρατία (Conservative Democracy), AK Party Publications, Ankara, 2003.]

Ο φιλελευθερισμός στη θέση του οδηγού

Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 επέβαλε ένα μεγάλο χτύπημα στην Αριστερά της Τουρκίας. Οι φιλελεύθεροι προσπάθησαν να γεμίσουν το κενό που άφησε η Αριστερά μετά από αυτήν την επίθεση και τη διάλυση του σοβιετικού σοσιαλισμού. Με την υποστήριξη κάποιων ομάδων, που ισχυρίζονταν ότι ήταν αριστερές, όμως, είχαν χάσει την πίστη τους στο σοσιαλισμό, η βασική τους ατζέντα ήταν ν’ αμφισβητήσουν τη δημοκρατία. Υποστήριζαν ότι η δημοκρατία είχε επιβληθεί διά της βίας ενάντια στις αξίες του λαού: Μια επιβολή που αγνοούσε τις αξίες και τους κανόνες της μουσουλμανικής κοινωνίας.

Κατά τη διάρκεια και μετά από τη δεκαετία του 1980 αυτές οι αλλαγές εξετάστηκαν και εκτιμήθηκαν από τη συμμαχία ρεφορμιστικών πολιτικών κινήσεων και φιλελεύθερων για χάρη της «ελευθερίας» της «δημοκρατίας» ή της «αντιπολίτευσης». Οι σέχτες θεωρήθηκαν Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι θρησκευτικοί ηγέτες σε διαμορφωτές κοινής γνώμης, απαιτήθηκε η ελευθερία δράσης των σεχτών. Ο εκσυγχρονισμός κατηγοριοποιήθηκε ως καταναγκασμός ή αυταρχισμός, και οι ισλαμικές αξίες ως το θύμα του. Παράλληλα με τις αλλαγές σε άλλες χώρες, κέρδισαν έδαφος θέσεις που έλεγαν ότι η πάλη για τα γυναικεία δικαιώματα πρέπει ν’ απομακρυνθεί από την ταξική πολιτική. Οι ακαδημαϊκές και πολιτικές δραστηριότητες διάφορων φιλελεύθερων γυναικείων κινημάτων και φεμινιστικών οργανώσεων υποστηρίχτηκαν από διάφορους καπιταλιστικούς ομίλους και η ιδεολογική τους επιρροή προάχθηκε.

Η αναδρομική αμφισβήτηση των αστικών επαναστάσεων από πολιτικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων, εξυπηρέτησε τη διάλυση των εργατικών δικαιωμάτων και την παραγωγή νέων πεδίων για την κερδοφορία των διεθνών μονοπωλίων. Οι εργάτριες ήταν αυτές που βλάφτηκαν πολύ σοβαρά από αυτήν την επιχείρηση. Αντανάκλαση των νεοφιλελεύθερων χτυπημάτων του κεφαλαίου ενάντια στις εργάτριες ήταν η ευέλικτη, φθηνή εργασία, η εργασία με το κομμάτι, οι εξαντλητικές, σκληρές, στενόχωρες συνθήκες εργασίας, συμπληρώνοντας το εχθρικό κλίμα ενάντια στην κοινωνική και πολιτική ύπαρξη των γυναικών, στα δικαιώματά τους να ζουν, να παλεύουν, να παράγουν ή απλά να χαίρονται τη ζωή. Η κάλυψη των προσώπων των γυναικών με μαντίλες από νεαρές ηλικίες ή από παιδιά ή το ολοένα και περισσότερο θρησκευτικό περιεχόμενο της επίσημης εκπαίδευσης δικαιολογούνταν ως σύμφωνες με τις λαϊκές αξίες.

Αυτή η διαδικασία, την οποία θα περιγράψουμε λεπτομερώς παρακάτω, είναι μια ατυχής επιτυχία των φιλελεύθερων, που κατάφεραν να δημιουργήσουν την παρανόηση ότι το ΑΚΡ είναι νομιμοποιημένο σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας και σε άλλο τμήμα του λαού ότι τουλάχιστον δεν ήταν και τόσο επικίνδυνο. Αυτή η σύντομη ιστορία είναι γεμάτη με σημαντικά διδάγματα που πρέπει να βγάλουμε, σχετικά με το πόσο εύκολο είναι εχθροί και φίλοι να μπερδευτούν μεταξύ τους, αν η ταξική πολιτική αντικατασταθεί με αντιλήψεις ταυτότητας ή καταπιεσμένων ομάδων ή πόσο εύκολα μπορεί κάποιος ν’ απομακρυνθεί από το σοσιαλισμό, ενώ μιλάει εξ ονόματός του.

Μια πιο κοντινή ματιά στα χρόνια υπό την κυβέρνηση του ΑΚΡ

Η κυβέρνηση του ΑΚΡ, που ήρθε στην εξουσία το 2002, απαξίωσε την εργασία της γυναίκας, ακολουθώντας τόσο τις σύγχρονες ανάγκες του καπιταλισμού όσο και την ολοένα και πιο επιβαρυμένη καταπίεσή τους ως μέρος της θρησκευτικοποίησης. Οι γυναίκες αποτελούν ένα αυξανόμενο τμήμα των μισθωτών εργατών, όμως, εργάζονται για μικρότερους μισθούς, υπό σκληρότερες συνθήκες και με μειωμένη ασφάλεια.

Με το τέλος του 15 ου έτους της θητείας της, η θρησκευτική αντίδραση έχει μετατραπεί σ’ έναν από τους πιο σημαντικούς καθοριστικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής. Μια αντιδραστική γενιά μεγάλωσε μέσα σε αυτήν την πολιτική, αλλά και μέσα στις θρησκευτικές σέχτες, σ’ επίσημα και ανεπίσημα θρησκευτικά σχολεία, καταλήγοντας στο να διαδίδει το ρεύμα της αντίδρασης μέσα στις μάζες, σε συμφωνία με την ατζέντα του καπιταλισμού. Κέρδισαν τη συναίνεση της πλειοψηφίας μέσω της λαϊκίστικης καμπάνιας τους στα πεδία των επιχειρήσεων, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής πολιτικής, που συμπληρωνόταν με το θρησκευτικό τους λόγο. Η αντίδραση επισκιάζει κάθε πλευρά της ζωής της γυναίκας με τη μορφή της καταπίεσης, του εκφοβισμού και των διακρίσεων. «Άντρες και γυναίκες δεν είναι ίσοι», «η θέση της γυναίκας είναι δίπλα στο σύζυγό της», «η μητρότητα είναι η ιερότερη εργασία», «3 παιδιά για κάθε σπίτι», όλ’ αυτά είναι παραδείγματα του πώς οι πολιτικοί καθορίζουν τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Έρευνες που διεξήχθηκαν αποδεικνύουν ότι μία στις τρεις γυναίκες στην Τουρκία είχε πέσει θύμα σωματικής βίας το 2007. Αυτός ο αριθμός δεν έχει μειωθεί με το πέρασμα των χρόνων, φτάνοντας στο σημείο να αποδειχτεί ότι το 2014 το 36% των παντρεμένων γυναικών έπεσαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας από τους συζύγους τους τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια του γάμου τους (Altinay, Amt, Violence Against Women in Turkey, 2007· Study on Violence Against Women in Turkey, 2014).

Το να βγαίνει μια γυναίκα αργά το βράδυ ή να ντύνεται «προκλητικά» μετρούν ως δικαιολογίες γι’ άσκηση βίας και σεξουαλική παρενόχληση, ενώ βοήθησαν θύτες αυτών των εγκλημάτων να επιτύχουν μειωμένες ποινές σε δικαστήρια. Οι θύτες έλαβαν μείωση ποινής λόγω καλής διαγωγής με την εμφάνισή τους μόνο, απλά στεκόμενοι με κουστούμι μπροστά στο δικαστή και γι’ άδικη πρόκληση αφού οι γυναίκες που κακοποίησαν φορούσαν μίνι φούστες. Η πρόθεση ν’ απαγορευτεί de facto η άμβλωση μετά από τη δήλωση του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που έκανε αίσθηση, ότι «η άμβλωση είναι φόνος» το 2012 καταδικάστηκε ευρέως. Τον τελευταίο χρόνο μια παρόμοια προσπάθεια να νομιμοποιηθούν οι γάμοι μετά από βιασμό, που θα επέτρεπε στους θύτες να παίρνουν χάρη αν παντρεύονταν το θύμα, πάρθηκε πίσω μετά από τη δημόσια κατακραυγή. Οι θρησκευτικοί γάμοι με περισσότερες από μια γυναίκες δεν αποτελούν πια έγκλημα με βάση τον ποινικό κώδικα και επί της ουσίας έχουν απελευθερωθεί. Όλ’ αυτά τα βήματα που έχουν παρθεί πρέπει να μετρηθούν στις αντιδραστικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης του ΑΚΡ εναντίον της σωματικής ακεραιότητας, της ασφάλειας και των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών.

Το τελευταίο χτύπημα της κυβέρνησης του ΑΚΡ στα γυναικεία δικαιώματα είναι ο νόμος που επιτρέπει στους μουσουλμάνους κληρικούς (μουφτήδες ή ιμάμηδες) να διεξάγουν πολιτικούς γάμους. Επιπλέον, οι πηγές αναφέρουν ότι το ένα τρίτο των ενήλικων παντρεμένων γυναικών στην Τουρκία παντρεύτηκαν σε ηλικία μικρότερη των 18 ετών, κάποιες ακόμα και σε ηλικίες μικρότερες των 15 ετών. Με αυτόν το νόμο θα νομιμοποιηθούν οι γάμοι ανηλίκων. Πρόκειται για διευκόλυνση της κακοποίησης ανηλίκων από την κυβέρνηση και του πουλήματος κοριτσιών χωρίς καμιά επίβλεψη μέσω γάμων που θα διεξάγονται από ιμάμηδες. Η γνώμη που έχουν εκφράσει ειδικοί νομικοί για το θέμα είναι ανησυχητική: «Ο αστικός κώδικας, ένα ορόσημο της προόδου σ’ ένα κοσμικό κράτος, ανατρέπεται εξολοκλήρου» (Ali Riza Aydin, πρώην εισαγγελέας του ανώτατου δικαστηρίου, Οκτώβρης 2017).

Οι γυναίκες αποτέλεσαν πάντα θέμα βασικής πολικής και ιδεολογικής σημασίας στην πάλη του ΑΚΡ ενάντια στο δημοκρατικό κράτος. Υπερασπίστηκαν τις μαντίλες ως ζήτημα ελεύθερης επιλογής, το να επιτρέπεται σε γυναίκες με μαντίλα να υπηρετούν στις δημόσιες υπηρεσίες ή να πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο έγινε θέμα ύψιστης προτεραιότητας. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης CHP και φιλελεύθεροι, που είχαν την ίδια προσέγγιση, ενέκριναν και υποστήριξαν αυτήν τη στάση. Δεν είναι ικανοί να πείσουν τους εργάτες, όμως, πέτυχαν να τους καθησυχάσουν.

Η υποβάθμιση των κατακτήσεων της αστικής δημοκρατίας από το ΑΚΡ είναι ευθέως ανάλογη με το βαθμό που οι γυναίκες «πνίγονται» στις αντιδραστικές θρησκευτικές παρεμβάσεις. Η κλιμάκωση της πίεσης που δημιουργεί το ΑΚΡ στην κοινωνική ζωή προκάλεσε μια άμεση αντίσταση από ανθρώπους που ενστερνίζονται τις δημοκρατικές αξίες. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχει μια ισχυρή συνειδητοποιημένη εργατική τάξη στις πόλεις που ποτέ δε θα υπακούσει στους κανόνες του καθεστώτος του ΑΚΡ. Οι γυναίκες, που αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, βρίσκονται υπό μεγαλύτερη καταπίεση και αυτός είναι ο λόγος που οι οργανωμένες εργάτριες έχουν τη δυνατότητα ν’ αποκαλύψουν την παρέμβαση του κεφαλαίου που γίνεται από το ΑΚΡ και τελικά να την ανατρέψουν. Ένα κορυφαίο παράδειγμα είδαμε κατά την «Αντίσταση του Ιούνη». Ο θαρραλέος ξεσηκωμός και η επιμονή των γυναικών κατά τη διάρκεια της «Αντίστασης του Ιούνη» αποδεικνύει ότι δε θα υποκύψουν ποτέ σε τέτοιες καταπιεστικές πράξεις. Όμως, την ίδια στιγμή, δείχνει ότι, όταν λείπει το πολιτικό περιεχόμενο, η αντίσταση του λαού δεν είναι αρκετή.

Πάλη των γυναικών στην Τουρκία: Πως;

Σήμερα στην Τουρκία η πάλη των γυναικών έχει ιδιαίτερη σημασία για την πάλη της εργατικής τάξης. Πρώτα και κύρια, οι παρεμβάσεις ενάντια στις γυναίκες πάνε χέρι-χέρι με τις επιθέσεις ενάντια στα εργαλεία της εργατικής τάξης για την οργάνωσή της και για την πάλη της. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι οι επιθέσεις εναντίον της μισής κοινωνίας και ενός σημαντικού τμήματος των εργαζόμενων θα είχαν ως αποτέλεσμα η εργατική τάξη να χάσει τη δύναμή της. Αυτό το ζήτημα έχει πολλές διαφορετικές διαστάσεις που αξίζουν μια ευρύτερη εκτίμηση:

  1. Η πάλη των γυναικών στην Τουρκία δε θα υποτιμάει τις κατακτήσεις που εισήχθηκαν από την αστική επανάσταση, αν και πάρθηκαν πίσω από την ίδια την αστική τάξη. Πρέπει ν’ αποτελεί ουσιαστική αρχή των κομμουνιστών να επανατοποθετηθούν αυτές οι κατακτήσεις σ’ ένα διαφορετικό ταξικό πλαίσιο και ν’ αποδειχτεί ότι μπορεί να προωθηθούν μόνο με την πραγματική απελευθέρωση της εργατικής τάξης.
  2. Στη βάση του παραπάνω, ιδιαίτερα σε χώρες όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι μουσουλμανική, η κοσμικότητα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής δεν μπορεί να θεωρείται ξεπερασμένο ζήτημα, που ανήκει στις αστικές επαναστάσεις, όπως αποδεικνύουν τα τελευταία 20 χρόνια στην Τουρκία. Η εκκαθάριση θα είναι αναπόφευκτη για μια εργατική τάξη ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στη θρησκευτική αντίδραση.
  3. Άλλη μια απειλή που σχετίζεται με αυτό έχει να κάνει με την αποσύνδεση της πάλης για την κοσμικότητα από την πάλη για το σοσιαλισμό, που στρώνει το δρόμο για εξελικτικές στρατηγικές συνδεδεμένες με συνθήματα όπως «ανεξαρτησία», «δημοκρατία», «ενάντια σε όλα τα μονοπώλια» και τα λοιπά. Όπως και στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή, η θρησκεία στην Τουρκία δεν αποτελεί ξεπερασμένο ζήτημα που είχε σημασία στην προκαπιταλιστική εποχή. Αντιθέτως, η πολιτική και κοινωνική της επιρροή αυξάνεται ως αποτέλεσμα των εξελισσόμενων σχέσεων παραγωγής. Η πάλη για την κοσμικότητα δεν πρέπει, επομένως, να περιορίζεται σε πρωτύτερες περιόδους της Ιστορίας, αλλά αντίθετα πρέπει να θεωρείται ως στοιχείο παρακίνησης της σοσιαλιστικής πάλης.
  4. Είναι δυνατό για το κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία να οργανώνει γυναίκες μόνο μέσω μιας ταυτότητας που αναφέρεται στα σύγχρονα χαρακτηριστικά των ανθρώπων των πόλεων που σέβεται τα προοδευτικά-φιλελεύθερα κίνητρα. Οι γυναίκες μπορούν ν’ αντισταθούν ενάντια στη θρησκευτική αντίδραση σε περιοχές όπου συμμετέχουν περισσότερο στην παραγωγή. Είναι εμφανές ότι οι εργαζόμενες γυναίκες μπορούν πολύ ευκολότερα ν’ αντισταθούν ευκολότερα στις συντηρητικές ιδεολογίες.
  5. Πρέπει να γίνει περισσότερη προσπάθεια να συνδεθούν οι αντιστάσεις ενάντια στους βιασμούς, στη βία ενάντια στις γυναίκες ή στις δολοφονίες γυναικών με την ταξική πάλη. Αλλιώς τέτοια προβλήματα θα οδηγούν τις γυναίκες σε ανούσια πάλη που θα στοχεύει τους άντρες και όχι την τάξη των καπιταλιστών. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπορεί να εγκαταλείψει αυτά τα θέματα τόσο για ηθικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι όλ’ αυτά μπορούν να συνδεθούν με την οργάνωση της εργατικής τάξης προς το στόχο του σοσιαλισμού.
  6. Οι ανατολικές μουσουλμανικές δημοκρατίες της ΕΣΣΔ αποτελούν μια πολύ πλούσια εμπειρία σχετικά με τη χειραφέτηση των γυναικών. Οι επαναστατικοί νόμοι στην ΕΣΣΔ ποινικοποίησαν πρακτικές που ντρόπιαζαν τη γυναίκα, όπως ο γάμος ανηλίκων, η πολυγαμία ή το «αντίτιμο της νύφης», τα ποσοστά αλφαβητισμού και συμμετοχής στην εκπαίδευση αυξήθηκαν πολύ και οι γυναίκες ενεπλάκησαν ενεργά στις επιστήμες, στην παραγωγή, στην εκπαίδευση και στη δημιουργία μιας σύγχρονης κοινωνίας. Αυτή η πολύτιμη εμπειρία της έντονης ιδεολογικής πάλης που απελευθέρωσε μια κοινωνία από τις θρησκευτικές παραδόσεις που την καθόριζαν στο παρελθόν πρέπει να προαχτεί.
  7. Από την άλλη, η προτεραιότητα των κομμουνιστών σχετικά με την πάλη των γυναικών είναι να οργανώσουν τις γυναίκες στους χώρους δουλειάς ως ουσιαστικό τμήμα της εργατικής τάξης. Το «γυναικείο ζήτημα» πρέπει να ενσωματωθεί ως ουσιαστικό κομμάτι των στόχων και της πάλης της εργατικής τάξης, πράγμα που θα την βελτιώσει. Ο καπιταλισμός δεν εκμεταλλεύεται μόνο τα σώματα ή τη σεξουαλική ταυτότητα των γυναικών, αλλά και την εργασία τους. Επομένως, κάποιες καλυτερεύσεις στην κατάσταση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων τους, καλύτερη εκπαίδευση ή περισσότερες ευκαιρίες εργασίας δεν είναι αρκετές για την πραγματική γυναικεία χειραφέτηση. Η ευθύνη των κομμουνιστών είναι να έχουν καθαρή ματιά γι’ αυτό το ζήτημα, ενώ παλεύουν ενάντια σε κάθε βία και καταπίεση και να τονίζουν ότι την πραγματική χειραφέτηση γι’ άντρες και γυναίκες μπορούμε μόνο να την πετύχουμε στο σοσιαλισμό. Τους αντίπαλους της θρησκευτικής αντίδρασης οι κομμουνιστές πρέπει να τους πολιτικοποιήσουν και να τους κερδίσουν μέσα στη δυναμική της πάλης.
  8. Η άποψη ότι η πάλη των γυναικών είναι ζήτημα μόνο για τις γυναίκες εργαζόμενες πρέπει ν’ απορριφτεί. Προφανώς, περισσότερο γυναίκες θ’ αποτελέσουν την πρωτοπορία αυτού του αγώνα, όμως, δίχως άλλο, μπορεί να πετύχει μόνο με τη συνεισφορά όλων των εργαζόμενων, αντρών και γυναικών. Οι φιλελεύθερες και φεμινιστικές προσπάθειες ν’ αποσπαστούν οι άντρες από αυτόν τον αγώνα πρέπει ν’ απορριφτούν δυναμικά.
  9. Σύμφωνα με την αμεσότητα και τη σημασία του καθήκοντος της πολιτικής οργάνωσης των γυναικών, η υλοποίησή του από το λενινιστικό κόμμα πρέπει ν’ αχρηστεύει κάθε διευθέτηση που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υποτάσσει τις γυναίκες. Η υλοποίηση επίσημων μέτρων, όπως οι ποσοστώσεις, που στην πραγματικότητα ταπεινώνουν τις γυναίκες, αντί επαναστατικών μεθόδων, πρέπει ν’ απορρίπτεται. Οι πόρτες ενός λενινιστικού κόμματος πρέπει να είναι κλειστές στη διάδοση της συντηρητικής κουλτούρας.

Οι κομμουνιστές δεν πρέπει ποτέ να δημιουργούν συμμαχίες με μη ταξικές προοπτικές ή μ’ εκείνους που ενθαρρύνουν τις «εργοδότριες-επιχειρηματίες γυναίκες» ν’ ενταχτούν στην γυναικεία πάλη. Από την άλλη, το να παραιτούμαστε από την υπεράσπιση των αστικών εκσυγχρονιστικών κατακτήσεων -που σήμερα βρίσκονται υπό τον κίνδυνο ν’ ανατραπούν από την αστική τάξη- ιδιαίτερα από την υπεράσπιση απτών συλλογικών αιτημάτων, για χάρη της ιδεολογικής τελειομανίας και της υιοθέτησης μιας σεκταριστικής στάσης, θα ήταν μη παραδεκτό. Αντίθετα, οι κομμουνιστές πρέπει να δρούμε ως τα πιο προωθημένα στοιχεία μιας τέτοιας υπεράσπισης. Δίχως αμφιβολία, η δημιουργία μιας ταξικής προοπτικής στο γυναικείο ζήτημα δε θα κατακτηθεί σε μια νύχτα, είναι ζήτημα επίμονης προσπάθειας.


[1] Deficient citizen (σ.τ.μ.).