Μετά από τη νίκη του παρτιζάνικου κινήματος υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας, η μεταπολεμική περίοδος σηματοδότησε την αρχή μιας ολόπλευρης και βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης. Ο μετασχηματισμός επικεντρώθηκε στην εξάλειψη της κληρονομιάς του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας -τόσο στον πολιτικό όσο και στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό τομέα- αλλά και στην αστικοποίηση και χειραφέτηση των αγροτικών γιουγκοσλαβικών κοινοτήτων και του πληθυσμού της, την εκβιομηχάνιση και γενική ανοικοδόμηση της κοινωνίας και της χώρας που καταστράφηκε από τον πόλεμο.
Οι αλλαγές που ακολούθησαν μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επηρέασαν σημαντικά τις γυναίκες, τη θέση τους και τα δικαιώματά τους στο νεοσύστατο κράτος. Τα νέα δικαιώματα που απέκτησαν οι Γιουγκοσλάβες γυναίκες κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής περιόδου κερδήθηκαν από τις ίδιες, πρωτίστως από την ισότιμη συμμετοχή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο. Μετά από τον πόλεμο, τα δικαιώματα αυτά εισήχθησαν στη νομοθεσία, δημιουργώντας έτσι ένα επίσημο κρατικό κίνητρο και ενθάρρυνση για τη χειραφέτηση των γυναικών και την ισότητά τους με τους άντρες.
Όπως ο ίδιος ο Λένιν επισήμανε:
«Δεν μπορεί να γίνει η σοσιαλιστική επανάσταση, αν δεν πάρει μέρος σε αυτή σε σημαντικό βαθμό το μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων γυναικών... Στη χώρα μας πρέπει η γυναίκα-εργάτρια να πετύχει όχι μόνο τη νομική ισότητα με τον άντρα-εργάτη, αλλά και την ισότητα στη ζωή. Για να γίνει αυτό πρέπει οι γυναίκες-εργάτριες να συμμετέχουν όλο και περισσότερο στη διεύθυνση των κοινωνικών επιχειρήσεων και στη διακυβέρνηση του κράτους.»
Στα πρώτα χρόνια μετά από τον πόλεμο δόθηκε ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών θέσεων στο Αντιφασιστικό Μέτωπο Γυναικών της Γιουγκοσλαβίας σε πρώην αντάρτισσες, που μετά από τον πόλεμο χρησίμευαν ως πρότυπα χειραφέτησης άλλων γυναικών, ειδικά αυτών που προέρχονταν από αγροτικές περιοχές. Η πολιτική του ΑΜΓΓ ήταν να παρακινήσει, να ενθαρρύνει και να ενισχύσει τις γυναίκες γι’ ανεξάρτητη εργασία και ανεξαρτησία γενικά και να τις ενθαρρύνει να προσεγγίσουν την εργασία με διαφορετικό τρόπο. Το ΑΜΓΓ τόνισε επίσης ότι ο γάμος δεν πρέπει να είναι το μόνο πράγμα που δίνει νόημα στη ζωή μιας γυναίκας. Το ΑΜΓΓ ήταν η θεμελιακή οργάνωση που προσέλκυσε πολλές γυναίκες και εργάστηκε ενεργά για τη συμμετοχή τους στην κοινωνική και πολιτική σφαίρα και για την παρακίνηση και την ενθάρρυνσή τους να εγκαταλείψουν τα προηγούμενα στερεότυπα που είναι τυπικά των πατριαρχικών παραδοσιακών πολιτισμών. Το ΑΜΓΓ είχε τρεις σημαντικούς χειραφετητικούς ρόλους: 1) Την κινητοποίηση των γυναικών για την ανασυγκρότηση, 2) την εκπαίδευση και τη διαφώτιση των γυναικών και 3) το κίνητρο για την κατασκευή παιδικών σταθμών που θα επέτρεπε στις γυναίκες να εργαστούν και έτσι ν’ αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία, που ήταν απαραίτητη για να κερδίσουν ισότητα.
Στο πρώτο Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΛΔΓ) το 1946 οι γυναίκες έλαβαν τυπικά δικαίωμα ψήφου. Ήταν η επίσημη επιβεβαίωση του δικαιώματος ψήφου που χρησιμοποίησαν ήδη το 1941 στις εκλογές για τις εθνικές επιτροπές. Η νομοθεσία που ακολούθησε δημιούργησε μια σταθερή βάση για τα δικαιώματα των γυναικών στην προσωπική, οικογενειακή και πολιτική ζωή.
Ο νόμος για το γάμο του 1946 καθόρισε ίσα δικαιώματα αντρών και γυναικών στο γάμο. Ο οικογενειακός νόμος του 1947 εισήγαγε ίσα δικαιώματα για τα παιδιά που γεννιούνταν εντός και εκτός γάμου. Ο νόμος για την κοινωνική ασφάλιση εισήγαγε ασφάλεια για όλους τους κινδύνους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν η αμειβόμενη άδεια μητρότητας και το δικαίωμα της σύνταξης υπό τους ίδιους όρους τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες, αν και οι γυναίκες θα συνταξιοδοτούνταν νωρίτερα. Το δικαίωμα στην έκτρωση καθορίστηκε από το νόμο του 1951, το Σύνταγμα του 1974 εγγυήθηκε στις γυναίκες το πλήρες δικαίωμα ν’ αποφασίζουν για τον τοκετό και από το 1977 επιτράπηκε η άμβλωση χωρίς περιορισμούς για τα έμβρυα έως και δέκα βδομάδων. Όλες οι διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα των γυναικών μεταφέρθηκαν στη γιουγκοσλαβική νομοθεσία εκείνης της εποχής. Το 1979 η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας υπέγραψε τη σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW), η οποία εγκρίθηκε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και τέθηκε σε ισχύ το 1981.
Η νέα κυβέρνηση μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επικεντρώθηκε επίσης στην αλλαγή των προηγούμενα υιοθετημένων κοινωνικών πρακτικών και στο μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο ξερίζωμα των πρακτικών της υπαίθρου και στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Το άγχος, λοιπόν, ήταν η βελτίωση των πρακτικών υγιεινής του πληθυσμού, η εξάλειψη ευρέως διαδεδομένων μολυσματικών ασθενειών και η εκπαίδευση των ανθρώπων. Μια από τις νομικές πράξεις που ψηφίστηκαν στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία απαγόρευσε τις μαντίλες ή τα χιτζάμπ με σκοπό την απελευθέρωση των μουσουλμάνων γυναικών. Η ίδια η ισλαμική κοινότητα αντέδρασε θετικά στην πράξη και επιβεβαιώθηκε ότι από θρησκευτική σκοπιά δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για την απομάκρυνση των μαντίλων και ότι η κάλυψη των γυναικών ήταν περισσότερο ένα έθιμο παρά μια θρησκευτική προσταγή.
Ήταν σαφές ότι η ανοικοδόμηση της χώρας, καθώς και η δημιουργία μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, δε θα μπορούσαν να συμβούν χωρίς σημαντική ενεργή συμμετοχή των γυναικών και εκεί ήταν που το Αντιφασιστικό Μέτωπο Γυναικών της Γιουγκοσλαβίας διαδραμάτισε αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο. Οι γυναίκες στο σοσιαλισμό αγωνίστηκαν και κατόρθωσαν ν’ αποκτήσουν τα δικαιώματα να συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία νέων σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και στην επίτευξη της ισότητας με τους άντρες. Το ΑΜΓΓ ήταν η οργάνωση που παρείχε μηχανισμούς που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την πλειοψηφία των γυναικών.
Λαμβάνοντας υπόψη τις οικογενειακές ευθύνες των εργαζόμενων γυναικών, κυρίως για τη διατήρηση του νοικοκυριού και την ανατροφή των παιδιών, η σοσιαλιστική κυβέρνηση προσπάθησε να τις διευκολύνει, ώστε να συνεχίσουν αφοσιωμένες στις δραστηριότητές τους στο δημόσιο τομέα και να διευκολύνει τις γυναίκες να εκτελούν απαιτητικές χειρωνακτικές εργασίες, ανεξάρτητα από το αν θα ξεκινούσαν μια οικογένεια, υιοθετώντας μια σειρά διαταγμάτων που ρύθμιζαν τα ζητήματα των παιδιών και της μητρότητας. Με το διάταγμα για τις εργαζόμενες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της έμμηνου ρύσεως, οι γυναίκες απαλλάσσονταν από την εργασία που απαιτούσε να περνούν πολλές ώρες όρθιες. Υπήρξε επίσης κανονισμός για το άνοιγμα βρεφοκομείων μέσα στις επιχειρήσεις.
Όσον αφορά τα δικαιώματα των εργατριών, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι γυναίκες ήταν επιτυχείς και ικανές στην εργασία και ότι δεν αισθάνονταν ότι παρεμποδίζονταν όταν επρόκειτο για επαγγελματική εξέλιξη. Η στάση τους οφειλόταν στο γεγονός ότι το δικαίωμά τους στην εργασία κερδήθηκε με κόπο, ότι είχαν πραγματική πίστη στο νέο σύστημα και ότι προέρχονταν κυρίως από πατριαρχικές οικογένειες. Η νέα σοσιαλιστική τάξη νομικά εξίσωνε τους εργάτες και τις εργάτριες όταν επρόκειτο για μισθούς.
Πρέπει επίσης ν’ αναφέρουμε το πρόσφατα αποκτηθέν δικαίωμα διαζυγίου, το οποίο είναι μια άλλη πτυχή που δείχνει το επίπεδο ισότητας μεταξύ γυναικών και αντρών. Μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ισότητα αντρών και γυναικών, αναμφίβολα ένα μεγάλο επίτευγμα της επανάστασης, έγινε μια από τις βασικές αρχές του Συντάγματος, του συζυγικού δικαίου και άλλων νόμων. Ήταν απαραίτητο ν’ αλλάξουν οι παλαιές πατριαρχικές απόψεις για την υποδεέστερη θέση των γυναικών, που είχαν διαμορφωθεί εδώ και αιώνες και εξακολουθούσαν να υπάρχουν στη νοοτροπία των ανθρώπων.
Από αυτήν τη σύντομη επισκόπηση της θέσης των γυναικών στη ΣΟΔΓ είναι αδύνατο να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες πέτυχαν υψηλότερο επίπεδο χειραφέτησης και ισότητας από αυτό που είχαν προηγουμένως. Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οι γυναίκες, με τον αγώνα τους, την αποφασιστική αυτοθυσία και την αφοσίωσή τους, κέρδισαν οι ίδιες τα δικαιώματα που τους έδωσε ο νόμος μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο αγώνας τους και οι σοσιαλιστικές θεωρίες οδήγησαν στη δημόσια και πολιτική προώθηση των ίσων δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τους άντρες.