Το εργατικό κίνημα του Καζαχστάν την περίοδο παλινόρθωσης τον καπιταλισμού και σε συνθήκες αστικής δικτατορίας


Σοσιαλιστικό Κίνημα Καζακστάν

Σε αυτήν την εργασία επιθυμούμε να αναλύσουμε τις διαδικασίες και τις τάσεις στο εργατικό κίνημα του Καζακστάν κατά τη διάρκεια όλης της σύγχρονης ιστορίας από το 1991, ώστε να αποκομίσουμε διδάγματα και να θέσουμε ενώπιον των εργαζόμενων τα άμεσα καθήκοντα.

Η εργατική τάξη του Καζακστάν δεν παρέμεινε άφωνη και αντιστάθηκε ακόμα και στις δυσμενέστερες συνθήκες της αποβιομηχάνισης, της ιδιωτικοποίησης, της αχαλίνωτης καταστολής και των πολιτικών δολοφονιών. Το γεγονός ότι σήμερα στο Καζακστάν έχουν καθιερωθεί οι πιο αντεργατικοί νόμοι στο μετασοβιετικό χώρο και στην πράξη έχουν απαγορευτεί τα ανεξάρτητα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι έχουν στερηθεί το δικαίωμα της απεργίας και της ειρηνικής συνάθροισης δείχνει το βαθμό της σκλήρυνσης της αστικής δικτατορίας, που καταφεύγει συχνά σε τρομοκρατικές μεθόδους με στόχο να σπάσει την αντίσταση των εργατών της πετρελαϊκής βιομηχανίας, των μεταλλουργών και των ανθρακωρύχων.

Η μαζικότερη και με μεγαλύτερη διάρκεια απεργία στην επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε στο Δυτικό Καζακστάν το 2011, όταν οι εργάτες της πετρελαιοβιομηχανίας για οχτώ σχεδόν μήνες άντεξαν με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού και των άνεργων και μπόρεσαν να αναδείξουν πολιτικές διεκδικήσεις για την εθνικοποίηση της μεγάλης βιομηχανίας κάτω από τον έλεγχο των εργαζόμενων και κάλεσαν σε γενική απεργία με το σύνθημα της παραίτησης του Προέδρου και της κυβέρνησης. Αυτή η απεργία πνίγηκε στο αίμα, όταν μια ειρηνική συγκέντρωση των εργατών δέχτηκε τα πυρά της αστυνομίας στο Ζαναοζέν. Θέλουμε να δείξουμε την εξέλιξη της ανάπτυξης της πολιτικής συνείδησης των πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης στο πλαίσιο των διαδικασιών παλινόρθωσης του καπιταλισμού κι εγκαθίδρυσης μιας ανοιχτά αστικής δικτατορίας, τη στιγμή που απαγορεύτηκαν όλα τα ανεξάρτητα συνδικάτα και διαλύθηκε με δικαστική απόφαση το παλιότερο κομμουνιστικό κόμμα του Καζαχστάν. Πρέπει να κατανοήσουμε αν υπάρχουν προοπτικές αναγέννησης του οργανωμένου εργατικού κινήματος και το ρόλο των κομμουνιστών σε αυτήν τη διαδικασία.

Η εμφάνιση του εργατικού κινήματος στο τέλος της ύπαρξης της ΕΣΣΔ

Πρέπει αναμφίβολα να ξεκινήσουμε από την ιστορία του εργατικού κινήματος του Καζακστάν και των πρώην Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ από το τέλος της δεκαετίας του 1980. Αυτή ακριβώς η περίοδος αποτέλεσε καμπή στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και ολοκληρώθηκε με την αντεπαναστατική ανατροπή του 1991, και στη συνέχεια με την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Η «περεστρόικα», η «διαφάνεια», ο «εκδημοκρατισμός» στα χέρια της ομάδας εξουσίας ήταν εργαλεία για τη χαλάρωση του πολιτικού μονοπωλίου του ΚΚΣΕ, τη διάλυση (ντεμοντάζ) της κρατικής ιδεολογίας και την εφαρμογή των πρώτων μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της αγοράς, που στόχευαν στην καταστροφή της σχεδιοποιημένης οικονομίας. Οι αντιθέσεις, που είχαν παρουσιαστεί ήδη από την εποχή των «μεταρρυθμίσεων Κοσίγκιν» της δεκαετίας του ’60, αρχών του ’70, όταν εφαρμόστηκαν στη σοσιαλιστική οικονομία ορισμένες αστικές μέθοδοι, προκάλεσαν αναπόδραστα κρισιακά φαινόμενα στη δεκαετία του ’80, τα οποία η ομάδα που ήρθε στην εξουσία με επικεφαλής τον Γκορμπατσόφ πρότεινε τελικά να λυθούν μέσω της «πολιτικής φιλελευθεροποίησης» και μέσω της εφαρμογής των μηχανισμών της αγοράς, κάτι που αναπόφευκτα οδηγούσε στην καταστροφή. Υπονόμευαν το σοσιαλιστικό σύστημα και η λεγόμενη «σκιώδης οικονομία» ξεφύτρωσε σαν καρκινικός όγκος, όταν ένα μέρος των εμπορευμάτων και προϊόντων με τη μεγαλύτερη ζήτηση απομακρύνθηκε από την κυκλοφορία, δημιουργώντας στη χώρα μια κατάσταση μεγάλων τεχνητών ελλείψεων, και έπειτα το μέρος αυτό πουλιόταν στη μαύρη αγορά με εντελώς διαφορετικές τιμές. Έτσι δημιουργήθηκε η βάση για την εμφάνιση των πρώτων αστικών στοιχείων, που ενισχυόταν με την εμφάνιση των συνεταιρισμών (κοοπερατίβες) και με τη νομιμοποίηση στην πράξη των πολλών μορφών ιδιοκτησίας του 1989, ενώ ιδεολογικά δικαιωνόταν από τα πάνω με διάφορες θεωρίες περί «σοσιαλισμού της αγοράς» και «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».

Παρόμοια φαινόμενα, όπως και η βαθμιαία αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, προκάλεσαν τη δίκαιη αγανάκτηση ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες της ΕΣΣΔ, πράγμα που εκφράστηκε στην πραγματοποίηση των πρώτων μαζικών απεργιών, στην εμφάνιση απεργιακών επιτροπών, εργατικών λεσχών, συλλόγων. Πιο αξιομνημόνευτες έγιναν οι απεργίες των ανθρακωρύχων του 1989-1990, που αγκάλιασαν ολόκληρες περιοχές της ΡΣΟΣΔ, της Ουκρανικής και της Καζάχικης ΣΣΔ. Πολλοί ιστορικοί, ερευνητές και σύγχρονοι κομμουνιστές θεωρούν αυτές τις εκδηλώσεις, και ιδιαίτερα τις απεργίες των ανθρακωρύχων, ένα από τα κύρια πολιτικά εργαλεία καταστροφής της ΕΣΣΔ και της σχεδιασμένης οικονομίας, ενώ τους ίδιους τους ανθρακωρύχους τους θεωρούν σχεδόν «αντεπαναστατική φρουρά», περισσότερο φιλική προς την αγορά από το νεαρό τμήμα του ανώτερου στρώματος του ΚΚΣΕ, με επικεφαλής τον Γιέλτσιν.

Σε αυτό υπάρχει ένας μεγάλο ποσοστό αλήθειας, όμως αρχικά, αλλά ακόμα και στη μεταγενέστερη περίοδο η βασική μάζα των εργαζόμενων που συμμετείχε στις απεργίες δεν τοποθετούνταν εναντίον του σοσιαλισμού και ακόμα περισσότερο δεν υποστήριζε τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Οι διεκδικήσεις που προβάλλονταν είχαν οικονομικό χαρακτήρα και αφορούσαν την αύξηση του μισθού, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, τη λύση του προβλήματος των ελλείψεων των εμπορευμάτων και των προϊόντων, δηλαδή τη βελτίωση της τροφοδοσίας των περιοχών των ανθρακωρυχείων, και ακόμα, εν μέρει, αφορούσαν ζητήματα μεταρρύθμισης της ίδιας της σχεδιοποιημένης οικονομίας προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς της. Δηλαδή, οι απεργίες, τελικά, ήταν μια αντίδραση στα αντισοσιαλιστικά μέτρα της κυβέρνησης, που κατέστρεφαν τη σχεδιοποιημένη οικονομία. Αλλά και οι ομάδες του Γκορμπατσόφ και του Γιέλτσιν, βασικά, σέρβιραν τις αντεπαναστατικές τους προτάσεις και σκέψεις με τη σάλτσα της αναγκαιότητας «μεταρρύθμισης του σοσιαλισμού», επιστροφής στις «λενινιστικές αρχές» στη «λαϊκή εξουσία των Σοβιέτ» κλπ.

Την ίδια δημαγωγία, αλλά με ένα ποσοστό «αυτοεκτίμησης», χρησιμοποίησε και ο Α΄ Γραμματέας της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Καζακστάν, Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, την περίοδο των επισκέψεων στην απεργιακή Καραγκαντά το 1989, όπου για ένα σύντομο διάστημα βρισκόταν το κεντρικό επιτελείο του Ανεξάρτητου Συνδικάτου Ανθρακωρύχων της ΕΣΣΔ, με επικεφαλής τον Γκενάντι Οζορόφσκι από την Καραγκαντά. Τότε, με διάφορες υποσχέσεις υποχωρήσεων, ο Ναζαρμπάγιεφ εξέφρασε ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του για το «μονοπώλιο της εξουσίας των κεντρικών υπηρεσιών» και ανέδειξε τις ιδέες μιας οικονομικής αυτοτέλειας, ανεξάρτητης από την επιβολή του κέντρου και το διευθυντικό-διοικητικό κέντρο. Στην πράξη αυτές οι προτάσεις σήμαιναν την καταστροφή του μηχανισμού της λαϊκής οικονομίας και το τράβηγμα των εξορυκτικών κλάδων στην «ελεύθερη αγορά». Συνεπώς, σε αυτό το παράδειγμα φαίνεται ότι ήταν ακριβώς το ανώτερο στρώμα που εφάρμοσε τότε στην πράξη ξένες για το σοσιαλισμό ιδέες και απόψεις και όχι οι εργαζόμενοι, που στη βασική τους μάζα ήταν πιστοί στις κομμουνιστικές ιδέες.

Ωστόσο, το γεγονός παραμένει γεγονός, το εργατικό κίνημα εκείνη τη στιγμή δε μετατράπηκε σε αυτοτελή δύναμη και οι πολιτικά αφοπλισμένοι εργαζόμενοι δεν μπόρεσαν να παίξουν τον ιστορικό ρόλο της αποτροπής της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και της αντεπαναστατικής ανατροπής. Εδώ παρουσιάστηκε το κλασικό σχήμα, όταν χωρίς πολιτικό κόμμα το εργατικό κίνημα αποδείχτηκε τυφλό, ιδιαίτερα σε μια κατάσταση ιδεολογικής-οργανωτικής διάλυσης της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, ενώ ξεχωριστοί εργατικοί ηγέτες και τμήματα εργαζόμενων βρέθηκαν αργότερα στη θέση να είναι παιχνίδια στην πάλη ξένων κοινωνικών δυνάμεων. Οι νέες μαρξιστικές και κομμουνιστικές ομάδες στο ΚΚΣΕ δεν μπόρεσαν τότε να αναλάβουν την καθοδήγηση του απεργιακού κινήματος, ενώ τις διαμαρτυρίες των ανθρακωρύχων στο Κουζμπάς και τη Βορκουτά τελικά τις καπέλωσε μια ομάδα με επικεφαλής τον Γιέλτσιν. Αυτό προκαθόρισε εν τέλει τη μοίρα ολόκληρης της ΕΣΣΔ.

Τότε ακριβώς εμφανίστηκε το Ανεξάρτητο Συνδικάτο Ανθρακωρύχων της ΕΣΣΔ (ΑΣΑ), που καθόρισε την ίδρυση ήδη από τη δεκαετία του ’90 των λεγόμενων «ελεύθερων συνδικάτων» κι έγινε αναμεταδότης καθαρά φιλελεύθερων –ακόμα και δεξιών– ιδεών στο εργατικό κίνημα, με σκοπό την ουδετεροποίηση και την υποταγή του στα καθήκοντα της πλήρους διάλυσης της σχεδιασμένης οικονομίας, της ιδιωτικοποίησης, της εισαγωγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αξιοσημείωτη είναι και η μοίρα των ηγετών του απεργιακού κινήματος των ανθρακωρύχων του Κουζμπάς, πολλοί από τους οποίους μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ βρήκαν θέση σε ιδιωτικές εξορυκτικές επιχειρήσεις και εταιρίες, δηλαδή έγιναν οι ίδιοι καπιταλιστές ή βρήκαν δουλειά σε διάφορα πόστα στην τοπική γιελτσινική διοίκηση. Τελικά πραγματοποιήθηκε μια μεταμόρφωση, όταν όλοι αυτοί οι εξαγορασμένοι «φλογεροί παράγοντες» του κινήματος των ανθρακωρύχων κατέστειλαν, το 1998 κιόλας, με κάθε τρόπο την απεργία των συντρόφων τους, που απευθυνόταν ενάντια στον Γιέλτσιν και τα σχέδια ιδιωτικοποίησης του κλάδου.

Η σοβαρή απογοήτευση μετά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού και οι διάφοροι δρόμοι του εργατικού κινήματος

Στο Καζακστάν η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος είχε την ιδιαιτερότητά της, όμως σε αυτήν αντανακλώνταν και οι γενικές τάσεις που υπήρχαν σε όλη την επικράτεια της ΕΣΣΔ. Από τη μια πλευρά, προχωρά η εμφάνιση των ίδιων «ελεύθερων συνδικάτων», η καθοδήγηση των οποίων τελικά υποστήριξε δραστήρια τις διαδικασίες παλινόρθωσης του καπιταλισμού, και, από την άλλη, προχωρά η διαμόρφωση άλλων δομών κάτω από την επίδραση των κομμουνιστών και των αριστερών, όλη η δραστηριότητα των οποίων προσανατολιζόταν εναντίον των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης, απληρωσιάς των μισθών, μείωσης του επιπέδου ζωής και καταστροφής της παραγωγής.

Ενώ οι εναπομείνασες μαζικές οργανώσεις της πρώην Πανενωσιακής Κεντρικής Ένωσης Συνδικάτων (ВЦСПС) της Καζσοβπρόφ, αφού μετασχηματίστηκαν σε Ομοσπονδία Συνδικάτων της Δημοκρατίας του Καζακστάν, βασικά βρέθηκαν με πεσμένο ηθικό κι έδειξαν στάση αναμονής. Όμως οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και η καταστροφή θέσεων εργασίας παντού παρακίνησε και αυτά στα μέσα της δεκαετίας του ’90 σε ενεργοποίηση των διαμαρτυριών, μέχρι το 1997, για όσο διάστημα δεν είχαν μπει κάτω από τον προσωπικό έλεγχο του Προέδρου Ναζαρμπάγιεφ.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όπως και σε πολλές Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, στο Καζακστάν εμφανίζονται στη βάση μαζικών απεργιών των ανθρακωρύχων οι πρώτες ελεύθερες ενώσεις εργατών - ομάδες των Ανεξάρτητων Συνδικάτων Ανθρακωρύχων, που βασικά ήταν συγκεντρωμένες στις κεντρικές περιοχές και ιδιαίτερα στην περιοχή της Καραγκαντά. Στη βάση τους δημιουργείται η ένωση «Μπιρλεσού» («Ένωση»), που το 1994 μετατρέπεται στη Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων Καζακστάν (ΣΕΣΚ).

Παραρτήματα της ΣΕΣΚ ιδρύθηκαν σε πέντε περιοχές, διαμορφώθηκαν τέσσερις κλαδικές ενώσεις, η Ένωση Ιπτάμενου Προσωπικού, το Συνδικάτο Ανθρακωρύχων της Δημοκρατίας, το Συνδικάτο Υγειονομικών, το Συνδικάτο Εργαζόμενων στην Παιδεία και επίσης 86 σωματεία από διάφορους κλάδους και σφαίρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ΣΕΣΚ έγινε μια πραγματικά εναλλακτική ένωση, πράγμα που σε κάποιο βαθμό επέδρασε και στην αναζωογόνηση των ξεχωριστών κλαδικών συνδικαλιστικών ενώσεων της Ομοσπονδίας Συνδικάτων της Δημοκρατίας του Καζακστάν (ΟΣΔΚ της πρώην ΠΚΕΣ), παράγοντες των οποίων πήραν δραστήρια θέση υπεράσπισης των συμφερόντων των εργασιακών κολεκτίβων.

Παράλληλα με αυτό, εμφανίστηκε το μαχητικό και ριζοσπαστικό αριστερό Εργατικό Κίνημα του Καζακστάν, που έγινε προπύργιο των κομμουνιστών και των αριστερών δυνάμεων. Δημιουργήθηκε στη βάση του εργατικού κινήματος της Άλμα Άτα, που εμφανίστηκε από το 1990, και ένωσε εκπροσώπους της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων και ιδρυμάτων της Άλμα Άτα, και στην πράξη έγινε ήδη από τότε ο συντονιστής και το κέντρο συσπείρωσης των εργατικών οργανώσεων όλου του Καζακστάν. Στις 19 Ιούνη 1993 πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική συνέλευση του Εργατικού Κινήματος Καζακστάν «Αλληλεγγύη» (ΕΚΚΑ). Με αυτό το κίνημα σχετίζεται μια σειρά μεγάλων απεργιών και εκδηλώσεων των εργατών διάφορων κλάδων στην Άλμα Άτα, το Ουράλσκ, την Καραγκαντά, το Ουστ Καμενογκόρσκ και στο Νότιο Καζακστάν στις αρχές, τα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Το ΕΚΚΑ δρούσε από κοινού με τα απλά μέλη τόσο της ΣΕΣΚ όσο και με τις κλαδικές ενώσεις της ΟΣΔΚ, προσπαθώντας από τα κάτω να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο των εργαζόμενων εναντίον των σχεδίων της κυβέρνησης του Ακεζάν Καζεγκελντίν, που υλοποιούσε μια πολιτική απόλυτης ιδιωτικοποίησης, κατάργησης του κοινωνικού συστήματος πρόνοιας στο πλαίσιο της λεγόμενης «θεραπείας σοκ». Σοβαρή επιτυχία αυτής της δουλειάς ήταν η δημιουργία το 1995 της απεργιακής επιτροπής της Δημοκρατίας, που οργανώθηκε από τις πρωτοπόρες κλαδικές ενώσεις της Ομοσπονδίας Συνδικάτων της Δημοκρατίας Καζακστάν και τις περιφερειακές ενώσεις του ΕΚΚΑ. Ο συμπρόεδρος του ΕΚΚΑ, Μαντέλ Ισμαΐλοφ, εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της απεργιακής επιτροπής.

Σε αυτήν την υπόθεση πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Καζακστάν (ΚΚΚ), τα μέλη του οποίου δε συμφώνησαν με την απόφαση μετονομασίας του Κόμματος. Στις 6 Δεκέμβρη 1991, στην Άλμα Άτα οι κομμουνιστές πραγματοποίησαν το 19ο Συνέδριο αποκατάστασης του ΚΚΚ. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Δεκέμβρη του 1991, δηλαδή από την αρχή της επανίδρυσης, το ΚΚ Καζακστάν, τοποθετήθηκε ενάντια στην εκλογή του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ ως Προέδρου στις εκλογές χωρίς άλλο υποψήφιο κι επίσης ήταν το πρώτο που τοποθετήθηκε εναντίον των μεταρρυθμίσεων της αγοράς και της μαζικής ιδιωτικοποίησης στη χώρα.

Ο ηγετικός ρόλος των δραστήριων κομμουνιστών στο Εργατικό Κίνημα του Καζακστάν «Αλληλεγγύη» ήταν που καθόρισε τη μαχητικότητά του και την πετυχημένη προπαγάνδα ανάμεσα στους εργάτες των ιδεών για την αναγκαιότητα άσκησης μιας πολιτικής ακριβώς πάλης εναντίον της κυβέρνησης, με σκοπό την αποτροπή των διαδικασιών των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, του κλεισίματος παραγωγικών μονάδων και της αύξησης της αξίας των κοινωνικών υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνα τα χρόνια στη σύνθεση του Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΚ τα μέλη του Εργατικού Κινήματος Καζακστάν αποτελούσαν την πλειοψηφία. Κεντρικό έντυπο όργανο της ΚΕ του ΚΚΚ ήταν η εφημερίδα Εργατική Ζωή. Ωστόσο, οι δομές του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων που γεννιούνταν τότε υπονομεύτηκαν από την καταστροφή ολόκληρων κλάδων της βιομηχανίας, κυρίως των μηχανοκατασκευών, της επεξεργασίας μετάλλων, της μη σιδηρούχας μεταλλουργίας, των στρατιωτικών εργοστασίων και ακόμα των γιγάντων της ελαφράς και της διατροφικής βιομηχανίας. Οι διαδικασίες εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού στο Καζακστάν συνοδεύονταν από μαζική αποβιομηχάνιση και συσσώρευση διώξεων, όταν το 1995, μετά από τη διάλυση δυο κοινοβουλίων η χώρα μετατράπηκε σε μια υπερπροεδρική αστική δημοκρατία, με επικεφαλής τον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ. Αυτό, από την άλλη μεριά, ήταν ένα στοχοθετημένο πλήγμα στη σοβιετική εργατική τάξη, δηλαδή στις βασικές μάζες των ρωσόφωνων εργαζόμενων στις πόλεις, που μπορούσαν δυνητικά να γίνουν η βάση της πολιτικής αντιπολίτευσης.

Η καταστροφή της μεγάλης βιομηχανίας ως αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της πρώην λαϊκής οικονομίας και της μαζικής ιδιωτικοποίησης του 1995-1997 προκάλεσε κοινωνικές διαδικασίες καταστροφικού χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα των οποίων ολόκληροι κλάδοι έπαψαν να υπάρχουν και μερικές χιλιάδες μεγάλες επιχειρήσεις έπαψαν επίσης να υπάρχουν. Αυτό οδήγησε στην υποβάθμιση ολόκληρων περιοχών, στην εμφάνιση 60 πόλεων «φαντασμάτων», στη μαζική ανεργία που έφτανε το 30% του ικανού για εργασία πληθυσμού της χώρας (4 εκατομμύρια «αυτοαπασχολούμενων» μέχρι το1998)» και στην έξοδο από τη χώρα περίπου 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους υπήρχε πλήθος ειδικευμένων εργατών και ειδικών διάφορων εθνικοτήτων. Αυτές οι διαδικασίες συνοδεύονταν από την καταστροφή όλων των κοινωνικών εγγυήσεων, παροχών και της παλιάς σοβιετικής εργατικής νομοθεσίας.

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 το Καζακστάν, όπως και όλα τα νέα κράτη, δοκιμάστηκε από βαθύτατη οικονομική κρίση. Το ΑΕΠ της χώρας το 1992- 1995 μειώθηκε σε σύγκριση με το 1991 κατά 18,7% κατά μέσο όρο. Η πτώση της παραγωγής αγκάλιασε όλους τους τομείς της οικονομίας (Πίνακας 5.1. [1]). Ο όγκος της αγροτικής παραγωγής στο Καζακστάν μειώθηκε κατά 28,8%, η πτώση στη βιομηχανία ήταν 32,6%. Οι αιτίες αυτής της καταστροφικής πτώσης σχετίζονταν με τη διάλυση της χώρας και τη διάρρηξη της πλειοψηφίας των οικονομικών δεσμών μεταξύ των Δημοκρατιών. Τη δεκαετία του 1990 μειώθηκε πολύ η παραγωγή ανθρακα και ηλεκτρενέργειας (Πίνακας 5.2.), σε σημαντικό βαθμό λόγω της οικονομικής πτώσης στη Ρωσία και του περάσματος σε συναλλαγές με σκληρό συνάλλαγμα, που απουσίαζε καταστροφικά από τη χώρα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ενισχύθηκε η εκροή ρωσόφωνου πληθυσμού, που είχε αρχίσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80, προς τη Ρωσία και άλλες Δημοκρατίες. Το 1989-1996 η καθαρή μετανάστευση από τη χώρα αποτελούσε το 7,9% του πληθυσμού.

Πίνακας 5.1. Βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες του Καζακστάν το 1991-1999 ως % του 1991

Δείκτες

1991

1992

1993*

1994

1995

1996

1997

1998

ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές δισ. τένγκε

85,9

1.217,7

29,4

423,5

1.014,0

1.416,0

1.672,0

1.733,0

Όγκος ΑΕΠ σε σταθερές τιμές

 

94,7

86,0

75,2

69,0

69,3

70,5

69,2

Παραγωγή βιομηχανίας σε σταθερές τιμές

 

86,0

73,0

53,0

48,0

49,0

51,0

49,0

Παραγωγή αγροτικής οικονομίας σε σταθερές τιμές

 

96,7

85,9

62,2

39,9

35,3

32,2

16,3

Επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές

 

53,0

32,0

27,0

16,0

10,0

11,0

15,0

Όγκος επενδύσεων στο πάγιο κεφάλαιο σε τρέχουσες τιμές δισ. τένγκε

 

261,0

5,5

80,9

149,0

119,0

140,0

264,0

Οι μεγάλες διαφορές στα μεγέθη των ετών 1992, 1993 και 1994 οφείλονται στην εισαγωγή εθνικού νομίσματος και στη μετέπειτα μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού.

Πίνακας 5.2. Βασικοί δείκτες της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης του Καζακστάν

Δείκτες

1991

1995

2000

2005

2010

2011

Πληθυσμός, εκ.

16,4

16,0

14,9

15,2

16,4

16,7

Πραγματική αύξηση πληθυσμού ανά 1.000 κατοίκους

13,0

7,0

4,8

8,0

13,6

-

Μέσος μηνιαίος ονομαστικός μισθός, δολάρια/άτομο

-

78,8

101,1

256,3

525,7

612,4

Παραγωγή ηλεκτρενέργειας, δισ. kwh

86,0

66,7

51,6

67,9

82,7

88,1

Εξόρυξη πετρελαίου και αερίου, εκ. τόνοι

26,6

20,5

35,3

61,5

79,5

80,1

Εξόρυξη φυσικού αερίου, δισ. κυβ. μέτρα

7,9

5,9

11,5

25,0

37,1

39,3

Εξόρυξη άνθρακα, εκ. τόνοι

130,0

83,3

74,9

86,6

111,0

116,0

Εξαγωγές, εκ. δολ.

-

5.250,0

8.812,0

2.784.9,0

5.954.3,0

8.811,8,0

Εισαγωγές, εκ. δολ.

-

3.807,0

5.040,0

1.735.2,0

3.043.8,0

3.886,8,0

Αυτό αποτέλεσε μια ακόμη αιτία της κατάρρευσης της βιομηχανίας στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Το 2000 η χώρα είχε 1,5 εκατομμύρια λιγότερους κατοίκους από το 1991 (Πίνακας 5.2.). Μάλιστα, αυξήθηκε απότομα το ποσοστό του φτωχού πληθυσμού. Το 1998 το 39% του πληθυσμού είχε εισοδήματα κατώτερα του ελάχιστου επιπέδου επιβίωσης. [2]

Με αυτήν την πτώση, από τη μια, και με τις κρατικές διώξεις από την άλλη, δόθηκε ένα ισχυρότατο χτύπημα σε όλες τις πρωτοπόρες συνδικαλιστικές κι εργατικές οργανώσεις της χώρας, πολλές από τις οποίες διέκοψαν ακόμα και τη λειτουργία τους. Σε αυτήν τη διαδικασία συνέβαλαν τα λάθη και οι αντεργατικές δραστηριότητες των ίδιων των συνδικαλιστών ηγετών, πράγμα που οδήγησε στην απώλεια του κύρους της ιδέας του οργανωμένου εργατικού κινήματος και στην τελεσίδικη μετάλλαξη της ηγεσίας των συνδικάτων και ενώσεων που λειτουργούσαν τότε. Έτσι, για παράδειγμα, η καθοδήγηση της ΣΕΣΚ, πάνω στην έξαρση των αντικομμουνιστικών και νεοφιλελεύθερων διαθέσεων μέρους των ανθρακωρύχων, προχώρησε σε στενή σχέση, το 1992, με την ηγεσία των αμερικανικών συνδικάτων AFL-CIO και άρχισε να προπαγανδίζει τις ιδέες της αποπολιτικοποίησης των εργατικών οργανώσεων και της υποστήριξης των αγοραίων πειραμάτων της κυβέρνησης. Αυτό εκφράστηκε στην ανοιχτή υποστήριξη από τον επικεφαλής της ΣΕΣΚ, Λεονίντ Σολόμιν, προς την ψήφιση από την κυβέρνηση της νέας νομοθεσίας για το συνταξιοδοτικό το 1996, που αντέγραφε το χιλιανό μοντέλο συνταξιοδοτικής εξασφάλισης και κατέστρεφε το σύστημα αλληλεγγύης στη χώρα. Η ανακολουθία και η απόρριψη δραστήριων επιθετικών δράσεων από την πλευρά της καθοδήγησης της ΣΕΣΚ οδήγησαν στο κλείσιμο πολλών περιφερειακών συνδικαλιστικών ενώσεων, ενώ οι καθοδηγητές του συνδικάτου των ανθρακωρύχων της πόλης Κεντάου υπέστησαν διώξεις, Αυτό οδήγησε στο ότι, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’90, στην πράξη όλες οι ενώσεις αυτού του συνδικάτου μετατράπηκαν σε ολιγομελείς ομάδες. Ενώ η ανάληψη της θέσης του προέδρου της ΟΣΔΚ το 1997 από τον Σιγιαζμπέκ Μουκασόφ, προσωπικό φίλο του Προέδρου, που είχε συμφέρον από τον έλεγχο πάνω στα συνδικάτα της χώρας και την αποτροπή εκδηλώσεων των εργαζόμενων, άλλαξε το συσχετισμό δυνάμεων και στις πρώην σοβιετικές ενώσεις της ΠΚΕΣ, όπου πήραν τελεσίδικα το πάνω χέρι τα πιο συντηρητικά στοιχεία, που είχαν συμφέρον από τη συνεργασία με τις Διεθνικές Επιχειρήσεις και τις Αρχές.

Όλα αυτά τα γεγονότα οδήγησαν σε διασπάσεις και διαγραφές των πιο δραστήριων και ριζοσπαστών ακτιβιστών των πρωτοβάθμιων επαγγελματικών ενώσεων. Έτσι, με πρωτοβουλία του Συνδικάτου Εργαζόμενων Μηχανοκατασκευών, που συμμετείχε στην ΟΣΔΚ, διαλύθηκε το πιο πρωτοπόρο συνδικάτο του μεγάλου αμυντικού εργοστασίου «Μεταλίστ» στην πόλη Ουράλσκ το 2002, που είχε εμπλακεί σε ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και την καταστροφή της επιχείρησης από την πλευρά της κυβέρνησης. Το 2001 εννιά κλαδικά συνδικάτα ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη σύνθεση της ΟΣΔΚ, καταγγέλλοντας την πλήρη αποσύνθεση της ηγεσίας της Ομοσπονδίας, την επιρρέπειά της μόνο προς χρηματοοικονομικές αγοραίες δραστηριότητες στη βάση της περιουσίας του συνδικάτου και του σφετερισμού της εξουσίας. Όμως, αυτά τα πρωτοπόρα κλαδικά σωματεία δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια εναλλακτική δομή. Ακόμα νωρίτερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, έγινε διάσπαση και στο Σωματείο των ανθρακωρύχων. Όταν το ανθρακοφόρο πεδίο της Καραγκαντά και το μεταλλουργικό σύμπλεγμα έπεσαν το 1996 –ως αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης– στα χέρια της διεθνικής επιχείρησης «Αρσελόρ Μιτάλ», οι σωματειακές επιτροπές 8 ορυχείων δημιούργησαν δικό τους επιχειρησιακό σωματείο του τμήματος άνθρακα «Κοργκάου» («Άμυνα»).

Το Σωματείο των Εργαζόμενων στις Μεταφορές και την Πολιτική Αεροπορία, με επικεφαλής τον Μουράτ Μασκένοφ, που αποχώρησε από την ΟΣΔΚ, από κοινού με το βουλευτή Σέρικ Αμπντραχμάνοφ και τον πρώην επικεφαλής της ΠΚΕΣ, Λεονίντ Σολόμιν, δημιούργησαν το 2003 τη Συνομοσπονδία Εργασίας του Καζακστάν (ΣΕΚ). Όμως αυτή η ένωση δεν επέδειξε κάποια ενεργητικότητα ή μαχητικότητα μέχρι σήμερα. Οι καθοδηγητές του πολιτικού κινήματος των εργατών από τη σύνθεση του ΕΚΚΑ βρεθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στις φυλακές, ενώ τα απλά μέλη υπέστησαν διώξεις και μαζικές απολύσεις. Σε διάφορους χρόνους διώξεις και συλλήψεις υπέστησαν οι Γιούρι Βινκόφ, Μάντελ Ισμαΐλοφ, Αϊνούρ Κουρμάνοφ, Σακέν Ζουνούσοφ, Ανατόλι Μεντβέντιεφ, Ντενίς Ντανιλέφσκι, Βλαντίμιρ Καρατσόφ, Γκενάντι Νικίτιν και πολλοί άλλοι.

Στην πράξη, μέχρι το 2007, αυτό το κίνημα έπαψε τη λειτουργία του, όπως και μια ολόκληρη σειρά ανεξάρτητων συνδικάτων και οργανώσεων. Στην ουσία, η αποβιομηχάνιση και ο χαρακτήρας της οικονομίας ως παραγωγού πρώτων υλών οδήγησαν στην καταστροφή του παλιού, θα λέγαμε, «σοβιετικού εργατικού κινήματος».

Η νέα άνοδος του εργατικού κινήματος το 2008-2011

Η πρώτη ένδειξη της αρχής μιας νέας ανόδου του εργατικού κινήματος στο Καζακστάν ήταν η μαζική απεργία των ανθρακωρύχων του τμήματος άνθρακα της «Αρσελόρ Μιτάλ Τεμιρτάου» το φθινόπωρο του 2006, που έδειξε ότι στην αρένα βγαίνει η νέα γενιά της εργατικής τάξης, όπως και στους εξορυκτικούς κλάδους της βιομηχανίας, που βρέθηκαν στα χέρια ξένων επιχειρήσεων μετά από τη διαδικασία της μαζικής ιδιωτικοποίησης. Στο τέλος του 2007 θα προκύψει μια ακόμη μεγάλη απεργία στο γίγαντα εξόρυξης και χύτευσης χαλκού, ψευδαργύρου, χρυσού, κασσίτερου και αργύρου, στην εταιρία «Καζαχμίς», όταν οι μεταλλωρύχοι σειράς ορυχείων αρνήθηκαν να βγουν στην επιφάνεια. Αυτό το μοντέλο καπιταλισμού –παραγωγής πρώτων υλών– θα καθορίσει το μελλοντικό χαρακτήρα του νέου εργατικού κινήματος.

Τότε ακριβώς αρχίζει να αποκτάει δημοτικότητα στο νεαρό εργατικό περιβάλλον η ιδέα της διαμόρφωσης ενός νέου ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κέντρου. Στην ουσία, αυτή η νέα γενιά εργατών από 20 μέχρι 30 χρόνων, που ήρθε στην παραγωγή μετά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού και θα γίνει η κινητήρια δύναμη των επόμενων μαζικών απεργιών, έχει συμφέρον από την εμφάνιση νέων οργανωτικών και πολιτικών μορφών του εργατικού κινήματος. Ιδιαίτερα αυτές οι ιδέες αναπτύχθηκαν ακριβώς με την αρχή της κρίσης του 2008, που από την πιστωτική σφαίρα μεταπήδησε στον πραγματικό τομέα της οικονομίας και έθιξε εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες διάφορων κλάδων, προκάλεσε ένα νέο κύμα απολύσεων, μείωσης των μισθών ή απληρωσιάς και ακόμα μια νέα διαδικασία αποβιομηχάνισης, δηλαδή περιορισμού της παραγωγής και κλεισίματος επιχειρήσεων. Εκτός από αυτό, ενισχύθηκε η εκμετάλλευση των εργατών στις εξορυκτικές επιχειρήσεις. Αυτό οδήγησε στην εμφάνιση από τα κάτω νέων άτυπων ομάδων πρωτοβουλίας, απεργιακών επιτροπών και ανεξάρτητων συνδικάτων, που άρχισαν να εργάζονται για τη συσπείρωσή τους.

Οι μαζικές απεργίες και εκδηλώσεις των εργατών πετρελαίου της περιοχής Μανγκιστάου του Δυτικού Καζακστάν το φθινόπωρο του 2008, που για πολλά χρόνια έγιναν η πρωτοπορία όλου του εργατικού κινήματος, αποτέλεσαν μια πραγματική έκρηξη του νέου εργατικού κινήματος. Περισσότερο ενδεικτική και γλαφυρή ήταν η απεργία με κατάληψη δυο βδομάδων από δυο χιλιάδες χειριστές τρυπανιών της εταιρίας «Μπουργκιλάου», που διεκδίκησαν την εθνικοποίηση της επιχείρησής τους και την επιστροφή της πίσω στη σύνθεση της κρατικής εταιρίας. Τότε, ενάντια στους καθοδηγητές και τους ακτιβιστές του ανεξάρτητου συνδικάτου χρησιμοποιήθηκαν ειδικά τμήματα της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας, όμως λόγω της δραστήριας αντίστασης και της υποστήριξης άλλων κολεκτίβων του κλάδου, πολλές οικονομικές διεκδικήσεις των απεργών ικανοποιήθηκαν.

Ωστόσο, εξαιτίας πολλών δημοσιευμάτων στα ΜΜΕ, το ίδιο το σύνθημα της εθνικοποίησης και του εργατικού ελέγχου γίνεται το πιο δημοφιλές και πολύ μεταδοτικό στο περιβάλλον των εργατών. Ξεκινούν να το προβάλλουν οι εργάτες των επιχειρήσεων που απεργούν σε εντελώς διαφορετικούς κλάδους και πρώτοι οι εργάτες της κολεκτίβας του εργοστασίου επισκευής βαγονιών της Άλμα Άτα κατά την απεργία με κατάληψη τον Ιούλη του 2009. Ακριβώς από εκείνον το χρόνο μπορούμε να σημειώσουμε ένα σημαντικό αριθμό εργασιακών συγκρούσεων, απεργίες με κατάληψη, κλείσιμο δρόμων, δημιουργία ομάδων πρωτοβουλίας και απεργιακών επιτροπών, έξοδο από τη σύνθεση της Ομοσπονδίας Συνδικάτων και από τις «κίτρινες» ενώσεις εκατοντάδων εργατών, κάτι που έγινε ορόσημο. Στην πράξη, το 2009 έγινε ο χρόνος αναγέννησης των οργανωτικών μορφών του εργατικού κινήματος, όταν διάφορες σκόρπιες ομάδες εργατών ακτιβιστών από διάφορες περιοχές άρχισαν να παρουσιάζουν την τάση για ένωση, και στην Άλμα Άτα δημιουργήθηκε το συντονιστικό και πληροφοριακό κέντρο συνδρομής σε αυτήν τη διαδικασία.

Η πρώτη συμφωνία για δουλειά σε αυτήν την κατεύθυνση επιτεύχθηκε στη σύσκεψη συνδικαλιστών ακτιβιστών το Μάη του 2009 στην Άλμα Άτα. Τότε επιτεύχθηκε συμφωνία για τη δημιουργία ενός μόνιμου πληροφοριακού κέντρου για τη βοήθεια στο εργατικό κίνημα και την ύπαρξη ίδιων πληροφοριακών πηγών. Κατά το 2009, από το ιδρυμένο κέντρο, που οργάνωσαν σοσιαλιστές και αριστεροί, οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν καμπάνιες αλληλεγγύης με απεργίες κι εκδηλώσεις στο εργοστάσιο επισκευής βαγονιών της Άλμα Άτα, το ΑΖΤΜ (εργοστάσιο βαριάς μηχανουργίας της Άλμα Άτα), την ΕΠΕ «Μπουργκιλάου», την απεργία πείνας του Νοέμβρη των εργατών πετρελαίου του «Οζενμουνγκάζ», δόθηκε στήριξη στην πάλη των επιστημόνων ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των Ερευνητικών Επιστημονικών Ινστιτούτων και στους εργάτες του εργοστασίου ζάχαρης του Καραμπουλάκσκ και επίσης στους εργάτες του μηχανουργικού εργοστασίου «Περβομάισκ», που ήρθαν σε αντιπαράθεση με την τράπεζα ΑΤΦ.

Στο τέλος του Φλεβάρη του 2010 στην Άλμα Άτα εκπρόσωποι ξεχωριστών ανεξάρτητων σωματείων της ΣΕΣΚ, εκπρόσωποι πυρήνων βάσης της ΟΣΔΚ, παράγοντες νέων συνδικαλιστικών ομάδων και οργανώσεων και επίσης κινήματα στήριξης των εργατών στην πάλη για τα δικαιώματά τους από Άλμα Άτα, Τάλντι- Κοργκάν, Ουστ Καμενογκόρσκ, Σεμιπαλατίνσκ, Παβλοντάρ, Κοστανάι, Κοκσετάου, Σιμκέντ, Ταράζ, Καραγκαντά, Ντζεζκαζγκάν, Ακτάου και Ακτιουμπίνσκ πραγματοποίησαν τη δεύτερη σύσκεψή τους, όπου υπερψηφίστηκε απόφαση για τη δημιουργία ενός νέου διακλαδικού συνδικάτου σε επίπεδο Δημοκρατίας. Στη σύνθεση της οργανωτικής επιτροπής μπήκαν 47 άτομα, ανάμεσα στους οποίους γνωστοί παράγοντες του εργατικού κινήματος.

Τέλος, στις 27 Νοέμβρη 2010, στην Άλμα Άτα, στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Εβράζια», έγινε η ιδρυτική συνδιάσκεψη για τη δημιουργία της νέας εργατικής ένωσης της Δημοκρατίας «Συνδικάτο εργαζόμενων των βιομηχανικών, των δημόσιων κλάδων και της σφαίρας υπηρεσιών “Ζανάρτου”», στην οποία πήραν μέρος εκατοντάδες αντιπρόσωποι από 13 περιοχές. Συγκεκριμένα, προσήλθαν καθοδηγητές και ακτιβιστές από τις περιοχές Ακτάου, Ταράζ, Σιμκέντ, Παβλοντάρ, Πετροπάβλοφσκ, Κοστανάι, Κοκσετάου, Καραγκαντά, Ντζεζκαζγκάν, Ουστ Καμενογκόρσκ, Σεμιπαλατίνσκ, Άλμα Άτα και από την ίδια τη Νότια πρωτεύουσα. Ήρθαν να στηρίξουν την εκδήλωση και εκπρόσωποι των ανεξάρτητων συνδικάτων της χώρας, όπως η Συνομοσπονδία Εργασίας του Καζακστάν (ΟΕΚ), η ένωση ανεξάρτητων συνδικάτων «ΟΝΤΑΚ» και ακόμα εκπρόσωποι συνδικαλιστικών επιτροπών μεγάλων εργοστασίων της Άλμα Άτα.

Στην ανακοίνωσή τους οι μετέχοντες στη συνδιάσκεψη δήλωσαν τα εξής: «Ο ιδεολογικός άξονας και η νέα στρατηγική των συνδικάτων πρέπει να μη βασίζονται μόνο γύρω από ζητήματα αύξησης του μισθού και των συνθηκών εργασίας, αλλά και στην υπόθεση της πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων στην κοινωνία, υπέρ της αλλαγής της κοινωνικοοικονομικής πορείας της χώρας, υπέρ της επιστροφής στα χέρια του κράτους των επιχειρήσεων και των ορυχείων της εξορυκτικής βιομηχανίας, που βρίσκονται στα χέρια της “Αρσελός Μιτάλ Τεμιρτάου” (ΑΜΤ), της επιχείρησης “Καζαχμίς”, “Καζτσίνκ”, “Ευρασιατική Ομάδα”, ως του μοναδικού τρόπου διατήρησης της παραγωγής, τεχνικού εκσυγχρονισμού και περαιτέρω υπεράσπισης της εργασίας. Η επανεξέταση και κατάργηση των συμβολαίων, λόγω μη χρηστής διαχείρισης με τις ξένες πετρελαϊκές εταιρίες, είναι απαίτηση των εργαζομενων των εξορυκτικών κλάδων, και το σύνθημα της εθνικοποίησης και του εργατικού ελέγχου έγινε δημοφιλές σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού. Και στην κορυφή βρίσκεται η αναγκαιότητα επιστροφής όλων των κοινωνικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων που καταργήθηκαν από την κυβέρνηση τη δεκαετία του ’90.» [3]

Αυτό το γεγονός είχε μεγάλη σημασία στην υπόθεση της αναγέννησης του εργατικού κινήματος, επειδή το νέο διακλαδικό συνδικάτο έθεσε στους εργαζόμενους επιθετικά καθήκοντα. Κύριοι στόχοι του νέου συνδικαλιστικού κέντρου έγιναν η δημιουργία πραγματικών εργατικών οργανώσεων, που διαμορφώνονται από τα κάτω, η βοήθεια στην αυτοοργάνωση των εργαζόμενων που μπήκαν στο δρόμο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους και η προπαγάνδιση της αναγκαιότητας ένωσης των εργαζόμενων. Άλλο στοιχείο της συσπείρωσης των διάφορων οργανώσεων είναι το καθήκον συντονισμού των προσπαθειών και η ανάδειξη ενιαίων αιτημάτων προς την κυβέρνηση και τους εργοδότες (πρόγραμμα πάλης), η οργάνωση πανεθνικών εκστρατειών διαμαρτυρίας (περιφερειακών απεργιών, διαδηλώσεων, πικετοφοριών, συγκεντρώσεων και συνελεύσεων και ως ανώτερη μορφή –γενικής απεργίας).

Αυτό σήμαινε τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής και τακτικής του εργατικού κινήματος, που θα βασίζεται σε ριζοσπαστικές επιθετικές μορφές δράσης. Και εκτός από την επίτευξη συμφωνίας στη μορφή των συλλογικών και κλαδικών συμβάσεων, έγινε λόγος για απεργίες τέτοιου είδους, που θα ξεσηκώνουν τους εργάτες στην πάλη για την επανεξέταση των αποτελεσμάτων της ιδιωτικοποίησης και την εισβολή στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μεγάλων εταιριών.

Στα υλικά των οργανωτών του νέου συνδικαλιστικού κινήματος γράφεται: «Η διαμόρφωση νέων συνδικάτων προκύπτει πλέον σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα: Αρχικά πραγματοποιείται μια μισοπαράνομη διαδικασία αυτοοργάνωσης και στο δεύτερο στάδιο γίνεται ανοιχτή παρέμβαση στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, συγκεκριμένα η ανάδειξη του συνθήματος επανεξέτασης των αποτελεσμάτων της ιδιωτικοποίησης, της εθνικοποίησης και του εργατικού ελέγχου. Αλλά όχι σε σχηματική τυπική πρόβλεψη, αλλά εντάσσεται σε αυτό η έννοια του ελέγχου των εκπροσώπων των κολεκτίβων πάνω στη δραστηριότητα της διεύθυνσης της επιχείρησης, στην κατανομή του παραγόμενου κέρδους, το κλείσιμο συμβολαίων, τον ορισμό πόρων για την ανανέωση του εξοπλισμού και την ανάπτυξη της παραγωγής.» [4]

Το επόμενο βήμα μετά από τη δημιουργία του νέου διακλαδικού συνδικάτου ήταν η δημιουργία μιας πολιτικής πλέον ένωσης, του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν, στις 7 Μάη 2011, που ιδρύθηκε με τη δραστήρια συμμετοχή κομμουνιστών, ηγετών και ακτιβιστών των συνδικάτων και παραγόντων των κοινωνικών κινημάτων. Στην ιδρυτική συνδιάσκεψη στην Άλμα Άτα οι οργανωτές της διακήρυξαν ανοιχτά την ίδρυση μαζικού εργατικού κόμματος σε σοσιαλιστική πλατφόρμα, με στόχο όχι μόνο την αντίδραση στην αντεπανάσταση και τις δυνάμεις της Αντίδρασης, αλλά και για την κατάκτηση της εξουσίας, για την αλλαγή όλης της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής πορείας της χώρας.

Εν πολλοίς, αυτά τα γεγονότα με τη μορφή της ίδρυσης του νέου συνδικαλιστικού κέντρου και του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν προκαθόρισαν το πρόγραμμα και τους στόχους της μαζικής απεργίας των εργατών της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην περιοχή Μανγκιστάου και στο Ζαναοζέν το 2011, που αποτέλεσαν ζωντανή δοκιμή των ταξικών δυνάμεων κι έγιναν ο ανώτερος κρίκος της εξέλιξης της πολιτικής συνείδησης των εργαζόμενων.

Ζαναοζέν

Πραγματικά, κοιτώντας προς τα πίσω, μπορούμε να δώσουμε σε αυτήν την απεργία τέτοιους χαρακτηρισμούς όπως ηρωική ή μεγάλη, επειδή για πρώτη φορά πραγματικά τάραξε τα θεμέλια του σημερινού συστήματος στο Καζακστάν, που εγκαθιδρύθηκε μετά από την καταστροφή της ΕΣΣΔ, κι έθιξε τα ζητήματα της ιδιοκτησίας και της εξουσίας. Ξεκινώντας από το 2009, οι εργάτες στις διάφορες περιοχές αναδείκνυαν τη διεκδίκηση της εθνικοποίησης της παραγωγής στις απεργίες τους, όμως ειδικά στην περιφέρεια Μανγκιστάου αυτό το αίτημα διαπέρασε όλη την απεργία από την αρχή μέχρι το τέλος.

Οι κολεκτίβες μαράζωναν και συνεχίζουν να μαραζώνουν κάτω από την καταπίεση του ξένου κεφαλαίου, που βάρβαρα και ληστρικά αποσπάει από τα έγκατα της Γης εκατομμύρια τόνους πετρελαίου, αερίου και ορυκτών, που δεν καταμετρά κανείς. Επιπλέον, μετά από πολλές βελτιστοποιήσεις, οι νόρμες παραγωγής αυξήθηκαν πολλές φορές, ενώ ο μισθός έπεφτε, λόγω των προστίμων και της μη εκπλήρωσης των πλάνων, και οι ίδιοι οι εργάτες ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται σε πεπαλαιωμένο και φθαρμένο σοβιετικό ή κινεζικό εξοπλισμό. Οι επαγγελματικές ασθένειες και ο θάνατος των εργατών στην παραγωγή έγιναν συνήθης κανόνας.

Αυτό αφορά ιδιαίτερα τις κινεζικές εταιρίες και τους διευθυντές που διεύθυναν τα παραρτήματα της, δήθεν, εθνικής εταιρίας «Καζ Μουναϊ Γκάζ», ειδικότερα στις μετοχικές εταιρίες «Μανγκισταου Μουναϊ Γκάζ», «“Καραζανμπας Μουνακάζ», το παραγωγικό παράρτημα του «Οζεν Μουναϊ Γκάζ» και σε άλλες. Από τις βελτιστοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις υπέφεραν και τώρα υποφέρουν ιδιαίτερα πολύ οι εργάτες των βοηθητικών επιχειρήσεων. Τους έβγαλαν από τη βασική παραγωγή και τους μετέτρεψαν σε δήθεν αυτοτελείς ΕΠΕ παροχής υπηρεσιών. Όπως και το 2011, αυτοί ακριβώς οι εργάτες των επισκευαστικών και διατρητικών εταιριών βρίσκονται σήμερα στην πρωτοπορία της πάλης των εργατών της βιομηχανίας πετρελαίου, παλεύοντας για την εθνικοποίηση των επιχειρήσεών τους κάτω από τον έλεγχο των εργασιακών κολεκτίβων.

Μια άλλη σημαντική πλευρά ήταν και παραμένει η πάλη για τα σωματεία. Γι’ αυτό, το αίτημα για την ελευθερία της συνδικαλιστικής δραστηριότητας έγινε ένα από τα κυριότερα και, ουσιαστικά, από αυτό ξεκίνησε αυτή η απεργία στα τμήματα και τα εργοστάσια της ΜΕ «Καραζανμπας Μουναϊ Γκάζ». Η αντιπαράθεση άρχισε όταν οι Κινέζοι μάνατζερ, με επικεφαλής τον Γιουάν Μου, δεν αναγνώρισαν τα αποτελέσματα της έκτακτης εκλογοαπολογιστικής συνδιάσκεψης του Μάρτη του 2011, στην οποία οι εργάτες απομάκρυναν από τη θέση του προέδρου τον εγκάθετο της εργοδοσίας.

Η ασφάλεια της εταιρίας κατάσχεσε τότε το γραφείο, το ταμείο και τα έγγραφα του σωματείου της ΜΕ «Καραζανμπας Μουναϊ Γκάζ» και ξεκίνησαν ένοπλες επιθέσεις συμμοριών μισθοφόρων ενάντια στα μέλη του ΔΣ του σωματείου. Όπως ξεκαθαρίστηκε, οι συμμορίτες σχετίζονταν με στελέχη της τοπικής περιφερειακής διοίκησης, και με τους ξυλοδαρμούς και την απειλή χρήσης πυροβόλων όπλων μέσα στο χώρο των φυλασσόμενων τμημάτων και εργαστηρίων (!) απαιτούσαν από τα μέλη του ΔΣ να αποκηρύξουν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης.

Ως απάντηση, οι βάρδιες από τον Απρίλη άρχισαν να ανακοινώνουν μαζικές απεργίες πείνας στα τμήματα, με το αίτημα να σταματήσει αμέσως η τρομοκρατία ενάντια στους συντρόφους τους, ενός από τους οποίους του έκαψαν το σπίτι. Από τις 9 Μάη σε όλες τις επιχειρήσεις της ΜΕ «Καραζανμπας Μουναϊ Γκάζ» άρχισε απεργία διαρκείας, που μετά από δύο βδομάδες πέρασε στις επιχειρήσεις του παραγωγικού παραρτήματος της «Οζεν Μουναϊ Γκάζ», όπου τέθηκε αμέσως το αίτημα της εθνικοποίησης όχι μόνο των εταιριών παροχής υπηρεσιών, αλλά και όλης της εξορυκτικής βιομηχανίας της χώρας.

Φυσικά, αρχικά η μάχη ξεκίνησε λόγω της μη πληρωμής επιδομάτων βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και γύρω από τα αίτημα της αλλαγής του συστήματος αμοιβής της εργασίας, όμως στο βαθμό της ενίσχυσης των διώξεων και των προσπαθειών να στραφούν ενάντια στους απεργούς οι δημόσιοι υπάλληλοι, το περιεχόμενο της απεργίας πολιτικοποιήθηκε απότομα. Καταλύτης αυτού υπήρξε η σύλληψη στο τέλος του Μάη της δικηγόρου του σωματείου της ΜΕ «Καραζαν- μπασΜουναϊΓκάζ», Νατάλιας Σοκολόβα, μετά από μήνυση του Κινέζου μάνατζερ Γιουάν Μου, όταν την κατηγόρησαν για την οργάνωση «παράνομων συνδικαλιστικών συνελεύσεων» και για «υποδαύλιση κοινωνικής έχθρας», ενώ μετά από μια βδομάδα συνελήφθη ο ηγέτης των εργατών του παραγωγικού παραρτήματος της «Οζεν Μουναϊ Γκάζ» Ακζανάτ Αμίνοφ με τις ίδιες κατηγορίες.

Μετά από μια σειρά απολύσεων ακτιβιστών, οι απεργοί προκάλεσαν μια μαζική έξοδο από το κυβερνητικό κόμμα «Νουρ Οτάν», όπου τους είχε εγγράψει συλλήβδην η διεύθυνση των επιχειρήσεων και, επίσης, έθεσαν το αίτημα της αύξησης των μισθών των δασκάλων και των γιατρών του Ζαναοζέν κατά 60% και της άμεσης απελευθέρωσης των φυλακισμένων ηγετών τους. Τότε δημιουργήθηκαν μερικά μόνιμα σημεία συνέλευσης των εργατών –ο σταθμός λεωφορείων στο Ακτάου (περιφερειακό κέντρο), έπειτα η πλατεία δίπλα στα γραφεία της ΜΕ «Καραζανμπας Μουναϊ Γκάζ» στο Ακτάου και επίσης ο χώρος της επιχείρησης στα εργαστήρια του παραγωγικού παραρτήματος της «Οζεν Μουναϊ Γκάζ», όπου συνεχιζόταν η απεργία πείνας διαρκείας. Στη συνέχεια, από τον Ιούλη οι βασικές μαζικές καθημερινές συγκεντρώσεις πραγματοποιούνταν πλέον στην κεντρική πλατεία της πόλης Ζαναοζέν, που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα από το κέντρο της Περιφέρειας.

Συνολικά αυτή η απεργία διήρκεσε σχεδόν οχτώ μήνες και μπόρεσε να κρατήσει τόσο πολύ μόνο επειδή είχε την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού, των εργατών των γειτονικών εργατικών κολεκτίβων, που συνεχώς συγκέντρωναν πόρους για το ταμείο των απεργών. Παρά το γεγονός ότι σε σχέση με τους ηγέτες των εργατών εξαπολύθηκε τρομοκρατία, που προκάλεσε το καλοκαίρι του 2011 δυο θανάτους –ενώ πολλοί ξυλοκοπήθηκαν και τραυματίστηκαν, κάηκαν σπίτια μερικών μελών του ΔΣ του σωματείου του παραγωγικού παραρτήματος της «Οζεν Μουναϊ Γκάζ», καταστράφηκε από τμήματα της αστυνομίας η κατασκήνωση των απεργών πείνας στο χώρο αυτής της επιχείρησης– η απεργία όχι μόνο δε σταματούσε, αλλά έπαιρνε νέα ώθηση.

Σε αυτήν την κατάσταση ήταν προφανές ότι σε διεθνές επίπεδο, και στην ΚΑΚ, υποστήριζαν τους απεργούς αποκλειστικά τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα και οργανώσεις, και προκαλούσε έκπληξη να παρακολουθεί κανείς την απόλυτη σιωπή των διεθνών συνδικαλιστικών κέντρων, ακόμα και των επικεφαλής της Συνομοσπονδίας Εργασίας της Ρωσίας, σε σχέση με αυτήν τη μαζική απεργία στο Δυτικό Καζακστάν. Δεν αποκλείεται να έπαιξε σε αυτό το ρόλο του το λόμπι των πετρελαϊκών εταιριών, όταν στο εσωτερικό των συνδικαλιστών ηγετών της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (ITUC) προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τους απεργούς εργάτες σαν «εξτρεμιστές» και «μαοϊκούς».

Το γεγονός ότι οι εργάτες μπόρεσαν να συνεχίσουν τον αγώνα σε συνθήκες σύλληψης των καθοδηγητών, ότι ανέδειξαν από το χώρο τους ένα δεύτερο κύμα ηγετών δείχνει, αντίθετα, τη σοβαρή ταξική βάση όλου του κινήματος. Οι εργαζόμενοι και οι ντόπιοι κάτοικοι απέτρεπαν τις προσπάθειες των Αρχών να διαιρέσουν τους ανθρώπους με εθνικό κριτήριο και με την αρχή της εντοπιότητας, επειδή οι εργοδότες κατηγορούσαν για την υποκίνηση των απεργιών τους εκπατρισμένους, τους μετοίκους από γειτονικές Δημοκρατίες.

Η τελική μεταστροφή στις διαθέσεις των απεργών πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη-Νοέμβρη, στο περιβάλλον των οποίων επικράτησαν οι οπαδοί της αυτοοργάνωσης και της αυτοτελούς συμμετοχής στον πολιτικό αγώνα, που στήριξαν το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΚΚ και του συνδικάτου «Ζανάρτου». Το Νοέμβρη, στη Ζαναοζέν, στη συνέλευση των απεργών και εκπροσώπων όλων των γειτονικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων της περιοχής, δημιουργήθηκε νέα ενιαία εργατική επιτροπή, που ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική πολιτική. Επιτόπου στη συνέλευση υπερψηφίστηκε κάλεσμα προς τους εργάτες των άλλων εξορυκτικών κλάδων και περιοχών να στηρίξουν την απεργία τους, προβλήθηκε η ιδέα δημιουργίας μιας νέας ενιαίας ομοσπονδίας ανεξάρτητων από τους εργοδότες και τις Αρχές ταξικών συνδικάτων, της δημιουργίας δικού τους πολιτικού κόμματος, εκφράστηκε η δυσπιστία προς όλα τα τότε υπάρχοντα πολιτικά κόμματα και κηρύχτηκε μποϊκοτάζ στις κοινοβουλευτικές εκλογές που έπρεπε να γίνουν στις 15 Γενάρη 2012.

Έγινε προσπάθεια ανάδειξης ανεξάρτητων υποψηφίων για τις εκλογές στα τοπικά μασλιχάτ από τους απεργούς εργάτες των πετρελαϊκών εταιριών, στους οποίους απλώς απαγόρεψαν να πάρουν μέρος στην προεκλογική εκστρατεία. Τυπώθηκαν προκηρύξεις διάφορων ειδών, διακινήθηκαν πολλά δελτία των σοσιαλιστών και άλλα έντυπα. Αποκαταστάθηκε η κοινή δράση όλων των ορυχείων και επιχειρήσεων της περιοχής. Δημιουργήθηκε νέα υπηρεσία Τύπου.

Μετά από τη δημιουργία της επιτροπής, ένα μήνα πριν τους πυροβολισμούς, έγινε μια διευρυμένη συνδιάσκεψη μέσω skype εκπροσώπων της εργατικής επιτροπής με τη συμμετοχή παραγόντων αριστερών και συνδικαλιστικών ομάδων από άλλες περιοχές της χώρας, όπου συζητήθηκε το ζήτημα πραγματοποίησης διαδήλωσης στις 16 Δεκέμβρη με αιτήματα προς την κυβέρνηση και κάλεσμα για διεύρυνση της απεργίας. Το σχέδιο ψηφίσματος που δουλεύτηκε στη συνέχεια περιλάμβανε κάλεσμα για γενική πολιτική απεργία με το αίτημα της παραίτησης του Προέδρου και της κυβέρνησης.

Την ίδια μέρα είχαν προγραμματιστεί πικετοφορίες και δράσεις αλληλεγγύης σε διάφορες χώρες του κόσμου και, επίσης, εκπρόσωποι της εργατικής επιτροπής επισκέφτηκαν τις γειτονικές περιοχές. Το μοναδικό που πολλοί δεν μπόρεσαν να φανταστούν ήταν ότι οι Αρχές ήταν έτοιμες να προχωρήσουν σε χρήση πυρών ενάντια στους άοπλους εργάτες πετρελαίου, στους απλούς κατοίκους της πόλης και τους νέους ανθρώπους που ήρθαν να στηρίξουν τους απεργούς. Αν και τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 2011 οι δυνάμεις του υπουργείου Εσωτερικών και του υπουργείου Άμυνας της Δημοκρατίας του Καζακστάν είχαν κάνει «αντιτρομοκρατικά γυμνάσια» στην περιοχή, που ήταν προετοιμασία για μαζική βία. Τελικά, στις 16-17 Δεκέμβρη, η απεργία των εργατών πετρελαίου και το μαζικό κίνημα υποστήριξής της στον τοπικό πληθυσμό πνίγηκε στο αίμα με την ανοιχτή χρήση πυρός ενάντια στους διαδηλωτές, τις μαζικές συλλήψεις ακτιβιστών, τη χρήση δυνάμεων ειδικών αποστολών της αστυνομίας και της Ταξιαρχίας Πεζοναυτών του υπουργείου Άμυνας, που ήταν πλήρως εξοπλισμένη με αμερικανικά όπλα και εκπαιδευμένη από συμβούλους από το Πεντάγωνο. Αυτή ήταν μια εκδήλωση ανοιχτής τρομοκρατίας από την πλευρά της αστικής δικτατορίας.

Παρά το χτύπημα, η αναφερόμενη γενική απεργία αγκάλιασε όλη την Περιφέρεια και κράτησε 5 μέρες. Οι σιδηροδρομικοί του σταθμού «Σέτπε», τη νύχτα προς τη 17η Δεκέμβρη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη χρήση πυρός, διέκοψαν την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα να δεχτούν οι ίδιοι τα πυρά των ΜΑΤ. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ήταν ο θάνατος ενός πυροσβέστη που πέρασε με την πλευρά των διαδηλωτών. Λίγοι το έγραψαν, αλλά την επόμενη μέρα, μετά από τους πυροβολισμούς της 17ης Δεκέμβρη, στο Αλάν (πλατεία) στη Ζαναοζέν βγήκαν 5 χιλιάδες άνθρωποι που δε φοβήθηκαν τους καινούργιους πυροβολισμούς και τις συλλήψεις.

Οι εργάτες πετρελαίου του Ζαναοζέν, με τη δική τους μορφή αυτοοργάνωσης στην Εργατική Επιτροπή, την πειθαρχία, το επεξεργασμένο πρόγραμμα διεκδικήσεων και δράσεων, το κάλεσμα για γενική πολιτική απεργία, έδειξαν το παράδειγμα και το δρόμο πάνω στον οποίο πρέπει να κινηθούν όλοι οι εργάτες του Καζακστάν. Αυτό είναι το κεφάλαιο και η ταξική πείρα που αποκτήθηκαν από το εργατικό κίνημα της χώρας και που πρέπει να αξιοποιηθούν και να μεταφερθούν στη ζωή, όταν ωριμάσει ξανά η κοινωνική και πολιτική κρίση.

Η επαναστατική σημασία των εργατικών εκδηλώσεων στην περιοχή Μανγκιστάου είναι δύσκολο να υπερτιμηθεί, έγινε υπόδειγμα και παράδειγμα και για πρώτη φορά διαμόρφωσε τα πολιτικά καθήκοντα όλου του εργατικού κινήματος του Καζακστάν. Το Ζαναοζέν έγινε το πρόπλασμα της μελλοντικής καζάχικης επανάστασης. Η απεργία έδωσε επίσης μια πρωτοφανή ώθηση στις εργατικές εκδηλώσεις, ακόμα και μετά από το χτύπημα, πράγμα που αποτέλεσε μία ακόμη απόδειξη της μεταστροφής της συνείδησης των εργατών. Έτσι, το Μάη του 2012, το ίδιο δραματικά έδρασαν με απεργιακές καταλήψεις οι ανθρακωρύχοι της εταιρίας «Καζαχμίς», που απαιτούσαν αύξηση του μισθού κατά 100%!

Η ηχώ των διώξεων και της αντίδρασης

Σύμφωνα με τα στοιχεία ανεξάρτητων συνδικάτων, ακτιβιστών εργατών και ντόπιων κατοίκων, ως αποτέλεσμα των πυροβολισμών της 16ης-17ης Δεκέμβρη 2011 πέθαναν πάνω από 70 εργάτες και πάνω από 500 τραυματίστηκαν, ενώ, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, πέθαναν μόνο 15. Ωστόσο, στη συνέχεια οι εργάτες ακτιβιστές και οι ντόπιοι κάτοικοι βρήκαν ανώνυμους τάφους σε εγκαταλελειμμένα νεκροταφεία και ορισμένοι στρατιωτικοί της Ταξιαρχίας Πεζοναυτών αποκάλυψαν μετά από μερικά χρόνια στους δημοσιογράφους του περιοδικού Αντάμ το γεγονός της ταφής σορών στην Κασπία Θάλασσα.

Το ίδιο το Ζαναοζέν για λίγους μήνες έγινε κατεχόμενη πόλη όπου επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος, όπου χιλιάδες άνθρωποι συνελήφθησαν και τοποθετήθηκαν σε «σημεία διαλογής», δηλαδή σε γκαράζ, παραγωγικές εγκαταστάσεις, υπόγεια διοικητικών κτηρίων, επειδή τα κρατητήρια και οι φυλακές ήταν υπερπλήρεις. Όλοι τους πέρασαν ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια. Τους ανθρώπους τους έπιαναν και, όταν πήγαιναν στο νοσοκομείο με ελαφρά τραύματα από πυροβόλα, τους σήκωναν από το κρεβάτι του νοσοκομείου. Η κλίμακα της τρομοκρατίας και της ληστείας του ντόπιου πληθυσμού και των εργατών από πλευράς των πολυάριθμων διμοιριών των ΜΑΤ από διαφορετικές περιοχές, των τμημάτων των εσωτερικών στρατευμάτων και ακόμα της Ταξιαρχίας Πεζοναυτών του υπουργείου Άμυνας της Δημοκρατίας ξεπερνούν τη φαντασία.

Στη διάρκεια δυο βδομάδων πιάστηκαν και πέρασαν βασανιστήρια όλοι οι βασικοί καθοδηγητές και δραστήριοι μετέχοντες της απεργίας. Τελικά, ενώπιον του δικαστηρίου τον Απρίλη του 2012 οδηγήθηκαν 37 ηγέτες των εργατών και ακτιβιστές από το Ζαναοζέν και τη Σέτπε, μεταξύ των οποίων υπήρχαν γνωστοί αλύγιστοι παράγοντες όπως ο Μακσάτ Ντοσμαγκαμπέτοφ και η Ρόζα Τουλιετάεβα, και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αποκαλύφθηκαν πολυάριθμα περιστατικά φυσικής βίας των ανακριτών εναντίον των συλληφθέντων με σκοπό την απόσπαση των απαραίτητων στοιχείων. Γι’ αυτό μίλησαν ανοιχτά όλοι σχεδόν οι κατηγορούμενοι, όμως πρώτος το αποκάλυψε ο νεαρός εργάτης Αλεξάντρ Μποζένκο, ο οποίος δολοφονήθηκε μερικούς μήνες μετά από αγνώστους.

Ως αποτέλεσμα της διεθνούς καμπάνιας αλληλεγγύης, στην οποία πήραν δραστήρια μέρος ένας τεράστιος αριθμός κομμάτων και συνδικάτων, συμπεριλαμβανομένων της ΠΣΟ και του ΠΑΜΕ, καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές 13 από τους 37 ακτιβιστές εργάτες. Στο ίδιο το Ζαναοζέν στη διάρκεια της δίκης έγιναν δύο πολιτικές απεργίες, με το αίτημα της απελευθέρωσης όλων των κρατούμενων. Όμως, παρά μια ορισμένη ελάφρυνση, οι πολιτικές διώξεις στη χώρα εκτραχύνθηκαν, με αποτέλεσμα να κλείσουν όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα για μερικά χρόνια και με δικαστική απόφαση διαλύθηκε και το παλιότερο Κομμουνιστικό Κόμμα Καζακστάν, ενώ έκλεισαν όλες οι ανεξάρτητες εκδόσεις και αποκλείστηκαν εκατοντάδες σελίδες του διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένων των δικών μας. Πολλοί ακτιβιστές του ΣΚΚ και του «Ζαναρτού» υπέστησαν καταδίωξη, απολύσεις και διώξεις, οι επικεφαλής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Καζακστάν υπό την απειλή της σύλληψης. Ο συμπρόεδρος του ΣΚΚ και παράγοντας του «Ζανάρτου», ανθρακωρύχος Ταχίρ Μουχαμεντζιάνοφ, βρέθηκε νεκρός τον Ιούνη του 2012 στο διαμέρισμά του στο Σαχτίνσκ πριν την προγραμματισμένη απεργία των ανθρακωρύχων. Πολλές οργανώσεις και ενώσεις, που είχαν σχέση με εμάς, έκλεισαν κι αυτές με δικαστική απόφαση. Τη στιγμή της έκρηξης των διώξεων και της πτώσης του εργατικού κινήματος βρέθηκαν στο περιβάλλον των συνδικάτων και των πολιτικών οργανώσεων και προδότες, που πέρασαν στην υπηρεσία του καθεστώτος.

Εκτός από τις διώξεις, ο Πρόεδρος και οι εκπρόσωποι των εξορυκτικών εταιριών έθεσαν το ζήτημα της φυσικής πλήρους εξάλειψης των συνδικάτων από τη χώρα. Μόνο μετά από το Ζαναοζέν έγινε σαφές για τις Αρχές ότι τα περιφερειακά συμβούλια των συνδικάτων κατά τόπους και η ηγεσία της Ομοσπονδίας Συνδικάτων της Δημοκρατίας του Καζακστάν (ΟΣΔΚ) δεν είναι ικανή να ελέγξει την κατάσταση στις εργατικές κολεκτίβες και πόσο μάλλον να επηρεάσει την πορεία των απεργιών.

Οι πρωτοβάθμιες δομές βάσης αυτών των συνδικάτων λόγω των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας άρχισαν βαθμιαία να καταλαμβάνονται από απλούς ακτιβιστές εργάτες. Αυτή η τάση μάλιστα συνεχίστηκε και μετά από την επίθεση στο Ζαναοζέν και κατά το 2012 και το 2013 παντού αυξανόταν ο ρόλος των ομάδων πρωτοβουλίας και νέων παράνομων συνδικάτων, που πολιτικοποιούνταν στο βαθμό της αντιπαράθεσης με τους εργοδότες, οι οποίοι κάλεσαν τις δυνάμεις καταστολής για την κατάπνιξη των εκδηλώσεων.

Γι’ αυτό, η κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση το 2014 νέου νόμου, «Για τα συνδικάτα», που καταπατά πολλές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες, που έχει υπογράψει η κυβέρνηση του Καζακστάν, και που συμπληρώνει τον ίδιο Εργατικό Κώδικα που περιέχει διακρίσεις, ο οποίος ψηφίστηκε το 2015. Σύμφωνα με αυτόν το νόμο δεν είναι πλέον εφικτό να ιδρυθούν ανεξάρτητες από τους εργοδότες ενώσεις εργαζόμενων. Έτσι πάνω από 600 τοπικά συνδικάτα έκλεισαν με δικαστικές αποφάσεις.

Το 2017 αυτός ο νόμος έγινε η βάση για την κατάργηση της Συνομοσπονδίας Ανεξάρτητων Συνδικάτων της Δημοκρατίας του Καζακστάν (ΣΑΣΔΚ), της τελευταίας ανεξάρτητης ένωσης, με τυπικές αιτιολογίες, επειδή, δήθεν, οι κλαδικές ενώσεις δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν το πανεθνικό τους καθεστώς. Επιπλέον, η επικεφαλής τους, Λαρίσα Χάρκοβα, καταδικάστηκε σε τεσσεράμισι χρόνια με κατασκευασμένα στοιχεία. Για συμμετοχή στη μαζική απεργία πείνας της διαμαρτυρίας των εργατών πετρελαίου ενάντια στην απόφαση του δικαστηρίου για τη διάλυση της (ΣΑΣΔΚ) πιάστηκαν και καταδικάστηκαν σε δυο χρόνια οι επικεφαλής του ανεξάρτητου συνδικάτου εργατών πετρελαίου, Αμίν Γιελεουσίνοφ και Νουρμπέκ Κουσακμπάεφ. Ο τελευταίος καταδικάστηκε επειδή καλούσε για πραγματοποίηση παράνομης απεργίας.

Μόνο μετά από τη διεθνή καμπάνια αλληλεγγύης αυτοί οι συνδικαλιστές ηγέτες απελευθερώθηκαν με αναστολή και απαγόρευση ενασχόλησης με κοινωνική και συνδικαλιστική δραστηριότητα. Δεν επαναπροσλήφθηκαν και οι 64 ακτιβιστές συνδικαλιστές που απολύθηκαν για συμμετοχή στην απεργία πείνας διαμαρτυρίας και τους είχαν επιβληθεί πρόστιμα πολλών εκατομμυρίων για πρόκληση «βλάβης» στον εργοδότη. Στον Ποινικό Κώδικα υπάρχει ολόκληρο πακέτο άρθρων που ποινικοποιεί τη συμμετοχή και την οργάνωση παράνομων απεργιών, την ίδρυση μη καταχωρισμένων κομμάτων και συνδικάτων, τις εκκλήσεις για πραγματοποίηση παράνομων απεργιών και τη συμμετοχή σε μη εγκεκριμένες συνδικαλιστικές συνελεύσεις.

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) ετοίμασε και απέστειλε στην κυβέρνηση του Καζακστάν ολόκληρο Μνημόνιο και επίσης πλήθος συστάσεων με καταδίκη του νόμου που περιέχει διακρίσεις, καταπατά τα δικαιώματα των συνδικάτων και αντιφάσκει με τις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις που έχουν υπογραφεί από την Αστάνα. Στο Μνημόνιο και στα κείμενα που ακολούθησαν γινόταν μονοσήμαντη αναφορά στη δημιουργία μονοπωλιακών δομών του συνδικαλιστικού κινήματος στη Δημοκρατία και στην κατάργηση του δικαιώματος των εργαζόμενων να ιδρύουν τις ενώσεις τους.

Η ΠΣΟ και άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις στις εκκλήσεις τους εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους για την ψήφιση του νέου νόμου «Για τα συνδικάτα». Τη δική του διαμαρτυρία έστειλε το εργατικό συνδικάτο «Ζανάρτου», στο οποίο από το 2009 αρνούνται την κρατική καταχώριση, και επίσης η Συνομοσπονδία Ανεξάρτητων Συνδικάτων της Δημοκρατίας του Καζακστάν.

Οικονομικός στόχος της ψήφισης των νέων αντεργατικών νόμων ήταν επίσης η μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης στη χώρα και το κούρεμα του κοινωνικού πακέτου και επίσης η αποτροπή των απεργιών και της δημιουργίας ανεξάρτητων συνδικάτων. Αυτή είναι ζωτική απαίτηση των μεγάλων εξορυκτικών εταιριών και επίσης πρόθεση των Αρχών, ώστε να μην επιτρέψουν την οργάνωση της αντίστασης ενάντια σε αυτές τις διαδικασίες και τη νέα μαζική ιδιωτικοποίηση και να ψηφίσει νέο νόμο, που εισάγει το μονοπώλιο στη συνδικαλιστική δράση μόνο προσεκτικά επιλεγμένων οργανώσεων. Επιπλέον, οι Αρχές από κοινού με τις μυστικές υπηρεσίες κατέφυγαν ακόμα και στη δημιουργία ψευτοσυνδικαλιστικών οργανώσεων, βάζοντας επικεφαλής συνεργάτες τους.

Ο έκδηλος αντιεπαγγελματισμός εκείνων που πραγματοποιούν τη «συνδικαλιστική μεταρρύθμιση» προκαλεί έκπληξη. Τα τελευταία 3-4 χρόνια ο Ναζαρμπάγιεφ τρεις φορές άλλαξε την ηγεσία της Ομοσπονδίας Συνδικάτων της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Ανάμεσα στους διορισμένους δεν υπήρχαν απλά έστω έμπειροι συνδικαλιστικοί παράγοντες, αλλά ούτε καν κάποιοι που να είχαν σχέση με τα συνδικάτα. Στη θέση των προηγούμενων επικεφαλής ήρθαν μάνατζερ εταιριών και αξιωματούχοι των εφεδρειών των μυστικών υπηρεσιών.

Αυτήν τη στιγμή, λόγω των πολυάριθμων απαιτήσεων της ΔΟΕ, η κυβέρνηση του Καζακστάν από κοινού με τις φιλικές στις Αρχές οργανώσεις-μαριονέτες ξεκίνησε, δήθεν, μια συζήτηση για τροποποιήσεις στο νόμο «Για τα συνδικάτα», που στην πραγματικότητα είναι μια μίμηση και προετοιμασία τυπικών τροποποιήσεων, που δε θα αλλάξουν την ουσία της υπόθεσης και δε θα επιτρέψουν στους εργαζόμενους να ιδρύσουν μόνοι τις οργανώσεις τους.

Τελικά, τώρα, μέσα στην κατάσταση της απαγόρευσης στην πράξη της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και του δικαιώματος πραγματοποίησης απεργιών και συνελεύσεων, οι εργάτες μπόρεσαν να δημιουργήσουν νέες μορφές με τη μορφή των ομάδων πρωτοβουλίας, που παράνομα προετοιμάζουν, δήθεν, «αυθόρμητες» απεργίες. Λαμπρά παραδείγματα αποτελούν οι μαζικές απεργίες με κατάληψη των ανθρακωρύχων της εταιρίας «Καζαχμίς» και της «Αρσελόρ Μιτάλ Τεμιρτάου» το Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 2017, που μπόρεσαν χωρίς κανένα σωματείο να πετύχουν αύξηση μισθών κατά 70 και 30% αντίστοιχα.

Αντίθετα, η απεργία τους συνοδεύτηκε από σκληρή πάλη με τα υπάρχοντα επιχειρησιακά σωματεία που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των Αρχών και των εργοδοτών. Σε αυτήν την περίπτωση η κυβέρνηση απλά φοβήθηκε τη χρήση στρατού και αστυνομίας, ειδικά στα ορυχεία, και αναγκάστηκε να προχωρήσει σε υποχωρήσεις στο φόντο της ισχυρής υποστήριξης της απεργίας από την πλευρά των ντόπιων κατοίκων και των εργαζόμενων των γειτονικών εταιριών.

Ως αντίβαρο αυτών των ενεργειών των εργατών, η τωρινή κυβέρνηση του Μπακιτζάν Σαγκιντάγιεφ εξέδωσε το Γενάρη του 2018 το ειδικό διάταγμα «Για την έγκριση του σχεδίου μέτρων για την αποτροπή και επίλυση των εργασιακών συγκρούσεων κατά το 2018-2020», στο οποίο καλούνται οι οργανώσεις των εργοδοτών από κοινού με τα υπάρχοντα επίσημα σωματεία να δημιουργήσουν ένα σύστημα για την αποκάλυψη των υποκινητών και των οργανωτών των απεργιών. [5] Στην πράξη, τα «σωματεία» που υπάρχουν σήμερα γίνονται εργαλείο για τη δημιουργία ενός συστήματος καταγγελίας, «δοσίματος» και ελέγχου πάνω στις εργατικές κολεκτίβες, και από τους εργάτες τώρα θεωρούνται εχθροί τους.

Αυτό από τη μια πλευρά είναι ένα νέο χτύπημα στους εργαζόμενους, αλλά από την άλλη, αντίθετα, στερεί πλήρως τα «σωματεία»-μαριονέτες απ’ οποιοδήποτε στήριγμα και επιρροή ανάμεσα στους εργαζόμενους, κάτι που θα φανεί υποχρεωτικά την περίοδο της νέας ανόδου του απεργιακού κινήματος στο άμεσο μέλλον.

Ο πολιτικός χαρακτήρας του καθεστώτος που παλινόρθωσε τον καπιταλισμό και ο νεκροθάφτης του

Όλη η σύγχρονη ιστορία του Καζακστάν δείχνει ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού μπορούσε να προκύψει μόνο μέσω της μορφής της ανοιχτής αστικής δικτατορίας, της οποίας ενεργός δημιουργός ήταν πρώην κομματικοί ηγέτες, που έγιναν μέρος της νέας τάξης.

Με άλλον τρόπο και σήμερα το πολιτικό καθεστώς, που συνέβαλε στην παλινόρθωση του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρξει. Η συσπείρωση της άρχουσας τάξης και η πραγματοποίηση της αστικής διοίκησης δεν περνάει μέσα από τον ανταγωνισμό των συστημικών πολιτικών κομμάτων, στο πλαίσιο της τυπικής δημοκρατίας και της αρχής του καταμερισμού των εξουσιών, αλλά διαμέσου της ανοιχτής καθοδήγησης ενός επιδιαιτητή, που και ο ίδιος είναι μεγαλοκαπιταλιστής.

Ο κρατικομονοπωλικός καπιταλισμός στις δικές μας συνθήκες είναι μια μόνιμη διαδικασία συγκέντρωσης ενεργητικού και χρηματικών πόρων στα χέρια της μικρής ομάδας εξουσίας της οικογένειας του Προέδρου και των εγγύτερων σε αυτόν ολιγαρχών. Έτσι, το κρατικομονοπωλιακό κεφάλαιο προσωποποιείται και είναι δύσκολο να διαχωριστεί από την εξουσία, επειδή αποτελεί έναν ενιαίο μηχανισμό κάτω από την προσωπική –διά χειρός– καθοδήγηση ενός «καουντίγιο», δηλαδή ενός αυτοδιορισμένου «ηγέτη του έθνους».

Μια τέτοια συγκέντρωση εξουσίας δημιουργεί απίθανα ευνοϊκές συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη του καπιταλισμού και την απόσπαση μέγιστων κερδών από τις διεθνικές και ντόπιες εταιρίες και επιτρέπει την ταχύτερη διάλυση του κοινωνικού συστήματος στήριξης των λαϊκών μαζών, που καταπιέζονται από τις διώξεις και την απαγόρευση στην πράξη των συνδικάτων και των απεργιών.

Η απόλυτη διαφθορά και υπεξαίρεση του εθνικού εισοδήματος γίνεται το απαραίτητο λιπαντικό για τη λειτουργία αυτής της μηχανής, που στοχεύει στην απάντληση των φυσικών πόρων και στην εκμετάλλευση της ντόπιας εργατικής δύναμης. Γιατί πραγματικά το Καζακστάν ήταν και παραμένει κέντρο πειραματισμού των πιο οδυνηρών και αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Και μόνο μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτές οι μεταρρυθμίσεις εισήχθησαν και σε άλλες χώρες της ΚΑΚ και ιδιαίτερα στη Ρωσία.

Για παράδειγμα, μεταρρυθμίσεις σχετικές με την ιδιωτικοποίηση του συστήματος εξυπηρέτησης της κατοικίας, το πέρασμα σε ιδιωτικό σύστημα αποταμίευσης του συνταξιοδοτικού, σύμφωνα με το χιλιανό μοντέλο με αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης το 1996, την εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας και ακόμα τη μαζική ιδιωτικοποίηση στρατηγικών κλάδων και την προσέλκυση ξένων και ιδιαίτερα δυτικών εταιριών στον εξορυκτικό κλάδο.

Αυτές οι αγοραίες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, όπως βλέπουμε, όχι μόνο συνυπήρχαν, αλλά πραγματοποιούνταν ταχύτερα στις συνθήκες αυταρχικής διοίκησης και στο πλαίσιο των υπερπροεδρικών αστικών δημοκρατιών. Ουσιαστικά, αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Η εμφύτευση του καπιταλισμού και οι ριζικές αγοραίες μεταρρυθμίσεις στο Καζακστάν, στην πραγματικότητα, όπως και στις άλλες Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, μπορούσαν να γίνουν μόνο σε συνθήκες αστικής δικτατορίας.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν ονόμασε μάταια τον πρώην Α΄ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚ Καζακστάν καλύτερο μαθητή της ανάμεσα στους Προέδρους των πρώην Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό, το δυτικό κεφάλαιο χρειαζόταν αυτήν την αστική προεδρική δικτατορία στο Καζακστάν, εκπροσωπούμενη από τον κομματοκράτη Ναζαρμπάγιεφ, για να σπάσει αποφασιστικά τα στοιχεία της σχεδιασμένης οικονομίας και του κοινωνικού συστήματος πρόνοιας και να ανοίξει την πρόσβαση στα πλούτη της χώρας.

Ακριβώς εξαιτίας αυτού διαλύθηκε το 1993 το Ανώτατο Σοβιέτ της Δημοκρατίας του Καζακστάν, το δημοκρατικότερο κοινοβούλιο στην ιστορία του σύγχρονου Καζακστάν, και πετάχτηκε στα σκουπίδια το πρώτο Σύνταγμα. Το τότε Σώμα των βουλευτών, που το αποτελούσαν «κόκκινοι διευθυντές» και λαϊκιστές, προφανώς, θα μπορούσε να φρενάρει τη διαδικασία των αγοραίων μεταρρυθμίσεων και του μοιράσματος της ιδιοκτησίας.

Τώρα πλέον το καθεστώς της υπερπροεδρικής δημοκρατίας, που διαμορφώθηκε στη βάση του Συντάγματος του 1995, έφτασε στη λογική του ολοκλήρωση και δημιούργησε στην κορυφή του μοντέλου εξαγωγής πρώτων υλών του καζάκικου καπιταλισμού ένα δυναστικό σύστημα εξουσίας, που περιφρουρείται από ένα νέο ανώτατο όργανο –το Συμβούλιο Ασφαλείας, που εξυψώνεται πάνω απ’ όλους τους κλάδους της εξουσίας.

Η πιθανή εγκαθίδρυση σε τελική ανάλυση μιας δυναστικής ακολουθίας της εξουσίας και μιας νέας μοναρχίας κατά τον τύπο των αραβικών μοναρχιών της Μέσης Ανατολής στο Καζακστάν δεν έρχεται καθόλου σε αντίθεση με την προοδευτική ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά την διευκολύνει. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο ιμπεριαλισμός έκλεισε τα μάτια μπροστά στην αιματηρή καταστολή των εργατών πετρελαίου, κάτι που εξηγείται από το ότι το Καζακστάν το Δεκέμβρη του 2015 υπέγραψε με την ΕΕ συμφωνία οικονομικής συνεργασίας και οι ΗΠΑ βλέπουν το υπάρχον καθεστώς ως στρατηγικό τους σύμμαχο στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας.

Μοναδικό εμπόδιο στο δρόμο αυτής της δικτατορίας αποδείχτηκε το εργατικό κίνημα της χώρας, την αντίσταση του οποίου προσπαθούν να σπάσουν οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης στη διάρκεια όλων αυτών των ετών, από τη στιγμή της εμφάνισης του «ανεξάρτητου» Καζακστάν. Και παρά τις διώξεις και τις ήττες, αυτό το κίνημα και οι νέες γενιές της ίδιας της τάξης ακόμα και μέσα από αιματηρή πάλη απέκτησαν μοναδική πολιτική εμπειρία στο μετασοβιετικό χώρο και δημιούργησαν τις πρώτες ταξικές παραδόσεις.

Αναμφίβολα, στη συνέχεια θα γίνουν η βάση για την αναγέννηση του κινήματος, τη δημιουργία ταξικών συνδικάτων και τον επαναστατικό μετασχηματισμό της συνείδησης των εργαζόμενων. Το δικό μας καθήκον, ως κομμουνιστών, είναι όχι μόνο να συμβάλλουμε σε αυτό και στη διαδικασία της αυτοοργάνωσής τους, όπως και στην πάλη για τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, αλλά και στον εξοπλισμό αυτών των ξεσηκωμένων εργατών με ένα πρόγραμμα ανατροπής του παλινορθωμένου καπιταλισμού κι εγκαθίδρυσης ενός νέου πολιτικού καθεστώτος, που βάζει το στόχο των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων.

Σε αυτήν την κατάσταση η πάλη ενάντια στη δικτατορία δεν είναι πάλη μόνο ενάντια στους συγκεκριμένους εξουσιαστές, αλλά πάλη ενάντια σε ολόκληρο το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, που εγκαθιδρύθηκε στο Καζακστάν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτό προϋποθέτει την επεξεργασία στη βάση της διεθνούς πείρας του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος μιας λειτουργικής τακτικής αγώνα χωρίς κανενός είδους «μεταβατικά στάδια» ή «αστικοδημοκρατικές περιόδους», κάτι που στην πράξη πρέπει να σημαίνει απόρριψη οποιουδήποτε μπλοκ με τη φιλελεύθερη αστική αντιπολίτευση ή με ομάδες στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης. Και αντίθετα, τη στήριξη μόνο σε ταξικούς συμμάχους με εκπρόσωπο τις πλατιές μάζες των αυτοαπασχολούμενων, που αποδέχονται και συμφωνούν με τη σοσιαλιστική πλατφόρμα.


[1] Στατιστική επιτροπή της ΚΑΚ, 15 χρόνια ΚΑΚ (1991-2005). Στατιστική συλλογή, Μόσχα, 2006.

[2] Πρακτορείο Στατιστικής της Δημοκρατίας του Καζακστάν, 10 χρόνια ΚΑΚ (1991-2000). Η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών το 2010. Στατιστική συλλογή, Μόσχα, 2011.

[3] http://socialismkz.info/?p=1889 (Ιστοσελίδα του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν).

[4] Ό.π.

[5] «Διάταγμα της κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Καζακστάν της 10ης Γενάρη 2019 “Για την έγκριση του σχεδίου μέτρων για την αποτροπή και επίλυση των εργασιακών συγκρούσεων κατά τα 2018-2020”: Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας του Καζακστάν ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1. Να εγκρίνει το προτεινόμενο σχέδιο μέτρων για την αποτροπή και την επίλυση των εργασιακών συγκρούσεων κατά τα 2018-2020 (εε - σχέδιο μέτρων).

2. Στα κεντρικά και τοπικά εκτελεστικά όργανα, το Εθνικό Επιμελητήριο Επιχειρηματιών της Δημοκρατίας του Καζακστάν “Αταμεκέν”, τις κλαδικές οργανώσεις, τα περιφερειακά επιμελητήρια επιχειρηματιών (κατόπιν συμφωνίας), τις πανεθνικές, κλαδικές, περιφερειακές ενώσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων (κατόπιν συμφωνίας):

α) Να εξασφαλίζει την έγκαιρη υλοποίηση του σχεδίου μέτρων.

β) Δυο φορές το χρόνο, μέχρι τις 15 Γενάρη και μέχρι τις 15 Ιούλη, να παρέχει ενημέρωση σύμφωνα με τα αποτελέσματα του εξαμήνου για την πορεία υλοποίησης του σχεδίου μέτρων στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Προστασίας του πληθυσμού της Δημοκρατίας του Καζακστάν.

3. Για υπηρεσιακή χρήση.

4. Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ με την πάροδο δέκα ημερών από την πρώτη επίσημη δημοσίευσή της.

Ο πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Καζακστάν,

Μπ. Σαγκιντάεφ.