Έχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις σχετικά με τις αδυναμίες που συνόδεψαν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να επιστήσει την προσοχή στο συχνά παραμελημένο γεγονός του εκφυλισμού του Κόμματος εκ των έσω, του διαχωρισμού του από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Αριθμητικά, η Λίγκα Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας (ΛΚΓ) έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1982, με περισσότερα από 2,1 εκατομμύρια μέλη, δηλαδή το 9,6% του συνολικού πληθυσμού και το 28,6% του απασχολούμενου πληθυσμού. Η ΛΚΓ ιδρύθηκε το 1919 ως Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (Κομμουνιστές). Το 1920, στο 2ο Συνέδριό του, στο Βούκοβαρ, μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ). Με δεκάδες χιλιάδες μέλη κατέλαβε την τρίτη θέση στις γιουγκοσλαβικές εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση το 1920 και διοργάνωσε μεγάλης κλίμακας απεργίες. Αλλά το Κόμμα σύντομα κηρύχθηκε παράνομο. Η συμμετοχή στο Κόμμα μειώθηκε από 65.000 μέλη το 1920 σε 1.000 μέλη το 1924. Τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τις σημαντικές απώλειες στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο [1] και την καταστολή από το καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας, το Κόμμα [2] κατάφερε σ’ ένα βαθμό να ανοικοδομήσει τις γραμμές του, ειδικά αυτές της οργάνωσης της νεολαίας. Το 1941 κατάφερε να οργανώσει την αντίσταση κατά των φασιστών εισβολέων. Μετά από τον πόλεμο, το ΚΚΓ ήρθε στην εξουσία.
Εισαγωγή
Ρήξη Γιουγκοσλαβίας – Σοβιετικής Ένωσης
Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που οδήγησαν σκληρούς αγώνες κατά τα έτη 1945-1948 για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, είχαν πολύ λιγότερη εμπειρία απ’ ό,τι το Σοβιετικό Κόμμα. Ιδεολογικά, δεν ήταν σταθερές: Το γεγονός ότι εντάχτηκαν εκατοντάδες χιλιάδες νέα μέλη, τα οποία συχνά προέρχονταν από τους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους, τις καθιστούσαν ευάλωτες στον οπορτουνισμό και τον αστικό εθνικισμό.
Την περίοδο της γερμανικής εισβολής, το 1941, το παράνομο Γιουγκοσλαβικό Κόμμα είχε 12.000 μέλη, 8.000 εκ των οποίων σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της αντίστασης κέρδισε 140.000 μέλη και άλλα 360.000 πριν τα μέσα του 1948. Δεκάδες χιλιάδες κουλάκοι, αστοί και μικροαστοί είχαν ενταχτεί στο Κόμμα.
Ήδη, από το 1948, το αντισοβιετικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο υιοθετήθηκε από την ηγεσία του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το Κόμμα δεν είχε φυσιολογική εσωτερική ζωή, δεν υπήρχε πολιτική συζήτηση, οπότε δεν υπήρχε μαρξιστική-λενινιστική κριτική και αυτοκριτική. Οι ηγέτες δεν εκλέγονταν, αλλά επιλέγονταν.
Τον Ιούνη του 1948, το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που συμπεριελάμβανε 8 κόμματα, δημοσίευσε ένα ψήφισμα που ασκούσε κριτική στο Γιουγκοσλαβικό Κόμμα. Υπογράμμιζε ότι ο Τίτο δεν έδινε καμία προσοχή στην όξυνση των ταξικών διαφορών στην ύπαιθρο, ούτε στην άνοδο των καπιταλιστικών στοιχείων στη χώρα.
Μόλις δημοσιεύτηκε αυτή η κριτική, ο Τίτο ξεκίνησε μια μαζική εκκαθάριση. Όλα τα μαρξιστικά-λενινιστικά στοιχεία του Κόμματος εξαλείφθηκαν. Δύο μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, οι Zhujovic και Hebrang, είχαν ήδη συλληφθεί τον Απρίλη του 1948. Ο στρατηγός Arso Jovanovic, αρχηγός του Αντάρτικου Στρατού, συνελήφθη και δολοφονήθηκε, όπως και ο στρατηγός Slavko Rodic.
Αλλά, λίγους μήνες αργότερα, οι οπαδοί του Τίτο υιοθέτησαν δημόσια την παλιά σοσιαλδημοκρατική θεωρία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό χωρίς ταξική πάλη! Ο Bebler, αντιπρόεδρος του υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε το Μάη του 1949: «Δε διαθέτουμε κουλάκους όπως στην ΕΣΣΔ. Οι πλούσιοι αγρότες μας συμμετείχαν μαζικά στον πόλεμο απελευθέρωσης του λαού (...) Θα ήταν λάθος αν καταφέρναμε να κάνουμε τους κουλάκους να περάσουν στο σοσιαλισμό χωρίς ταξική πάλη;»
Το 1951 ο Τίτο συνέκρινε τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές που παρέμειναν πιστοί μαρξιστές-λενινιστές με την Πέμπτη Φάλαγγα του Χίτλερ, δικαιολογώντας έτσι τη σύλληψη περισσότερων από 200.000 κομμουνιστών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του συνταγματάρχη Vladimir Dapcevic. Ο Τίτο έγραψε: «Οι επιθέσεις των φασιστών επιτιθέμενων έχουν αποδείξει ότι μεγάλη σημασία μπορεί να αποδοθεί σε ένα νέο στοιχείο: την Πέμπτη Φάλαγγα. Είναι ένα πολιτικό και στρατιωτικό στοιχείο που θέτει σε λειτουργία την προετοιμασία της επιθετικότητας. Σήμερα, στη χώρα μας, επιχειρείται κάτι παρόμοιο, υπό διάφορες μορφές, ιδίως από τις χώρες της Κομιντέρν.»
Ο Milovan Djilas, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, χαρακτήρισε το σοβιετικό κράτος ως ένα «τερατώδες οικοδόμημα του κρατικού καπιταλισμού», που «καταπίεζε και εκμεταλλευόταν το προλεταριάτο». Ακόμη, σύμφωνα με τον Djilas, ο Στάλιν πάλευε «να αυξήσει την κρατική καπιταλιστική αυτοκρατορία και, εσωτερικά, να ενισχύσει τη γραφειοκρατία. Το Σιδηρούν Παραπέτασμα, η ηγεμονία επί των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και μια επιθετική πολιτική γραμμή έχουν καταστεί απαραίτητα γι’ αυτόν». Ο Μ. Djilas μίλησε για «τη δυστυχία της εργατικής τάξης που εργάζεται για τα συμφέροντα και τα προνόμια της γραφειοκρατίας. Σήμερα, η ΕΣΣΔ είναι αντικειμενικά η πιο αντιδραστική δύναμη. Ο Στάλιν ασκεί κρατικό καπιταλισμό και είναι ο επικεφαλής και ο πνευματικός και πολιτικός ηγέτης της γραφειοκρατικής δικτατορίας» και συνέχισε: «Ορισμένες από τις θεωρίες του Χίτλερ είναι πανομοιότυπες με τις θεωρίες του Στάλιν, τόσο από την άποψη του περιεχομένου τους όσο και την προκύπτουσα κοινωνική πρακτική.»
Το 1948, ο Kardelj, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι είναι πιστός στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Δύο χρόνια αργότερα, η Γιουγκοσλαβία στήριξε τον πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον της Κορέας. [3]
Οι London Times ανέφεραν: «Ο κ. Dedijer βλέπει τα γεγονότα στην Κορέα ως μια εκδήλωση της σοβιετικής θέλησης να κυριαρχήσει στον κόσμο (...). Αν αντισταθούμε με επιτυχία ενάντια σε αυτό (...) οι εργαζόμενοι του κόσμου πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχει εμφανιστεί ένας ακόμη διεκδικητής για την παγκόσμια κυριαρχία και να απαλλαγούν από ψευδαισθήσεις ότι η Σοβιετική Ένωση αντιπροσωπεύει κάποια υποτιθέμενη δύναμη δημοκρατίας και ειρήνης.»
Έτσι, ο Τίτο είχε γίνει ένα απλό πιόνι στην αμερικανική αντικομμουνιστική στρατηγική. Ο Τίτο δήλωσε στη New York Herald Tribune ότι «σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, οπουδήποτε στην Ευρώπη, ακόμα κι αν το χτύπημα απέχει χιλιόμετρα από τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας», αμέσως θα πολεμούσε με την πλευρά της Δύσης. «Η Γιουγκοσλαβία θεωρείται μέρος του συλλογικού τείχους ασφαλείας που χτίζεται κατά του σοβιετικού ιμπεριαλισμού.»
Στον οικονομικό τομέα τα σοσιαλιστικά μέτρα που έλαβε η Γιουγκοσλαβία πριν το 1948 διαλύθηκαν. Ο Alexander Clifford, ο ανταποκριτής της Daily Mail, έγραψε για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν το 1951: «Αν επιτύχουν, η Γιουγκοσλαβία θα καταλήξει πολύ λιγότερο κοινωνικοποιημένη από τη Βρετανία: Η τιμή των αγαθών (...) καθορίζεται από την αγορά –με την προσφορά και τη ζήτηση– οι μισθοί και τα μεροκάματα καθορίζονται με βάση το εισόδημα ή τα κέρδη της επιχείρησης, οι οικονομικές επιχειρήσεις αποφασίζουν ανεξάρτητα τι να παράγουν και σε ποιες ποσότητες, δεν υπάρχει η έννοια του κλασικού μαρξισμού σε όλα αυτά.»
Η αγγλοαμερικανική αστική τάξη σύντομα αναγνώρισε ότι ο Τίτο έπρεπε να αποτελέσει ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο στους αντικομμουνιστικούς αγώνες της. Το τεύχος της Business Week της 12ης Απρίλη 1950 αναφέρει: «Ειδικότερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και γενικά για τη Δύση, αυτή η ενθάρρυνση του Τίτο έχει αποδειχτεί ότι είναι ένας από τους φθηνότερους τρόπους να περιοριστεί ο ρωσικός κομμουνισμός. Η βοήθεια της Δύσης προς τον Τίτο έχει φτάσει μέχρι σήμερα τα 51,7 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή πολύ λιγότερο από τα περίπου δισεκατομμύρια δολάρια που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξοδέψει για την Ελλάδα για τον ίδιο σκοπό.» Από το 7ο Συνέδριό του, τον Απρίλη του 1958, το Γιουγκοσλαβικό Κόμμα έκρινε ότι οι κομμουνιστές «δεν πρέπει πλέον να ανησυχούν πρωτίστως με ζητήματα που σχετίζονται με την ανατροπή του καπιταλισμού», ότι ήταν εφικτός ο σοσιαλισμός χωρίς επανάσταση και ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα δε χρειάζεται να συμμετέχουν σε μια μονοπωλιακή εξουσία στο δρόμο για την κατάκτηση του σοσιαλισμού.
Γιουγκοσλαβική αυτοδιαχείριση: Καπιταλισμός κάτω από την κόκκινη σημαία
Καθώς η Γιουγκοσλαβία διέκοψε τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση, ξεκίνησε το δικό της οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό δρόμο. Πρόκειται για ένα σύστημα που ασκούσε δημόσια κριτική στις «γραφειοκρατικές αποκλίσεις» της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο είχε ως σύνθημα «οι χώροι δουλειάς στους εργάτες», το οποίο «κατήργησε» το δικό του Κομμουνιστικό Κόμμα και έθεσε το δικό του δρόμο στην πολιτική του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά ήταν και ένα σύστημα με τις δικές του αντιφάσεις, ένα σύστημα που ασκούσε κριτική στη γραφειοκρατία των άλλων, ενώ η δική του αυξανόταν, ένα σύστημα που υποστήριξε την αυτοδιαχείριση των εργατών μόνο στα χαρτιά, ενώ οι τεχνοκράτες και οι διαχειριστές έλεγχαν την οικονομία στην πράξη, ένα σύστημα που «κατήργησε» το μονοκομματισμό, απλά μετονομάζοντάς τον, και ένα σύστημα που ήταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενώ είχε ενεργό ρόλο σ’ αυτόν.
Η ιδέα της αυτοδιαχείρισης δεν ήταν ποτέ μέρος της μαρξιστικής παράδοσης και ποτέ δεν μπόρεσε και δε θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον καπιταλισμό και να τον αντικαταστήσει. Η αυτοδιαχείριση της Γιουγκοσλαβίας διατηρούσε ασφαλείς τις καπιταλιστικές σχέσεις, διακήρυξε το νόμο της αξίας, την εμπορευματική παραγωγή και την ανταλλαγή της αγοράς ως απλά «οικονομικά εργαλεία» που υπάρχουν σε κάθε οικονομία και έλυσε κάθε οικονομική και πολιτική κρίση με περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς ως το κύριο μέτρο λιτότητας.
Η αυτοδιαχείριση είναι μια ιδεολογία των αυτοαπασχολούμενων, των τεχνιτών και των αγροτών, που θέλουν ένα σύστημα αγοράς χωρίς μονοπώλιο, στο οποίο μπορούν ελεύθερα να ανταγωνιστούν. Φυσικά, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας υπήρχαν αρκετά προφανή μονοπώλια και η αγορά δεν ήταν τόσο «ελεύθερη» όσο θα ήθελαν κάποιοι. Επίσης, η μετονομασία του ΚΚΓ σε ΛΚΓ δεν ήταν τυχαία. Η ουσία της είναι η μετατόπιση του βάρους από την «τάξη» στο «λαό», δηλαδή η αποκήρυξη της εργατικής τάξης με τη σύγχυση που δημιουργούσε ο όρος «λαός», που δικαιολογούσε ιδεολογικά την ύπαρξη τάξεων, την ταξική κοινωνία αλλά και τον αυξανόμενο εθνικισμό.
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Γιουγκοσλαβία παρέχει ένα νέο ιστορικό μάθημα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Αυτό το μάθημα μας δείχνει ότι όταν η εργατική τάξη κατακτά την εξουσία, συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, συνεχίζεται η πάλη για νίκη μεταξύ των δύο δρόμων του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού και υπάρχει κίνδυνος να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός.
Η κοινωνική σύνθεση και η δομή του ΚΚΓ
Η κοινωνική σύνθεση του Κόμματος έχει μεγάλη ιδεολογικοπολιτική σημασία. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την εργατική τάξη, τους εργαζόμενους και τις προοδευτικές μάζες.
Το ΚΚΓ, όσον αφορά την κοινωνική του σύνθεση, πέρασε από δύο φάσεις: Πρώτη, η απαγόρευση του ΚΚΓ. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας οι δραστηριότητες του Κόμματος γίνονταν παράνομα εξαιτίας της βίαιης καταστολής, ολόκληρη η περιουσία του Κόμματος κατασχέθηκε, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, η οργάνωση εργατικών απεργιών και οι διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν, επίσης, ως παράνομες, όλες οι Οργανώσεις του Κόμματος στο μέτωπο απαγορεύτηκαν, ξεκίνησαν οι μαζικές συλλήψεις, χιλιάδες κομμουνιστές διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν και το ΚΚΓ δέχθηκε ένα βαρύ χτύπημα, το οποίο συνέβαλε δραματικά στην έλλειψη οργανωτικής ενότητας.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (KPJ) είχε στην αρχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου 12.000 μέλη.
Δεύτερη, η σύγκρουση με την ΕΣΣΔ το 1948. Από το 1948 έως το 1952 το Κόμμα έδιωξε 218.379 μέλη που είχαν ενταχτεί στο ΚΚΓ μέχρι την άνοιξη του 1948. Στις αρχές του 1948 το ΚΚΓ είχε 285.147 μέλη. Στο 6ο Συνέδριο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας άλλαξε το όνομά του σε Λίγκα Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας, υιοθέτησε το νέο Πρόγραμμα του Κόμματος και κατήργησε την υποψηφιότητα για ένταξη. [4] Αυτό είχε σοβαρές συνέπειες για την τύχη της Λίγκας Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας.
Κατά το έτος πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ηγεσία του ΚΚΓ αποτελούνταν από 18 εργάτες, 16 διανοούμενους, 3 αξιωματικούς και 1 αγρότη. Κατά το 1ο Συνέδριο, μετά από τον πόλεμο, αυτή η σύνθεση άλλαξε σημαντικά. Από τα 109 μέλη της ανώτατης ηγεσίας του Κόμματος, το 38% ήταν εργάτες, το 5% αγρότες και το 57% υπάλληλοι (το 59% από τη μεσαία τάξη, το 38% από αγροτικές οικογένειες και το 5% από οικογένειες της εργατικής τάξης). Τα επόμενα χρόνια, ο αριθμός των μελών αυξανόταν από έτος σε έτος, αλλά επίσης κυμαινόταν σημαντικά ο αριθμός εκείνων που διώχνονταν ή έφευγαν από το Κόμμα. Το πιο σημαντικό κύμα εγκατάλειψης του Κόμματος συνέβη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, όταν πολλά μέλη εγκατέλειψαν το Κόμμα λόγω απάθειας, εξαιτίας της όλο και μεγαλύτερης στροφής στην αγορά και της ενίσχυσης του εθνικισμού στη Γιουγκοσλαβία. Από την άλλη, αυτό άνοιξε την πόρτα στην είσοδο και την άνοδο των γραφειοκρατών και των καριεριστών, οι οποίοι αργότερα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διάλυση του Κόμματος και την εξαφάνισή του από την πολιτική σκηνή. Τα χρόνια εκείνα, η μεγαλύτερη αντιπροσώπευση του Κόμματος αποτελούνταν από το στελεχικό προσωπικό (από τα αποκαλούμενα επαγγελματικά στελέχη, τη μη τεχνική διανόηση, διοικητικούς εργάτες) και οι εργάτες καταλάμβαναν μόνο 8 θέσεις ανά εκπροσώπηση 13 ομάδων. Η μεγαλύτερη πτώση της συμμετοχής ήταν μεταξύ του αγροτικού πληθυσμού, η οποία μειώθηκε από 50,6% το 1946, σε 7,4% το 1971. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 το Κόμμα ακολούθησε μια αυξανόμενη γραφειοκρατία υπό συνθήκες όπου η επίσημη ιδεολογία συνέχισε να ισχυρίζεται ότι ενεργούσε εξ ονόματος της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων.
Σαφώς, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η γραφειοκρατία κυριαρχούσε ολοένα και περισσότερο στο Κόμμα, γεγονός που άνοιξε το δρόμο προς τη διάλυση του σοσιαλισμού στη Γιουγκοσλαβία.
Η ΛΚΓ ήταν η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία. Κατέρρευσε μετά από το 14ο, έκτακτο, Συνέδριό της, που πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι, στις 20-22 Γενάρη 1990. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στη δεκαετία του 1990 δεν έπεσε ούτε μία σφαίρα για την υπεράσπιση του γιουγκοσλαβικού σοσιαλισμού. Στη δεκαετία του 1940, όταν εμφανίστηκε ο γιουγκοσλαβικός σοσιαλισμός, οι παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις ανταποκρίθηκαν με άγρια και ένοπλη αντίσταση προς υπεράσπιση της περιουσίας, του καθεστώτος, της πολιτικής εξουσίας και των προνομίων τους. Οι εργαζόμενοι στη δεκαετία του ’80, από την άλλη πλευρά, ανταποκρίθηκαν στις κακουχίες και στη σταδιακή αποσύνθεση του σοσιαλισμού με κύματα απεργιών που έλαβαν χώρα σε όλες τις Δημοκρατίες και τις επαρχίες, οι οποίες ήταν πιο έντονες το 1987-1988. Οι εργαζόμενοι, τελικά, απέτυχαν να υπερασπιστούν την κοινωνική ιδιοκτησία, τις εξουσίες και τα δικαιώματα που τους είχαν παραχωρηθεί επισήμως από το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι δράσεις των εργαζόμενων στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζονταν στις κλασικές μορφές των συνδικαλιστικών συγκρούσεων: Πάλη για υψηλότερους μισθούς ή καλύτερες συνθήκες εργασίας και ενέργειες κατά της διεφθαρμένης διοίκησης. Συνοψίζοντας, κατά τη δεκαετία του 1980, οι εργαζόμενοι της Γιουγκοσλαβίας διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους θεσμούς της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης προς όφελός τους, ενώ η ΛΚΓ τους αντιμετώπιζε όχι μόνο ως ξένους, αλλά και ως εχθρικούς προς τα συμφέροντά τους. Ενώ αυτά τα γεγονότα από μόνα τους δεν εξηγούν γιατί οι εργάτες δεν κατάφεραν να οργανωθούν, αποκαλύπτουν τους λόγους της αδυναμίας τους, λόγοι που γίνονται όλο και πιο εμφανείς κατά τη διάρκεια της μετάβασης, και ιδιαίτερα σήμερα. Παρέχουν επίσης μια εξήγηση σχετικά με το γιατί η ιδεολογική μετάβαση των εθνικών συστατικών μερών της ΛΚΓ, λόγω της ήττας και της σημαντικής υποχώρησης των κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης, που θα μπορούσαν να αποτελούσαν μια πρόκληση και μια διόρθωση στις κομματικές δομές, ήταν σχετικά ομαλή και γιατί, ως «μεταρρυθμισμένα» ή φυσιολογικά αστικά πολιτικά κόμματα, δέχτηκαν τον καπιταλισμό με το πρόσχημα των εμπορικών και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και τελικά αγκάλιασαν το νεοφιλελευθερισμό.
Προοπτικές και συμπεράσματα
Η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας δείχνει ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού σε μια σοσιαλιστική χώρα μπορεί να επιτευχθεί όχι απαραίτητα μέσω ενός αντεπαναστατικού πραξικοπήματος ή μιας ένοπλης ιμπεριαλιστικής εισβολής και ότι μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω του εκφυλισμού της ηγετικής ομάδας στη χώρα αυτή. Ο ευκολότερος τρόπος για να καταλάβεις ένα φρούριο είναι εκ των έσω. Η Γιουγκοσλαβία αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση.
Ο Μαρξ έγραψε: «Δεν είναι σημαντικό τι σκέφτεται ή κάνει ο εργαζόμενος ως άτομο, αλλά είναι σημαντικό το τι πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι ως εργαζόμενοι, ως τάξη για να εκπληρώσουν το ιστορικό καθήκον τους.»
Στη θεωρία και στην πράξη, η θέση των μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων είναι πάντα στην πρωτοπορία. Και αν η θεωρία συνδυάζεται με την πράξη, δεν πρέπει να πάμε στη μάχη μόνοι, αλλά στην κεφαλή της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Για να πάμε στη μάχη μαζί τους, είναι απαραίτητο να εισχωρήσουμε στις γραμμές τους και να γίνουμε ένα με αυτούς. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ασαφείς απόψεις, δισταγμοί, φόβοι και έλλειψη προοπτικής προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί να ακολουθήσει εμάς, τις μαρξιστικές-λενινιστικές ομάδες ή τα Κόμματά μας, αν δε μας βλέπει εν ενεργεία, διότι όσον αφορά τα μέσα προπαγάνδας που διαθέτει η καπιταλιστική αστική τάξη και τα κόμματά της είναι πολύ ισχυρότερα από τα δικά μας. Επομένως, οι μάζες του λαού πρέπει να δουν εμάς, τους κομμουνιστές σε δράση, σε συγκεκριμένες ενέργειες, ενάντια στην επιβαλλόμενη τάξη, ενάντια στο status quo, ενάντια στην αδύναμη δράση που δημιουργεί η προπαγάνδα της μπουρζουαζίας.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, όταν ο καπιταλισμός σε κρίση επιδιώκει να εδραιώσει την άγρια δικτατορία του, οι θυσίες των μαρξιστών-λενινιστών, της εργατικής τάξης και των προοδευτικών στοιχείων είναι απαραίτητες, αλλά κάθε επαναστατικό έργο απαιτεί θάρρος, εξυπνάδα και σθεναρή δράση. Δεν πρέπει να υποχωρήσουμε απέναντι σε αυτήν την κατάσταση.
Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία μας διδάσκει ότι: Κάθε επαναστατική δραστηριότητα πρέπει να καθοδηγείται από τη μαρξιστική-λενινιστική επαναστατική θεωρία, την οποία το μαρξιστικό-λενινιστικό Κόμμα κατακτά, υπερασπίζεται και εφαρμόζει πιστά. Ο στόχος κάθε γνήσιου επαναστατικού κινήματος πρέπει να είναι η εδραίωση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης. Αυτή η ηγεμονία δεν υπονοεί με κανέναν τρόπο ότι η εργατική τάξη και το μαρξιστικό-λενινιστικό Κόμμα της δεν πρέπει να συνδέονται με όλες αυτές τις τάξεις και τα στρώματα του πληθυσμού που έχουν συμφέρον από να αντιταχθούν στην καταπιεστική καπιταλιστική τάξη. Αντίθετα, η ηγεμονία της εργατικής τάξης προϋποθέτει συμμαχία με την εργαζόμενη αγροτιά, τους προοδευτικούς διανοούμενους κλπ.
Η αναδυόμενη δύναμη, η εργατική τάξη, με το επαναστατικό της κίνημα, μπορεί να διαδραματίσει τον ηγετικό ρόλο στην κοινωνική πρόοδο, στη μετάβαση από τον παλιό τρόπο παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας στο νέο, τον κομμουνιστικό.
Μόνο αυτοί που παλεύουν μπορούν να κερδίσουν. Μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή για τους ανθρώπους είναι εφικτή μόνο στο σοσιαλισμό. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να διορθωθεί, παρά μόνο να καταστραφεί ως παρωχημένος και επιβλαβής. Αυτή η επαναστατική πράξη είναι ένα νόμιμο διαλεκτικό στάδιο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, το NKPJ υπογραμμίζει με υπερηφάνεια το σύνθημά του: «Μαρξισμός-Λενινισμός, διαλύστε τον καπιταλισμό».
Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!
[1] Οι Γιουγκοσλάβοι εθελοντές στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, γνωστοί ως Ισπανοί μαχητές και Γιουγκοσλάβοι μπριγαδιστές, ήταν μια ομάδα εθελοντών από το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, που πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-39). Υπολογίζεται ότι 1.664 Γιουγκοσλάβοι μπριγαδιστές πολέμησαν στον πόλεμο, από τους οποίους 800 σκοτώθηκαν στη μάχη. Σύμφωνα με τις ισπανικές στατιστικές, 148 Γιουγκοσλάβοι εθελοντές έλαβαν το βαθμό του αξιωματικού κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Οι περισσότεροι από αυτούς αγωνίστηκαν στα τάγματα Dimitrov και Đuro Đaković των Διεθνών Ταξιαρχιών και πολλοί από αυτούς συμμετείχαν και έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της μάχης του Έβρου, το 1938. Στρατολογήθηκαν από το παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας είτε στις περιοχές τους είτε μέσω του κέντρου στρατολογίας της Κομιντέρν, που επέβλεπε στο Παρίσι ο Josip Broz Tito. Μεταξύ των εθελοντών υπήρχαν τέσσερις πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας, με τον πιο αξιοσημείωτο να είναι ο πιλότος μαχητής Božidar «Boško» Petrović, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του «Ιπτάμενου Άσου». Μετά από τον πόλεμο, αυτοί που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τα Πυρηναία έμειναν αιχμάλωτοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γαλλία, όπου η γιουγκοσλαβική κομμουνιστική οργάνωση επαναπάτρισε, παράνομα, πολλούς από αυτούς. Μερικοί από αυτούς έγιναν ηγέτες της αντίστασης κατά της ναζιστικής κατοχής. Τρία μέλη των Διεθνών Ταξιαρχιών που αγωνίστηκαν με τους Δημοκρατικούς κατέληξαν να διοικούν τους τέσσερις στρατούς του Αντάρτικου Απελευθερωτικού Στρατού που πολέμησε τους Ναζί κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: οι Peko Dapčević, Kosta Nađ και Petar Drapšin.
[2] Κατά τη διάρκεια 21 ετών (1920-1941), το καθεστώς της γιουγκοσλαβικής μοναρχίας σκότωσε περίπου 400 μέλη του ΚΚΓ.
[3] Μετά από τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας το 1948, η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (CIA) συγκέντρωσε την προσοχή της στη Γιουγκοσλαβία. Αρχικά, όμως, η διοίκηση του Truman ήταν απρόθυμη να παράσχει εκτεταμένη βοήθεια ασφαλείας στο καθεστώς του Josip Broz Tito. Το ξέσπασμα του κορεατικού πολέμου τον Ιούνη του 1950 άλλαξε την κατάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν πολύ στενότερους πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με τη Γιουγκοσλαβία και η CIA καθιέρωσε επίσημη συμφωνία συνεργασίας με το γιουγκοσλαβικό υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών και τις μυστικές επιχειρήσεις.
[4] Πριν το 6ο Συνέδριο, η αίτηση υποψηφίου μέλους έπρεπε να υποβάλλεται στην κοντινότερη Κομματική Επιτροπή ή παράρτημα του αιτούντος, μαζί με μια επιστολή που να εξηγεί: Γιατί υποβάλλει αίτηση για ένταξη, γιατί πιστεύει στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τομείς στους οποίους αισθάνεται ότι δεν ανταποκρίνεται, ώστε να γίνει μέλος. Στη συνέχεια, ο αιτών παρακολουθούσε κομματικά μαθήματα, όπου μάθαινε για το Καταστατικό και το Πρόγραμμα του Κόμματος, μετά από τα οποία έπρεπε να περάσει από γραπτές εξετάσεις.