Η στροφή στην εργατική τάξη: Η δουλειά των Ισπανών κομμουνιστών για την οργάνωση της εργατικής τάξης


Αρμίτσε Καρίγιο, Γραμματέας για την Ιδεολογική Δουλειά της ΚΕ του Κoμμουνιστικού Κόμματος των Εργαζόμενων της Ισπανίας

Η εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο

Η κυριαρχία του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής επιβάλλει τους κανόνες λειτουργίας του σε όλες τις χώρες του κόσμου. Γι’ αυτό η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας εξακολουθεί να είναι το βασικό εξάρτημα επί του οποίου περιστρέφεται το σύστημα καπιταλιστικής κυριαρχίας και το βασικό γρανάζι που το κάνει να λειτουργεί. Κατά συνέπεια, η ταξική πάλη συνεχίζει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών.

Όπως απέδειξε ο Μαρξ, πάνω από εκατό χρόνια πριν, ο στόχος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής «δεν είναι μόνο η παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά κατά βάση είναι η παραγωγή υπεραξίας».

Το πέρασμα του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική του φάση απλά τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Περιοδικά, η όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων του ίδιου του τρόπου παραγωγής κλονίζει σε τέτοιο βαθμό ολόκληρο το σύστημα, που καθιστά δύσκολο ή και προσωρινά αδύνατο να ολοκληρωθεί ο κύκλος διευρυμένης αναπαραγωγής, επηρεάζοντας κατά συνέπεια την απόσπαση υπεραξίας για την αστική τάξη. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μία καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής. Η στρατηγική της αστικής τάξης είναι πάντοτε η ίδια: Μία γενικευμένη επίθεση στην εργατική τάξη.

Στο σημείο αυτό, η απαξίωση του ρόλου της εργατικής τάξης στον τρόπο παραγωγής, η απόκρυψη του επαναστατικού της χαρακτήρα, ακόμα και η μείωση της αξίας του ρόλου της στην κοινωνία, είναι το απόλυτο πρόσχημα που χρειάζεται η αστική τάξη για να δικαιολογήσει την επίθεσή της. Το να στηρίζει τη διαίρεσή της με βάση τη χώρα καταγωγής ή ακόμα και να αρνείται την ύπαρξή της ως τάξη συμπληρώνουν το φαύλο κύκλο της ιδεολογικής χειραγώγησης.

Φυσικά, προκειμένου μια στρατηγική χειραγώγησης να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να παρουσιάζεται ως φυσικό αποτέλεσμα των τρεχουσών ερευνών. Και σε αυτό το καθήκον, η συνδρομή του μεταμοντερνισμού είναι ένα απαραίτητο θεωρητικό βοήθημα, που υπόσχεται να δώσει στα «νέα υποκείμενα» ένα σωστό θεωρητικό πλαίσιο, καθώς ο μαρξισμός-λενινισμός, λένε, δεν ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα.

Η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό δεν καταλαμβάνει καθόλου χώρο στην ημερήσια διάταξη των «κοινωνικών ακτιβιστών» και στη θέση της αναδύεται ένα συνονθύλευμα μαχών για επιμέρους ζητήματα, που δεν αναγνωρίζουν την εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο (ούτε καν την ίδια την ύπαρξή της), η επιδίωξη επιμέρους μεταρρυθμίσεων που να «εξανθρωπίζουν» τον καπιταλισμό, η τοποθέτηση στο ηθικό επίπεδο, και όχι στη βάση του ίδιου του τρόπου παραγωγής, των «ανεπαρκειών» του συστήματος («κακοί επιχειρηματίες», «ανέντιμοι πολιτικοί» κτλ.) και φυσικά να δείχνουν το Κομμουνιστικό Κόμμα σαν κάτι άχρηστο και περιττό.

Μία από τις πρακτικές και πιο αυθεντικές εκφράσεις στο πολιτικό πεδίο του μεταμοντερνισμού είναι η νέα σοσιαλδημοκρατία, η οποία αναδεικνύεται σε αυθεντικό εκπρόσωπο αυτής της πλειάδας «νέων κοινωνικών κινημάτων», που υπόσχονται να τα αλλάξουν όλα, χωρίς να διακινδυνεύσουν τίποτα.

Στην περίπτωση της Ισπανίας, το κόμμα Podemos κεφαλαιοποίησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό παράγοντα τη δυσαρέσκεια και το φόβο για την προλεταριοποίηση των μικροαστών και των μεσαίων στρωμάτων (που προέρχονταν από τη διανόηση και τα ελεύθερα επαγγέλματα), που νόμιζαν ότι η κοινωνική τους θέση, μετά από τον τελευταίο ανοδικό κύκλο του ισπανικού καπιταλισμού, θα ήταν αιώνια.

Η ικανότητά του να γεννά αυταπάτες μέσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα επηρέασε, όπως λίγοι στο παρελθόν, την υποχώρηση των εργατικών αγώνων που είχαν αναπτυχθεί το διάστημα πριν την εμφάνιση του 15-Μ (Σ.τ.Μ.: Του «κινήματος των πλατειών») και μετέπειτα Podemos.

Σε αυτήν την κατάσταση υποχώρησης του εργατικού κινήματος και αδυναμίας του υποκειμενικού παράγοντα της ταξικής πάλης, τα καθήκοντα του Κόμματος αποκτούν κεφαλαιώδη σημασία.

Τρία είναι τα βασικά στοιχεία επί των οποίων περιστρέφονται τα σημερινά μας καθήκοντα: Κόμμα-συνδικάτο-τάξη. Συγκεντροποίηση, μπολσεβικοποίηση και στροφή στην εργατική τάξη αποτελούν τα κύρια εργαλεία με τα οποία τα μέλη του ΚΚΕΙ πρέπει να ενισχύσουν το Κόμμα.

Συγκεντροποίηση σημαίνει να τεθεί ξανά ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σα ραχοκοκαλιά της κομματικής ζωής και να επιστρέψουμε στο σωστό μονοπάτι, εγγύηση για μία ενοποιημένη κατεύθυνση της ταξικής πάλης.

Καταλαβαίνουμε την μπολσεβικοποίηση του Κόμματος σα μία «ασταμάτητη σχεδιασμένη επίθεση σε όλες τις αδυναμίες». Η επιμόρφωση και εξειδίκευση στελεχών, η ενδυνάμωση του ιδεολογικού-πολιτικού επιπέδου των μελών, ο μεθοδικός σχεδιασμός της κομματικής δουλειάς σε όλα τα επίπεδα, η διόρθωση των οργανωτικών αδυναμιών είναι τα βασικά εξαρτήματα για την μπολσεβικοποίηση του ΚΚΕΙ.

Τέλος, η στροφή στην εργατική τάξη σημαίνει να τεθεί σε εφαρμογή μια στρατηγική πολιτικής δουλειάς, που να θέτει ως προτεραιότητα τη δουλειά με την εργατική τάξη. Η στροφή στην εργατική τάξη απαιτεί τα κομματικά μέλη να είναι παρόντα όχι μόνο σε μάχες που η τάξη μας πρωταγωνιστεί, αλλά και στα συνδικάτα. Να αναδεικνύουν τον ταξικό χαρακτήρα όλων των μέτρων που ο ταξικός αντίπαλος βάζει στο τραπέζι, καταλαβαίνοντας πως στην ταξική πάλη δεν υπάρχει περιθώριο για ιδεολογική ουδετερότητα.

Επαναστατικό σχέδιο, ικανότητα καθοδήγησης και ταξική σύνθεση καθορίζουν επομένως τον ταξικό χαρακτήρα του Κόμματός μας, του Κομμουνιστικού Κόμματος.

«Ευρωκομμουνισμός» και εργατικό κίνημα

Η ήττα στον Εθνικό Επαναστατικό Πόλεμο (1936-1939) έθεσε το εργατικό κίνημα σ’ ένα πλαίσιο σκληρότατης καταστολής της εργατικής τάξης και όλων των οργανωτικών της εκφράσεων. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (ΚΚΙ) κατάλαβε ότι η οργάνωση του εργατικού κινήματος ήταν θεμελιώδης για να εξασφαλιστεί η ίδια η επιβίωση του Κόμματος. Μία απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του Ιούλη του 1939 εφιστούσε την προσοχή στον κίνδυνο το Κόμμα να μείνει απομονωμένο από τις μάζες «αν ο φασισμός κατάφερνε να συνδέσει τις εργατικές μάζες, τους αγρότες και τη νεολαία με τις ίδιες του τις οργανώσεις (συνδικάτα και άλλοι φαλαγγίτικοι φορείς)».

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο το ΚΚΙ έθετε κατά βάση δύο τακτικές: Τη λεγόμενη Εργατική Συνδικαλιστική Αντιπολίτευση (OSO) και την εγκαθίδρυση των Εργατικών Επιτροπών (στο μέλλον CCOO). Η OSO, που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αν και είχε η παρουσία σε απεργίες στην Αστούριας το 1962, οφείλει την ίδρυσή της στην προσπάθειά οργάνωσης μόνιμων δομών που θα συνέδεαν τις διάφορες επιχειρησιακές επιτροπές μέσα από τους συνδέσμους και τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, όχι πάντοτε εκλεγμένους από τους εργαζόμενους του χώρου δουλειάς. Τα ειδικά αιτήματα κάθε χώρου δουλειάς έπρεπε να παίζουν ρόλο στοιχείου προσέλκυσης για την εργατική μάζα. Στην πράξη, η OSO δεν είχε μεγάλη απήχηση στο εργατικό κίνημα, γιατί στάθηκε ανίκανη να συνδέσει τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του χώρου δουλειάς με την ίδια την οργανωτική δομή.

Με μια παρόμοια στρατηγική οργάνωσης του εργατικού κινήματος, αλλά με διαφορετική πρακτική, διαμορφώθηκαν οι εργατικές επιτροπές (Comisiones Obreras). Στην αρχή δεν ήταν τίποτε άλλο από μία ομάδα εργαζόμενων εκλεγμένων από τους συναδέλφους τους, ως προσωρινοί εκπρόσωποι για τη διαπραγμάτευση με την εργοδοσία, για ζητήματα σχετικά με τους όρους δουλειάς (μισθούς, ωράρια), αφήνοντας στο περιθώριό τους το Κάθετο Συνδικάτο του φρανκισμού.

Η βασική διαφορά ανάμεσα στις Comisiones και την OSO βρισκόταν στην ίδια τη σύνθεσή τους. Ενώ η OSO περιστρεφόταν γύρω από τους συνδέσμους και τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, οι «εργατικές επιτροπές» γεννήθηκαν από την άμεση εκλογή των ίδιων των εργαζόμενων του εργοστασίου. Αυτή η άμεση σύνδεση προσέδιδε ηθικό και πολιτικό κύρος απέναντι στους εργαζόμενους στη συνέλευση του εργοστασίου, κάτι που οι σύνδεσμοι και οι εκπρόσωποι δεν είχαν. Από αυτήν τη βάση, ο τακτικός προσανατολισμός του ΚΚΙ κατέστη πολύ ξεκάθαρος τα επόμενα δέκα χρόνια: Στήριξη της συμμετοχής και της εκλογής κομματικών μελών σε αυτές τις εργατικές επιτροπές, απόδοση σε αυτές ενός μόνιμου χαρακτήρα, αφήνοντας πίσω τη συγκυριακή τους προέλευση, αξιοποίηση του στενότατου νομικού περιθωρίου της εργατικής νομοθεσίας που ίσχυε, εφόσον και όταν ήταν δυνατό, και, τέλος, μετατροπή τους σε ένα εργαλείο πολιτικής πάλης όπου οι αποκλειστικά οικονομικές διεκδικήσεις συνοδεύονταν από άλλες με πολιτικό χαρακτήρα.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 οι εργατικές επιτροπές πολλαπλασιάστηκαν σε όλη τη χώρα, επιβεβαιώνοντας στην πράξη ότι η πρόταση ήταν εύστοχη, σε σημείο που οι CCOO και το ίδιο το Κόμμα απέκτησαν ηγεμονική θέση στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα.

Αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στο βαθμό που το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα δυνάμωνε στην ηγεσία του ΚΚΙ. Στη θέρμη του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, το ΚΚΙ ενέκρινε, το 1956, τη λεγόμενη Πολιτική Εθνικής Συμφιλίωσης, που στην ουσία της σήμαινε τη διαμόρφωση ενός δημοκρατικού μετώπου στο οποίο χωρούσαν όχι μόνο οργανώσεις που αυτοαποκαλούνταν εργατικές (όπως ορισμένες καθολικές οργανώσεις, για παράδειγμα), αλλά και τα τμήματα της αστικής τάξης που ήταν ενάντια στο φρανκισμό, ενώ χώραγε ακόμα και η μοναρχική αντιπολίτευση. Σε μια απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, το Σεπτέμβρη του 1957, προβλέπονται οι Μέρες Εθνικής Συμφιλίωσης που νοούνται ως «η συνύπαρξη καθολικών, χριστιανοδημοκρατών διαφορετικών τάσεων, μοναρχικών, φιλελευθέρων, δημοκρατών, εθνικιστών, σοσιαλιστών, οπαδών της CNTκαι κομμουνιστών».

Έχοντας πάρει τέτοια τροπή τα πράγματα, η προσχώρηση του ΚΚΙ στον «ευρωκομμουνισμό» σήμανε την κορύφωση μιας μακράς διαδικασίας διάλυσης της επαναστατικής γραμμής υπέρ ενός ρεφορμιστικού οπορτουνισμού, που αναζητούσε απλά μία καλύτερη θέση στο αστικοδημοκρατικό σκηνικό που θα άνοιγε μετά από το θάνατο του Φράνκο. Φυσικά, η ρήξη με το επαναστατικό μοντέλο θα είχε πρακτικές συνέπειες στη δουλειά των κομματικών μελών στο εργατικό κίνημα τόσο για το ΚΚΙ όσο και για τις CCOO.

Από την αρχή της λεγόμενης «Μεταπολίτευσης», το ΚΚΙ παραιτήθηκε ρητά από το στόχο της πάλης για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, σε περίπτωση που διαμορφωνόταν επαναστατική κατάσταση στην Ισπανία. Σ’ ένα ντοκουμέντο του Νοέμβρη του 1975, Ο Φράνκο εξαφανίστηκε. Τα καθήκοντά του εργατικού κινήματος ώστε να χαθεί και ο φρανκισμός, αναφέρεται: «Ακόμα δε βάζουμε ζήτημα μάχης ενάντια στην καπιταλιστική τάξη καθαυτή. Αυτό πρέπει να γίνει πολύ ξεκάθαρο αν δε θέλουμε να απομονωθούμε, αν δε θέλουμε να διασπάσουμε αυτό το δημοκρατικό μέτωπο που αναπτύσσεται, αν δε θέλουμε να προσπεράσουμε τα στάδια, αν δε θέλουμε να «πορτογαλοποιήσουμε» την ισπανική διαδικασία.» Καθοριζόταν λοιπόν μια στρατηγική σταδίων, που στην πράξη σήμαινε την επίτευξη ενός ταξικού συμβιβασμού, μακριά και απέναντι από την πάλη για την εξουσία, για τον οποίο ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός εξαφανιζόταν από την ημερήσια διάταξη του Κόμματος.

Η εγκατάλειψη της επαναστατικής θέσης υπέρ ενός μπαγιάτικου οπορτουνισμού, κατά συνέπεια η απώλεια της ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα και η λησμονιά της συνδικαλιστικής ενότητας, ήταν η ταυτότητα του ΚΚΙ στις συμφωνίες της Μονκλόα, που υπογράφηκαν τον Οκτώβρη του 1977 ανάμεσα στην Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (UCD), το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) και το ίδιο το ΚΚΙ, είχαν σαν τελικό στόχο να εξασφαλίσουν τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ισπανία, μέσα από μία εργατική νομοθεσία που να ενισχύει την εργοδοσία, το πάγωμα ή τη μείωση των μισθών και την αδρανοποίηση των εργατικών κινητοποιήσεων που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τη νέα θέση της αστικής τάξης στην άσκηση της δικτατορίας της. Σε αντάλλαγμα για τη δουλειά του, το ΚΚΙ θα είχε την τύχη να νομιμοποιηθεί από την αστική τάξη. Από τη στιγμή που το ΚΚΙ στράφηκε προς μία ρητά ρεβιζιονιστική θέση, διά χειρός «ευρωκομμουνισμού», ήταν αναπόφευκτο ότι οι CCOO, των οποίων η ηγεσία είχε υιοθετήσει ή συνδεόταν με τον «ευρωκομμουνισμό», θα κατέληγε να δηλητηριαστεί από τον ίδιο το ρεβιζιονισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο, τη δεκαετία του ’80 έγιναν σκληρές ιδεολογικές συζητήσεις μέσα στο συνδικάτο, που μεταφέρονταν αναπόφευκτα στο πεδίο της συνδικαλιστικής πρακτικής. Λίγο απλοποιημένα για λόγους συντομίας, η ιδεολογική συζήτηση στις διοικήσεις των συνδικάτων αφορούσε το ποιος θα έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας των συνδικάτων.

Μετά από μια υπόκωφη πολεμική, στην οποία συμμετείχαν διάφοροι συνδικαλιστικοί ηγέτες, οι CCOO θα υποταχθούν στη συμφωνία που παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση UCD, του Αδόλφο Σουάρεθ, προσανατολίζοντας τη συνδικαλιστική τους πρακτική προς τη λεγόμενη «αποκρυστάλλωση της δημοκρατίας».

Η διπλή άρνηση τόσο του ταξικού χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας όσο και του χαρακτηρισμού της ως μιας ακόμα μορφής της δικτατορίας του κεφαλαίου σήμαινε στην πράξη ότι το συνδικάτο βρισκόταν συνεχώς σε άμυνα μπροστά στην εργοδοσία, μείωνε τις απαιτήσεις της εργατικής τάξης και θεωρούσε ουδέτερο πολιτικό πλαίσιο τη νέα καπιταλιστική διαμόρφωση που άνοιγε στην Ισπανία εκείνα τα χρόνια.

Κατά συνέπεια, η εμπιστοσύνη σε μια κοινωνική συμφωνία με την αστική τάξη μετάλλασσε τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης υπέρ της πίστης στα εργαλεία της αστικής δημοκρατίας. Μία ακόμα συνέπεια ήταν ο ιδεολογικός αφοπλισμός ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης, που έμαθαν να σέβονται το καπιταλιστικό πλαίσιο που υπήρχε ως φυσικό και επιθυμητό.

Αυτές οι εντάσεις θα οξύνονται όλο και περισσότερο από το 1ο Συνέδριο των CCOO το 1978 και ειδικά από το δεύτερο το 1981, όταν οι αναμενόμενες συνέπειες των συμφωνιών της Μονκλόα κλόνισαν τις δομές των συνδικάτων, με αποκορύφωμα μια απότομη πτώση του αριθμού των μελών: Από 1,8 εκατομμύρια το 1978, πέρασε στις 700.000 τρία χρόνια μετά, όταν η εργατική τάξη ένιωσε στο πετσί της τις συνέπειες της προδοσίας των συμφωνιών με την αστική τάξη.

Το 1983, η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ των συνομοσπονδιών χαρακτήριζε τις κοινωνικές συμφωνίες με την αστική τάξη ως μία ακόμα αποδεκτή στρατηγική, πράγμα το οποίο σιγούρεψε ότι το 3ο Συνέδριο, που έγινε το 1984, θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό. Έτσι και έγινε, όταν το «κονκλάβιο» του 1984 ολοκληρώθηκε με τις CCOO διαιρεμένες σε διάφορα ιδεολογικά ρεύματα. Από τη μία, μία αριθμητική πλειοψηφία που είχε ακόμα δεσμούς με το KKI, μία άλλη ομάδα που ακόμα κράταγε ψηλά τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού συνδεδεμένη με το νεαρό τότε Κομμουνιστικό Κόμμα (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας) και άλλες ομάδες τροτσκιστικού προσανατολισμού και λίγο-πολύ κοντινές στην Επαναστατική Κομμουνιστική Ένωση, το Εργατικό Κόμμα Ισπανίας.

Η αντεπανάσταση και το συνδικαλιστικό κίνημα της Ισπανίας

Φυσικά, οι ιδεολογικές συζητήσεις μέσα στις CCOO, που έχουμε σημειώσει επιγραμματικά στην προηγούμενη ενότητα, επηρέασαν τις σχέσεις τους με το εξωτερικό. Σα συνέπεια αυτού, πολύ νωρίς, μόλις το 1973, οι CCOO συζητούν με την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων, με κατεύθυνση κατά βάση σοσιαλδημοκρατική, για μία πιθανή ένταξή τους. Αυτή η ένταξη, εν τέλει, θα γινόταν το 1991, όταν οι CCOO θα εγκατέλειπαν την Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ).

Η αποσύνδεση από την ΠΣΟ σήμανε τη δημόσια έκφραση της εγκατάλειψης του επαναστατικού σχεδίου από τις CCOO, «τη λησμονιά» της σοσιαλιστικής κοινωνίας σαν κοινωνικό πολιτικό σχέδιο χειραφέτησης και την πλήρη ένταξή τους στη νέα διάταξη του καπιταλισμού στην Ισπανία.

Η νέα εποχή, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η αντεπανάσταση στις σοσιαλιστικές χώρες, θα χαρακτηρίζεται, από τότε, από την οριστική ανάληψη της διαλεκτικής κοινωνικής συμφωνίας συγκρατημένης κινητοποίησης, που συστηματικά μεταφράζεται σε σταδιακή χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών της εργατικής τάξης υπέρ των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Το 1997, οι CCOO και η Γενική Ένωση Εργατών (UGT) υπογράφουν με την εργοδοσία συμφωνία στηριγμένη από την κυβέρνηση, με την οποία αυξάνονται τα προνόμια για την εισφορά των εργοδοτών στην κοινωνική ασφάλιση και διευρύνονται οι Εταιρίες Προσωρινής Απασχόλησης. Το 2006, γίνεται μία νέα συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση, την εργοδοσία και τα συνδικάτα, με την οποία, μεταξύ άλλων μέτρων, μειώνεται η εργοδοτική εισφορά για την ανεργία.

Κατά τη διάρκεια των ετών, οι διαδοχικές καπιταλιστικές κρίσεις μεταφράστηκαν σε ξεκάθαρη χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών της εργατικής τάξης, χωρίς τα συνδικάτα, φυλακισμένα σε μία συμφιλιωτική δυναμική, να μπορούν να φρενάρουν τις επιθέσεις της αστικής τάξης ή ακόμα λιγότερο να σηκώσουν ένα μέτωπο πάλης συγκροτημένο και ικανό να θέσει την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας στην πολιτική του ατζέντα και να παλέψει για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η απαξίωση του συνδικαλισμού δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για μείωση των μελών, τη διάσπαση, το διασκορπισμό της εργατικής τάξης σε μία πληθώρα συνδικαλιστικών χαρακτηριστικών σχημάτων, κανένα εκ των οποίων δεν μπορεί να συγκεντρώσει γύρω του όλο το εργατικό κίνημα.

Η σημερινή κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ισπανία

Σε αυτήν την κατάσταση αδυναμίας του εργατικού κινήματος, μας κλονίζει η καπιταλιστική κρίση το 2008. Η αστική τάξη κατάλαβε πολύ σύντομα το βάθος που έπαιρνε η τελευταία κρίση και φοβήθηκε πως θα ξεσπούσαν μαζικές απαντήσεις από τους εργαζόμενους.

Η απάντηση δεν άργησε. Από τη μία πλευρά, προώθησε ένα σύνολο οικονομικών μέτρων, που σκοπό είχαν να συγκρατήσουν τις συνέπειες της κρίσης και που θα είχαν την ανοχή της εργατικής τάξης και του συνόλου του εργαζόμενου λαού. Από την άλλη, ξεκινά μία θηριώδη επίθεση ενάντια στο συνδικαλισμό και το εργατικό κίνημα, επιμένοντας να τονίζει το ρόλο των μικροαστών και μεσοαστών, των οποίων οι επιθυμίες ήταν απόλυτα ενσωματωμένες στις συντεταγμένες της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τέλος, σε ό,τι αφορά το πολιτικό σύστημα, προώθησε την αλλαγή του μονάρχη ως στρατηγική ανανέωσης της εικόνας μιας μοναρχίας πολύ απαξιωμένης, τη στιγμή που μέρος των διεκδικήσεων της νέας σοσιαλδημοκρατίας, που δε σήμαιναν κίνδυνο για το σύστημα κυριαρχίας, υιοθετούνταν άμεσα από τα κόμματα που κλασικά εκπροσωπούσαν την αστική τάξη.

Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος προώθησε την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών όπως η υγεία και η παιδεία, μείωσε τις παροχές για την ανεργία και πάγωσε τους μισθούς και τις συντάξεις.

Ιδιαίτερα επιζήμια ήταν η εργασιακή μεταρρύθμιση του 2012, που, μεταξύ άλλων μέτρων, προωθεί συμβάσεις-σκουπίδια επί της ουσίας, για την κατάρτιση και τη μαθητεία, εισάγει την εργασιακή ευελιξία και κινητικότητα, προωθεί την επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις και τη μείωση του κόστους των απολύσεων, βαθαίνοντας στη γραμμή που χάραξε η προηγούμενη εργασιακή μεταρρύθμιση του 2010, που είχε εγκριθεί από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρο.

Αναμφίβολα, ο βασικός στόχος της μεταρρύθμισης ήταν να τελειώνει με τη συλλογική διαπραγμάτευση που αποτελούσε ένα από τα βασικά όπλα διαπραγμάτευσης της εργατικής τάξης με την αστική. Η τροποποίηση του άρθρου 84 του Γενικού Νόμου για την Εργασία (Estatuto de los Trabajadores) έδινε, από τότε και στο εξής, προτεραιότητα στις επιχειρησιακές συμβάσεις σε σχέση με τις κλαδικές, περιφερειακές ή κρατικές συμβάσεις σε ζητήματα όπως το ποσό του βασικού μισθού, τα επιδόματα, η πληρωμή των υπερωριών, το ωράριο η κατανομή του εργασιακού ωραρίου. Ομοίως, τελείωνε με τη μετενέργεια των συμβάσεων.

Η απάντηση του εργατικού κινήματος δεν άργησε. Πληθώρα διαδηλώσεων, αγώνες διαφόρων τύπων και κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα δυνάμωσαν τις φωνές των εργατών για προκήρυξη γενικής απεργίας, που, εν τέλει, θα πραγματοποιούνταν στις 29 Μάρτη.

Ωστόσο, παρά την επιτυχία τις σύγκλησης της γενική απεργίας, γρήγορα επήλθε η αποκινητοποίηση. Πέρα από τη σταθερή καμπάνια χειραγώγησης από την αστική τάξη, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κυριαρχία του οπορτουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, όπως και η πολύ ισχνή κομμουνιστική επιρροή στο εργατικό κίνημα, κατέστησαν αδύνατο η πάλη να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις οργάνωσης, έκτασης και έντασης και θα κατέληγε να οδηγείται ξανά στην ακίνδυνη κοινοβουλευτική οδό, με μόνο στόχο τη μεταρρύθμιση της αστικής δημοκρατίας.

Κατά τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης Ραχόι, αναπτύχθηκαν ξανά κινητοποιήσεις που αναμένονταν να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος της ανάκαμψης του συνδικαλιστικού κινήματος σε αυξητική βάση, με τρία βασικά κεφάλαια: Την πάλη των συνταξιούχων, που πρωταγωνίστησαν σε μια σειρά διαδηλώσεις και δράσεις σημαντικές σε έκταση και ένταση σε όλη τη χώρα, τη μέρα της Εργαζόμενης Γυναίκας, που έγινε μια πολύ επιτυχημένη κινητοποίηση με υψηλά επίπεδα, που, ίσως, ποτέ να μην είχαμε δει στην Ισπανία. Το τρίτο χαρακτηριστικό ήταν η όλο και πιο έντονη διεκδίκηση προκήρυξης γενικής απεργίας από τους εργαζόμενους πολυάριθμων επιχειρήσεων.

Σε ένα ασταθές σκηνικό, που έπαιζε ανάμεσα στο ενδεχόμενο κήρυξης πρόωρων εκλογών και την ιδιαίτερα σύνθετη εξάντληση της θητείας από το ΡΡ, έγινε πρόταση μομφής που κατέστησε τον Πέδρο Σάντσεθ –νέο ηγέτη του PSOE– πρόεδρο της κυβέρνησης.

Η ανάληψη της κυβέρνησης από την κλασική σοσιαλδημοκρατία προώθησε μία «πολιτική χειρισμών» (για παράδειγμα, υποδοχή του πλοίου Ακουάριους ή η εκταφή του πτώματος του Φράνκο), που έχει διπλό σκοπό: Αφενός, να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη πρόθεση ψήφου που θα επιτρέψει στο PSOE να κερδίσει τις επόμενες εκλογές και, αφετέρου, να υποτάξει τη νέα σοσιαλδημοκρατία που εκπροσωπεί το Podemos, όπως έδειξε η συμφωνία για τον προϋπολογισμό για το 2019 με την υπογραφή και των δυο πολιτικών δυνάμεων.

Η ανοδική τάση της εργατικής κινητοποίησης διοχετεύεται, εκ νέου, προς τον κοινοβουλευτισμό, την αναμόρφωση της αστικής δημοκρατίας και σε αισθητικές αλλαγές που δεν αμφισβητούν στο ελάχιστο το κυρίαρχο σύστημα.

Η πολιτική της στροφής στην εργατική τάξη

Η πολιτική της «στροφής στην εργατική τάξη» βασίζεται σε δύο βασικές έννοιες, κοινές για κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα: Από τη μία, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένα προλεταριακό κόμμα, του οποίου ο ταξικός χαρακτήρας προέρχεται από την ιδεολογική του θέση, τους στόχους που θέλει να πετύχει, την ταξική του σύνθεση και την ικανότητά του να αναλαμβάνει την πρακτική καθοδήγηση της εργατικής τάξης, και, δεύτερον, χωρίς μία οργανωμένη παρουσία και μία ευρεία επίδραση του Κόμματος μέσα στην εργατική τάξη, το επαναστατικό καθήκον καθίσταται αδύνατο.

Στις συζητήσεις που πραγματοποιούνται στα Συνέδριά μας καταλήξαμε ότι στις περιπτώσεις που ένα Κομμουνιστικό Κόμμα έχει αναπτύξει συνεχή και άμεση δουλειά με την εργατική τάξη, το εργατικό κίνημα της χώρας αποκτάει περισσότερη δύναμη και, με τον καιρό, το ίδιο το Κόμμα δυναμώνει εντάσσοντας νέες επαναστατικές δυνάμεις στις γραμμές του και επεκτείνοντας την επίδρασή του και την ικανότητα καθοδήγησης.

Από αυτήν την οπτική γωνία το κύριο καθήκον για οποιοδήποτε Κομμουνιστικό Κόμμα είναι η άμεση δουλειά με την εργατική τάξη, γιατί κυρίως εκεί λαμβάνει χώρα η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Αν η διαδικασία απόσπασης υπεραξίας είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει ο καπιταλισμός, θα πρέπει εκεί να επικεντρώσουμε την προσπάθεια των κομματικών μελών.

Για χρόνια, το κομμουνιστικό κίνημα στην Ισπανία, παρασυρμένο από ιδεολογικές αντιλήψεις διαφόρων τύπων, δεν μπόρεσε να αναπτύξει συνεπή πολιτική δουλειά με την εργατική τάξη, επιλέγοντας αντ’ αυτού να αφιερώνει δυνάμεις σε διαταξικές μάχες, οι οποίες, όσο σημαντικές και να είναι, δεν έχουν μέσα τους τον επαναστατικό σπόρο, γιατί δεν αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα καπιταλιστικής κυριαρχίας, θέτοντας την εργατική τάξη de facto σε μία θέση υποταγμένη σε σχέση με άλλες τάξεις ή κοινωνικά στρώματα. Δουλεύοντας με αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι αδύνατη η ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου, γιατί η μαζική πάλη απομονώνεται από την αντικειμενική ταξική της βάση. Η στροφή στην εργατική τάξη μεταφράζεται σε τρία πράγματα: Στο ιδεολογικό πεδίο με την εξάπλωση μέσα στην εργατική τάξη των αρχών και θεμελίων του επιστημονικού σοσιαλισμού, με εκπεφρασμένο σκοπό την εξασφάλιση της ιδεολογικής ανεξαρτησίας της κοινωνικής τάξης μας. Στο πολιτικό επίπεδο, με την αποκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα κάθε κυβερνητικού μέτρου και των προτάσεων των άλλων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, βγάζοντάς τους τον ψεύτικο μανδύα αντικειμενικότητας, όπως και με την επεξεργασία των πολιτικών μας προτάσεων που υπερασπίζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τρίτο, σε οργανωτική βάση, να οργανώσουμε την παρουσία μας στους χώρους δουλειάς και συγκεκριμένα στους στρατηγικούς παραγωγικούς τομείς, μέσω ενός αναλυτικού σχεδιασμού της δουλειάς όλων των οργάνων του Κόμματος, από την Κεντρική Επιτροπή μέχρι τις ΚΟΒ.

Η δουλειά στα συνδικάτα είναι ένα συστατικό στοιχείο της στροφής στην εργατική τάξη. Αλλά, φυσικά, δεν περιορίζεται στην ένταξη των κομματικών μας μελών στα συνδικάτα, αλλά συνεπάγεται συνεχή δουλειά ανόδου της ταξικής συνείδησης, προσπάθεια για την ενοποίηση των επιμέρους αγώνων και κατά συνέπεια την ενότητα της εργατικής τάξης, για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού σκοπό έχει να επικεντρωθεί στους χώρους δουλειάς και στις εργατικές περιοχές και να επιφέρει μία διαφορετική οργανωτική δομή του Κόμματος, συνεπή με την ταξική βάση του καπιταλισμού και τον ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος: Η μετάβαση από μία δομή με εδαφική βάση σε άλλη, που να έχει σα θεμέλιο τη δημιουργία ΚΟΒ στους χώρους δουλειάς, τις επιχειρήσεις και τις βιομηχανικές ζώνες, ήδη κάνει τα πρώτα της βήματα, συγκροτώντας ΚΟΒ σε στρατηγικούς χώρους όπως το Αεροδρόμιο Μπαράχας της Μαδρίτης, σε τομείς με μεγάλη συγκέντρωση εργατών, όπως τα τηλεφωνικά κέντρα ή την αύξηση της κομματικής δράσης σε τομείς με μεγάλη επιρροή στο σύνολο της εργατικής τάξης, όπως είναι οι εξορύξεις ή ο κλάδος του μετάλλου.

Το Κόμμα, αντιλαμβανόμενο τον κεντρικό χαρακτήρα της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας πρέπει να μπορεί να οργανώνει με λενινιστικά χαρακτηριστικά τις γραμμές της εργατικής τάξης, έχοντας επίγνωση της αναγκαιότητας να ξεπεράσει τους αγώνες που είναι αποκλειστικά και μόνο ρεφορμιστικοί. Η αποφασιστική παρέμβαση των κομματικών δυνάμεων στους εργατικούς αγώνες, όπως η πρόσφατη απεργία του Amazon, που οδήγησε στη σύλληψη ενός συντρόφου μας από την αστυνομία, ή η δράση του Κόμματος για την υπεράσπιση των θέσεων εργασίας στην επιχείρηση ALCOA, είναι νέα βήματα που ενισχύουν τον ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος και τους δεσμούς του με το προλεταριάτο, που δίνουν ώθηση στην ταξική συνείδηση και ενισχύουν την προοπτική της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό και το αναγκαίο επαναστατικό ξεπέρασμά του.

Όπως λέγαμε στο τελευταίο μας Συνέδριο, παλεύουμε για μια χώρα, για την εργατική τάξη. Πρακτικά, αυτό σημαίνει να προετοιμάζουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν να πάρουμε την πολιτική εξουσία, να εγκαθιδρύσουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου και να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό στην Ισπανία. Αυτό το καθήκον δεν μπορεί να το διανοηθεί κανείς χωρίς τη στροφή στην εργατική τάξη που εφαρμόζουμε στην πράξη.

Συμπέρασμα

Σε αυτό το άρθρο προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε διάφορες βασικές ιδέες που δικαιολογούν, κατά την κρίση μας, τη στρατηγική πρόκληση που ονομάζουμε «στροφή στην εργατική τάξη».

Λέμε ότι η βασική αντίθεση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής εξακολουθεί να είναι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Κατά συνέπεια, η εργατική τάξη παίζει το ρόλο του επαναστατικού υποκειμένου, πράγμα το οποίο δεν αποκλείει την πιθανότητα να υπάρχουν κοινωνικές συμμαχίες με άλλα τμήματα ή στρώματα της κοινωνίας που υφίστανται εκμετάλλευση από τον καπιταλισμό, συσπειρώνοντας εργατικές και λαϊκές δυνάμεις στην επαναστατική προοπτική της ανατροπής.

Δεύτερο, η ανάλυση της εμπειρίας του κομμουνιστικού κινήματος στην Ισπανία μας δείχνει ότι οι προσπάθειες για να συνδεθεί το Κόμμα στενά με την εργατική τάξη –μέσω των εργατικών επιτροπών– ήταν αυτή που επέτρεψε όχι μόνο να αποφευχθεί η απομόνωση του Κόμματος στη σκληρή περίοδο της φρανκικής δικτατορίας, αλλά και στη μετατροπή του σε ηγεμονική δύναμη μέσα στο εργατικό κίνημα.

Τρίτο, διαπιστώσαμε επίσης ότι η εγκατάλειψη των μαρξιστικών-λενινιστικών θέσεων υπέρ του ρεβιζιονισμού σήμανε την απώλεια του ταξικού χαρακτήρα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας και την απώλεια της ηγεμονίας που έχει κερδηθεί στα εργοστάσια. Αυτή η ιδεολογική παραίτηση θα μεταφερόταν αναπόφευκτα και στις CCOO. Οι σκληρές ιδεολογικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο συνδικάτο τη δεκαετία του ’80 τελείωσαν με την υιοθέτηση της διαλεκτικής σχέσης κοινωνική συμφωνία-συγκρατημένη κινητοποίηση, που μέχρι σήμερα διατηρεί την εργατική τάξη σε αμυντική στάση απέναντι στην αστική τάξη. Τέλος, σε αυτό το πλαίσιο, όπου το εργατικό κίνημα είναι αδύναμο και η ταξική ταυτότητα έχει χαθεί, το βασικό καθήκον του ΚΚΕΙ έχει να κάνει με τη σύνδεση με την εργατική τάξη μέσα από την παρουσία όχι μόνο στους εργατικούς αγώνες ή στα συνδικάτα, αλλά ιδιαίτερα με τη δημιουργία ΚΟΒ στους χώρους δουλειάς, σε στρατηγικούς τομείς σε όλη τη χώρα.

Το πέρασμα από μια δομή με εδαφική βάση σε άλλη, παραγωγική, θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε τις αναγκαίες συνθήκες για να οργανώσουμε την εργατική τάξη στην επαναστατική προοπτική, υπό το σύνθημα της πάλης για μία χώρα για την εργατική τάξη.