Οι πυρήνες στους χώρους δουλειάς: Ραχοκοκαλιά της Λενινιστικής οργάνωσης


Αλπασλάν Σαβάς, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας.

Η πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία συνεχίζεται για περισσότερο από δυο αιώνες. Γνωρίζουμε ότι σε όλη αυτήν τη μακρά ιστορία και οι δύο κοινωνικές τάξεις έχουν πάρει πολλά βασικά μαθήματα, το σημαντικότερο από τα οποία αφορά την οργάνωση. Όσο η εργατική τάξη είχε μια ισχυρή οργάνωση, κατάφερε να αντικρούσει τους καπιταλιστές. Αντίθετα, καθώς η αστική τάξη κατάφερε να διατηρήσει την αντίπαλη τάξη αποδιοργανωμένη, κατάφερε να γίνει δύναμη.

Όντας ο τόπος στον οποίο λαμβάνει χώρα η καπιταλιστική εκμετάλλευση, οι χώροι δουλειάς ήταν ο τομέας όπου αυτό το παράδειγμα έκανε πιο αισθητή την εμφάνισή του. Σήμερα, ο καπιταλισμός κατόρθωσε να αναδιοργανώσει τους χώρους εργασίας ως χώρους όπου εξασφαλίζεται η αποδιοργάνωση των εργαζόμενων. Και πώς κατάφερε να το κάνει αυτό; Μέσα από διάφορα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της τεχνικής οργάνωσης της εργασίας, την καθιέρωση ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των εργαζόμενων, τον έλεγχο των αποτελεσμάτων των παραγωγικών δραστηριοτήτων και την παροχή υπηρεσιών, ανοίγοντας το δρόμο για την οργάνωση εθνικιστικών-συντηρητικών ιδεολογιών μεταξύ των εργαζόμενων κλπ.

Ωστόσο, οι εργαζόμενοι είναι παραδοσιακά οι πιο ισχυροί στους τόπους παραγωγής και παροχής υπηρεσιών. Μοιράζονταν τα προβλήματά τους με τους συναδέλφους τους, ενεργούσαν από κοινού για να λύσουν τα παράπονά τους ή να έχουν νέες κατακτήσεις. Η οργάνωση των εργαζόμενων στο χώρο εργασίας είχε ως αποτέλεσμα πολλά οφέλη, όπως το οκτάωρο, ο συνδικαλισμός, το δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών, η διαπραγμάτευση των μισθών κλπ.

Αλλά σήμερα, οι χώροι εργασίας έχουν γίνει οι προμαχώνες των καπιταλιστών. Εάν το κομμουνιστικό κίνημα θελήσει να δώσει τέλος στην αποδιοργάνωση της εργατικής τάξης, θα πρέπει να απελευθερώσει τους χώρους εργασίας από το να είναι χώροι όπου οι καπιταλιστές έχουν ελευθερία κινήσεων.

Η προετοιμασία για την επανάσταση

Το επιχείρημα που λέει ότι η οργάνωση της εργατικής τάξης στους χώρους δουλειάς περιορίζεται στον οικονομικό αγώνα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στο πλαίσιο των ταξικών αγώνων. Η Ιστορία είναι γεμάτη από ήττες της κοινωνικής τάξης που διεξήγαγε έναν αγώνα που συμβιβαζόταν με κάτι λιγότερο από την πολιτική εξουσία. Αρκεί να θυμηθούμε τα χρόνια μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση για να το δούμε αυτό. Κατά τη συντριβή της Γερμανικής Επανάστασης του 1918, η αστική τάξη εκμεταλλεύτηκε όχι μόνο την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την έλλειψη μιας επαναστατικής πρωτοπορίας, που θα οργάνωνε την εργατική τάξη στους χώρους δουλειάς και θα εξάπλωνε αυτήν την οργάνωση σε όλη τη χώρα. Ομοίως, η απεργία των βιομηχανικών εργατών στη Γαλλία το 1919, η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στη Βρετανία το 1921 και η κατάληψη εργοστασίων στην Ιταλία το 1920 κατέληξαν σε παρόμοιες ήττες. Η καταιγίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν ήταν αρκετή για την εργατική τάξη, ώστε να ανατρέψει την αστική τάξη στην πατρίδα του καπιταλισμού. Ήταν προφανές ότι υπήρχαν άλλες απαιτήσεις για μια επανάσταση στην Ευρώπη:

«Το πρώτο στάδιο του μεταπολεμικού επαναστατικού κινήματος, σε μεγάλο βαθμό, έρχεται σε τέλος. Η επανάσταση συνεχίζεται, αλλά όχι κατά μήκος μιας ευθείας γραμμής. Το σημερινό καθήκον είναι να συνεχίσουμε τη βασική προετοιμασία για την επανάσταση. » [1]

Ο Λένιν απευθύνθηκε στα Κομμουνιστικά Κόμματα στο 3ο Διεθνές Συνέδριο της Κομιντέρν το 1921, υπογραμμίζοντας την ανάγκη προετοιμασίας για την επανάσταση. Στο ίδιο Συνέδριο, η Κομιντέρν πρότεινε πώς θα έπρεπε να γίνει η προετοιμασία για την επανάσταση. Στο Συνέδριο, όπου κλήθηκαν όλα τα κόμματα για μπολσεβικοποίηση, η αναδιοργάνωση των κομμάτων με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς αναφέρθηκε ως στοιχείο μπολσεβικοποίησης.

Μπολσεβικισμός, όχι τρεϊντ-γιουνιονισμός! Από την αρχή στη Ρωσία και από τη στιγμή που άρχισε να υποχωρεί στην Ευρώπη, αμέσως μετά από την Επανάσταση, η απάντηση των κομμουνιστών στο πρόβλημα της οργάνωσης της εργατικής τάξης στους χώρους δουλειάς ήταν ξεκάθαρη.

Ο τρεϊντ-γιουνιονισμός ήταν η απάντηση της αστικής τάξης και η διοίκησή της ήταν η Β' Διεθνής. Η αποχώρηση του Λένιν και των συντρόφων του από τη Β' Διεθνή, η οποία είχε μετατρέψει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους συνεταιρισμούς και τα εργατικά κόμματα σε τεράστιες μαζικές οργανώσεις στις αρχές του 1900, δεν ήταν σύμπτωση. Η Β' Διεθνής εκφυλίστηκε, καθώς έκανε συμβιβασμούς με την αστική τάξη σε όλες τις πτυχές, έγινε το εργαλείο της εναντίον της εργατικής τάξης και αυτοκαταστράφηκε με την έγκριση των πολεμικών προϋπολογισμών των αστικών κυβερνήσεων το 1914. Μέχρι που η αστική τάξη την κάλεσε να πράξει το καθήκον της για ακόμα μια φορά, καθώς τα σύννεφα μιας ευρωπαϊκής επανάστασης συσσωρεύονταν μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση...

Η αστική τάξη φοβόταν τον μπολσεβικισμό μέχρι θανάτου. Δεν κατάφερε να βρει λύση σε αυτήν την απειλή. Εξάλλου, ο φόβος του θανάτου δε διαδόθηκε μόνο στη Ρωσία, αλλά σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και στον κόσμο. Ο μπολσεβικισμός υλοποιήθηκε ως παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα στη Γ' Διεθνή.

Μπολσεβίκοι και Μπολσεβικισμός

Προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως την επιμονή της Κομιντέρν στην μπολσεβικοποίηση και την οργάνωση που βασίζεται στους χώρους δουλειάς ως στοιχείο της, θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τις οργανωτικές πρακτικές του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Στη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν να οργανώσουν τους κυριότερους πυρήνες τους στους χώρους δουλειάς -σε εργοστάσια, βιοτεχνίες, αγροκτήματα, ναυτικά πλοία κλπ.- σε όλες σχεδόν τις περιόδους. Παρόλο που το Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν μικρό σε μέγεθος, η πρακτική αυτή τους επέτρεψε να καθιερώσουν άμεση επαφή και στενότερους δεσμούς με το προλεταριάτο, σε σύγκριση με τους μενσεβίκους.

«Στην Τσαρική Ρωσία οι πυρήνες (...) χρησιμοποίησαν όλα τα ζητήματα στα εργοστάσια' την άσχημη συμπεριφορά των επιστατών, τις μειώσεις μισθών, τα πρόστιμα, την αδυναμία παροχής ιατρικής βοήθειας σε ατυχήματα κλπ., με προφορική προπαγάνδα στο πόστο, μέσω φυλλαδίων, συναντήσεων στις εργοστασιακές πύλες ή στα προαύλια των εργοστασίων, και χωριστές συναντήσεις με τους πιο ταξικά συνειδητούς και επαναστάτες εργάτες.» [2]

Είναι προφανές ότι οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα ζητήματα σε επίπεδο χώρου εργασίας για να οργανώσουν τους εργαζόμενους. Επιστράτευαν προβλήματα που σχετίζονταν με την εργασία, όπως οι χαμηλοί μισθοί, τα πρόστιμα, τα εργατικά ατυχήματα κλπ. ως εργαλεία, για να έρχονται σε επαφή και να οργανώνουν τους εργαζόμενους.

Αλλά οργάνωση για τι;

«Οι μπολσεβίκοι αναδείκνυαν πάντα τη σχέση μεταξύ της κακομεταχείρισης στα εργοστάσια και της εξουσίας της απολυταρχίας (...). Παράλληλα, η απολυταρχία συνδέθηκε με τη σύγχυση των κομματικών πυρήνων με το καπιταλιστικό σύστημα, έτσι ώστε στην αρχή της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος οι μπολσεβίκοι καθιέρωσαν μια σχέση μεταξύ του οικονομικού αγώνα και του πολιτικού.» [3]

Με αυτόν τον τρόπο, οι μπολσεβίκοι κατέστησαν τους χώρους δουλειάς ως τομείς πολιτικού αγώνα, όπως επίσης και της οργάνωσης μαζικά ή άνθρωπο τον άνθρωπο.

Γνωρίζουμε ότι η λενινιστική απάντηση στο ερώτημα πώς να γεμίσει το κενό μεταξύ των σημερινών και των ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης είναι η θεωρία του κόμματος της πρωτοπορίας. Η οργάνωση των χώρων δουλειάς των μπολσεβίκων ήταν η πρακτική εκδήλωση αυτής της θεωρητικής απάντησης.

Και αυτή ήταν μια κολοσσιαία προετοιμασία για την επανάσταση. Κατά το προπαρασκευαστικό της στάδιο, το Μπολσεβίκικο Κόμμα εργάστηκε με υπομονή με συναντήσεις, συγκεντρώσεις, ομιλίες που γίνονταν κατά τη διάρκεια των γευμάτων, διανέμοντας αντίτυπα της Iskra μεταξύ των πάγκων κλπ.

Η επιμονή της Κομιντέρν

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Λένιν ήταν η πιο λαμπρή πολιτική ιδιοφυία της εποχής. Ωστόσο, ήταν επίσης ένας από τους μεγαλύτερους οργανωτές όλων των εποχών. Στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν, όπου τόνισε ότι «το σημερινό καθήκον είναι να προετοιμαστούμε για την επανάσταση», ο Λένιν είπε στα Κομμουνιστικά Κόμματα ότι η προετοιμασία για την οποία μιλούσε, ήταν οργάνωση με βάση το εργοστάσιο. Η Κομιντέρν μετέτρεψε το κάλεσμα του Λένιν σε απόφαση με το σύνθημα: «Στις μάζες».

Δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι η απόφαση εφαρμόστηκε με τον ίδιο ζήλο. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, στο 5ο Συνέδριο, η Κομιντέρν κατάφερε να επαναφέρει την απόφαση, ξανά, στην κύρια ημερήσια διάταξή της.

Τρία χρόνια ήταν ένα μάλλον πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να τεθεί σε δράση στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Οι ταξικοί αγώνες ήταν δύσκολοι και, σε σύγκριση με άλλες περιόδους, το κόστος οποιασδήποτε καθυστέρησης ήταν αρκετά μεγάλο για το κόμμα που καθυστέρησε, γιατί η καπιταλιστική τάξη έπαιρνε γρήγορα μέτρα εναντίον της Οκτωβριανής Επανάστασης παντού, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Στο 5ο Συνέδριο, το 1924, η Κομιντέρν επανέφερε το ζήτημα της μπολσεβικοποίησης -το μετασχηματισμό των Κομμουνιστικών Κομμάτων με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς, ως στοιχείο της μπολσεβικοποίησης- και την εφαρμογή μιας πολιτικής ευρείας οργάνωσης, με το σύνθημα «στις μάζες», χωρίς καθυστέρηση. Ωστόσο, η δεδομένη κατάσταση στους ταξικούς αγώνες ήταν μάλλον διαφορετική σε σύγκριση με την άμεση επακόλουθο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στο ίδιο Συνέδριο, η Κομιντέρν καθόρισε τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού ως «μερική, σχετική και μεταβατική σταθερότητα». Στην πραγματικότητα, ο ορισμός αυτός επιβεβαιώθηκε σύντομα. Σε πενταετείς περιόδους, πρώτον, ξέσπασε η οικονομική κρίση που συγκλόνισε τον κόσμο και δεύτερον, η πολιτική κρίση που κατέληξε σε νέο παγκόσμιο πόλεμο. Ως εκ τούτου, αποκαλύφθηκε η σημασία της «προπαρασκευαστικής περιόδου» που επισήμανε ο Λένιν. Ο μεγάλος σεισμός του καπιταλισμού πλησίαζε και οι κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο, αφενός, εξόπλιζαν τα Κόμματά τους και, αφετέρου, έκαναν ένα σημαντικό βήμα στους χώρους δουλειάς, μέσα στην εργατική τάξη.

Η εισχώρηση στην εργατική τάξη

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, μέχρι το τελευταίο της Συνέδριο, το 1936, η Κομιντέρν δεν υποχώρησε ποτέ από την επιμονή της για μπολσεβικοποίηση και την οργάνωση με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς, ως κύριο στοιχείο της. Εκπονήθηκαν πολλά γραπτά και πρακτικά έργα για το θέμα αυτό.

Το Συνέδριο, στο οποίο το θέμα κατέστη κεντρικό, ενέκρινε την «Πρόταση απόφασης για την οργάνωση των πυρήνων στα εργοστάσια» που είχε συντάξει η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ) πριν μερικούς μήνες. [4]

«Η οργάνωση του Κόμματος πρέπει να προσαρμοστεί στις συνθήκες και τους σκοπούς της δραστηριότητάς του. (...) Ο τελικός στόχος του Κόμματός μας είναι η ανατροπή της αστικής τάξης, η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, η επίτευξη του κομμουνισμού. Το άμεσο καθήκον του είναι να κερδίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης με ενεργό συμμετοχή στον καθημερινό αγώνα των εργαζόμενων μαζών και στην ηγεσία αυτού του αγώνα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο από τη στενότερη σύνδεση της οργάνωσης του Κόμματός μας με τις εργαζόμενες μάζες στα εργοστάσια. » [5]

Ο στόχος ήταν αρκετά σαφής: Η εξασφάλιση ότι το κόμμα θα δημιουργήσει όσο δυνατόν στενότερες σχέσεις με την εργατική τάξη, θα διεισδύσει και θα αυξήσει την επιρροή του σε αυτήν. Η Κομιντέρν δε σχεδίασε ένα μοντέλο, αλλά πρότεινε στα Κόμματα να αναδιοργανωθούν, σύμφωνα με αυτόν το στόχο.

Στην πραγματικότητα, στην ίδια πρόταση απόφασης αναφέρεται επίσης ότι, παρόλο που η απόφαση να καταστούν οι πυρήνες στους χώρους δουλειάς, ως η βασική δομή των κομμουνιστικών κομμάτων, είχε παρθεί στο 3ο Συνέδριο, δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή στις περισσότερες οργανώσεις-μέλη. Επιπλέον, ο λόγος για τον οποίο η Γερμανική Επανάσταση υπέστη ένα πλήγμα το 1923 για ακόμη μία φορά, μετά από την ήττα του 1918, συνδέθηκε κυρίως με αυτό το γεγονός:

«Η εμπειρία της Γερμανικής Επανάστασης (τέλος του 1923) έχει καταδείξει σαφέστατα ότι, ελλείψει πυρήνων στα εργοστάσια και στενών σχέσεων με τις εργαζόμενες μάζες, οι τελευταίες δεν μπορούν να τραβηχτούν στον αγώνα και να καθοδηγηθούν, οι διαθέσεις τους δεν μπορούν να εκτιμηθούν σωστά, δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τη στιγμή που είναι πιο ευνοϊκή για εμάς, ούτε μπορούμε να νικήσουμε την αστική τάξη. » [6]

Ανέφερα ήδη ότι οι μπολσεβίκοι ήταν εκεί, μέσα στην κοινωνική τάξη της οποίας θα ηγούνταν. Η Κομιντέρν συνέστησε στα Κομμουνιστικά Κόμματα να κάνουν ό,τι είχαν κάνει οι κομμουνιστές στη Ρωσία, να εισχωρήσουν, να στεριώσουν μέσα στην τάξη:

«13. Η βασική οργάνωση του Κόμματος, η ίδρυσή του, είναι ο πυρήνας στο εργοστάσιο (στο εργοστάσιο, στο ανθρακωρυχείο, στη βιοτεχνία, στο γραφείο κλπ.), στον οποίο πρέπει να ανήκουν όλα τα μέλη του Κόμματος που εργάζονται σε αυτόν το χώρο δουλειάς (...). Πρέπει να έχει τουλάχιστον τρία μέλη.

14. Στα εργοστάσια στα οποία υπάρχουν μόνο ένα ή δύο κομματικά μέλη, θα συνδέονται στον πλησιέστερο πυρήνα (...). Σημείωση: Τα μέλη του Κόμματος που δεν εργάζονται σε ένα εργοστάσιο κλπ. πρέπει, κατά κανόνα, να συνδέονται με τους πυρήνες του εργοστασίου της γειτονιάς τους, διαφορετικά να σχηματίζουν εδαφικούς πυρήνες.

15. Ο πυρήνας είναι η οργάνωση που συνδέει το Κόμμα με τους εργάτες και τους μικρούς αγρότες. Οι υποχρεώσεις του πυρήνα είναι να κάνει κομματική δουλειά στις πολιτικά μη ενεργές εργαζόμενες μάζες, μέσω συστηματικής κομμουνιστικής προπαγάνδας: Να οργανώνει νέα μέλη, να διακινεί τα κομματικά έντυπα, να εκδίδει εφημερίδα εργοστασίου, να διεξάγει πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο ανάμεσα στα μέλη του Κόμματος και τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο, να εργάζεται επίμονα και αδιάλειπτα για να κερδίσει όλες τις επίσημες θέσεις στο εργοστάσιο, να παρεμβαίνει σε όλες τις βιομηχανικές συγκρούσεις και απαιτήσεις των εργαζόμενων, να τους εξηγεί από την άποψη της επαναστατικής ταξικής πάλης, να κερδίσει την ηγεσία σε όλους τους αγώνες των εργαζόμενων με επίμονη και ακούραστη δουλειά.

16. Για να διεξάγει την τρέχουσα δουλειά του, ο πυρήνας εκλέγει μια επιτροπή, αποτελούμενη από τρία έως πέντε μέλη (...). Η επιτροπή είναι υπεύθυνη για τη δουλειά του πυρήνα. » [7]

Οι προαναφερθείσες αποφάσεις καταρτίστηκαν από την Οργανωτική Επιτροπή της ΕΕΚΔ το Γενάρη του 1925, αμέσως μετά από το 5ο Συνέδριο, το οποίο επανέλαβε το κάλεσμα για μπολσεβικοποίηση. Εγκρίθηκαν τον Απρίλη και δημοσιεύθηκαν ένα μήνα αργότερα. Στην έκθεση που καταρτίστηκε για να υποβληθεί στο 6ο Συνέδριο διαβάζουμε την ακόλουθη σημείωση σχετικά με την εφαρμογή αυτών των αποφάσεων:

«Η έκθεση της ΕΕΚΔ στο 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν δήλωσε ότι από τα μέσα του 1925 οι οργανώσεις-μέλη είχαν αρχίσει να αναθεωρούν το Καταστατικό τους υπό την καθοδήγηση του Οργανωτικού Τμήματος. Παρουσιάστηκε μεγάλη αντίσταση, αλλά για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το έργο είχε ολοκληρωθεί. Στις αποικιακές και τις λατινοαμερικανικές χώρες μόλις είχε αρχίσει. » [8]

Προφανώς, δεν ήταν εύκολο. Συνέχισαν τις προσπάθειές τους με επιμονή και υπομονή.

Μετά από το 5ο Συνέδριο, η Κομιντέρν έκανε αρκετές φορές εκτιμήσεις σχετικά με την οργάνωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τις κατακτήσεις, τις ελλείψεις και τις απαιτήσεις.

Μια αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε κατά τη 10η συνάντηση της ΕΕΚΔ, που πραγματοποιήθηκε το 1929, έδωσε εντυπωσιακά ευρήματα σχετικά με το σημείο που τα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν φτάσει, ως προς το σχηματισμό πυρήνων στους χώρους δουλειάς, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός βίωνε μια βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση.

Μαζί με τις προτάσεις για τους τρόπους αντιμετώπισης που πρέπει να ακολουθηθούν, τα ευρήματα αυτά έδωσαν τη βάση ενός σημειώματος που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβρη του 1930. Το σημείωμα απαρίθμησε τις σημαντικότερες αδυναμίες των πυρήνων στους χώρους δουλειάς ως εξής:

«1. Υπάρχουν πολύ λίγοι πυρήνες σε εργοστάσια.

2. Η πλειονότητα των υπαρχόντων πυρήνων συγκεντρώνεται σε εργοστάσια μικρής κλίμακας. Υπάρχουν λίγοι σε μεγάλες βιομηχανίες και είναι κατά κανόνα αριθμητικά αδύναμοι και με μικρή πολιτική επιρροή.

3. Οι υπάρχοντες πυρήνες κατά κανόνα δεν είναι αρκετά δραστήριοι και δεν έχουν καμία επαφή με την καθημερινή ζωή των εργοστασίων.

4. Μεταξύ των εργαζόμενων που είναι μέλη του Κόμματος υπάρχει μια έντονη τάση να αποφεύγουν τη δουλειά των πυρήνων στους χώρους δουλειάς και κατά συνέπεια δε συσπειρώνονται όλοι τους στον πυρήνα του εργοστασίου. Το Τσεχοσλοβάκικό ΚΚ, για παράδειγμα, δήλωσε ότι την 1η Ιούλη 1930 το 57% των μελών της ήταν βιομηχανικοί εργάτες, αλλά μόνο το 14% οργανώθηκε σε πυρήνες στα εργοστάσια.

6. Το έργο των πυρήνων στα εργοστάσια είναι πολύ κακό και συχνά απολύτως αποσυνδεδεμένο από το έργο του Κόμματος στο σύνολό του, λόγω της ανεπαρκούς προσοχής που δίνεται στη δουλειά των πυρήνων στα εργοστάσια από τα ανώτερα όργανα των Κομμάτων. » [9]

Το σημείωμα επίσης καθόρισε ότι οι πυρήνες στους χώρους δουλειάς δε συνδέονταν επαρκώς με την κεντρική πολιτική ατζέντα του Κόμματος και υπογράμμισε τα πιθανά προβλήματα που μπορούσαν να δημιουργηθούν:

«Στις μεγάλες πολιτικές εκστρατείες που διεξάγει το Κόμμα, οι πυρήνες των εργοστασίων κατά κανόνα αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό, μερικές φορές μηδαμινό. Οι πολιτικές εκστρατείες, συνήθως, γίνονται με τον παλιό τρόπο, τον οποίο έχει επανειλημμένα καταδικάσει η Κομμουνιστική Διεθνής, ο οποίος κληρονομήθηκε από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: Γενική προπαγάνδα, λαϊκές συναντήσεις, συμμετοχή των μελών στην περιοχή που μένουν, αλλά όχι εκεί όπου εργάζονται. Οι κινητήριες δυνάμεις της εκστρατείας εξακολουθούν να είναι ο κεντρικός Τύπος του Κόμματος και οι προπαγανδιστές που αποστέλλονται από την καθοδήγηση του Κόμματος. (...) Λέγεται ότι η αδυναμία των εργοστασιακών πυρήνων καθιστά αδύναμη τη διοργάνωση εκστρατειών γύρω τους. (...) Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη δε γίνεται τίποτα για την αναδιοργάνωση του Κόμματος σε εργοστασιακή βάση και ότι το Κόμμα δεν είναι σε θέση να προβάλλει τα συνθήματά μας στις μάζες των εργαζόμενων και να εκθέσει το προδοτικό και αντεπαναστατικό έργο των σοσιαλδημοκρατών, των ρεφορμιστών και των φασιστών...» [10]

Η Κομιντέρν υπογράμμισε ότι όχι μόνο η δημιουργία πυρήνων στους χώρους δουλειάς, αλλά και η ικανότητά τους να συμμετέχουν στο πολιτικό έργο του Κόμματος ήταν ουσιαστικής σημασίας. Εκτός αυτού, οι εχθρικές δυνάμεις δεν κάθονταν απλά και δεν έκαναν τίποτα· ο φασισμός εξαπλωνόταν μέσα στην εργατική τάξη σαν ένας όγκος. Στην πραγματικότητα, η Κομιντέρν επαναλάμβανε έναν απλό κανόνα: «Αν δεν είστε οργανωμένοι, το αντίπαλο κόμμα θα είναι.» Ήταν προφανές ότι ο χρόνος τελείωνε και η Κομιντέρν παρότρυνε τις Κεντρικές Επιτροπές των Κομμάτων να λάβουν μέτρα:

«Οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών Κομμάτων πρέπει να λάβουν κάθε μέτρο για να διαπιστώσουν ότι ολόκληρο το σύστημα της καθοδήγηση του Κόμματος πρέπει να στραφεί προς τα εργοστάσια. Πάνω απ’ όλα, ολόκληρος ο Τύπος του Κόμματος πρέπει να αναμορφωθεί για το σκοπό αυτό. (...) Τα άρθρα πρέπει να είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, έτσι ώστε ο μέσος εργάτης, συμπεριλαμβανομένου του πολιτικά μη ενεργού εργάτη, που δεν έχει συνηθίσει σε συγκεκριμένες πολιτικές εκφράσεις και διατυπώσεις, να μπορεί να τα κατανοήσει. (...) Εκτός από άρθρα γενικού χαρακτήρα, οι εφημερίδες των Κομμάτων πρέπει να φέρουν πολλές επιστολές από διάφορες περιοχές και εργοστάσια.» [11]

Υπογραμμίστηκε ότι οι πυρήνες πρέπει να υποστηρίζονται, ώστε να επιτυγχάνεται η επιθυμητή αποτελεσματικότητα στους αντίστοιχους χώρους εργασίας. Από αυτήν την άποψη, η Κομιντέρν κάλεσε τις Επιτροπές του Κόμματος να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στις Κομματικές Οργανώσεις:

«Οι εργοστασιακοί πυρήνες μπορούν να ισχυροποιηθούν και να γίνουν τα αποφασιστικά τμήματα του Κόμματος, μόνο αν οι Επιτροπές του Κόμματος που καθοδηγούν τη δουλειά τους, τους δίνουν σταθερή καθημερινή βοήθεια. (...) Αντί της σημερινής γραφειοκρατικής επαφής, που διατηρείται με σημειώματα, οι Επιτροπές του Κόμματος πρέπει να δημιουργήσουν άμεση και ζωντανή επαφή με τα εργοστάσια και τους εργοστασιακούς πυρήνες. » [12]

Η Κομιντέρν επισήμανε επίσης τις δυσκολίες που συναντιόνταν στη διαμόρφωση πυρήνων στους χώρους δουλειάς. Δήλωσε ότι, στην πράξη, οι μεγαλύτερες δυσκολίες σημειώνονταν στους χώρους δουλειάς στους οποίους δεν υπήρχαν κομματικά μέλη ή μόνο ένα ή δύο μέλη, και υπέβαλαν διάφορες προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων:

«Θα πρέπει να δίνεται βοήθεια για το σχηματισμό των πυρήνων στα εργοστάσια από τους πυρήνες στη γειτονιά του αντίστοιχου εργοστασίου. Τα μέλη των εδαφικών πυρήνων θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με τους εργοστασιακούς εργάτες, να τους περιμένουν όταν φεύγουν από το εργοστάσιο ή να τους πιάνουν όταν πηγαίνουν στη δουλειά, να τους γνωρίσουν στα γειτονικά καφενεία ή να τους καλέσουν στα σπίτια τους.

Αφού εδραιωθεί αυτή η επαφή, με αυτά ή με άλλα μέσα, με τρεις έως πέντε εργαζόμενους στο εργοστάσιο, αυτοί πρέπει να οργανωθούν αμέσως σ’ ένα εργοστασιακό πυρήνα. Όσο αδύναμος μπορεί να είναι ο πυρήνας, θα πρέπει να επιμείνει ενεργά για την εδραίωση περαιτέρω επαφών και την οργάνωση νέων μελών στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να δημιουργήσει σχέσεις με τα τμήματα του εργοστασίου όπου δεν υπάρχουν ακόμα μέλη του Κόμματος. Η Επιτροπή του Κόμματος πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το έργο και πρέπει να δίνει αδιάλειπτη βοήθεια στους συντρόφους για να διορθώσουν τα λάθη τους και, εάν είναι απαραίτητο, να στείλουν ορισμένα στελέχη για να τους βοηθήσουν στο έργο τους. » [13]

Επίσης, εξετάστηκαν διάφορες μέθοδοι ανοίγματος στους χώρους δουλειάς. Οι προτάσεις της Κομιντέρν σχετικά με αυτό το θέμα στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια πορεία οργάνωσης:

«Ένα μέλος του Κόμματος δεν μπορεί να είναι ενεργό στο σύνολο του εργοστασίου, αλλά μόνο σε μία βάρδια σε ένα τμήμα. (...) Πρέπει πρώτα να ανακαλύψει τα πάντα σχετικά με τους εργαζόμενους στη βάρδιά του, εάν υπάρχουν μέλη του Κόμματος είτε συμπαθούντες εκεί και μαζί τους να δημιουργήσει τον πυρήνα του χώρου δουλειάς. Σε αυτήν τη βάση, πρέπει να διαπιστώσει την πολιτική απόχρωση των συναδέλφων του, να βρει ποιοι από αυτούς είναι μέλη των ρεφορμιστικών συνδικάτων, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, φασιστικών οργανώσεων κλπ. Αυτή η γνώση είναι απολύτως απαραίτητη για κάθε μέλος του Κόμματος. Όταν κάνουν κομματική δουλειά σ’ ένα χώρο, τα μέλη του Κόμματος πρέπει φυσικά πρώτα απ’ όλα να έρχονται σε επαφή με πρωτοπόρους εργαζόμενους που δεν είναι κομματικά μέλη και επίσης να προσπαθούν να προσεγγίσουν πρωτοπόρα μέλη των ρεφορμιστικών συνδικάτων και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και μεμονωμένους φασιστές εργαζόμενους. » [14] Δόθηκε προσοχή στους κινδύνους που ενδέχεται να προέκυπταν κατά την οργανωτική δουλειά . Έγιναν συστάσεις σχετικά με την επιμονή και την ασφάλεια της οργάνωσης:

«Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ο πυρήνας στο εργοστάσιο μπορεί να λειτουργεί μόνο ως συνωμοτική οργάνωση. Κατά συνέπεια, το έργο του και το έργο κάθε μέλους πρέπει να διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι διάφοροι αστυνομικοί στο εργοστάσιο να μην είναι σε θέση, όσο είναι δυνατόν, να μάθουν ποιοι εργαζόμενοι είναι κομμουνιστές και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μάθουν για την πρακτική δουλειά του Κομμουνιστικού Κόμματος, για την πολιτική του προπαγάνδα και την προπαγάνδα μεταξύ των εργοστασιακών εργαζόμενων και την οργανωτική εδραίωση της επιρροής του στο εργοστάσιο. Συνεπώς, στη δουλειά του, ο πυρήνας πρέπει να τηρεί αυστηρά τους βασικούς συνωμοτικούς κανόνες. Αυτό ισχύει τόσο για τα παράνομα όσο και για τα νομικά Κομμουνιστικά Κόμματα. » [15]

Ωστόσο, υπενθυμίστηκε ότι οι ανησυχίες για την ασφάλεια δεν επιτρέπεται ποτέ να οδηγούν σε αποκοπή από τους εργαζόμενους στο χώρο δουλειάς:

«Όταν δίνονται οδηγίες στους πυρήνες να κάνουν δουλειά με συνωμοτικές μεθόδους, οι Κομματικές Επιτροπές πρέπει ταυτόχρονα να εξηγούν ότι οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφαρμόζονται με τρόπο που να αποκόβει τον πυρήνα από τις μάζες του εργοστασίου' ότι, υιοθετώντας μεθόδους συνωμοσίας σε σχέση με την αστυνομία και τους αστυνομικούς, πρέπει πάντα να καθιστούν τους εργαζόμενους ενήμερους για την ύπαρξή τους, χρησιμοποιώντας μέσα όπως φυλλάδια και εφημερίδες του εργοστασίου, με συναντήσεις κλπ. Το πιο σημαντικό καθήκον ενός εργοστασιακού πυρήνα είναι να αντιδρά αμέσως σε κάθε γεγονός στο εργοστάσιο και στη χώρα, να βγάζουν κατάλληλα συνθήματα στο όνομα του Κόμματος για την οργάνωση και τη διεξαγωγή της πάλης για συμφέροντα της εργατικής τάξης. » [16] Μετά από την έκδοση αυτή του σημειώματος, το 1930, οι πυρήνες στους χώρους δουλειάς μπήκαν και πάλι στην κύρια ημερήσια διάταξη της 11ης συνεδρίασης της ΕΕΚΔ, που πραγματοποιήθηκε το 1931. Συζητήθηκαν όχι μόνο προτάσεις αλλά και μέθοδοι για την αντιμετώπιση αυτών των δυσκολιών και αξιολογήθηκαν οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν.

Κατά τα επόμενα έτη δε μειώθηκε το ενδιαφέρον της Κομιντέρν για το ζήτημα · διατηρούσε πάντοτε την αποφασιστικότητά της να οργανωθούν τα Κομμουνιστικά Κόμματα με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, πολλά κομμουνιστικά κόμματα έχουν επιτύχει σημαντικά οργανωτικά επιτεύγματα στην εργατική τάξη, λόγω της επιμονής της Κομιντέρν. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι σε χιλιάδες χώρους δουλειάς ήρθαν σε επαφή με τα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Σήμερα

Σήμερα, μπορεί να μη ζούμε σε έναν κόσμο όπου η Κομιντέρν παρέχει καθοδήγηση στο κομμουνιστικό κίνημα. Αλλά τα Κομμουνιστικά Κόμματα πρέπει να είναι τόσο επίμονα όσο η Κομιντέρν, να ριζώσουν στην εργατική τάξη και να οργανωθούν-σχηματίσουν οργανώσεις στους χώρους δουλειάς για το σκοπό αυτό. Έτσι, οι συζητήσεις που διεξήχθησαν από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα τη δεκαετία του 1920 και οι επακόλουθες πρακτικές παραμένουν επίκαιρες.

Εκτός αυτού, θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τις εξελίξεις που καθιστούν αναγκαία την οργάνωση με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς και ενισχύουν τις ευκαιρίες τους σήμερα, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1920. Μπορούμε να ολοκληρώσουμε τη συζήτηση επισημαίνοντας αυτήν την αναγκαιότητα και τις ευκαιρίες:

  • Ο βαθμός προλεταριοποίησης έχει αυξηθεί. Μια πτυχή αυτής της εξέλιξης είναι η ποσοτική αύξηση της εργατικής τάξης. Σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1920, οι μισθωτοί αποτελούν ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας.
  • Σε συνάρτηση με την αύξηση της ποσότητας των μισθωτών, πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των χώρων όπου υπάρχουν, δηλαδή οι χώροι δουλειάς. Κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, για τα Κομμουνιστικά Κόμματα, ο ορισμός ενός χώρου δουλειάς περιοριζόταν κυρίως σε εργοστάσια όπου χρησιμοποιούνταν τεχνικές μαζικής παραγωγής. Σήμερα, αντίθετα, εκτός από τα εργοστάσια που ασχολούνται με τη μαζική παραγωγή, απασχολούνται πολλά άτομα σε χώρους όπου παρέχονται υπηρεσίες. Ομοίως, ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σημαντικά.
  • Οι ώρες εργασίας έχουν επεκταθεί. Οι εργαζόμενοι σήμερα δαπανούν περισσότερο χρόνο στους χώρους εργασίας τους. Η ευέλικτη εργασία δε συντομεύει αυτόν το χρόνο.
  • Οι παρεμβάσεις του αστικού κράτους στο εργατικό κίνημα έχουν επεκταθεί. Τα συνδικάτα αποτελούν ένα από τα αντικείμενα αυτών των παρεμβάσεων. Η βασική λογική της παρέμβασης είναι να κρατήσει το βαθμό συνδικαλισμένων εργαζόμενων χαμηλό (αποσυνδικαλιστοποίηση) και να κρατήσουν τα συνδικάτα υπό τον έλεγχο κρατικών ή καπιταλιστικών οργανώσεων. Σήμερα, το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα έχει μπει υπό τον έλεγχο των διεθνών μονοπωλίων μέσα από τις παγκόσμιες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, έχοντας μια στάση που είναι ακόμα χειρότερη από το συμβιβασμό της Β' Διεθνούς.
  • Η Τουρκία βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που έχουν βιώσει μια από τις πιο σκληρές παρεμβάσεις σε αυτόν το τομέα. Μέσα από αυτήν την παρέμβαση που ξεκίνησε μετά από το φασιστικό πραξικόπημα του 12/9 (1980) και που συντηρείται από τις πολίτικες των κυβερνήσεων του ΑΚΠ, η πλειοψηφία των συνδικάτων έχουν περάσει υπό τον άμεσο έλεγχο της αντίπαλης τάξης. Στους περισσότερους σημαντικούς κλάδους, οι εργάτες διεξάγουν πάλη ενάντια σε αυτά τα συνδικάτα για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους.
  • Όμως, το συνδικαλιστικό κίνημα διατηρεί τη σημασία του στον κόσμο και στην Τουρκία. Είναι σημαντικό να οργανωθεί το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα που εκπροσωπείται από τη ΠΣΟ σε εθνικό επίπεδο. Η ανάγκη για ταξικά συνδικάτα στην Τουρκία αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Για να δημιουργηθούν προοδευτικές εστίες στα συνδικάτα, οι κομμουνιστές πρέπει να ενισχύσουν τις Οργανώσεις τους στους χώρους δουλειάς.

Το ΚΚ Τουρκίας προσπαθεί να ενισχύσει τις Οργανώσεις του σε χώρους δουλειάς με βάση αυτήν την αντίληψη. Να ολοκληρώσουμε με μερικά παραδείγματα των προσπαθειών του ΚΚΤ να οργανώσει πυρήνες σε χώρους εργασίας σε αρκετούς κλάδους της βιομηχανίας και των υπηρεσιών.

  • Μιλάμε για δεκάδες υπο-κλάδους και χιλιάδες χώρους εργασίας στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, κατασκευές και στην ενεργεία, που έχουν διαφορετικά προβλήματα και εσωτερική δυναμική. Δηλαδή μια ανομοιογενή δομή που κάνει τις παλιές οργανωτικές μεθόδους και στρατηγικές αδύνατες.
  • 1,5 εκατομμύριο εργάτες απασχολούνται στην αυτοκινητοβιομηχανία, στη χαλυβουργία, στην κατασκευή μηχανημάτων. Οι κομματικοί πυρήνες που συγκροτούνται σε τέτοιες επιχειρήσεις, όπου ο βαθμός συνδικαλισμού είναι σχετικά υψηλός, επεκτείνουν την εμβέλειά τους όταν ασχολούνται με τα προβλήματα του εργοστασίου, παλεύοντας για τη δημιουργία εργοστασιακής επιτροπής με άλλους εργαζόμενους στο εργοστάσιο, όπου υπάρχει δυνατότητα. Η οργανωτική δουλεία των κομματικών πυρήνων σε τέτοια εργοστάσια, κυρίως, επικαλύπτεται με ζητήματα συνδικαλισμού. Στα περισσότερα από αυτά τα εργοστάσια οι κομματικοί πυρήνες καθοδηγούν την προσπάθεια της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο χώρο εργασίας. Οι πυρήνες δρουν ανάλογα με το χαρακτήρα του σωματείου που υπάρχει στο χώρο εργασίας. Αν το σωματείο έχει δημοκρατική δομή, που είναι κατάλληλη για οργανωτική δουλεία, ο πυρήνας συμμετέχει στην επιτροπή του σωματείου, αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή ο πυρήνας προσπαθεί να δημιουργήσει μία, υπό την αιγίδα της ομοσπονδίας. Αν η συνδικαλιστική οργάνωση είναι επί της ουσίας ένα «κίτρινο» σωματείο υπό τον έλεγχο των καπιταλιστών, ο πυρήνας κατά κύριο λόγο οργανώνει μόνος του με μετρά περιφρούρησης.
  • Οι κομματικοί πυρήνες στους χώρους εργασίας στις υπηρεσίες ποικίλουν σχετικά με την ποιότητα και ποσότητά τους. Για παράδειγμα, στοχεύουμε στην οργάνωση πυρήνων σε μεγάλα γραφεία σε διάφορα σημεία της Κωνσταντινούπολης. Οι κομματικοί πυρήνες σε αυτά τα κέντρα δρουν για να οργανώσουν τους υπάλληλους σε αυτές τις επιχειρήσεις. Υπό τη καθοδήγηση αυτών των πυρήνων έχουμε δημιουργήσει σωματειακές επιτροπές σε κεντρικά γραφεία διάφορων τραπεζών το τελευταίο διάστημα.

Επιπλέον, υπάρχουν επιχειρήσεις στις υπηρεσίες που έχουν γραφεία σε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, η οργανωτική δουλειά που έχει ξεκινήσει με ένα μικρό αριθμό εργαζόμενων σε ένα εμπορικό κατάστημα μιας αλυσίδας, στο τέλος έφτασε να είναι μια συνδικαλιστική οργάνωση που στοχεύει στην εκπροσώπηση όλων των εργαζόμενων αυτής της επιχείρησης. Αυτές οι προσπάθειές τους γίνονται ως μέρος ενός δικτύου αλληλεγγύης που έχει συγκροτηθεί από το Κόμμα με βάση τις διεκδικήσεις τους.


[1] Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ, Üç Enternasyonal Tarihi (Ιστορία των Τριών Διεθνών), σελ. 296, εκδ. Yazllama, Νοέμβρης 2011.

[2] Ο. Πιατνίτσκι, Η μπολσεβικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, μέσω της διάλυσης των σοσιαλδημοκρατικών παραδόσεων, σελ. 6, έκδ. Κομμουνιστική Διεθνής, 1934.

[3] Ό.π.

[4] Ο ορισμός των «εργοστασιακών πυρήνων» στα έγγραφα της Κομιντέρν μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμος των «πυρήνων στους χώρους δουλειάς», καθώς τα έγγραφα δε σημαίνουν μόνο τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Ο δεύτερος όρος προτιμάται στο υπόλοιπο του άρθρου.

[5] Τζέιν Ντέγκρας, Έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1943, τόμ. II (1923-1928), σελ. 79.

[6] Τζέιν Ντέγκρας, Έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1943, τόμ. II (1923-1928), σελ. 80.

[7] Ό.π., σελ. 174.

[8] Τζέιν Ντέγκρας, Έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1943, τόμ. II (1923-1928), σελ. 172.

[9] Ό.π., σελ. 143-144.

[10] Τζέιν Ντέγκρας, Έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1943, τόμ. III (1929-1943), σελ. 144.

[11] Ό.π.

[12] Ό.π, σελ. 145.

[13] Τζέιν Ντέγκρας, Έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1943, τόμ. III (1929-1943), σελ. 145146.

[14] Ό.π., σελ. 146.

[15] Τζέιν Ντέγκρας, Έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-1943, τόμ. III (1929-1943), σελ. 146.

[16] Ό.π., σελ. 147.