Η Ιρλανδία έχει μια μακρά ιστορία εργατικών σωματείων. Οι εργάτες ξεκίνησαν να σχηματίζουν μόνιμες ενώσεις και να διεξάγουν απεργίες για να προστατεύσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους. Τα σωματεία αποποινικοποιήθηκαν τον Ιούνη του 1824, όταν καταργήθηκαν οι Νόμοι Συνένωσης (Combination Acts), που είχαν καταστήσει παράνομο το συνδικαλισμό.
Αρχικά, τα βρετανικά σωματεία έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο, με πολλούς Ιρλανδούς εργάτες να συμμετέχουν σε σωματεία που βρίσκονταν στη Βρετανία. Η Ένωση Ενωμένων Συνδικάτων Δουβλίνου (Dublin United Trades Association) ιδρύθηκε το 1863 και εντάχτηκε στη Βρετανική Οργάνωση Συνδικάτων (British Trade Union Congress) το 1868. Στα τέλη του 1800 οργανώθηκαν πολλές απεργίες στην Ιρλανδία, παρόλο που υπήρξαν επίσης και οπισθοχωρήσεις για το εργατικό κίνημα. Το 1890, ο Μάικλ Ντάβιτ, κοινωνικός ριζοσπάστης και ακτιβιστής ενάντια στους γαιοκτήμονες, δημιούργησε τη Δημοκρατική Συνδικαλιστική και Εργατική Ομοσπονδία (Democratic Trade and Labour Federation). Η Έλεανορ Μαρξ επιθεώρησε τις συνθήκες στα εργοστάσια πουκαμίσων στο Ντέρι και μίλησε σε μια διαδήλωση εργατών αερίου στο Δουβλίνο το 1891 και το Συνδικαλιστικό Κογκρέσο Ιρλανδίας (Irish Trade Union Congress) ιδρύθηκε το 1894 εν μέσω καταγγελιών για παραμέληση των ιρλανδικών προβλημάτων από μεριάς της βρετανικής TUC. Σε αυτό το στάδιο υπήρχαν περίπου 93 συνδικάτα στην Ιρλανδία. Η ανάπτυξη του συνδικαλισμού εκφράστηκε στον αριθμό των συνδικάτων, την έναρξη των παρελάσεων της Πρωτομαγιάς και την αύξηση των συνδικαλιστικών συμβουλίων σε πόλεις σε ολόκληρη την Ιρλανδία. Το 1897, στα συνδικαλιστικά συμβούλια του Μπέλφαστ συμμετείχαν 56 οργανώσεις και 17.500 μέλη. Εκείνη την περίοδο, δημιουργήθηκαν μια σειρά από οργανώσεις που αυτοανακηρύχτηκαν σοσιαλιστικές - τμήματα της Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας (Social Democratic Federation), και η Σοσιαλιστική Ένωση (Socialist League) το 1885, το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (Independent Labour Party) το 1892, το Ιρλανδικό Σοσιαλιστικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (Irish Socialist Republican Party) του Τζέιμς Κόνολι το 1896, το οποίο συμμετείχε στη Β΄ Διεθνή και είχε στείλει τρεις αντιπροσώπους στο Συνέδριο του Παρισιού το 1900.
Ο Τζέιμς Κόνολι έφυγε από την Ιρλανδία για τις ΗΠΑ το 1903. Όταν ο Κόνολι επέστρεψε από την Αμερική, βρέθηκε για ακόμη μία φορά σε μια Ευρώπη που διαπνεόταν από επαναστατική προοπτική. Η απεργία στις λινοβιομηχανίες του 1906 (Linen Strike) στο Μπέλφαστ, κατά τη διάρκεια της οποίας ένας μεγάλος αριθμός εργατριών κινητοποιήθηκε και κατέλαβε τους δρόμους, και η απεργία των λιμενεργατών και αγωγιατών του 1907 (Dockers’ and Carters’ strike) στο Μπέλφαστ αποτέλεσαν την κλιμάκωση μιας περιόδου εργασιακών συγκρούσεων και μια σημαντική και αγωνιστική εξέλιξη στην ιστορία του προπολεμικού εργατικού κινήματος στην Ιρλανδία. Το 1910 έλαβαν χώρα απεργίες από Βρετανούς εργάτες –εργάτες στα βαμβάκια, χαλκουργούς και Ουαλούς ανθρακωρύχους. Τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1911 οργανώθηκαν τεράστιες απεργίες των λιμενεργατών, των αγωγιατών και των ναυτεργατών και μια απεργιακή κινητοποίηση τεσσάρων ημερών στους σιδηροδρόμους που παρέλυσε το μεγαλύτερο κομμάτι της βιομηχανικής Αγγλίας. Η οικονομική παρακμή του Ηνωμένου Βασιλείου, η αυξανόμενη ανισότητα, η σταθερή πτώση στην πραγματική αξία των μισθών, η ανάπτυξη του συνδικαλισμού και οι αγωνιστικές πολιτικές ιδέες αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες γι’ αυτές τις εξελίξεις.
Η Ιρλανδική Ένωση Εργατών Μεταφορών και Γενικής Εργασίας (Irish Transport and General Workers Union), που ιδρύθηκε από τον Τζέιμς Λάρκιν το 1909, αποτέλεσε μια αγωνιστική εργατική δύναμη. Τον Αύγουστο του 1913 οι εργοδότες, με επικεφαλής τον Ουίλιαμ Μάρτιν Μέρφι, αποφάσισαν να τσακίσουν την Ιρλανδική Ένωση Εργατών Μεταφορών και Γενικής Εργασίας. Ο Μέρφι είπε στους εργάτες στην εφημερίδα του πως πρέπει να παραιτηθούν από την Ένωση, αλλιώς θα απολυθούν. Ζητήθηκε, επίσης, από τους εργάτες να εγγυηθούν, γραπτώς, πως δε θα απεργήσουν. Όταν η Ένωση απάντησε, ο Μέρφι απέκλεισε όλους τους εργαζόμενους που ήταν μέλη της Ένωσης στο τμήμα αποστολής (λοκ-άουτ). Όταν 700 εργάτες στο τραμ αποχώρησαν από τα τραμ στα οποία δούλευαν, η Ομοσπονδία Εργοδοτών έκανε λοκ-άουτ στους εργαζόμενούς τους. Μέχρι τις 22 Σεπτέμβρη 1913, περίπου 25.000 Δουβλινέζοι εργάτες είχαν επηρεαστεί και περίπου 27 συνδικάτα είχαν αποκλειστεί. Σε μια προφανή πράξη ταξικού πολέμου, οι εργοδοτικές οργανώσεις προσπαθούσαν να συνθλίψουν το συνδικαλιστικό κίνημα. Εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψη του Λάρκιν, με την κατηγορία της «στασιαστικής συνωμοσίας». Στη συνέχεια, ο Λάρκιν συνελήφθη και σύρθηκε από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου Imperial Hotel, απ’ όπου θα μιλούσε σε μια συγκέντρωση στον κεντρικό δρόμο O’Connell. Ακολούθως, η συγκέντρωση δέχτηκε μια ανελέητη και τυφλή επίθεση από την αστυνομία.
Η Χάνα Σίι-Σκέφινγκτον, παθιασμένη υπέρμαχος του δικαιώματος της ψήφου των γυναικών, έγραψε: «Το γενικό λοκ-άουτ είχε εξελιχτεί σε μια μαζική αντίσταση στη σφοδρή επίθεση των εργοδοτών ενάντια στο συνδικαλισμό και την προσωπική ελευθερία, και το Δουβλίνο και το Liberty Hall [Σ.τ.Μ.: Έδρα της Ιρλανδικής Ένωσης Εργατών Μεταφορών και Γενικής Εργασίας] είχαν μετατραπεί σε όλο τον κόσμο σε σύμβολο και σημαιοφόρο του συνδικαλισμού, στη μάχη για την ίδια του την ύπαρξη.»
Ο Τζέιμς Κόνολι, επίσης, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Η δράση του Κόνολι και του Λάρκιν και η αντίσταση των εργατών προκάλεσε την οργή της καπιταλιστικής τάξης. Παρόλο που η μάχη χάθηκε, όπως έγραψε ο Κόνολι: «Η εργατική τάξη δεν έχει χάσει τίποτα από την επιθετικότητά της, τίποτα από την αυτοπεποίθησή της, τίποτα από την ελπίδα της για τον τελικό θρίαμβο.» Μια αγωνιστική εργατική τάξη εμφανίστηκε, που συνειδητοποιούσε την εκμετάλλευση και την ανάγκη για οργάνωση. Το Μάρτη του 1914, ο Λάρκιν και ο Κόνολι ανασύστησαν την Ιρλανδική Πολιτοφυλακή (Irish Citizen Army - ICA) και το νέο καταστατικό διακήρυττε ότι: «Η πρωταρχική αρχή της Ιρλανδικής Πολιτοφυλακής είναι η διακήρυξη ότι η ιδιοκτησία της Ιρλανδίας, πνευματική και υλική, κατοχυρώνεται ως δικαίωμα στο λαό της Ιρλανδίας.»
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιρλανδίας, του οποίου εθνικός οργανωτής ήταν ο Κόνολι, δήλωνε στη Διακήρυξή του: «Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιρλανδίας επιδιώκει την οργάνωση των εργατών αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως θρησκείας ή φυλής, σε ένα μεγάλο Εργατικό Κόμμα. Θεωρεί ότι η εξάρτηση της εργατικής τάξης από τους κατόχους της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η επιθυμία αυτών των καπιταλιστών και γαιοκτημόνων να εξακολουθούν να κρατούν τη μεγάλη μάζα του λαού υποτελή και εξαρτημένη είναι η σημαντική και σταθερή αιτία όλων των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών κακών –σχεδόν όλων των σύγχρονων εγκλημάτων, της πνευματικής παρακμής, των θρησκευτικών διαμαχών και της πολιτικής τυραννίας. Η αναγνώριση αυτού καθοδηγεί την ιρλανδική εργατική τάξη να ακολουθήσει το παράδειγμα των εργατών σε κάθε πολιτισμένη χώρα του κόσμου, είτε υποτελή είτε ελεύθερη, και να οργανωθεί συνδικαλιστικά και πολιτικά, έχοντας ως τελικό στόχο την απόκτηση ελέγχου και κυριότητας του συνόλου των πόρων της χώρας. Αυτός είναι ο στόχος μας, αυτός είναι ο Σοσιαλισμός.»
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια μείωση στη συνδικαλιστική πυκνότητα –του ποσοστού των εργαζόμενων που είναι μέλη σωματείου– στην Ιρλανδία, αν και στην αρχή της καπιταλιστικής κρίσης του 2008 είχε υπάρξει μια αύξηση στον αριθμό των μελών. Αυτή η μείωση στη συμμετοχή στα σωματεία μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων του ρόλου των πολυεθνικών εταιριών, που είναι εχθρικές προς την αναγνώριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μεγάλων ποσοστών εργατών που απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Στη σημερινή Ιρλανδία, λόγω της εργασίας εντός των ορίων μιας καπιταλιστικής οικονομίας, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν περιορίσει τις λειτουργίες τους σ’ ένα προστατευτικό πλαίσιο, προσπαθώντας να υπερασπιστούν –και όπου είναι δυνατό– να επεκτείνουν τα δικαιώματα των εργατών, διαπραγματευόμενες στην ουσία καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες και ένα «πιο δίκαιο» σύστημα διανομής μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εξουσίας, αντί να προσπαθούν να την ανατρέψουν.
Υπάρχει μόνο μία συνδικαλιστική συνομοσπονδία, η Ιρλανδική Ένωση Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (Irish Congress of Trade Unions - ICTU), η οποία ιδρύθηκε το 1959, μετά από τη συγχώνευση του Ιρλανδικού Συνδικαλιστικού Κογκρέσου (Irish Trade Union Congress) και του Κογκρέσου Ιρλανδικών Συνδικάτων (Congress of Irish Unions) που ιδρύθηκε το 1945. Η ICTU αντιπροσωπεύει περίπου 832.000 εργαζόμενους, που συμμετέχουν μέσω 64 συνδικαλιστικών οργανώσεων σε Βόρεια Ιρλανδία και Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που συμμετέχουν, περιλαμβάνονται και 21 συνδικάτα με βάση τη Βρετανία. Λίγα είναι τα συνδικάτα που δε συμμετέχουν στην ICTU. Στην Ιρλανδία, όπως και στη Βρετανία, οι διαπραγματεύσεις με πολλούς εργοδότες σε κλαδικό επίπεδο έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί, και τα συνδικάτα, σε γενικές γραμμές, πρέπει να κερδίσουν την αναγνώριση ανά εταιρία.