Η ταξική πάλη, το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα και ο ρόλος των Κομμουνιστικών Κομμάτων


Τζέρι Γκρέιντζερ, Διεθνής Γραμματέας του Κόμματος Εργατών Ιρλανδίας (Θινκ Λεφτ)

«Η εργατική τάξη ή είναι επαναστατική ή δεν είναι τίποτα.»

Καρλ Μαρξ [1]

«Εδώ δεν πρόκειται για το τι κάθε φορά φαντάζεται σα σκοπό του αυτός ή εκείνος ο προλετάριος ή ακόμη και όλο το προλεταριάτο. Πολύ περισσότερο πρόκειται για το τι είναι, και τι είναι ιστορικά αναγκασμένο να κάνει μέσα σ’ αυτό το Είναι.»

Καρλ Μαρξ [2]

Ο Καρλ Μαρξ έγραφε το Σεπτέμβρη του 1866 στις Οδηγίες προς τους αντιπροσώπους του Προσωρινού Γενικού Συμβουλίου για το Συνέδριο της Γενεύης: «Το κεφάλαιο είναι συγκεντρωμένη κοινωνική δύναμη, ενώ ο εργάτης το μόνο που μπορεί να διαθέσει είναι η εργατική του δύναμη. Συνεπώς, η σύμβαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία δεν μπορεί ποτέ να στηρίζεται πάνω σε δίκαιους όρους· ούτε καν με την έννοια μιας κοινωνίας που θέτει, από τη μία πλευρά, την ιδιοκτησία των υλικών μέσων διαβίωσης και εργασίας και, από την άλλη, τις ζωτικές παραγωγικές δυνάμεις. Η μόνη κοινωνική δύναμη των εργατών είναι ο αριθμός τους.»

Η σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία

Η οικονομική και πολιτική εξουσία της καπιταλιστικής τάξης και οι συνακόλουθες ηγεμονικές της ιδέες, σε μια κοινωνία που αντανακλά τις ανησυχίες και τα συμφέροντά της, αναπαράγει την κοινωνική της εξουσία και διαιωνίζει άνισες και εκμεταλλευτικές σχέσεις εξουσίας. Όπως ξεκαθάρισε το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος: «Η πολιτική εξουσία, στην ουσία της, είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης.» Η τελευταία καπιταλιστική κρίση αποκαλύπτει τη βασική αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Η «ανάκαμψη» που διατυμπανίζεται από τις αστικές κυβερνήσεις δεν απολαμβάνεται από την εργατική τάξη. Στη φάση της «ανάκαμψης» δεν είδαμε βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων. Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι έχουν δει τη στασιμότητα και επιδείνωση της θέσης τους. Οι απώλειες των εργαζόμενων που συντελέστηκαν στην έντονη φάση της κρίσης δεν έχουν ανακτηθεί και η νομοτελειακή κληρονομιά του καπιταλισμού, που είναι η ανισότητα, παραμένει. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τη συρρίκνωση των κρατικών δημοσιών υπηρεσιών. Οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο έρχονται αντιμέτωποι με την αυξανόμενη ανεργία, την επισφαλή εργασία, τη δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος, την αύξηση των τιμών σε φαγητό και βασικά είδη διαβίωσης, τη μείωση των δαπανών για υγεία, παιδεία, στέγαση, πρόνοια και κοινωνικές υπηρεσίες, τα αυξημένα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, το χτύπημα των συντάξεων, τα αυξημένα επίπεδα φτώχειας, το πρόβλημα των άστεγων, την πείνα και τη μετανάστευση. Σήμερα, σε συνθήκες ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα πρέπει να αποκαλύπτουν την πραγματικότητα της εκμεταλλευτικής φύσης του συστήματος, οξύνοντας την αντιπαράθεση με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, για να αντιμετωπιστεί η καλλιέργεια των αυταπατών μέσα στην εργατική τάξη.

Μέσα στο πλαίσιο της αστικής ηγεμονίας, όλοι οι θεσμοί του κράτους συμπράττουν ώστε να αποκρύψουν την αρπακτική φύση της ταξικής κυριαρχίας και να επινοήσουν μηχανισμούς για να εμποδίσουν και να ανατρέψουν την ταξική πάλη. Το Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας, ως ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα προσηλωμένο στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αναγνωρίζει πως ο καπιταλισμός είναι εγγενώς και αμετάκλητα ελαττωματικός και δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Από τη φύση του είναι εκμεταλλευτικός και καταπιεστικός. Η ανθρώπινη χειραφέτηση και η κοινωνική πρόοδος μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της κατάργησης του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας όπου η εργατική τάξη κρατάει γερά στα χέρια της την εξουσία. Οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί ένα τέλος στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και να καταργηθεί το αστικό κράτος. Οι ταξικοί ανταγωνισμοί δεν μπορούν να εξαλειφθούν στον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξανθρωπιστεί. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αφομοιώσει την επαναστατική αλλαγή. Είναι αναγκαία η ρήξη με τον καπιταλισμό. Η άρχουσα τάξη, η καπιταλιστική τάξη, δε θα παραδώσει ποτέ οικειοθελώς την εξουσία της, εάν δεν αναγκαστεί να το κάνει. Η δύναμη της ταξικής πάλης είναι όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης.

Το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι δύσκολο και πολύπλοκο. Συνεπώς, ένα βασικό ζήτημα μιας σοσιαλιστικής στρατηγικής είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες για έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Για να επιτευχθούν τέτοιες συνθήκες είναι αναγκαίο όχι μόνο να δημιουργηθεί το κόμμα της πρωτοπορίας, αλλά, επιπλέον, να έχει τη συμμετοχή των πλατιών λαϊκών μαζών της εργατικής τάξης, του εργαζόμενου λαού της χώρας. Ο καθοδηγητικός ρόλος της εργατικής τάξης διαφυλάσσεται με συνειδητή σχεδιασμένη δράση. Υπό αυτήν την έννοια, το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι προετοιμασμένο να κάνει όλα τα απαραίτητα βήματα για να ανεβάσει και να δυναμώσει την ταξική συνείδηση και να οικοδομήσει μια οργάνωση ικανή να πάρει την εξουσία για την εργατική τάξη. Αυτό σημαίνει να έχει μια ενεργή και θετική συμμετοχή στα εργατικά σωματεία.

Το εργατικό κίνημα στην Ιρλανδία

Η Ιρλανδία έχει μια μακρά ιστορία εργατικών σωματείων. Οι εργάτες ξεκίνησαν να σχηματίζουν μόνιμες ενώσεις και να διεξάγουν απεργίες για να προστατεύσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους. Τα σωματεία αποποινικοποιήθηκαν τον Ιούνη του 1824, όταν καταργήθηκαν οι Νόμοι Συνένωσης (Combination Acts), που είχαν καταστήσει παράνομο το συνδικαλισμό.

Αρχικά, τα βρετανικά σωματεία έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο, με πολλούς Ιρλανδούς εργάτες να συμμετέχουν σε σωματεία που βρίσκονταν στη Βρετανία. Η Ένωση Ενωμένων Συνδικάτων Δουβλίνου (Dublin United Trades Association) ιδρύθηκε το 1863 και εντάχτηκε στη Βρετανική Οργάνωση Συνδικάτων (British Trade Union Congress) το 1868. Στα τέλη του 1800 οργανώθηκαν πολλές απεργίες στην Ιρλανδία, παρόλο που υπήρξαν επίσης και οπισθοχωρήσεις για το εργατικό κίνημα. Το 1890, ο Μάικλ Ντάβιτ, κοινωνικός ριζοσπάστης και ακτιβιστής ενάντια στους γαιοκτήμονες, δημιούργησε τη Δημοκρατική Συνδικαλιστική και Εργατική Ομοσπονδία (Democratic Trade and Labour Federation). Η Έλεανορ Μαρξ επιθεώρησε τις συνθήκες στα εργοστάσια πουκαμίσων στο Ντέρι και μίλησε σε μια διαδήλωση εργατών αερίου στο Δουβλίνο το 1891 και το Συνδικαλιστικό Κογκρέσο Ιρλανδίας (Irish Trade Union Congress) ιδρύθηκε το 1894 εν μέσω καταγγελιών για παραμέληση των ιρλανδικών προβλημάτων από μεριάς της βρετανικής TUC. Σε αυτό το στάδιο υπήρχαν περίπου 93 συνδικάτα στην Ιρλανδία. Η ανάπτυξη του συνδικαλισμού εκφράστηκε στον αριθμό των συνδικάτων, την έναρξη των παρελάσεων της Πρωτομαγιάς και την αύξηση των συνδικαλιστικών συμβουλίων σε πόλεις σε ολόκληρη την Ιρλανδία. Το 1897, στα συνδικαλιστικά συμβούλια του Μπέλφαστ συμμετείχαν 56 οργανώσεις και 17.500 μέλη. Εκείνη την περίοδο, δημιουργήθηκαν μια σειρά από οργανώσεις που αυτοανακηρύχτηκαν σοσιαλιστικές - τμήματα της Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας (Social Democratic Federation), και η Σοσιαλιστική Ένωση (Socialist League) το 1885, το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (Independent Labour Party) το 1892, το Ιρλανδικό Σοσιαλιστικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (Irish Socialist Republican Party) του Τζέιμς Κόνολι το 1896, το οποίο συμμετείχε στη Β΄ Διεθνή και είχε στείλει τρεις αντιπροσώπους στο Συνέδριο του Παρισιού το 1900.

Ο Τζέιμς Κόνολι έφυγε από την Ιρλανδία για τις ΗΠΑ το 1903. Όταν ο Κόνολι επέστρεψε από την Αμερική, βρέθηκε για ακόμη μία φορά σε μια Ευρώπη που διαπνεόταν από επαναστατική προοπτική. Η απεργία στις λινοβιομηχανίες του 1906 (Linen Strike) στο Μπέλφαστ, κατά τη διάρκεια της οποίας ένας μεγάλος αριθμός εργατριών κινητοποιήθηκε και κατέλαβε τους δρόμους, και η απεργία των λιμενεργατών και αγωγιατών του 1907 (Dockers’ and Carters’ strike) στο Μπέλφαστ αποτέλεσαν την κλιμάκωση μιας περιόδου εργασιακών συγκρούσεων και μια σημαντική και αγωνιστική εξέλιξη στην ιστορία του προπολεμικού εργατικού κινήματος στην Ιρλανδία. Το 1910 έλαβαν χώρα απεργίες από Βρετανούς εργάτες –εργάτες στα βαμβάκια, χαλκουργούς και Ουαλούς ανθρακωρύχους. Τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1911 οργανώθηκαν τεράστιες απεργίες των λιμενεργατών, των αγωγιατών και των ναυτεργατών και μια απεργιακή κινητοποίηση τεσσάρων ημερών στους σιδηροδρόμους που παρέλυσε το μεγαλύτερο κομμάτι της βιομηχανικής Αγγλίας. Η οικονομική παρακμή του Ηνωμένου Βασιλείου, η αυξανόμενη ανισότητα, η σταθερή πτώση στην πραγματική αξία των μισθών, η ανάπτυξη του συνδικαλισμού και οι αγωνιστικές πολιτικές ιδέες αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες γι’ αυτές τις εξελίξεις.

Η Ιρλανδική Ένωση Εργατών Μεταφορών και Γενικής Εργασίας (Irish Transport and General Workers Union), που ιδρύθηκε από τον Τζέιμς Λάρκιν το 1909, αποτέλεσε μια αγωνιστική εργατική δύναμη. Τον Αύγουστο του 1913 οι εργοδότες, με επικεφαλής τον Ουίλιαμ Μάρτιν Μέρφι, αποφάσισαν να τσακίσουν την Ιρλανδική Ένωση Εργατών Μεταφορών και Γενικής Εργασίας. Ο Μέρφι είπε στους εργάτες στην εφημερίδα του πως πρέπει να παραιτηθούν από την Ένωση, αλλιώς θα απολυθούν. Ζητήθηκε, επίσης, από τους εργάτες να εγγυηθούν, γραπτώς, πως δε θα απεργήσουν. Όταν η Ένωση απάντησε, ο Μέρφι απέκλεισε όλους τους εργαζόμενους που ήταν μέλη της Ένωσης στο τμήμα αποστολής (λοκ-άουτ). Όταν 700 εργάτες στο τραμ αποχώρησαν από τα τραμ στα οποία δούλευαν, η Ομοσπονδία Εργοδοτών έκανε λοκ-άουτ στους εργαζόμενούς τους. Μέχρι τις 22 Σεπτέμβρη 1913, περίπου 25.000 Δουβλινέζοι εργάτες είχαν επηρεαστεί και περίπου 27 συνδικάτα είχαν αποκλειστεί. Σε μια προφανή πράξη ταξικού πολέμου, οι εργοδοτικές οργανώσεις προσπαθούσαν να συνθλίψουν το συνδικαλιστικό κίνημα. Εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψη του Λάρκιν, με την κατηγορία της «στασιαστικής συνωμοσίας». Στη συνέχεια, ο Λάρκιν συνελήφθη και σύρθηκε από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου Imperial Hotel, απ’ όπου θα μιλούσε σε μια συγκέντρωση στον κεντρικό δρόμο O’Connell. Ακολούθως, η συγκέντρωση δέχτηκε μια ανελέητη και τυφλή επίθεση από την αστυνομία.

Η Χάνα Σίι-Σκέφινγκτον, παθιασμένη υπέρμαχος του δικαιώματος της ψήφου των γυναικών, έγραψε: «Το γενικό λοκ-άουτ είχε εξελιχτεί σε μια μαζική αντίσταση στη σφοδρή επίθεση των εργοδοτών ενάντια στο συνδικαλισμό και την προσωπική ελευθερία, και το Δουβλίνο και το Liberty Hall [Σ.τ.Μ.: Έδρα της Ιρλανδικής Ένωσης Εργατών Μεταφορών και Γενικής Εργασίας] είχαν μετατραπεί σε όλο τον κόσμο σε σύμβολο και σημαιοφόρο του συνδικαλισμού, στη μάχη για την ίδια του την ύπαρξη.»

Ο Τζέιμς Κόνολι, επίσης, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Η δράση του Κόνολι και του Λάρκιν και η αντίσταση των εργατών προκάλεσε την οργή της καπιταλιστικής τάξης. Παρόλο που η μάχη χάθηκε, όπως έγραψε ο Κόνολι: «Η εργατική τάξη δεν έχει χάσει τίποτα από την επιθετικότητά της, τίποτα από την αυτοπεποίθησή της, τίποτα από την ελπίδα της για τον τελικό θρίαμβο.» Μια αγωνιστική εργατική τάξη εμφανίστηκε, που συνειδητοποιούσε την εκμετάλλευση και την ανάγκη για οργάνωση. Το Μάρτη του 1914, ο Λάρκιν και ο Κόνολι ανασύστησαν την Ιρλανδική Πολιτοφυλακή (Irish Citizen Army - ICA) και το νέο καταστατικό διακήρυττε ότι: «Η πρωταρχική αρχή της Ιρλανδικής Πολιτοφυλακής είναι η διακήρυξη ότι η ιδιοκτησία της Ιρλανδίας, πνευματική και υλική, κατοχυρώνεται ως δικαίωμα στο λαό της Ιρλανδίας.»

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιρλανδίας, του οποίου εθνικός οργανωτής ήταν ο Κόνολι, δήλωνε στη Διακήρυξή του: «Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιρλανδίας επιδιώκει την οργάνωση των εργατών αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως θρησκείας ή φυλής, σε ένα μεγάλο Εργατικό Κόμμα. Θεωρεί ότι η εξάρτηση της εργατικής τάξης από τους κατόχους της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η επιθυμία αυτών των καπιταλιστών και γαιοκτημόνων να εξακολουθούν να κρατούν τη μεγάλη μάζα του λαού υποτελή και εξαρτημένη είναι η σημαντική και σταθερή αιτία όλων των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών κακών –σχεδόν όλων των σύγχρονων εγκλημάτων, της πνευματικής παρακμής, των θρησκευτικών διαμαχών και της πολιτικής τυραννίας. Η αναγνώριση αυτού καθοδηγεί την ιρλανδική εργατική τάξη να ακολουθήσει το παράδειγμα των εργατών σε κάθε πολιτισμένη χώρα του κόσμου, είτε υποτελή είτε ελεύθερη, και να οργανωθεί συνδικαλιστικά και πολιτικά, έχοντας ως τελικό στόχο την απόκτηση ελέγχου και κυριότητας του συνόλου των πόρων της χώρας. Αυτός είναι ο στόχος μας, αυτός είναι ο Σοσιαλισμός.»

Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια μείωση στη συνδικαλιστική πυκνότητα –του ποσοστού των εργαζόμενων που είναι μέλη σωματείου– στην Ιρλανδία, αν και στην αρχή της καπιταλιστικής κρίσης του 2008 είχε υπάρξει μια αύξηση στον αριθμό των μελών. Αυτή η μείωση στη συμμετοχή στα σωματεία μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων του ρόλου των πολυεθνικών εταιριών, που είναι εχθρικές προς την αναγνώριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μεγάλων ποσοστών εργατών που απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Στη σημερινή Ιρλανδία, λόγω της εργασίας εντός των ορίων μιας καπιταλιστικής οικονομίας, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν περιορίσει τις λειτουργίες τους σ’ ένα προστατευτικό πλαίσιο, προσπαθώντας να υπερασπιστούν –και όπου είναι δυνατό– να επεκτείνουν τα δικαιώματα των εργατών, διαπραγματευόμενες στην ουσία καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες και ένα «πιο δίκαιο» σύστημα διανομής μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εξουσίας, αντί να προσπαθούν να την ανατρέψουν.

Υπάρχει μόνο μία συνδικαλιστική συνομοσπονδία, η Ιρλανδική Ένωση Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (Irish Congress of Trade Unions - ICTU), η οποία ιδρύθηκε το 1959, μετά από τη συγχώνευση του Ιρλανδικού Συνδικαλιστικού Κογκρέσου (Irish Trade Union Congress) και του Κογκρέσου Ιρλανδικών Συνδικάτων (Congress of Irish Unions) που ιδρύθηκε το 1945. Η ICTU αντιπροσωπεύει περίπου 832.000 εργαζόμενους, που συμμετέχουν μέσω 64 συνδικαλιστικών οργανώσεων σε Βόρεια Ιρλανδία και Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που συμμετέχουν, περιλαμβάνονται και 21 συνδικάτα με βάση τη Βρετανία. Λίγα είναι τα συνδικάτα που δε συμμετέχουν στην ICTU. Στην Ιρλανδία, όπως και στη Βρετανία, οι διαπραγματεύσεις με πολλούς εργοδότες σε κλαδικό επίπεδο έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί, και τα συνδικάτα, σε γενικές γραμμές, πρέπει να κερδίσουν την αναγνώριση ανά εταιρία.

Ο αντιδραστικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο αντιδραστικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέδρασε σημαντικά στο συνδικαλιστικό κίνημα και τα δικαιώματα των εργατών. Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η λεγόμενη «ευέλικτη» ή επισφαλής απασχόληση, έχει αυξήσει σημαντικά την εργασιακή ανασφάλεια, την υποαπασχόληση και την απασχόληση χαμηλής ποιότητας και χαμηλών αποδοχών. Οι εργαζόμενοι κρατούνται σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας για παρατεταμένες περιόδους. Αυτό με τη σειρά του χρησιμοποιείται για την αποδυνάμωση των συνδικάτων. Οι εργαζόμενοι μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης χρησιμοποιούνται ως φθηνή εργατική δύναμη και ως απροκάλυπτη απειλή για όσους έχουν μόνιμη απασχόληση. Σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης είναι πιο πιθανό να λάβουν χαμηλότερη αμοιβή σε σχέση με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και, επίσης, έχουν περιορισμένες προοπτικές εκπαίδευσης και προαγωγής. Η εργασία στο δημόσιο τομέα έχει αποσαθρωθεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω της ιδιωτικοποίησης και της υπεργολαβίας από ιδιώτες εργοδότες. Η ανάπτυξη της «ανταποδοτικής πρόνοιας» (υποχρεωτική εργασία ή κατάρτιση με αντάλλαγμα την καταβολή παροχών-workfare), ως μηχανισμού για την επιβολή αποδοχής θέσεων χαμηλής ποιότητας, αποτελεί μια σχεδιασμένη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία από το ξεκίνημά της αποτελεί συμμαχία καπιταλιστικών κρατών, σχεδιασμένη για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, έχει διαμορφώσει αρκετές στρατηγικές για να εφαρμοστεί η φιλοκαπιταλιστική της ατζέντα και έχει αξιοποιήσει μηχανισμούς όπως η Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, η Ατζέντα της Λισαβόνας το 2000 και η Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009, για να αναπτυχθεί παραπέρα και να σταθεροποιηθεί το δόγμα της «ανταγωνιστικότητας» και της «ευελιξίας», που χρησιμοποιήθηκε για την κατάργηση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, τον περιορισμό της περιβαλλοντικής προστασίας και την αντικατάσταση της δήθεν «Κοινωνικής Ευρώπης», με την πραγματικότητα της «Παγκόσμιας Ευρώπης», ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα του διακρατικού κεφαλαίου. Ακόμα και η αθεράπευτα ρεφορμιστική ETUC κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «κοινωνικός διάλογος» απέτυχε.

Η στρατηγική του «Μάαστριχτ», της «Λισαβόνας» και της «ΕΕ 2020», μέσω του καθεστώτος λιτότητας, ιδιωτικοποίησης, ανταγωνιστικότητας και διάβρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχει ως στόχο να διασφαλίσει την κερδοφορία των μονοπωλίων, η οποία συνεπάγεται περαιτέρω μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και αύξηση του επίπεδου εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Το Μάρτη του 2011, το Σύμφωνο Euro Plus εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Και τα 17 μέλη της Ευρωζώνης, μαζί με τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, συμφώνησαν να επανεξετάσουν τις ρυθμίσεις καθορισμού των μισθών και να σταματήσουν την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κεντρικού χαρακτήρα στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας».

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ήδη αποδυναμωθεί, εξαιτίας της επιρροής της αστικής ιδεολογίας, του ρεφορμισμού και των προσδοκιών στις πολιτικές της ΕΕ, κι έχουν χτυπηθεί παραπέρα από τη στρατηγική της Λισαβόνας και της «Ευρώπης 2020». Η σταθερότητα των τιμών και η πρόληψη του πληθωρισμού θεωρούνται πιο σημαντικές από τη διασφάλιση της απασχόλησης. Στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης δίνεται έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και το ρόλο του ιδιωτικού τομέα. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται τη σταθερότητα, τη διάρκεια και την ανθεκτικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Οι επιθέσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων ενάντια στα εργατικά δικαιώματα

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πλέον Ευρωπαϊκό Δικαστήριο - ΔΕΚ), ο τελικός διαιτητής όλων των διαφορών που προκύπτουν από τις συνθήκες και τη νομοθεσία της ΕΕ, έχει εκδώσει μια σειρά αποφάσεων που επιτίθενται στα θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα (υποθέσεις Viking, Laval, Ruffert και Λουξεμβούργου).

Ο περιορισμός του δικαιώματος συλλογικής δράσης, που επέβαλε το ΔΕΚ στις υποθέσεις Viking και Laval, έχει περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να ενεργούν προς το συμφέρον των μελών τους. Οι υποθέσεις Viking και Laval καθιέρωσαν πως στο κοινοτικό δίκαιο η άσκηση του δικαιώματος στην απεργία δε θα πρέπει να περιορίζει αδικαιολόγητα τις «τέσσερις ελευθερίες» που προβλέπονται από τις συνθήκες –τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, αγαθών, προσώπων και υπηρεσιών. Οποιοσδήποτε περιορισμός μίας από αυτές τις ελευθερίες είναι δικαιολογημένος μόνο όταν επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος απαιτούν μια τέτοια ενέργεια, «υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω περιορισμοί μπορούν να εξασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και δε βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού» (σημείο 3 της απόφασης Viking). Με άλλα λόγια, το δικαίωμα στην απεργία δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των «τεσσάρων ελευθεριών» και υποτάσσεται στα δικαιώματα του κεφαλαίου.

Αφού αποφάνθηκε σχετικά με αυτές τις αρχές, το ΔΕΚ παρέπεμψε την υπόθεση Viking στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων, αλλά έθεσε ένα υψηλό όριο για την εκτίμηση των «επιτακτικών λόγων». Στην υπόθεση Laval, οι δικαστές έκριναν πως η δράση των εκπροσώπων των Σουηδών εργαζόμενων, οι οποίοι κατέφυγαν σε εργατικές κινητοποιήσεις σχετικά με μισθολόγια, παραβίασε το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η συνδικαλιστική δράση, η οποία «μπορεί να καταστήσει λιγότερο ελκυστική, αν όχι δυσχερέστερη» για τη Laval τη χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών (σημείο 99 της απόφασης), δεν καλυπτόταν από τους «επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος». Η απόφαση αυτή έχει σοβαρές συνέπειες για το απεργιακό δικαίωμα στα κράτη-μέλη. Στην υπόθεση Laval, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αποκλεισμός από ένα σουηδικό συνδικάτο ήταν αδικαιολόγητος περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, καθώς το αίτημα υπογραφής σύμβασης για τους όρους απασχόλησης πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων για τα ποσοστά αμοιβής ήταν δυσανάλογα περιοριστικό.

Αυτές οι περιπτώσεις είναι σαφείς εκδηλώσεις της μακράς ιστορικής δέσμευσης της ΕΕ στην «απελευθέρωση», που βασίζεται στη θεωρία πως τα δικαιώματα των κρατών-μελών πρέπει να υποτάσσονται στις «τέσσερις ελευθερίες» που προβλέπονται στις συνθήκες. Βασικά στάδια αυτής της διαδικασίας περιλαμβάνουν την απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, των αεροπορικών και εμπορευματικών μεταφορών, των αγορών ενέργειας και των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Παραδείγματα στη Γερμανία περιλαμβάνουν την άρση του μονοπωλιακού ρόλου της πρώην Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης, ως γραφείου ανεύρεσης εργασίας, και περιορισμούς στις εθνικές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και στην ευθύνη των δημόσιων περιφερειακών διοικητικών οργάνων σε σχέση με τις περιφερειακές τράπεζες και τις τράπεζες αποταμιεύσεων.

Στην απόφαση Ruffert του 2008, το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι οι εργολάβοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν συλλογικές συμβάσεις, εκτός εάν μπορούσε να αποδειχτεί ότι η σύμβαση ήταν «γενικώς υποχρεωτική». Ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης της ΕΕ, υψηλότερα ποσοστά αμοιβών θα σήμαιναν «μια πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση, η οποία μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την εκπλήρωση της παροχής υπηρεσιών τους στο κράτος υποδοχής».

Αυτές οι υποθέσεις καταδεικνύουν, σαφώς, πως τα δικαιώματα των εργαζόμενων, τα οποία, δήθεν, κατοχυρώνονται τόσο στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων όσο και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, εξαρτώνται εξολοκλήρου από την οικονομική ελευθερία και τα συμφέροντα των εργοδοτών και των πολυεθνικών. Οι «τέσσερις ελευθερίες», πάνω στις οποίες είναι χτισμένο όλο αυτό έργο, δεν είναι τίποτε άλλο από την ελευθερία της καπιταλιστικής δραστηριότητας. Η ΕΕ είναι μια διακρατική καπιταλιστική συμμαχία που θέτει τα θεμέλια για την ελεύθερη δραστηριότητα του κεφαλαίου σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο σε βάρος των εργαζόμενων.

Ο χαρακτήρας του συνδικαλισμού και η προοπτική του ως δύναμη μετασχηματισμού

Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς συμμετείχαν ενεργά στο εργατικό κίνημα της εποχής τους. Ο Μαρξ, ιδιαίτερα στην επίθεσή του κατά του Προυντόν το 1847, επέπληξε όσους υποτιμούσαν τα κέρδη του εργατικού κινήματος και οι Οδηγίες προς τους αντιπροσώπους του Προσωρινού Κεντρικού Συμβουλίου για τα ξεχωριστά ζητήματα για το Συνέδριο της Γενεύης τονίζουν τη σημασία του ρόλου των συνδικάτων και τον αγώνα του εργατικού κινήματος: «Η δράση των συνδικάτων δεν είναι μόνο νόμιμη, αλλά είναι και απαραίτητη. Δεν μπορεί να απαλειφθεί, όσο διαρκεί το σημερινό σύστημα παραγωγής.» Ο Μαρξ συνειδητοποίησε ότι τα συνδικάτα αντιπροσώπευαν τα πρώτα βήματα στην οργάνωση των εργατών ως τάξης.

Η Διεθνής Ένωση Εργατών έγινε το σύμβολο της ταξικής πάλης με στόχο την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης και την ενοποίηση του διεθνούς εργατικού κινήματος στην πάλη για κοινωνική χειραφέτηση. Στην Εναρκτήρια Ομιλία του στην Α΄ Διεθνή, ο Μαρξ κατέστησε σαφές ότι η κοινωνική μεταρρύθμιση δε θα μπορούσε να υποκαταστήσει την επαναστατική αλλαγή. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν, οι οποίοι ήταν ενθουσιώδεις με τις επαναστατικές δυνατότητες των συνδικαλιστικών αγώνων, αναγνώριζαν, επίσης, τους περιορισμούς του συνδικαλισμού, που συχνά αποτυπώνονταν με ανησυχία στη δράση των συνδικάτων που ασχολούνταν με καθαρά οικονομικά ζητήματα και με μια αποκλειστικά συνδικαλιστική συνείδηση, η οποία ήταν ανεπαρκής για τη χειραφέτηση των εργατών. Για τους κομμουνιστές είναι απαραίτητη η αναγνώριση της αντικειμενικής αναγκαιότητας του σοσιαλισμού και της αναγκαιότητας για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.

Ο καθημερινός αγώνας, ο αγώνας των συνδικάτων, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πάλη για την ταξική χειραφέτηση. Αυτό κατέστη σαφές από τον Μαρξ, που επέκρινε την απόρριψη του Προυντόν σχετικά με τον ταξικό αγώνα και την επανάσταση, αλλά και την αποδοκιμασία του σχετικά με τις απεργίες και τα συνδικάτα. Κατέρριψε τις ουτοπικές ιδέες του Προυντόν ότι η κοινωνία θα μπορούσε να αλλάξει μέσω μιας ισότιμης ανταλλαγής, βασισμένης σε ένα δίκτυο συνεταιρισμών παραγωγών και καταναλωτών, με μια λαϊκή τράπεζα που θα παρείχε δωρεάν πίστωση στους συνεταιρισμούς.

Η θέση του Μαρξ, επίσης, αποτυπώθηκε στην κριτική του προς τον Φερντινάντ Λασάλ και τους υποστηρικτές του, που δεν κατάφεραν να κατανοήσουν τη φύση των συνδικάτων και απέρριψαν τη σημασία της απεργιακής δράσης και των αγώνων των εργατών, με την ψευδή δικαιολογία του «σιδερένιου νόμου του μισθού». Το πρόγραμμα του Λασάλ βασίστηκε στο αίτημα για το δικαίωμα ψήφου και την ιδέα οι ενώσεις παραγωγών να στηρίζονται σε κρατική βοήθεια και απέρριπτε ρητά την επαναστατική ταξική πάλη. Οι λασαλικοί δεν ενδιαφέρονταν για το ποιος έλεγχε την παραγωγή ή για το ζήτημα της εξουσίας των εργαζόμενων.

Ο Μαρξ έθεσε ξανά το ζήτημα των συνδικάτων στο έργο του Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Η Κριτική γράφτηκε ως απάντηση στο ενωτικό πρόγραμμα των δύο μεγαλύτερων γερμανικών εργατικών οργανώσεων το 1875 στην Γκότα, της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ένωσης (λασαλικοί) και του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος των Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και Άουγκουστ Μπέμπελ (αϊζεναχικοί). Ο Μαρξ επέκρινε και πάλι τις ιδέες του Λασάλ και το πρόγραμμα, λόγω της αδυναμίας του να κατανοήσει τη σημασία της συνδικαλιστικής πάλης. Σε ένα γράμμα του στον Μπέμπελ το Μάρτη του 1875, ο Ένγκελς αναφέρει: «[...] Δε γίνεται καθόλου λόγος για την οργάνωση της εργατικής τάξης σαν τάξης μέσα από τα συνδικάτα. Κι αυτό είναι πολύ ουσιαστικό σημείο, γιατί τα συνδικάτα είναι η καθαυτό ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, με την οποία διεξάγει τους καθημερινούς του αγώνες με το κεφάλαιο.»

Ενάντια στον αναθεωρητισμό και στον οπορτουνισμό

Στο Τι να κάνουμε;, ο Λένιν επισήμανε πως το επαναστατικό κόμμα «[...] καθοδηγεί τον αγώνα της εργατικής τάξης όχι μόνο για να πετύχει πιο ευνοϊκούς όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, αλλά και για την κατάργηση του κοινωνικού καθεστώτος που αναγκάζει τους άπορους να πουλιούνται στους πλούσιους. Η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη στις σχέσεις της μόνο προς μια ορισμένη ομάδα εργοδοτών, αλλά και στις σχέσεις της προς όλες τις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, στις σχέσεις της προς το κράτος σαν οργανωμένη πολιτική δύναμη. Γι’ αυτό είναι ευνόητο ότι οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο δεν μπορούν να περιορίζονται στην οικονομική πάλη, αλλά και δεν μπορούν να δεχτούν η οργάνωση οικονομικών αποκαλύψεων να αποτελεί την κύρια δράση τους. Πρέπει να καταπιαστούμε δραστήρια με την πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, με την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης.»

Ο Λένιν κατέστησε σαφές πως «η οικονομική πάλη “φέρνει αντιμέτωπους” τους εργάτες μόνο με τα ζητήματα που αφορούν τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στην εργατική τάξη και γι’ αυτόν το λόγο, όσο κι αν παιδευτούμε με το καθήκον “να προσδώσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη”, δε θα μπορέσουμε ποτέ ν’ αναπτύξουμε την πολιτική συνείδηση των εργατών (ως το επίπεδο της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής συνείδησης), στα πλαίσια αυτού του καθήκοντος, γιατί αυτά τα ίδια τα πλαίσια είναι στενά».

Στη Γερμανία και τη Ρωσία οι διττοί κίνδυνοι του ρεβιζιονισμού και του οικονομισμού ήταν εχθρικοί προς την ανάπτυξη μιας επαναστατικής στρατηγικής. Ο Λένιν ήταν κάθετος στην κριτική του προς αυτές τις ομάδες στη Ρωσία που επιδίωκαν να διαχωρίσουν τον πολιτικό αγώνα από τους οικονομικούς αγώνες και να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στους οικονομικούς αγώνες, μια άποψη την οποία συνέδεσε με το ρεβιζιονισμό του Μπερνστάιν.

Μετά από την επιτυχία της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι είδαν μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή την επείγουσα ανάγκη να κερδίσουν στις γραμμές του σοσιαλισμού τη μάζα των προοδευτικών εργατών που βρίσκονταν στα συνδικάτα των καπιταλιστικών χωρών, απαιτώντας από τους κομμουνιστές να ενταχτούν σε αυτά τα συνδικάτα και να συμμετάσχουν στους καθημερινούς αγώνες της εργατικής τάξης, να πολιτικοποιήσουν αυτούς τους αγώνες, να ανεβάσουν τη συνείδηση και να πείσουν τους εργάτες για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.

Πολλές από τις σημερινές συνδικαλιστικές ηγεσίες σε όλη την Ευρώπη είναι γραφειοκρατικές, ιδιοτελείς, που δεσμεύονται πρωτίστως στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις και την παροχή επικουρικών υπηρεσιών στα μέλη τους. Είναι εχθρικές προς το σοσιαλισμό, ευχαριστημένες απλά να επιδιώκουν πολιτικές που αποσκοπούν στη σταθεροποίηση, διαχείριση και διατήρηση του καπιταλισμού, πρόθυμοι συνεργάτες του κοινωνικού συστήματος που καταπιέζει την εργατική τάξη, σύμμαχοι των αστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που ενεργά προσπαθούν να διαχωρίσουν τους οικονομικούς αγώνες των εργατών (τα συνήθη ζητήματα) από τους επαναστατικούς πολιτικούς αγώνες.

Ο ρόλος των κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα

Ο Λένιν είχε δηλώσει πως οι κομμουνιστές πρέπει να δουλεύουν μέσα στα συνδικάτα. Σήμερα υπάρχουν λίγες χώρες στην καπιταλιστική κοινωνία όπου υπάρχει μια εργατική οργάνωση ως καθαρά επαναστατικός ταξικός πόλος. Επομένως, ποια είναι η απάντηση των κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα όπου δεν υπάρχουν τέτοιες συνθήκες;

Στο έργο του Ο «αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, ο Λένιν θέτει το ερώτημα: Πρέπει οι επαναστάτες να δουλεύουν μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα; Η απάντησή του ήταν ξεκάθαρη. Απευθυνόμενος στους Γερμανούς «αριστερούς», ανέφερε: «Το ίδιο παιδιάστικες και γελοίες ανοησίες δεν μπορεί παρά να φαίνονται σε μας και οι σπουδαίες, πολύ σοφές και τρομερά επαναστατικές συζητήσεις των Γερμανών Αριστερών πάνω στο θέμα ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν και δεν πρέπει να δουλεύουν στα αντιδραστικά συνδικάτα, ότι επιτρέπεται να παρατήσουν αυτήν τη δουλειά, ότι πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα και να δημιουργήσουν υποχρεωτικά την εντελώς καινουργιούτσικη, την εντελώς καθαρούτσικη “εργατική ένωση” κλπ. κλπ., που την σοφίστηκαν οι καλοί μας (και ασφαλώς στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ νεαροί) κομμουνιστές κλπ.»

Όπως εξηγούσε: «Μπορούμε (και πρέπει) να αρχίσουμε να χτίζουμε το σοσιαλισμό όχι με ανθρώπινο υλικό φανταστικό και φτιαγμένο ειδικά από εμάς, αλλά με το υλικό που κληρονομήσαμε από τον καπιταλισμό. Ούτε συζήτηση ότι αυτό είναι πολύ “δύσκολο”, όμως κάθε άλλος τρόπος για τη λύση του προβλήματος είναι τόσο αστόχαστος, που δεν αξίζει τον κόπο ούτε να μιλάμε γι ’ αυτόν.

[...] Να μη δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών ηγετών ή των “αστοποιημένων εργατών” (διαβάστε σχετικά το γράμμα του Ένγκελς στον Μαρξ για τους Άγγλους εργάτες το 1858).

Η ανόητη ακριβώς “θεωρία” για τη μη συμμετοχή των κομμουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πόσο επιπόλαια οι “αριστεροί” κομμουνιστές αντικρίζουν το ζήτημα της επιρροής πάνω στις “μάζες” και πόση κατάχρηση κάνουν με τις κραυγές τους της λέξης “μάζα”. Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις “μάζες” και να κατακτήσεις τη συμπάθειά τους, την αγάπη τους και την υποστήριξή τους, δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, [...] αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. [...] Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστον ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα.»

Η αναγκαιότητα της ταξικής πάλης και των ταξικών συνδικάτων

Το καθήκον των κομμουνιστών μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για να ανεβάσουν την ταξική συνείδηση, να δώσουν τη δυνατότητα στους εργάτες να αναπτύξουν μια αίσθηση της δύναμής τους ως τάξης, να υπογραμμίσουν και να δώσουν έμφαση στη φύση, τη βάση και τη σημασία της ταξικής πάλης, διευκολύνοντας την οργάνωση μαζικών εκστρατειών και ταυτόχρονα απαιτώντας μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών για τους εργαζόμενους.

Κάθε ταξική πάλη είναι πολιτική πάλη. Οι αρνητικές συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης για τον εργαζόμενο λαό δεν οδηγούν αυτομάτως στην ενίσχυση της ταξικής συνείδησης. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να στέκεται στο πλάι των εργαζόμενων στους καθημερινούς τους αγώνες για την υπεράσπιση των σκληρά κεκτημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών τους και την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, συμπεριλαμβανομένης μιας μόνιμης και σταθερής δουλειάς, με πλήρη κοινωνική ασφάλιση, με εργασιακή και μισθολογική προστασία, πλήρους απασχόλησης, με μέτρα για την υγεία και την ασφάλεια και πλήρη συνδικαλιστικά δικαιώματα. Για την ικανοποίηση των αναγκών υγείας και πρόνοιας, εκπαίδευσης και στέγασης, συμπεριλαμβανομένου ενός ποιοτικού δημόσιου, καθολικού και δωρεάν συστήματος υγείας και ιατρικής περίθαλψης. Για δωρεάν, υποχρεωτικά δημόσια, κοσμική [3] εκπαίδευση. Για μείωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (και την ταυτόχρονη κατάργηση της προκαθορισμένης ηλικίας συνταξιοδότησης) και εξασφάλιση επαρκών συντάξεων. Για δημοκρατικά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Για να μπει ένα τέλος στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Για τη διατήρηση στρατηγικών κλάδων της οικονομίας υπό κρατικό καθεστώς, συμπεριλαμβανομένων των κλάδων της ενέργειας, των επικοινωνιών, της εκπαίδευσης, των μεταφορών κ.ά. Για την προστασία του περιβάλλοντος κλπ. Ωστόσο, είναι καθήκον των κομμουνιστών να θέσουν τον κάθε αγώνα στο πολιτικό του πλαίσιο, το οποίο αποκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας, ανεβάζει την ταξική συνείδηση και εκφράζει με έναν απτό και κατανοητό τρόπο πως ο σοσιαλισμός είναι η εναλλακτική.

Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας μεγάλης επίθεσης εναντίον του συνδικαλιστικού κινήματος και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, και μάλιστα, κατά της ίδιας της ιδέας του συνδικαλισμού. Τα αντισυνδικαλιστικά μέτρα που επιβάλλονται, νομοθετικά και δικαστικά, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στο δικαίωμα στην απεργία, των προσπαθειών ποινικοποίησης του μέτρου της περιφρούρησης κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά και η επιβολή σοβαρών κυρώσεων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις χρησιμοποιούνται σε μια προσπάθεια περιορισμού της δύναμης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ουδετεροποίησης και διάλυσης των συνδικάτων. Ωστόσο, τα συνδικάτα παραμένουν μαζικές οργανώσεις εργαζόμενων, αποτελώντας την πρώτη γραμμή υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζόμενων εναντίον των εργοδοτών τους υπό τον καπιταλισμό και προσφέροντας δυνητικά μια θέση αντίστασης στις επιθέσεις εναντίον της εργατικής τάξης και ένα μέσο για το ανέβασμα της ταξικής συνείδησης, αλλά και για ευρύτερες προοδευτικές παρεμβάσεις μέσα από τους συνδικαλιστικούς αγώνες που έχουν ταξικό προσανατολισμό.

Τα συνδικάτα παραμένουν ένα σημαντικό όπλο στο οπλοστάσιο της οικονομικής και συνδικαλιστικής πάλης. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργήσουν στους εργαζόμενους μια συνείδηση της ταυτότητάς τους ως εργατών, αν και αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να δημιουργήσει μια επαναστατική σοσιαλιστική συνείδηση. Αυτό είναι καθήκον των κομμουνιστών. Τα συνδικάτα έχουν την ικανότητα να εκφράζουν τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που είναι εγγενείς στο σημερινό κοινωνικό σύστημα. Μπορούν να παλέψουν για να υπερασπιστούν τα κέρδη και τα επιτεύγματα που απέκτησαν οι εργαζόμενοι σε προηγούμενους αγώνες και να προστατεύσουν το βιοτικό τους επίπεδο και τις συνθήκες εργασίας από περαιτέρω επιθέσεις. Αυτό δίνει μια ευκαιρία στο επαναστατικό κόμμα να αποκαλύψει τις ατέλειες και τις αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος και να διατυπώσει τη σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Όπως έγραφε ο Λένιν: «Το κεφάλαιο συγκεντρώνει τους εργάτες κατά μεγάλες μάζες στις μεγάλες πόλεις, τους συσπειρώνει, τους μαθαίνει την κοινή δράση. Σε κάθε βήμα τους οι εργάτες βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κυριότερο εχθρό τους, με την τάξη των καπιταλιστών.» [4]

Ο Διεθνισμός και οι συνδικαλιστικοί αγώνες

Το 2019 συμπληρώνονται 74 χρόνια από την ίδρυση της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, που ιδρύθηκε στις 3 Οκτώβρη 1945. Η δημιουργία της ΠΣΟ συνδέθηκε με την ήττα του φασισμού και την ανάγκη οργάνωσης του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος. Από τότε, η ΠΣΟ έχει μια παρουσία σε ολόκληρο τον κόσμο, στο πλευρό των εργαζόμενων και των καταπιεσμένων λαών, ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και για τη δημιουργία και εδραίωση του διεθνούς ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Είναι καθήκον των κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και την ικανότητα των εργαζόμενων στην ταξική πάλη, να διασφαλίσουν την προστασία της συνδικαλιστικής οργάνωσης και την υπεράσπιση των πολιτικών ελευθεριών της, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα για το μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Τα συνδικάτα, που λειτουργούν σε μια αρένα ταξικής πάλης, αντιπροσωπεύουν την ευκαιρία για συλλογικό αγώνα, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη ριζοσπαστικοποίηση και την ενίσχυση της αντίστασης των εργαζόμενων ενάντια στην εκμετάλλευση στο χώρο δουλειάς, την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και τα υπερκέρδη των μονοπωλίων.

Ο ταξικός αγώνας είναι το μέσο με το οποίο η εργατική τάξη προχωρά από μια τάξη «μόνη της» σε μια τάξη «για τον εαυτό της», ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χειραφέτησή της. Και τα συνδικάτα, ως μαζικές οργανώσεις εργαζόμενων, αποτελούν ζωτικό πεδίο για την ταξική πάλη.

Συμπεράσματα

Τα συνδικάτα στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι από μόνα τους επαναστατικά όργανα. Αυτός ο ιστορικός πολιτικός ρόλος μπορεί να εκπληρωθεί μόνο από τα επαναστατικά κόμματα. Είναι καθήκον των κομμουνιστών, μέσω του επαναστατικού κόμματος, να βρεθούν μεταξύ των ανθρώπων ως θεωρητικοί, ως προπαγανδιστές, ως αγκιτάτορες και ως διοργανωτές, όπως υποστηρίζει ο Λένιν. Ο συνδικαλιστικός αγώνας παρέχει τη βάση για την οργάνωση των εργαζόμενων, μια ευκαιρία για το επαναστατικό κόμμα να ανεβάσει και να αναπτύξει την ταξική συνείδηση, να οξύνει την αρένα της ταξικής πάλης και να στρατολογήσει εργαζόμενους στο επαναστατικό κόμμα και την αναγκαιότητα για επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Είναι καθήκον του επαναστατικού κόμματος να μεταφράσει τη δυσαρέσκεια που βιώνουν οι εργαζόμενοι στον καπιταλισμό, σε μια επαναστατική σοσιαλιστική συνείδηση και δημιουργικότητα.

Έχουμε πολλούς αγώνες μπροστά μας. Είναι βασική προϋπόθεση να ενισχύσουμε τους δεσμούς των κομμάτων μας με την εργατική τάξη και τις μάζες του εργαζόμενου λαού, τα συνδικάτα, τη νεολαία και τις γυναικείες οργανώσεις. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες δρουν τα κόμματά μας μπορεί να ποικίλλουν, όμως πρέπει να εκτιμάμε σωστά τις συνθήκες αυτές, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό στον οποίο έχουν αναπτυχθεί οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες. Εξοπλισμένοι με την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού και το ισχυρό όπλο του προλεταριακού διεθνισμού, τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα μπορούμε να δουλέψουμε και εντός του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος στις αντίστοιχες χώρες μας, εκτιμώντας νέες ευκαιρίες για ενωμένη δράση της εργατικής τάξης και δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για να κατευθύνουμε την πάλη των καθημερινών κοινωνικοοικονομικών αιτημάτων των μαζών του εργαζόμενου λαού και την πάλη τους για δημοκρατία, ενάντια σε ολόκληρο το σάπιο σύστημα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.


[1] Κ. Μαρξ, Γράμμα στον Γ. Β. Σβάιτσερ, 13 Φλεβάρη 1865.

[2] Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια. Η Κριτική της Κριτικής Κριτικής, σελ. 43-44.

[3] Σ.τ.Μ.: Εννοεί τη μη θρησκευτική εκπαίδευση.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Τα διδάγματα της Επανάστασης (1910)», Άπαντα, τόμ. 19, σελ. 430, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.