Σχετικά με τα λεγάμενα Αναδυόμενα Υποκείμενα. Η επικαιρότητα, του επαναστατικού χαρακτήρα της εργατικής τάξης και το πρωτοπόρο κόμμα της


Ντιέγκο Τόρρες, μέλος του ΠΓ του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού, Γραμματέας των Διεθνών Σχέσεων.

Ο ρόλος της εργατικής τάξης

Από τη γέννησή του ο επιστημονικός σοσιαλισμός ξεχώρισε από άλλες θεωρίες καθώς αναγνώρισε στους κόλπους της σημερινής κοινωνίας μια κοινωνική δύναμη που καλείται να θάψει τον καπιταλισμό και να οικοδομήσει τη νέα κοινωνία. Αυτή η κοινωνική δύναμη ήταν η εργατική τάξη. Από τα πρώτα έργα του μαρξισμού, από τα πρώτα κιόλας γραπτά -μεταξύ άλλων «Η κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία», «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» ή οι «Αρχές του Κομμουνισμού»- «το κύριο στη διδασκαλία των Μαρξ και Ένγκελς είναι η αποσαφήνιση του ιστορικού ρόλου του προλεταριάτου ως δημιουργού της σοσιαλιστικής κοινωνίας». [1]

Οι Μαρξ και Ένγκελς βάσιζαν αυτές τις απόψεις σε μια ενδελεχή ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας. Τι προϋποθέσεις, χαρακτηριστικά και ιδιότητες συγκεντρώνει η εργατική τάξη ώστε να καλείται να εκπληρώσει αυτό το ρόλο;

Πρώτον, είναι η τάξη που υφίσταται την περισσότερη εκμετάλλευση στην καπιταλιστική κοινωνία. Οι συνθήκες ζωής καθορίζονται από το γεγονός ότι η ύπαρξή της, οι χαρές και οι λύπες, η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται αποκλειστικά από την πώληση της ικανότητάς του για εργασία στους καπιταλιστές και από τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιείται αυτή η πώληση λόγω των διακυμάνσεων της αγοράς. Αυτές οι συνθήκες ζωής, αυτό το ζωτικό συμφέρον την ωθεί συνεχώς στον αγώνα μέχρι θανάτου με την τάξη των καπιταλιστών, καθιστά το προλεταριάτο τον πιο συνεπή και σταθερό αντίπαλο του καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται για μια παρατήρηση που δεν είναι καθαρά εμπειρική, αλλά βασίζεται στην ανακάλυψη της θεωρίας της υπεραξίας που εξακολουθεί να είναι σε ισχύ. Το ξέσπασμα της σημερινής καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης ήρθε να καταρρίψει τα τελευταία παραληρήματα όσων πίστευαν ότι στην οικονομία η σφαίρα της κυκλοφορίας θα μπορούσε να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από τη σφαίρα της παραγωγής και τους νόμους που τη διέπουν.

Δεύτερον, η εργατική τάξη συνδέεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, οι εργάτες δεν έχουν δεσμούς με το παρελθόν της παραγωγής, με τα απομεινάρια των προηγούμενων καθεστώτων παραγωγής, αλλά με την ανάπτυξη και το μέλλον της παραγωγής.

Αυτό, αντίθετα με πολλές απόψεις, σημαίνει ότι η ανάπτυξη της υλικής βάσης του καπιταλισμού, η μεγάλη βιομηχανία, δεν απειλεί την ύπαρξη του προλεταριάτου σαν τάξη, δεν απειλεί τη θέση του στην κοινωνία, αλλά συντελεί στην αύξηση του αριθμού των εργατών και καθιστά πιο σημαντικό το ρόλο τους στην κοινωνική ζωή. Είναι μεθοδολογικά αβάσιμο να παίρνεται υπόψη ένα σύντομο χρονικό διάστημα για να γίνει λόγος για εξαφάνιση του προλεταριάτου. Ο νόμος τη προλεταριοποίησης του πληθυσμού δείχνει την εντυπωσιακή του έκταση κατά την ανάλυση του καπιταλισμού στο σύνολό του. Για παράδειγμα, στα μέσα του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ η εργατική τάξη, οι εργάτες και οι οικογένειές τους αποτελούσαν λιγότερο από 6% του πληθυσμού, στη Γερμανία προσέγγιζε το 3%, ενώ στα μέσα του 20ού αιώνα αυτός ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά το ήμισυ του ποσοστού και στις δύο περιπτώσεις. Σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ) σε παγκόσμια επίπεδο, η εργατική τάξη που δεν κατέχει μέσα παραγωγής και που πουλάει την εργατική της δύναμη αντί μισθού από τη δεκαετία του 1980 κυμαίνεται γύρω στα 65%.

Σημαίνει επίσης ότι τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις της εργατικής τάξης συμπίπτουν με τη γενική κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Μάλιστα αυτό προαναγγέλλεται ήδη με τη σχετική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα και συγκεντροποιημένα μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού από όπου προκύπτει η ανώνυμη εταιρία και τα μονοπώλια. [2] Η εργατική τάξη, καθώς δεν έχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν μπορεί να την έχει και σε μεγάλη εκτίμηση. Επιπλέον, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι η βάση για την εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή, γι’ αυτό και η κατάργηση και αντικατάστασή της από την κοινωνική ιδιοκτησία είναι ο μοναδικός δρόμος για να χειραφετηθεί η εργατική τάξη.

Δε διέφυγε από τους δασκάλους του επιστημονικού σοσιαλισμού ότι εκτός από το παραπάνω η εργατική τάξη έχει ιδιότητες που απορρέουν από τη θέση της στην παραγωγή, οι οποίες είναι απαραίτητες για μια επαναστατική δουλειά. Για παράδειγμα, έχουμε ήδη αναφερθεί στη συνεχή αριθμητική της αύξηση, το προλεταριακό κίνημα -έλεγαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»- είναι το αυτοτελές κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας προς το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για ποσοτική άποψη, καθώς συγκεντρώνοντας η ίδια η αστική τάξη τα μέσα παραγωγής συγκεντρώνει χιλιάδες εργάτες κάτω από την σκεπή των εργοστασίων της που βρίσκονται συνήθως στους πόλους συγκέντρωσης του κεφαλαίου, δηλαδή στις μεγάλες πόλεις. Έτσι το προλεταριάτο ξεπερνάει τη διάσπαση και την απομόνωση. Καθώς ξεπερνιούνται τα υποκειμενικά προβλήματα και ανεβαίνει η ταξική συνείδηση, οι εργάτες μπορούν να ενωθούν και οργανωθούν καλύτερα από κάθε άλλη τάξη.

Η συγκέντρωση της εργατικής τάξης είναι ανεξάρτητη από ορισμένες πρόσκαιρες εξελίξεις. Μπορεί να υπάρχουν χρονικές περίοδοι στις οποίες ένα τμήμα των καπιταλιστών επιλέγει την αποκέντρωση ή την τμηματοποίηση της διαδικασίας παραγωγής. Αυτό συμβαίνει γενικά σε συνθήκες που μπορεί να είναι κατάλληλες για να αποκτηθεί νέα υπεραξία με αυτό τον τρόπο ή για να διασπάσει προσωρινά την εργατική τάξη και να δυσκολέψει την οργάνωσή της, υπολογίζοντας τις θυσίες που χρειάζονται. Ωστόσο αυτή η επιλογή αντιστρέφεται μετά από ένα χρονικό διάστημα, καθώς η όλη διαδικασία δείχνει ότι η τάση του κεφαλαίου είναι προς τη συγκέντρωση. Αυτό το επιβεβαιώνει η απρόσκοπτη ανάπτυξη των μονοπωλίων, το γεγονός ότι ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό της εργατικής τάξης δουλεύει απευθείας γι’ αυτά και έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση της συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα.

Επιπλέον, εξαιτίας των συνθηκών, η εργατική τάξη είναι η πιο δεκτική στην οργάνωση. Η δουλειά στις μεγάλες επιχειρήσεις κάνει τον εργάτη να συνηθίζει στο πνεύμα του κολεκτιβισμού, στην αυστηρή πειθαρχία, στην κοινή δράση και στην αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, ο Ένγκελς στην «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» μιλάει γι’ αυτή την αυστηρότατη πειθαρχία χρησιμοποιώντας το επίθετο στρατιωτική, ο Λένιν τονίζει στα «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» με ποιο τρόπο οι καπιταλιστές κάνουν την εργατική τάξη να συνηθίσει να έχει μια εξαιρετική ακρίβεια σε κάθε κίνηση. Και αυτό συνέβαινε μάλιστα πριν την επιτήρηση και τον έλεγχο που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών!

Ανάμεσα σε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις, η εργατική τάξη είναι η πιο ικανή να αναπτύξει τη συνείδησή της και να δεχτεί μια επιστημονική ιδεολογία. Η πρόοδος της βιομηχανίας δημιούργησε την ανάγκη για περισσότερο μορφωμένους εργάτες. Ο χειρισμός των πολύτιμων και πολύπλοκων μηχανημάτων, στα οποία βασίζεται σήμερα η παραγωγή, απαιτούν έναν υψηλό βαθμό επιστημονικής κατάρτισης και ένα πολιτιστικό επίπεδο πολύ πιο υψηλό σε σχέση με προηγούμενα στάδια των οικονομικών σχηματισμών.

Εν ολίγοις, όλες αυτές οι ιστορικές και οικονομικές συνθήκες συντελούν ώστε η εργατική τάξη να είναι η πιο μαχητική και επαναστατική στην κοινωνία. Πρόκειται για ιστορικές και οικονομικές συνθήκες που παραμένουν απόλυτα επίκαιρες μέχρι σήμερα.

Θεωρίες που αμφισβητούν το ρολό της εργατικής τάξης.

Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν έγραψε το 1913 ότι «Το κύριο στη διδασκαλία των Μαρξ και Ένγκελς είναι ότι φώτισαν τον κοσμοϊστορικό ρόλο του προλεταριάτου ως δημιουργού της σοσιαλιστικής κοινωνίας». [3] Δεν είναι περίεργο λοιπόν που πολλές αντικομμουνιστικές θεωρίες, ανεξάρτητα από το ότι συγκαλύπτονται σε αποσπασματικές πτυχές του μαρξισμού, επικεντρώνουν την κριτική τους σε αυτό ακριβώς το ζήτημα.

Ο Μαρξισμός-Λενινισμός ως επιστημονική θεωρία της εργατικής τάξης έχει τρεις πηγές και τρία μέρη. Δεν αρκεί να υποστηρίζει κανείς ένα μόνο από αυτά. Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι είναι επίκαιρη η κριτική στο κεφάλαιο, αρνιούνται όμως το ρόλο της εργατικής τάξης, της επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Γενικά, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, ο αναθεωρητισμός προσπαθεί να υπονομεύσει αυτή τη θεωρία, εστιάζοντας κυρίως στην άρνηση του σημαντικού ζητήματος της πολιτικής δράσης, της πρακτικής των μετασχηματισμών, ανάγοντάς την σε «κριτική θεωρία» με το επιχείρημα ότι η εργατική τάξη, το προλεταριάτο έχασε δύναμη, ότι δεν εκδηλώθηκε ως επαναστατική δύναμη, ότι ενσωματώθηκε στο σύστημα.

Στα 1960, 1970 και 1980 ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο Αντρέ Γκορζ και άλλοι έλεγαν ότι ο μαρξισμός γέρασε και τραγούδησαν το «αντίο προλεταριάτο». Ως κοινωνιολόγοι της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας συγκέντρωναν τα επιχειρήματά τους και τα αντιπαρέθεταν, τα αντιπαρέβαλαν με τις τρέχουσες τάσεις, δηλαδή δεν προσέγγιζαν τις μελέτες τους με βάση την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, αλλά με βάση ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας.

Ένα πρώτο μέρος των επιχειρημάτων τους συνίσταται στο ότι η εργατική τάξη των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, των ιμπεριαλιστικών κέντρων, είχε πετύχει υψηλό βιοτικό επίπεδο και ως εκ τούτου η συνείδησή τους γινόταν πιο συντηρητική, υπερασπιζόταν το status quo χωρίς να ενδιαφέρεται για επαναστάσεις, ενώ ο ρόλος της ως πρωτοπορίας είχε περάσει στους φοιτητές, στα απελευθερωτικά κινήματα στην Αφρική και την Ασία.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ο ρόλος της ΕΣΣΔ και των κομμουνιστών -η δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και οι πιθανότητες να ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση η Γαλλία και η Ιταλία- ανάγκασε τον καπιταλισμό να πάρει το προσωρινό μέτρο του Κράτους Πρόνοιας, με σκοπό να αναχαιτίσει την άνοδο της πάλης της εργατικής τάξης και των κομμουνιστικών κομμάτων της. Δεν αρνούμαστε ότι στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, καθώς επίσης και στις χώρες σε ενδιάμεση θέση, ως αποτέλεσμα των πλεονασμάτων από την εκμετάλλευση του διεθνούς προλεταριάτου ενισχύεται η λεγόμενη εργατική αριστοκρατία, την οποία πολεμάμε. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός του συνόλου της εργατικής τάξης ως aggiomada [Σ.τ.Μ. που έχει επίκαιρο ρόλο] στο σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευσή της είναι ένα θέμα πολύ διαφορετικό.

Οι απόψεις αυτές απέδειξαν τον πρόσκαιρο χαρακτήρα τους, πρώτ’ απ’ όλα γιατί το Κράτος Πρόνοιας στην αναδιάρθρωση του καπιταλισμού οδήγησε στην ανατροπή των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και σε όλες τις χώρες ανεξαιρέτως το επίκεντρο της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής πάλης είναι και πάλι ο αγώνας της εργατικής τάξης.

Άλλη πτυχή ήταν η αντιμετώπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων με τις θεωρίες περί διαχωρισμού τους σε λευκά, μπλε και γκρίζα κολάρα, δηλαδή το ζήτημα των κατηγοριών στον κόσμο της εργασίας, των ειδικοτήτων ή αυτό που λέμε καταμερισμός της εργασίας. Ο ρόλος στην παραγωγή καθώς και οι μισθολογικές διαφοροποιήσεις στον καπιταλισμό δε θέτουν υπό αμφισβήτηση το ρόλο της εργατικής τάξης ως παραγωγού υπεραξίας. Είναι αλήθεια ότι ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος, του εξωτερικού παράγοντα που εισάγει τη συνείδηση στην τάξη, μεγαλώνει την ευθύνη του στο ιδεολογικό μέτωπο για να δείξει στον εργάτη -ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στην διαδικασία παραγωγής- τις ευθύνες του για την κυριαρχία και την απόσπαση υπεραξίας από την αστική τάξη.

Αλλαγές στον κόσμο της εργασίας

Βάσει της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, οι αστοί και μικροαστοί ιδεολόγοι αποτιμούν την αυτοματοποίηση και τη ρομποτοποίηση της διαδικασίας παραγωγής ως την αριθμητική μείωση της εργατικής τάξης, καθώς και «το τέλος της εργασίας». Αυτή η θεωρία προβάλλεται απευθείας από τα ιδεολογικά κέντρα του κεφαλαίου, κυρίως μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, με εκπροσώπους όπως ο Τζ. Ρίφκιν, που αναφέρει για παράδειγμα ότι ο τομέας των υπηρεσιών δεν αποτελεί κομμάτι της εργατικής τάξης και οδηγεί στο ουτοπικό άκρο της πλήρους αυτοματοποίησης της παραγωγής και στην εξαφάνιση του προλεταριάτου. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται στο «Κεφάλαιο», οι μηχανές δεν παράγουν πρόσθετη αξία, μόνο η απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης παράγει υπεραξία, πάνω στην οποία βασίζονται οι αστοί για την ύπαρξη του καπιταλισμού. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι αυτή η θέση διαδόθηκε ταυτόχρονα με την επίθεση για την αναγκαιότητα ύπαρξης κόμματος.

Σχετικά με αυτά τα ζητήματα συζητήθηκαν οι αλλαγές που παρατηρούνται στον κόσμο της εργασίας. Αυτές οι αλλαγές συμπεριλαμβάνουν, εκτός από τη λεγόμενη εκχώρηση διαδικασιών σε τρίτους, το outsourcing, το offshoring, την επιστροφή στη δουλειά με το κομμάτι κτλ. Κάθε αλλαγή στην οργάνωση του κόσμου της εργασίας, κάθε νέα τάση προκαλούσε πάντα συζητήσεις τέτοιου είδους, όπως για παράδειγμα ο φορντισμός, ο τεηλορισμός, ο τογιοτισμός, η μέθοδος just in time, η maquila, που έφεραν όχι μόνο την ενίσχυση της κεντρικού ρόλου της εργατικής τάξης στη διαδικασία παραγωγής, αλλά και την ιδεολογική επίθεση από πλευράς της αστικής σκέψης.

Πολλές από αυτές τις παρατηρήσεις είναι μονομερείς. Για παράδειγμα, η μεταφορά επιχειρήσεων πραγματικά φαίνεται να αφήνει ορισμένες περιοχές σε κατάσταση κοινωνικής ερήμωσης, αλλά αυτό από την άλλη οδηγεί μια άλλη περιοχή σε μεγαλύτερη συγκέντρωση, μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη, πιο ελκυστική για το κεφάλαιο, σύμφωνα με το βασικό νόμο του μέγιστου κέρδους. Για έναν τοπικό παρατηρητή η βιομηχανία εξαφανίζεται, αλλά παρατηρώντας το παγκόσμιο πανόραμα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, υπάρχει μια αύξηση στον αριθμό των ατόμων που εργάζονται για ένα μισθό σε κάποια δραστηριότητα που συνδέεται με τη βιομηχανία. Ωστόσο υπό νέες μορφές.

Όσον αφορά την εκχώρηση διαδικασιών σε τρίτους και τη σχετική μείωση της εργατικής τάξης στη βιομηχανία σε σχέση με άλλους τομείς και στρώματα εργαζομένων εν γένει, θα πρέπει κατ’ αρχάς να αναθεωρηθούν οι στατιστικές. Η αστική στατιστική κατηγοριοποιεί χωρίς να ακολουθεί επιστημονικά, ταξικά κριτήρια και περιπλέκει τα πράγματα. Αυτό που κάνει περισσότερη εντύπωση είναι η επιμονή με την οποία οι αστικές στατιστικές υπηρεσίες συμπεριλαμβάνουν, για παράδειγμα, τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, τις μεταφορές, τη δουλειάς σε αποθήκες και την ενέργεια στις υπηρεσίες. Κατά δεύτερον όσον αφορά τις υπηρεσίες, έχει αξία να θυμηθούμε τη μορφή του συλλογικού εργάτη που συνέλαβε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Με την άφιξη της μεταποίησης αρκεί η συμμετοχή σε έναν τομέα εργασίας που απαιτείται για τη δημιουργία των εμπορευμάτων ώστε να πάρει μέρος στη διαδικασία παραγωγής. Πολλές από τις εργασίες που συμπεριλαμβάνονται στις υπηρεσίες παρέχονται από επιχειρήσεις με τη μορφή της υπεργολαβίας, όπως για παράδειγμα η καθαριότητα, οι επισκευές, οι τραπεζαρίες στις βιομηχανίες κτλ. Δεν μπορεί λοιπόν να συμπεριληφθούν στο πεδίο των «υπηρεσιών», ενώνοντάς τις τεχνητά με την εργασία που πραγματοποιείται στο εμπόριο, τη μη παραγωγική εργασία κτλ.

Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΔΟΕ που αναφέρθηκαν προηγουμένως, δε φαίνεται η αύξηση στον τομέα των υπηρεσιών να είναι σε βάρος των βιομηχανικών εργατών. Η ανάπτυξη αυτού του τομέα γενικά οφείλεται στη διαρκή καταστροφή των τάξεων που συνδέονται με την ύπαιθρο, με την καταστροφή μικρών ιδιοκτητών και μεσαίων στρωμάτων. Αυτό δε συνιστά μείωση της εργατικής τάξης επειδή είναι μικρότερη σε σχέση με αυτούς τους εργαζόμενους, σημαίνει προλεταριοποίηση και προσέγγισή τους στην εργατική τάξη κι επομένως μεγαλύτερη ικανότητα επιρροής και κινητοποίησης.

Αυτές και άλλες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας δεν αλλάζουν το ρόλο της εργατικής τάξης. Συνεπάγονται ωστόσο ιδιαίτερα προβλήματα και προκλήσεις όσον αφορά τη συνδικαλιστική οργάνωση, τη δουλειά του κόμματος κτλ.

Το βασικό ζήτημα είναι ότι ενώ υπάρχει κεφάλαιο, δεν μπορεί να καταστρέψει την κοινωνική δύναμη από την οποία εξαρτάται για να πολλαπλασιαστεί. Δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί ούτε να αποκτηθεί υπεραξία χωρίς την παραγωγική εργασία, χωρίς την εργατική τάξη. Είναι άλλο πράγμα η σωστή διαπίστωση ότι η αστική τάξη αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις για να παράγει περισσότερο με λιγότερους εργάτες και άλλο πράγμα να γίνεται λόγος για εξαφάνιση ή για απώλεια του ρόλο που παίζει στην πάλη των τάξεων.

Τα λεγόμενα αναδυόμενα υποκείμενα

Παρότι είναι σημαντικό να συγκρουστούμε με τις αστικές και μικροαστικές θεωρίες, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ορισμένες θεωρίες που προέκυψαν στο πλαίσιο της αντεπανάστασης, οι οποίες κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1990 και ήταν το στήριγμα της θεωρίας για έναν «άλλο κόσμο» και εκφράστηκαν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Πρόκειται για θέσεις που προωθήθηκαν στην Ευρώπη από ομάδες που συνδέονται με την σοσιαλδημοκρατία και στη Λατινική Αμερική με τη μετασοσιαλιστική Αριστερά.

Μέσα από μια υποτιθέμενη αριστερή οπτική επιδιώκεται να δοθεί διέξοδος στην ιδεολογική κρίση των επαναστατικών δυνάμεων με την εξής διαδικασία: αποδοχή των αστικών απόψεων για την αντικατάσταση της εργατικής τάξης ως ιστορικού υποκείμενου επικαλούμενοι τα λεγόμενα αναδυόμενα υποκείμενα, όπως τους ιθαγενείς, τις γυναίκες, τους οικολόγους, τις σεξουαλικές μειονότητες. Προφανώς, σύμφωνα με αυτές τις απόψεις, δεν είναι απαραίτητο το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης. Η οργάνωση της πρωτοπορίας, και η θέση του - σύμφωνα πάντα με αυτούς- καταλαμβάνεται από τα κοινωνικά κινήματα, την «οριζοντιότητα» και τις ΜΚΟ. Σύμφωνα με τη λογική τους, η πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, η πάλη για την εξουσία όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη, αλλά την καταδικάζουν κιόλας. Έχουν δύο κοινά στοιχεία με άλλες καθαρά αστικές θεωρίες: την άρνηση του ρόλου της εργατικής τάξης και την επίθεση στο ταξικό κόμμα, στο κομμουνιστικό κόμμα και σε άλλα όργανα πάλης, όπως τα συνδικάτα και άλλες μορφές ταξικής οργάνωσης.

Είναι απαραίτητο να σταθούμε σε μια ιδέα που δυναμώνει τον ιδεολογικό εκλεκτικισμό και επιτρέπει να φωλιάζουν απόψεις ενάντια στην εργατική τάξη. Ορισμένοι «δημιουργικοί» διανοούμενοι που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές κατηγορούν το μαρξισμό για ευρωκεντρισμό και τονίζουν τις λεγόμενες ιδιαιτερότητες, έναντι των γενικών χαρακτηριστικών. Έλεγαν ότι η εργατική τάξη, ιδωμένη από το Μαρξ ως αναπτυσσόμενη δύναμη, έχει να κάνει συγκεκριμένα με την Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη Λατινική Αμερική, τουλάχιστον στον 21ο αιώνα. Διογκώνουν τις διαστάσεις της φτώχειας ως παράγοντα που διαμόρφωσε τις υποκειμενικές συνθήκες και κάνουν σημαία τους αυτή τη θεωρία. Δημιουργούν ένα μίγμα μαρξισμού με άλλες πολιτικές ιδέες και δυσφημούν το κόμμα ως ξεπερασμένο εργαλείο. Στο βάθος βρίσκεται η άποψη ότι το γενικό είναι υποδεέστερο του ιδιαίτερου, του ειδικού, του πρωτότυπου. Τέτοια περίπτωση είναι η έμφαση στην «ιδιαιτερότητα της Λατινικής Αμερικής», απ’ όπου ξεκινάνε διάφορες ουτοπικές, μυστικιστικές προτάσεις που μετατρέπουν, για παράδειγμα, το ζήτημα των ιθαγενών και τον αγώνα για τα φυσικά κοιτάσματα σε ζήτημα «μαγικής σκέψης» που συνδέεται με αρχέγονες δυνάμεις.

Κοινωνικά κινήματα, η προέλευση και τα όρια τους οι μικροαστοί μπαίνουν μπροστά

Μεγάλη απήχηση είχαν οι θεωρίες που επανεξετάζουν το ρόλο της εργατικής τάξης μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η αντεπανάσταση, η απώλεια της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη, ανάγκασε σε γενική υποχώρηση της εργατικής τάξης σε όλο τον κόσμο και σε πολλές περιπτώσεις σε προσωρινή αποδιοργάνωση ή σε πλήρη διάλυση των οργανώσεων της πρωτοπορίας. Πρέπει να πούμε όμως ότι υπήρχαν Κομμουνιστικά Κόμματα και τμήματα της οργανωμένης εργατικής τάξης που αντιστάθηκαν και πάλεψαν, εμποδίζοντας την περαιτέρω ανάπτυξη των σχεδίων του μεγάλου κεφαλαίου. Για παράδειγμα η ΠΣΟ και άλλα αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα ανασυγκροτήθηκαν χάρη στη δράση των κομμουνιστών.

Ακολουθώντας τη γενική τάση του καπιταλισμού για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, τα μονοπώλια κατέλαβαν βίαια τις νέες αγορές που είχαν ανοίξει τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως την αγορά τεχνολογίας πληροφοριακών συστημάτων, των πωλήσεων μέσω αυτοεξυπηρέτησης, ορισμένους τομείς της αγροτικής παραγωγής, παρασκευής προϊόντων κτλ. Φυσικά οι μικροαστοί ένιωσαν να απειλούνται, ριζοσπαστικοποιήθηκαν πολιτικά και κινητοποιήθηκαν. Παρότι από κοινωνικής άποψης ξεκίνησε μια διαδικασία προλεταριοποίησης, ιδεολογικά ενδύθηκε τις θέσεις που προαναφέραμε.

Από τη μια πλευρά παρατηρούμε ότι αυξάνονται οι αντικομμουνιστικές εκστρατείες, αποδιοργανώνονται μεγάλα τμήματα εργαζομένων, διαλύονται τα κόμματα της πρωτοπορίας, και όλα αυτά δυσχεραίνουν τη θέση της εργατικής τάξης. Από την άλλη, συναντάμε τη μαζική διάδοση των θεωρητικών επεξεργασιών που προωθούν τη σύγχυση, τον ενισχυμένο ακτιβισμό των μεσαίων στρωμάτων κτλ., με μια λέξη την ενίσχυση των μικροαστικών θέσεων. Το αποτέλεσμα της σύγκλισης αυτών των παραγόντων οδήγησε πολλές χώρες στην ηγεμονία των μικροαστών στην ηγεσία των κοινωνικών και λαϊκών κινημάτων την περίοδο αμέσως μετά την αντεπανάσταση.

Εγκαταλείποντας τις επιστημονικές θέσεις, η κριτική και η επίθεση στον καπιταλισμό αντιμετωπίζεται βολονταριστικά. Προτείνεται, για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός του μέσα από αλλαγές στη σφαίρα της κατανάλωσης ή στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Εγκαταλείπεται η επιστημονική αντίληψη της ταξικής πάλης για μια υποτιθέμενη πάλη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση κτλ.

Οι μικροαστοί, που ηγούνται του λαϊκού κινήματος, δεν έχουν επαναστατικούς στόχους. Δε βλέπουν στην οικονομική κατάσταση, που λειτουργεί σαν αιτία της κινητοποίησής τους, επαναστατικές δυνατότητες, αλλά κυρίως τάσσονται υπέρ του να γυρίσει πίσω ο τροχός της ιστορίας σε μια προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων.

Οι ηγεσίες αυτές απηύθυναν κάλεσμα σε αυτές τις πραγματικά δυσαρεστημένες μάζες, χωρίς να καταφέρουν όμως να συνδέσουν την οικονομική και κοινωνική πτυχή με την πολιτική, με το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας.

Οι μικροαστοί είναι ένα στρώμα του πληθυσμού που η τύχη τους, η ζωή κι ο θάνατος, εξαρτώνται σε πολλές περιπτώσεις από τις ατομικές τους προσπάθειες, από μια μικρή πτυχή του κόσμου που δεν τους οδηγεί στο να σκεφτούν την κοινωνική πραγματικότητα στο σύνολό της. Σε οργανωτικό επίπεδο δεν πρόκειται για διαμόρφωση ισχυρών οργανώσεων που να μπορούν να ανατρέψουν τον εχθρό τους, αλλά για ένα κίνημα με άτυπους και αδύναμους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη του, καθώς οι μεγάλες οργανώσεις είναι «τέρατα» που «καταπνίγουν την προσωπικότητα». Σε επίπεδο σκέψεων, δε διέπονται από κατευθύνσεις που να βασίζονται στους νόμους του κινήματος για τον οικονομικό-κοινωνικό καπιταλιστικό σχηματισμό, αλλά σε μόδες όπως η θεωρία για «έναν άλλο κόσμο», η παγκοσμιοφοβία, ο μετακαπιταλισμός, «οι αγανακτισμένοι» κτλ.

Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε μια υπερτίμηση των τεχνικών πλευρών στα πολιτικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η θέση της λεγόμενης 2.0 revolution (σ,μ: εννοεί την λεγόμενη «ψηφιακή επανάσταση»)που θεωρεί ως αποφασιστικό στοιχείο την τεχνολογία που χρησιμοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης. Δεν έχει σημασία ο οργανωτικός πυρήνας που εκπέμπει τα μηνύματα, που αποφασίζει τα συνθήματα, ούτε η τάξη την οποία επιδιώκει να επηρεάσει. Αυτό το οποίο καθορίζει την επιτυχία της δράσης είναι η ίδια η χρήση των μηνυμάτων του κινητού, το twitter, το facebook κτλ. Το αντικείμενο γίνεται φετίχ.

Δε γινόταν εκτίμηση της επιτυχίας ή αποτυχίας αυτών των θεωριών, το κίνημα ήταν το παν. Αν έμπαινε κάποιο ζήτημα που αμφισβητούσε αυτή τη συναίνεση, αντιμετωπιζόταν με απομόνωση από το κίνημα γενικά.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά σπάνιες και πολύ περιορισμένης έκτασης οι αγώνες που καθοδηγούνται από τους μικροαστούς αυτή την περίοδο. Πρόκειται για την εφαρμογή και αποτυχία των θεωριών περί αναδυόμενων υποκείμενων. Επίσης, οι πιο σοβαροί αγώνες αυτής της περιόδου δε θα μπορούσαν να έχουν επιτυχία χωρίς τη συμβολή της αποφασιστικής κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης. Εξαιτίας της αδιαφορίας ή της ανικανότητάς τους να οργανώσουν και να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη, τους πιο σοβαρούς αγώνες αυτής της περιόδου, επέλεξαν να προσπαθήσουν να αποσταθεροποιήσουν βίαια την κυκλοφορία εμπορευμάτων, εμποδίζοντας την πραγματοποίηση του κύκλου του κεφαλαίου μέσα από συγκλίνοντες ελιγμούς. Το αστικό Κράτος, δεχόμενο επίθεση από πολλά μέτωπα, πάντα μπορούσε να πάρει πρωτοβουλία ενόσω ο βιομηχανικός στρατός του, το προλεταριάτο, θα συνέχιζε να παράγει υπεραξία γι’ αυτό. Ήταν συνηθισμένη εικόνα να βλέπεις σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου στρατιωτικοποιημένη αστυνομία να ρίχνει δακρυγόνα για να διαλύσει τις λαϊκές μάζες από τα νευραλγικά κέντρα των δρόμων μεταφορών και επικοινωνίας.

Οι μικροαστοί είναι τελικά ένα στρώμα εξαιρετικά ταλαντευόμενο και ασταθές. Όταν απογοητευτούν από μια ήττα, αποτραβιούνται στο βασίλειο της ονειροπόλησης ή της αδιαφορίας. Τις περιόδους κινητοποίησης ακολουθούσε μια δραματική άμπωτη.

Όταν οι μάζες ανταποκρίνονται στα καλέσματα αυτών των ακτιβιστών, καταλήγουν θύματα του αυθορμητισμού. Οι λαϊκές μάζες είναι πάρα πολύ δημιουργικές και αυτή η δημιουργικότητα δεν εμποδίζεται, αλλά ενισχύεται μέσα από καθαρές και σαφείς κατευθύνσεις, αυτό ακριβώς που δεν κάνει η ηγεσία αυτή. Έναν περιορισμό του κινήματος τον παρουσιάζουν σαν αρετή, οριζοντιότητα κτλ.

Οι μικροαστοί ως ηγέτες των λαϊκών αγώνων εκείνης της περιόδου απέτυχαν. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα επιμείνουν, ωθούμενοι από την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου, να επιδιώκουν να κινητοποιήσουν τους λαούς κάτω από τα λάβαρά τους. Τα μονοπώλια μπορούσαν στην απόλυτη πλειοψηφία των περιπτώσεων να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους.

Ο λαός του Μεξικού έχει οδυνηρά παραδείγματα αυτών των ορίων και των συνεπειών. Η διάρκεια και η εφαρμογή αυτών των θέσεων οδήγησαν εκατοντάδες ομάδες και πολυάριθμες οργανώσεις με επαναστατικά αιτήματα να υποκλίνονται εκπληκτικά στον αυθορμητισμό. Δε σχεδιάζουν με στόχο να φέρουν τη θεωρία στο κίνημα, δεν προτείνουν την οργάνωση της εργατικής τάξης στους χώρους δουλειάς και την αντεπίθεσή της από εκεί κτλ. Δεν μπορούν να προσφέρουν στα λαϊκά κινήματα τη συμμαχία με την εργατική τάξη, την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης για την ανατροπή κτλ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αφερέγγυες δυνάμεις. Ένα παράδειγμα για το πώς το μεξικανικό κράτος σύνθλιψε το κοινωνικό κίνημα διαχωρισμένο από το εργατικό κίνημα είναι η Λαϊκή Συνέλευση των λαών της Οαχάκα (ΑΡΡΟ).

Το γεγονός ότι υπάρχουν αυτές οι θέσεις στη χώρα μας οφείλεται στο ότι δεν προβάλλει ακόμα επαρκώς η εναλλακτική πρόταση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αναλαμβάνει την ευθύνη του και εντείνει την επιμονή του στο ιδεολογικό μέτωπο. Πρέπει να παλέψει μαζί με τα κινήματα που αντιτίθενται στο κεφάλαιο, στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, χωρίς όμως να γίνουν ιδεολογικές παραχωρήσεις. Μόνο με σταθερότητα στη θεωρία και επιμονή στη δουλειά της δραστηριοποίησης του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στο Μεξικό μπορούμε να προσφέρουμε μια συμμαχία προς όφελος του λαού και μια διέξοδο από την κρίση με στόχο την ανατροπή.

Ευτυχώς, σε διεθνές επίπεδο πραγματοποιήθηκε η ανασύνταξη της εργατικής τάξης και των κομμάτων της, μια διαδικασία που θα πρέπει να προσέξουμε το ενδεχόμενο αναστροφής της.

Η αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο ιδεολογικό μέτωπο οι αστικές κοινωνιολογικές θεωρίες σχετικά με το τέλος της εργατικής τάξης συνδέονται, καθώς θέτουν το ζήτημα της μη βιωσιμότητας του κόμματος της τάξης, του κομμουνιστικού κόμματος.

Στην ταξική πάλη, ήδη στο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, το προλεταριάτο για να συγκροτηθεί σε τάξη χρειάζεται το γενικό επιτελείο του, την πρωτοπορία του που με τη θεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού κατευθύνει κάθε βήμα, κάθε συγκεκριμένη δράση στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για την ανατροπή του καπιταλισμού και είναι καθαρό στο πρόγραμμα για το σοσιαλισμό- κομμουνισμό, κάτι το οποίο είναι εφικτό μόνο μέσα από τη διεκδίκηση και βγάζοντας συμπεράσματα από την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα.

Τα έργα των κλασικών του Μαρξισμού-Λενινισμού δείχνουν ότι οι εργάτες από το ρόλο τους στην παραγωγή είναι η επαναστατική δύναμη που έχει την ικανότητα να θάψει τον καπιταλισμό, με την προϋπόθεση να συγκροτηθεί σε τάξη, δηλαδή να αποκτήσει συνείδηση. Ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε;» εξηγεί τις μορφές της συνείδησης και καθιερώνει έτσι το κόμμα νέου τύπου.

Στο όνομα του εκσυγχρονισμού οι νέοι ρεφορμιστές, προερχόμενοι από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, εγκαταλείπουν σε ένα βαθμό κάποια χαρακτηριστικά της λενινιστικής θεωρίας όσον αφορά την οργάνωση και την ουσία του κομμουνιστικού προγράμματος που είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Χωρίς το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό δεν μπορεί να υπάρξει το κόμμα νέου τύπου και οι κριτικές επικεντρώνονται σε αυτό. Ως υποκατάστατο παρουσιάζουν το κίνημα, χωρίς δομή, χωρίς μορφή, χωρίς στρατηγική συνοχή, χωρίς πειθαρχία, χωρίς πρόγραμμα, επίκαιρο, αναβιώνοντας τη θέση του Μπερνστάιν.

Το κομμουνιστικό κόμμα είναι το κόμμα της εργατικής τάξης, κομμάτι της πρωτοπορίας που στην κοινωνικοταξική σύγκρουση δείχνει το δρόμο, πότε είναι αναγκαίο να περάσει στην επίθεση, πότε στην άμυνα, που προχωράει εξοπλισμένο με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας στις στροφές της πάλης, προβάλλοντας τα απαραίτητα σε κάθε περίσταση συνθήματα και χωρίς να ξεφεύγει από το στρατηγικό πλαίσιο που είναι η ρήξη των καπιταλιστικών σχέσεων, η ανατροπή της αστικής τάξης, η οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Το κομμουνιστικό κόμμα είναι ικανό να πετύχει τους στόχους του, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ιδεολογική, προγραμματική και οργανική ενότητα, παλεύοντας για εσωτερική συνοχή και εκκαθάριση από οτιδήποτε του στερεί την ενότητα. Το κομμουνιστικό κόμμα, η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, δεν πρέπει να χάσει από την προσοχή του την πάλη κατά του οπορτουνισμού και οφείλει να διαφυλάξει, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις, το ταξικό κριτήριο.

Το Κόμμα και η αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική συμμαχία

Η εργατική τάξη είναι η μόνη τάξη επαναστατική ως το τέλος. Ωστόσο είναι αλήθεια και ότι ο ιμπεριαλισμός σαρώνει μεγάλα στρώματα και τμήματα της κοινωνίας στη δυναμική της αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. «Η αύξηση των φόρων, η εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, η όξυνση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, η πολιτική της υπαγωγής της υπαίθρου στα μονοπώλια, η πολιτική υπεράσπιση του τεράστιου ποσοστού υπεραξίας των μονοπωλίων, οι ενδοϊμπεριαλιστικές συμφωνίες και οι συνέπειες τους, οι εκδηλώσεις της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, η ταχεία υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η κατάργηση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων κτλ. είναι θέματα που επηρεάζουν και άλλα στρώματα του λαού». [4]

Έχουμε πει από την αρχή ότι τα άλλα στρώματα που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των μεγαλοαστών τους είναι αδύνατο να τους ανατρέψουν χωρίς τη συμβολή της εργατικής τάξης και ότι η καθοδήγησή τους γενικά στην πάλη πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ομοίως, το προλεταριάτο δύσκολα θα μπορέσει να νικήσει ή και να διατηρήσει την εξουσία αν μείνει απομακρυσμένο από τους υπόλοιπους εργάτες και από τα λαϊκά στρώματα, αν δεν πετύχει την ένταξη ή την ουδετερότητα ορισμένων από αυτά, αν δεν εμποδίσει την αστική τάξη να τα κινητοποιήσει εναντίον της. Αυτό που προσπαθούμε να επαληθεύσουμε είναι ότι αντικειμενικά υπάρχει μια βάση για συμμαχία ανάμεσα σε αυτά τα στρώματα και την εργατική τάξη. Μια αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική συμμαχία.

Η δουλειά σε αυτή τη βάση αποκτά μεγαλύτερη σημασία σε στιγμές κρίσης, όταν οξύνονται οι αντιθέσεις, αποκαλύπτονται τα συμφέροντα κάθε τάξης και οι συγκρούσεις της ταξικής πάλης επιτρέπουν μια γρήγορη πολιτική κατανόηση. Ωστόσο δεν είναι δεδομένος ο αυθορμητισμός στη διαμόρφωση μια συμμαχίας τέτοιας φύσης, ούτε μπορεί να γίνει χωρίς προετοιμασία. Είναι μια συμμαχία για να χτυπηθεί η εξουσία της κυρίαρχης τάξης και για να έρθει στην εξουσία μια άλλη, η εργατική τάξη. Το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης είναι ο μοναδικός πολιτικός σχηματισμός που μπορεί να σφυρηλατήσει αυτή τη συμμαχία, καθώς έχει τόσο την ικανότητα να αναλύει κάθε στιγμή τις εκτροπές και τις απότομες στροφές της ταξικής πάλης στο σύνολό της όσο και να μετατρέπει αυτή την ανάλυση στις απαραίτητες για την εργατική τάξη κατευθυντήριες γραμμές. Με αυτές τις γραμμές η εργατική τάξη θα αποδεικνύει στα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα την καταλληλότητα και την αναγκαιότητα της καθοδήγησής της, που θα την οδηγούν ώστε να παρεμβαίνει αποτελεσματικά εν γένει στην πάλη για το λαό. Όποια οργανωτική μορφή υιοθετήσει η συμμαχία ενάντια στον καπιταλισμό μπορεί να φτάσει μέχρι τέλους, μέχρι την ανατροπή, μόνο με την ύπαρξη ενός δυνατού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Όποιος θέλει να δει σύντομα την κηδεία του καπιταλισμού πρέπει να αναγνωρίσει ότι χρειάζεται να συσπειρωθούν επειγόντως οι νεκροθάφτες, πρέπει να ξέρει ότι η πάλη για το δυνάμωμα του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι η καλύτερη εγγύηση για να δει αυτή τη μέρα να έρχεται.


[1] Β. Ι. Λένιν, «Άπαντα», εκδ. «Προγκρέσο», τόμ. 18, σελ. 544.

[2] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμ. Γ΄, μέρος πέμπτο, κεφ. 27.

[3] Β. Ι. Λένιν, «Για μερικές ιδιαιτερότητες της ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού», Διαλεχτά Έργα σε 12 τόμους, τόμ. 5, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1976.

[4] Θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού για το 4ο Συνέδριο, 2.8. ΣΤ «Ο ιμπεριαλισμός, η διεθνής καπιταλιστική ανασυγκρότηση, η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, η κρίση του συστήματος.»