Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 σημειώθηκε μία μετατόπιση της σημασίας και των καθηκόντων της Κομιντέρν, ιδίως μετά από την ήττα των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων σε Ευρώπη και Κίνα, καθώς και την καταστολή της γενικής απεργίας στη Μεγάλη Βρετανία. Μετά από το 5ο Συνέδριο, το 1928, το σημαντικότερο καθήκον ήταν κυρίως η προστασία της ΕΣΣΔ από εξωτερική απειλή υπό μορφή επέμβασης.
Αυτό δε σήμαινε την παραίτηση από την παγκόσμια επανάσταση, αλλά, αντίθετα, έθετε το καθήκον διεξοδικότερης προετοιμασίας των εξεγέρσεων, διεξαγωγής πιο σοβαρής δουλειάς όσον αφορά την εκπαίδευση στρατιωτικών στελεχών, το σχηματισμό συνωμοτικών ένοπλων ομάδων και αποσπασμάτων, έτοιμων να διεξάγουν ανταρτοπόλεμο και επιχειρήσεις σαμποτάζ στο εσωτερικό των επιτιθέμενων χωρών. Δηλαδή, από την πρώτη επέλαση κατά του καπιταλισμού, υπήρξε μετάβαση σ’ έναν πόλεμο θέσεων, όταν με σκληρή δουλειά ήταν απαραίτητο να κερδηθούν τα συνδικάτα, οι μαζικές οργανώσεις.
Στη συνέχεια, μετά από το τελεσίγραφο του λόρδου Κέρζον, ακόμα και μέχρι το 1939-1940, η απειλή μίας νέας επέμβασης από την πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας παρέμεινε επίκαιρη. Τώρα γνωρίζουμε από τα αρχειακά έγγραφα ότι κυοφορούνταν διάφορα σχέδια επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ, μεταξύ άλλων τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά από το Σοβιετοφινλανδικό Πόλεμο. Επομένως, το καθήκον της προστασίας του πρώτου εργατικού κράτους του κόσμου ήταν μία επείγουσα απαίτηση της εποχής, ενώ το Παρίσι και το Λονδίνο, μαζί με τη Βαρσοβία, θεωρούνταν οι κύριοι εχθροί στην Ευρώπη και δυνητικοί εισβολείς.
Η ΕΣΣΔ, μέσω της Κομιντέρν, ήρθε αντιμέτωπη στην εξωτερική της πολιτική στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου ακριβώς με αυτές τις αποικιακές αυτοκρατορίες. Ως εκ τούτου, η πλήρης υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις χώρες αυτές με τη συμμετοχή των νεοεμφανιζόμενων κομμουνιστικών κομμάτων ήταν ένα σημαντικό μέσο υπονόμευσης των αυτοκρατοριών στις αποικίες τους, ενώ οι φτωχές και αγροτικές μάζες γινόταν οι εφεδρείες για την επερχόμενη παγκόσμια επανάσταση.
Η Κομιντέρν ανέπτυξε ενεργή δραστηριότητα στις αποικίες, πολεμώντας ενάντια στο βρετανικό ιμπεριαλισμό, όπως σημειώνουν οι ιστορικοί. Σύμφωνα με αυτούς, ένας σημαντικός αριθμός προσωπικοτήτων που μεταπολεμικά έπαιξαν ρόλο στην κατάρρευση του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος είχαν λάβει μόρφωση στην ΕΣΣΔ.
Οι αλλαγές στη δουλειά της Διεθνούς στα τέλη της δεκαετίας του 1920 καθόλου δε σήμαναν ενοποίηση με τους σοσιαλδημοκράτες, τουναντίον, στη Γερμανία το κομμουνιστικό κόμμα έστρεφε τις δυνάμεις του στην πάλη κατά του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD), που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της αστικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι σοσιαλδημοκράτες θεωρούνταν μεγαλύτερο κακό σε σχέση με το μαζικό μικροαστικό φασιστικό κίνημα, αρκεί να θυμηθούμε τη Λευκή Τρομοκρατία, που με τη βοήθεια των δυνάμεων των Freikorps εξαπολύθηκε από τους Έμπερτ και Νόσκε το 1919 και το 1920.
Γι’ αυτό και η λανθασμένη θέση περί «σοσιαλφασισμού» βρήκε στήριξη όχι μόνο ανάμεσα στα ηγετικά και μεσαία στελέχη του Κόμματος, αλλά και στους απλούς κομμουνιστές.
Ακριβώς υπό το πρίσμα της τότε κατάστασης πρέπει να εξετάζονται οι προσπάθειες του ΠΚΚ (Μπ.) και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Η μεταβαλλόμενη διεθνής κατάσταση και η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού του 1929 -η οποία επηρέασε τη λεγόμενη «αριστερή στροφή» της Κομιντέρν- και κάποιες ακροαριστερές ιδέες και σκέψεις της ηγεσίας της, μαζί και του επικεφαλής της Μπέλα Κουν, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην αλλαγή της τακτικής και της στρατηγικής της Κομιντέρν.
Ωστόσο, αυτή ήταν τότε η θέση της πλειοψηφίας, μαζί και της ηγεσίας της ΕΣΣΔ. Εκτός από τις πολιτικές αλλαγές, πραγματοποιήθηκαν και ουσιαστικές οργανωτικές αλλαγές, που συνέδεαν ακόμη περισσότερο τα κομμουνιστικά κόμματα μ’ ένα ενιαίο κέντρο, δηλαδή με τη Μόσχα. Το 6ο Συνέδριο ενέκρινε το Πρόγραμμα και το Καταστατικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπου αναγραφόταν ότι αυτή η οργάνωση αποτελεί «ένα ενιαίο παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα».
Στο Πρόγραμμα καθιερωνόταν η αυστηρή συγκεντροποίηση της ηγεσίας των κομμουνιστικών κομμάτων και η απαίτηση για «διεθνή κομμουνιστική πειθαρχία », η οποία πρέπει να εκφράζεται «στην άνευ όρων εφαρμογή απ’ όλους τους κομμουνιστές των αποφάσεων των καθοδηγητικών οργάνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς». Η υποστήριξη από το συνέδριο της γραμμής Στάλιν ενίσχυσε τη γραμμή του στην πάλη κατά των «δεξιών» τάσεων και ιδίως κατά του Μπουχάριν.
Στην ομιλία του όπου παρουσίασε την πολιτική έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής στο 14ο Συνέδριο του ΠΚΚ (Μπ.), ο Στάλιν δήλωσε: «...ο οικοδομητικός μας αγώνας [Σ.τ.Μ.: Ο αγώνας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού] έχει και αυτός διεθνή, διεθνιστική σημασία, γιατί η χώρα μας είναι η βάση της διεθνούς επανάστασης, γιατί η χώρα μας είναι ο βασικός μοχλός για το ξετύλιγμα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και, αν εδώ, στη χώρα μας, η οικοδόμηση [Σ.τ.Μ.: Του σοσιαλισμού] προχωρεί με τον απαιτούμενο ρυθμό, αυτό σημαίνει ότι εμείς κάνουμε τη δουλειά μας στο διεθνές επαναστατικό κίνημα και σε όλες τις υπόλοιπες κατευθύνσεις, όπως απαιτεί από μας το Κόμμα. » [1]
Ο Στάλιν στην ομιλία του στην 7η Ευρεία Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς σημείωσε: «... η νίκη της προλεταριακής επανάστασης σε μία μόνη χώρα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο και στήριγμα για την ανάπτυξη και τη νίκη της επανάστασης σε όλες τις χώρες. Γι ’ αυτό, όταν οικοδομούμε το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ, σημαίνει ότι πραγματοποιούμε το κοινό έργο των προλετάριων όλων των χωρών, σημαίνει ότι σφυρηλατούμε τη νίκη ενάντια στο κεφάλαιο όχι μόνο στην ΕΣΣΔ, αλλά και σε όλες τις κεφαλαιοκρατικές χώρες, γιατί η επανάσταση στην ΕΣΣΔ είναι τμήμα της παγκόσμιας επανάστασης, είναι η αρχή της και η βάση για την ανάπτυξή της. » [2]