Η υποστήριξη της ΕΣΣΔ στα Κομμουνιστικά Κόμματα και στο διεθνές εργατικό κίνημα


Αϊνούρ Κουρμάνοφ, συμπρόεδρος του ΣΚ Καζακστάν

Η βάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) ήταν το νικηφόρο κόμ­μα ΡΚΚ (Μπ.) και η Σοβιετική Ρωσία, αντίστοιχα, και στη συνέχεια η Σοβιετική Ένωση, ως το πρώτο εργατικό κράτος. Εξ ου και ο ηγετικός ρόλος της ΕΣΣΔ στην υπόθεση της υποστήριξης των κομμουνιστικών κομμάτων και της Κομμουνιστι­κής Διεθνούς γενικά.

Τα κόμματα που γεννήθηκαν ως αποτέλεσμα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστι­κής Επανάστασης και συνενώθηκαν σ’ ένα επιτελείο της παγκόσμιας επανάστα­σης, η οποία εκείνα τα χρόνια φαινόταν να είναι υπόθεση του εγγύς μέλλοντος, ουσιαστικά επαναλάμβαναν την πολιτική εξέλιξη της χώρας των Σοβιέτ και του ηγετικού της κόμματος.

Φυσικά, οι κομμουνιστές της Σοβιετικής Ρωσίας και στη συνέχεια της ΕΣΣΔ βοήθησαν τόσο στη δημιουργία κομμάτων στο εξωτερικό όσο και στην ιδεολογι­κή τους ενίσχυση, στην εκπαίδευση στελεχών, στον εφοδιασμό τους με τεχνικά μέσα, τυπογραφεία, έγγραφα, όπλα. Το ΡΚΚ (Μπ.) στις αρχές της δεκαετίας του ’20 υποστήριζε με κάθε τρόπο και μερικές φορές ευθέως όλες τις κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις της εργατικής τάξης και των αναδυόμενων κομμουνιστικών κομ­μάτων στη Γερμανία, στη Βουλγαρία, στην Εσθονία και παρείχε βοήθεια στα κι­νήματα στις αποικίες των ιμπεριαλιστικών χωρών.

Στη συνέχεια, πολλοί από εκείνους που πέρασαν από αυτό το σχολείο μετά από τη νίκη της ΕΣΣΔ στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ανέλαβαν την ηγεσία των νέων κρατών, των «Λαϊκών Δημοκρατιών», στην Ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα, στο Βιετνάμ και σε άλλες χώρες.

Καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Ασία διαδραμάτισε το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής που έγινε στο Μπακού τον Αύγουστο του 1920, όπου οι σύνεδροι που συμμετείχαν έθεσαν τα θεμέλια για την εμφάνιση πολλών κομμουνιστικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων στις αποικιακές χώρες της Μέσης Ανατολής και στην Κίνα.

Και επειδή αυτό δε θα ήταν εφικτό χωρίς την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρω­σίας, μπορούμε να πούμε ότι η Κομμουνιστική Διεθνής ήταν και αυτή μέρος του νέου κράτους, που θεωρούταν το λίκνο της παγκόσμιας Δημοκρατίας των Σοβιέτ. Είναι αδύνατο να διαχωριστεί η Κομμουνιστική Διεθνής από τη Σοβιετική Ρωσία και την ΕΣΣΔ. Το διεθνές αυτό επιτελείο ήταν ένα όργανο της επαναστατικής πο­λιτικής της Μόσχας, που όφειλε να θέσει τέρμα στον καπιταλισμό, στον ιμπερια­λισμό και στο διαχωρισμό των λαών.

Διεθνείς και ειδικές δομές της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Εδώ κύριο ρόλο έπαιζαν όχι μόνο τα κόμματα των τομέων, αλλά και διάφορες εκτεταμένες διακλαδισμένες δομές, που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της επιρροής των κομμουνιστών στα εργατικά και νεολαιίστικα κινήματα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη γραμμή τακτικής, τα επόμενα χρόνια διαμορφώθηκε ένα δίκτυο συνδεδεμένων ή, μάλλον, «προσκείμενων» στην Κομιντέρν μαζικών οργανώσε­ων, όπως η Κομμουνιστική Διεθνής Νέων (ΚΔΝ), η Διεθνής Οργάνωση Βοήθει­ας στους Αγωνιστές της Επανάστασης, η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συν­δικάτων (Profintern) και άλλες. Η Κομμουνιστική Διεθνής της Νεολαίας ιδρύθη­κε στα τέλη του Νοέμβρη του 1919 στο Βερολίνο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 οι δραστηριότητές της ήταν στενά συνδεδεμένες με την Κομιντέρν. Η επιρ­ροή της ΚΔΝ επεκτάθηκε όχι μόνο στις οργανώσεις νεολαίας των κομμουνιστι­κών κομμάτων, αλλά και στους φοιτητικούς συλλόγους, ακόμη και στις οργανώ­σεις νεολαίας της σοσιαλδημοκρατίας.

Η ανάγκη για τη συγκρότηση της Διεθνούς Οργάνωσης Βοήθειας στους Αγωνιστές της Επανάστασης (Διεθνής Κόκκινη Βοήθεια) υπαγορεύτηκε από τις πο­λιτικές διώξεις εναντίον επαναστατών, πολλοί από τους οποίους έχαναν τη ζωή τους στον αγώνα ή βρίσκονταν έγκλειστοι στις φυλακές, καθώς και την ανάγκη βοήθειας στα μέλη των οικογενειών τους. Με πρωτοβουλία μίας ομάδας παλιών μπολσεβίκων, το 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν έλαβε ειδική απόφαση για τη δημι­ουργία Διεθνούς Οργάνωσης Βοήθειας στους Αγωνιστές της Επανάστασης. Στο κείμενο της Απόφασης του 5ου Συνεδρίου της Κομιντέρν σημειωνόταν ότι τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια στη Διεθνή Οργάνωση Βοήθειας στους Αγωνιστές της Επανάστασης, διευκολύνοντας την οργάνωση των τομέων και των τμημάτων της στις χώρες τους, υποχρεώνοντας τα μέλη τους να συμμετέχουν ενεργά. Ο κομματικός Τύπος θα πρέπει ν’ αναδει­κνύει στις σελίδες του το θέμα και να προπαγανδίζει τη βοήθεια προς τους Αγω­νιστές της Επανάστασης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τέθηκαν τα θεμέλια των διακλαδισμένων δομών της Κομιντέρν, στις οποίες διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ο παλιός μπολ­σεβίκος Ιωσήφ Πιάτνιτσκι, που ήταν επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων (ΤΔΣ). Το μυστικό του τμήμα λειτούργησε μέχρι το 1937 και αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά ολόκληρης της Κομιντέρν, καθώς ουσιαστικά διοικούσε οργανωτικά και συντόνιζε τις δραστηριότητες της ηγεσίας των κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Ιω­σήφ Πιάτνιτσκι διορίστηκε μετά από σύσταση του ίδιου του Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν, που τον εκτιμούσε για το εξαιρετικό του έργο κατά την τσαρική περίοδο και για την καλά οργανωμένη και συντονισμένη δουλειά διανομής και παράδοσης στη Ρωσία από την Ευρώπη παράνομων μπολσεβίκικων εντύπων.

Στην πραγματικότητα, το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων έγινε η υπηρεσία πληρο­φοριών της Κομιντέρν, έλεγχε τις οικονομικές ροές προς τα ξένα κόμματα και τη συντήρηση των παράνομων στρατιωτικών οργανώσεων των κομμουνιστικών κομμάτων, έτοιμων για ενεργή παρέμβαση σε περίπτωση ενδεχόμενης επέμβα­σης κατά της ΕΣΣΔ. Όπως, για παράδειγμα, οι μαζικές απεργίες στις χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ το 1919-1920 κατά της εισβολής ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία, αλλά και η ύπαρξη στρατιωτικοποιημένων οργανώσεων των κομμουνι­στικών κομμάτων που συνδέονταν με τα συνδικάτα και αποτέλεσαν ανασταλτι­κό παράγοντα για τη Βρετανία, την Πολωνία και τη Γαλλία στο να ξεκινήσουν νέα επέμβαση.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρώτα νήματα και δίκτυα της Σοβιετικής Στρα­τιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και των υπηρεσιών ασφάλειας της Ενοποιη­μένης Κρατικής Πολιτικής Διεύθυνσης (OGPU) και του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD) χτίστηκαν ακριβώς στη βάση του εκτεταμέ­νου δικτύου πληροφοριών της Κομιντέρν, καθότι τα κομμουνιστικά κόμματα και τα προσκείμενα στην Κομιντέρν κινήματα σε κάποιες χώρες εμφανίζονταν μερι­κές φορές νωρίτερα από τις σοβιετικές Υπηρεσίες Πληροφοριών. Αυτό καταδει­κνύει για άλλη μία φορά τους άρρηκτους δεσμούς των κρατικών δομών και των δομών της Κομιντέρν.

Στη δεκαετία του 1920 ιδρύθηκαν τέσσερα κομμουνιστικά πανεπιστήμια. Το πρώτο από αυτά, η Διεθνής Σχολή «Λένιν», προοριζόταν για συντρόφους που εί­χαν ήδη συγκεντρώσει εκτεταμένη πρακτική εμπειρία, αλλά στερήθηκαν την ευ­καιρία να μορφωθούν πραγματικά. Από αυτό το πανεπιστήμιο περνούσαν οι μελ­λοντικοί ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων. Το δεύτερο και το τρίτο πανε­πιστήμιο ήταν το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εθνικών Μειονοτήτων της Δύσης και το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζόμενων της Ανατολής «Ι. Β. Στάλιν» ή ΚΟΥΤΒ, αντίστοιχα. Από το τρίτο πανεπιστήμιο διαχωρίστηκε ένα τμήμα και έτσι δημιουργήθηκε το Πανεπιστήμιο «Σουν Γιατ Σεν» ειδικά για τους Κινέζους.

Αυτά τα ιδρύματα διαδραμάτισαν μεγάλο ρόλο στην κατάρτιση των στελεχών της Κομιντέρν. Το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζόμενων της Ανατο­λής λειτούργησε μέχρι το 1938. Οι απόφοιτοι αυτών των πανεπιστημίων στη συνέχεια συμμετείχαν στην ίδρυση κομμουνιστικών κομμάτων και στη συνέχεια τέ­θηκαν επικεφαλής των κομμάτων, καθώς και των μεγαλύτερων συνδικάτων των αποικιακών χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Ο ρό­λος της δημιουργίας των δικτύων Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας, ΚΔΝ και Προφιντέρν στην υπόθεση του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί. Όλες αυτές οι οργανώσεις είχαν τα κεντρικά τους γραφεία στη Μόσχα.

Αλλαγή τακτικής με σκοπό την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ και ως αποτέλεσμα αλλαγής των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολίτικης

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 σημειώθηκε μία μετατόπιση της σημασίας και των καθηκόντων της Κομιντέρν, ιδίως μετά από την ήττα των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων σε Ευρώπη και Κίνα, καθώς και την καταστολή της γενι­κής απεργίας στη Μεγάλη Βρετανία. Μετά από το 5ο Συνέδριο, το 1928, το ση­μαντικότερο καθήκον ήταν κυρίως η προστασία της ΕΣΣΔ από εξωτερική απει­λή υπό μορφή επέμβασης.

Αυτό δε σήμαινε την παραίτηση από την παγκόσμια επανάσταση, αλλά, αντί­θετα, έθετε το καθήκον διεξοδικότερης προετοιμασίας των εξεγέρσεων, διεξαγω­γής πιο σοβαρής δουλειάς όσον αφορά την εκπαίδευση στρατιωτικών στελεχών, το σχηματισμό συνωμοτικών ένοπλων ομάδων και αποσπασμάτων, έτοιμων να διεξάγουν ανταρτοπόλεμο και επιχειρήσεις σαμποτάζ στο εσωτερικό των επιτι­θέμενων χωρών. Δηλαδή, από την πρώτη επέλαση κατά του καπιταλισμού, υπήρ­ξε μετάβαση σ’ έναν πόλεμο θέσεων, όταν με σκληρή δουλειά ήταν απαραίτητο να κερδηθούν τα συνδικάτα, οι μαζικές οργανώσεις.

Στη συνέχεια, μετά από το τελεσίγραφο του λόρδου Κέρζον, ακόμα και μέχρι το 1939-1940, η απειλή μίας νέας επέμβασης από την πλευρά της Μεγάλης Βρε­τανίας και της Γαλλίας παρέμεινε επίκαιρη. Τώρα γνωρίζουμε από τα αρχειακά έγγραφα ότι κυοφορούνταν διάφορα σχέδια επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ, μεταξύ άλ­λων τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά από το Σοβιετοφινλανδικό Πόλεμο. Επο­μένως, το καθήκον της προστασίας του πρώτου εργατικού κράτους του κόσμου ήταν μία επείγουσα απαίτηση της εποχής, ενώ το Παρίσι και το Λονδίνο, μαζί με τη Βαρσοβία, θεωρούνταν οι κύριοι εχθροί στην Ευρώπη και δυνητικοί εισβολείς.

Η ΕΣΣΔ, μέσω της Κομιντέρν, ήρθε αντιμέτωπη στην εξωτερική της πολιτική στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου ακριβώς με αυτές τις αποικιακές αυ­τοκρατορίες. Ως εκ τούτου, η πλήρης υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις χώρες αυτές με τη συμμετοχή των νεοεμφανιζόμενων κομμου­νιστικών κομμάτων ήταν ένα σημαντικό μέσο υπονόμευσης των αυτοκρατοριών στις αποικίες τους, ενώ οι φτωχές και αγροτικές μάζες γινόταν οι εφεδρείες για την επερχόμενη παγκόσμια επανάσταση.

Η Κομιντέρν ανέπτυξε ενεργή δραστηριότητα στις αποικίες, πολεμώντας ενάντια στο βρετανικό ιμπεριαλισμό, όπως σημειώνουν οι ιστορικοί. Σύμφωνα με αυτούς, ένας σημαντικός αριθμός προσωπικοτήτων που μεταπολεμικά έπαι­ξαν ρόλο στην κατάρρευση του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος είχαν λά­βει μόρφωση στην ΕΣΣΔ.

Οι αλλαγές στη δουλειά της Διεθνούς στα τέλη της δεκαετίας του 1920 καθόλου δε σήμαναν ενοποίηση με τους σοσιαλδημοκράτες, τουναντίον, στη Γερμα­νία το κομμουνιστικό κόμμα έστρεφε τις δυνάμεις του στην πάλη κατά του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD), που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της αστικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι σοσιαλδημοκράτες θεωρούνταν μεγαλύτερο κακό σε σχέση με το μαζικό μικροαστικό φασιστικό κίνημα, αρκεί να θυμηθούμε τη Λευκή Τρομο­κρατία, που με τη βοήθεια των δυνάμεων των Freikorps εξαπολύθηκε από τους Έμπερτ και Νόσκε το 1919 και το 1920.

Γι’ αυτό και η λανθασμένη θέση περί «σοσιαλφασισμού» βρήκε στήριξη όχι μόνο ανάμεσα στα ηγετικά και μεσαία στελέχη του Κόμματος, αλλά και στους απλούς κομμουνιστές.

Ακριβώς υπό το πρίσμα της τότε κατάστασης πρέπει να εξετάζονται οι προ­σπάθειες του ΠΚΚ (Μπ.) και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Η με­ταβαλλόμενη διεθνής κατάσταση και η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπι­ταλισμού του 1929 -η οποία επηρέασε τη λεγόμενη «αριστερή στροφή» της Κομιντέρν- και κάποιες ακροαριστερές ιδέες και σκέψεις της ηγεσίας της, μαζί και του επικεφαλής της Μπέλα Κουν, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην αλλαγή της τακτικής και της στρατηγικής της Κομιντέρν.

Ωστόσο, αυτή ήταν τότε η θέση της πλειοψηφίας, μαζί και της ηγεσίας της ΕΣΣΔ. Εκτός από τις πολιτικές αλλαγές, πραγματοποιήθηκαν και ουσιαστικές οργανωτικές αλλαγές, που συνέδεαν ακόμη περισσότερο τα κομμουνιστικά κόμ­ματα μ’ ένα ενιαίο κέντρο, δηλαδή με τη Μόσχα. Το 6ο Συνέδριο ενέκρινε το Πρό­γραμμα και το Καταστατικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπου αναγραφόταν ότι αυτή η οργάνωση αποτελεί «ένα ενιαίο παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα».

Στο Πρόγραμμα καθιερωνόταν η αυστηρή συγκεντροποίηση της ηγεσίας των κομμουνιστικών κομμάτων και η απαίτηση για «διεθνή κομμουνιστική πειθαρ­χία », η οποία πρέπει να εκφράζεται «στην άνευ όρων εφαρμογή απ’ όλους τους κομ­μουνιστές των αποφάσεων των καθοδηγητικών οργάνων της Κομμουνιστικής Διε­θνούς». Η υποστήριξη από το συνέδριο της γραμμής Στάλιν ενίσχυσε τη γραμμή του στην πάλη κατά των «δεξιών» τάσεων και ιδίως κατά του Μπουχάριν.

Στην ομιλία του όπου παρουσίασε την πολιτική έκθεση της Κεντρικής Επι­τροπής στο 14ο Συνέδριο του ΠΚΚ (Μπ.), ο Στάλιν δήλωσε: «...ο οικοδομητικός μας αγώνας [Σ.τ.Μ.: Ο αγώνας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού] έχει και αυτός διεθνή, διεθνιστική σημασία, γιατί η χώρα μας είναι η βάση της διεθνούς επα­νάστασης, γιατί η χώρα μας είναι ο βασικός μοχλός για το ξετύλιγμα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και, αν εδώ, στη χώρα μας, η οικοδόμηση [Σ.τ.Μ.: Του σοσιαλισμού] προχωρεί με τον απαιτούμενο ρυθμό, αυτό σημαίνει ότι εμείς κάνου­με τη δουλειά μας στο διεθνές επαναστατικό κίνημα και σε όλες τις υπόλοιπες κα­τευθύνσεις, όπως απαιτεί από μας το Κόμμα. » [1]

Ο Στάλιν στην ομιλία του στην 7η Ευρεία Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επι­τροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς σημείωσε: «... η νίκη της προλεταριακής επανάστασης σε μία μόνη χώρα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο και στήριγμα για την ανάπτυξη και τη νίκη της επανάστασης σε όλες τις χώρες. Γι ’ αυτό, όταν οικο­δομούμε το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ, σημαίνει ότι πραγματοποιούμε το κοινό έργο των προλετάριων όλων των χωρών, σημαίνει ότι σφυρηλατούμε τη νίκη ενάντια στο κεφάλαιο όχι μόνο στην ΕΣΣΔ, αλλά και σε όλες τις κεφαλαιοκρατικές χώρες, για­τί η επανάσταση στην ΕΣΣΔ είναι τμήμα της παγκόσμιας επανάστασης, είναι η αρ­χή της και η βάση για την ανάπτυξή της. » [2]

Ο επερχόμενος Παγκόσμιος Πόλεμος και η αλλαγή γραμμής της Κομιντέρν

Ο επανεξοπλισμός του Κόκκινου Στρατού, η εκβιομηχάνιση, η κολεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ προϋπόθεταν ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του εργατι­κού κράτους με σκοπό τη δραστική αντιμετώπιση των δυνάμεων του ιμπεριαλι­σμού σ’ ένα μελλοντικό παγκόσμιο πόλεμο. Αυτές οι εξελίξεις στα μέσα και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 είχαν άμεση επίπτωση και στην Κομιντέρν. Αναμφίβολα, άμεση επιρροή άσκησαν οι εξελίξεις και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη και παγκόσμια, με κυριότερο το δυνάμωμα του φασισμού και του μιλιταρισμού.

Η άνοδος στην εξουσία του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμα­νία οδήγησε στην απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος, στην καταστροφή του οργανωμένου εργατικού κινήματος και στην αναβίωση του γερμανικού μιλι­ταρισμού, που διψούσε για εκδίκηση μετά από την ήττα του Α' Παγκόσμιου Πο­λέμου. Ένας από τους κύριους πυλώνες της ιδεολογίας του ναζιστικού κόμματος NSDAP ήταν ο μαχητικός αντικομμουνισμός και η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης ως «φυτώριου του παγκόσμιου μπολσεβικισμού». Έτσι, πάνω από την κόκκινη Μόσχα άρχισε να αιωρείται ένας ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος, ενώ για τους Σοβιετικούς ηγέτες ήταν προφανές ότι πλησίαζε ένας νέος παγκόσμιος πό­λεμος.

Η επικράτηση των ναζί στη σημαντικότερη καπιταλιστική χώρα της Κεντρι­κής Ευρώπης συνιστούσε, στην πραγματικότητα, μία αισθητή ήττα της Κομι­ντέρν, που συνειδητοποιήθηκε πλήρως μόνο το 1934. Από την αρχή ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι χαρακτήριζαν τη Γερμανία ως την πιο ανεπτυγμένη βιομηχανι­κή χώρα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου η εργατική επανάσταση έπρεπε ν’ αποτελέσει την κύρια εγγύηση για την επιτυχία της παγκόσμιας επανάστασης. Πα­ρά τις αποτυχίες του 1919-1920 και του 1923, η ισχυρότατη γερμανική εργατική τάξη, με βαθιές και μακρόχρονες παραδόσεις ταξικής πάλης, ήταν η ραχοκοκαλιά της στρατηγικής της Κομιντέρν για την ανάπτυξη της επαναστατικής διαδι­κασίας στην Ευρώπη.

Η συντριβή του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος στην Ευρώπη -του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας- και μετέπειτα του SPD (Σοσιαλδημο­κρατικού Κόμματος Γερμανίας, ΣΔΚΓ) και των συνδικάτων, οι άγριες διώξεις κατά των καλύτερων εκπροσώπων της γερμανικής εργατικής τάξης κατέστησαν αδύνατη την εφαρμογή της προηγούμενης γραμμής και, ουσιαστικά, κατέρριψαν την παλιά δομή αντιλήψεων σχετικά με την υλοποίηση στην πράξη του «Γερμα­νικού Οκτώβρη». Η τακτική που είχε επεξεργαστεί το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν και ονομάστηκε «τάξη εναντίον τάξης», καθώς και η θέση για το «σοσιαλφασισμό» ενόψει της ανάπτυξης του μαζικού φασιστικού κινήματος άρχισαν να υπόκεινται σε κριτική μέσα στα κόμματα, ενώ η αριστερή γραμμή της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν εκείνη τη στιγμή βρέθηκε σε κρίση.

Συνεπώς, έπρεπε να βρεθεί μία νέα γραμμή που θα μπορούσε ν’ αντιπαρατε­θεί στη φασιστική απειλή. Επιπλέον, συνέβη άλλο ένα σημαντικό γεγονός που άλλαξε τη θέση της χώρας των Σοβιέτ στην Ευρώπη. Στις 18 Σεπτέμβρη 1934 η Γενική Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών ενέκρινε διάταγμα για την αποδο­χή της ΕΣΣΔ ως μέλους της Κοινωνίας των Εθνών και την ένταξη του αντιπρο­σώπου της στο Συμβούλιο ως μόνιμου μέλους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, λόγω της αυξανόμενης απειλής από την πλευρά της Ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας και της μιλιταριστικής Ιαπωνίας, οι κυβερνήσεις ορισμένων κρατών άρχισαν να επιδιώκουν συνεργασία με την ΕΣΣΔ, τόσο στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών όσο και εκτός αυτής.

Στις 15 Σεπτέμβρη 1934 τριάντα εκπρόσωποι της Κοινωνίας των Εθνών απευ­θύνθηκαν στη σοβιετική κυβέρνηση με τηλεγράφημα που περιείχε την πρόσκλη­ση στην ΕΣΣΔ να ενταχτεί στην Κοινωνία των Εθνών και να «συνεισφέρει την πολύτιμη συνεργασία της». Οι αστικοί κύκλοι της Γαλλίας, της Αγγλίας, αλλά και της Τσεχοσλοβακίας άρχισαν τότε να εξετάζουν σοβαρά τη δυνατότητα σύ­ναψης στρατιωτικής συμφωνίας με την ΕΣΣΔ για την αντιμετώπιση της Ναζιστι­κής Γερμανίας, που είχε αρχίσει να σηκώνει κεφάλι.

Όλες αυτές οι συνθήκες αποτέλεσαν τη βάση για την υιοθέτηση από τα κομ­μουνιστικά κόμματα στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν, το 1935, της τακτικής της δημιουργίας ευρέων μετώπων, των αποκαλούμενων «Λαϊκών Μετώπων», προκειμένου να σχηματιστούν προσωρινές συμμαχίες με τη σοσιαλδημοκρατία και ακόμη και με μερικές δημοκρατικές και φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση των αντιδραστικών ομάδων και του φασισμού. Αυτή η γραμμή θα συνεχίσει να υπάρχει με τη μία ή την άλλη μορφή μέχρι τη δεκαετία του ’70 και τα πολιτικά συστήματα στην Ανατολική Ευρώπη και στην Κίνα θ’ αποκαλούνται για κάποιο χρονικό διάστημα «Λαϊκές Δημοκρατίες».

Μπορεί να θεωρηθεί ότι και η ίδια η τακτική των «Λαϊκών Μετώπων», που, ούσα θεωρητικά τεκμηριωμένη, τελειοποιήθηκε με τη θεωρία των σταδίων και που διακηρύχτηκε το 1935 από το νέο ηγέτη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, στην πράξη εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Εκεί­νη την περίοδο η Κομιντέρν άρχισε να μετατρέπεται σε όργανο της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης και μέσο για την καταπολέμηση του φασισμού. Τα κομμουνιστικά κόμματα μέσα σε τέτοιες συμμαχίες και συνασπισμούς, ακό­μη και στις περιπτώσεις εκλογικής επιτυχίας, όπως στη Γαλλία και στην Ισπα­νία, αποτελούσαν μειοψηφία και ουσιαστικά «θυσίαζαν» το πρόγραμμά τους.

Στην Κίνα αυτή η πολιτική στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του ’30 εκδη­λώθηκε με τη μορφή επανειλημμένων προσπαθειών της ηγεσίας της Κομιντέρν να ενώσει το Κουομιντάνγκ και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με επικεφαλής τον Μάο Τσε Τουνγκ, σ’ ένα ενιαίο μέτωπο για την καταπολέμηση της ιαπωνικής επι­θετικότητας. Πρέπει να ειπωθεί ότι αυτή η τακτική, όπως και το 1927, δε σημείω­σε ιδιαίτερη επιτυχία. Μεγάλες ροές οπλισμού έρχονταν τότε από την ΕΣΣΔ για να εξοπλίσουν τόσο το στρατό του Τσιάνγκ Κάι-Σεκ όσο και τμήματα του Κινεζι­κού Κόκκινου Στρατού, τα οποία επίσημα είχαν ενταχτεί στον ενιαίο στρατό. Οι Κινέζοι κομμουνιστές και οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού εξακολούθησαν κατά περιόδους να δέχονται ένοπλες επιθέσεις από το Κουομιντάνγκ και η προ­σωρινή συμμαχία αποσόβησε μόνο προσωρινά τον εμφύλιο πόλεμο.

Όμως, οι σοβαρότερες δοκιμασίες που υπέστη αυτή η νέα γραμμή της Κομιντέρν ήταν κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.

Ισπανία

Σε αυτήν τη χώρα, πριν ακόμα έρθει στην εξουσία η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, δημιουργήθηκε επαναστατική κατάσταση, ενώ ταξικές μάχες και εξε­γέρσεις ξεσπούσαν το 1931 και το 1934. Το κομμουνιστικό κόμμα, ενεργώντας σύμφωνα με τις οδηγίες της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν, υιοθέτησε τελικά τη στρατηγική της «θεωρίας των σταδίων» και ερμήνευσε τα γεγονότα στη χώρα ως ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο, όπου απαιτούταν να περιοριστεί απλά και μόνο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας από τον Φράνκο.

Αυτό, κατά τη γνώμη μας, ήταν το κύριο λάθος του Κομμουνιστικού Κόμμα­τος Ισπανίας και της Κομιντέρν, που, χάρη της διατήρησης του μετώπου με τους Φιλελεύθερους και τους Δημοκρατικούς, στην πραγματικότητα μείωσαν την κοι­νωνική βάση στήριξης του καθεστώτος, ενώ η επαναστατική έξαρση των εργα­τών και των αγροτών το 1936, που λαχταρούσαν κοινωνικές αλλαγές και κατα­λάμβαναν γη και εργοστάσια, αντικαταστάθηκε κατά τα έτη 1938-1939 από πα­ρακμή, απάθεια και αποθάρρυνση.

Ωστόσο, ο ίδιος ο αγώνας στην Ισπανία κατά των αντιδραστικών φασιστικών δυνάμεων και των στρατευμάτων των Ιταλών και των Γερμανών εισβολέων εί­χε έναν τεράστιο προοδευτικό αντίκτυπο σε όλη την Ευρώπη, καθώς κατέδειξε τη δυνατότητα ανατροπής της κατάστασης και ανάσχεσης του φασισμού. Η ηρω­ική υπεράσπιση της Μαδρίτης, η μετά από κάλεσμα της Κομιντέρν δημιουργία των Διεθνών Ταξιαρχιών οδήγησαν στην κινητοποίηση δυνάμεων των κομμου­νιστικών κομμάτων, περιλαμβανομένων και των Ιταλών και των Γερμανών κομ­μουνιστών.

42 χιλιάδες αλλοδαποί από 54 χώρες του κόσμου συνέτρεξαν για ν’ αγωνι­στούν στο πλευρό της Ισπανικής Δημοκρατίας. Από αυτούς έως 35 χιλιάδες συμ­μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις ως μαχητές 7 Διεθνών Ταξιαρχιών και 3 ξεχωριστών διεθνών ταγμάτων, άλλοι υπηρέτησαν στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ισπανίας, ενώ το ιατρικό προσωπικό στελέχωσε τα νοσοκομεία, τις κλινικές και άλλα νοσηλευτικά ιδρύματα.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, υπό την πίεση της Μεγάλης Βρετανίας, ανακοίνωσε απροσδόκητα τη «μη παρέμβαση στις ισπα­νικές υποθέσεις» και διέκοψε τη συμφωνία προμήθειας όπλων στη Δημοκρατία. Ο συμπαθών τους Ισπανούς Δημοκρατικούς πρωθυπουργός της Γαλλίας Λεόν Μπλουμ και ο υπουργός Αεροπορίας Πιέρ Κοτ έστειλαν μόνο μια μικρή παρτί­δα παρωχημένων αεροσκαφών χωρίς οπλισμό. Αργότερα, η Γαλλία ανακοίνωσε πλήρες εμπάργκο στην εξαγωγή όπλων στην Ισπανία.

Στη συνέχεια, η ατελής Σύμβαση «Μη Παρέμβασης» υπογράφηκε απ’ όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και στις 9 Σεπτέμβρη στην Κοινωνία των Εθνών άρχισε τις ερ­γασίες της μια ειδική «Επιτροπή μη παρέμβασης στις ισπανικές υποθέσεις». Και ενώ ο πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, οι ηγέτες της Β' Διεθνούς στις Βρυ­ξέλλες προσχώρησαν στη γραμμή αυτήν της μη παρέμβασης. Δηλαδή, ουσιαστι­κά, όλοι αυτοί με τους οποίους ο Ντιμιτρόφ υπολόγιζε να συνάψει συμφωνίες για τη δημιουργία «Λαϊκών Μετώπων» αρνήθηκαν να στηρίξουν τη Δημοκρατική Ισπανία, που πολεμούσε εναντίον του Φράνκο και κατά προέκταση και εναντίον της φασιστικής Ιταλίας και της Ναζιστικής Γερμανίας που τον στήριζαν.

Έτσι, όλο το βάρος της υποστήριξης της Δημοκρατικής Ισπανίας έπεσε στους ώμους της ΕΣΣΔ. Στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο πολέμησαν πάνω από 5.000 εθε­λοντές από τη Σοβιετική Ένωση, συμπεριλαμβανομένων 763 αεροπόρων. Σε πολλούς από αυτούς απονεμήθηκαν κυβερνητικά μετάλλια, ενώ 36 πιλότοι τιμήθη­καν με τον τίτλο «Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης», μερικοί από αυτούς μετά θά­νατο. Επιπλέον, 2.065 πολίτες της ΕΣΣΔ συμμετείχαν στις μάχες από την πλευρά της κυβέρνησης της Ισπανικής Δημοκρατίας (772 στρατιωτικοί πιλότοι, 351 δε­ξαμενόπλοια, 100 πυροσβέστες, 77 ναυτικοί, 222 στρατιωτικοί σύμβουλοι, 339 τεχνικοί και άλλοι σύμβουλοι και 204 μεταφραστές). [3]

Δυστυχώς, το αποτέλεσμα ήταν η εγκαθίδρυση στη χώρα μίας σκληρής, ακροδεξιάς στρατιωτικής δικτατορίας που διήρκεσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Με το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τα κομμουνιστικά κόμματα σε μία σειρά χώρες -και ιδιαίτερα στη Γαλλία- υποστήριζαν την αναγνώριση του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού και την άρνηση υποστήριξης ενός από τα αντιμαχόμενα μέρη. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση ξεκίνησε μία εκστρατεία διώξεων κα­τά των κομμουνιστών, αρκετοί από τους οποίους συνελήφθησαν και στη συνέχεια παραδόθηκαν στα χέρια των Ναζί μετά από την κατάκτηση της Γαλλίας.

Η κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά από την επίθεση της Ναζιστικής Γερμανί­ας στην ΕΣΣΔ. Το ξέσπασμα του πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης οδήγη­σε στην κινητοποίηση των δυνάμεων των κομμουνιστικών κομμάτων και στην ενίσχυση του έργου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν στην ανάπτυξη ομάδων ανταρτών (παρτιζάνων) στις χώρες που βρίσκονταν υπό ναζιστική κατο­χή είτε υπό την μπότα συνεργαζόμενων με τους Ναζί δωσιλογικών καθεστώτων. Η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ ήταν ένα από τα βασικά καθήκοντα των κομμουνιστι­κών κομμάτων, τα οποία συνέβαλαν στη συντριβή του ναζισμού με τη δράση τους στις κατεχόμενες χώρες ή με τη συγκέντρωση βοήθειας για τον Κόκκινο Στρατό.

Πριν την επίθεση στην ΕΣΣΔ, κατά τη διάρκεια της παράνομης συνδιάσκε­ψης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας στο Ζάγκρεμπ, τον Οκτώβρη του 1940, ο Τίτο εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Μετά από την επίθεση της Χιτλερικής Γερμανίας κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1941, το παρτιζάνικο κομμουνιστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Τίτο ανέπτυξε ένα μεγάλης κλίμακας πόλεμο εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους.

Παρά τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Πολωνίας ως «δολιοφθόρο» με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν ήδη από το 1938, στις 5 Γενάρη 1942 στην κατεχόμενη Βαρσοβία πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική συν­διάσκεψη του Εργατικού Κόμματος Πολωνίας (ΕΚΠ), στην οποία συμμετείχαν μέλη κομμουνιστικών ομάδων που λειτουργούσαν στην Πολωνία από το 1938. Οι ηγέτες του ΕΚΠ ήταν πρώην μεσαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος την περίοδο 1920-1930, όπως οι Μαρσέλ Νοβότκο, Πάβελ Φίντερ, Μαλγκοζάτα Φορνάλσκα, Μπολεσλάβ Μολόετς, που στάλθηκαν στην κατεχόμενη περιοχή.

Την 1η Μάρτη 1941 η Βουλγαρία εντάχτηκε στο Τριμερές Σύμφωνο. Στη συ­νέχεια, στις 6 Μάρτη 1941 ο Γκ. Ντιμιτρόφ εξέδωσε ανακοίνωση για την ανά­γκη έναρξης εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στο φασισμό. Στις 22 Ιούνη 1941 η ηγεσία του Βουλγαρικού Εργατικού Κόμματος (που αποτελούσε τη νόμι­μη πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας) απεύθυνε έκκληση στο βουλγαρικό λαό, καλώντας τον «να πολεμήσει το γερμανικό φασισμό και να υπο­στηρίξει το δίκαιο αγώνα της ΕΣΣΔ».

Στις 26 Ιούνη 1941, κοντά στην πόλη Ραζλόγκ, δημιουργήθηκε η πρώτη αντάρτικη (παρτιζάνικη) ομάδα, διοικητής της οποίας ήταν ο Νικόλα Παραπούνοφ (Βλάντο), Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Άνω Τζουμαγιάς του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (ΚΚΒ).

Στη συνέχεια, ομάδες μαχητών του ΚΚΒ κατέστρεψαν τη στρατιωτική παρα­γωγή και τις επικοινωνίες της χώρας -που χρησιμοποιήθηκαν από τη φιλογερμανική κυβέρνηση της Βουλγαρίας κατά της ΕΣΣΔ- και εξόντωσαν γνωστούς Βούλγαρους συνεργάτες των Γερμανών. Το καλοκαίρι του 1942 το ΒΕΚ(κ) δημι­ούργησε το Πατριωτικό Μέτωπο. Το Μάρτη του 1943, στη βάση των παρτιζάνικων ομάδων, δημιουργήθηκε ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Αντάρτικος Στρατός.

Η ίδια δουλειά για την ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος πραγματοποιήθη­κε με επιτυχία στην Ελλάδα, στην Αλβανία, στη Γαλλία και αργότερα, το 1943, στην Ιταλία, όπου σχηματίστηκαν οι πιο αποτελεσματικοί και μαζικοί αντάρτικοι στρατοί, που βρίσκονταν υπό την επιρροή ή τον έλεγχο των κομμουνιστών. Το ελληνικό ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κατάφερε να καθαρίσει την επικράτεια της χώρας από τους κατακτητές με τις δικές του δυνάμεις μέχρι το 1944, ενώ ο Λαϊκός Απελευθε­ρωτικός Στρατός της Γιουγκοσλαβίας (NOAJ) αποτέλεσε, επίσης, την κύρια δύ­ναμη αντίστασης στο φασισμό και στους εθνικιστές συνεργάτες του κατακτητή.

Στην αρχή, η ΕΣΣΔ και ο Κόκκινος Στρατός δεν μπορούσαν να παράσχουν υλική βοήθεια στα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης για την παράνομη δου­λειά τους και τη συγκρότηση αντάρτικου στρατού, όμως, οι νίκες των σοβιετικών όπλων πάνω στο στρατό της πιο ανεπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας και των δο­ρυφόρων της στο Στάλινγκραντ, στο Κουρσκ, στην Ουκρανία και στη Λευκορω­σία έδωσαν μία απίστευτη ώθηση στην Αντίσταση και συσπείρωσαν γύρω από τους κομμουνιστές τις πρωτοπόρες δυνάμεις των εργατών και των αγροτών των κατεχομένων χωρών.

Ακολούθως, η απελευθέρωση της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης από τα ναζιστικά στρατεύματα και τους συμμάχους τους συνέβαλε άμεσα στην άνοδο στην εξουσία των κομμουνιστών στο πλαίσιο κυβερνήσεων συνασπισμού, ενώ ο αγώνας του αντάρτικου κομμουνιστικού κινήματος με τους δωσίλογους συνερ­γάτες των Ναζί ουσιαστικά είχε στοιχεία επαναστατικής πάλης και εμφύλιου πο­λέμου ενάντια στις αστικές και φασιστικές δυνάμεις.

Η διάλυση της Κομιντέρν

Το 1943 αποφασίστηκε η διάλυση της Κομιντέρν. Στην πραγματικότητα, μέχρι τη στιγμή της αυτοδιάλυσης ορισμένα κόμματα είχαν διαφορετικές θέσεις και η ηγεσία της Εκτελεστικής Επιτροπής βρισκόταν σε πολιτική κρίση. Ωστόσο, θεω­ρούμε ότι η διάλυση της Κομιντέρν είναι πολιτικό λάθος. Παρά τις διαφωνίες και τις ελλείψεις, το επιτελείο του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος συντόνι­ζε το έργο των οργανώσεων και η ίδια η δυνατότητα στο μέλλον να ξεπεραστούν όλες οι ελλείψεις και να διορθωθούν τα λάθη δεν είχε εξαντληθεί. Επιπλέον, η δι­άλυση έλαβε χώρα τη στιγμή που στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μετά από το Στάλιν­γκραντ σημειώθηκε καμπή υπέρ της ΕΣΣΔ.

Η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τη στιγμή της νικηφόρας προέλασης του Κόκκινου Στρατού δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την απώλεια της πολιτικής ενότητας και της ιδεολογικής μονολιθικότητας του κομμουνιστικού κι­νήματος στο μέλλον.

Ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ στα απομνημονεύματά του αναφέρθηκε στα λόγια του Στάλιν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρι­κής Επιτροπής του ΠΚΚ (Μπ.) το Μάη του 1943, όταν αποφασίστηκε το ζήτημα της διάλυσης της Κομιντέρν. Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ δικαιολόγησε αυτήν την από­φαση παραπέμποντας στις μεταβαλλόμενες πολιτικές συνθήκες ως αποτέλεσμα της εξέλιξης του παγκόσμιου πολέμου.

«Η εμπειρία έχει δείξει ότι και επί Μαρξ και επί Λένιν και τώρα είναι αδύνατο να καθοδηγηθεί το εργατικό κίνημα όλων των χωρών του κόσμου από ένα διεθνές κέντρο. Ιδιαίτερα τώρα, σε συνθήκες πολέμου, όταν τα κομμουνιστικά κόμματα στη Γερμανία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες έχουν το καθήκον ν’ ανατρέψουν τις κυβερνήσεις τους και ν’ ακολουθήσουν μια τακτική ηττοπάθειας, ενώ τα Κομμουνι­στικά Κόμματα της ΕΣΣΔ, της Αγγλίας, της Αμερικής κ.ά. έχουν το καθήκον να στη­ρίξουν τις κυβερνήσεις τους με κάθε τρόπο για την ταχύτερη συντριβή του εχθρού. Υπερεκτιμήσαμε τη δύναμή μας όταν δημιουργήσαμε την Κομμουνιστική Διεθνή και πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να καθοδηγήσουμε το κίνημα σε όλες τις χώρες. Αυτό ήταν το λάθος μας. Η συνέχιση της ύπαρξης της Κομμουνιστικής Διεθνούς θ’ απο­τελούσε δυσφήμηση της ιδέας της Διεθνούς, γεγονός το οποίο δε θέλουμε να συμ­βεί», γράφει ο Γκ. Ντιμιτρόφ. [4]

Ο επικεφαλής της Κομιντέρν ανέφερε επίσης και άλλα επιχειρήματα σχετικά με το γεγονός ότι τα κομμουνιστικά κόμματα κατηγορήθηκαν πως είχαν δεσμούς με τη Μόσχα όταν υπήρχε μία ενιαία Διεθνής. Επιπλέον, αυτό το βήμα ήταν απα­ραίτητο για να καλυφθεί η έλευση των κομμουνιστών στην εξουσία στο πλαίσιο των κυβερνήσεων των «Λαϊκών Δημοκρατιών». Ότι δηλαδή η διάλυση της οργά­νωσης πραγματοποιείται με μελλοντική προοπτική.

«Υπάρχει και ένα άλλο κίνητρο για τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το οποίο δεν αναφέρεται στο ψήφισμα. Αυτό είναι ότι τα κομμουνιστικά κόμματα που είναι μέλη της Κομμουνιστικής Διεθνούς κατηγορούνται ψευδώς ότι είναι δή­θεν πράκτορες ξένου κράτους και αυτό βάζει εμπόδια στη δουλειά τους στις ευρείες μάζες. Με τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς αυτό το χαρτί στα χέρια των εχθρών αχρηστεύεται. Το βήμα που κάνουμε θα ενισχύσει αναμφισβήτητα τα κομ­μουνιστικά κόμματα ως εθνικά εργατικά κόμματα και, ταυτόχρονα, θα ενισχύσει το διεθνισμό των λαϊκών μαζών, η βάση του οποίου είναι η Σοβιετική Ένωση», συνε­χίζει ο Γκ. Ντιμιτρόφ. [5]

Η πράξη, όμως, έδειξε την πλάνη αυτής της προσέγγισης, αφού τα παραδο­σιακά κομμουνιστικά κόμματα ούτως ή άλλως συνδέονταν με την ΕΣΣΔ μέχρι την ανατροπή της, ενώ και με τη διάλυση των δομών της Κομιντέρν οι ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων μπορούσαν ανεξάρτητα ν’ «αναπτύσσουν» δη­μιουργικά το μαρξισμό βάσει των δικών τους εθνικών συνθηκών, κάτι που αποτέλεσε μία καταστροφική τάση. Από την απόφαση αυτήν προέκυψαν τέτοιες τά­σεις όπως ο τιτοϊσμός, ο χοτζαϊσμός, ο μαοϊσμός, το τσουτσχέ, ο «ευρωκομμουνισμός» και άλλοι -ισμοί, που οδήγησαν σε απομάκρυνση από τις ορθόδοξες θέ­σεις της επαναστατικής μπολσεβίκικης θεωρίας και έστρωσαν το έδαφος στο ρεβιζιονισμό και στο ρεφορμισμό.

Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν από πολλές απόψεις η στόχευση των τοπι­κών ηγετών, που επιθυμούσαν να προσαρμόσουν την ιδεολογία τους σε συγκε­κριμένα τοπικά συγκυριακά καθήκοντα, στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις, και αποτέλεσαν δικαιολογία για το βολονταρισμό και την ενίσχυση της δικής τους εξουσίας.

Η δημιουργία στις 22 Σεπτέμβρη 1947, σε συνέδριο στην πόλη Szklarska Poręba της Πολωνίας, του Κομμουνιστικού Γραφείου Πληροφοριών (Κομινφόρμ) από τα Κομμουνιστικά Κόμματα της ΕΣΣΔ, της Βουλγαρίας, της Ουγγα­ρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας δεν μπορούσε πλέον να καλύψει το κενό της απουσί­ας της Κομιντέρν και να την αντικαταστήσει στη διεθνή σκηνή. Η αδυναμία της Κομινφόρμ εκδηλώθηκε στην απόσχιση από το σοβιετικό μπλοκ και το Σύμφω­νο της Βαρσοβίας της Γιουγκοσλαβίας υπό την ηγεσία του αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, γεγονός που αποτέλεσε το πρώτο σοβαρό προειδοποιητικό σημάδι για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της διάλυσης της Κομιντέρν.

Ήδη τον Απρίλη του 1956, με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και των κομμάτων που περιλαμβάνονταν στο Γραφείο Πληροφοριών, έπαψαν οι δραστηριότητες της Κομινφόρμ και η έκδοση της εφημερίδας Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία, που εκδιδόταν σε πολλές ξένες γλώσσες. Αυτό οφειλόταν σε μεγά­λο βαθμό στο γεγονός ότι, μετά από τα γεγονότα στην Ουγγαρία, ο Νικίτα Χρουστσόφ αποφάσισε με την κίνηση αυτή να συμφιλιωθεί με τον Γιόσιπ Μπροζ Τί­το, αφού αυτή η δομή τον χαρακτήριζε ως «φασίστα» και «προδότη». Ως αποτέ­λεσμα, τα στελέχη της Κομιντέρν και της Κομινφόρμ μεταφέρθηκαν στο Διεθνές Τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, αλλά πλέον υπάγονταν στα καθή­κοντα ενός κόμματος, χωρίς καμία αξίωση για την αναβίωση των δομών του συγκεντρωτικού κομμουνιστικού κινήματος.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η εμφάνιση στην Ευρώπη στα τέ­λη της δεκαετίας του ’60 της τάσης του «ευρωκομμουνισμού», ο οποίος είχε αντί­κτυπο στη σκέψη και στην αντίληψη πολλών κομμουνιστών σε διάφορες χώρες του κόσμου και ακόμη και μέσα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Τα «αξιώματα» αυτής της οπορτουνιστικής τάσης βρίσκονταν στον αντίποδα των ιδεών της Κομ­μουνιστικής Διεθνούς και οδήγησαν πολλά κόμματα στην άβυσσο και στην απο­σύνθεση.

Η βοήθεια της ΕΣΣΔ στην εγκαθίδρυση της εξουσίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων μέσω των Κυβερνήσεων των «Λαϊκών Δημοκρατιών» στην Ανατολική Ευρώπη και στην Κίνα

Ωστόσο, παρά τη διάλυση της Κομιντέρν, ο ρόλος της ΕΣΣΔ και του ΠΚΚ (Μπ.) στην υπόθεση κατάκτησης της εξουσίας από τους κομμουνιστές σε μία σειρά χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, όπως και της Κίνας και της Ινδοκίνας, ήταν καθοριστικός. Γενικά, η εμφάνιση νέων σοσιαλιστικών χω­ρών ήταν αποτέλεσμα της νίκης της Σοβιετικής Ένωσης στο Β' Παγκόσμιο Πό­λεμο, αν και η περίοδος του επαναστατικού παρτιζάνικου αγώνα στην Ανατολι­κή και Νότια Ευρώπη συνοδεύτηκε από στοιχεία εμφύλιου πολέμου. Και η τερά­στια υπηρεσία που προσέφερε ο νικηφόρος Κόκκινος Στρατός των Εργατών και Αγροτών έγκειται στο γεγονός ότι εξάλειψε πολλά αντιδραστικά, δωσιλογικά, μοναρχικά καθεστώτα.

Μετά από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος ανάγκασε τα στρα­τεύματα της Ναζιστικής Γερμανίας και των δορυφόρων της σε υποχώρηση, δημιουργήθηκαν κυβερνήσεις και επιτροπές προσκείμενες στην ΕΣΣΔ, στις οποί­ες συμμετείχαν εκπρόσωποι των κομμουνιστικών κομμάτων και της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αγροτικών ενώσεων και άλλων αριστερών δυνάμεων. Αυτή η πολιτική της ίδρυσης των αριστερών κυβερνήσε­ων συνασπισμού ονομάστηκε «Λαϊκή Δημοκρατία» και σε πολλά ζητήματα συ­νέχιζε την πολιτική του «Λαϊκού Μετώπου» σε νέες συνθήκες υπό την κυριαρχία των Ενόπλων Δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού.

Μετά από την είσοδο των σοβιετικών στρατευμάτων στην Πολωνία τον Ιού­λη του 1944, στο Λιούμπλιν συγκροτήθηκε η Πολωνική Επιτροπή Εθνικής Απε­λευθέρωσης, η οποία μετατράπηκε σε πραγματική κυβέρνηση, εναλλακτική της κυβέρνησης που ήταν εγκαταστημένη στο Λονδίνο. Στη Ρουμανία τον Αύγουστο του ίδιου έτους, με τη συμμετοχή μαχητών του Κομμουνιστικού Κόμματος και τον ενεργό ρόλο του βασιλιά Μιχάι, ο δικτάτορας Αντονέσκου συνελήφθη στο βασιλικό παλάτι του Βουκουρεστίου, ενώ στη συνέχεια ιδρύθηκε μια νέα κυβέρ­νηση που κήρυξε πόλεμο στη Γερμανία.

Η ανατροπή του μοναρχικού καθεστώτος στη Βουλγαρία, η τελική απελευθέ­ρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς και τους ντόπιους φασίστες διά­φορων ειδών, η κατάληψη της εξουσίας από σοσιαλιστικές δυνάμεις το 1947 στην Τσεχοσλοβακία οδήγησαν στο σχηματισμό νέων οργάνων εξουσίας υπό την ηγε­σία κομμουνιστών και συμμάχων τους. Η κύρια ιδιαιτερότητα αυτής της διαδι­κασίας ανακήρυξης «Λαϊκών Δημοκρατιών» ήταν η κάλυψη απέναντι στις κα­τηγορίες περί σοβιετοποίησης των χωρών που απελευθερώθηκαν από τη Σοβιε­τική Ένωση.

Και πράγματι, δε γινόταν καν λόγος για γοργή σοβιετοποίηση και κοινωνι­κοποίηση, αλλά η πορεία ήταν κατανοητή και προφανής και αποσκοπούσε στη σταδιακή εξάλειψη του καπιταλισμού, στην εθνικοποίηση της βιομηχανίας και στην αγροτική μεταρρύθμιση υπέρ των αγροτών. Χωρίς την ΕΣΣΔ και τον Κόκ­κινο Στρατό αυτή η στροφή των «Λαϊκών Μετώπων» προς το σοσιαλισμό θα ήταν αδύνατη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι διάφοροι σοσιαλιστές, συνδικαλιστές, ηγέ­τες των αγροτών και μικροαστοί ηγέτες αποτελούσαν τους κατώτερους συνεργά­τες των κομμουνιστικών κομμάτων και όχι το αντίστροφο.

Υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπως και στην Ελλάδα, η τακτική των «Λαϊκών Μετώπων» και η θεωρία των σταδίων που ακολουθήθηκε οδήγησαν σε μία σειρά λαθών. Συγκεκριμένα, στον αφοπλι­σμό πολυάριθμων αντάρτικων ομάδων και στρατού που πολεμούσαν κατά των Ναζί και των συνεργατών τους και συμμετείχαν στην απελευθέρωση των χω­ρών τους. Και ενώ οι αντάρτες ουσιαστικά είχαν την εξουσία ή είχαν μεγάλες πε­ριοχές υπό τον έλεγχό τους, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και τον ένοπλο αγώ­να υπέρ των «εκλογών», στις οποίες έχασαν ή έγιναν θύματα άγριας τρομοκρα­τίας και διώξεων.

Η άνοδος στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) ουσι­αστικά έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα του «Λαϊκού Μετώπου», καθώς το τελευταίο στάδιο του εμφύλιου πολέμου, από το 1946-1949, ήταν ένας σκλη­ρός αγώνας μεταξύ του ΚΚΚ και του Κουομιντάνγκ. Η εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας άλλαξε ριζικά την ισορροπία δυνάμεων στην Ασία, αφού στην Κίνα αυξήθηκε η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτεί­ες και η Μεγάλη Βρετανία απέσυραν για πάντα τα στρατεύματά τους από τη χώ­ρα και αποστρατιωτικοποιήθηκε ο ποταμός Γιανγκτσέ. Αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι η Κίνα μπήκε σε πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε αρχίσει να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρα­τών της Νοτιοανατολικής Ασίας, για παράδειγμα, της Κορέας και του Βιετνάμ.

Χωρίς την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης αυτό δε θα ήταν δυνατό. Έτσι, για παράδειγμα, το Μάη του 1946 ο Κόκκινος Στρατός άρχισε ν’ αποσύρει τις μονάδες του από τη Μαντζουρία. Ταυτόχρονα, οι άντρες του Κόκκινου Στρατού εκ­κένωναν εργοστάσια, επιχειρήσεις και οπλοστάσια για να μην αποκτήσει το Κουομιντάνγκ στρατιωτικοτεχνικά πλεονεκτήματα στον πόλεμο. Μέρος των σοβιε­τικών πυρομαχικών και του εξοπλισμού πήγε στο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρα­τό της Κίνας. Μεταξύ αυτών, οπλισμός που πάρθηκε ως λάφυρα από τους Ιάπω­νες και συγκεκριμένα 3.700 όπλα και ολμοβόλα, 600 τεθωρακισμένα, 860 αερο­σκάφη, 12.000 πολυβόλα, 680 διάφορες στρατιωτικές αποθήκες.

Τις μέρες της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ο Μάο Τσε Τουνγκ δήλωσε: «Αν δεν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, αν δεν είχε συντριβεί ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός... άραγε θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει κάτω από τέτοιες συν­θήκες; Φυσικά, όχι!» [6]

Τις δεκαετίες 1940-1950 η Κομιντέρν ήταν απαραίτητη για να συντονίσει την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία, να επεξεργαστεί ένα γενικό σχέδιο σο­σιαλιστικής ανάπτυξης, να διατηρήσει την ιδεολογική ενότητα, να επεξεργα­στεί ένα πρόγραμμα αγώνα. Ένα ενιαίο κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος θα ήταν σημαντικό ακριβώς κατά τη διάρκεια της νικηφόρας επίθεσης του Κόκ­κινου Στρατού και της ανάπτυξης της αντιαποικιακής επανάστασης μετά από το τέλος του παγκόσμιου πολέμου.

Επίλογος

Συνεπώς, η θέση του Στάλιν ότι η ΕΣΣΔ ήταν ένα φρούριο της παγκόσμιας επανάστασης και της διάδοσης του σοσιαλισμού σε όλο τον κόσμο αποδείχτη­κε πέρα για πέρα αληθής. Η νίκη του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσμο στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε σε μία σειρά αντιαποικιακών επαναστάσεων και στην πτώση αυτοκρατοριών.

Μετά από το 1945 πολλοί λαοί επέλεξαν να βαδίσουν στο μονοπάτι των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων -στα οποία οι κομμουνιστές διαδραμάτισαν ση­μαντικό ρόλο- και, με την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, ακολούθησαν το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Η οικονομική στήριξη των αγωνιζόμενων ενά­ντια στον ιμπεριαλισμό λαών, περιλαμβανομένου και του εξοπλισμού τους, αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ κα­πιταλισμού και σοσιαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ιστορική πρακτική έχει δείξει ότι η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία και η εξάπλωση του σοσιαλισμού δεν οφείλεται σε στιγμιαία ώθηση, η εγγύηση της επιτυχίας της δεν έγκειται στη νικηφόρα εξέγερση των Γερμανών εργατών στη Γερμανία, αλλά στο γεγονός ότι το εργατικό κράτος, στηριζόμενο στην κεντρι­κά σχεδιασμένη οικονομία και στον Κόκκινο Στρατό, υποστηρίζει την ανάπτυξη των κομμουνιστικών δυνάμεων στις διάφορες ηπείρους.

Πολλά συνδικάτα εμφανίστηκαν ακριβώς χάρη στους κομμουνιστές, όπως και η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία. Η ΕΣΣΔ επηρέασε άμεσα τις διαδι­κασίες ανασυγκρότησης των δομών του εργατικού κινήματος. Επομένως, η επί­δραση της Σοβιετικής Ένωσης και του επιτελείου της παγκόσμιας επανάστασης στις διαδικασίες αυτές συνέβαλε αποφασιστικά στην αλλαγή του προσώπου του κόσμου. Τα κομμουνιστικά κόμματα, ως κληρονόμοι του Μεγάλου Οκτώβρη και της Κομιντέρν, πρέπει να κατακτήσουν την ιδεολογική ενότητα και να βρουν τρό­πους, μπροστά σε μία νέα, επερχόμενη διεθνή καπιταλιστική κρίση και στον κίν­δυνο ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, να δημιουργήσουν μία νέα Διεθνή.

Οι επόμενες γενιές της εργατικής τάξης και της νεολαίας στο νέο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης έχουν χρέος να ολοκληρώσουν το ηρωικό έργο των πρωτοπό­ρων και ν’ ανατρέψουν την εξουσία του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο.


[1] Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 7, σελ. 325, Εκδοτικό τηςΚΕ του ΚΚΕ, 1953.

[2] Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 33-34, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ.

[3] Η σοβιετική βοήθεια στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, http://www.museum.ru/N44791.

[4] Το Ημερολόγιο του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, 1933-1949, σελ. 271, έκδ. Yale University Press, 2012.

[5] Ό.π., σελ. 276.

[6] Mao Zedong, «On the Dictatorship of People 's Democracy», Selected Works, vol. 4, pp. 501-518, Beijing, Publishing House of Literature in Foreign Languages, 1976.