Η Κομμουνιστική Διεθνής και η πάλη για την απελευθέρωση των εργαζομένων της Λετονίας


Ίνγκαρ Μπούρλακς, Πρώτος Αναπληρωτής του Προέδρου του ΣΚΛ

Οι Λετονοί Επαναστάτες στην απαρχή της Κομιντέρν

Οι Λετονοί επαναστάτες συμμετείχαν ενεργά στις διεθνείς δραστηριότητες της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας και στη συνέχεια στο ΠΚΚ (Μπ.). Στη Διεθνή Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στο Τσίμερβαλντ συμμετείχε ως μέλος της ρωσι­κής αντιπροσωπίας ο συνεργάτης του Β. Ι. Λένιν Γιαν Μπέρζινς-Ζιεμέλις (Janis Berzins-Ziemelis) εκπροσωπώντας τους σοσιαλδημοκράτες της Λετονίας. Συμ­μετείχε, επίσης, στην αριστερή πτέρυγα των εκπροσώπων της Συνδιάσκεψης («Αριστερά του Τσίμερβαλντ») και υπέγραψε το σχέδιο ψηφίσματος και μανιφέ­στου που περιείχε το κάλεσμα για «τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο». Μετέπειτα, το 1919, ο Γιαν Μπέρζινς έγινε μέλος της Εκτελε­στικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και από το 1919 έως το 1920 διετέλεσε Γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν.

Το Μάρτη του 1919 εκπρόσωποι της Λετονίας συμμετείχαν στο Ιδρυτικό Συ­νέδριο της Κομιντέρν. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Λετονίας εκπροσωπήθηκε από τον Καρλ Γκάιλις (Kārlis Gailis), ο οποίος συμμετείχε στην ένοπλη εξέγερ­ση του Οκτώβρη του 1917 στην Πετρούπολη, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Π. Στούτσκα το 1919 ως Λαϊκός Επίτροπος Εργα­σίας της Λετονίας.

Στις εργασίες του 2ου Συνεδρίου της Κομιντέρν από το ΚΚΛ συμμετείχαν οι Ντ. Σ. Μπέικα, Γιαν Α. Μπέρζιν (Άντερσον), Π. Ι. Στούτσκα. Οι σύνεδροι από το ΚΚΛ υπέβαλαν έκθεση σχετικά με την κατάσταση στις Κομματικές Οργανώσεις και τα πρώτα αποτελέσματα της παράνομης δουλειάς σε συνθήκες αστικής δικτα­τορίας. Ο Π. Ι. Στούτσκα συμμετείχε στην επιτροπή για την επεξεργασία των θέ­σεων για το αγροτικό ζήτημα με επικεφαλής τον Β. Ι. Λένιν, ενώ ο Ντ. Σ. Μπέικα στην επιτροπή για το συνδικαλιστικό κίνημα.

Η πάλη για τα δικαιώματα των εργαζόμενων στις συνθήκες της Αστικοδημοκρατικής Λετονίας

Η ίδρυση της Κομιντέρν συνέπεσε με την πιο δραματική, ίσως, περίοδο στην ιστορία της νεαρής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λετονίας (ΛΣΣΔ). Ήδη στις 22 Μάη 1919 η γερμανική σιδηρά μεραρχία «Baltische Landeswehr», που αποτελούνταν από εθελοντές που ήρθαν από τη Γερμανία και μονάδες Λευ­κοφρουρών υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Λίβεν κατάφεραν να εκδιώξουν από τη Ρίγα τις μονάδες του Κόκκινου Στρατού και το Γενάρη του 1920, με την υποστή­ριξη πολωνικών στρατευμάτων, τα οποία είχαν ξεκινήσει επίθεση από τη Δυτι­κή Λευκορωσία, ο στρατός της αστικής Δημοκρατίας της Λετονίας κατέλαβε τις πόλεις Νταουγκαβπίλς και Ρέζεκνε. Η ΛΣΣΔ έπαψε να υπάρχει, πολλοί κομμου­νιστές ακολούθησαν τις μονάδες του Κόκκινου Στρατού που υποχωρούσαν στο έδαφος της Ρωσίας, ενώ άλλοι παρέμειναν στη Λετονία σε συνθήκες παρανομίας.

Η διακυβέρνηση της εθνικιστικής αστικής τάξης της Λετονίας ξεκίνησε με τρομοκρατία, που είχε πάνω από 10.000 θύματα. Υπερασπιζόμενη στα λόγια την ελευθερία του λόγου, η αστική τάξη τσάκιζε ανελέητα τις οργανώσεις της εργα­τικής τάξης και έριχνε τα μέλη τους στις φυλακές. Διωκόταν κάθε μορφής πολιτι­κή αντιπολίτευση. Πολλοί κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποί­ων και το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας (ΚΚΛ) Γ. Όζολς, το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστι­κής Νεολαίας της Λετονίας, Γ. Βίντενς, ο πρώην Επίτροπος Κρατικού Ελέγχου της Σοβιετικής Λετονίας Α. Σούκουτ και πολλοί άλλοι. Το 1921 σκοτώθηκαν τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΛ Γ. Σιλφ (Γιαουνζέμ) και Α. Γ. Μπέρτσε (Αραΐς). Κατά των κομμουνιστών εξαπολύθηκε κύμα συλλήψεων και άγριων διώξεων.

Τα όργανα της αστικής προπαγάνδας διακήρυτταν συνεχώς σε όλους τους τόνους για την υποτιθέμενη πλήρη εξάλειψη του Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως, έχοντας την υποστήριξη των εργαζόμενων και κυρίως της εργατικής τά­ξης, το ΚΚΛ συνέχισε να λειτουργεί κατά την 20ετή περίοδο εξουσίας της αστι­κής τάξης και ηγήθηκε του αγώνα για την αποκατάσταση της σοβιετικής εξουσί­ας στη Λετονία. Στις τάξεις του ΚΚΛ άρχισαν να εισρέουν συνειδητοποιημένοι εργάτες και αγρότες. Κατά την περίοδο της παρανομίας ο αριθμός των μελών του ΚΚΛ κυμαινόταν από 500 έως 1.150, χωρίς να υπολογίζονται τα μέλη που κρα­τούνταν στις φυλακές.

Λόγω της αλλαγής των συνθηκών δουλειάς του ΚΚΛ, η δομή και η κατάστα­ση των Οργανώσεών του άλλαξαν ριζικά. Το Γενάρη του 1920 η ΚΕ του ΚΚΛ αποφάσισε την ένταξη του Κόμματος στη Γ', Κομμουνιστική, Διεθνή ως ανεξάρ­τητο Τμήμα. Ως πρωταρχικό καθήκον έμπαινε πλέον η ενίσχυση των παράνο­μων Κομματικών Οργανώσεων Βάσης. Η δομή των εδαφικών Οργανώσεων του ΚΚΛ περιλάμβανε την Οργάνωση Πόλης της Ρίγας και άλλες 7 Οργανώσεις Πε­ριοχής. Ο αριθμός των Τομεακών Οργανώσεων κυμαινόταν από 40 έως 50. Λό­γω των συχνών συλλήψεων και των διώξεων, η Κεντρική Επιτροπή στελεχωνόταν από εκλεγμένα μέλη, αλλά και μέλη που προσλαμβάνονταν στην ΚΕ χωρίς εκλογή (με κοοπτάτσια).

Για να βοηθηθεί καλύτερα η παράνομη δουλειά των κομμουνιστών της Λετονίας, οργανώθηκε αρχικά στο Πσκοφ και μετέπειτα στη Μόσχα Γραφείο Εξωτε­ρικού της ΚΕ του ΚΚΛ. Το Γραφείο Εξωτερικού, διατηρώντας στενούς δεσμούς με την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, βοηθούσε στην επίλυση τακτικών και οργανωτικών καθηκόντων, προμήθευε μαρξιστική λογοτεχνία. Ο εκδοτικός οίκος Σπαρτάκ του Γραφείου Εξωτερικού της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΕ του ΚΚΛ, στα 16 χρόνια της λειτουργίας του (1920-1936), εξέδωσε περίπου 250 βι­βλία και μπροσούρες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ιδεολογικό και οργανω­τικό έργο του Κόμματος.

Στην παρανομία, επίσης, πέρασαν η Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας της Λετονίας και η Οργάνωση «Κόκκινη Βοήθεια». Με επικεφαλής το ΚΚΛ, οι Ορ­γανώσεις αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα των επαναστατικών δυνάμεων της Λε­τονίας, που συσπείρωνε γύρω του μία ομάδα από ευρείες εξωκομματικές δυνά­μεις, μέλη αριστερών συνδικάτων, συνεταιρισμών και μορφωτικών-πολιτιστικών ιδρυμάτων. Σε συνθήκες παρανομίας στη Ρίγα συνέχισαν να εκδίδονται η εφημε­ρίδα Τσίνια -όργανο της ΚΕ του ΚΚΛ- και δεκάδες έντυπες εκδόσεις του Κόμ­ματος, της νεολαίας και της Οργάνωσης «Κόκκινη Βοήθεια».

Προπαγανδίζοντας ενεργά τις κομμουνιστικές ιδέες μεταξύ των στρατιωτών των Ενόπλων Δυνάμεων της αστικής Δημοκρατίας της Λετονίας, το ΚΚΛ στις αρχές του 1920 δημιούργησε Κομματική Οργάνωση Ενόπλων Δυνάμεων με πε­ρίπου 200 μέλη. Στο πλαίσιο των εδαφικών Κομματικών Οργανώσεων λειτουρ­γούσαν παράνομες Κομματικές Ομάδες, αποτελούμενες από στρατιώτες-μέλη του Κόμματος.

Η εγκαθίδρυση και η κατάρρευση της Αστικής Δικτατορίας

Στην ιστορία της προπολεμικής αστικής Λετονίας μπορούμε να διακρίνουμε δύο αξιοσημείωτα διαφορετικές περιόδους: Την περίοδο της αστικής κοινοβου­λευτικής δημοκρατίας και την περίοδο της φασιστικής δικτατορίας, που εγκαθιδρύθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτές τις δύο περιόδους διαχωρίζει το πραξικόπημα της 15ης Μάη 1934 που πραγματοποίησε ο τότε πρωθυπουργός Κάρλις Ούλμανις. Από το πολιτικό σκηνικό της Λετονίας εξαφανίστηκαν το κοι­νοβούλιο (Σέιμ), τα εκλεγμένα όργανα αυτοδιοίκησης και όλα τα πολιτικά κόμ­ματα, ενώ την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του κράτους καθόριζε πλέ­ον αποκλειστικά ο «ηγέτης» και «κύριος της γης», όπως αποκαλούνταν κολακευ­τικά από το άμεσο περιβάλλον του.

Ο «ηγέτης», όμως, δεν αρκέστηκε στον τίτλο του επικεφαλής της κυβέρνησης και στις 12 Μάρτη 1936, βάσει ενός εντελώς αντισυνταγματικού διατάγματος του Συμβουλίου Υπουργών, που εκδόθηκε με τη λήξη της θητείας του Προέδρου Άλμπερτς Κβιεσίτις, ο Ούλμανις σφετερίστηκε και αυτό το αξίωμα.

Στη Λετονία από το 1934 έως το 1940, σε αντίθεση με τη ναζιστική Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες που είχαν «κλασική» φασιστική δικτατορία, αλλά και σε αντίθεση με τη Λιθουανία και την Εσθονία, δεν υπήρχε ηγετικό φασιστι­κό κόμμα ως πολιτική βάση του καθεστώτος, αν και τα μέλη του δεξιού κόμματος Ένωση Αγροτών, αρχηγός του οποίου πριν το πραξικόπημα ήταν ο Ούλμανις, κα­θώς και ιδεολόγοι εθνικιστές άλλων δεξιών κομμάτων, υποστήριξαν το πραξικό­πημα και στελέχωσαν τις δομές του νέου καθεστώτος. Παράλληλα, υπήρχε η ορ­γάνωση Αizsargs («Υπερασπιστές, Φύλακες»), η οποία, μαζί με τις αστυνομικές δομές, λειτουργούσε ως δύναμη καταστολής. Ωστόσο, το καθεστώς είχε όλα τα κύρια και καθοριστικά χαρακτηριστικά μίας φασιστικής δικτατορίας: Τρομοκρα­τία και καταπίεση, κατάργηση του αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος, αυ­ταρχική εξουσία, κοινωνική δημαγωγία και ανεξέλεγκτη προπαγάνδα του εθνικι­σμού. Το καθεστώς Ούλμανις είχε το «δικό του» στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λιεπάγια (Liepaja) και το κάτεργο της Καλντσιέμα (Kalnciema), έγιναν προσπά­θειες εφαρμογής της θανατικής ποινής για τους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά κάτω από την πίεση μιας σειράς εσωτερικών (ευρείες διαμαρτυρίες μελών της δι­ανόησης) και εξωτερικών αιτιών (κυρίως ο φόβος απώλειας της εύνοιας των ηγε­τικών κύκλων της Αγγλίας, προς την οποία προσανατολιζόταν ο Ούλμανις) το κα­θεστώς του υστερούσε κάπως από αυτήν την άποψη σε σχέση με τα καθεστώτα του Χίτλερ ή του Φράνκο...

Η κυβέρνηση του Κάρλις Ούλμανις εγκαινίασε τη θητεία της με μαζικές συλ­λήψεις κομμουνιστών σε Λιεπάγια, Βέντσπιλς, Τουκούμς, Αϊζπούτε, Πριέκουλε. Οι κομμουνιστές της Λετονίας είχαν επανειλημμένα επισημάνει την απειλή ενός φασιστικού πραξικοπήματος. Στο παράνομο κάλεσμά του ενόψει του εορ­τασμού της Πρωτομαγιάς τον Απρίλη του 1934 το Κομμουνιστικό Κόμμα δήλω­νε: «Στη Λετονία δημιουργήθηκε κυβέρνηση Ούλμανις. Η κυβέρνηση αυτή είναι κυβέρνηση του φασισμού, του πολέμου και της προδοσίας του λαού. Η μπουρζουαζία έπαιξε αυτό το χαρτί για να σώσει τους εργοστασιάρχες και τους μεγαλοϊδιοκτήτες, κυριολεκτικά “στύβοντας” τους εργάτες, τους εργαζόμενους αγρότες και τους άνεργους της Λετονίας.»

Ωστόσο, η προσπάθεια των κομμουνιστών να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέ­τωπο αντίστασης στην επικείμενη φασιστική δικτατορία μαζί με τους σοσιαλδη­μοκράτες απορρίφθηκε από τους ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών.

Λόγω της διάλυσης των εργατικών οργανώσεων και της κατάργησης των δη­μοκρατικών ελευθεριών, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε τη δυνατότητα να χρη­σιμοποιήσει έστω και αυτές τις ελάχιστες νόμιμες μορφές δουλειάς που υπήρχαν πριν, συνέχισε όμως τον αγώνα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Οι Παράνομες Οργανώσεις του συνέχισαν να λειτουργούν και κυκλοφορούσαν τακτικά παρά­νομες εφημερίδες και φυλλάδια.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 το ΚΚΛ χρειάστηκε να ξεπεράσει σημαντικές οργανωτικές δυσκολίες. Κάτω από την επιρροή της πάλης κατά των τροτσκιστών στην ΕΣΣΔ και στην Κομιντέρν, το 1936 καταργήθηκε η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΛ, έκλεισε το Γραφείο Εξωτερικού. Ωστόσο, το Κόμμα αντιμε­τώπισε και αυτές τις δυσκολίες. Επικεφαλής της αποκατάστασης και ενίσχυσης των Οργανώσεων του ΚΚΛ μπήκε η Προσωρινή Γραμματεία. Το Φλεβάρη του 1939, στο 26ο Συνέδριο του ΚΚΛ, εκλέχτηκε νέα Κεντρική Επιτροπή. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (Ιούλης-Αύγουστος 1935), το ΚΚΛ έκρινε ως κύριο καθήκον του σε αυτήν τη φάση τη δημιουργία ενός αντι­φασιστικού λαϊκού μετώπου.

Απ’ όλα τα κόμματα που τέθηκαν σε απαγόρευση μετά από το φασιστικό πρα­ξικόπημα μόνο ένα μέρος των μελών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, έχο­ντας συνειδητοποιήσει την ανάγκη εγκατάλειψης της ιδεολογίας του ρεφορμι­σμού, συνέχισε την πολιτική του δράση, ιδρύοντας το παράνομο Σοσιαλιστικό Εργατοαγροτικό Κόμμα Λετονίας. Το Νοέμβρη του 1934 το Κομμουνιστικό Κόμ­μα κατέληξε με αυτό το κόμμα σε συμφωνία για τη δημιουργία ενός ενιαίου αντι­φασιστικού μετώπου και το 1936 ενοποιήθηκε η Κομμουνιστική Νεολαία με τη Σοσιαλιστική Νεολαία και συστάθηκε η Ένωση Εργαζόμενης Νεολαίας Λετονί­ας. Έτσι, ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό η διάσπαση της εργατικής τάξης της Λε­τονίας. Οι αντιφασιστικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν γύρω από τους κομμουνι­στές και σχηματίστηκε ένα αντιφασιστικό λαϊκό μέτωπο.

Οι διώξεις και η τρομοκρατία της φασιστικής δικτατορίας, η οικονομική ύφε­ση που εντάθηκε απότομα με την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, το κλείσι­μο των επιχειρήσεων και η αύξηση της ανεργίας, η πρακτική των Αρχών ν’ απο­στέλλουν με τη βία τους πολίτες να εργάζονται στα χωριά φούντωναν τη φλόγα του επαναστατικού αγώνα. Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι στο τέλος της άνοιξης του 1940 στη Λετονία είχε ωριμάσει η επαναστατική κατά­σταση και το ΚΚΛ έκανε ότι ήταν δυνατό για να την μετατρέψει σε σοσιαλιστι­κή επανάσταση.

Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 1940 μπορούν δικαίως να χα­ρακτηριστούν ως σοσιαλιστική επανάσταση, κύρια κινητήρια δύναμη της οποί­ας ήταν η επαναστατική εργατική τάξη της Λετονίας. Ο ιδεολογικός και πολιτι­κός ηγέτης της ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Λετονίας, το οποίο, κατά τη διάρκεια 20 χρόνων δουλειάς στην παρανομία, διαπαιδαγώγησε πολλές εκατο­ντάδες ατρόμητους μαχητές και κέρδισε την υποστήριξη της εργατικής τάξης της Λετονίας.

Μιλώντας για τα γεγονότα του 1940 στη Λετονία, είναι σκόπιμο να υπενθυ­μίσουμε τα λόγια του Β. Ι. Λένιν το 1918, στη συνδιάσκεψη των εργοστασια­κών επιτροπών του κυβερνείου Μόσχας: «Οι επαναστάσεις δε γίνονται κατά πα­ραγγελία, δεν καθορίζονται γι’ αυτήν ή εκείνη τη στιγμή, αλλά ωριμάζουν στο προ­τσές της ιστορικής εξέλιξης και ξεσπούν σε μια στιγμή που καθορίζεται από ένα σύ­μπλεγμα ολόκληρης σειράς εσωτερικών και εξωτερικών αιτιών» (Β. Ι. Λένιν, Άπα­ντα, τόμ. 36, σελ. 531).

Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 η Λετονία βρέθηκε εν μέσω μίας σύνθετης διεθνούς κατάστασης. Από τότε που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, η φασιστική απειλή φάνταζε ολοένα και πιο κοντά. Ακόμη και η Πολωνία είχε τις δικές της επιθετικές βλέψεις προς τη Λετονία. Σταδιακά εξα­νεμίστηκαν και οι ελπίδες για υποστήριξη από την πλευρά της Μεγάλης Βρετα­νίας. Στον αγώνα κατά της φασιστικής απειλής πραγματική βοήθεια θα μπορού­σε να περιμένει η Λετονία μόνο από τη Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, τα συν­θήματα του αντιφασιστικού μετώπου υπό την ηγεσία του ΚΚΛ: «Δε θα παραδώ­σουμε τη Λετονία στον Χίτλερ» και «Υπέρ μιας στενής συμμαχίας με την ΕΣΣΔ» απάντησαν στις διαθέσεις των ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού, είχαν αντί­κτυπο και αναγνωρίστηκαν από το λαό.

Η επαναστατική κατάσταση στη Λετονία δημιουργήθηκε το Σεπτέμβρη του 1939 -με την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου- και έφερε εντελώς νέα φαι­νόμενα στην οικονομική ζωή της Λετονίας. Η οικονομία της χώρας ήταν πλήρως εξαρτημένη από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης. Ο εμπορικός κύκλος εργασιών μόνο με την Αγγλία και τη Γερμανία (που βρέθηκαν σε εμπόλε­μη κατάσταση μεταξύ τους) αντιπροσώπευαν το 70% του συνόλου. Πρέπει να ση­μειωθεί ότι το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Λετονίας πραγματοποιούνταν διά της θαλάσσιας οδού. Η ναυτιλιακή κρίση, η οποία προέκυψε από τη μετα­τροπή της Βαλτικής και άλλων ευρωπαϊκών θαλασσών σε θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, επέφερε κρίση έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων, η οποία με τη σειρά της κατάφερε συντριπτικό πλήγμα στη λετονική βιομηχανία. Έτσι, τον Ιούνη του 1940 ένας στους πέντε Λετονούς εργαζόμενους είχε μείνει χωρίς δουλειά.

Το καθεστώς του Ούλμανις αντιμετώπιζε και μία βαθιά εσωτερική κρίση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας του Ούλμανις συνεχιζόταν άσβεστη η δια­μάχη μεταξύ των εκπροσώπων της αστικής τάξης της πόλης και του χωριού, αφού η αστική τάξη των πόλεων αισθανόταν παραμερισμένη από τη διακυβέρνηση του κράτους. Πολλοί αξιωματούχοι ήταν βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στη διαφθορά. Η απειλή μίας γερμανικής εισβολής στη Λετονία είχε σημαντικό αντίκτυπο σε ορισμένες ομάδες της λετονικής αγροτιάς, όπως, για παράδειγμα, οι νέοι ιδιοκτή­τες γης, οι οποίοι έλαβαν κλήρο στο πλαίσιο της αστικής αγροτικής μεταρρύθ­μισης των αγροτικών περιοχών. Πριν την αγροτική μεταρρύθμιση μεγάλες γαίες ανήκαν σε γερμανικής καταγωγής βαρόνους γαιοκτήμονες και οι αγρότες φοβού­νταν ότι αυτή η γη που τους δόθηκε και που πριν ανήκε σε αριστοκράτες θα μπο­ρούσε να τους αφαιρεθεί. Η απειλή της χιτλερικής εισβολής είχε αισθητή επίδρα­ση στη θέση των εθνικών μειονοτήτων που ζούσαν στη Λετονία (Ρώσοι, Λευκορώσοι, Εβραίοι, Πολωνοί, Λιθουανοί), καθώς και στη λετονική διανόηση, ακόμη και στους αξιωματικούς του στρατού.

Η Λετονία αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με την πιθανότητα μίας χιτλε­ρικής εισβολής. Το σύμφωνο αλληλοβοήθειας που υπογράφτηκε στις 5 Οκτώβρη 1939 στη Μόσχα μεταξύ ΕΣΣΔ και Λετονίας απομάκρυνε αυτήν την ένταση που υπήρχε. Στο πλαίσιο αυτού του συμφώνου, η Λετονία έδωσε στη Σοβιετική Ένω­ση το δικαίωμα να δημιουργήσει στη Λιεπάγια και στο Βέντσπιλς ναυτικές πολε­μικές βάσεις, καθώς και μερικά αεροδρόμια στο Κούρζεμε. Ωστόσο, η παρουσία στρατιωτικών τμημάτων ήταν ασήμαντη και ήταν υπό τον έλεγχο του λετονικού στρατού. Την ίδια στιγμή, η δικτατορία του Ούλμανις παρέμενε ανοιχτά εχθρική τόσο προς την ΕΣΣΔ όσο και προς τους εργαζόμενους της Λετονίας και αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους διατήρησης της εξουσίας. Η κυβέρνηση Ούλμανις, πί­σω από την πλάτη της ΕΣΣΔ, ενίσχυσε τις στρατιωτικές επαφές με την Εσθονία και τη Λιθουανία, διεξήγαγε εντατική ιδεολογική προπαγάνδα στο στρατό, στην αστυνομία και στα τμήματα Aizsargs. Η στρατιωτική διοίκηση της Λετονίας εί­χε αναπτύξει ένα σχέδιο πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης (το αποκαλούμενο «Ειδικό Φύλλο Πορείας Νο 5»).

Την άνοιξη του 1940 σημαντικά γεγονότα εκτυλίχτηκαν στη Δυτική Ευρώπη, τα οποία επηρέασαν ριζικά την κατάσταση στη Λετονία. Στις 10 Μάη 1940 η χιτ­λερική Γερμανία ξεκίνησε μία ευρεία επίθεση στο δυτικό μέτωπο, με αποτέλε­σμα τη συνθηκολόγηση της Ολλανδίας και του Βελγίου. Ο βρετανικός στρατός νικήθηκε και υποχώρησε στην Αγγλία και οι Γάλλοι άρχισαν και αυτοί να υπο­χωρούν. Στις 14 Ιούνη 1940 γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στο Παρίσι και λί­γες μέρες αργότερα η Γαλλία έπαψε ν’ αντιστέκεται. Τώρα τα χέρια του γερμανι­κού στρατού λύθηκαν και ο Χίτλερ μπορούσε (και ξεκίνησε) να μετακινήσει το στράτευμά του προς τα ανατολικά. Με την κατάκτηση των Χωρών της Βαλτικής η Γερμανία θ’ αποκτούσε το κατάλληλο εφαλτήριο για την επερχόμενη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχε καμία εγγύη­ση ότι τα αντιδραστικά και φασιστικά καθεστώτα των βαλτικών κρατών, φοβού­μενα τους λαούς τους, θα προτιμούσαν να εμποδίσουν τα χιτλερικά στρατεύμα­τα να εισέλθουν στις Χώρες της Βαλτικής και δε θα διέπρατταν εθνική προδοσία.

Η σοβιετική κυβέρνηση παρέδωσε στον πρεσβευτή της Λετονίας στη Μόσχα διπλωματική νότα, στην οποία σημείωνε τις μέχρι τώρα παραβιάσεις του συμφώ­νου αλληλοβοήθειας και απαιτούσε τη σύσταση μίας κυβέρνησης που θα εκπλή­ρωνε έντιμα τους όρους του συμφώνου. Η νότα έγινε αποδεκτή και η κυβέρνηση της Λετονίας παραιτήθηκε. Στις 17 Ιούνη 1940 μονάδες του Κόκκινου Στρατού εισήλθαν στην επικράτεια της Λετονίας. Ο Κόκκινος Στρατός δεν παρενέβη στις εσωτερικές υποθέσεις, αλλά η παρουσία του είχε αναμφισβήτητα αποφασιστική αποτρεπτική επίδραση στα μετέπειτα γεγονότα. Η λετονική αστική τάξη δεν τόλ­μησε να εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας ενάντια στο εργατικό κίνημα της Λετο­νίας και να καταστείλει επαναστατικές δράσεις με τη βία.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες αγωνίας για το καθεστώς του Ούλμα­νις, όταν η εργατική τάξη της Λετονίας ξεσηκώθηκε για ν’ ανατρέψει τη φασιστι­κή δικτατορία. Στις 20 Ιούνη ο Ούλμανις ανακοίνωσε ότι δημιουργήθηκε μία νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Άουγκουστ Κιρχενστέιν (August Kirchenstein). Χρειάζεται διερεύνηση για τη στάση της σοβιετικής εξουσίας, για το αν τέθηκε ή όχι θέμα για την απελευθέρωση των στελεχών και μελών του Κόμματος και αν όχι γιατί, και ακόμα διερεύνηση για το θέμα της συμμετοχής των κομμουνιστών στην κυβέρνηση.

Ωστόσο, διαδηλώσεις και άλλες πράξεις διαμαρτυρίας των εργαζόμενων σε πολλά μέρη της χώρας οργανώθηκαν από τους Λετονούς κομμουνιστές. Το ΚΚΛ διατύπωσε μία σειρά αιτημάτων, τα οποία διαβιβάστηκαν στη νέα κυβέρνηση στις 21 Ιούνη 1940, κατά τη διάρκεια ενός συλλαλητηρίου. Αυτά τα αιτήματα αντανακλούσαν τις διαθέσεις και τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και έγι­ναν το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, η οποία επονομάστηκε Λαϊκή.

Η σοσιαλιστική επανάσταση του 1940 στη Λετονία, η οποία αποτελεί αναπό­σπαστο συστατικό μέρος της επαναστατικής διαδικασίας που ξεκίνησε με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, είχε τα δικά της χαρακτηριστικά.

Πρώτον, ήταν μια σοσιαλιστική επανάσταση που νίκησε χωρίς εμφύλιο πό­λεμο, χωρίς ενεργό αντίσταση από τη μεριά της αστικής τάξης. Στην ιστορία της Ευρώπης αυτό είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο, ίσως και μοναδικό, φαινόμενο. Πα­ράλληλα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η παρουσία των μονάδων του Κόκκι­νου Στρατού, αν και διατηρούσαν πλήρη ουδετερότητα σε σχέση με τα τεκταινόμενα, αποτέλεσε σίγουρα ανασταλτικό παράγοντα που συγκρατούσε μια πιθανή αντίσταση του αστικού καθεστώτος.

Δεύτερον, η επανάσταση αυτή, η οποία είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα, ήταν ταυτόχρονα και αντιφασιστική, διότι είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της φα­σιστικής δικτατορίας και τη λήψη μίας πληθώρας μέτρων για την κατάργηση θε­σμών του προηγούμενου καθεστώτος και το τσάκισμα του παλιού κρατικού μη­χανισμού. Γι’ αυτό και στα πρώτα στάδια της επανάστασης λήφθηκαν πρωτίστως μέτρα γενικού δημοκρατικού χαρακτήρα.

Ένα από τα κεντρικά γεγονότα της επανάστασης του 1940 θα πρέπει να θε­ωρηθεί η διενέργεια εκλογών για το κοινοβούλιο (Σέιμ) της Λετονίας, που έλα­βαν χώρα στις 14 και 15 Ιούλη 1940. Στις εκλογές συμμετείχαν 1.181.323 ψηφο­φόροι ηλικίας άνω των 21 ετών (94,8% του πληθυσμού). Η Ένωση του Εργαζό­μενου Λαού της Λετονίας έλαβε 1.155.807 ψήφους ή 97,8%, ενώ καταψηφίστηκε μόλις από 25.516 ψηφοφόρους.

Ήταν ελεύθερες αυτές οι εκλογές; Εδώ πρέπει να δοθεί καταφατική απάντη­ση, αφού κανείς δεν ανάγκασε τους ψηφοφόρους να προσέλθουν στις κάλπες και η νέα κυβέρνηση δε διέθετε τέτοιον κατασταλτικό μηχανισμό ώστε να μπορέσει να το πετύχει. Δεν υπήρχαν εκλογικοί κατάλογοι, δεδομένου ότι δεν είχαν διενεργηθεί εκλογές κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ενώ μπορούσε κάποιος να ψη­φίσει σε οποιοδήποτε εκλογικό τμήμα και σε οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια. Στα διαβατήρια των ψηφισάντων γινόταν ειδική σημείωση, γεγονός που απέτρε­πε την πιθανότητα διπλοψηφίας.

Είναι γνήσια τα αποτελέσματα των εκλογών; Ναι, αυτό μπορεί να ελεγχθεί από τα έγγραφα όλων των εκλογικών κέντρων που διατηρούνται στα αρχεία. Πέ­ραν τούτου, η καταμέτρηση των ψήφων γινόταν όχι μόνο από τους κομμουνι­στές και τους συμπαθούντες, αλλά και από υπαλλήλους της κρατικής μηχανής του προηγούμενου καθεστώτος, καθώς και εκπροσώπους των αστικών κύκλων. Και υπήρχαν εκατοντάδες από αυτούς. Εάν υπήρχε έστω και μία περίπτωση νόθευσης των αποτελεσμάτων, αυτοί οι άνθρωποι θα την είχαν ξεσκεπάσει. Ωστό­σο, δεν έχει σημειωθεί κάτι τέτοιο.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας (ΣΚΛ) στις σύγχρονες συνθήκες. Μαθήματα από την ιστορική εμπειρία

Η γενική ιστορική εικόνα και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη Λετο­νία τη δεκαετία του 1920 και στη δεκαετία του 1990 είναι παρόμοιες από πολλές απόψεις: Η κατάρρευση ενός μεγάλου κράτους, η ανεξαρτητοποίηση των τμημά­των του ως χωριστών κρατικών σχηματισμών, η διάλυση της οικονομικής συνερ­γασίας, το κλείσιμο μεγάλων επιχειρήσεων, η μαζική ανεργία και οι διώξεις της νικήτριας αστικής τάξης.

Να τι έγραφε για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Λετονίας το Ημερολόγιο του κομμουνιστή το 1925:

«Το Κόμμα βρίσκεται στην παρανομία και αριθμεί μόνο 1.000 μέλη, όμως έχει μεγάλη επιρροή στις προλεταριακές μάζες λόγω του ότι τα τελευταία 18 χρόνια διεξήγαγε σκληρό αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ήταν το πρώτο κόμ­μα που δημιούργησε πυρήνες στα συνδικάτα και σε άλλες προλεταριακές οργανώ­σεις. Εκδίδει παράνομα την εφημερίδα-όργανο του Κόμματος με μεγάλο τιράζ. Η Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας έχει, επίσης, το δικό της όργανο. ΗΚεντρική Επι­τροπή εκδίδει κατά καιρούς εφημερίδα στη ρωσική γλώσσα.

Η εφαρμογή του ενιαίου μετώπου από πολλές απόψεις βοήθησε το Κομμουνι­στικό Κόμμα στον αγώνα του ενάντια στους μενσεβίκους, ειδικά στα συνδικάτα. Το Κόμμα προσπαθεί, επίσης, να προσελκύσει τους φτωχούς αγρότες και τα μικροαστι­κά στρώματα, τα οποία υποφέρουν πολύ από την άγρια οικονομική κρίση.»

Αυτή είναι μία πολύ υψηλή εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη την τότε κοινω­νική και πολιτική κατάσταση. Γιατί το Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας δεν μπό­ρεσε να επαναλάβει την επιτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις δεκαετίες 1920-1930 όσον αφορά την επιρροή του στις εργατικές μάζες, τη διείσδυση και τη δουλειά σε συλλογικές οργανώσεις και συνδικάτα, πολύ, δε, περισσότερο που οι κομμουνιστές δρούσαν στην παρανομία κάτω από πολύ πιο δύσκολες συνθή­κες; Ταυτόχρονα, η αριθμητική δύναμη των μελών του Κόμματος κατά τη στιγμή της διάλυσης της σοβιετικής εξουσίας στη Λετονία το 1920 ήταν μικρότερη απ’ ό,τι το 1991 και οι διώξεις της αστικής κυβέρνησης πολύ πιο σκληρές. Ουσιαστι­κά, οι πολιτικές δυνάμεις που νίκησαν το 1991 πήραν μέτρα για την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε «στοχευμένες» τιμωρίες των ηγετών και στην αποκαλούμενη «κάθαρση» και απομάκρυνση των πλέον ικανών στοιχείων. Ανέ­τρεψαν τη σοσιαλιστική βάση και τις κατακτήσεις του σοσιαλιστικού κράτους.

Εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατάστασης στη Λετονία που έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις στις σελίδες της ΔΚΕ, όπως η διάσπαση της εργατικής τάξης με βάση την εθνοτική καταγωγή, η στοχευμένη αποβιομηχανοποίηση της οικονομίας και οι ιδιαιτερότητες της επιστροφής της ιδιοκτησίας κατά την αποεθνικοποίηση, που όλα μαζί οδήγησαν μεγάλο αριθμό εργαζόμενων στην απώλεια της ταξικής του αυτοσυνείδησης, περιπλέκοντας σο­βαρά την τρέχουσα δουλειά του Κόμματος ανάμεσα στους εργαζόμενους.

  1. Ψυχολογικές αιτίες. Η ποιοτική σύνθεση των κομμουνιστών και του πρωτο­πόρου τμήματος της εργατικής τάξης όσον αφορά ζητήματα ηθικής και βούλησης ήταν πολύ υψηλότερη στις αρχές του περασμένου αιώνα. Πολλοί από τους τότε ακτιβιστές μπήκαν στον αγώνα κατά τη διάρκεια των επαναστατικών εξεγέρσε­ων του 1905, έπειτα ατσαλώθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1917 και του εμφύλιου πολέμου. Η πλειονότητα των εκπροσώπων του Κομμουνιστι­κού Κόμματος και της εργατικής τάξης στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σχημα­τίστηκαν ως προσωπικότητες κατά την ειρηνική μεταπολεμική περίοδο, σε μία ατμόσφαιρα υψηλών κοινωνικών εγγυήσεων, τις οποίες εκλάμβαναν ως δεδομέ­νο του σοσιαλιστικού συστήματος, χωρίς αγώνα και διαμαρτυρίες, που είναι χα­ρακτηριστικές για τις καπιταλιστικές χώρες.
  2. Οι συλλογικές οργανώσεις, τα συνδικάτα της περιόδου της ΕΣΣΔ αποτε­λούσαν αρκετά τυπικούς σχηματισμούς, που αποδείχτηκαν εντελώς απροετοίμαστοι για τις απαιτήσεις της δουλειάς στις νέες συνθήκες. Τα συνδικάτα, για παρά­δειγμα, κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου ακολουθούσαν την επονομα­ζόμενη «κάθετη κλαδική» δομή, όπου ο υπουργός, οι διευθυντές των επιχειρήσε­ων και οι εργαζόμενοι ήταν όλοι στο ίδιο συνδικάτο. Στο σοσιαλιστικό σύστημα αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα θεμελιώδους σημασίας, καθώς υπήρχαν αρκετά μέσα για την προστασία των συμφερόντων και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων σε πε­ρίπτωση παραβίασής τους. Μετά από την καπιταλιστική παλινόρθωση τα συνδι­κάτα αυτά τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αστικής εξουσίας και αποδείχτηκαν εντε­λώς ανίκανα να προστατεύσουν ακόμα και τα οικονομικά συμφέροντα των με­λών τους. Επιπλέον, η εθνική αστική κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθεια να πραγ­ματοποιήσει την αποβιομηχάνιση αρκετά γρήγορα και έτσι, στην πραγματικότη­τα, μεγάλα συνδικάτα υπάρχουν μόνο σε κλάδους που χρηματοδοτούνται από το κράτος, όπως η παιδεία ή η υγεία, ενώ οι ηγέτες τους είναι «κρατικοδίαιτοι» και εξαρτώνται από τις τοπικές Αρχές και την κυβέρνηση. Το ΣΚΛ κατά τη δεκαετία του 1990 μπόρεσε πραγματικά να στηριχτεί μόνο σ’ εκείνες τις συλλογικές οργα­νώσεις, τα μέλη των οποίων πέρασαν από τη σκληρή σχολή της ζωής: Τη λετονική οργάνωση μαχητών του αντιχιτλερικού συνασπισμού, των βετεράνων του Σοβιετοαφγανικού Πολέμου, των αποκλεισμένων κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ. Όμως, η αριθμητική δύναμη αυτών των οργανώσεων για ευνόητους λό­γους μειώνεται, όπως και η δυνατότητά τους να επηρεάσουν την κοινωνία.
  3. Σε κάθε χώρα οι νέοι είναι αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη δυναμική και πρωτοστατούν στις εξεγέρσεις και στις διαμαρτυρίες. Η Λετονία καταλαμβάνει ηγετική θέση ανάμεσα στις άλλες χώρες της Ευρώπης όσον αφορά τους ρυθμούς γήρανσης της κοινωνίας. Διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό: Η δημογραφική «ηχώ» του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, στην οποία προστέθηκε η πτώση του ποσοστού γεννήσεων κατά τη δεκαετία του 1990, ενώ ακολούθησε η ένταξη της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η μαζική μετανάστευση των νέων εκτός της χώρας. Υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην επαγγελματική σύνθεση των ερ­γαζόμενων, το σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης έχει ουσιαστικά ρημάξει, με αποτέλεσμα σε όσες εγκαταστάσεις παραγωγής απέμειναν να εργάζονται άν­θρωποι ηλικίας λίγο πριν τη συνταξιοδότηση, συνταξιούχοι και αλλοδαποί ερ­γάτες. Αυτές οι κατηγορίες εργαζόμενων αντικειμενικά δεν επιδεικνύουν τάσεις οργάνωσης ή διαμαρτυρίας. Η σχολική εκπαίδευση στον τομέα των μαθημάτων των Κοινωνικών Επιστημών χαρακτηρίζεται από εμφανή ή συγκαλυμμένο αντικομμουνιστικό και εθνικιστικό προσανατολισμό, ενώ δηλώνεται σε όλους τους τόνους η ανάγκη «κοινής κατανόησης της Ιστορίας» και της «κοινής κοινωνικής μνήμης». Αυτή η διαδικασία ιδεολογικής επεξεργασίας της νεότερης γενιάς επι­βραδύνθηκε κάπως στα σχολεία όπου ορισμένα μαθήματα διδάσκονταν στη ρωσική γλώσσα, γεγονός που αποτέλεσε και έναν από τους κύριους λόγους για την κατάργησή τους.
  4. Όλ’ αυτά τα χρόνια μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στην εξου­σία στη Λετονία βρίσκονταν δεξιά αστικά κόμματα που εφάρμοζαν με συνέ­πεια μία συντονισμένη πολιτική διαχωρισμού και διάσπασης των εργαζόμενων σε εθνοτική βάση, χρησιμοποιώντας δραστικά τη δύναμη του νόμου, ακόμη και ενάντια στις προσπάθειες δημόσιας σύγκρισης της θέσης των εργατών της δημο­κρατίας στη σημερινή και στη σοβιετική κοινωνία (έχει προβλεφθεί ποινική ευ­θύνη για θετικές δημόσιες δηλώσεις σχετικά με τη σοσιαλιστική περίοδο). Ο επι­θετικός αντισοβιετισμός, ερμηνευμένος από τους αστούς πολιτικούς, έγινε ένα αναπόφευκτο σημάδι του εθνικιστικού πατριωτισμού, καθώς και η άνευ όρων αποδοχή της ταχείας στρατιωτικοποίησης της χώρας και της μετατροπής της σε προκεχωρημένο «χαράκωμα» του ΝΑΤΟ στα ανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι κυβερνώντες πολιτικοί καθόλου δε νοιάζονται για το ότι όλ’ αυτά εί­ναι μακριά και ξένα προς τα ουσιαστικά ζωτικά συμφέροντα της πλειοψηφίας του πληθυσμού της Λετονίας. Τουναντίον, καλλιεργώντας στην κοινωνία μία ατμό­σφαιρα με την εμφύτευση σε αυτή μίας αμοιβαίας επιφυλακτικότητας και καχυ­ποψίας, η κυβερνώσα αστική τάξη της Λετονίας προσπαθεί να εξισώσει κάθε κρι­τική στην κυβέρνηση με την έκφραση απιστίας προς το λετονικό κράτος και να την χρησιμοποιήσει για να κρατήσει τους μοχλούς της εξουσίας στα χέρια της.

Η ιστορική εμπειρία είναι πολύτιμη σε όλες τις εκφάνσεις της και πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά όχι μόνο τα επιτεύγματα των επαναστατών του παρελ­θόντος, αλλά και τα λάθη, ώστε να μην επαναληφθούν. Για παράδειγμα, ήδη το 1923, στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΛ, έγινε κριτική ενάντια στην τάση αβανγκαρντι­σμού που εμφανίστηκε στις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ειδικά με­ταξύ των μελών της Οργάνωσης της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Ρίγας, όπου εμφανίστηκε αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος και της πολιτικής του γραμμής. Δεν απέφυγε τέτοιες τάσεις και το ΣΚΛ στη δου­λειά του με σύγχρονες οργανώσεις νέων.

Σήμερα, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο το καθήκον της έντασης της πολιτικής-ιδεολογικής και μαζικής πάλης και του συντονισμού των προσπαθειών και των κοινών δράσεων με τη συμμετοχή εργαζόμενων που βρίσκονται κάτω από την επιρροή άλλων κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων τόσο των σοσιαλδημο­κρατών («Σογκλάσιε») όσο και του κόμματος που υπερασπίζεται τα γενικά δημο­κρατικά δικαιώματα και συμφέροντα της ρωσόφωνης μειονότητας, η οποία σή­μερα βρίσκεται σε συνθήκες γλωσσικών και εθνικών διακρίσεων (Ρωσική Ένω­ση Λετονίας).

Έχει συμβεί τακτικά στο παρελθόν να υπάρχει εξασθένιση του επαναστατι­κού αγώνα κατά τις περιόδους οικονομικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού. Ωστόσο, οι καπιταλιστικές κρίσεις δεν μπορούν να καταργηθούν, θα συνεχίσουν να υπάρχουν, και μία μέρα η κρίση μπορεί να δώσει ώθηση σε επίπεδο επαναστα­τικής κατάστασης σε μία ή περισσότερες χώρες. Από την άποψη αυτήν, πρέπει να δοθεί προσοχή στη θετική εμπειρία της Κομιντέρν όσον αφορά το συντονισμό της δουλειάς των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η Κομιντέρν στην οργάνωση της δουλειάς του Κομμουνιστικού Κόμμα­τος της Λετονίας στις δεκαετίες 1920-1930 ήταν πολύ σημαντικός. Οι εκπρόσω­ποί του συμμετείχαν στα συνέδρια, μοιράζονταν τις εμπειρίες τους, βοηθούσαν σε θεωρητικά και οργανωτικά ζητήματα.

Είναι προφανές ότι, μαζί με τον καθημερινό αγώνα για τα κοινωνικά και οι­κονομικά δικαιώματα των εργαζόμενων, τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμμα­τα έχουν καθήκον να παλεύουν σε όλες τις συνθήκες και να βρίσκονται σε ετοι­μότητα για μία τέτοια εξέλιξη των γεγονότων. Ετοιμότητα ιδεολογική, θεωρητι­κή, οργανωτική και ύπαρξη στις γραμμές του Κόμματος στελεχικού δυναμικού με δεξιότητες κρατικής και οικονομικής διαχείρισης. Είναι απαραίτητο να σκεφτούμε το συντονισμό των προσπαθειών για μία τέτοια κατάρτιση, και η εμπει­ρία της Κομιντέρν, λαμβάνοντας, φυσικά, υπόψη τη σύγχρονη πραγματικότητα (παγκοσμιοποίηση, νέες ευκαιρίες για ανταλλαγή πληροφοριών κλπ.), μπορεί να είναι χρήσιμη για την υλοποίηση ενός τέτοιου καθήκοντος.