Στην ιστορία της προπολεμικής αστικής Λετονίας μπορούμε να διακρίνουμε δύο αξιοσημείωτα διαφορετικές περιόδους: Την περίοδο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την περίοδο της φασιστικής δικτατορίας, που εγκαθιδρύθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτές τις δύο περιόδους διαχωρίζει το πραξικόπημα της 15ης Μάη 1934 που πραγματοποίησε ο τότε πρωθυπουργός Κάρλις Ούλμανις. Από το πολιτικό σκηνικό της Λετονίας εξαφανίστηκαν το κοινοβούλιο (Σέιμ), τα εκλεγμένα όργανα αυτοδιοίκησης και όλα τα πολιτικά κόμματα, ενώ την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του κράτους καθόριζε πλέον αποκλειστικά ο «ηγέτης» και «κύριος της γης», όπως αποκαλούνταν κολακευτικά από το άμεσο περιβάλλον του.
Ο «ηγέτης», όμως, δεν αρκέστηκε στον τίτλο του επικεφαλής της κυβέρνησης και στις 12 Μάρτη 1936, βάσει ενός εντελώς αντισυνταγματικού διατάγματος του Συμβουλίου Υπουργών, που εκδόθηκε με τη λήξη της θητείας του Προέδρου Άλμπερτς Κβιεσίτις, ο Ούλμανις σφετερίστηκε και αυτό το αξίωμα.
Στη Λετονία από το 1934 έως το 1940, σε αντίθεση με τη ναζιστική Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες που είχαν «κλασική» φασιστική δικτατορία, αλλά και σε αντίθεση με τη Λιθουανία και την Εσθονία, δεν υπήρχε ηγετικό φασιστικό κόμμα ως πολιτική βάση του καθεστώτος, αν και τα μέλη του δεξιού κόμματος Ένωση Αγροτών, αρχηγός του οποίου πριν το πραξικόπημα ήταν ο Ούλμανις, καθώς και ιδεολόγοι εθνικιστές άλλων δεξιών κομμάτων, υποστήριξαν το πραξικόπημα και στελέχωσαν τις δομές του νέου καθεστώτος. Παράλληλα, υπήρχε η οργάνωση Αizsargs («Υπερασπιστές, Φύλακες»), η οποία, μαζί με τις αστυνομικές δομές, λειτουργούσε ως δύναμη καταστολής. Ωστόσο, το καθεστώς είχε όλα τα κύρια και καθοριστικά χαρακτηριστικά μίας φασιστικής δικτατορίας: Τρομοκρατία και καταπίεση, κατάργηση του αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος, αυταρχική εξουσία, κοινωνική δημαγωγία και ανεξέλεγκτη προπαγάνδα του εθνικισμού. Το καθεστώς Ούλμανις είχε το «δικό του» στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λιεπάγια (Liepaja) και το κάτεργο της Καλντσιέμα (Kalnciema), έγιναν προσπάθειες εφαρμογής της θανατικής ποινής για τους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά κάτω από την πίεση μιας σειράς εσωτερικών (ευρείες διαμαρτυρίες μελών της διανόησης) και εξωτερικών αιτιών (κυρίως ο φόβος απώλειας της εύνοιας των ηγετικών κύκλων της Αγγλίας, προς την οποία προσανατολιζόταν ο Ούλμανις) το καθεστώς του υστερούσε κάπως από αυτήν την άποψη σε σχέση με τα καθεστώτα του Χίτλερ ή του Φράνκο...
Η κυβέρνηση του Κάρλις Ούλμανις εγκαινίασε τη θητεία της με μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών σε Λιεπάγια, Βέντσπιλς, Τουκούμς, Αϊζπούτε, Πριέκουλε. Οι κομμουνιστές της Λετονίας είχαν επανειλημμένα επισημάνει την απειλή ενός φασιστικού πραξικοπήματος. Στο παράνομο κάλεσμά του ενόψει του εορτασμού της Πρωτομαγιάς τον Απρίλη του 1934 το Κομμουνιστικό Κόμμα δήλωνε: «Στη Λετονία δημιουργήθηκε κυβέρνηση Ούλμανις. Η κυβέρνηση αυτή είναι κυβέρνηση του φασισμού, του πολέμου και της προδοσίας του λαού. Η μπουρζουαζία έπαιξε αυτό το χαρτί για να σώσει τους εργοστασιάρχες και τους μεγαλοϊδιοκτήτες, κυριολεκτικά “στύβοντας” τους εργάτες, τους εργαζόμενους αγρότες και τους άνεργους της Λετονίας.»
Ωστόσο, η προσπάθεια των κομμουνιστών να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης στην επικείμενη φασιστική δικτατορία μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες απορρίφθηκε από τους ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών.
Λόγω της διάλυσης των εργατικών οργανώσεων και της κατάργησης των δημοκρατικών ελευθεριών, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει έστω και αυτές τις ελάχιστες νόμιμες μορφές δουλειάς που υπήρχαν πριν, συνέχισε όμως τον αγώνα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Οι Παράνομες Οργανώσεις του συνέχισαν να λειτουργούν και κυκλοφορούσαν τακτικά παράνομες εφημερίδες και φυλλάδια.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 το ΚΚΛ χρειάστηκε να ξεπεράσει σημαντικές οργανωτικές δυσκολίες. Κάτω από την επιρροή της πάλης κατά των τροτσκιστών στην ΕΣΣΔ και στην Κομιντέρν, το 1936 καταργήθηκε η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΛ, έκλεισε το Γραφείο Εξωτερικού. Ωστόσο, το Κόμμα αντιμετώπισε και αυτές τις δυσκολίες. Επικεφαλής της αποκατάστασης και ενίσχυσης των Οργανώσεων του ΚΚΛ μπήκε η Προσωρινή Γραμματεία. Το Φλεβάρη του 1939, στο 26ο Συνέδριο του ΚΚΛ, εκλέχτηκε νέα Κεντρική Επιτροπή. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (Ιούλης-Αύγουστος 1935), το ΚΚΛ έκρινε ως κύριο καθήκον του σε αυτήν τη φάση τη δημιουργία ενός αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου.
Απ’ όλα τα κόμματα που τέθηκαν σε απαγόρευση μετά από το φασιστικό πραξικόπημα μόνο ένα μέρος των μελών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, έχοντας συνειδητοποιήσει την ανάγκη εγκατάλειψης της ιδεολογίας του ρεφορμισμού, συνέχισε την πολιτική του δράση, ιδρύοντας το παράνομο Σοσιαλιστικό Εργατοαγροτικό Κόμμα Λετονίας. Το Νοέμβρη του 1934 το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέληξε με αυτό το κόμμα σε συμφωνία για τη δημιουργία ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου και το 1936 ενοποιήθηκε η Κομμουνιστική Νεολαία με τη Σοσιαλιστική Νεολαία και συστάθηκε η Ένωση Εργαζόμενης Νεολαίας Λετονίας. Έτσι, ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό η διάσπαση της εργατικής τάξης της Λετονίας. Οι αντιφασιστικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν γύρω από τους κομμουνιστές και σχηματίστηκε ένα αντιφασιστικό λαϊκό μέτωπο.
Οι διώξεις και η τρομοκρατία της φασιστικής δικτατορίας, η οικονομική ύφεση που εντάθηκε απότομα με την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, το κλείσιμο των επιχειρήσεων και η αύξηση της ανεργίας, η πρακτική των Αρχών ν’ αποστέλλουν με τη βία τους πολίτες να εργάζονται στα χωριά φούντωναν τη φλόγα του επαναστατικού αγώνα. Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι στο τέλος της άνοιξης του 1940 στη Λετονία είχε ωριμάσει η επαναστατική κατάσταση και το ΚΚΛ έκανε ότι ήταν δυνατό για να την μετατρέψει σε σοσιαλιστική επανάσταση.
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 1940 μπορούν δικαίως να χαρακτηριστούν ως σοσιαλιστική επανάσταση, κύρια κινητήρια δύναμη της οποίας ήταν η επαναστατική εργατική τάξη της Λετονίας. Ο ιδεολογικός και πολιτικός ηγέτης της ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Λετονίας, το οποίο, κατά τη διάρκεια 20 χρόνων δουλειάς στην παρανομία, διαπαιδαγώγησε πολλές εκατοντάδες ατρόμητους μαχητές και κέρδισε την υποστήριξη της εργατικής τάξης της Λετονίας.
Μιλώντας για τα γεγονότα του 1940 στη Λετονία, είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τα λόγια του Β. Ι. Λένιν το 1918, στη συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών του κυβερνείου Μόσχας: «Οι επαναστάσεις δε γίνονται κατά παραγγελία, δεν καθορίζονται γι’ αυτήν ή εκείνη τη στιγμή, αλλά ωριμάζουν στο προτσές της ιστορικής εξέλιξης και ξεσπούν σε μια στιγμή που καθορίζεται από ένα σύμπλεγμα ολόκληρης σειράς εσωτερικών και εξωτερικών αιτιών» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 36, σελ. 531).
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 η Λετονία βρέθηκε εν μέσω μίας σύνθετης διεθνούς κατάστασης. Από τότε που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, η φασιστική απειλή φάνταζε ολοένα και πιο κοντά. Ακόμη και η Πολωνία είχε τις δικές της επιθετικές βλέψεις προς τη Λετονία. Σταδιακά εξανεμίστηκαν και οι ελπίδες για υποστήριξη από την πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας. Στον αγώνα κατά της φασιστικής απειλής πραγματική βοήθεια θα μπορούσε να περιμένει η Λετονία μόνο από τη Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, τα συνθήματα του αντιφασιστικού μετώπου υπό την ηγεσία του ΚΚΛ: «Δε θα παραδώσουμε τη Λετονία στον Χίτλερ» και «Υπέρ μιας στενής συμμαχίας με την ΕΣΣΔ» απάντησαν στις διαθέσεις των ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού, είχαν αντίκτυπο και αναγνωρίστηκαν από το λαό.
Η επαναστατική κατάσταση στη Λετονία δημιουργήθηκε το Σεπτέμβρη του 1939 -με την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου- και έφερε εντελώς νέα φαινόμενα στην οικονομική ζωή της Λετονίας. Η οικονομία της χώρας ήταν πλήρως εξαρτημένη από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης. Ο εμπορικός κύκλος εργασιών μόνο με την Αγγλία και τη Γερμανία (που βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους) αντιπροσώπευαν το 70% του συνόλου. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Λετονίας πραγματοποιούνταν διά της θαλάσσιας οδού. Η ναυτιλιακή κρίση, η οποία προέκυψε από τη μετατροπή της Βαλτικής και άλλων ευρωπαϊκών θαλασσών σε θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, επέφερε κρίση έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων, η οποία με τη σειρά της κατάφερε συντριπτικό πλήγμα στη λετονική βιομηχανία. Έτσι, τον Ιούνη του 1940 ένας στους πέντε Λετονούς εργαζόμενους είχε μείνει χωρίς δουλειά.
Το καθεστώς του Ούλμανις αντιμετώπιζε και μία βαθιά εσωτερική κρίση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας του Ούλμανις συνεχιζόταν άσβεστη η διαμάχη μεταξύ των εκπροσώπων της αστικής τάξης της πόλης και του χωριού, αφού η αστική τάξη των πόλεων αισθανόταν παραμερισμένη από τη διακυβέρνηση του κράτους. Πολλοί αξιωματούχοι ήταν βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στη διαφθορά. Η απειλή μίας γερμανικής εισβολής στη Λετονία είχε σημαντικό αντίκτυπο σε ορισμένες ομάδες της λετονικής αγροτιάς, όπως, για παράδειγμα, οι νέοι ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι έλαβαν κλήρο στο πλαίσιο της αστικής αγροτικής μεταρρύθμισης των αγροτικών περιοχών. Πριν την αγροτική μεταρρύθμιση μεγάλες γαίες ανήκαν σε γερμανικής καταγωγής βαρόνους γαιοκτήμονες και οι αγρότες φοβούνταν ότι αυτή η γη που τους δόθηκε και που πριν ανήκε σε αριστοκράτες θα μπορούσε να τους αφαιρεθεί. Η απειλή της χιτλερικής εισβολής είχε αισθητή επίδραση στη θέση των εθνικών μειονοτήτων που ζούσαν στη Λετονία (Ρώσοι, Λευκορώσοι, Εβραίοι, Πολωνοί, Λιθουανοί), καθώς και στη λετονική διανόηση, ακόμη και στους αξιωματικούς του στρατού.
Η Λετονία αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με την πιθανότητα μίας χιτλερικής εισβολής. Το σύμφωνο αλληλοβοήθειας που υπογράφτηκε στις 5 Οκτώβρη 1939 στη Μόσχα μεταξύ ΕΣΣΔ και Λετονίας απομάκρυνε αυτήν την ένταση που υπήρχε. Στο πλαίσιο αυτού του συμφώνου, η Λετονία έδωσε στη Σοβιετική Ένωση το δικαίωμα να δημιουργήσει στη Λιεπάγια και στο Βέντσπιλς ναυτικές πολεμικές βάσεις, καθώς και μερικά αεροδρόμια στο Κούρζεμε. Ωστόσο, η παρουσία στρατιωτικών τμημάτων ήταν ασήμαντη και ήταν υπό τον έλεγχο του λετονικού στρατού. Την ίδια στιγμή, η δικτατορία του Ούλμανις παρέμενε ανοιχτά εχθρική τόσο προς την ΕΣΣΔ όσο και προς τους εργαζόμενους της Λετονίας και αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους διατήρησης της εξουσίας. Η κυβέρνηση Ούλμανις, πίσω από την πλάτη της ΕΣΣΔ, ενίσχυσε τις στρατιωτικές επαφές με την Εσθονία και τη Λιθουανία, διεξήγαγε εντατική ιδεολογική προπαγάνδα στο στρατό, στην αστυνομία και στα τμήματα Aizsargs. Η στρατιωτική διοίκηση της Λετονίας είχε αναπτύξει ένα σχέδιο πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης (το αποκαλούμενο «Ειδικό Φύλλο Πορείας Νο 5»).
Την άνοιξη του 1940 σημαντικά γεγονότα εκτυλίχτηκαν στη Δυτική Ευρώπη, τα οποία επηρέασαν ριζικά την κατάσταση στη Λετονία. Στις 10 Μάη 1940 η χιτλερική Γερμανία ξεκίνησε μία ευρεία επίθεση στο δυτικό μέτωπο, με αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση της Ολλανδίας και του Βελγίου. Ο βρετανικός στρατός νικήθηκε και υποχώρησε στην Αγγλία και οι Γάλλοι άρχισαν και αυτοί να υποχωρούν. Στις 14 Ιούνη 1940 γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στο Παρίσι και λίγες μέρες αργότερα η Γαλλία έπαψε ν’ αντιστέκεται. Τώρα τα χέρια του γερμανικού στρατού λύθηκαν και ο Χίτλερ μπορούσε (και ξεκίνησε) να μετακινήσει το στράτευμά του προς τα ανατολικά. Με την κατάκτηση των Χωρών της Βαλτικής η Γερμανία θ’ αποκτούσε το κατάλληλο εφαλτήριο για την επερχόμενη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι τα αντιδραστικά και φασιστικά καθεστώτα των βαλτικών κρατών, φοβούμενα τους λαούς τους, θα προτιμούσαν να εμποδίσουν τα χιτλερικά στρατεύματα να εισέλθουν στις Χώρες της Βαλτικής και δε θα διέπρατταν εθνική προδοσία.
Η σοβιετική κυβέρνηση παρέδωσε στον πρεσβευτή της Λετονίας στη Μόσχα διπλωματική νότα, στην οποία σημείωνε τις μέχρι τώρα παραβιάσεις του συμφώνου αλληλοβοήθειας και απαιτούσε τη σύσταση μίας κυβέρνησης που θα εκπλήρωνε έντιμα τους όρους του συμφώνου. Η νότα έγινε αποδεκτή και η κυβέρνηση της Λετονίας παραιτήθηκε. Στις 17 Ιούνη 1940 μονάδες του Κόκκινου Στρατού εισήλθαν στην επικράτεια της Λετονίας. Ο Κόκκινος Στρατός δεν παρενέβη στις εσωτερικές υποθέσεις, αλλά η παρουσία του είχε αναμφισβήτητα αποφασιστική αποτρεπτική επίδραση στα μετέπειτα γεγονότα. Η λετονική αστική τάξη δεν τόλμησε να εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας ενάντια στο εργατικό κίνημα της Λετονίας και να καταστείλει επαναστατικές δράσεις με τη βία.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες αγωνίας για το καθεστώς του Ούλμανις, όταν η εργατική τάξη της Λετονίας ξεσηκώθηκε για ν’ ανατρέψει τη φασιστική δικτατορία. Στις 20 Ιούνη ο Ούλμανις ανακοίνωσε ότι δημιουργήθηκε μία νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Άουγκουστ Κιρχενστέιν (August Kirchenstein). Χρειάζεται διερεύνηση για τη στάση της σοβιετικής εξουσίας, για το αν τέθηκε ή όχι θέμα για την απελευθέρωση των στελεχών και μελών του Κόμματος και αν όχι γιατί, και ακόμα διερεύνηση για το θέμα της συμμετοχής των κομμουνιστών στην κυβέρνηση.
Ωστόσο, διαδηλώσεις και άλλες πράξεις διαμαρτυρίας των εργαζόμενων σε πολλά μέρη της χώρας οργανώθηκαν από τους Λετονούς κομμουνιστές. Το ΚΚΛ διατύπωσε μία σειρά αιτημάτων, τα οποία διαβιβάστηκαν στη νέα κυβέρνηση στις 21 Ιούνη 1940, κατά τη διάρκεια ενός συλλαλητηρίου. Αυτά τα αιτήματα αντανακλούσαν τις διαθέσεις και τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και έγιναν το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, η οποία επονομάστηκε Λαϊκή.
Η σοσιαλιστική επανάσταση του 1940 στη Λετονία, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό μέρος της επαναστατικής διαδικασίας που ξεκίνησε με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, είχε τα δικά της χαρακτηριστικά.
Πρώτον, ήταν μια σοσιαλιστική επανάσταση που νίκησε χωρίς εμφύλιο πόλεμο, χωρίς ενεργό αντίσταση από τη μεριά της αστικής τάξης. Στην ιστορία της Ευρώπης αυτό είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο, ίσως και μοναδικό, φαινόμενο. Παράλληλα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η παρουσία των μονάδων του Κόκκινου Στρατού, αν και διατηρούσαν πλήρη ουδετερότητα σε σχέση με τα τεκταινόμενα, αποτέλεσε σίγουρα ανασταλτικό παράγοντα που συγκρατούσε μια πιθανή αντίσταση του αστικού καθεστώτος.
Δεύτερον, η επανάσταση αυτή, η οποία είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα, ήταν ταυτόχρονα και αντιφασιστική, διότι είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της φασιστικής δικτατορίας και τη λήψη μίας πληθώρας μέτρων για την κατάργηση θεσμών του προηγούμενου καθεστώτος και το τσάκισμα του παλιού κρατικού μηχανισμού. Γι’ αυτό και στα πρώτα στάδια της επανάστασης λήφθηκαν πρωτίστως μέτρα γενικού δημοκρατικού χαρακτήρα.
Ένα από τα κεντρικά γεγονότα της επανάστασης του 1940 θα πρέπει να θεωρηθεί η διενέργεια εκλογών για το κοινοβούλιο (Σέιμ) της Λετονίας, που έλαβαν χώρα στις 14 και 15 Ιούλη 1940. Στις εκλογές συμμετείχαν 1.181.323 ψηφοφόροι ηλικίας άνω των 21 ετών (94,8% του πληθυσμού). Η Ένωση του Εργαζόμενου Λαού της Λετονίας έλαβε 1.155.807 ψήφους ή 97,8%, ενώ καταψηφίστηκε μόλις από 25.516 ψηφοφόρους.
Ήταν ελεύθερες αυτές οι εκλογές; Εδώ πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, αφού κανείς δεν ανάγκασε τους ψηφοφόρους να προσέλθουν στις κάλπες και η νέα κυβέρνηση δε διέθετε τέτοιον κατασταλτικό μηχανισμό ώστε να μπορέσει να το πετύχει. Δεν υπήρχαν εκλογικοί κατάλογοι, δεδομένου ότι δεν είχαν διενεργηθεί εκλογές κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ενώ μπορούσε κάποιος να ψηφίσει σε οποιοδήποτε εκλογικό τμήμα και σε οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια. Στα διαβατήρια των ψηφισάντων γινόταν ειδική σημείωση, γεγονός που απέτρεπε την πιθανότητα διπλοψηφίας.
Είναι γνήσια τα αποτελέσματα των εκλογών; Ναι, αυτό μπορεί να ελεγχθεί από τα έγγραφα όλων των εκλογικών κέντρων που διατηρούνται στα αρχεία. Πέραν τούτου, η καταμέτρηση των ψήφων γινόταν όχι μόνο από τους κομμουνιστές και τους συμπαθούντες, αλλά και από υπαλλήλους της κρατικής μηχανής του προηγούμενου καθεστώτος, καθώς και εκπροσώπους των αστικών κύκλων. Και υπήρχαν εκατοντάδες από αυτούς. Εάν υπήρχε έστω και μία περίπτωση νόθευσης των αποτελεσμάτων, αυτοί οι άνθρωποι θα την είχαν ξεσκεπάσει. Ωστόσο, δεν έχει σημειωθεί κάτι τέτοιο.