Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Η θέση του ΚΚΕ για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ελλάδας σε ένα ιμπεριαλιστικό πόλεμο


Ελισσαίος Βαγενάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του τμήματος Διεθνών Σχέσεων.

«Ο πόλεμος δεν είναι κάτι τυχαίο, δεν είναι “αμάρτημα ”, όπως νομίζουν οι χριστιανοί παπάδες (που κηρύσσουν τον πατριωτισμό, τον ανθρωπισμό και την ειρήνη όχι χειρότερα από τους οπορτουνιστές), αλλά μια αναπόφευκτη βαθμίδα του καπιταλισμού, μια μορφή της καπιταλιστικής ζωής εξίσου φυσιολογική όπως κι η ειρήνη. Ο πόλεμος των ημερών μας είναι ο πόλεμος των λαών. Από την αλήθεια αυτή δε βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρέπει να τραβάμε όπου μας πάει το “λαϊκό: ρεύμα του σοβινισμού αλλά ότι και σε περίοδο πολέμου και στον πόλεμο και στα στρατιωτικά ζητήματα εξακολουθούν να υπάρχουν και να εκδηλώνονται οι ταξικές αντιθέσεις που κατασπαράζουν τους λαούς» [α]

Β. Ι. Λένιν

 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας (ΚΚΕ), που παραμένει πιστό στο μαρξισμό-λενινισμό και στον προλεταριακό διεθνισμό, αντιμετωπίζει κάτω από το πρίσμα τους και το ζήτημα του πολέμου. Το ενδεχόμενο πολέμου και η εμπλοκή της Ελλάδας απασχόλησε ιδιαίτερα το τελευταίο, 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ (11-14 Απρίλη 2013). Στην Πολιτική Απόφασή του δίνονται σημαντικές κατευθύνσεις για την προετοιμασία του Κόμματος, μπροστά σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μιας και οι εξελίξεις δικαιώνουν απόλυτα τον Λένιν, που υπογραμμίζει πως ο πόλεμος αποτελεί «μια αναπόφευκτη βαθμίδα του καπιταλισμού, μια μορφή της καπιταλιστικής ζωής εξίσου φυσιολογική όπως και η ειρήνη». Η ιμπεριαλιστική «ειρήνη» ετοιμάζει τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Το ΚΚΕ δεν επαναλαμβάνει απλώς τις λενινιστικές αλήθειες, αλλά στηρίζεται σ’ αυτές, αναλύοντας τις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής μας, που είναι εκρηκτικές και διαμορφώνουν μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση για τη ζωή των εργαζομένων. Σε αυτή την προσέγγιση του ΚΚΕ θ’ αναφερθεί το συγκεκριμένο άρθρο.

1. Η περιοχή «μαγνήτης» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων

Η περιοχή των Βαλκανίων (υπάρχουν σήμερα 11 κράτη και το προτεκτοράτο του Κοσσόβου) την περίοδο του 19ου αιώνα χαρακτηριζόταν και ως η «μπαρουταποθήκη» της Ευρώπης, εξαιτίας των σφοδρών αντιθέσεων και πολεμικών αναμετρήσεων, πίσω από τις οποίες βρίσκονταν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, που επιδίωκαν να επωφεληθούν από την κρίση της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμφάνιση εθνικών αστικών κρατών στη θέση της, τα σύνορα των οποίων συνεχώς αμφισβητούνταν. Ανάλογη βέβαια κατάσταση διαμορφώνεται και στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργούνται νέα «εθνικά» αστικά κράτη (γύρω στα 20) και οξύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα σε ισχυρές δυνάμεις.

Μόνο μέσα στα τελευταία χρόνια, μετά τα αντεπαναστατικά γεγονότα και την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η περιοχή αυτή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου (Μέσης Ανατολής) και των Βαλκανίων γνώρισε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία [1], στο Ιράκ [2], στη Λιβύη [3], ενώ από το 2011 και μέχρι σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη η ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Βρετανίας στη Συρία, που με την πρωτεύουσα βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας, των Εμιράτων, της Τουρκίας, του Κατάρ κ.ά., επιδιώκουν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, με πρόσχημα πάλι την «προώθηση της δημοκρατίας». Οι εργαζόμενοι, πρώτα απ’ όλα οι κομμουνιστές, δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση ν’ αποδεχτούμε πως οι αμερικανονατοϊκοί, που ευθύνονται για τόσες δικτατορίες και ανθρωποσφαγές, επιδιώκουν να διαφυλάξουν τα δημοκρατικά δικαιώματα κι ελευθερίες του λαού της Συρίας. Ούτε βέβαια μπορούμε να πιστέψουμε πως οι μονάρχες και οι πρίγκιπες των μοναρχιών του Κόλπου ενδιαφέρονται για τη «δημοκρατία» στη Συρία.

Τι είναι όμως αυτό που τραβάει σαν το «μαγνήτη» την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τον πόλεμο στην περιοχή μας;

Η γεωγραφική θέση της συγκεκριμένης περιοχής, η οποία αποτελεί το σημείο «επαφής» τριών ηπείρων (Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής), αντικειμενικά δημιουργεί σημαντικές διόδους επικοινωνίας, τόσο για οικονομικές δραστηριότητες όσο καν για πολίτικο-στρατιωτικούς λόγους. Τέτοιες «δίοδοι» είναι το κανάλι του Σουέζ, ο Βόσπορος, ο Περσικός Κόλπος, ον αγωγοί πετρελαίου καν φυσικού αερίου που σαν «δίχτυ» απλώνονταν συνεχώς, τα μεγάλα λιμάνια, ον σιδηροδρομικές υποδομές καν ον αυτοκινητόδρομοι, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.ο.κ. Είναι νησιά που χρησιμοποιούνταν από τους ιμπεριαλιστές ως «αβύθιστα αεροπλανοφόρα», όπως η Κρήτη καν η Κύπρος, αλλά καν δεκάδες στρατιωτικές βάσεις που διαθέτουν στην περιοχή ον ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ καν σε μικρότερο βαθμό η Ρωσία.

Ο έλεγχος των οικονομικών υποδομών, η πολιτικο-στρατιωτική επιρροή της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης στην περιοχή, αποτελεί επιπλέον «πρόκριμα» για την προσέγγιση καν άλλων περιοχών, που έχουν ή μπορεί ν’ αποκτήσουν στρατηγική σημασία γι’ αυτές, όπως η Κασπία, ο Καύκασος, η Αφρική κ.ά. Ακόμη καν όταν άμεσα δεν μπορούν ν’ αποκτήσουν αυτό το «πρόκριμα», ενδιαφέρονται να το χάσει ο ανταγωνιστής τους. Όπως ση μείωνε ο Λένιν: «ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ο ανταγωνισμός μερικών μεγάλων Δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία, δηλαδή προς το άρπαγμα εδαφών όχι τόσο άμεσα για τον εαυτό τους όσο για την εξασθένιση του αντιπάλου καν την υπόσκαψη της ηγεμονίας του». [4]

Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικά αποθέματα υδρογονανθράκων, με νέο στοιχείο τα κοιτάσματα που έχουν ανακαλυφθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία αποτελούν πλέον «μήλον της έριδος» για τα ενεργειακά μονοπώλια, εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνολογίας εξόρυξης κοιτασμάτων από μεγάλα βάθη, της σημαντικής ανόδου των τιμών των υδρογονανθράκων, που κάνουν κερφοδόρα την εκμετάλλευσή τους. Ο έλεγχος των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, ικανών ν’ αυξήσουν τα μονοπωλιακά κέρδη, αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα όξυνσης των αντιθέσεων στην περιοχή αυτή. [5]

Το ιστορικό πισωγύρισμα στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, με την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Κεντρικής κι Ανατολικής Ευρώπης, η καπιταλιστική κρίση και η επιθετικότητα του κεφαλαίου, η απελευθέρωση των αγορών και οι ιδιωτικοποιήσεις ως στοιχεία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση που πυροδοτεί την όξυνση των ανταγωνισμών καν ανακατατάξεις. Ον αστικές τάξεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (Κεντρική καν Ανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια, πρώην ΕΣΣΔ), αλλά καν σε εκείνες όπου υπήρξε σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του καπιταλισμού (Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή), επιδιώκουν αστικούς εκσυγχρονισμούς και αναδιαρθρώσεις που ν’ ανταποκρίνονται στη σημερινή οικονομική βάση τους, με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας τους, την ενσωμάτωση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και στις ενώσεις του (ΝΑΤΟ, ΕΕ κ.ά.). Ωστόσο, αυτή η επιδίωξη πυροδοτεί τόσο τις εσωτερικές αντιθέσεις κι έριδες ανάμεσα σε διάφορα τμήματα της αστικής τάξης της κάθε χώρας όσο και των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, μιας και στην περιοχή αυξάνει η προσπάθεια -πρώτα απ’ όλα οικονομικής- διείσδυσης και άλλων δυνάμεων, όπως της Κίνας και της Ρωσίας. Έτσι, μονοπώλια, αξιοποιώντας και τους κρατικούς μηχανισμούς, συγκρούονται σφοδρά για το μοίρασμα και τον έλεγχο των μεριδίων της αγοράς. Βεβαίως, αυτές οι ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις μπορεί να κρύβονται κάτω από άλλους «μανδύες», όπως, π.χ., της «Αραβικής Άνοιξης», αξιοποιώντας εσωτερικές ενδοαστικές αντιθέσεις, καθώς και τους αγώνες και πόθους των εργατικών λαϊκών μαζών για πολιτικά, συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα.

2. Νέα ζητήματα στην περιοχή, στο φόντο των παλιών

Στην περιοχή υπάρχουν χρόνια σοβαρά ζητήματα, που επηρεάζουν τις εξελίξεις, όπως είναι η κατοχή της Παλαιστίνης από το Ισραήλ, η συνεχιζόμενη κατοχή του 40% της Κύπρου από την Τουρκία, η ανεξαρτητοποίηση» του Κοσσυφοπεδίου, οι συνέπειες της κατοχής του Ιράκ από τις ΗΠΑ, η κατοχή συριακών και λιβανέζικων εδαφών από το Ισραήλ, αλλά και οι απειλές που εκτοξεύονται κατά του Ιράν από τη μεριά των ΗΠΑ και του Ισραήλ.

Στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου υπάρχει μια πανσπερμία εθνοτήτων και θρησκειών, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, προκαπιταλιστικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης μέσα στα υπάρχοντα κράτη. Βέβαια, όλες αυτές οι αντιθέσεις, που δεν έχουν χωνευτεί από την καπιταλιστική ανάπτυξη, αποτυπώνονται και στο εποικοδόμημα, στη σχετική καθυστέρηση διαμόρφωσης ενός πιο αντιπροσωπευτικού αστικού πολιτικού συστήματος. Όλ’ αυτά διευκολύνουν το «διαίρει και βασίλευε», την πολιτική αναμόχλευσης μειονοτικών και συνοριακών ζητημάτων, που ακολουθούν οι ιμπεριαλιστές για την προώθηση των σχεδίων τους. Βέβαια, αυτή η κατάσταση αξιοποιείται και από τις αστικές τάξεις για τον εγκλωβισμό των εργαζομένων στα πλαίσια του εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού. [6] Εννοείται πως οι αλλαγές συνόρων, ο κατακερματισμός των κρατών δε γίνεται χωρίς να χυθεί αίμα, χωρίς την εμπλοκή των αντικρουόμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Το σύνθημα που φωνάζουν ον διαδηλωτές στις αντιιμπεριαλιστικές συγκεντρώσεις στην Ελλάδα «Οι ιμπεριαλιστές τη γη ξαναμοιράζουν, με των λαών το αίμα τα σύνορα χαράσσουν!» αποτυπώνει την αλήθεια. [7]

Στα παραπάνω ζητήματα είναι γνωστές οι θέσεις και αναλύσεις του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θα εστιάσουμε στα πιο πρόσφατα ζητήματα.

Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», όπως χαρακτηρίστηκαν οι εξελίξεις στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, οι αιτίες των οποίων οφείλονται σε συνδυασμό εσωτερικών κι εξωτερικών παραγόντων, με κυρίαρχους τους εσωτερικούς. Αφορά τη δράση τμημάτων της αστικής τάξης, των μεσαίων στρωμάτων, που έχουν πιο ισχυρή συμμετοχή και της νεολαίας, που επιδιώκουν τον εκσυγχρονισμό της οικονομικής βάσης και την αστικο-κοινοβουλευτική προσαρμογή του πολιτικού συστήματος στην αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία, στόχο με τον οποίο κινητοποιούνται και εργατικές δυνάμεις.

Συχνά νέα ή παλιά τμήματα της αστικής τάξης διαπλέκονται με νέους ή παλιούς ξένους συμμάχους. Έτσι αυτές οι εξελίξεις -η κινητικότητα, οι συγκρούσεις- συνδέονται με την παρέμβαση ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών για τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής. Δεν είναι άλλωστε άγνωστα τα σχέδια των ΗΠΑ για τον έλεγχο της λεγόμενης «Μεγάλης Μέσης Ανατολής».

Είδαμε πως τα τελευταία τρία χρόνια, κάτω από την επίδραση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων, αρχικά οργανώθηκαν μεγάλες εργατικές, λαϊκές κινητοποιήσεις, εξεγέρσεις αρχικά στην Τυνησία και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, με βασικά αιτήματα την καταπολέμηση της φτώχειας, της ανεργίας, της διαφθοράς, τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την απομάκρυνση των αυταρχικών καθεστώτων του Μπεν Άλι και του Μουμπάρακ, των οποίων τα κόμματα ήταν μέλη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Ως αποτέλεσμα, στην ηγεσία αναδείχτηκαν αρχικά δυνάμεις του λεγόμενου «πολιτικού ισλάμ», ενώ στην Αίγυπτο αυτές οι δυνάμεις («Αδελφοί Μουσουλμάνοι», Προεδρία Μόρσι) απομακρύνθηκαν βίαια από τη διακυβέρνηση της χώρας, μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο αξιοποίησε τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα από τις κινητοποιήσεις που οργάνωσαν αστικές και μικροαστικές δυνάμεις, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές, που πρόσκαιρα συνασπίστηκαν κάτω από την «ομπρέλα» της «κοσμικότητας». Τόσο στην 1η όσο και στη 2η περίπτωση αυτές οι αλλαγές στην κορυφή του πολιτικού εποικοδομήματος αποκαλέστηκαν αυθαίρετα «επανάσταση», κάτι βέβαια που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα και αυτό -ακόμα και για τους πιο δύσπιστους- αποδεικνύεται μέσα από τις εξελίξεις της τελευταίας περιόδου.

Αποδείχτηκε πως οι αγώνες των λαϊκών δυνάμεων ενάντια στην ανεργία, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στην κρατική καταστολή, στη διαφθορά, στην καταλήστευση του παραγωγικού πλούτου των χωρών τους από τα ντόπια και ξένα μονοπώλια, όταν περιορίζονται στην αλλαγή μονάχα των αντιλαϊκών κυβερνήσεων, σε αστικά δημοκρατικά δικαιώματα, δεν έχουν το αναμενόμενο φιλολαϊκό αποτέλεσμα. Γρήγορα οι προσδοκίες του λαού διαψεύστηκαν από τις πολιτικές δυνάμεις που επικράτησαν με τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη. Τα λαϊκά συμφέροντα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ούτε από την κυβέρνηση Μόρσι και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που επέβαλαν αντεργατική πολιτική στήριξης των μονοπωλίων, ούτε από το κομμάτι της αστικής τάξης που αυτή τη στιγμή υποστηρίζει το στρατιωτικό πραξικόπημα.

Η κρίση στο αστικό πολιτικό σύστημα της Αιγύπτου συνδέεται και με ανταγωνισμούς ιμπεριαλιστικών κέντρων για την εξασφάλιση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ευρύτερης περιοχής και των δρόμων ενέργειας.

Η αστική τάξη της Αιγύπτου διαθέτει εναλλακτικές λύσεις για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και ο ρόλος του στρατού και των λεγόμενων θρησκευτικών κινημάτων είναι μερικές από αυτές. Είναι ανάγκη η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα να μην περιορίζονται μόνο στο να φύγει η μία ή η άλλη κυβέρνηση, να μην εγκλωβίζονται σε δήθεν μεταβατικές λύσεις που προετοιμάζουν την επόμενη αντιλαϊκή διακυβέρνηση.

Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι όταν η εργατική τάξη δε διαθέτει ΚΚ με στρατηγική αυτοτέλεια από την αστική τάξη, τότε η λαϊκή αγανάκτηση καν διαμαρτυρία γίνεται μέρος των σχεδίων αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος.

Εδώ και πάνω από τέσσερα χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη η ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία, που σαφώς συνδέεται και με τις άλλες εξελίξεις στην περιοχή, όπως είναι, π.χ., οι εξελίξεις στο Ιράκ. Σαφώς και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Συρία έχουν τη ρίζα τους στο εσωτερικό της χώρας, μιας και η Συρία βαδίζει στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης κι εκεί οφείλονται τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που βιώνουν η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Προβλήματα που οξύνθηκαν τα τελευταία χρόνια πριν την ιμπεριαλιστική επέμβαση, εξαιτίας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, της συρρίκνωσης των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων και εισοδημάτων, που προωθούνταν προς όφελος της ντόπιας αστικής τάξης.

Ταυτόχρονα όμως με τις λαϊκές αντιδράσεις σε αντιλαϊκά μέτρα έγινε απροκάλυπτη και ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ, του Ισραήλ, της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ κ.ά. Φάνηκε πως ορισμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενδιαφέρονται για την αποσταθεροποίηση και την αποδυνάμωση του υφιστάμενου αστικού συριακού καθεστώτος που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία και για τους δικούς του λόγους συγκρούστηκε με τον πιο «πιστό σύμμαχο» των ΗΠΑ στην περιοχή, το Ισραήλ και αποτελεί σύμμαχο άλλων δυνάμεων στην Παλαιστίνη, στο Λίβανο, που μάχονται διάφορα (επιμέρους) ιμπεριαλιστικά σχέδια.

Η αποδυνάμωση αυτών των δυνάμεων στις οποίες ηγείται ο πρόεδρος Άσαντ ή ακόμη και η ανατροπή του διευκολύνει τα ιμπεριαλιστικά σχέδια επίθεσης κατά του Ιράν, με το πρόσχημα του πυρηνικού του προγράμματος. Μπορεί ακόμη να οδηγήσει σε νέους διαμελισμούς κρατών της περιοχής και σε ντόμινο αποσταθεροποίησης και αιματοχυσιών, κάτι που θα φέρει νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κι επεμβάσεις.

Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, μπορούμε να εκτιμήσουμε πως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χάρη στην επιρροή της ΕΣΣΔ, εξαιτίας της συνεισφοράς της στην Αντιφασιστική Νίκη, της υπεροχής του σοσιαλισμού στην ανοικοδόμηση της χώρας, της δημιουργίας σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, την κατάρρευση της αποικιοκρατίας, συντελέστηκαν θετικές διεργασίες στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης. Βεβαίως, αυτές οι διεργασίες υπερτιμήθηκαν από το κομμουνιστικό κίνημα, γιατί το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό και αμέσως μετά το τέλος του πολέμου ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ξεκίνησε τον «ψυχρό πόλεμο» κι επεξεργάστηκε τη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος και της ανασυγκρότησης των δυνάμεών του.

Την ίδια περίοδο σε μια σειρά χώρες, όπως στη Συρία, κυριάρχησε το ζήτημα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας, ως πρώτης προϋπόθεσης για το ξεπέρασμα της καθυστέρησης που επικρατούσε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη διαμόρφωσαν μια πολιτική οικονομικής και άλλης συνεργασίας και στήριξης των νέων καθεστώτων, μεταξύ άλλων και της Συρίας, με στόχο να μην ενσωματωθούν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αλλά να ενισχυθούν οι δυνάμεις που στο εσωτερικό του κυβερνητικού μετώπου τοποθετούνταν υπέρ του σοσιαλιστικού προσανατολισμού.

Η προσπάθεια αυτή της Σοβιετικής Ένωσης ν’ αναπτύξει οικονομικές σχέσεις, ακόμη και συμμαχίες, με κάποια καπιταλιστικά κράτη, ενάντια σε ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν θεμιτή, κατανοητή, αφού αδυνάτιζε το ενιαίο μέτωπο των ιμπεριαλιστών, αποσπούσε από αυτό δυνάμεις, έστω προσωρινά, χρησιμοποιούσε αντιθέσεις στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η συγκυριακή (κρατική) επιλογή της ΕΣΣΔ, που εκδηλωνόταν σε οικονομικό, διπλωματικό ή άλλο επίπεδο με ορισμένες χώρες, αναγόταν σε αρχή, θεωρητικοποιήθηκε και γινόταν λόγος για το λεγόμενο «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης» σε αυτές τις χώρες, που συνδέονταν με την αντίληψη περί «ειρηνικού περάσματος», οδήγησε τις κομμουνιστικές δυνάμεις -επομένως και το εργατικό κίνημα- να γίνουν ουρά αστικών δυνάμεων.

Μάλιστα, μέχρι σήμερα, από ορισμένους κατανοείται λαθεμένα η λενινιστική ρήση ότι «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια» [8], για να δικαιολογηθεί η ενεργή στήριξη και συμμετοχή των κομμουνιστών στην αστική διαχείριση. Πέρα από το ότι οι συγκεκριμένοι καταλαβαίνουν τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό απλώς ως την ύπαρξη ισχυρού κρατικού τομέα στην οικονομία και όχι ως τον ιμπεριαλισμό, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, όπως τον περιέγραφε ο Λένιν, πρέπει να υπογραμμίσουμε και κάτι ακόμη: Ποτέ ο Λένιν δεν κάλεσε τους κομμουνιστές να συμβάλουν από κυβερνητικές ή άλλες θέσεις στη διεύθυνση κι ενίσχυση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Καταλαβαίνουν λαθεμένα τον Λένιν όσοι επικαλούνται το συγκεκριμένο λενινιστικό τσιτάτο για να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους σε αστικές κυβερνήσεις «αριστερές», «πατριωτικές» κ.ο.κ. Λίγο παραπάνω από το συγκεκριμένο σημείο ο Λένιν γράφει πως «Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης», [9] ωστόσο αυτό καθόλου δε σημαίνει πως οι κομμουνιστές πρέπει να χαιρετίζουμε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να συμμετέχουμε στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας μας σε αυτόν. Όπως γνωρίζουμε από τη ζωή, ο Λένιν ήταν αυτός που ύψωσε τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού, ενάντια στη συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαία που είχε εγκαταλείψει η Β' Διεθνής.

Έτσι και ο λαθεμένος διαχωρισμός της αστικής τάξης σε «πατριωτική» και σε «ξενόδουλη», η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, μπορεί να οδηγήσει το ΚΚ και τους εργαζόμενους να παλεύουν κάτω από «ξένη σημαία», κίνδυνο για τον οποίο προειδοποίησε ο Λένιν. [10] Πολύ περισσότερο που αποδείχτηκε καν στην πράξη πως «τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό» δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν κι ενδιάμεσα στάδια μεταξύ καπιταλισμού καν σοσιαλισμού, κάτι που φαίνεται καν στην περίπτωση της Συρίας.

Σημειώνουμε τα παραπάνω γιατί θεωρούμε χρήσιμο να διευκρινίσουμε πως η στάση του ΚΚΕ ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία δε σημαίνει ταύτιση με το καθεστώς Άσαντ, ούτε βέβαια η αντίθεσή μας στην πιθανή ιμπεριαλιστική επίθεση στο Ιράν σημαίνει παραίτηση από την αντιπαράθεση που διατηρεί τη Κόμμα μας απέναντι στο αστικό καθεστώς αυτής της χώρας.

Ον κομμουνιστές καθορίζουμε τη στάση από τη θέση εναντίωσης με τις επιλογές και τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης της χώρας, όπως είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η αντίθεσή μας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η οργάνωση της πάλης του λαού ενάντια στην εμπλοκή της χώρας σε αυτόν, ενάντια στη χρησιμοποίηση των εδαφών, των θαλασσών καν του εναέριου χώρου της χώρας ως «ορμητήριο» για την επίθεση σε έναν άλλο λαό αποτελεί σήμερα κρίσιμο ζήτημα που μας δίνει τη δυνατότητα να βάλουμε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εξουσίας, καλώντας τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς της περιοχής μας να οργανωθούν καν ν’ ανατρέψουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα που γεννάει τον πόλεμο.

Ακόμη καταλαβαίνουμε πως το επαναστατικό εργατικό κίνημα στη Συρία δεν μπορεί να είναι αδιάφορο στην ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση που σημειώνεται τώρα στη χώρα του, ούτε στα σχέδια κατοχής καν διαμελισμού της, δεν μπορεί να είναι αμέτοχο στην αντίσταση στην ιμπεριαλιστική επέμβαση. Από την άποψη αυτή εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στην αντίσταση του συριακού λαού στην ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση και την ίδια ώρα θεωρούμε πως αυτή μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα μόνον αν συνδεθεί με την πάλη για μια πατρίδα απαλλαγμένη από τους κεφαλαιοκράτες, έξω από όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, μια πατρίδα όπου η εργατική τάξη θα είναι ιδιοκτήτης του πλούτου που παράγει, που εκείνη θα βρίσκεται στην εξουσία.

Οι τελευταίες εξελίξεις στο Ιράκ, με τη δράση του λεγόμενου «Ισλαμικού κράτους» (Κ), που ποικιλοτρόπως στηρίχτηκε από τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία καν βέβαια τις ΗΠΑ καν άλλους, για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων στην περιοχή, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά για τις εξελίξεις. Όχι μόνο γιατί μπορεί να δώσουν το πρόσχημα για μια νέα μεγαλύτερη στρατιωτική επέμβαση των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, αλλά και γιατί για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες διαμορφώνουν το «έδαφος» για μια πιθανή αλλαγή, προσωρινή ή μονιμότερη, των «συμμαχιών» της περιοχής καν μνας άλλης «διαχείρισης» από μέρους των ΗΠΑ-ΕΕ της αστικής τάξης του Ιράν κι ίσως καν της Συρίας. Η στάση του εργατικού - λαϊκού κινήματος καν σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να βρίσκεται στην υποστήριξη των ιμπεριαλιστών ενάντια στα σκοταδιστικά «υποχείρια» που οι ίδιοι δημιούργησαν. Κι εδώ απαιτείται ο απεγκλωβισμός του εργατικού κινήματος από τα αστικά-ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή, η διαμόρφωση και χάραξη της δικής του στρατηγικής, κάτι που ωστόσο δυσχεραίνεται από την έλλειψη ισχυρού ΚΚ με επαναστατική στρατηγική στο Ιράκ.

Το παραπάνω συμπέρασμα σαφώς και ισχύει και για τις επικίνδυνες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, όπως είναι η Ουκρανία. Η αιματηρή σύγκρουση εκδηλώθηκε πάνω στο έδαφος του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, που ακολουθεί αυτή η χώρα, με την επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ στις εξελίξεις στην Ουκρανία, σε σφοδρό ανταγωνισμό αυτών των δυνάμεων με τη Ρωσία, για τον έλεγχο των αγορών, των πρώτων υλών και των δικτύων μεταφοράς της χώρας.

Η ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς δε συνιστά «δημοκρατική εξέλιξη», αφού με τη στήριξη ΕΕ και ΗΠΑ στην επιφάνεια αναρριχήθηκαν αντιδραστικές έως και φασιστικές δυνάμεις, που χρησιμοποιούνται από ΕΕ-ΗΠΑ για την προώθηση των γεωπολιτικών τους στόχων στην περιοχή της Ευρασίας.

Το ΚΚΕ εκτίμησε πως λύση για τον ουκρανικό λαό δεν αποτελεί ούτε και η πρόσδεση της Ουκρανίας στο άρμα της σημερινής καπιταλιστικής Ρωσίας. Η προσπάθεια να διχαστεί ο λαός της Ουκρανίας σε εθνοτική, γλωσσική βάση και να οδηγηθεί σε ένα μακελειό, με ανυπολόγιστα τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και τη χώρα του, για να επιλέξει τη μια ή την άλλη διακρατική καπιταλιστική ένωση, είναι παντελώς ξένη προς τα συμφέροντα των εργαζομένων. Εκφράσαμε την πεποίθηση πως ο εργαζόμενος λαός της Ουκρανίας πρέπει να οργανώσει τη δική του αυτοτελή πάλη, με κριτήριο τα συμφέροντά του και όχι με κριτήριο ποιον ιμπεριαλιστή επιλέγει το ένα ή άλλο τμήμα της ουκρανικής πλουτοκρατίας. Να χαράξει το δρόμο για το σοσιαλισμό, που αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Άλλωστε ο λαός της Ουκρανίας έχει ζήσει τι σημαίνει σοσιαλισμός! Σε μεγάλο βαθμό αναπολεί τις τεράστιες κοινωνικές κατακτήσεις που αυτός είχε για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Το ΚΚΕ απαίτησε η χώρα μας να μην έχει καμία συμμετοχή, καμία εμπλοκή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ στην Ουκρανία, υπογραμμίζοντας πως καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι πάνε χέρι-χέρι και ο λαός μας δεν έχει κανένα συμφέρον από τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτούς τους σχεδιασμούς.

3. Καπιταλιστική κρίση και όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων

Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως τόσο ο Α όσο και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Αυτές οι αντιθέσεις οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης, σε συνδυασμό με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση (1929-1933). Ον οικονομικές αυτές εξελίξεις στον καπιταλιστικό κόσμο εκείνης της εποχής αναλύονται στην εισήγηση του 18ου Συνεδρίου του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος των μπολσεβίκων της ΕΣΣΔ, λίγο πριν την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, στις 10 Μάρτη 1939, όπου σημειώνεται πως: «Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια δυσμενής τροπή των οικονομικών υποθέσεων δεν μπορούσε να μην οδηγήσει στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις ισχυρές δυνάμεις. Ήδη η προηγούμενη κρίση ανακάτεψε όλα τα χαρτιά και οδήγησε στην όξυνση της πάλης για τις αγορές και για τις πηγές πρώτων υλών.» [11]

Σήμερα το ΚΚΕ εκτιμά «με τη βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου του 2008-2009, που σε αρκετές καπιταλιστικές οικονομίες ουσιαστικά δεν ξεπεράστηκε, έγινε πιο φανερή η τάση σημαντικών αλλαγών στο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, υπό την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτή η τάση αφορά και τις ανώτερες βαθμίδες της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας [12] [...] Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που οδήγησαν στο παρελθόν σε δεκάδες τοπικούς, περιφερειακούς και σε δύο παγκόσμιους πολέμους, συνεχίζουν να οδηγούν σε σκληρές συγκρούσεις, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, ανεξάρτητα από τη σύνθεση ή ανασύνθεση, τις αλλαγές στη δομή και στο πλαίσιο στόχων διεθνικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων, τη λεγόμενη νέα “αρχιτεκτονική ” τους. Άλλωστε “ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα ”, ιδιαίτερα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και σημαντικών αλλαγών στο συσχετισμό των δυνάμεων του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπου το ξαναμοίρασμα των αγορών σπανίως γίνεται αναίμακτα». [13]

Η σχέση καπιταλισμός - κρίση - πόλεμος οδηγεί στην αύξηση των εξοπλισμών, στη δημιουργία νέων στρατιωτικών συμμαχιών, στον εκσυγχρονισμό παλαιότερων, όπως είναι το ΝΑΤΟ. Αξιοσημείωτη αυτή την περίοδο είναι η κούρσα ανερχόμενων καπιταλιστικών δυνάμεων, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, για να καλύψουν κενά και ν’ αναβαθμίσουν τη στρατιωτική ισχύ τους σε ανάλογα επίπεδα με την εμβέλεια των επιχειρηματικών τους ομίλων. Όλα τα παραπάνω οξύνουν παραπέρα τις αντιθέσεις και στην περιοχή μας, που έχει νευραλγική σημασία για τη μοιρασιά της λείας του τεράστιου πλούτου και των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, [14] τους δρόμους μεταφοράς των εμπορευμάτων. Η σύγκρουση μπορεί στον έναν ή άλλο βαθμό ν’ «αγκαλιάσει» ολόκληρη την περιοχή, (Ανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, Περσικό Κόλπο, Βαλκάνια, Κασπία).

4. Η θέση της Ελλάδας στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς της περιοχής

Η Ελλάδα, ως καπιταλιστικό κράτος που βρίσκεται στην ιμπεριαλιστική βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, εδώ και δεκαετίες είναι ενταγμένη στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις του ΝΑΤΟ (1952) και στην ΕΟΚ (1981) - ΕΕ (1991), συμμετέχει ενεργά στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που εκτυλίσσονται στην περιοχή. Μετά από την αντεπαναστατική ανατροπή στις βαλκανικές χώρες, η αστική τάξη της Ελλάδας επωφελήθηκε και πέτυχε σημαντική συσσώρευση κι εξαγωγή κεφαλαίων σε άμεσες επενδύσεις που συνέβαλαν στην ισχυροποίηση ελληνικών επιχειρήσεων και μονοπωλιακών ομίλων. Οι εξαγωγές κεφαλαίων επεκτάθηκαν και σε Τουρκία, Αίγυπτο, Ουκρανία, Κίνα, αλλά και Βρετανία, ΗΠΑ και σε άλλες χώρες. Η αστική τάξη της Ελλάδας συμμετείχε ενεργά σε όλες τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους, όπως ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη κ.α.

Ταυτόχρονα, εδώ και δεκαετίες, αναπτύσσεται από την αστική τάξη της χώρας μια σχέση ανταγωνισμού, αλλά και συνεργασίας με την αστική τάξη της Τουρκίας, η οποία ωστόσο έχει χαράξει μια αρκετά επιθετική πολιτική έναντι της Ελλάδας και δεν αναγνωρίζει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), θεωρεί αμφισβητούμενες πολλές περιοχές του Αιγαίου Πελάγους, γνωστές και ως «γκρίζες ζώνες», ενώ δε δέχεται πως τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Ταυτόχρονα η τουρκική αστική τάξη επιδιώκει να χρησιμοποιήσει, όπως και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων, τα ζητήματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη. Τα ζητήματα αυτά οδηγούν όχι μόνο στην αύξηση των εξοπλισμών, αλλά και σε εντάσεις στο Αιγαίο, «θερμά επεισόδια», αερομαχίες κ.ο.κ.

Επιπλέον, η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, οι οικονομικοπολιτικές και πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις από την ΕΕ και τις ΗΠΑ περιορίζουν τα περιθώρια αυτοτελών ελιγμών της αστικής τάξης της Ελλάδας, καθώς όλες οι συμμαχικές σχέσεις του κεφαλαίου διέπονταν από τον ανταγωνισμό, την ανισομετρία καν συνεπώς την πλεονεκτική θέση του ισχυρότερου καν διαμορφώνονταν ως σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης.

Δεν είναι ωστόσο μόνον οι αντιθέσεις με την Τουρκία, αλλά και με την Αλβανία, στην οποία δυναμώνουν οι πολιτικές δυνάμεις που εγείρουν εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας, ενώ σχετικές δηλώσεις ακούγονται πλέον και από επίσημα χείλη, με δεδομένο το προβάδισμα που δίνει η νέα αλβανική κυβέρνηση στη στρατηγική συνεργασία που αναπτύσσει με την Τουρκία. Την ίδια ώρα η συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών ακυρώθηκε από το αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.

Παραμένουν επίσης τα προβλήματα με τη FYROM (όπου λειτουργεί ο αλληλοτροφοδοτούμενος εθνικισμός) σχετικά με την ονομασία της χώρας αυτής, ενώ παραμένει σ’ εκκρεμότητα ο προσδιορισμός της ΑΟΖ σε σχέση με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, προβλήματα που έχουν παραπέρα περιπλοκές, εξαιτίας των εξελίξεων σε αυτές τις χώρες.

Έτσι, στα πλαίσια του λυσσαλέου πολέμου που αναπτύσσεται στην περιοχή, υπάρχουν αρκετά «ανοιχτά ζητήματα» και δεν μπορεί να αποκλειστεί τίποτα, συμπεριλαμβανομένου και ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Επιπλέον, στις εξελίξεις που διαδραματίζονται στην περιοχή μας, σημαντικό ρόλο από την πλευρά των «επιχειρησιακών σχεδιασμών» παίζουν οι στρατιωτικές βάσεις του ΝΑΤΟ σε Ελλάδα και Τουρκία, όπως και αυτών στη Μ. Ανατολή. Οι βάσεις είναι τα εφαλτήρια για την εξαπόλυση επιθέσεων, όταν αυτές βρίσκονται στην ενεργή φάση τους, ενώ χρησιμεύουν για τον ανεφοδιασμό, τη στάθμευση και γενικότερα τη στήριξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές θα το σκέφτονταν διπλά και τρίδιπλα να εξαπολύσουν επιθέσεις στηριζόμενοι μόνο στα αεροπλανοφόρα τους, στα στρατηγικά βομβαρδιστικά τους που μπορούν να πετούν πολλές ώρες, αν δεν υπήρχαν βάσεις κι υποδομές, όπως η βάση της Σούδας, το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Καλαμάτας και οι άλλες βάσεις στην περιοχή της Μ. Ανατολής. [15]

Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως μετά την εκδήλωση της κρίσης επιδεινώθηκε η θέση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, της ΕΕ και γενικότερα της διεθνούς ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις, οι οποίες πριν ακόμα από την κρίση συναποφάσισαν για τις αντιλαϊκές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στα πλαίσια της ΕΕ και δρομολόγησαν την εφαρμογή τους, συμφώνησαν σε μνημόνιο με την τρόικα των δανειστών (ΕΕ, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), βάσει του οποίου υλοποιούνται στη χώρα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που μειώνουν μισθούς και συντάξεις, μεταφέρουν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, με στόχο να επανέλθουν οι ρυθμοί κερδοφορίας στο κεφάλαιο.

Αν και δεν είναι πρωτόγνωρο ένα καπιταλιστικό κράτος που βρίσκεται σε κρίση να δέχεται τη βοήθεια και στήριξη των διεθνών συμμάχων του, αυτό έδωσε «τροφή» σε ορισμένες αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις, όπως το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, η φασιστική Χρυσή Αυγή, αλλά και από την ανερχόμενη δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας, το ΣΥΡΙΖΑ, να γίνεται λόγος για «κατοχή της Ελλάδας», για «υποδούλωση», «εξαφάνιση της κυριαρχίας», «εξάρτηση» κ.ά. Σε αυτά τα πλαίσια περιγράφεται και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή ως «ξενόδουλης» ή «υπόδουλης».

Στην πραγματικότητα βέβαια αυτές οι εκτιμήσεις αφαιρούνται από το γεγονός πως η αστική τάξη της Ελλάδας, με τη συμμετοχή της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα (στη βάση της οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής της δύναμης), αντικειμενικά εδώ και δεκαετίες έχει εκχωρήσει ορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, με στόχο να ενισχύσει τη θέση της, να επωφεληθεί από τη θέση της μέσα σε αυτές και να διεκδικήσει το δικό της μερίδιο από την ιμπεριαλιστική «λεία».

Είναι χαρακτηριστικό πως παρά την καπιταλιστική κρίση τμήμα της αστικής τάξης της χώρας, όπως το εφοπλιστικό κεφάλαιο, είναι από τα πιο ισχυρά στον κόσμο. Η συμμετοχή, λοιπόν, της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, πότε με την ενεργή εμπλοκή της στους πολέμους, πότε με την προσπάθεια διαμόρφωσης «αξόνων» (π.χ., με το Ισραήλ [16]) και πότε υποχωρώντας μπροστά σε αξιώσεις της αστικής τάξης της Τουρκίας, [17] δεν έχει σχέση με «ενδοτικότητα» και «υποδούλωση» στους ξένους, αλλά με τη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική «πυραμίδα» και την προσπάθειά της ν’ αποκτήσει νέα οφέλη [18] και κάθε φορά επιδιώκεται από τα κυβερνητικά κόμματα να ντυθεί με το ένδυμα του «εθνικού συμφέροντος». Είναι εδώ πολύ χρήσιμη η υπενθύμιση του Λένιν για το τι στην πραγματικότητα είναι αυτό το «εθνικό συμφέρον» στην περίπτωση του Βελγίου της εποχής του: «Οι Βέλγοι αστοί έχουν επενδύσει στο εξωτερικό γύρω στα 3 δισεκατομμύρια φράγκα η περιφρούρηση των κερδών, που τους αποφέρουν αυτά τα δισεκατομμύρια με κάθε λογής απάτες και αγυρτείες - αυτό είναι στην πραγματικότητα το “εθνικό συμφέρον ” του “ηρωικού Βελγίου » [19] Ανάλογη καν σαφώς πιο βαθιά είναι στην εποχή μας η οργανική σύνδεση των συμφερόντων της αστικής τάξης της Ελλάδας με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

5. Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα μπροστά στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και το ενδεχόμενο ιμπεριαλιστικού πολέμου

Οι κομμουνιστές παίρνουν θέση μπροστά στις εξελίξεις που διαμορφώνονται και δεν μπορεί να είναι αντίθετοι γενικά σε κάθε πόλεμο. Ο πραγματικός δίκαιος πόλεμος στη σύγχρονη εποχή είναι η ένοπλη ταξική σύγκρουση για την εξουσία, που είναι καθήκον των κομμουνιστών. Και αυτό είναι κάτι που τους ξεχωρίζει από τους πασιφιστές. Κρίνουν κάθε φορά συγκεκριμένα, στη βάση των ταξικών συμφερόντων που συγκρούονται, των αιτιών, των δυνάμεων που εμπλέκονται, των σκοπών της κάθε πλευράς.

Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, οι πόλεμοι για την κατάκτηση αγορών, εδαφών, άμεσου πολιτικού ελέγχου, είναι τυπικοί για τη σύγχρονη εποχή του καπιταλισμού κι εκφράζουν την ανάγκη για νέο μοίρασμα αγορών, για νέες «συμφωνίες» ειρήνης, με βάση την εξέλιξη της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ο Λένιν στις αρχές του 20ού αιώνα, μιλώντας για τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, τον περιέγραφε ως εξής: «Ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πόλεμος έχει σαφές καθορισμένο χαρακτήρα αστικού, ιμπεριαλιστικού, δυναστικού πολέμου. Η πάλη για αγορές και η καταλήστευση ξένων χωρών, η τάση να καταπνίξουν το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και της δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών, η τάση να αποβλακώσουν, να διασπάσουν και να εξοντώσουν τους προλετάριους όλων των χωρών, σπρώχνοντας τους μισθωτούς σκλάβους του ενός έθνους ενάντια στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους προς όφελος της αστικής τάξης, αυτό είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο και το μοναδικό πραγματικό νόημα του πολέμου.» [20]

Σήμερα η αστική τάξη, επωφελούμενη και από τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό δύναμης, έχει περάσει στην ιδεολογική «επίθεση», επιδιώκοντας να κερδίσει όχι μόνο την παθητική ανοχή, αλλά και την ενεργητική υποστήριξη των εργατικών - λαϊκών μαζών στα ιμπεριαλιστικά σχέδιά της, στα ζητήματα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων. Εδώ χρησιμοποιούνται -πέρα από το ζήτημα της υπεράσπισης της «πατρίδας»- και άλλα νέα προσχήματα, όπως η «προώθηση της δημοκρατίας», οι «ανθρωπιστικοί λόγοι», η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», η «καταπολέμηση της πειρατείας», η «μη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής» κ.ά.

Είναι αναγκαίο τα ΚΚ να δυναμώσουν την πάλη τους ενάντια σε καθένα από αυτά τα επιχειρήματα και συνολικότερα στην επιδίωξη των αστών και οπορτουνιστών να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους και να τους μετατρέψουν σε «κρέας» για τα «κανόνια» των ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Ας δούμε ορισμένα από τα σύγχρονα βασικά επιχειρήματα των αντιπάλων μας.

5.1 Η επίκληση του «εθνικού χρέους»

Οι αστικές τάξεις προσπαθούν να εξαπατήσουν και να πείσουν τις εργαζόμενες μάζες ότι η συμμετοχή της χώρας σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στην προετοιμασία και διεξαγωγή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, εξυπηρετεί τα συμφέροντα της «πατρίδας», αποτελεί «εθνικό χρέος». Αυτό το κάνει και σε συνθήκες ειρήνης, ζητώντας «κοινωνική συναίνεση» κι «εθνική ομοψυχία» για να γίνει η «πατρίδα» ισχυρότερη, αλλά και σε συνθήκες πολέμου. Στην πραγματικότητα και στις δύο περιπτώσεις -ειρήνης και πολέμου- η αστική τάξη ζητάει από τους εργαζόμενους να «βάλουν πλάτη» ώστε η ίδια να καλυτερεύσει τη θέση της στην ιμπεριαλιστική «πυραμίδα», να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα.

Επιπλέον, ανάλογα με τη φάση που διέρχεται ο καπιταλισμός (καπιταλιστική ανάπτυξη ή κρίση) προσαρμόζονται και τα συνθήματα. Π.χ., στη σημερινή Βραζιλία, που γνωρίζει ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης (αν και τελευταία αυτοί επιβραδύνονται), το κάλεσμα της αστικής τάξης είναι να γίνει η χώρα ισχυρότερη και ν’ «αποτινάξει την εξάρτηση από το βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό», ενώ στην Ελλάδα, που περνά την καπιταλιστική κρίση, ζητάει από τους εργαζόμενους να καταπιούν ένα προς ένα τα δηλητηριώδη μέτρα της, ώστε η χώρα να «επανακτήσει» την «κυριαρχία» της. Όμως, ιδιαίτερα σε συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, καλλιεργούνται συνθήματα όπως «ενιαία πατριωτική οργάνωση», «εθνική συμφιλίωση», «εθνικού οφέλους» κλπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την Ελλάδα στις μέρες μας είναι η μεγάλη αμερικανική αεροναυτική βάση της Σούδας (στο νησί της Κρήτης), που παίζει σημαντικό ρόλο σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο, όπως ήταν ο πόλεμος της Λιβύης. Από τους κυρίαρχους ιδεολογικοπολιτικούς κύκλους της χώρας γίνεται προσπάθεια να εμπεδωθεί το «επιχείρημα» πως η ύπαρξη αυτής της βάσης λειτουργεί υπέρ των οικονομικών συμφερόντων των κατοίκων του νησιού και πρέπει να υπάρχει ομόθυμη υποστήριξη για τη διατήρησή της. Την ίδια ώρα αποσιωπούν και αποκρύπτουν από τους εργαζομένους τις συνέπειες και τους κινδύνους που περικλείει η βάση της Σούδας, όπως και συνολικά η συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, για τους ίδιους τους εργαζόμενους καν τις λαϊκές οικογένειες. Κινδύνους και συνέπειες, που αποκαλύπτει το ΚΚΕ.

5.2 Η ΕΕ και το ΝΑΤΟ αποτελεί «εγγύηση ασφάλειας»

Τα αστικά κόμματα, με το επιχείρημα πως η Ελλάδα είναι «μικρή χώρα» που «έχει ανάγκη από διεθνείς συμμαχίες», προπαγανδίζουν την ανάγκη συμμετοχής της Ελλάδας τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ, που παρουσιάζονται ως «εγγυητές της ασφάλειας» του ελληνικού λαού, κυρίως έναντι του κινδύνου της Τουρκίας. Έτσι δικαιολογούν και καλούν το λαό να στηρίξει τη συμμετοχή της χώρας στις ευρωνατοϊκές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και σχέδια.

Στην πραγματικότητα η ένταξη της Ελλάδας στις δύο αυτές ιμπεριαλιστικές ενώσεις κάθε άλλο παρά εγγύηση αποτέλεσαν για την ασφάλεια της χώρας. Αντίθετα, περιέπλεξαν τα πράγματα και αποτελούν τη βάση για την υποχώρηση από κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, κάτι στο οποίο προχωρούν οι αστικές κυβερνήσεις για να εξασφαλίσουν τη θέση τους μέσα σε αυτές τις ενώσεις, αλλά και να «θωρακίσουν» τη θέση τους απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα.

5.3 Το αίτημα «να διαλυθεί το ΝΑΤΟ», αντί της αποχώρησης από αυτό

Βλέπουμε πως σε κάθε περίπτωση, ως αρωγός της αστικής τάξης, λειτουργούν με τη στάση τους και οι δυνάμεις του οπορτουνισμού, τόσο στην περίπτωση της ειρήνης όσο και στην περίπτωση του πολέμου. Χαρακτηριστική, π.χ., είναι η στάση που κράτησαν οι οπορτουνιστικές δυνάμεις στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, όταν μέσα από κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Γαλλίας και Ιταλίας συμμετείχαν στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις είναι αυτές που αποδέχονται και προπαγανδίζουν μέσα στα λαϊκά στρώματα τα ιμπεριαλιστικά προσχήματα, όπως έγινε, π.χ., πρόσφατα στην περίπτωση της Λιβύης από τις δυνάμεις του ΚΕΑ που συμμετέχουν στην GUE/NGL.

Οι οπορτουνιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, που είναι πιο «προσεκτικές» εξαιτίας της ύπαρξης, δράσης και απήχησης των θέσεων του ΚΚΕ, έχουν βρει το δικό τους τρόπο ν’ απαντήσουν στο αίτημα για την αποδέσμευση της χώρας μας από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως το ΝΑΤΟ. Έτσι, προβάλλουν το αίτημα της «διάλυσης του ΝΑΤΟ». Πώς όμως μπορεί να διαλυθεί αυτός ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός εάν δεν αποδυναμώνεται με την αποχώρηση από αυτόν καθεμιάς χώρας; Αποχώρηση που στις μέρες μας, για να σημαίνει τον πραγματικό απεγκλωβισμό από κάθε ιμπεριαλιστική ένωση, μπορεί να τον εγγυηθεί μόνο μια εργατική εξουσία. Στην πραγματικότητα η στάση των οπορτουνιστών είναι γενικά πασιφιστική και μόνο στα λόγια «αντινατοϊκή», αφού στην πράξη δε θίγει ούτε στο παραμικρό την ύπαρξη και δράση του νατοϊκού ιμπεριαλιστικού οργανισμού, καθώς και τη συμμετοχή της κάθε χώρας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Επιπλέον, το συμβιβασμό και την ηττοπάθεια καλλιεργεί και η άποψη που επίσης υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι η εναντίωσή του με το ΝΑΤΟ δεν είναι για το τώρα, γιατί δεν το επιτρέπει ο συσχετισμός δύναμης, παραπέμποντάς τη σκόπιμα στο αόριστο μέλλον, όπως άλλωστε πράττουν οι οπορτουνιστές και με το ζήτημα της πάλης για το σοσιαλισμό, που και αυτό παραπέμπεται στις «ελληνικές καλένδες». Η εκτίμησή μας αυτή δικαιώνεται από τις δηλώσεις που έκανε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ: «Το λέω απ’ τα βάθη της ψυχής μου, η Ελλάδα ανήκει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται.» [21]

5.4 Να «εκδημοκρατισθεί» η ΕΕ και να δυναμώσει ο ρόλος της, με την ενίσχυση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας της ΕΕ»

Όπως είναι γνωστό, το 2013 δόθηκε στην ΕΕ το βραβείο «Νόμπελ ειρήνης». Χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο ένιωσαν αηδία γι’ αυτή την απόφαση. Το Κόμμα μας σημείωσε πως «είναι φρίκη και σαπίλα αυτό το βραβείο, και γι’ αυτούς που το έδωσαν, και για εκείνους που θα το παραλάβουν», θυμίζοντας το ρόλο της ΕΕ στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και τους πιο πρόσφατους.

Την ίδια ώρα οι οπορτουνιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρηματολογούσαν πως εάν «εκδημοκρατιστεί» η ΕΕ, εάν αυτή «αλλάξει» μέσα από την ανάδειξη «αριστερών» κυβερνήσεων κι επιπλέον δυναμώσει ο ρόλος της, αν αυτή «απογαλακτιστεί» -όπως λένε- από το ΝΑΤΟ και αποκτήσει τη «δική της» εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, τότε αυτή θα αποτελέσει «παράγοντα ειρήνης», «θα γίνει «παγκόσμια δύναμη» και θ’ αποδείξει ότι αξίζει αυτό το βραβείο!

Οι οπορτουνιστές επιδιώκουν ν’ αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους, καλλιεργώντας την αταξική προσέγγιση προς τις καπιταλιστικές διακρατικές ενώσεις. Και αυτό όταν είναι πασίγνωστο ότι η ΕΕ έχει φτιαχτεί από γεννησιμιού της, ως «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα» (το 1951) και ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) (το 1957), για να υπηρετήσει τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, για να κάνει αποτελεσματική την εκμετάλλευση των εργαζόμενων στις χώρες-μέλη της και τα ευρωπαϊκά μονοπώλια να μπορούν να ανταγωνιστούν τα μονοπώλια άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων.

Το ΚΚΕ εκτιμά πως η ΕΕ είναι ένα αντιδραστικό κατασκεύασμα, ένα «αρπακτικό», που δεν μπορεί ν’ ανασχηματιστεί από το εσωτερικό της και να γίνει «παράγοντας ειρήνης», γιατί έχει μέσα στο DNA της το καπιταλιστικό κέρδος, τη βασική αιτία που προκαλεί στις μέρες μας τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Αποτελεί «στάχτη στα μάτια» των εργαζομένων το κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ, που ζητάει να βάλει ο «λύκος» την «προβιά» και να γενεί «αρνάκι»...

5.5 Η λύση του «πολυπολικού κόσμου»

Ορισμένες δυνάμεις βλέπουν τον ιμπεριαλισμό μόνο στην «αυτοκρατορία» των ΗΠΑ καν στη βάση αυτή χαιρετίζουν την ανάδειξη νέων, ανερχόμενων καπιταλιστικών δυνάμεων στις παγκόσμιες υποθέσεις, όπως και την εμφάνιση νέων διακρατικών ενώσεων (BRICS, Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, Οργάνωση Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας, ALBA κ.ο.κ.), που συγκροτούν καπιταλιστικά κράτη, με οικονομικο-πολιτικό και στρατιωτικό περιεχόμενο. Οι εξελίξεις αυτές χαιρετίζονται ως η αρχή της εμφάνισης ενός «πολυπολικού κόσμου» που θ’ «αναμορφώσει» και θα δώσει «νέα πνοή» στον ΟΗΕ και στους άλλους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι θα ξεφύγουν από την αμερικανική «ηγεμονία». Αυτές οι υποθέσεις καταλήγουν πως με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί και η ειρήνη.

Στην πραγματικότητα οι πολιτικές δυνάμεις διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων αναγνωρίζουν τις νέες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τη διαφαινόμενη ανακατάταξη στο παγκόσμιο σύστημα και χαρακτηρίζουν ως «εκδημοκρατισμό» των διεθνών σχέσεων, ως «πολυπολικό κόσμο», την τάση ν’ αλλάξει ο συσχετισμός, όπως διαμορφώθηκε μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και τη διεύρυνση κι εντατικοποίηση της δράσης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ τα τελευταία 20 χρόνια. Ο νέος συσχετισμός περιλαμβάνει την ενίσχυση της Γερμανίας, Ρωσίας, Κίνας, Βραζιλίας και άλλων κρατών.

Οι διάφορες προτάσεις τους, όπως, π.χ., η διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με άλλες χώρες ή η αύξηση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ ή ακόμη της Ρωσίας και της Κίνας στις διεθνείς υποθέσεις, δεν είναι ικανές να βάλουν σε άλλες «ράγες» τις εξελίξεις. Και αυτό γιατί δεν μπορούν να σταματήσουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες εκδηλώνονται για τις πρώτες ύλες, την ενέργεια και τους δρόμους μεταφοράς της, τη μάχη για τα μερίδια των αγορών. Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός είναι που οδηγεί σε τοπικές ή και γενικευμένες στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους. Αυτός ο ανταγωνισμός διεξάγεται με όλα τα μέσα που διαθέτουν τα μονοπώλια και τα καπιταλιστικά κράτη που εκφράζουν τα συμφέροντά τους, αποτυπώνεται στις διακρατικές συμφωνίες που συνεχώς αμφισβητούνται λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης. Αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός, πηγή και πολεμικών επιθέσεων μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας.

Τα περί «νέας δημοκρατικής παγκόσμιας διακυβέρνησης», με «διαφάνεια», «συμμετοχικότητα» και «κοινωνική αλληλεγγύη», που σπέρνουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις έχουν στόχο να εξωραΐσουν ιδεολογικά τους νέους συσχετισμούς στην καπιταλιστική, στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, με σκοπό να παραπλανήσουν τους εργαζόμενους.

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να πιστέψουν πως είναι δυνατόν να «εκδημοκρατιστεί» ο καπιταλισμός και οι διεθνείς σχέσεις και να επιλέξουν ιμπεριαλιστή που δήθεν θα υλοποιήσει κάτι τέτοιο.

Αξίζει να αναφέρουμε το πώς ο Λένιν τοποθετούσε το ζήτημα με ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα: «Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα % της Αφρικής, ενώ η δεύτερη το Ά. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το “δικαίωμά ” της στα % της Αφρικής, ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν αυτή έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα ¾.

Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι “και οι δύο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη ”, στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δε θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό.» Και κατέληγε σχετικά: «Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης - αδιάφορο τι “χρώμα ” θα έχει αυτή η αστική τάξη...» [22]

5.6 Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στις αντιθέσεις και στην περίπτωση του πολέμου

Το ΚΚΕ και με τις αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου προετοιμάζεται και προσανατολίζει τις εργατικές - λαϊκές μάζες για την πιθανή περίπτωση εμπλοκής της χώρας μας σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ, που ενέκρινε το 19ο Συνέδριο, σημειώνεται: «Μεγαλώνουν οι κίνδυνοι στην ευρύτερη περιοχή, από τα Βαλκάνια έως τη Μέση Ανατολή, για γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και εμπλοκή της Ελλάδας.

Η πάλη, για την υπεράσπιση των συνόρων, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι αναπόσπαστη από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση των σχεδίων του ενός ή άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου, της κερδοφορίας του ενός ή του άλλου μονοπωλιακού ομίλου.»

Στη βάση αυτή βλέπουμε πως το ΚΚΕ αντιμετωπίζει με ταξικά κριτήρια το ζήτημα της υπεράσπισης της χώρας (σύνορα, γενικότερα κυριαρχικά δικαιώματα), δηλαδή από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, τη συνδέει με την πάλη για τον απεγκλωβισμό από τα σχέδια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Είναι άλλωστε ιστορικό δίδαγμα ότι ακόμα και σε συνθήκες κατοχής, κατάλυσης της εθνοκρατικής συγκρότησης η εργατική τάξη δεν μπορεί να δώσει τη μάχη ενάντια στην κατοχή από το ίδιο μετερίζι με την αστική τάξη, δεν μπορεί να συμμαχήσει με κανένα τμήμα της. Για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ο πόλεμος και η κατοχή είναι προέκταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, γέννημα της οικονομικής καν πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη παλεύει ενάντια στην εξαθλίωση, την καταπίεση και βία του κατακτητή, την ένταση της εκμετάλλευσης, ενάντια στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμφωνίες. Η δική της «πατρίδα» είναι μια πατρίδα απαλλαγμένη από τους κεφαλαιοκράτες, έξω από τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, μια πατρίδα όπου εκείνη θα είναι ιδιοκτήτης του πλούτου που παράγει, εκείνη θα βρίσκεται στην εξουσία. Ο πόλεμος της αστικής τάξης για τη δική της «πατρίδα» -ανεξάρτητα από το αν συμμαχεί με την ξένη κατοχή ή αντιστέκεται σε αυτή- και πάλι θα γίνει για τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων, για την αποκατάσταση μιας συμφωνίας στο μοίρασμα των αγορών που θα συμφέρει τα εθνικά μονοπώλια κι όχι για τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα.

Το ΚΚΕ έχει αντλήσει αναγκαία συμπεράσματα από την ένοπλη πάλη που διεξήγαγε την περίοδο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ενάντια στη φασιστική τριπλή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) ξενική κατοχή της χώρας. Τότε, παρά την υπεροχή των ένοπλων τμημάτων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που καθοδηγούνταν από το ΚΚΕ, το Κόμμα μας, δυστυχώς δεν μπόρεσε να συνδέσει την αντιφασιστική πάλη, την πάλη ενάντια στην ξενική κατοχή, με την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου στη χώρα, γιατί στις γραμμές του δεν είχε διαμορφώσει ανάλογη στρατηγική. Σήμερα, βγάζοντας πολύτιμα συμπεράσματα από την ιστορική διαδρομή του Κόμματός μας, χαράσσουμε τέτοια στρατηγική μπροστά στους κινδύνους εμπλοκής της χώρας μας σε νέους, τοπικούς, περιφερειακούς ή και πιο γενικευμένους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Στην Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου σημειώνεται: «Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει η συμμετοχή της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το ΚΚΕ πρέπει να είναι έτοιμο να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής - λαϊκής αντίστασης, ώστε αυτή να συνδεθεί με την πάλη για την ήττα της αστικής τάξης, τόσο της εγχώριας όσο και της ξένης ως εισβολέα.»

Στις συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου η πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το κόμμα της, έχει καθήκον ν’ αναδείξει την ανάγκη της ταξικής ενότητας των εργατών, της συμμαχίας με λαϊκές δυνάμεις, τη διεθνιστική διάσταση της εργατικής τάξης και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτή. Η στάση απέναντι στον πόλεμο είναι στάση απέναντι στην ταξική πάλη και τη σοσιαλιστική επανάσταση, πάλη για τη μετατροπή αυτού του πολέμου σε ένοπλη ταξική πάλη, το «μοναδικό απελευθερωτικό πόλεμο», όπως τον χαρακτήριζε ο Λένιν. Είναι πολύτιμη η επεξεργασία του Λένιν που, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου, δηλαδή διαβλέποντας τη δυνατότητα να προηγηθεί η μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων, η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης σε κάποια χώρα ή ομάδα χωρών, θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα επικράτησης της επανάστασης αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Συνεπώς, σ’ έναν τέτοιο πόλεμο η συνεννόηση, τα κοινά συνθήματα και η κοινή δράση με το επαναστατικό κίνημα άλλων χωρών αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για την προοπτική εκδήλωσης και νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε περισσότερες χώρες, της δυνατότητας μιας άλλου τύπου συνεργασίας ή ένωσης κρατών, στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού σχεδιασμού με προλεταριακό διεθνισμό.

Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ δυναμώνει την πάλη του ενάντια στον οπορτουνισμό, γιατί όπως σημείωνε ο Λένιν «η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αν δεν είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, είναι κούφια φράση ή απάτη». [23]

Εμείς οι κομμουνιστές, που στηριζόμαστε στις αναλύσεις μας στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού, γνωρίζουμε πολύ καλά πως ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα και συγκεκριμένα με βίαια μέσα! Ο πόλεμος γεννιέται πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης των διαφορετικών οικονομικών συμφερόντων που διαπερνούν ολόκληρο το σύστημα του καπιταλισμού. Να γιατί, όσο και αν ο πόλεμος στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτος (όπως κι οι οικονομικές κρίσεις, η ανεργία, η φτώχεια κλπ.), την ίδια ώρα δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο ! Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, αφού συνδέεται με τη φύση της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Την κοινωνία που βάζει ως «ακρογωνιαίο λίθο» της την κερδοφορία εκείνων που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Τα μονοπώλια και η εξουσία τους γεννούν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο! Συμπερασματικά, η πάλη μας για μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής θα είναι λαϊκή περιουσία (και όχι περιουσία των ελάχιστων), που η οικονομία θα λειτουργεί σχεδιασμένα κεντρικά και ελεγχόμενα από τους ίδιους τους εργαζομένους, με στόχο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών (κι όχι την αύξηση των κερδών των καπιταλιστών), συνδέεται αναπόσπαστα με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενάντια στην «ειρήνη» που επιβάλλεται από τους ιμπεριαλιστές με «το πιστόλι στον κρόταφο» και προετοιμάζει τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Ωστόσο, αυτή μας η διαπίστωση, πως όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχουν και οι συνθήκες που γεννούν τον πόλεμο, καθόλου δε σημαίνει μοιρολατρία, ηττοπάθεια! Το αντίθετο! Απευθυνόμαστε στην εργατική τάξη της χώρας, στους λαούς της περιοχής μας και τονίζουμε πως τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τον κοινό αντικαπιταλιστικό - αντιμονοπωλιακό αγώνα για την αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την απομάκρυνση των ξένων στρατιωτικών βάσεων και των πυρηνικών, την επιστροφή των στρατιωτικών δυνάμεων από τις ιμπεριαλιστικές αποστολές, την εκδήλωση της αλληλεγγύης σε κάθε λαό που αγωνίζεται κι επιδιώκει να χαράξει το δικό του δρόμο ανάπτυξης. Για να απεμπλακεί η χώρα μας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους. Για να γίνει πράξη το σύνθημα: «Ούτε γη ούτε νερό στους φονιάδες των λαών!». Αυτός είναι ένας καθημερινός αγώνας! Ένας αγώνας με συγκεκριμένους στόχους πάλης, που οι κομμουνιστές τον διεξάγουμε ενιαία και όχι αποσπασμένα από τον αγώνα για την εξουσία!

Γιατί εξακολουθούν να είναι επίκαιρες οι θέσεις του Λένιν, που σημείωνε πως «τα συνθήματα του πασιφισμού, του διεθνούς αφοπλισμού στις συνθήκες του καπιταλισμού, των δικαστηρίων διαιτησίας κτλ. δεν είναι μόνο αντιδραστική ουτοπία, αλλά και αποτελούν ανοιχτή εξαπάτηση των εργαζόμενων, που αποσκοπεί στον αφοπλισμό του προλεταριάτου και στην απόσπασή του από το καθήκον του αφοπλισμού των εκμεταλλευτών.

Μόνο η προλεταριακή, η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να βγάλει την ανθρωπότητα από το αδιέξοδο που δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Όποιες κι αν είναι οι δυσκολίες της επανάστασης και οι πιθανές προσωρινές αποτυχίες της, ή τα κύματα της αντεπανάστασης, η τελική νίκη του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη». [24]


[α] Β. Ι. Λένιν, «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», Άπαντα, τ. 26, σελ.41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[1] Η επέμβαση του ΝΑΤΟ έγινε με πρόσχημα την «γενοκτονία» των Αλβανών του Κοσσόβου από τον Μιλόσεβιτς, το 1999 κι οδήγησε στο διαμελισμό της Σερβίας.

[2] Η επέμβαση των ΗΠΑ και των «συμμάχους» τους, έγινε με πρόσχημα τα «όπλα μαζικής καταστροφής», που δήθεν διέθετε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, το 2003, επέμβαση που σήμερα έχει θέσει το Ιράκ σε καθεστώς μια ιδιότυπης εξελισσόμενης τριχοτόμησης (σε σιιτική, σουνιτική και κουρδική περιοχή).

[3] Το 2011, το ΝΑΤΟ, με πρόσχημα την «προώθηση της δημοκρατίας», στα πλαίσια της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», προχώρησε στην ιμπεριαλιστική επέμβαση με συνέπειες τραγικές για το λαό της Λιβύης.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 395, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[5] Σύμφωνα με ανταποκρίσεις από τις ΗΠΑ, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Αντ. Σαμαράς, κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπ. Ομπάμα, που έγινε στις 9 Αυγούστου 2013 στην Ουάσινγκτον, τον ενημέρωσε ότι το φυσικό αέριο στο υπέδαφος της Ελλάδας (Ιόνιο - Νότια της Κρήτης) υπολογίζεται στα 4,7 τρισ. κ.μ. Οι ποσότητες αυτές, μαζί με τα 4,5 τρισ. κ.μ. που βρίσκονται στις ΑΟΖ Κύπρου και Ισραήλ, μπορούν να καλύψουν το 50% της ζήτησης της ΕΕ για 30 χρόνια.

[6] Εδώ είναι χαρακτηριστικές οι επικίνδυνες θέσεις που εκφράζονται από κυβερνητικούς παράγοντες της Αλβανίας, που προβάλλουν εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος πολλών γειτονικών κρατών, προσάρτησης εδαφών, στ’ όνομα πότε της «αυτοδιάθεσης» και πότε της «Μεγάλης Αλβανίας». Όπως ανάλογες απαιτήσεις προβάλλονται στη Ρουμανία σε βάρος της Μολδαβίας και της Ουκρανίας. Ανάλογα, η αστική τάξη της Τουρκίας με την κυβέρνηση Ερντογάν και με «όχημα» το «νεοθωμανισμό» προσπαθεί ν’ αξιοποιήσει τη θρησκεία, παραδόσεις και μειονότητες της περιοχής, για να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους σ’ ένα σχέδιο ενίσχυσης του ρόλου της, όχι μόνο στις περιφερειακές, αλλά και στις παγκόσμιες υποθέσεις, παίζοντας ήδη πολύ βρόμικο ρόλο στις εξελίξεις στη Συρία, αλλά και προβάλλοντας διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο.

[7] Ανοίγοντας εδώ μια αναγκαία παρένθεση, σημειώνουμε πως οι κομμουνιστές δεν αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της αυτοδιάθεσης έξω από τη λενινιστική θέση πως: «Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα “μέρος” του πανδημοκρατικού (σήμερα: πανσοσιαλιστικού) “παγκόσμιου” κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και τότε πρέπει να απορρίπτεται» (Β. Ι. Λένιν, «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση», Άπαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 39.). Ιδιαίτερα για το κουρδικό ζήτημα, που αναδεικνύεται άμεσα (εξαιτίας της τριχοτόμησης του Ιράκ, της ένοπλης αυτοτελούς δράση του κουρδικού στοιχείου στη Συρία, αλλά και των συνομιλιών του φυλακισμένου ηγέτη των Κούρδων της Τουρκίας Α. Οτσαλάν με την τουρκική ηγεσία), είναι πολύ επίκαιρη η εκτίμηση, που διατυπώνεται στο Κοινό Ανακοινωθέν του ΚΚ Τουρκίας και του ΚΚΕ, πως: «Τα δύο ΚΚ εκτιμούν πως σημαντικό ζήτημα για την περιοχή, που εμπλέκεται και με διάφορα ιμπεριαλιστικά σχέδια στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια, στην Ευρασία, είναι το Κουρδικό ζήτημα. Αν για την εργατική τάξη το κουρδικό είναι ζήτημα ισότητας, ζήτημα δικαιοσύνης, ζήτημα ελευθερίας, για τους ιμπεριαλιστές είναι ζήτημα προώθησης εκείνων ή των άλλων οικονομικών συμφερόντων, γεωπολιτικών συσχετισμών, ανταγωνισμών και ισορροπιών, ελέγχου των ενεργειακών πηγών και των δρόμων μεταφοράς τους. Για εμάς είναι φανερό πως το Κουρδικό ζήτημα δεν μπορεί να επιλυθεί προς όφελος των λαών της περιοχής με τη συνδρομή των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στη βάση των δικών τους επιδιώξεων. Το Κουρδικό ζήτημα δεν μπορεί να επιλυθεί με το δήθεν «δημοκρατικό άνοιγμα» του ΑΚΡ, που προωθείται με σκοπό να εδραιώσει στην πραγματικότητα την ίδια την αστική εξουσία, να διευκολύνει την κερδοφορία του κεφαλαίου μέσω του θρησκευτικού συναισθήματος. Το Κουρδικό ζήτημα θα λυθεί προς όφελος των λαών της περιοχής μόνο με τη σύνδεσή του με τη συνεπή αντιιμπεριαλιστική δράση, την πάλη για τη νίκη και την εδραίωση της εργατικής εξουσίας, την πάλη για το σοσιαλισμό. Το Κουρδικό ζήτημα θα λυθεί με επαναστατικές διεργασίες, με επαναστατικά ιδανικά κι όχι με τα σχέδια και τις “εγγυήσεις” των ιμπεριαλιστών» («Ριζοσπάστης», Σάββατο 26 Μάρτη 2011).

[8] Β. Ι. Λένιν, «Η επερχόμενη καταστροφή και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 34, σελ. 193..

[9] Ό.π.

[10] Β. Ι. Λένιν, «Κάτω από ξένη σημαία», Άπαντα, τ. 26, σελ. 142.

[11] Ι. Β. Στάλιν, «Εισήγηση στο 18ο Συνέδριο του ΠΚΚ(μπ)», τ. 14.

[12] Οι ΗΠΑ παραμένουν η πρώτη οικονομική δύναμη, αλλά με σημαντική μείωση του μεριδίου τους στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν. Μέχρι το 2008, η Ευρωζώνη συνολικά διατηρούσε τη δεύτερη θέση στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, θέση που έχασε μετά την κρίση. Ήδη η Κίνα έχει αναδειχθεί σε δεύτερη οικονομική δύναμη, έχει ισχυροποιηθεί η συμμαχία BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) στις διεθνείς καπιταλιστικές ενώσεις, όπως το ΔΝΤ, το G-20. Η αλλαγή στο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών επιφέρει αλλαγές και στις μεταξύ τους συμμαχίες, αφού οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για τον έλεγχο και το ξαναμοίρασμα εδαφών και αγορών, ζωνών οικονομικής επιρροής, κυρίως ενεργειακών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων

[13] Πρόγραμμα του ΚΚΕ. Εγκρίθηκε στο 19ο Συνέδριο (11-14/4/2013).

[14] Σε συνθήκες κυριαρχίας της εξουσίας του κεφαλαίου ο φυσικός πλούτος αποτελεί το «μήλο της έριδος»

[15] Όχι τυχαία το Ιράν, που είναι στη δεδομένη φάση στήριγμα για τη Συρία, δήλωσε πως μια επίθεση κατά της Συρίας θα ’ναι και επίθεση κατά του Ιράν και πως σε μια τέτοια κατάσταση το Ιράν θα χτυπήσει τις βάσεις των ΗΠΑ στην περιοχή. Έτσι, η «φωτιά», που βάζουν οι ιμπεριαλιστές μπορεί να πάρει έκταση κι οι κίνδυνοι για το λαό της Ελλάδας είναι κάτι παραπάνω από ορατοί. Η Κρήτη και συγκεκριμένα η βάση της Σούδας απέχει από το Ιράν 2000 χιλιόμετρα (2,5 χιλ. από την Τεχεράνη). Η εμβέλεια των ιρανικών πυραύλων «Σαντζίλ» έχει ακτίνα δράσης 2,5 χιλιάδες χιλιόμετρα.

[16] Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ένταση στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας, προωθείται από την αστική τάξη της Ελλάδας η στενότερη συνεργασία με το Ισραήλ. Αυτή η συνεργασία προβλέπει τόσο την προώθηση οικονομικών συμφερόντων (π.χ., άξονας για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου, πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου που θα συνδέει Ελλάδα - Κύπρο - Ισραήλ), αλλά και τη συνεργασία με στρατιωτικές στοχεύσεις, όπου πολεμικά αεροπλάνα του Ισραήλ συμμετέχουν σε στρατιωτικά γυμνάσια στην Ελλάδα, παρά τις αντιδράσεις του ΚΚΕ, γυμνάσια που γίνονται συχνά κοντά στην Κρήτη, όπου είναι εγκαταστημένα τα αντιαεροπορικά συστήματα ρωσικής κατασκευής S-300, με στόχο την προετοιμασία των Ισραηλινών πιλότων σε μια πιθανή επίθεση κατά του Ιράν.

[17] Οι ελληνικές κυβερνήσεις, τόσο της δεξιάς ΝΔ όσο και του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ, στα πλαίσια των συνόδων κορυφής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έχουν υπογράψει κατά καιρούς τα τελευταία 30 χρόνια διάφορες συμφωνίες, που συνιστούν υποχώρηση από κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο.

[18] Η αστική τάξη της Ελλάδας επιδιώκει να ενισχύσει τις διεθνείς συμμαχίες της, ώστε να βρει συνεργαζόμενα ξένα κεφάλαια για την εκμετάλλευση φυσικών πόρων, να καταστήσει τη χώρα «κόμβο» για τις ενεργειακές και εμπορικές ανάγκες της ΕΕ, αλλά και να επωφεληθεί από τη μοιρασιά της «λείας» μετά από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, π.χ., με ευνοϊκότερες συνθήκες να εξάγουν κεφάλαια εγχώριες κατασκευαστικές εταιρίες, εταιρίες τηλεπικοινωνιών, τραπεζικός τομέας κ.ά.

[19] Β. Ι. Λένιν, «Το ζήτημα της ειρήνης», τ. 26, σελ. 303, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[20] Β. Ι. Λένιν, «Τα καθήκοντα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό πόλεμο», Άπαντα, τ. 26, σελ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[21] Συνέντευξη στον ΑΝΤ1, 24/5/2014.

[22] Β. Ι. Λένιν, «Κάτω από ξένη σημαία», Άπαντα», τ. 26, σελ. 140-141 και 146, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[23] Β. Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 424, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

[24] Β. Ι. Λένιν, «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας (μπ)», Άπαντα, τ. 38, σελ. 421, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».