Στην περιοχή υπάρχουν χρόνια σοβαρά ζητήματα, που επηρεάζουν τις εξελίξεις, όπως είναι η κατοχή της Παλαιστίνης από το Ισραήλ, η συνεχιζόμενη κατοχή του 40% της Κύπρου από την Τουρκία, η ανεξαρτητοποίηση» του Κοσσυφοπεδίου, οι συνέπειες της κατοχής του Ιράκ από τις ΗΠΑ, η κατοχή συριακών και λιβανέζικων εδαφών από το Ισραήλ, αλλά και οι απειλές που εκτοξεύονται κατά του Ιράν από τη μεριά των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου υπάρχει μια πανσπερμία εθνοτήτων και θρησκειών, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, προκαπιταλιστικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης μέσα στα υπάρχοντα κράτη. Βέβαια, όλες αυτές οι αντιθέσεις, που δεν έχουν χωνευτεί από την καπιταλιστική ανάπτυξη, αποτυπώνονται και στο εποικοδόμημα, στη σχετική καθυστέρηση διαμόρφωσης ενός πιο αντιπροσωπευτικού αστικού πολιτικού συστήματος. Όλ’ αυτά διευκολύνουν το «διαίρει και βασίλευε», την πολιτική αναμόχλευσης μειονοτικών και συνοριακών ζητημάτων, που ακολουθούν οι ιμπεριαλιστές για την προώθηση των σχεδίων τους. Βέβαια, αυτή η κατάσταση αξιοποιείται και από τις αστικές τάξεις για τον εγκλωβισμό των εργαζομένων στα πλαίσια του εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού. [6] Εννοείται πως οι αλλαγές συνόρων, ο κατακερματισμός των κρατών δε γίνεται χωρίς να χυθεί αίμα, χωρίς την εμπλοκή των αντικρουόμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Το σύνθημα που φωνάζουν ον διαδηλωτές στις αντιιμπεριαλιστικές συγκεντρώσεις στην Ελλάδα «Οι ιμπεριαλιστές τη γη ξαναμοιράζουν, με των λαών το αίμα τα σύνορα χαράσσουν!» αποτυπώνει την αλήθεια. [7]
Στα παραπάνω ζητήματα είναι γνωστές οι θέσεις και αναλύσεις του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θα εστιάσουμε στα πιο πρόσφατα ζητήματα.
Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», όπως χαρακτηρίστηκαν οι εξελίξεις στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, οι αιτίες των οποίων οφείλονται σε συνδυασμό εσωτερικών κι εξωτερικών παραγόντων, με κυρίαρχους τους εσωτερικούς. Αφορά τη δράση τμημάτων της αστικής τάξης, των μεσαίων στρωμάτων, που έχουν πιο ισχυρή συμμετοχή και της νεολαίας, που επιδιώκουν τον εκσυγχρονισμό της οικονομικής βάσης και την αστικο-κοινοβουλευτική προσαρμογή του πολιτικού συστήματος στην αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία, στόχο με τον οποίο κινητοποιούνται και εργατικές δυνάμεις.
Συχνά νέα ή παλιά τμήματα της αστικής τάξης διαπλέκονται με νέους ή παλιούς ξένους συμμάχους. Έτσι αυτές οι εξελίξεις -η κινητικότητα, οι συγκρούσεις- συνδέονται με την παρέμβαση ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών για τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής. Δεν είναι άλλωστε άγνωστα τα σχέδια των ΗΠΑ για τον έλεγχο της λεγόμενης «Μεγάλης Μέσης Ανατολής».
Είδαμε πως τα τελευταία τρία χρόνια, κάτω από την επίδραση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων, αρχικά οργανώθηκαν μεγάλες εργατικές, λαϊκές κινητοποιήσεις, εξεγέρσεις αρχικά στην Τυνησία και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, με βασικά αιτήματα την καταπολέμηση της φτώχειας, της ανεργίας, της διαφθοράς, τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την απομάκρυνση των αυταρχικών καθεστώτων του Μπεν Άλι και του Μουμπάρακ, των οποίων τα κόμματα ήταν μέλη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Ως αποτέλεσμα, στην ηγεσία αναδείχτηκαν αρχικά δυνάμεις του λεγόμενου «πολιτικού ισλάμ», ενώ στην Αίγυπτο αυτές οι δυνάμεις («Αδελφοί Μουσουλμάνοι», Προεδρία Μόρσι) απομακρύνθηκαν βίαια από τη διακυβέρνηση της χώρας, μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο αξιοποίησε τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα από τις κινητοποιήσεις που οργάνωσαν αστικές και μικροαστικές δυνάμεις, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές, που πρόσκαιρα συνασπίστηκαν κάτω από την «ομπρέλα» της «κοσμικότητας». Τόσο στην 1η όσο και στη 2η περίπτωση αυτές οι αλλαγές στην κορυφή του πολιτικού εποικοδομήματος αποκαλέστηκαν αυθαίρετα «επανάσταση», κάτι βέβαια που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα και αυτό -ακόμα και για τους πιο δύσπιστους- αποδεικνύεται μέσα από τις εξελίξεις της τελευταίας περιόδου.
Αποδείχτηκε πως οι αγώνες των λαϊκών δυνάμεων ενάντια στην ανεργία, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στην κρατική καταστολή, στη διαφθορά, στην καταλήστευση του παραγωγικού πλούτου των χωρών τους από τα ντόπια και ξένα μονοπώλια, όταν περιορίζονται στην αλλαγή μονάχα των αντιλαϊκών κυβερνήσεων, σε αστικά δημοκρατικά δικαιώματα, δεν έχουν το αναμενόμενο φιλολαϊκό αποτέλεσμα. Γρήγορα οι προσδοκίες του λαού διαψεύστηκαν από τις πολιτικές δυνάμεις που επικράτησαν με τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη. Τα λαϊκά συμφέροντα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ούτε από την κυβέρνηση Μόρσι και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που επέβαλαν αντεργατική πολιτική στήριξης των μονοπωλίων, ούτε από το κομμάτι της αστικής τάξης που αυτή τη στιγμή υποστηρίζει το στρατιωτικό πραξικόπημα.
Η κρίση στο αστικό πολιτικό σύστημα της Αιγύπτου συνδέεται και με ανταγωνισμούς ιμπεριαλιστικών κέντρων για την εξασφάλιση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ευρύτερης περιοχής και των δρόμων ενέργειας.
Η αστική τάξη της Αιγύπτου διαθέτει εναλλακτικές λύσεις για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και ο ρόλος του στρατού και των λεγόμενων θρησκευτικών κινημάτων είναι μερικές από αυτές. Είναι ανάγκη η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα να μην περιορίζονται μόνο στο να φύγει η μία ή η άλλη κυβέρνηση, να μην εγκλωβίζονται σε δήθεν μεταβατικές λύσεις που προετοιμάζουν την επόμενη αντιλαϊκή διακυβέρνηση.
Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι όταν η εργατική τάξη δε διαθέτει ΚΚ με στρατηγική αυτοτέλεια από την αστική τάξη, τότε η λαϊκή αγανάκτηση καν διαμαρτυρία γίνεται μέρος των σχεδίων αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος.
Εδώ και πάνω από τέσσερα χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη η ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία, που σαφώς συνδέεται και με τις άλλες εξελίξεις στην περιοχή, όπως είναι, π.χ., οι εξελίξεις στο Ιράκ. Σαφώς και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Συρία έχουν τη ρίζα τους στο εσωτερικό της χώρας, μιας και η Συρία βαδίζει στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης κι εκεί οφείλονται τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που βιώνουν η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Προβλήματα που οξύνθηκαν τα τελευταία χρόνια πριν την ιμπεριαλιστική επέμβαση, εξαιτίας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, της συρρίκνωσης των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων και εισοδημάτων, που προωθούνταν προς όφελος της ντόπιας αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα όμως με τις λαϊκές αντιδράσεις σε αντιλαϊκά μέτρα έγινε απροκάλυπτη και ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ, του Ισραήλ, της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ κ.ά. Φάνηκε πως ορισμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενδιαφέρονται για την αποσταθεροποίηση και την αποδυνάμωση του υφιστάμενου αστικού συριακού καθεστώτος που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία και για τους δικούς του λόγους συγκρούστηκε με τον πιο «πιστό σύμμαχο» των ΗΠΑ στην περιοχή, το Ισραήλ και αποτελεί σύμμαχο άλλων δυνάμεων στην Παλαιστίνη, στο Λίβανο, που μάχονται διάφορα (επιμέρους) ιμπεριαλιστικά σχέδια.
Η αποδυνάμωση αυτών των δυνάμεων στις οποίες ηγείται ο πρόεδρος Άσαντ ή ακόμη και η ανατροπή του διευκολύνει τα ιμπεριαλιστικά σχέδια επίθεσης κατά του Ιράν, με το πρόσχημα του πυρηνικού του προγράμματος. Μπορεί ακόμη να οδηγήσει σε νέους διαμελισμούς κρατών της περιοχής και σε ντόμινο αποσταθεροποίησης και αιματοχυσιών, κάτι που θα φέρει νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κι επεμβάσεις.
Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, μπορούμε να εκτιμήσουμε πως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χάρη στην επιρροή της ΕΣΣΔ, εξαιτίας της συνεισφοράς της στην Αντιφασιστική Νίκη, της υπεροχής του σοσιαλισμού στην ανοικοδόμηση της χώρας, της δημιουργίας σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, την κατάρρευση της αποικιοκρατίας, συντελέστηκαν θετικές διεργασίες στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης. Βεβαίως, αυτές οι διεργασίες υπερτιμήθηκαν από το κομμουνιστικό κίνημα, γιατί το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό και αμέσως μετά το τέλος του πολέμου ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ξεκίνησε τον «ψυχρό πόλεμο» κι επεξεργάστηκε τη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος και της ανασυγκρότησης των δυνάμεών του.
Την ίδια περίοδο σε μια σειρά χώρες, όπως στη Συρία, κυριάρχησε το ζήτημα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας, ως πρώτης προϋπόθεσης για το ξεπέρασμα της καθυστέρησης που επικρατούσε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη διαμόρφωσαν μια πολιτική οικονομικής και άλλης συνεργασίας και στήριξης των νέων καθεστώτων, μεταξύ άλλων και της Συρίας, με στόχο να μην ενσωματωθούν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αλλά να ενισχυθούν οι δυνάμεις που στο εσωτερικό του κυβερνητικού μετώπου τοποθετούνταν υπέρ του σοσιαλιστικού προσανατολισμού.
Η προσπάθεια αυτή της Σοβιετικής Ένωσης ν’ αναπτύξει οικονομικές σχέσεις, ακόμη και συμμαχίες, με κάποια καπιταλιστικά κράτη, ενάντια σε ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν θεμιτή, κατανοητή, αφού αδυνάτιζε το ενιαίο μέτωπο των ιμπεριαλιστών, αποσπούσε από αυτό δυνάμεις, έστω προσωρινά, χρησιμοποιούσε αντιθέσεις στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η συγκυριακή (κρατική) επιλογή της ΕΣΣΔ, που εκδηλωνόταν σε οικονομικό, διπλωματικό ή άλλο επίπεδο με ορισμένες χώρες, αναγόταν σε αρχή, θεωρητικοποιήθηκε και γινόταν λόγος για το λεγόμενο «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης» σε αυτές τις χώρες, που συνδέονταν με την αντίληψη περί «ειρηνικού περάσματος», οδήγησε τις κομμουνιστικές δυνάμεις -επομένως και το εργατικό κίνημα- να γίνουν ουρά αστικών δυνάμεων.
Μάλιστα, μέχρι σήμερα, από ορισμένους κατανοείται λαθεμένα η λενινιστική ρήση ότι «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια» [8], για να δικαιολογηθεί η ενεργή στήριξη και συμμετοχή των κομμουνιστών στην αστική διαχείριση. Πέρα από το ότι οι συγκεκριμένοι καταλαβαίνουν τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό απλώς ως την ύπαρξη ισχυρού κρατικού τομέα στην οικονομία και όχι ως τον ιμπεριαλισμό, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, όπως τον περιέγραφε ο Λένιν, πρέπει να υπογραμμίσουμε και κάτι ακόμη: Ποτέ ο Λένιν δεν κάλεσε τους κομμουνιστές να συμβάλουν από κυβερνητικές ή άλλες θέσεις στη διεύθυνση κι ενίσχυση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Καταλαβαίνουν λαθεμένα τον Λένιν όσοι επικαλούνται το συγκεκριμένο λενινιστικό τσιτάτο για να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους σε αστικές κυβερνήσεις «αριστερές», «πατριωτικές» κ.ο.κ. Λίγο παραπάνω από το συγκεκριμένο σημείο ο Λένιν γράφει πως «Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης», [9] ωστόσο αυτό καθόλου δε σημαίνει πως οι κομμουνιστές πρέπει να χαιρετίζουμε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να συμμετέχουμε στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας μας σε αυτόν. Όπως γνωρίζουμε από τη ζωή, ο Λένιν ήταν αυτός που ύψωσε τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού, ενάντια στη συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαία που είχε εγκαταλείψει η Β' Διεθνής.
Έτσι και ο λαθεμένος διαχωρισμός της αστικής τάξης σε «πατριωτική» και σε «ξενόδουλη», η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, μπορεί να οδηγήσει το ΚΚ και τους εργαζόμενους να παλεύουν κάτω από «ξένη σημαία», κίνδυνο για τον οποίο προειδοποίησε ο Λένιν. [10] Πολύ περισσότερο που αποδείχτηκε καν στην πράξη πως «τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό» δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν κι ενδιάμεσα στάδια μεταξύ καπιταλισμού καν σοσιαλισμού, κάτι που φαίνεται καν στην περίπτωση της Συρίας.
Σημειώνουμε τα παραπάνω γιατί θεωρούμε χρήσιμο να διευκρινίσουμε πως η στάση του ΚΚΕ ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία δε σημαίνει ταύτιση με το καθεστώς Άσαντ, ούτε βέβαια η αντίθεσή μας στην πιθανή ιμπεριαλιστική επίθεση στο Ιράν σημαίνει παραίτηση από την αντιπαράθεση που διατηρεί τη Κόμμα μας απέναντι στο αστικό καθεστώς αυτής της χώρας.
Ον κομμουνιστές καθορίζουμε τη στάση από τη θέση εναντίωσης με τις επιλογές και τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης της χώρας, όπως είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η αντίθεσή μας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η οργάνωση της πάλης του λαού ενάντια στην εμπλοκή της χώρας σε αυτόν, ενάντια στη χρησιμοποίηση των εδαφών, των θαλασσών καν του εναέριου χώρου της χώρας ως «ορμητήριο» για την επίθεση σε έναν άλλο λαό αποτελεί σήμερα κρίσιμο ζήτημα που μας δίνει τη δυνατότητα να βάλουμε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εξουσίας, καλώντας τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς της περιοχής μας να οργανωθούν καν ν’ ανατρέψουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα που γεννάει τον πόλεμο.
Ακόμη καταλαβαίνουμε πως το επαναστατικό εργατικό κίνημα στη Συρία δεν μπορεί να είναι αδιάφορο στην ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση που σημειώνεται τώρα στη χώρα του, ούτε στα σχέδια κατοχής καν διαμελισμού της, δεν μπορεί να είναι αμέτοχο στην αντίσταση στην ιμπεριαλιστική επέμβαση. Από την άποψη αυτή εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στην αντίσταση του συριακού λαού στην ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση και την ίδια ώρα θεωρούμε πως αυτή μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα μόνον αν συνδεθεί με την πάλη για μια πατρίδα απαλλαγμένη από τους κεφαλαιοκράτες, έξω από όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, μια πατρίδα όπου η εργατική τάξη θα είναι ιδιοκτήτης του πλούτου που παράγει, που εκείνη θα βρίσκεται στην εξουσία.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο Ιράκ, με τη δράση του λεγόμενου «Ισλαμικού κράτους» (Κ), που ποικιλοτρόπως στηρίχτηκε από τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία καν βέβαια τις ΗΠΑ καν άλλους, για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων στην περιοχή, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά για τις εξελίξεις. Όχι μόνο γιατί μπορεί να δώσουν το πρόσχημα για μια νέα μεγαλύτερη στρατιωτική επέμβαση των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, αλλά και γιατί για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες διαμορφώνουν το «έδαφος» για μια πιθανή αλλαγή, προσωρινή ή μονιμότερη, των «συμμαχιών» της περιοχής καν μνας άλλης «διαχείρισης» από μέρους των ΗΠΑ-ΕΕ της αστικής τάξης του Ιράν κι ίσως καν της Συρίας. Η στάση του εργατικού - λαϊκού κινήματος καν σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να βρίσκεται στην υποστήριξη των ιμπεριαλιστών ενάντια στα σκοταδιστικά «υποχείρια» που οι ίδιοι δημιούργησαν. Κι εδώ απαιτείται ο απεγκλωβισμός του εργατικού κινήματος από τα αστικά-ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή, η διαμόρφωση και χάραξη της δικής του στρατηγικής, κάτι που ωστόσο δυσχεραίνεται από την έλλειψη ισχυρού ΚΚ με επαναστατική στρατηγική στο Ιράκ.
Το παραπάνω συμπέρασμα σαφώς και ισχύει και για τις επικίνδυνες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, όπως είναι η Ουκρανία. Η αιματηρή σύγκρουση εκδηλώθηκε πάνω στο έδαφος του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, που ακολουθεί αυτή η χώρα, με την επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ στις εξελίξεις στην Ουκρανία, σε σφοδρό ανταγωνισμό αυτών των δυνάμεων με τη Ρωσία, για τον έλεγχο των αγορών, των πρώτων υλών και των δικτύων μεταφοράς της χώρας.
Η ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς δε συνιστά «δημοκρατική εξέλιξη», αφού με τη στήριξη ΕΕ και ΗΠΑ στην επιφάνεια αναρριχήθηκαν αντιδραστικές έως και φασιστικές δυνάμεις, που χρησιμοποιούνται από ΕΕ-ΗΠΑ για την προώθηση των γεωπολιτικών τους στόχων στην περιοχή της Ευρασίας.
Το ΚΚΕ εκτίμησε πως λύση για τον ουκρανικό λαό δεν αποτελεί ούτε και η πρόσδεση της Ουκρανίας στο άρμα της σημερινής καπιταλιστικής Ρωσίας. Η προσπάθεια να διχαστεί ο λαός της Ουκρανίας σε εθνοτική, γλωσσική βάση και να οδηγηθεί σε ένα μακελειό, με ανυπολόγιστα τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και τη χώρα του, για να επιλέξει τη μια ή την άλλη διακρατική καπιταλιστική ένωση, είναι παντελώς ξένη προς τα συμφέροντα των εργαζομένων. Εκφράσαμε την πεποίθηση πως ο εργαζόμενος λαός της Ουκρανίας πρέπει να οργανώσει τη δική του αυτοτελή πάλη, με κριτήριο τα συμφέροντά του και όχι με κριτήριο ποιον ιμπεριαλιστή επιλέγει το ένα ή άλλο τμήμα της ουκρανικής πλουτοκρατίας. Να χαράξει το δρόμο για το σοσιαλισμό, που αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Άλλωστε ο λαός της Ουκρανίας έχει ζήσει τι σημαίνει σοσιαλισμός! Σε μεγάλο βαθμό αναπολεί τις τεράστιες κοινωνικές κατακτήσεις που αυτός είχε για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Το ΚΚΕ απαίτησε η χώρα μας να μην έχει καμία συμμετοχή, καμία εμπλοκή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ στην Ουκρανία, υπογραμμίζοντας πως καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι πάνε χέρι-χέρι και ο λαός μας δεν έχει κανένα συμφέρον από τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτούς τους σχεδιασμούς.