Κατά τη διάρκεια όλων των τελευταίων χρόνων, οι εργαζόμενοι της Ρωσίας νιώθουν την αμείωτη πίεση από την πλευρά της αστικής τάξης.
Το 2018 ψηφίστηκε ο ομοσπονδιακός νόμος 350-Φ3, που αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης. Αν, σύμφωνα με τους παλιούς κανονισμούς, που ίσχυαν από τη σοβιετική περίοδο, οι άνδρες μπορούσαν να βγαίνουν στη σύνταξη στην ηλικία των 60 χρόνων και οι γυναίκες των 55, τώρα αυτό το κατώφλι ανέβηκε για τους άνδρες στα 65 χρόνια και για τις γυναίκες στα 60. Το αστικό καθεστώς βιάζεται να πραγματοποιήσει τις «μεταρρυθμίσεις» του, βιάζεται να πραγματοποιήσει όσο γίνεται περισσότερους αντεργατικούς νόμους και αυτό θα το κάνει μέχρις ότου οι εργαζόμενοι της Ρωσίας μάθουν στις νέες συνθήκες να οργανώνονται και να παρουσιάζονται σε ενιαίο μέτωπο. Το καλοκαίρι του 2018 στη χώρα υπήρξε ένα κύμα διαμαρτυριών, όμως αυτές οι εκδηλώσεις (που κυρίως ήταν συγκεντρώσεις και πικετοφορίες) δεν είχαν αρκετή μαζικότητα, οργάνωση και ριζοσπαστισμό, ώστε οι κύκλοι της εξουσίας να υποχωρήσουν από τις προθέσεις τους σχετικά με την ηλικία συνταξιοδότησης.
Η αστική τάξη της Ρωσίας πραγματοποιεί επίθεση στα δικαιώματα των εργαζόμενων και από άλλες κατευθύνσεις. Η άνοδος των μισθών υπολείπεται των ρυθμών του πληθωρισμού. Σε πολλές επιχειρήσεις της χώρας γίνονται συχνά υπερωρίες χωρίς την προβλεπόμενη προσαύξηση της αμοιβής, διαδεδομένη είναι η εξοικονόμηση μέσων ασφάλειας από τους «εργοδότες».
Ένα ακόμα πλήγμα στις παροχές προς τους εργαζόμενους είναι η κρατική πολιτική «μεταρρύθμισης» του δωρεάν υγειονομικού συστήματος για όλους. Γίνονται μειώσεις του υγειονομικού προσωπικού, κλείνουν νοσοκομεία στις μικρές πόλεις, οι εργαζόμενοι παντού στερούνται τη δυνατότητα να λαμβάνουν προσιτή ποιοτική ιατρική βοήθεια.
Σε σειρά περιπτώσεων η εργατική τάξη αρνήθηκε να δεχτεί αδιαμαρτύρητα πλήγματα από την πλευρά της άρχουσας τάξης. Δείχνοντας οργανωτικότητα, οι εργαζόμενοι κατάφεραν να πετύχουν μια μερική ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Για παράδειγμα, το 2019, σε ορισμένες περιοχές της Ρωσίας οι εργαζόμενοι των Πρώτων Βοηθειών οργάνωσαν «ιταλικές» απεργίες και άλλες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, επειδή αναγκάστηκαν να δουλεύουν σε συνθήκες καθυστέρησης πληρωμής των χαμηλών μισθών, με υπερωρίες, έλλειψη προσωπικού όπως και εργολαβικούς οδηγούς. Στις πόλεις Μοζάισκ (περιοχή Μόσχας), Τολιάτι (περιοχή Σαμάρας), Γκαγκάριν (περιοχή Σμολένσκ) και σε ορισμένες ακόμα περιοχές κατάφεραν να υπερασπιστούν τα νόμιμα δικαιώματά τους για αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και αμοιβής.
Τον Ιούλη του 2019, οι χειριστές γερανών του Καζάν πραγματοποίησαν οργανωμένη απεργία, που ολοκληρώθηκε με νίκη των εργαζόμενων.
Υπήρξαν και άλλες επιτυχημένες εργατικές εκδηλώσεις που μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για το προλεταριάτο της Ρωσίας.
Την ίδια περίοδο σε πολλές άλλες επιχειρήσεις της χώρας οι εργάτες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την ανάγκη να ενωθούν στην πάλη για τα πιο στοιχειώδη δικαιώματά τους και δεν αποκρούουν με κανέναν τρόπο τις πράξεις της αστικής τάξης και την πολιτική διακρίσεων του κράτους εναντίον των εργατών.
Βλέπουμε ότι και σε άλλες χώρες η προσπάθεια των εργατών για ένωση, ώστε να παλέψουν για τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, δεν έχει, προς το παρόν, φτάσει εκείνο το επίπεδο που θα μας επέτρεπε να μιλάμε για στρατηγικές νίκες επί του καπιταλισμού. Αντίθετα, και έξω από τα όρια της Ρωσίας οι καπιταλιστές επιτίθενται στα δικαιώματα των εργαζόμενων. Οι εργάτες απάντησαν με απεργίες και άλλες μορφές πάλης. Ορισμένες από αυτές τις ενέργειες μπορούν ν’ αποτελέσουν καλά παραδείγματα για το προλεταριάτο όλων των χωρών. Για παράδειγμα, η νίκη των εργαζόμενων των ταχυδρομείων της Φινλανδίας, που πραγματοποίησαν την απεργία τους το Νοέμβρη του 2019, έγινε δυνατή χάρη στο πλατύ κύμα αλληλεγγύης των Φινλανδών εργαζόμενων των άλλων κλάδων. Εδώ οι εργάτες έδειξαν ότι γίνονται μια μεγάλη δύναμη αν ενωθούν. Οι εργαζόμενοι της Ελλάδας, τον ίδιο χρόνο, αντέδρασαν με πλατύ μέτωπο ενάντια στη νέα επίθεση των διεθνών ενώσεων επιχειρήσεων ενάντια στους εργαζόμενους, για παράδειγμα, ενάντια στις αντεργατικές πρωτοβουλίες της COSCO και του ΣΕΒ. Οι εργαζόμενοι της Γαλλίας, στα τέλη του 2019, πραγματοποίησαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή πολλών χιλιάδων σε όλη τη χώρα και πέτυχαν την απόσυρση της χειροτέρευσης της νομοθεσίας για τις συντάξεις. Αυτά είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα από τις εκατοντάδες και χιλιάδες των περιπτώσεων που οι καπιταλιστές είχαν σοβαρή αντίσταση από την πλευρά των οργανωμένων εργατών.
Παρόλ’ αυτά, η σύγχρονη εργατική πάλη, είτε στη Ρωσία είτε στις άλλες χώρες, δε θίγει τις βάσεις του αστικού συστήματος. Ο απεργιακός αγώνας και οι εκδηλώσεις των εργαζόμενων, ακόμα και εκεί όπου εκδηλώνεται ένας υψηλός βαθμός ταξικής οργάνωσης, δεν έχουν φτάσει ακόμα σε εκείνη τη βαθμίδα που η πάλη σε μαζική κλίμακα δεν αποσκοπεί απλά στη βελτίωση της κατάστασης των εργατών με διατήρηση του καπιταλισμού, αλλά στην ανατροπή του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό. Από την άποψη της ταξικής πάλης, η σύγχρονη περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξής: Συσσώρευση δυνάμεων από το προλεταριάτο, αναζήτηση νέων τρόπων και μεθόδων ένωσης. Σε καμιά χώρα του κόσμου τώρα δε διεξάγονται αποφασιστικοί ταξικοί αγώνες για την κατάκτηση της εξουσίας. Πουθενά δε γίνεται μια ριζοσπαστική έφοδος στον καπιταλισμό που να συγκλονίζει τις βάσεις αυτού του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Ιστορικά συνέβη έτσι που για την ενότητα της εργατικής τάξης υπεύθυνο είναι το κομμουνιστικό κίνημα. Βλέπουμε ότι σε πολλές χώρες και στον κόσμο συνολικά γίνονται ορισμένα βήματα για την αναδιοργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος. Καταλαβαίνουμε ότι η αναδιοργάνωση της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία. Μέχρι σήμερα, σε ορισμένες χώρες η πρωτοπορία της εργατικής τάξης μπόρεσε να δημιουργήσει ένα δυνατό πειθαρχημένο κομμουνιστικό κόμμα, για παράδειγμα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Όμως και εκεί ακόμα απομένει να προσελκυστούν στο σοσιαλιστικό αγώνα οι βασικές μάζες των εργαζόμενων τάξεων και να πειστούν για την αναγκαιότητα δραστήριων ενεργειών. Στη Ρωσία και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου η ιδιαιτερότητα της κατάστασης είναι η ακόλουθη: Τα κομμουνιστικά κόμματα, ακόμα και εκείνα που δεν τα έθιξε η αρρώστια του οπορτουνισμού και της αναθεώρησης, που λειτουργούν για χρόνια, που αντιλαμβάνονται ορθά και αντανακλούν στα κομματικά τους ΜΜΕ την τρέχουσα κατάσταση, που δαπανούν πολλές δυνάμεις στη ζύμωση και την προπαγάνδιση των μαρξιστικών ιδεών ανάμεσα στους εργάτες, παραμένουν ολιγομελή και λίγο γνωστά στην εργατική τάξη. Αυτό δεν αποτελεί τη διαπίστωση κάποιας ήττας, αλλά, αντίθετα, την κατανόηση του γεγονότος ότι οι κομμουνιστές έχουν μπροστά τους πολλή οργανωτική και ιδεολογική δουλειά, που λαμβάνει υπόψη τόσο τις παγκόσμιες τάσεις όσο και την τοπική ιδιαιτερότητα.
Παρά το γεγονός ότι οι εχθροί της εργατικής τάξης εδώ και μερικές δεκαετίες προσπαθούν να εξηγήσουν την πτώση της επαναστατικής δραστηριότητας με την έννοια ότι, δήθεν, τελειώσαμε με τον κομμουνισμό, ότι οι κομμουνιστικές ιδέες ήταν απλώς μια επιδημία του 20ού αιώνα και πια δε θα μπορέσουν πουθενά να κατακτήσουν τις μάζες, εμείς, οι σύγχρονοι κομμουνιστές, αντιλαμβανόμαστε τη σπειροειδή κυκλικότητα της εξέλιξης της Ιστορίας.
Είμαστε πεισμένοι ότι οι ρίζες της προσωρινής υποχώρησης των κομμουνιστικών ιδεών στη συνείδηση του προλεταριάτου βρίσκονται στην εξελισσόμενη οικονομική διαδικασία. Στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης αυτή η διαδικασία για τρεις δεκαετίες ήδη προχωρά στο δρόμο της αποβιομηχάνισης και της ένταξης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Αυτό, με τη σειρά του, αναδιαμόρφωσε σημαντικά τη δομή και τη σύνθεση της εργατικής τάξης.
Για παράδειγμα, στη Ρωσία, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, βρέθηκαν στην εξουσία οι δυνάμεις που πραγματοποίησαν την κατάργηση της σοσιαλιστικής κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και του κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο. Για τις παγκόσμιες ενώσεις επιχειρήσεων άνοιξαν όλες οι αγορές. Μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ διαρρήχθηκαν οι παραγωγικοί δεσμοί. Όλα αυτά οδήγησαν στη μείωση των όγκων της παραγωγής, στο κλείσιμο και τον αναπροσανατολισμό χιλιάδων επιχειρήσεων. Εκατομμύρια ειδικευμένων εργατών βρέθηκαν στα αζήτητα της αγοράς και αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν τομέα απασχόλησης. Τα σύγχρονα εργοστάσια καταστρέφονταν, αφού βρέθηκαν έξω από τις δουλειές, το προσωπικό τους συμπλήρωνε τη μάζα των νέων μικρών επιχειρήσεων της σφαίρας των υπηρεσιών, του εμπορίου, των μεταφορών. Δημιουργήθηκε ο στρατός των ανέργων. Ήδη το 1992 το 70% του πληθυσμού της Ρωσίας βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων που διήρκεσαν δεκαετίες και η συνεχής αναδιοργάνωσή τους σύμφωνα με τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς έβαλαν τους εργαζόμενους της χώρας σε κατάσταση αβεβαιότητας. Πολλοί κάτοικοι πρώην ανεπτυγμένων βιομηχανικών οικισμών μετακόμισαν σε αναζήτηση εργασίας, μετακόμισαν σε μεγαλουπόλεις ή και στο εξωτερικό. Ανάλογες διαδικασίες έγιναν την ίδια περίοδο σε όλες τις Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Μέχρι σήμερα αυτές οι χώρες έχουν ενταχτεί πλέον στην παγκόσμια αγορά και έγιναν ταυτόχρονα εξαρτημένες από τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Και η Ρωσία εν μέρει βρίσκεται σε καθεστώς εξάρτησης, έχοντας χάσει ολόκληρους κλάδους παραγωγής (ηλεκτρονική, φαρμακευτική και άλλους επιστημονικούς κλάδους υψηλής ειδίκευσης). Η χώρα στην παγκόσμια αγορά έχει το ρόλο του προμηθευτή υδρογονανθράκων.
Έτσι, στο φόντο της μεταφοράς της παραγωγής σε καθυστερημένες χώρες με χαμηλή τιμή της εργατικής δύναμης, που γίνεται στον κόσμο, στη Ρωσία και σε πολλές γειτονικές της χώρες, έγινε αναπροσανατολισμός προς τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς. Αυτό συνέβαλε στο ότι το παλιό, κατά τόπους συσπειρωμένο, μορφωμένο, έμπειρο προλεταριάτο βρέθηκε απογοητευμένο και ανοργάνωτο. Δημιουργήθηκαν μεταναστευτικές ροές. Για παράδειγμα, στη σύγχρονη Ρωσία υπάρχει το φαινόμενο της εκροής εργατικής δύναμης προς την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όμως ταυτόχρονα με αυτό, στην ίδια τη Ρωσική Ομοσπονδία κατευθύνονται ροές εργατών μεταναστών από χώρες της Κεντρικής Ασίας, την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τον Καύκασο. Τα στατιστικά στοιχεία για τους μετανάστες εργάτες που φτάνουν στη Ρωσία μαρτυρούν ότι μόνο κατά το πρώτο μισό του 2019 ήρθαν για δουλειά στη χώρα 2,4 εκατομμύρια άνθρωποι. Σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία, η εργατική τάξη της Ρωσίας αριθμεί συνολικά 77 εκατομμύρια, από τα οποία το 10% περίπου είναι μετανάστες εργάτες. [1]
Ο αναπροσανατολισμός της κοινωνικής παραγωγής προς την παγκόσμια αγορά σε σειρά περιοχών της χώρας μας σκότωσε απλούστατα την αγροτική παραγωγή ως κλάδο. Πολλές επιχειρήσεις, ως αποτέλεσμα της ανατροπής του σοσιαλισμού και της εισαγωγής του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας (ιδιωτικοποίηση), είτε έπαψαν να υπάρχουν είτε άλλαξαν την κατεύθυνσή τους και τον όγκο της παραγωγής τους. Ως συνέπεια αυτών και άλλων παραγόντων, η εσωτερική μετανάστευση απέκτησε κολοσσιαία κλίμακα και μετριέται με εκατομμύρια ανθρώπων κάθε χρόνο. Αυτό φαίνεται στις εσχατιές της χώρας που αργοπεθαίνουν και στις μεγαλουπόλεις που αναπτύσσονται. Είναι φανερό ότι έχει γίνει ένα μεγάλο εθνικό ανακάτωμα στις πόλεις και στις επιχειρήσεις που λειτουργούν. Ταυτόχρονα ενισχύθηκαν οι διεθνικές συγκρούσεις, επειδή οι εθνικές «ελίτ» μπήκαν σε ανταγωνισμό για τους πόρους. Όμως και εργάτες ανταγωνίζονται μεταξύ τους και, μάλιστα, σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι νεοφερμένοι εργαζόμενοι είναι έτοιμοι να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη φθηνότερα γίνονται εκρήξεις εθνικιστικών διαθέσεων ανάμεσα στους «ντόπιους» εργάτες.
Για παράδειγμα, το 2013, στην περιοχή της Μόσχας Μπιριουλόβο-Δυτικό ένα κακούργημα (φόνος) έγινε η αφετηρία εθνικιστικών, μαζικών πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες εργάτες. Παρόμοιες συγκρούσεις υπήρξαν πολλές τα τελευταία χρόνια.
Αυτά γίνονται δυνατά επειδή το προλεταριάτο είναι διαιρεμένο και δεν έχει πρόσφατη εμπειρία αντιπαράθεσης με την αστική τάξη, δεν έχει ακόμα καταλάβει ότι μόνο η ενότητα όλων των εθνοτήτων θα φέρει τη νίκη στη σύγκρουση με τον καπιταλισμό.
Η δυσκολία της ενότητας της εργατικής τάξης σε κάθε περίπτωση τώρα μπορεί να στηρίζεται στην ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων, που εργάζονται στην κοινωνική παραγωγή, μεταξύ των οποίων δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί οι αναγκαίες επαφές για την κοινή επιτυχή ταξική πάλη.
Σε αυτήν την κατάσταση πολλές παραδοσιακές οργανώσεις της εργατικής τάξης, που θα μπορούσαν να κατευθύνουν τη διαμαρτυρία των εργαζόμενων ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό, το κεφάλαιο, αποδείχτηκαν ανίκανες για δράση στις νέες συνθήκες. Στη σύγχρονη Ρωσία, όπως και σε ορισμένες άλλες χώρες, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει και πάλι να ανοίξει το δρόμο του, όπως στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το εθνικό ζήτημα γίνεται και πάλι επίκαιρο και ως αποτέλεσμα της τεχνητής όξυνσης των αντιθέσεων σχετικά με παλιά ανεπίλυτα διεθνικά ζητήματα.
Οι καπιταλιστές διαφορετικής εθνικότητας μέσα στις μετοχικές εταιρίες και επιχειρήσεις είναι ενωμένοι ενάντια στους εργάτες, στις γραμμές των οποίων προσπαθούν να πραγματοποιήσουν ρήγμα στη βάση του εθνικού κριτηρίου. Όμως, παρόλ’ αυτά, όπως και στον περασμένο αιώνα, σε οποιαδήποτε πραγματικά σοβαρή σύγκρουση, η κοινωνία πολώνεται σύμφωνα με το ταξικό και όχι με το εθνικό κριτήριο. Το κεφάλαιο χρειάζεται τεράστιες προσπάθειες, αδιάκοπη δουλειά των ΜΜΕ για τη συνεχή «επεξεργασία» των εργαζόμενων στο πνεύμα του εθνικισμού και της πολιτιστικής προσέγγισης. Η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί να περιορίσει κάθε αγώνα του εργαζόμενου λαού σε αυτά ή άλλα αντιεπιστημονικά όρια για να τον αποσπά από την ταξική πάλη.
Έτσι, για κάθε σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα, η διαμόρφωση θέσης για το εθνικό ζήτημα είναι επίκαιρη και παραμένει υποχρέωσή του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας και το Ενιαίο Μέτωπο Εργαζόμενων Ρωσίας (ΡΟΤ ΦΡΟΝΤ) πάντα δίνουν την οργανωτική και πληροφοριακή στήριξή τους στους εργάτες που διαμαρτύρονται, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ των ντόπιων ή των νεοφερμένων.