Η διαλεκτική σχέση του Διεθνισμού και της ταξικής πάλης


Άρθρο του ΚΕΚΡ

Κατά τη διάρκεια όλων των τελευταίων χρόνων, οι εργαζόμενοι της Ρωσίας νιώθουν την αμείωτη πίεση από την πλευρά της αστικής τάξης.

Το 2018 ψηφίστηκε ο ομοσπονδιακός νόμος 350-Φ3, που αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης. Αν, σύμφωνα με τους παλιούς κανονισμούς, που ίσχυαν από τη σοβιετική περίοδο, οι άνδρες μπορούσαν να βγαίνουν στη σύνταξη στην ηλι­κία των 60 χρόνων και οι γυναίκες των 55, τώρα αυτό το κατώφλι ανέβηκε για τους άνδρες στα 65 χρόνια και για τις γυναίκες στα 60. Το αστικό καθεστώς βιάζεται να πραγματοποιήσει τις «μεταρρυθμίσεις» του, βιάζεται να πραγματοποιήσει όσο γίνεται περισσότερους αντεργατικούς νόμους και αυτό θα το κάνει μέχρις ότου οι εργαζόμενοι της Ρωσίας μάθουν στις νέες συνθήκες να οργανώνονται και να πα­ρουσιάζονται σε ενιαίο μέτωπο. Το καλοκαίρι του 2018 στη χώρα υπήρξε ένα κύ­μα διαμαρτυριών, όμως αυτές οι εκδηλώσεις (που κυρίως ήταν συγκεντρώσεις και πικετοφορίες) δεν είχαν αρκετή μαζικότητα, οργάνωση και ριζοσπαστισμό, ώστε οι κύκλοι της εξουσίας να υποχωρήσουν από τις προθέσεις τους σχετικά με την ηλικία συνταξιοδότησης.

Η αστική τάξη της Ρωσίας πραγματοποιεί επίθεση στα δικαιώματα των ερ­γαζόμενων και από άλλες κατευθύνσεις. Η άνοδος των μισθών υπολείπεται των ρυθμών του πληθωρισμού. Σε πολλές επιχειρήσεις της χώρας γίνονται συχνά υπε­ρωρίες χωρίς την προβλεπόμενη προσαύξηση της αμοιβής, διαδεδομένη είναι η εξοικονόμηση μέσων ασφάλειας από τους «εργοδότες».

Ένα ακόμα πλήγμα στις παροχές προς τους εργαζόμενους είναι η κρατική πο­λιτική «μεταρρύθμισης» του δωρεάν υγειονομικού συστήματος για όλους. Γίνο­νται μειώσεις του υγειονομικού προσωπικού, κλείνουν νοσοκομεία στις μικρές πόλεις, οι εργαζόμενοι παντού στερούνται τη δυνατότητα να λαμβάνουν προσι­τή ποιοτική ιατρική βοήθεια.

Σε σειρά περιπτώσεων η εργατική τάξη αρνήθηκε να δεχτεί αδιαμαρτύρη­τα πλήγματα από την πλευρά της άρχουσας τάξης. Δείχνοντας οργανωτικότητα, οι εργαζόμενοι κατάφεραν να πετύχουν μια μερική ικανοποίηση των αιτημά­των τους.

Για παράδειγμα, το 2019, σε ορισμένες περιοχές της Ρωσίας οι εργαζόμενοι των Πρώτων Βοηθειών οργάνωσαν «ιταλικές» απεργίες και άλλες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, επειδή αναγκάστηκαν να δουλεύουν σε συνθήκες καθυστέρησης πληρωμής των χαμηλών μισθών, με υπερωρίες, έλλειψη προσωπικού όπως και εργολαβικούς οδηγούς. Στις πόλεις Μοζάισκ (περιοχή Μόσχας), Τολιάτι (περιο­χή Σαμάρας), Γκαγκάριν (περιοχή Σμολένσκ) και σε ορισμένες ακόμα περιοχές κατάφεραν να υπερασπιστούν τα νόμιμα δικαιώματά τους για αξιοπρεπείς συν­θήκες εργασίας και αμοιβής.

Τον Ιούλη του 2019, οι χειριστές γερανών του Καζάν πραγματοποίησαν οργα­νωμένη απεργία, που ολοκληρώθηκε με νίκη των εργαζόμενων.

Υπήρξαν και άλλες επιτυχημένες εργατικές εκδηλώσεις που μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για το προλεταριάτο της Ρωσίας.

Την ίδια περίοδο σε πολλές άλλες επιχειρήσεις της χώρας οι εργάτες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την ανάγκη να ενωθούν στην πάλη για τα πιο στοιχειώ­δη δικαιώματά τους και δεν αποκρούουν με κανέναν τρόπο τις πράξεις της αστι­κής τάξης και την πολιτική διακρίσεων του κράτους εναντίον των εργατών.

Βλέπουμε ότι και σε άλλες χώρες η προσπάθεια των εργατών για ένωση, ώστε να παλέψουν για τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, δεν έχει, προς το παρόν, φτάσει εκείνο το επίπεδο που θα μας επέτρεπε να μιλάμε για στρατηγικές νίκες επί του καπιταλισμού. Αντίθετα, και έξω από τα όρια της Ρωσίας οι καπιταλιστές επιτί­θενται στα δικαιώματα των εργαζόμενων. Οι εργάτες απάντησαν με απεργίες και άλλες μορφές πάλης. Ορισμένες από αυτές τις ενέργειες μπορούν ν’ αποτελέσουν καλά παραδείγματα για το προλεταριάτο όλων των χωρών. Για παράδειγμα, η νίκη των εργαζόμενων των ταχυδρομείων της Φινλανδίας, που πραγματοποίη­σαν την απεργία τους το Νοέμβρη του 2019, έγινε δυνατή χάρη στο πλατύ κύμα αλληλεγγύης των Φινλανδών εργαζόμενων των άλλων κλάδων. Εδώ οι εργάτες έδειξαν ότι γίνονται μια μεγάλη δύναμη αν ενωθούν. Οι εργαζόμενοι της Ελλά­δας, τον ίδιο χρόνο, αντέδρασαν με πλατύ μέτωπο ενάντια στη νέα επίθεση των διεθνών ενώσεων επιχειρήσεων ενάντια στους εργαζόμενους, για παράδειγμα, ενάντια στις αντεργατικές πρωτοβουλίες της COSCO και του ΣΕΒ. Οι εργαζόμε­νοι της Γαλλίας, στα τέλη του 2019, πραγματοποίησαν εκδηλώσεις διαμαρτυρί­ας με τη συμμετοχή πολλών χιλιάδων σε όλη τη χώρα και πέτυχαν την απόσυρ­ση της χειροτέρευσης της νομοθεσίας για τις συντάξεις. Αυτά είναι ορισμένα μό­νο παραδείγματα από τις εκατοντάδες και χιλιάδες των περιπτώσεων που οι κα­πιταλιστές είχαν σοβαρή αντίσταση από την πλευρά των οργανωμένων εργατών.

Παρόλ’ αυτά, η σύγχρονη εργατική πάλη, είτε στη Ρωσία είτε στις άλλες χώ­ρες, δε θίγει τις βάσεις του αστικού συστήματος. Ο απεργιακός αγώνας και οι εκ­δηλώσεις των εργαζόμενων, ακόμα και εκεί όπου εκδηλώνεται ένας υψηλός βαθ­μός ταξικής οργάνωσης, δεν έχουν φτάσει ακόμα σε εκείνη τη βαθμίδα που η πά­λη σε μαζική κλίμακα δεν αποσκοπεί απλά στη βελτίωση της κατάστασης των ερ­γατών με διατήρηση του καπιταλισμού, αλλά στην ανατροπή του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό. Από την άποψη της ταξικής πάλης, η σύγχρονη περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξής: Συσσώρευση δυνάμεων από το προλεταριάτο, αναζή­τηση νέων τρόπων και μεθόδων ένωσης. Σε καμιά χώρα του κόσμου τώρα δε διεξάγονται αποφασιστικοί ταξικοί αγώνες για την κατάκτηση της εξουσίας. Που­θενά δε γίνεται μια ριζοσπαστική έφοδος στον καπιταλισμό που να συγκλονίζει τις βάσεις αυτού του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Ιστορικά συνέβη έτσι που για την ενότητα της εργατικής τάξης υπεύθυνο εί­ναι το κομμουνιστικό κίνημα. Βλέπουμε ότι σε πολλές χώρες και στον κόσμο συ­νολικά γίνονται ορισμένα βήματα για την αναδιοργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος. Καταλαβαίνουμε ότι η αναδιοργάνωση της δράσης των κομμουνιστι­κών κομμάτων είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία. Μέχρι σήμερα, σε ορισμένες χώρες η πρωτοπορία της εργατικής τάξης μπόρεσε να δημιουργήσει ένα δυνατό πειθαρχημένο κομμουνιστικό κόμμα, για παράδειγμα στην Ελλάδα και την Τουρ­κία. Όμως και εκεί ακόμα απομένει να προσελκυστούν στο σοσιαλιστικό αγώ­να οι βασικές μάζες των εργαζόμενων τάξεων και να πειστούν για την αναγκαιό­τητα δραστήριων ενεργειών. Στη Ρωσία και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου η ιδιαιτερότητα της κατάστασης είναι η ακόλουθη: Τα κομμουνιστικά κόμματα, ακόμα και εκείνα που δεν τα έθιξε η αρρώστια του οπορτουνισμού και της ανα­θεώρησης, που λειτουργούν για χρόνια, που αντιλαμβάνονται ορθά και αντανα­κλούν στα κομματικά τους ΜΜΕ την τρέχουσα κατάσταση, που δαπανούν πολ­λές δυνάμεις στη ζύμωση και την προπαγάνδιση των μαρξιστικών ιδεών ανάμε­σα στους εργάτες, παραμένουν ολιγομελή και λίγο γνωστά στην εργατική τάξη. Αυτό δεν αποτελεί τη διαπίστωση κάποιας ήττας, αλλά, αντίθετα, την κατανό­ηση του γεγονότος ότι οι κομμουνιστές έχουν μπροστά τους πολλή οργανωτική και ιδεολογική δουλειά, που λαμβάνει υπόψη τόσο τις παγκόσμιες τάσεις όσο και την τοπική ιδιαιτερότητα.

Παρά το γεγονός ότι οι εχθροί της εργατικής τάξης εδώ και μερικές δεκαετί­ες προσπαθούν να εξηγήσουν την πτώση της επαναστατικής δραστηριότητας με την έννοια ότι, δήθεν, τελειώσαμε με τον κομμουνισμό, ότι οι κομμουνιστικές ιδέες ήταν απλώς μια επιδημία του 20ού αιώνα και πια δε θα μπορέσουν πουθενά να κατακτήσουν τις μάζες, εμείς, οι σύγχρονοι κομμουνιστές, αντιλαμβανόμα­στε τη σπειροειδή κυκλικότητα της εξέλιξης της Ιστορίας.

Είμαστε πεισμένοι ότι οι ρίζες της προσωρινής υποχώρησης των κομμουνι­στικών ιδεών στη συνείδηση του προλεταριάτου βρίσκονται στην εξελισσόμενη οικονομική διαδικασία. Στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώ­πης αυτή η διαδικασία για τρεις δεκαετίες ήδη προχωρά στο δρόμο της αποβιομη­χάνισης και της ένταξης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Αυτό, με τη σει­ρά του, αναδιαμόρφωσε σημαντικά τη δομή και τη σύνθεση της εργατικής τάξης.

Για παράδειγμα, στη Ρωσία, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, βρέθηκαν στην εξουσία οι δυνάμεις που πραγματοποίησαν την κατάργηση της σοσιαλιστικής κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και του κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο. Για τις παγκόσμιες ενώσεις επιχειρήσεων άνοιξαν όλες οι αγορές. Μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ διαρρήχθηκαν οι παραγωγικοί δεσμοί. Όλα αυτά οδήγησαν στη μείωση των όγκων της παραγωγής, στο κλείσιμο και τον αναπροσανατολισμό χιλιάδων επιχειρήσεων. Εκατομμύρια ειδικευμένων εργατών βρέθηκαν στα αζήτητα της αγοράς και αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν τομέα απασχόλησης. Τα σύγχρονα εργοστάσια καταστρέφονταν, αφού βρέθηκαν έξω από τις δουλειές, το προσωπικό τους συμπλήρωνε τη μάζα των νέων μικρών επι­χειρήσεων της σφαίρας των υπηρεσιών, του εμπορίου, των μεταφορών. Δημιουργήθηκε ο στρατός των ανέργων. Ήδη το 1992 το 70% του πληθυσμού της Ρω­σίας βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων που διήρκεσαν δεκαετίες και η συνεχής αναδιοργάνωσή τους σύμφωνα με τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς έβαλαν τους εργαζόμενους της χώρας σε κατάσταση αβεβαιότητας. Πολλοί κάτοικοι πρώην ανεπτυγμένων βιο­μηχανικών οικισμών μετακόμισαν σε αναζήτηση εργασίας, μετακόμισαν σε μεγαλουπόλεις ή και στο εξωτερικό. Ανάλογες διαδικασίες έγιναν την ίδια περίο­δο σε όλες τις Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευ­ρώπης.

Μέχρι σήμερα αυτές οι χώρες έχουν ενταχτεί πλέον στην παγκόσμια αγορά και έγιναν ταυτόχρονα εξαρτημένες από τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Και η Ρωσία εν μέρει βρίσκεται σε καθεστώς εξάρτησης, έχοντας χάσει ολό­κληρους κλάδους παραγωγής (ηλεκτρονική, φαρμακευτική και άλλους επιστη­μονικούς κλάδους υψηλής ειδίκευσης). Η χώρα στην παγκόσμια αγορά έχει το ρό­λο του προμηθευτή υδρογονανθράκων.

Έτσι, στο φόντο της μεταφοράς της παραγωγής σε καθυστερημένες χώρες με χαμηλή τιμή της εργατικής δύναμης, που γίνεται στον κόσμο, στη Ρωσία και σε πολλές γειτονικές της χώρες, έγινε αναπροσανατολισμός προς τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς. Αυτό συνέβαλε στο ότι το παλιό, κατά τόπους συσπειρωμέ­νο, μορφωμένο, έμπειρο προλεταριάτο βρέθηκε απογοητευμένο και ανοργάνω­το. Δημιουργήθηκαν μεταναστευτικές ροές. Για παράδειγμα, στη σύγχρονη Ρω­σία υπάρχει το φαινόμενο της εκροής εργατικής δύναμης προς την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όμως ταυτόχρονα με αυτό, στην ίδια τη Ρωσική Ομοσπονδία κατευθύνονται ροές εργατών μεταναστών από χώρες της Κεντρικής Ασίας, την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τον Καύκασο. Τα στατιστικά στοιχεία για τους μετανά­στες εργάτες που φτάνουν στη Ρωσία μαρτυρούν ότι μόνο κατά το πρώτο μισό του 2019 ήρθαν για δουλειά στη χώρα 2,4 εκατομμύρια άνθρωποι. Σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία, η εργατική τάξη της Ρωσίας αριθμεί συνολικά 77 εκατομ­μύρια, από τα οποία το 10% περίπου είναι μετανάστες εργάτες. [1]

Ο αναπροσανατολισμός της κοινωνικής παραγωγής προς την παγκόσμια αγο­ρά σε σειρά περιοχών της χώρας μας σκότωσε απλούστατα την αγροτική παραγω­γή ως κλάδο. Πολλές επιχειρήσεις, ως αποτέλεσμα της ανατροπής του σοσιαλι­σμού και της εισαγωγής του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας (ιδιωτικοποί­ηση), είτε έπαψαν να υπάρχουν είτε άλλαξαν την κατεύθυνσή τους και τον όγκο της παραγωγής τους. Ως συνέπεια αυτών και άλλων παραγόντων, η εσωτερική μετανάστευση απέκτησε κολοσσιαία κλίμακα και μετριέται με εκατομμύρια ανθρώπων κάθε χρόνο. Αυτό φαίνεται στις εσχατιές της χώρας που αργοπεθαίνουν και στις μεγαλουπόλεις που αναπτύσσονται. Είναι φανερό ότι έχει γίνει ένα με­γάλο εθνικό ανακάτωμα στις πόλεις και στις επιχειρήσεις που λειτουργούν. Ταυ­τόχρονα ενισχύθηκαν οι διεθνικές συγκρούσεις, επειδή οι εθνικές «ελίτ» μπή­καν σε ανταγωνισμό για τους πόρους. Όμως και εργάτες ανταγωνίζονται μεταξύ τους και, μάλιστα, σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι νεοφερμένοι εργαζόμενοι εί­ναι έτοιμοι να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη φθηνότερα γίνονται εκρήξεις εθνικιστικών διαθέσεων ανάμεσα στους «ντόπιους» εργάτες.

Για παράδειγμα, το 2013, στην περιοχή της Μόσχας Μπιριουλόβο-Δυτικό ένα κακούργημα (φόνος) έγινε η αφετηρία εθνικιστικών, μαζικών πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες εργάτες. Παρόμοιες συγκρούσεις υπήρξαν πολλές τα τελευταία χρόνια.

Αυτά γίνονται δυνατά επειδή το προλεταριάτο είναι διαιρεμένο και δεν έχει πρόσφατη εμπειρία αντιπαράθεσης με την αστική τάξη, δεν έχει ακόμα καταλά­βει ότι μόνο η ενότητα όλων των εθνοτήτων θα φέρει τη νίκη στη σύγκρουση με τον καπιταλισμό.

Η δυσκολία της ενότητας της εργατικής τάξης σε κάθε περίπτωση τώρα μπο­ρεί να στηρίζεται στην ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων, που εργάζονται στην κοινωνική παραγωγή, μεταξύ των οποίων δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί οι αναγκαίες επαφές για την κοινή επιτυχή ταξική πάλη.

Σε αυτήν την κατάσταση πολλές παραδοσιακές οργανώσεις της εργατικής τά­ξης, που θα μπορούσαν να κατευθύνουν τη διαμαρτυρία των εργαζόμενων ενά­ντια στον πραγματικό τους εχθρό, το κεφάλαιο, αποδείχτηκαν ανίκανες για δρά­ση στις νέες συνθήκες. Στη σύγχρονη Ρωσία, όπως και σε ορισμένες άλλες χώ­ρες, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει και πάλι να ανοίξει το δρόμο του, όπως στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το εθνικό ζήτημα γίνεται και πάλι επίκαιρο και ως αποτέλεσμα της τεχνητής όξυνσης των αντιθέσεων σχετικά με παλιά ανεπίλυτα διεθνικά ζητήματα.

Οι καπιταλιστές διαφορετικής εθνικότητας μέσα στις μετοχικές εταιρίες και επιχειρήσεις είναι ενωμένοι ενάντια στους εργάτες, στις γραμμές των οποί­ων προσπαθούν να πραγματοποιήσουν ρήγμα στη βάση του εθνικού κριτηρίου. Όμως, παρόλ’ αυτά, όπως και στον περασμένο αιώνα, σε οποιαδήποτε πραγμα­τικά σοβαρή σύγκρουση, η κοινωνία πολώνεται σύμφωνα με το ταξικό και όχι με το εθνικό κριτήριο. Το κεφάλαιο χρειάζεται τεράστιες προσπάθειες, αδιάκο­πη δουλειά των ΜΜΕ για τη συνεχή «επεξεργασία» των εργαζόμενων στο πνεύ­μα του εθνικισμού και της πολιτιστικής προσέγγισης. Η κυρίαρχη τάξη προσπα­θεί να περιορίσει κάθε αγώνα του εργαζόμενου λαού σε αυτά ή άλλα αντιεπιστη­μονικά όρια για να τον αποσπά από την ταξική πάλη.

Έτσι, για κάθε σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα, η διαμόρφωση θέσης για το εθνικό ζήτημα είναι επίκαιρη και παραμένει υποχρέωσή του.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας και το Ενιαίο Μέτωπο Εργαζόμενων Ρωσίας (ΡΟΤ ΦΡΟΝΤ) πάντα δίνουν την οργανωτική και πληροφοριακή στήριξή τους στους εργάτες που διαμαρτύρονται, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ των ντόπιων ή των νεοφερμένων.

Το Εθνικό Ζήτημα και η τακτική των Κομμουνιστών

Μιλώντας για τα έθνη, πρώτ’ απ’ όλα, πρέπει να ορίσουμε αυτόν τον όρο. Σε αυτό το άρθρο ξεκινάμε από τον ορισμό που έδωσε ο Ι. Β. Στάλιν, επειδή αυτός δεν είναι απλώς τεκμηριωμένος επιστημονικά και θεωρητικά, αλλά και επειδή είναι επεξεργασμένος στη βάση της πρακτικής επίλυσης των εθνικών ζητημά­των. Είναι σημαντικό ότι μετά από τη συγγραφή του βιβλίου, όπου δόθηκε αυτός ο ορισμός, η εφαρμογή του και τα επιχειρήματά του επέτρεψαν επίσης την ανεύ­ρεση των πλέον επιτυχημένων ιστορικά λύσεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτω­ση, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των συμφερόντων, πρώτ’ απ’ όλα, της εργα­τικής τάξης κάθε χώρας.

«Έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμ­φανίζεται πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομι­κής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού». [2]

Η λύση οποιουδήποτε εθνικού ζητήματος έχει πάντα τις δυσκολίες της. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος τα έθνη όχι μόνο διαμορφώθηκαν, αλ­λά, κατά τόπους, βρέθηκαν μπλεγμένα με ένα δεσμό ανεπίλυτων, ή επιλύσιμων με πολύ οδυνηρούς ή ακόμα και αιματηρούς τρόπους αντιφάσεων, στο πλαίσιο του δοσμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Γι’ αυτό οι κομμουνιστές δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν κάποια ενιαία συνταγή ή συλλογή λύσεων για κάθε συγκεκριμένη κατάσταση που θα προκύψει. Ωστόσο, υπάρχουν γενικές προσεγγίσεις που έχει θεμελιώσει η μαρξιστική-λενινιστική επιστήμη για τη λύ­ση τέτοιων ζητημάτων.

Τα ίδια τα ζητήματα των προβλημάτων που περιλαμβάνονται σε αυτές τις κα­ταστάσεις μπορούν να χωριστούν σε ομάδες.

Στην πρώτη ομάδα, για παράδειγμα, μπορούν να ενταχτούν χώρες όπου λύ­νεται με οξύτητα (ή λύθηκε ήδη) το ζήτημα του χωρισμού των πολυεθνικών κρα­τών σε εθνικά ή η διατήρησή τους ως ενιαίων -ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία, Γεωργία, Ισπανία (Καταλονία, Χώρα των Βάσκων), Μ. Βρετανία (Σκοτία, Βόρεια Ιρλαν­δία), Ουκρανία (Κριμαία, δημοκρατίες του Ντονμπάς).

Στην άλλη σχετική ομάδα μπορούν να ενταχτούν οι προσπάθειες αυτοπροσ­διορισμού των εθνικών μειονοτήτων και ανάδειξης της αυτονομίας τους ή ακόμα και της δημιουργίας κράτους: Κούρδοι, Ρώσοι και Γκαγκαούζοι στη Μολδαβία, Τατάροι στην Κριμαία. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση μας με αυτές τις διαδι­κασίες αυτοπροσδιορισμού πρέπει πάντα να είναι προσεκτική, λαμβάνοντας πά­ντα υπόψη τον ταξικό συσχετισμό δύναμης στη δεδομένη περιοχή.

Καθεμιά από αυτές τις καταστάσεις και ομάδες προβλημάτων έχει τις ανεπα­νάληπτες ιδιαιτερότητές της. Ωστόσο, οι κοινές νομοτέλειες, τις οποίες οφείλουν ν’ αναδεικνύουν οι κομμουνιστές κάθε φορά στην ανάλυση των υπαρχουσών αντιθέσεων, μπορούν να δώσουν την κατανόηση της κατάλληλης για τη δοσμένη περίσταση τακτικής. Το κυριότερο, που δεν πρέπει να ξεχνιέται και να παραλείπεται κατά την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος που έχει εθνικό χαρα­κτήρα, είναι η πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, η κα­τεύθυνση για την προετοιμασία των οργανωτικών και ιδεολογικών προϋπο­θέσεων για τη συσπείρωση και την οργάνωση των προλετάριων σε τάξη, ικα­νή για την πραγματοποίηση του επαναστατικού περάσματος από τον καπιτα­λισμό στο σοσιαλισμό. Δηλαδή, οι κομμουνιστές πάντα και παντού, σε κάθε χώ­ρα και όσον αφορά τη λύση οποιουδήποτε (περιλαμβανομένου και του εθνικού) ζητήματος κάνουν μια κοινή δουλειά -όμως λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη τις ιδιαιτερότητες των ξεχωριστών χωρών.

Το πρώτο που αποτελεί την ίδια τη βάση κατά τη λύση του οποιουδήποτε συ­γκεκριμένου ζητήματος για τη σχέση του διεθνισμού και της ταξικής πάλης εί­ναι ότι οι κομμουνιστές πρέπει να στέκουν στις θέσεις της υλιστικής κατανόησης της Ιστορίας και του υλιστικού-διαλεκτικού χαρακτήρα της κίνησης, της εξέλι­ξης και της αλλαγής των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής στη δοσμένη γεωγραφική περιοχή και στον κόσμο. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι όλα τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής αλληλοσυνδέονται, αλληλεξαρτώνται και έχουν την ιστορία εμφάνισης, κίνησης, εξέλιξης και αλλαγής τους. Ότι στην πορεία αυτής της ιστορίας το φαινόμενο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, μπο­ρούσε ν’ αλλάζει οδηγώντας στην άρνηση του προηγούμενου χαρακτήρα, ακόμα και της ουσίας του φαινομένου λόγω της αλλαγής των οικονομικών και των πο­λιτικών συνθηκών. Είναι επίσης σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι το υπό εξέ­ταση φαινόμενο βρίσκεται πάντα στο στάδιο της γένεσης στο άμεσο παρόν. Εδώ είναι σημαντικό να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε όλες τις τάσεις, που συχνά δεν είναι φανερές, όλα όσα αφορούν την οικονομική κατάσταση και την πολιτι­κή ιστορία. Όλες οι τρέχουσες πολιτικές αντιπαραθέσεις, περιλαμβανομένων και των λανθανουσών συγκρούσεων, όλη η πάλη των συμφερόντων των υπαρχουσών κοινωνικών τάξεων και των τμημάτων τους, που έχουν δημιουργηθεί από την οι­κονομική εξέλιξη, πρέπει να ληφθούν υπόψη από τους κομμουνιστές κατά την επιλογή της τακτικής τους.

Αυτή η προσέγγιση αποκλείει την αντιγραφή μεθόδων και την αλόγιστη επα­νάληψη ενεργειών. Ένα σωστό συμπέρασμα που έχει εξαχθεί σε συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί ν’ αποδειχτεί ριζικά εσφαλμένο σε μια άλλη ιστορική κατάστα­ση, εάν μεταφερθεί μηχανιστικά σαν καθολική λύση από τη μια χώρα σε μια άλλη.

Ιστορικά η εμφάνιση των εθνών ήταν υποταγμένη στις απαιτήσεις του εμφα­νιζόμενου καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Η βασική θέση του υλισμού, εφαρμοσμένη στην ανθρώπινη κοινωνία και την ιστορία της, περι­λαμβάνεται στα ακόλουθα λόγια:

«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική, πολιτι­κή και πνευματική διαδικασία της ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συ­νείδησή τους.» [3]

Ο ιστορικός υλισμός έδωσε πρώτη φορά τη δυνατότητα να ερευνηθούν με την ακρίβεια φυσικής επιστήμης οι κοινωνικές συνθήκες της ζωής των μαζών και οι αλλαγές αυτών των συνθηκών. Ο μαρξισμός έδειξε το δρόμο προς μια καθολι­κά περιεκτική, ολόπλευρη μελέτη της διαδικασίας εμφάνισης, εξέλιξης και πτώ­σης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, εξετάζοντας το σύνολο όλων των αντιφατικών τάσεων, ανάγοντάς τες στις επακριβώς ορίσιμες συνθήκες ζωής και παραγωγής των διάφορων τάξεων της κοινωνίας, εξαλείφοντας τον υποκειμενι­σμό και την αυθαιρεσία κατά την επιλογή ξεχωριστών «δεσποζουσών» ιδεών ή κατά την ερμηνεία τους, αποκαλύπτοντας τις ρίζες όλων χωρίς εξαίρεση των ιδε­ών και όλων των διαφορετικών τάσεων στην κατάσταση των υλικών παραγωγι­κών δυνάμεων. Οι άνθρωποι μόνοι τους δημιουργούν την ιστορία τους, όμως από τι ορίζονται τα κίνητρα των ανθρώπων και ειδικά των μαζών των ανθρώπων, από τι προκαλούνται οι συγκρούσεις των αντιπαρατιθέμενων ιδεών και προθέσεων, τι είδους είναι το σύνολο αυτών των συγκρούσεων όλης της μάζας των ανθρώπι­νων κοινωνιών, τι είδους είναι οι αντικειμενικές συνθήκες παραγωγής της υλικής ζωής, που δημιουργούν τη βάση όλης της ιστορικής δραστηριότητας των ανθρώ­πων, ποιος είναι ο νόμος της εξέλιξης αυτών των συνθηκών -σε όλα αυτά έστρε­ψε την προσοχή του ο Μαρξ.

Τα έθνη εντάσσονται κατά προτεραιότητα στη σφαίρα του κοινωνικοπολιτικού εποικοδομήματος (αν και φυσικά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι οικονο­μικοί και οι γεωγραφικοί παράγοντες), που εξαρτάται από τις αλλαγές των παρα­γωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Συνεπώς, όταν γίνονται αλλα­γές στη βάση αλλάζει όλο το σύστημα των κοινωνικοοικονομικών και κοινωνικοπολιτικών σχέσεων στη δοσμένη κοινωνία, η ταξική δομή της και ο χαρακτήρας της ταξικής πάλης μεταξύ των νέων τάξεων. Ο Β. Ι. Λένιν αυτό το έδειξε ως εξής:

«... ότι οι επιδιώξεις ορισμένων μελών μιας κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις άλλων μελών της, το ότι η κοινωνική ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις, το ότι η Ιστορία μάς δείχνει την πάλη ανάμεσα στους λαούς και ανάμεσα στις κοι­νωνίες, καθώς και μέσα στους κόλπους τους και, εκτός απ’ αυτό και την εναλλαγή των περιόδων επανάστασης και αντίδρασης, ειρήνης και πολέμων, στασιμότητας και γοργής προόδου ή κατάπτωσης —όλα αυτά είναι γεγονότα πασίγνωστα. Ο μαρ­ξισμός μάς έδωσε το οδηγητικό βήμα, που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τη νο­μοτέλεια μέσα σ’ αυτό το φαινομενικό λαβύρινθο και το χάος, συγκεκριμένα: Τη θε­ωρία της ταξικής πάλης. Μόνο η μελέτη του συνόλου αυτών των επιδιώξεων όλων των μελών μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας κοινωνιών επιτρέπει να καθοριστεί επι­στημονικά το αποτέλεσμα αυτών των επιδιώξεων. Και πηγή των αντιφατικών επιδιώξεων είναι η διαφορά που υπάρχει στη θέση και στους όρους ζωής των τάξεων, στις οποίες διασπάται κάθε κοινωνία.» [4]

Προκύπτει ότι η ιστορική-υλιστική προσέγγιση στα ζητήματα εθνικού προ­βληματισμού αποτελεί εργαλείο, που, όταν εφαρμόζεται σωστά, δίνει νομοτελει­ακά το πρακτικό αποτέλεσμα με τη μεγαλύτερη προοπτική.

Συνεπώς, μπορούμε να διατυπώσουμε τις βασικές θεωρητικές θέσεις, από τις οποίες οι κομμουνιστές πρέπει να καθοδηγούνται κατά την επίλυση των καθη­κόντων συσχέτισης του διεθνισμού και της ταξικής πάλης σε κάθε συγκεκριμέ­νη κατάσταση:

  1. Όλη η δράση των κομμουνιστών πρέπει να υποτάσσεται στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου, τη διαμόρφωση του προλεταριάτου σε επαναστατική τά­ξη, την κατάλυση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, την κατάληψη της πολιτι­κής εξουσίας από το προλεταριάτο. Επιπλέον, η τακτική δράση πρέπει να εντάσ­σεται στη δουλειά για την επίτευξη του εγγύτερου στόχου.
  2. Στο βαθμό που ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνι­κή, πολιτική και πνευματική διαδικασία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτή­ρας της βάσης και του εποικοδομήματος, οι ιδιαιτερότητες της επικράτησής τους.
  3. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας και οι ιδιαιτερότητες της εγκα­θίδρυσής τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Συγκεκριμένες αρχές που προκύπτουν από τις γενικές θεωρητικές θέσεις

Ιστορικά οι μπολσεβίκοι επεξεργάστηκαν σειρά αρχών, που είναι σημαντικές, πρώτον, ως παράδειγμα επίλυσης των εθνικών ζητημάτων και, δεύτερον, κατά τη διατήρηση των βασικών ιστορικών συνθηκών, εφαρμόζονται και στην εποχή μας.

Το πρώτο για το οποίο γίνεται λόγος είναι το δικαίωμα των εθνών στην αυτο­διάθεση με την πολιτική έννοια αυτής της λέξης, μέχρι την ελευθερία απόσχισης. Αυτή η αρχή εννοεί την αναμφισβήτητη ισονομία όλων των εθνών στο κράτος και την αναμφισβήτητη περιφρούρηση των δικαιωμάτων όλων των εθνικών μει­ονοτήτων, την εφαρμογή ευρείας αυτοδιοίκησης, την απόδοση αυτονομίας στις εθνικές περιοχές. Ως πρακτικά παραδείγματα μπορούν εδώ ν’ αναφερθούν η θέ­ση αρχής του Β. Ι. Λένιν και των συνεργατών του στο ζήτημα της απόσπασης της Πολωνίας από τη Ρωσία και επίσης το παράδειγμα της απόσπασης της Φινλανδί­ας από τη Ρωσία. Όμως εδώ είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, περιλαμβανομένου και του αποχω­ρισμού, οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αναλύουν ταξικά -κατά την επεξεργασία της λύσης το κριτήριο πρέπει να είναι πάντα τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Δηλαδή, οι κομμουνιστές μπορούν να τοποθετούνται ταυτόχρονα υπέρ του δικαιώματος ενός έθνους για απόσχιση, ενώ να καλούν τους εργαζόμενους να τοποθετούνται υπέρ μιας λύσης όπου θα κυριαρχεί η ταξική άποψη.

Το δεύτερο σημαντικό σημείο απ’ όσα επεξεργάστηκαν οι μπολσεβίκοι είναι ότι οι κομμουνιστές στέκονται πάντα στις θέσεις του Διεθνισμού και παλεύουν με όλους και όλα, με όλες τις εκφάνσεις, λεπτές και χυδαίες, του αστικού εθνικι­σμού. Για παράδειγμα, και ο Λένιν και ο Στάλιν και οι άλλοι μπολσεβίκοι έκαναν ανελέητη κριτική στο σύνθημα της «εθνικής-πολιτιστικής αυτονομίας», που πρότεινε να ενωθεί το προλεταριάτο και η αστική τάξη ενός έθνους στο πλαίσιο κά­ποιων δομών, η καθοδήγηση των οποίων θα ανήκε αναπόφευκτα στην αστική τά­ξη. Είναι σημαντικό ότι αυτό το σύνθημα συνέβαλε ακόμα και στη διαίρεση του προλεταριάτου διάφορων χωρών.

Στο έργο «Σχέδιο πλατφόρμας για το 4ο Συνέδριο της Σοσιαλδημοκρατίας της περιοχής Λετονίας» [5], ο Λένιν υποστήριζε ότι οι μπολσεβίκοι δεν είναι υπέρ του «εθνικού πολιτισμού» αλλά υπέρ του διεθνικού πολιτισμού, στον οποίο από κάθε εθνικό πολιτισμό μπαίνει μόνο ένα μέρος, συγκεκριμένα: Μόνο το συνεπές δημο­κρατικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο κάθε εθνικού πολιτισμού. Το σύνθημα της «εθνικής-πολιτιστικής αυτονομίας» ξεγελά τους εργάτες με τη φενάκη της πολι­τιστικής ισότητας των εθνών, ενώ στην πράξη σε κάθε έθνος τώρα κυριαρχεί... ο αστικός ή ο μικροαστικός «πολιτισμός». Ο εθνικός πολιτισμός είναι σύνθημα του αστικού εθνικισμού. Ενώ οι μπολσεβίκοι είναι υπέρ ενός διεθνικού πολιτισμού του δημοκρατικού, μέχρι τέλους, σοσιαλιστικού προλεταριάτου.

«Ενότητα των εργατών όλων των εθνοτήτων με πλήρη ισοτιμία των εθνοτήτων και με τον πιο συνεπή δημοκρατισμό του κράτους, να το σύνθημά μας, που είναι και σύνθημα όλης της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. » [6]

Στη συνέχεια, διευκρινίζοντας τα κριτήρια της διεθνιστικής προσέγγισης, οι μπολσεβίκοι διατύπωσαν την αρχή της ισοτιμίας των εθνών: Κανένα προνόμιο για κανένα έθνος, για καμία γλώσσα, τα έθνη πρέπει να έχουν δυνατότητα αυτο­διάθεσης με δημοκρατικό τρόπο, έκδοση νόμων, που εμποδίζουν την οποιαδήπο­τε εθνική διάκριση.

Ο Προλεταριακός Διεθνισμός προϋποθέτει την ενότητα των εργατών όλων των εθνικοτήτων, τη συγχώνευσή τους σε όλες τις εργατικές οργανώσεις -σε αντίβαρο προς κάθε αστικό εθνικισμό. Μόνο αν ενωθούν σύμφωνα με αυτήν την αρχή οι εργάτες θα μπορέσουν να υπερασπιστούν τη δημοκρατία τους, ν’ αντι­μετωπίσουν το κεφάλαιο, που και το ίδιο γίνεται όλο και περισσότερο διεθνές.

Σημαντικό στοιχείο της λενινιστικής εθνικής πολιτικής ήταν η κατανόηση του γεγονότος ότι σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν, έστω και όχι εξελιγμένα, στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, επειδή σε κάθε έθνος υπάρχει μια εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα, της οποίας οι συνθήκες ζωής γεν­νούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και σοσιαλιστική ιδεολογία. Και αντίστρο­φα: Σε κάθε έθνος υπάρχει ένας αστικός, συνήθως κυρίαρχος πολιτισμός, που αντανακλά την κοσμοθεωρία όχι μόνο της αστικής τάξης, αλλά και του κλήρου. Οι κομμουνιστές, προβάλλοντας το σύνθημα του διεθνικού πολιτισμού, παίρ­νουν από κάθε πολιτισμό μόνο τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά στοιχεία του, σε αντίβαρο του αστικού πολιτισμού, του αστικού εθνικισμού.

Αυτή η αυθεντική επανάσταση στην εθνική πολιτική βρήκε την ενσάρκωσή της στη δημιουργία του αδελφικού κράτους των εργαζόμενων της Ένωσης Σο­βιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Λίγα χρόνια μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, εδώ μπόρεσε να δημιουργηθεί μια τέτοια κοινότητα εκπροσώπων διαφορετικών εθνικοτήτων, που με μια φράση την ονόμαζαν «σοβιετικός λαός». Η αστική κριτική της εθνικής πολιτικής της ΕΣΣΔ βασίζεται στις επιθέσεις από την πλευρά ακριβώς των αστικών-εθνικιστικών θέσεων κάθε έθνους. Οι αστικές κραυγές περί «εθνικής» καταπίεσης στην ΕΣΣΔ είναι απόλυτο ψέμα. Στην πραγ­ματικότητα, στη χώρα συντελούνταν μια συνεπής ταξική καταστολή των εθνικιστών από τη μεριά των εργατών όλων των εθνοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ακριβώς είναι που δεν αρέσει στους καπιταλιστές, στους οποίους η σοβιετι­κή πολιτική προκαλεί φρίκη. Στο πρώτο σοσιαλιστικό κράτος δεν υλοποιούνταν μια απομονωμένη εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους, όπως ισχυρίζεται η αστική τά­ξη, αλλά μια ειρηνική βαθμιαία εθελοντική καθολική αφομοίωση, χωρίς μάλι­στα το οποιοδήποτε προνόμιο, στη βάση της ισότητας. Η ύπαρξη στα χέρια του προλεταριάτου και των σύμμαχων με αυτό εργαζόμενων τάξεων του μεγάλου πο­λυεθνικού κράτους έδειξε την ιστορική της αποτελεσματικότητα. Τώρα κατανο­ούμε ότι κάθε κράτος που δεν είναι αρκετά μεγάλο δεν έχει προοπτική στην αντι­μετώπιση της παγκόσμιας αστικής τάξης, που είναι ενωμένη ενάντιά του, αν οι εργαζόμενοι αυτού του κράτους δρουν απομονωμένοι από την πάλη των εργαζό­μενων στις άλλες χώρες.

Επικοινωνώντας μεταξύ τους στο πλαίσιο ενός κράτους, οι εργάτες διάφορων εθνικοτήτων πρέπει να υπερασπίζονται τον κοινό διεθνικό πολιτισμό του προλε­ταριακού κινήματος, να ασχολούνται με μεγάλη υπομονή με τα προβλήματα της γλώσσας, τα προβλήματα του υπολογισμού των διάφορων εθνικών ιδιαιτεροτή­των. Οι εργάτες είναι αναγκαίο να μάθουν ν’ αναγνωρίζουν ακόμα και την πιο εκλεπτυσμένη εθνικιστική προπαγάνδα. Για παράδειγμα, κάθε κήρυγμα διαχω­ρισμού των εργατών ενός έθνους από το άλλο ή κάθε επίθεση στο μαρξιστικό εθε­λοντικό «αφομοιωτισμό», κάθε αντιπαράθεση των διαφορετικών εθνικών πολι­τισμών πρέπει να αναγνωρίζεται αμέσως ως αστικός εθνικισμός, με τον οποίο εί­ναι αναγκαία ανελέητη πάλη.

Στη διαδικασία επίλυσης οποιουδήποτε εθνικού ζητήματος, οι κομμουνιστές πρέπει να υπερασπίζονται την αρχή του συνεπούς δημοκρατισμού, που δεν επι­τρέπει κανέναν περιορισμό δικαιωμάτων. Οποιαδήποτε ανεπάρκεια του δημοκρατισμού σε αυτό το ζήτημα μπορεί να οδηγήσει στο πέρασμα μέρους των ταλα­ντευόμενων εργατών στο στρατόπεδο των εθνικιστών, στο να μπορέσει η αστική τάξη ν’ αποκτήσει τη δυνατότητα απεριόριστης επιρροής πάνω τους.

Γενικά συμπεράσματα

Έτσι, οι σύγχρονοι κομμουνιστές διαθέτουν μεγάλη πρακτική εμπειρία πά­λης κατά τον προηγούμενο αιώνα, όταν δόθηκε σημαντική θέση και στη λύση του εθνικού ζητήματος. Στη δική μας εποχή το καθήκον της συσπείρωσης της ερ­γατικής τάξης σημαίνει αναπόφευκτα την εξεύρεση τρόπου προσέγγισης των ερ­γαζόμενων όλων των εθνών, που ζουν στη δοσμένη περιοχή. Η αστική τάξη ορ­γάνωσε τη μαζική μετακίνηση εκατομμυρίων εργατών, όμως, ταυτόχρονα, εργά­ζεται για την απομόνωση εκείνων που θέλει να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται. Η εθνική διασπορά (οι κοινότητες μεταναστών) δεν επιτρέπουν συχνά στον άνθρω­πο ν’ αποκοπεί από την επίδραση της «δικής» του αστικής τάξης, ακόμα και στην περίπτωση μετάβασης σε άλλη χώρα. Η οικοδόμηση ναών διάφορων δογμάτων και η υποδαύλιση θρησκευτικών προκαταλήψεων εμποδίζουν επίσης τους εργά­τες από το να επικοινωνούν έξω από τις επιχειρήσεις, να βρίσκουν κοινή γλώσσα.

Καταλαβαίνοντας όλα αυτά, οι κομμουνιστές δεν πρέπει μόνο να εξοπλιστούν με την πείρα των μπολσεβίκων, αλλά και ν’ αναπτύξουν μια σύγχρονη διεθνή επι­κοινωνία, ώστε να παίρνουν ο ένας από τον άλλο νέες αποτελεσματικές μεθόδους συσπείρωσης του προλεταριάτου των διαφορετικών εθνικοτήτων.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η μεγάλη δουλειά δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον υπο­λογισμό της ιστορικής εμπειρίας, ούτε χωρίς μια μόνιμη σύγχρονη ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και των μεθόδων.


[1] https://rkrp-rpk.ru/2019/03/14/трудовая-миграция-как-вызов-российск/

[2] Ι. Β. Στάλιν, «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», Άπαντα, τόμ. 2, σελ. 334.

[3] Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 19, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Κ. Μαρξ (Σύντομη βιογραφική σκιαγραφία με έκθεση του μαρξισμού)», Άπαντα, τόμ. 26, σελ. 58, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[5] Β. Ι. Λένιν, «Σχέδιο πλατφόρμας για το 4ο Συνέδριο της Σοσιαλδημοκρατίας της περιοχής Λετονίας», Άπαντα, τόμ. 23, σελ. 209-210, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[6] Ό.π.