Η 1η Σερβική Μεραρχία Εθελοντών σχηματίστηκε στις 16 Απρίλη 1916 στην πόλη της Οδησσού. Αποτελούνταν από περίπου 10.000 εθελοντές. Λίγο πιο πριν την επανάσταση του Φλεβάρη, το σώμα στρατού αποτελούνταν από περίπου 40.000 εθελοντές. Η πόλη της Οδησσού ήταν το αρχηγείο του. Το αρχηγείο της 1ης Μεραρχίας ήταν στο Βοζνεσάνσκι και αυτό της 2ης Μεραρχίας στο Αλεξαντρόφσκι. Θα μπορούσε εύκολα να μαντέψει κανείς το θρίαμβο των μπολσεβίκων επί της αυτοκρατορικής δυναστείας. Μέσα σε μια τέτοια επαναστατική διάθεση, νέες ιδέες άρχισαν να εξαπλώνονται στους στρατιώτες του Σερβικού Στρατού Εθελοντών. Προς το τέλος του Μάρτη του 1917, μια σειρά αξιωματούχων άρχισε να σχηματίζει στρατιωτικές ενώσεις μέσα στο Σώμα των Εθελοντών. Η πρόταση υποστηρίχτηκε και ενθαρρύνθηκε από τις επαναστατικές ενώσεις των Ουκρανών πολιτών στην περιοχή μεταξύ της Οδησσού και του Βοζνεσάνσκι, όπου βρίσκονταν τα Σερβικά Σώματα Εθελοντών.
Η διοίκηση των Σερβικών Σωμάτων Εθελοντών προσπάθησε να αποτρέψει τη διάδοση επαναστατικών ιδεών ανάμεσα στα μέλη της. Συνεπώς, τον Απρίλη του 1917, ο στρατηγός Μιχαΐλο Ζίβκοβιτς εισήγαγε με διάταγμα συμβούλια στρατεύματος, συντάγματος και μεραρχίας, καθώς και τη Συνέλευση Σώματος Στρατού, σκοπεύοντας να τους χρησιμοποιήσει για να επηρεάσει την πολιτική διάθεση στις ομάδες. Ωστόσο αυτό δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
Στη σύνοδο των Σέρβων φιλομπολσεβίκων εθελοντών στην Οδησσό, η Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία ανακηρύχτηκε ως το ιδανικό. Τονίστηκε ότι «η Ρωσική Επανάσταση και η νίκη της Ρωσικής Δημοκρατίας αποτελούν μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας και, συνεπώς, η Ρωσική Επανάσταση δεν μπορεί να παραμένει μόνο ρωσική». Οι εθελοντές καθιέρωσαν τη Γιουγκοσλαβική Επαναστατική Ένωση στο Κίεβο το καλοκαίρι του 1917.
Οι υποστηρικτές της Επανάστασης άρχισαν να αποχωρούν από το Σώμα των Εθελοντών μαζικά, μειώνοντάς το έτσι στο μισό.
Περίπου 35.000 Γιουγκοσλάβοι συμμετείχαν στις επαναστατικές δραστηριότητες -προσχώρησαν στις μονάδες του Κόκκινου Στρατού. Προς το τέλος του 1917 σχηματίστηκε η σερβοσοβιετική Επαναστατική Μονάδα και τον Αύγουστο του 1918 ιδρύθηκε στο Τσαρίτσιν το 1ο Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Σύνταγμα. Πολλοί Γιουγκοσλάβοι έμειναν στην Ιστορία ως ήρωες της Σοβιετικής Ένωσης. Πολλοί από αυτούς που συμμετείχαν, μόλις επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ανέλαβαν ενεργό ρόλο στις δραστηριότητες ενοποίησης του προλεταριάτου στο νεοσύστατο αστικό κράτος και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος.
Στην αρχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις χώρες της Γιουγκοσλαβίας είτε απαγορεύτηκαν είτε είχαν περιορισμούς στη δράση τους εξαιτίας των πολεμικών συνθηκών. Κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου, κάτω από την επιρροή σκληρών κοινωνικών συνθηκών και την προοπτική ήττας της Τριπλής Συμμαχίας, σταδιακά ανανέωσαν την οργάνωσή τους και άρχισαν να λειτουργούν. Από το 1917, και ιδιαίτερα το 1918, στις γιουγκοσλαβικές χώρες και πρωτίστως σε αυτές υπό αυστροουγγρική κυριαρχία, υπήρχαν πολλά κινήματα στρατιωτών, εργατών και αγροτών. Υπό την επιρροή αυτών των επαναστατικών εξελίξεων και στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η ανανέωση των δραστηριοτήτων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων διαποτίστηκε από σφοδρές πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις. Μεταξύ των ηγετών των πρόσφατα ανανεωμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Σερβίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και Δαλματίας επικράτησαν οι υποστηρικτές της ταξικής πάλης. Ανέδειξαν την αλληλεγγύη με την Οκτωβριανή Επανάσταση και αποδέχτηκαν την πρωτοβουλία του Λένιν να δημιουργήσει μια νέα, κομμουνιστική Διεθνή.
Την περίοδο ίδρυσης του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων το Δεκέμβρη του 1918, οι αρχηγοί των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Σερβίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης πρότειναν μια πρωτοβουλία για να ενώσουν τις οργανώσεις των εργατών σε μια νέα χώρα. Το συνέδριο των ενωμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων, που έγινε στο Βελιγράδι από τις 20 έως τις 23 Απρίλη 1919, αποφάσισε τη δημιουργία του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (κομμουνιστών) ή SRPJ(k). Ανακήρυξαν ως στόχους τους την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, καθώς και την προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή. Με αυτήν την ευκαιρία και με τη συμμετοχή των ίδιων εκπροσώπων, έλαβε χώρα το Συνέδριο Ενοποίησης των Συνδικάτων, όπου ανακηρύχτηκε η ενότητα των συνδικαλιστικών κινημάτων και εξελέγη το Κεντρικό Συμβούλιο Εργατικών Σωματείων. Πραγματοποιήθηκε ακόμα και μια Συνδιάσκεψη σοσιαλιστριών γυναικών. Αυτές συμφώνησαν με το Πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας. Στις 10 Οκτώβρη 1919 ιδρύθηκε στο Ζάγκρεμπ η Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας Γιουγκοσλαβίας, η οποία επίσης υιοθέτησε το Πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας.
Το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας άλλαξε το όνομά του σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας στο 2ο Συνέδριό του το 1920.
Το έτος του 1919 σηματοδοτήθηκε από την άνοδο του επαναστατικού κινήματος. Η επιρροή του SRPJ(k) αυξανόταν γοργά και σύντομα αυτό αναδείχτηκε σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα της χώρας. Στις δημοτικές εκλογές του Μάη και Αυγούστου του 1920, το Κόμμα νίκησε στις εκλογές σε πολλούς δήμους σε πόλεις όπως το Βελιγράδι, το Ζάγκρεμπ, το Όσιτζεκ, τα Σκόπια, η Νις κλπ. Στις εκλογές για τη Συντακτική Εθνοσυνέλευση το Νοέμβρη του 1920 κέρδισε 59 έδρες και ήρθε τρίτο σύμφωνα με τον αριθμό των βουλευτών στην Εθνοσυνέλευση. Το καλοκαίρι του 1920 το SRPJ(k) είχε πάνω από 65.000 μέλη, ενώ τα ενωμένα σωματεία αριθμούσαν περίπου 210.000. Εκείνη την εποχή δημοσίευε την κεντρική του εφημερίδα, την Εφημερίδα των Εργατών, καθώς και έναν αριθμό επαρχιακών και τοπικών εφημερίδων.
Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν το Μάρτη του 1920 στην Κροατία, τη Σλοβενία και τη Δαλματία, εξελέγησαν 490 κομμουνιστές σύμβουλοι. Κέρδισαν την πλειοψηφία των ψήφων και την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο Ζάγκρεμπ, στο Όσιτζεκ, στο Βούκοβαρ, στο Κνιάζεβατς, Βιροβίτιτσα, Κρικβένιτσα, Κακοβάτς, Βάλποβο κλπ. Ο κομμουνιστής Σβετόζαρ Ντέλιτς εξελέγη δήμαρχος του Ζάγκρεμπ. Ωστόσο ο δούκας που διορίστηκε από την κυβέρνηση στο Βελιγράδι ακύρωσε τα αποτελέσματα των εκλογών και διόρισε τον επίτροπο της πόλης, επικαλούμενος μια μήνυση για προδοσία που είχε γίνει εναντίον του Ντελίτς. Ως απάντηση, ο τελευταίος συγκάλεσε σύνοδο, την οποία όμως διέλυσε η Αστυνομία. Οι κομμουνιστές πήγαν εξαιρετικά καλά στις εκλογές στο Μαυροβούνιο, ιδιαίτερα στην Ποντγκόριτσα. Στις δημοτικές εκλογές στη Σερβία, τη Μακεδονία και το Κόσοβο τον Αύγουστο του 1920, οι κομμουνιστές κέρδισαν σε 37 δήμους, μεταξύ των οποίων το Βελιγράδι, η Νις και τα Σκόπια. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως έγινε και με το Ζάγκρεμπ, οι αξιωματούχοι απέτρεψαν τους εκλεγμένους κομμουνιστές συμβούλους να αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Το ίδιο συνέβη και στο Βελιγράδι, όπου ο Φιλίπ Φιλιποβίτς εξελέγη δήμαρχος, αλλά του απαγορεύτηκε να ξεκινήσει τη θητεία του.
Τον Απρίλη του 1920 η απεργία περίπου 50.000 σιδηροδρομικών εργατών αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές δράσεις των εργατών εκείνης της περιόδου. Η απεργία σημαδεύτηκε από την αποφασιστικότητα του καθεστώτος να καταστείλει το επαναστατικό κίνημα [οι πρώτες απαγορεύσεις του εορτασμού της Πρωτομαγιάς, αυστηρότερη λογοκρισία, συλλήψεις αρχηγών του SRPJ(k), απαγόρευση των κομμουνιστών συμβούλων στους δήμους και διάλυση των κομμουνιστικών τοπικών κυβερνήσεων, επιστράτευση των σιδηροδρομικών εργατών, ένοπλες επιθέσεις σε απεργούς κλπ.].
Η ύφεση των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη, η υποστήριξη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ προς τους κυβερνώντες του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και η μερική του εσωτερική σταθεροποίηση έδωσαν τη δυνατότητα στο καθεστώς να κάνει πιο αποφασιστικούς χειρισμούς εναντίον του επαναστατικού εργατικού κινήματος στη χώρα. Το Δεκέμβρη του 1920 η κυβέρνηση, κατηγορώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (CPY) ότι ετοιμάζει πραξικόπημα, εκμεταλλεύτηκε τις συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό κατά τις απεργίες των ανθρακωρύχων στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη και στη Σλοβενία για να απαγορεύσει τη δράση των κομμουνιστών και για να επιβάλει δικτατορία μέσω του νόμου «Obznana» (Διακήρυξη). Η μακρά περίοδος της δικτατορίας θα διαρκούσε σχεδόν έως το ξεκίνημα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν ιδιαίτερα αντιδραστική και οπισθοδρομική χώρα ακόμα και πριν τη δικτατορία, ορθά χαρακτηρίστηκε ως «το μπουντρούμι των εθνών».
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η άγρια καταστολή ανάγκαζε σε μυστικές δραστηριότητες του Κόμματος, ολόκληρα περιουσιακά στοιχεία του κατασχέθηκαν, οι συνδικαλιστικές ενώσεις και η οργάνωση απεργιών και διαδηλώσεων απαγορεύτηκαν, όλες οι μετωπικές οργανώσεις του Κόμματος ανακηρύχτηκαν παράνομες, άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις, χιλιάδες κομμουνιστές καταδιώχτηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν, το CPY υπέστη ισχυρό πλήγμα που συνέβαλε δραματικά στον οργανωτικό του διχασμό. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που αναγνώρισε τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ). Αυτό δε συνέβη παρά μόνο αμέσως μετά από το ξέσπασμα της πολεμικής απειλής, το 1940. Το CPY αντιμετώπισε το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως παράνομο κίνημα, αλλά αυτό δεν το εμπόδισε να διοργανώσει τη μεγαλειώδη αντιφασιστική εξέγερση. Το φθινόπωρο του 1941, οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι είχαν τον έλεγχο ενός ελεύθερου εδάφους στο μέγεθος του σημερινού Βελγίου, όπου η 7η του Νοέμβρη, η επέτειος της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, γιορταζόταν δημόσια.