Η Εκατονταετηρίδα της Μεγάλης Προλεταριακής Επανάστασης. Διδάγματα για τους Κομμουνιστές


Περιοδικό «Σοβιέτσκι Σογιούζ»

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση είναι η γνωστότερη επανάσταση στον κόσμο. Σε ό,τι δε αφορά την επίδρασή της στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι η σημαντικότερη από τις γνωστές επαναστάσεις.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι η πρώτη επιτυχημένη προσπάθεια εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Είναι το πρώτο στον κόσμο κράτος που δρούσε σύμφωνα με τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών.

Σήμερα, ωστόσο, οι κομμουνιστές της Ρωσίας υποδέχονται την επέτειο της Μεγάλης Επανάστασης όχι σε μια άνοδο του κινήματος, αλλά σ’ ένα στάδιο υποχώρησης, σε μια κατάσταση ήττας της υπόθεσης της Οκτωβριανής Επανάστασης στην πατρίδα του Οκτώβρη. Όμως ο Λένιν δίδασκε ότι ο καλύτερος τρόπος εορτασμού της επετείου της Μεγάλης Επανάστασης είναι το να συγκεντρωθούμε στ’ ανεκπλήρωτα καθήκοντα. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητος ο κριτικός αναστοχασμός από τους κομμουνιστές του κινήματός τους κατά την παρελθούσα εκατονταετία. Αυτός προϋποθέτει την αναγνώριση του γεγονότος ότι στην ΕΣΣΔ, στη Ρωσία, στην πάλη για τις μάζες οι κομμουνιστές δε νικούσαν μόνο, αλλά στη δεκαετία του ’90 του προηγούμενου αιώνα ηττήθηκαν από την αστική τάξη. Εμείς και οι σύμμαχοί μας στον αγώνα χρειάστηκε αρκετές φορές και στον Τύπο και σε διεθνείς συνδιασκέψεις ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί ηττηθήκαμε και ν’ αποδείξουμε ότι δεν ηττηθήκαμε τελεσίδικα, ότι η ήττα είναι προσωρινή και η μάχη θα συνεχιστεί. Όμως σήμερα απαιτείται να συγκρίνουμε την πρακτική με τις βασικές θέσεις της θεωρίας του επαναστατικού μαρξισμού και να βγάλουμε συμπεράσματα, πού και σε τι λαθέψαμε εμείς οι ίδιοι. Και για να γιορτάσουμε τίμια την επέτειο του Οκτώβρη, οι κομμουνιστές όλου του κόσμου πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα απόρριψης της αντεπαναστατικής, αναθεωρητικής και οπορτουνιστικής κληρονομιάς.

Θ’ αρχίσουμε από τη διακρίβωση και την ανάλυση των υπηρεσιών του Κόμματος της εργατικής τάξης στη νίκη της Μεγάλης Προλεταριακής Επανάστασης, ώστε πάνω στην πείρα των νικητών να διδαχτούμε και πάλι το πώς πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε.

Κλειδί για τη νίκη έγινε το μαρξιστικά επαληθευμένο και βαθιά θεωρητικά τεκμηριωμένο Πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας. Η επανάσταση είχε προβλεφθεί και προετοιμαστεί από την ιδιοφυή, τιτάνια θεωρητική εργασία του Β. Ι. Λένιν, την εξαιρετικά επίμονη πολιτική πρακτική των μπολσεβίκων και την ηρωική πάλη της εργατικής τάξης της Ρωσίας.

Ιδιαίτερη σημασία στη θεωρητική προετοιμασία της επανάστασης, αναμφίβολα, έχει το έργο του Β. Ι. Λένιν Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, όπου ανέλυσε την ανάπτυξη του καπιταλισμού στο ανώτατο μονοπωλιακό του στάδιο. Επεξεργάστηκε τη θεωρία του ιμπεριαλισμού, αποκαλύπτοντας τα βασικά χαρακτηριστικά και τις κατευθύνσεις ανάπτυξής του, ως παρασιτικού καπιταλισμού που σαπίζει, ως παραμονής της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Με τη λέξη παραμονή ο Λένιν διατυπώνει το γεγονός απουσίας από τον καπιταλισμό εκτός των ορίων του ιμπεριαλισμού οποιουδήποτε νέου σταδίου του προοδευτικής ανάπτυξης. Με αυτό ακριβώς ορίστηκε από τον Λένιν η ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού, παρόλους τους οπορτουνιστές ερμηνευτές του μαρξισμού τύπου Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, Μπουχάριν κ.ά., που προφήτεψαν για τον ιμπεριαλισμό ένα στάδιο υπεριμπεριαλισμού και θεωρούσαν ότι οι κομμουνιστές της Ρωσίας δεν πρέπει να προχωρήσουν πέρα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Ο Λένιν απέδειξε τη δυνατότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία και την ετοιμότητα της χώρας γι’ αυτήν, ήδη από εκείνη την ιστορική στιγμή.

Ο Λένιν ξεκαθάρισε ότι τα ζητήματα σχετικά με το «αν μπορεί ν’ αλλάξουν με μεταρρυθμίσεις οι βάσεις του ιμπεριαλισμού, αν πρέπει να τραβήξουμε μπροστά, προς την παραπέρα όξυνση και το παραπέρα βάθεμα των αντιθέσεων που γεννάει ο ιμπεριαλισμός, ή προς τα πίσω, προς την άμβλυνσή τους, είναι τα βασικά ζητήματα της κριτικής του ιμπεριαλισμού. Μια που οι πολιτικές ιδιομορφίες του ιμπεριαλισμού είναι η αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή και το δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης, συνδυασμένα με το ζυγό της χρηματιστικής ολιγαρχίας και με την εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού, στις αρχές του 20ού αιώνα κάνει την εμφάνισή της σχεδόν σ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες η μικροαστική δημοκρατική αντιπολίτευση ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Και η ρήξη του Κάουτσκι και του πλατιού διεθνούς ρεύματος του καουτσκισμού με το μαρξισμό συνίσταται ακριβώς στο ότι «ο Κάουτσκι όχι μόνο δε φρόντισε, δεν μπόρεσε ν’ αντιταχτεί σ’ αυτήν τη μικροαστική, ρεφορμιστική, στη βάση της αντιδραστική από οικονομική άποψη, αντιπολίτευση, αλλά αντίθετα στην πράξη συγχωνεύτηκε μ’ αυτήν». [1]

Ο Λένιν σημείωσε ότι, αν και συνολικά ο ιμπεριαλισμός δεν αλλάζει τις αλληλοσχέσεις της αστικής και της εργατικής τάξης, ορισμένα στρώματά της, ενίοτε πλατιά, περνούν στην πλευρά της αστικής τάξης στο βαθμό που αυτή βελτιώνει τη θέση τους σε βάρος των εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων των αποικιών και των εξαρτημένων χωρών. Η αστική ιδεολογία γίνεται αποδεκτή από σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης. Στην πολιτική τα συμφέροντα αυτών των στρωμάτων τα εκφράζουν τ’ «αστικά καπιταλιστικά κόμματα». Η εξαγορά τους στη βάση του ιμπεριαλιστικού υπερκέρδους τα μετατρέπει σε «μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, σε διαφθορέα του εργατικού κινήματος». [2] Στο εργατικό κίνημα ξεδιπλώνεται η πάλη μεταξύ της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής του πτέρυγας, πράγμα που στη Ρωσία εκδηλώθηκε ως πάλη μεταξύ των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων.

Ο Λένιν προέβλεψε κι έδειξε πώς οι οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού μπορούν ν’ αποτελούν γόνιμο έδαφος για την εκδήλωση επαναστατικών καταστάσεων. Διατύπωσε την έννοια της επαναστατικής κατάστασης και όρισε τα κύρια αντικειμενικά και υποκειμενικά χαρακτηριστικά που περιγράφουν την κρισιακή κατάσταση που συσσωρεύεται στην κοινωνία την παραμονή της επανάστασης:

  • Οι πάνω δεν μπορούν να διευθύνουν όπως παλιά.
  • Οι κάτω δε θέλουν να ζουν όπως παλιά.
  • Είναι υποχρεωτική μια σημαντική άνοδος της συνηθισμένης δραστηριότητας των μαζών.

Ο Λένιν μάλιστα σημείωσε, πολύ πριν την επανάσταση, ότι δε μετατρέπεται κάθε επαναστατική κατάσταση σε επανάσταση. Έγραφε: «Ούτε η καταπίεση των κάτω, ούτε η κρίση των πάνω δε θα προκαλέσουν ακόμη την επανάσταση - θα προκαλέσουν μονάχα το σάπισμα της χώρας- αν δεν υπάρχει σ’ αυτήν τη χώρα επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης κι εξέγερσης.» [3]

Για την επανάσταση απαιτείται η ύπαρξη του υποκειμενικού παράγοντα -η παρουσία πρωτοπόρου προλεταριακού κόμματος, εξοπλισμένου με την πρωτοπόρα θεωρία και ικανού να ηγηθεί της δράσης της τάξης. Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη θεωρία του προλεταριακού κόμματος -του Κόμματος Νέου Τύπου, πράγμα που επέτρεψε τη δημιουργία του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Θέτοντας στόχο να κάνει το προλεταριάτο ικανό να επιτελέσει τη μεγάλη ιστορική του αποστολή, το Κομμουνιστικό Κόμμα το οργανώνει σε αυτοτελή πολιτική δύναμη που αντιπαρατίθεται σε όλα τ’ αστικά κόμματα αμέσως, καθοδηγεί όλες τις εκδηλώσεις της ταξικής του πάλης, του αποκαλύπτει την ανειρήνευτη αντίθεση των συμφερόντων των εκμεταλλευτών με τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων και του εξηγεί την ιστορική σημασία και τις αναγκαίες προϋποθέσεις της επικείμενης σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ξεκινώντας από το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ο Β. Ι. Λένιν είδε στον ιμπεριαλισμό της Ρωσίας τον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας που μπορούσε να σπάσει, τεκμηρίωσε τη δυνατότητα νίκης της επανάστασης αρχικά σε μια ξεχωριστή χώρα, ανέδειξε τη θέση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, πράγμα που επέτρεψε στο Κόμμα των Μπολσεβίκων να μπει στην πορεία της πρακτικής προετοιμασίας της επανάστασης. Αυτή η προετοιμασία ήταν δυνατή επειδή η εργατική τάξη της Ρωσίας ίδρυσε τα Σοβιέτ και ο Λένιν είδε στη μελλοντική σοβιετική εξουσία την οργανωτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Έτσι, η Μεγάλη Σοσιαλιστική Επανάσταση τεκμηριώθηκε θεωρητικά, προβλέφθηκε, προετοιμάστηκε και γι’ αυτό πραγματοποιήθηκε με επιτυχία.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η ΕΣΣΔ επέδρασαν στις άλλες χώρες, στην εξέλιξη των γεγονότων στον κόσμο. Η Ιστορία επιβεβαίωσε «τη διεθνή σημαντικότητα της επανάστασής μας ή την ιστορική αναγκαιότητα να επαναληφθεί σε διεθνή κλίμακα αυτό που έγινε σε μας». [4] Σε αυτό ο Λένιν, το 1921, αφιέρωσε το βιβλίο του «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, που έχει την ευρύτερη σημασία για τους κομμουνιστές όλων των εποχών.

Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός έκανε γιγάντιες προσπάθειες να καταπνίξει το πρώτο κράτος της εργατικής τάξης στον κόσμο, ν’ ανατρέψει τη δικτατορία του προλεταριάτου και να παλινορθώσει τη δικτατορία της αστικής τάξης στη Ρωσία. Δεκατέσσερα ξένα κράτη υποστήριξαν την εσωτερική αντεπανάσταση των τάξεων που είχαν ανατραπεί και πραγματοποίησαν επέμβαση, πυροδοτώντας ένα σκληρότατο εμφύλιο πόλεμο. Όμως η σοβιετική εξουσία άντεξε και νίκησε. Νίκησε λόγω της ευρύτατης υποστήριξης των εργαζόμενων μαζών μέσα στη χώρα και με τη βοήθεια της πιο ειλικρινούς πλατιάς αλληλεγγύης του προλεταριάτου των άλλων χωρών. Η δικτατορία του προλεταριάτου πραγματοποίησε μια από τις πρώτες της λειτουργίες —κατέστειλε την ανοιχτή αντίσταση των τάξεων που είχαν ανατραπεί και των συμμάχων τους.

Μετά από τον εμφύλιο πόλεμο στο πρώτο πλάνο βγήκαν τα καθήκοντα της οικοδόμησης της οικονομίας. Η σοβιετική εξουσία δρούσε, πρώτ’ απ’ όλα, σύμφωνα με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ενίσχυε την ένωσή της με την εργαζόμενη αγροτιά. Το ΚΚ των Μπολσεβίκων, πιστό στο μαρξισμό-λενινισμό, έλεγξε όλη την οικονομική ανάπτυξη. Ακολουθώντας αυτήν τη θεωρία, στην πάλη με τις αρνητικές τάσεις στη χώρα πραγματοποιήθηκε η πολιτιστική επανάσταση, η εκβιομηχάνιση και η κολεκτιβοποίηση, εξαλείφθηκε η εκμετάλλευση, η ανεργία και η ανέχεια, η αβεβαιότητα για το αύριο, μειώθηκε η εργάσιμη βδομάδα, εφαρμόστηκε η δωρεάν περίθαλψη κι εκπαίδευση. Στη βάση της ένωσης των εργαζόμενων στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών λυνόταν με επιτυχία το εθνικό πρόβλημα. Η χώρα αναπτυσσόταν με τους υψηλότερους ρυθμούς και στους βασικότερους δείκτες της παραγωγής έφτασε στις αρχές της δεκαετίας του ’40 στη 2η θέση παγκόσμια, από την 5η που κατείχε πριν την επανάσταση. Η σχεδιασμένη τροφοδοσία της παραγωγής με πρωτοπόρα τεχνική έβαλε τη βάση της αύξησης της ευημερίας του λαού κι εξασφάλισε την αμυντική ικανότητα της χώρας.

Είναι ανόητο ν’ αρνείται κανείς τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης στους τομείς της οικονομίας, της επιστήμης και της τεχνικής, του πολιτισμού, των κοινωνικών παροχών και άλλων σφαιρών της κοινωνικής δραστηριότητας. Είναι αναμφισβήτητα και πασίγνωστα. Λίγοι τ’ αρνούνται, γι’ αυτό η βασική γραμμή κριτικής των αντιπάλων του σοσιαλισμού ανάγεται στη θέση ότι όλα αυτά δήθεν επιτεύχθηκαν με τη μέθοδο της τρομερής σταλινικής δικτατορίας, με τίμημα απίστευτες θυσίες και άλλα παρόμοια. Πολλοί ευρισκόμενοι σε αντισοβιετικό οίστρο φτάνουν να λένε τέτοιες ανοησίες, όπως ότι ο λαός κατάφερε τις επιτυχίες του παρά τη δικτατορία του Κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας. Οι αντικομμουνιστές συνεχίζουν ν’ αμαυρώνουν τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού με συλλογισμούς για τα δήθεν τερατουργήματα της σταλινικής δικτατορίας.

Από την αρχή οι μπολσεβίκοι δε θεωρούσαν τη Ρωσική Επανάσταση φαινόμενο περιορισμένο στα όρια της Ρωσίας. Ήδη το 1919, με πρωτοβουλία του Λένιν ιδρύθηκε η Γ' Κομμουνιστική Διεθνής -η Κομιντέρν. Οι όροι εισδοχής στην Κομιντέρν προέκυπταν από μια αλήθεια που διατύπωσε ο Λένιν: «Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη φρασεολογία, αν δε συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό.» [5] Η παγκόσμια εργατική τάξη απέκτησε τη δική της, σαφώς ιδεολογικά καθορισμένη και οργανωτικά διαμορφωμένη πρωτοπορία στην Κομιντέρν. Και οι σοσιαλδημοκράτες στην πράξη μετατράπηκαν σε συνεργούς του ιμπεριαλισμού, που ασχολούνταν με τη βελτίωση, την άμβλυνση, τον εξανθρωπισμό, τη θεραπεία των πληγών του και τη σωτηρία του σε καιρούς κρίσεων και όξυνσης της ταξικής πάλης.

Το ζήτημα της διάλυσης της Γ’ Διεθνούς -της Κομιντέρν- τα σύνθετα ζητήματα και συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην πορεία της ανάπτυξης της στρατηγικής της, απαιτούν ξεχωριστή εξέταση, όμως ένα είναι φανερό, ότι το κύριο αποτέλεσμα της δράσης της ήταν η συντριβή του φασισμού και η δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος με ισχυρότατο οργανωτικό πυρήνα την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τις χώρες του ΣΟΑ.

Η Σοβιετική Ένωση, έχοντας τεράστια συμβολή στη συντριβή του γερμανικού φασισμού, έσωσε τον παγκόσμιο πολιτισμό. Αποκαθιστώντας σε συντομότατο διάστημα την κατεστραμμένη του οικονομία, ο λαός μας τη μεταπολεμική περίοδο μπόρεσε να λύσει σειρά σημαντικών καθηκόντων της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Τη δεκαετία του ’50 η χώρα έγινε μια από τις πιο μορφωμένες στον κόσμο, με πρωτοπόρα επιστήμη και πολιτισμό. Μέσα σε δέκα μόνο χρόνια η ΕΣΣΔ ανέβηκε από την 5η στην 3η θέση στον κόσμο ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία. Γι’ αυτό η πρωτιά στην κατάκτηση του Διαστήματος ήταν νομοτελειακή. Πρώτος άνθρωπος της Γης, που βγήκε στο χώρο του Διαστήματος με το σκάφος «Βοστόκ» έγινε ο Σοβιετικός πιλότος, το εργατόπαιδο με ειδικότητα χύτη, ο κομμουνιστής Γιούρι Γκαγκάριν.

Η λαϊκή ευημερία αυξανόταν σταθερά, οι τιμές μειώνονταν, ο μισθός αυξανόταν, η εργάσιμη βδομάδα στη βιομηχανία από το 1917 μέχρι το 1961 μειώθηκε κατά 18 ώρες. Βελτιώνονταν οι συνθήκες για την ολόπλευρη ανάπτυξη των εργαζόμενων. Έτσι αποκαλυπτόταν η κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού, οι άνθρωποι της δουλειάς πείθονταν από την πείρα τους ότι ο σοσιαλισμός μπαίνει στην καθημερινή ζωή και δεν είναι απλά ιδανικό ή προοπτική. Όπως σημειώνεται στο Πρόγραμμα του ΚΕΚΡ, τις σημαντικότερες επιτυχίες ο σοβιετικός λαός τις είχε την περίοδο υλοποίησης του 2ου Προγράμματος του Λενινιστικού Κόμματος, με την καθοδήγηση του Ι. Β. Στάλιν.

Η ΕΣΣΔ είχε τεράστια επίδραση σε όλη την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Αυτό το αναγνωρίζουν όλοι -και οι φίλοι και οι εχθροί. Ο σοσιαλισμός -ο σοβιετικός και των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου- ανάγκασε τους καπιταλιστές να κάνουν υποχωρήσεις και να εξασφαλίσουν ορισμένες εγγυήσεις στους εργαζόμενους στις χώρες τους.

Η ανάγκη του προλεταριάτου για κράτος καθορίζεται από τα συμφέροντα καταστολής των προσπαθειών εναντίωσης στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Συνεπώς, η δικτατορία του προλεταριάτου τελειώνει μόνο με την επίτευξη των τελικών στόχων των κομμουνιστών: Με την οικοδόμηση της πλήρως αταξικής κοινωνίας, με τη μετατροπή του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό, με την εξαφάνιση της απειλής επίθεσης του καπιταλισμού όχι μόνο από μέσα, αλλά και από έξω.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση εγκαθίδρυσε στη χώρα τη σοβιετική εξουσία ως οργανωτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τα Σοβιέτ είναι η πιο ανθεκτική, απ’ όλες τις γνωστές στην Ιστορία, μορφές της δικτατορίας του προλεταριάτου και όχι μόνο επειδή τα Σοβιέτ υπήρξαν για μεγαλύτερο διάστημα και πραγματοποίησαν μεγάλα καθήκοντα. Η ανθεκτικότητα και η μεγαλύτερη καταλληλότητα για την εκτέλεση της λειτουργίας της δικτατορίας του προλεταριάτου εξηγείται συγκεκριμένα από το ότι τα Σοβιέτ στηρίζονται σε μια τέτοια αντικειμενική πραγματικότητα, που συνενώνει τους ανθρώπους της δουλειάς, όπως είναι η οργάνωση στη διαδικασία της υλικής παραγωγής. Στα Σοβιέτ οι εργαζόμενοι για πρώτη φορά στην Ιστορία απέκτησαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την οργάνωσή τους στη διαδικασία της εργασίας για τη διεκπεραίωση των θεμάτων διεύθυνσης της κοινωνίας και των πολιτικών αποφάσεων - να εκλέγουν στις εργασιακές τους κολεκτίβες εκπροσώπους και με τον ίδιο τρόπο να τους ανακαλούν την οποιαδήποτε στιγμή, με τους εκπροσώπους τους που έχουν εκλεγεί στις παραγωγικές μονάδες, στα εργοστάσια, να ελέγχουν τα όργανα της κρατικής εξουσίας, να εξασφαλίζουν με αυτόν τον τρόπο την υποταγή του κράτους στα δικά τους συμφέροντα. Το 1917 εγκαθιδρύθηκε η ανώτερη, αυθεντικά προοδευτική μορφή της δημοκρατίας -η προλεταριακή δημοκρατία των εργαζόμενων και για τους εργαζόμενους- η σοβιετική εξουσία.

Η αντικειμενική βάση της σοβιετικής εξουσίας προκαθόρισε την ιστορική αλυσίδα της εξέλιξης των γεγονότων: Αρχικά, χωρίς καμία συνεννόηση με τον τσαρισμό, εμφανίστηκαν τα Σοβιέτ, έπειτα πραγματοποιήθηκε η σοσιαλιστική επανάσταση —έγινε η εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας, η δημιουργία του σοβιετικού κράτους και μόνο έπειτα η ψήφιση του σοβιετικού Συντάγματος και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η ιστορική ακολουθία ορίζεται από τη λογική της ταξικής πάλης και δεν μπορεί να είναι διαφορετική. Έτσι, ο ρόλος των Σοβιέτ είναι εξαιρετικά σοβαρός ακόμα και στο ζήτημα της πάλης για την εξουσία. Κανένα κοινοβούλιο και κεντροαριστερές κυβερνήσεις «λαϊκής εμπιστοσύνης» δεν μπορούν να μετατραπούν σε σοβιετική εξουσία, δε θα ψηφίσουν σοβιετικό Σύνταγμα και δε θα οδηγήσουν τους εργαζόμενους στο σοσιαλισμό.

Τα Σοβιέτ δεν αποτελούν εργατικό κοινοβούλιο, όπως προσπαθούν να θέσουν το θέμα ορισμένοι θεωρητικοί, προβάλλοντας ακόμα και τη διατύπωση: Κίνηση προς τη λαϊκή εξουσία στη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σοβιετικού τύπου. Τα Σοβιέτ είναι μάχιμα τμήματα του προλεταριάτου για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στην πορεία ανατροπής της αστικής τάξης, οικοδόμησης του σοσιαλισμού και της πάλης για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό.

Η προσωρινή υποχώρηση και ήττα των Σοβιέτ εξηγείται εν πολλοίς από τα λάθη του Κόμματος στη θεωρία του κομμουνισμού, πράγμα που οδήγησε στον εκφυλισμό των Σοβιέτ σε κάποια ανάλογα των αστικών κοινοβουλίων. Το καθήκον του σοσιαλισμού καθόλου δε συνίσταται στη διακήρυξη της εξουσίας του εργαζόμενου λαού, αλλά στο να έχει ο εργαζόμενος λαός την πραγματική, πρακτική δυνατότητα ν’ ασκεί αυτήν την εξουσία. Τα Σοβιέτ είναι η καταλληλότερη μορφή πραγματοποίησης της εξουσίας των εργαζόμενων, μιλώντας με τα λόγια του Λένιν —η οργανωτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η διαλεκτική προσέγγιση στην ιστορική πείρα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, της οικοδόμησης και της ανάπτυξης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πώς αλλάζει ο χαρακτήρας της παραγωγής κατά το πέρασμα στον κομμουνισμό και αναπαράγεται στη διαδικασία ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως πρώτης φάσης του κομμουνισμού.

Το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης, η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν αλλάζουν ακόμα από μόνα τους το χαρακτήρα της παραγωγής. Μόνο μετά από την εθνικοποίηση δημιουργείται ο σοσιαλιστικός τομέας, στον οποίο η παραγωγή έχει άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα και αυτός ο τομέας κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου συνυπάρχει με άλλους τομείς. Στη Ρωσία τέτοιοι τομείς ήταν ο κρατικοκαπιταλιστικός, ο ιδιωτικοκαπιταλιστικός, ο μικροεμπορευματικός και ο πατριαρχικός.

Στο πλαίσιο της μεταβατικής περιόδου, ο σοσιαλιστικός τομέας, αναπτυσσόμενος, υποσκελίζει βαθμιαία όλους τους άλλους τομείς. Η άμεσα κοινωνικά σχεδιασμένη, οργανωμένη σοσιαλιστική παραγωγή γίνεται αρχικά η κυρίαρχη και μετά η μοναδική μορφή παραγωγής.

Θεωρητικοί διάφορων ειδών και οπαδοί της σοσιαλιστικής ιδέας, και ακόμα περισσότερο αντίπαλοι, έδωσαν πληθώρα χαρακτηρισμών στο σοβιετικό σοσιαλισμό. Και πώς δεν ονόμασαν το σοβιετικό μας σύστημα: Πρώιμο και υπανάπτυκτο, ολοκληρωτικής κοινωνικοποίησης, παραμορφωμένο, στρατοπεδικό, με γραφειοκρατικές στρεβλώσεις κλπ.

Είναι διαδεδομένη η άποψη, την οποία συμμερίζεται, μεταξύ άλλων, το ΚΚΡΟ, ότι ηττήθηκε το μοντέλο του πρώιμου σοσιαλισμού που είχε να επιδείξει επιτυχίες στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αλλά έπαψε ν’ αντιστοιχεί στις αλλαγμένες συνθήκες της επιστημονικοτεχνικής προόδου και της πιο απελευθερωμένης δημοκρατικής κοινωνίας.

Εμείς ξεκινάμε από τη λενινιστική θέση ότι ο σοσιαλισμός είναι μη πλήρης κομμουνισμός, η κατώτερη φάση του κομμουνιστικού σχηματισμού. Φέρει αναπόφευκτα απ’ όλες τις απόψεις τη σφραγίδα του παλιού, του καπιταλιστικού συστήματος, από το οποίο βγήκε. Εδώ ο καθένας ενδιαφέρεται αντικειμενικά τόσο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου όσο και για την αύξηση του προσωπικού του μεριδίου σε αυτόν.

Αξιοποιώντας αυτό το γεγονός, οι οπορτουνιστές στο κομμουνιστικό κίνημα προσπαθούν ν’ αποκόψουν θεωρητικά το σοσιαλισμό από τον κομμουνισμό, να κατασκευάσουν μοντέλα σοσιαλισμού με ενταγμένη την ατομική ιδιοκτησία, την ανεργία, τον πολιτικό και τον οικονομικό πλουραλισμό. Ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει κανείς άλλος σοσιαλισμός, εκτός από το σοσιαλισμό ως πρώτη φάση του κομμουνισμού. Επιπλέον, βάση του αυθεντικού κομμουνισμού αποτελούν οι γενικές-κομμουνιστικές σχέσεις, που περνούν (εννοείται με διαφορετικό βαθμό ωριμότητας) μέσα από τη μεταβατική (από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό) περίοδο και τις δύο φάσεις του κομμουνισμού. Τέτοιες γενικές-κομμουνιστικές σχέσεις, που αναπτύσσονται μαζί με την κίνηση στο δρόμο προς τον πλήρη κομμουνισμό, περιλαμβάνουν: Την κοινωνική ιδιοκτησία στη γη και όλα τα βασικά μέσα της παραγωγής και της σφαίρας της κυκλοφορίας· τη σχεδιασμένη ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας και των άλλων σφαιρών της κοινωνικής ζωής· την πλήρη απασχόληση του πληθυσμού· τη φροντίδα της κοινωνίας για την υποστήριξη των ακόμα μη ικανών για εργασία (παιδιά) και των πια μη ικανών για εργασία (ηλικιωμένοι και ανάπηροι)· την εξασφάλιση από την κοινωνία ίσων όρων για την αποκάλυψη και την ανάπτυξη των ικανοτήτων όλων των μελών της κοινωνίας (δωρεάν, εξίσου προσβάσιμη παιδεία και φροντίδα υγείας)· τη διεύθυνση της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής μέσα από το σύστημα των Σοβιέτ των εργαζόμενων όλων των επιπέδων.

Η κίνηση προς τον πλήρη κομμουνισμό πραγματοποιείται με μεγαλύτερη επιτυχία όσο πιο συνειδητή και πιο οργανωμένη είναι η πάλη, η ιστορική δημιουργικότητα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται τότε μόνο δυνατή, όταν η αναγκαιότητά της συνειδητοποιείται από την πραγματική πολιτική πλειοψηφία των οργανωμένων εργατών, που είναι ικανοί να ξεσηκώσουν στον αγώνα και να οδηγήσουν πίσω τους τις πιο πλατιές μάζες των εργαζόμενων. Την επανάσταση δεν την πραγματοποιούν συνωμότες, αλλά οι μάζες κάτω από την καθοδήγηση της επαναστατικής τάξης. Της επαναστατικής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος προηγείται η επανάσταση στη συνείδηση της πρωτοπορίας της πρωτοπόρας τάξης. Να εξοπλίσει την εργατική τάξη ιδεολογικά, να προσδώσει στην πάλη του μεγάλη στοχοπροσήλωση κι έτσι να προφυλάξει από περιττές θυσίες και λαθεμένες αυταπάτες -σε αυτό βλέπει το χρέος του το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κομμουνιστική ιδέα μόνο τότε γίνεται δρώσα υλική δύναμη, όταν καταλαμβάνει τις μάζες των εργατών.

Ο σοσιαλισμός είναι τέτοιος, όπως βγήκε από τον καπιταλισμό ανάλογα με τις δεδομένες συνθήκες. Στο σοσιαλισμό η ταξική πάλη δεν τελειώνει, αλλά παίρνει νέες μορφές, συνεχίζεται σαν πάλη της προλεταριακής, κομμουνιστικής δημιουργικής τάσης με τη μικροαστική τάση της ατομικής ιδιοκτησίας. Υποχρεωτικό χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού είναι η εξουσία, που πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου κι εξασφαλίζει τη νίκη της θετικής κομμουνιστικής τάσης.

Στο πολιτικό πεδίο ο σοσιαλισμός, σύμφωνα με το λενινιστικό ορισμό, είναι η κατάργηση των τάξεων δηλαδή η κίνηση προς το ξεπέρασμα των ταξικών διαφορών, των διαφορών μεταξύ της πόλης και του χωριού, των ανθρώπων της φυσικής και της πνευματικής εργασίας. Ο Β. Ι. Λένιν διευκρίνιζε ότι «η εξάλειψη των τάξεων είναι υπόθεση μακρόχρονης, δύσκολης, επίμονης ταξικής πάλης, που δεν εξαφανίζεται ύστερα από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, ύστερα από τη συντριβή του αστικού κράτους, ύστερα από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως φαντάζονται οι χυδαιολόγοι του παλιού σοσιαλισμού και της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας), αλλά απλώς αλλάζει τις μορφές της, γίνεται από πολλές απόψεις ακόμα πιο σκληρή». [6]

Έγιναν λάθη από τη σοβιετική ηγεσία και το Κόμμα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού; Όταν οι άνθρωποι προχωρούν σ’ έναν άγνωστο δρόμο και σε συνθήκες όχι μόνο άγνωστες, αλλά και απίστευτα δύσκολες, με λυσσασμένη αντίσταση όλου του παλιού αστικού κόσμου, το να σκέφτεται κανείς ότι δε θα γίνουν καθόλου λάθη, το να λέει «δεν έπρεπε να γίνει έτσι» είναι πολιτική υποκρισία και αλαζονεία. Βεβαίως τα λάθη ήταν αναπόφευκτα και έγιναν. Πρέπει να μελετήσουμε την ιστορική μας πείρα και ν’ αντλήσουμε τ’ αναγκαία συμπεράσματα. Μάλιστα κάνουμε διάκριση των λαθών του αγώνα, από την αποστασία και τη βουλησιαρχία. Οι πρόγονοί μας, κομμουνιστές-μπολσεβίκοι με την καθοδήγηση του Λένιν και του Στάλιν, πέρασαν με αξιοπρέπεια το δικό τους κομμάτι του δρόμου. Οι μπολσεβίκοι ήταν ορθόδοξοι μαρξιστές. Στη θεωρία και στην πράξη δεν ακολουθούσαν κάποιο δόγμα, αλλά αταλάντευτα καθοδηγούνταν από τις θεμελιώδεις αρχές της ταξικής πάλης. Γι’ αυτό, παρά τις υπάρχουσες αδυναμίες και λάθη, διατηρήθηκε η τάση της κίνησης «μπροστά και πάνω». Η αδράνεια της κίνησης προς τα μπρος διατηρήθηκε και μετά από αυτούς για αρκετό χρονικό διάστημα, όμως με όλο και πιο αρνητική επιτάχυνση.

Τα συμπεράσματα που διατύπωσε ο Λένιν απέδειξαν την αλήθεια τους στα εκατό σχεδόν χρόνια που πέρασαν. Σήμερα, εμείς μπορούμε και πρέπει να τα συμπληρώνουμε με ανάλογα συμπεράσματα από την εμπειρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ που ακολούθησε. Ιδιαίτερη προσοχή, φυσικά, πρέπει να δώσουμε στα λάθη που έγιναν και οδήγησαν στην προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Ανάμεσα στα πρώτα υποχρεωτικά διδάγματα για αφομοίωση από τους επαναστάτες μαρξιστές όλων των χωρών, ο Β. Ι. Λένιν ξεχώριζε τα ακόλουθα, από την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης:

Α. Ύπαρξη προλεταριακού Κόμματος Νέου Τύπου. Υποχρεωτικότητα της πάλης με τον οπορτουνισμό. Όλοι οι κομμουνιστές γνωρίζουν καλά τη λενινιστική ρήση για το ότι «Δεν μπορεί να υπάρχει επαναστατικό κίνημα χωρίς επαναστατικό κόμμα». Οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να ηγηθούν του ξεσηκωμένου λαού της Ρωσίας στην επανάσταση όχι επειδή συνένωσαν όλους τους αντιπολιτευόμενους και οι ίδιοι ενώθηκαν με τους μενσεβίκους, αλλά γιατί μπόρεσαν να συντρίψουν θεωρητικά και πολιτικά τους μενσεβίκους. Ο Βλαντιμίρ Ιλίτς έγραφε: «Οι μπολσεβίκοι, ξεπερνώντας αφάνταστες δυσκολίες, εκτόπισαν τους μενσεβίκους που το ρόλο τους, σαν πρακτόρων της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα, τον κατάλαβε περίφημα όλη η αστική τάξη ύστερα από το 1905 και γι’ αυτό όλη η αστική τάξη τους υποστήριζε με χίλιους τρόπους ενάντια στους μπολσεβίκους. Οι μπολσεβίκοι όμως δε θα κατόρθωναν ποτέ να το πετύχουν αυτό, αν δεν εφάρμοζαν τη σωστή τακτική του συνδυασμού της παράνομης δουλειάς με την υποχρεωτική χρησιμοποίηση των “νόμιμων δυνατοτήτων”.» [7]

Ο Λένιν υποδείκνυε ότι η ιστορία του μπολσεβικισμού ξεκινά το 1903 (2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ) κι έθετε στον εαυτό του το ερώτημα -στην πάλη με ποιες τάσεις ατσαλώθηκε ο μπολσεβικισμός; Και το απαντούσε -πρώτ’ απ’ όλα στην πάλη με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με τη δεξιά απόκλιση. Είναι η πιο επικίνδυνη σε όλους τους καιρούς. Θα επαναλάβουμε: Στον κάθε λίγο-πολύ μορφωμένο μαρξιστή είναι γνωστή η θέση του Λένιν: «Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη φρασεολογία, αν δε συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό.» [8]

Από την Ιστορία είναι γνωστό ότι οπορτουνισμός μπορεί να είναι όχι μόνο μια δεξιά παρέκκλιση ενός τμήματος του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μπορεί να καταλάβει και το μεγαλύτερο μέρος του, ενίοτε ολοκληρωτικά. Η απαίτηση πάλης με τον οπορτουνισμό έγινε βασικός όρος εισδοχής στην Κομιντέρν, παραμένει βασικό χαρακτηριστικό του προλεταριακού Κόμματος και σήμερα.

Β. Ο συνδυασμός νόμιμης και παράνομης δουλειάς. Δουλειά για την προετοιμασία της επανάστασης, του εαυτού μας για την επανάσταση σε οποιεσδήποτε συνθήκες και σε κάθε στιγμή του κινήματος. Αυτή η θέση μοιάζει να σχετίζεται με ζητήματα αλφαβήτας της τακτικής της πολιτικής πάλης, όμως σήμερα, σε συνθήκες ενισχυόμενης αντίδρασης σε όλες τις χώρες, αποκτά νέα σημασία τόσο για τα κόμματα που έχουν συνηθίσει στη νόμιμη, «πολιτισμένη», νομοταγή, βασικά κοινοβουλευτική ύπαρξη, όσο και για κάθε είδους αριστερούς και αριστερούληδες, που συλλήβδην αποφεύγουν τη συμμετοχή στη νόμιμη δημόσια πολιτική, που ελέγχεται πλήρως από τις Αρχές. Ο Β. Ι. Λένιν δίδασκε: «Οι επαναστάτες, όμως, που δεν ξέρουν να συνδυάζουν τις παράνομες μορφές πάλης με όλες τις νόμιμες είναι πάντα πολύ κακοί επαναστάτες.» [9]

Και ειδικά για πολλούς συντρόφους μας, που δε βλέπουν τη δυνατότητα επανάληψης της επαναστατικής κατάστασης στη σύγχρονη σχετική καπιταλιστική ευημερία, ξεκαθάριζε: «Δεν είναι δύσκολο να είσαι επαναστάτης όταν η επανάσταση έχει πια ξεσπάσει και φουντώσει, όταν στην επανάσταση προσχωρούν οι πάντες από απλό ενθουσιασμό, από μόδα, κάποτε μάλιστα και από λόγους προσωπικής σταδιοδρομίας. Η “απαλλαγή” του προλεταριάτου από τέτοιους επαναστάτες της κακιάς ώρας του στοιχίζει αργότερα, ύστερα από τη νίκη του, πολύ μεγάλους κόπους και βασανιστικά -μπορούμε να πούμε- μαρτύρια. Είναι πολύ πιο δύσκολο -κι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία- να ξέρεις να είσαι επαναστάτης όταν δεν υπάρχουν ακόμη οι συνθήκες για άμεσο, ανοιχτό, πραγματικά μαζικό, πραγματικά επαναστατικό αγώνα, να ξέρεις να υπερασπίζεις τα συμφέροντα της επανάστασης (με την προπαγάνδα, τη ζύμωση, την οργάνωση) μέσα σε μη επαναστατικά όργανα και συχνά σε απροκάλυπτα αντιδραστικά, μέσα σε μη επαναστατικές συνθήκες, μέσα σε μάζα που δεν μπορεί να καταλάβει αμέσως την ανάγκη της επαναστατικής μεθόδου δράσης.» [10]

Γ. Ορθή διαλεκτική κατανόηση της σχέσης: «Ηγέτες - Κόμμα - τάξη - μάζες». Συνέχεια της ταξικής πάλης και στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, σιδερένια πειθαρχία στο Κόμμα για όλους, περιλαμβανομένων και των ηγετών του προλεταριάτου. Το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου είναι η ανώτερη μορφή της ταξικής ένωσης των προλετάριων, που δε θα δικαιολογεί το όνομά του, μέχρι να διδαχτεί να συνδέει τους ηγέτες με την τάξη και τις μάζες σ’ ένα ενιαίο σύνολο, σε κάτι το αδιάσπαστο. Με αφετηρία αυτήν την κατανόηση του Κόμματος, ο Λένιν δίδασκε: «Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, διαπαιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις και στις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη. Χωρίς Κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη, χωρίς Κόμμα που ν’ απολαμβάνει την εμπιστοσύνη κάθε τίμιου στοιχείου της τάξης του, χωρίς Κόμμα που να ξέρει να παρακολουθεί τις διαθέσεις των μαζών και να τις επηρεάζει, είναι αδύνατο να διεξαχθεί μια τέτοια πάλη με επιτυχία. Είναι χίλιες φορές πιο εύκολο να νικήσουμε τη μεγάλη συγκεντροποιημένη αστική τάξη, παρά “να νικήσουμε” τα εκατομμύρια κι εκατομμύρια των μικρονοικοκυραίων, ενώ αυτοί με την καθημερινή, τη συνηθισμένη, την αφανή, την ασύλληπτη, την αποσυνθετική τους δράση φέρνουν τα ίδια εκείνα αποτελέσματα που χρειάζεται η αστική τάξη και τα οποία παλινορθώνουν την αστική τάξη. Όποιος αδυνατίζει έστω και λίγο τη σιδερένια πειθαρχία του Κόμματος του προλεταριάτου (προπαντός τον καιρό της δικτατορίας του) βοηθά έμπρακτα την αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο.» [11]

Δ. Ο διεθνής χαρακτήρας των Σοβιέτ, ως μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η υποχρεωτικότητα της εγχώριας πάλης με τον εκάστοτε μενσεβικισμό στις εκάστοτε συνθήκες. Να τι έγραφε για εμάς σχετικά με αυτό το ζήτημα ο Β. Ι. Λένιν: «Οι επαναστάσεις του Φλεβάρη και του Οκτώβρη του 1917 οδήγησαν σε μια ολόπλευρη ανάπτυξη των Σοβιέτ σε εθνική κλίμακα και αργότερα στη νίκη τους στην προλεταριακή, στη σοσιαλιστική επανάσταση. Και σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια φάνηκε ο διεθνής χαρακτήρας των Σοβιέτ, η επέκταση αυτής της μορφής αγώνα και οργάνωσης στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα και η ιστορική αποστολή των Σοβιέτ να γίνουν ο νεκροθάφτης, ο κληρονόμος, ο διάδοχος του αστικού κοινοβουλευτισμού, της αστικής δημοκρατίας γενικά.

Κάτι παραπάνω. Η ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει τώρα ότι σε όλες τις χώρες το εργατικό κίνημα πρέπει οπωσδήποτε να περάσει (πράγμα που άρχισε ήδη να γίνεται) μέσα από την πάλη του κομμουνισμού, που γεννιέται, δυναμώνει και τραβά προς τη νίκη, πριν απ’ όλα και κυρίως ενάντια στο δικό του (για την κάθε χώρα) “μενσεβικισμό”.» [12]

«Ωστόσο, αν και παντού το εργατικό κίνημα περνά από ένα ομοιογενές στην ουσία, προπαρασκευαστικό σχολείο για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη, η ανάπτυξη αυτή σε κάθε χώρα συντελείται με δικό της τρόπο.» [13]

«Όσο καιρό θα υπάρχουν εθνικές και κρατικές διαφορές ανάμεσα στους λαούς και στις χώρες -και αυτές οι διαφορές θα διατηρούνται πάρα πολύ καιρό ακόμη και ύστερα από την πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου σε παγκόσμια κλίμακα- η ενότητα της διεθνούς τακτικής του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος όλων των χωρών δεν απαιτεί τον παραμερισμό κάθε ποικιλομορφίας, ούτε την εξάλειψη των εθνικών διαφορών (αυτό για τις σημερινές στιγμές είναι ένα ανόητο όνειρο), αλλά απαιτεί μια τέτοια εφαρμογή των βασικών αρχών του κομμουνισμού (σοβιετική εξουσία και δικτατορία του προλεταριάτου), που θα παράλλαζε σωστά αυτές τις αρχές σε επιμέρους ζητήματα, που θα τις προσάρμοζε και θα τις εφάρμοζε σωστά στις εθνικές κι εθνικοκρατικές διαφορές. Να ερευνηθεί, να μελετηθεί, ν’ αναζητηθεί, να μαντευτεί, να κατανοηθεί το εθνικά ιδιαίτερο, το εθνικά ειδικό στους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους κάθε χώρα αντιμετωπίζει τη λύση του ενιαίου διεθνούς καθήκοντος, τη νίκη ενάντια στον οπορτουνισμό και στον αριστερό δογματισμό μέσα στο εργατικό κίνημα, την ανατροπή της αστικής τάξης, την εγκαθίδρυση της σοβιετικής δημοκρατίας και της προλεταριακής δικτατορίας, να σε τι συνίσταται το βασικό καθήκον της ιστορικής στιγμής που περνούν οι προηγμένες (και όχι μόνο οι προηγμένες) χώρες.» [14]

Και η επικαιρότητα αυτής της σκέψης αποδείχτηκε από τη ζωή πάνω από μία φορά.

Ε. Αναγκαιότητα δουλειάς στις πλατιές, ακόμα και τις αντιδραστικές εργατικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στα συνδικάτα. Ο Λένιν δίδασκε ότι η κομμουνιστική δουλειά πρέπει να γίνεται παντού, όπου το επιτρέπουν, ή και δεν το επιτρέπουν, οι συνθήκες: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κύριοι “αρχηγοί” του οπορτουνισμού θα καταφύγουν σε όλες τις μανούβρες της αστικής διπλωματίας και στη βοήθεια των αστικών κυβερνήσεων, των παπάδων, της αστυνομίας και των δικαστηρίων, για να μην επιτρέψουν στους κομμουνιστές να μπουν στα συνδικάτα, για να τους εκτοπίσουν με κάθε μέσο από αυτά, για να κάνουν τη δουλειά τους μέσα στα συνδικάτα όσο το δυνατό πιο δυσάρεστη, για να τους προσβάλουν, να τους κατατρέξουν και να τους καταδιώξουν. Πρέπει να είμαστε σε θέση ν’ αντιταχτούμε σε όλα αυτά, να δεχτούμε όλες, και τις κάθε λογής θυσίες κι ακόμη -σε περίπτωση ανάγκης- να χρησιμοποιήσουμε κάθε λογής τεχνάσματα, κάθε πονηριά, κάθε παράνομο τρόπο δουλειάς, να παρασιωπούμε ή να κρύβουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπούμε μέσα στα συνδικάτα, να μείνουμε σ’ αυτά, να κάνουμε μέσα σ’ αυτά με κάθε θυσία κομμουνιστική δουλειά.» [15]

Στ. Για τους συμμάχους και τους συνοδοιπόρους της εργατικής τάξης στην προλεταριακή επανάσταση και μετά από την πραγματοποίησή της. Πιστεύουμε πως έχει ιδιαίτερη αξία να κατανοηθεί η σκέψη του Λένιν όχι μόνο για την αναγκαιότητα συμμάχων στην πραγματοποίηση της επανάστασης, αλλά και η όχι λιγότερη σημασία της πολιτικής των συμμαχιών στην υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

«Η προλεταριακή πρωτοπορία έχει κατακτηθεί ιδεολογικά. Αυτό είναι το κυριότερο. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε το πρώτο βήμα προς τη νίκη. Από αυτό όμως ως τη νίκη υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση. Με μόνη την πρωτοπορία δεν μπορούμε να νικήσουμε. Θα ήταν όχι απλώς ανοησία, αλλά κι έγκλημα να ρίξουμε μόνη την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη, προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατιές μάζες να έχουν πάρει θέση ή ανοιχτής υποστήριξης της πρωτοπορίας ή, τουλάχιστον, ευμενούς ουδετερότητας απέναντί της και να έχουν δείξει ότι είναι εντελώς ανίκανες να υποστηρίξουν τον αντίπαλό της.» [16]

«Ύστερα από την πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση του προλεταριάτου, ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης σε μια χώρα, το προλεταριάτο αυτής της χώρας εξακολουθεί για πολύ καιρό να είναι πιο αδύνατο από την αστική τάξη, απλούστατα εξαιτίας των τεράστιων διεθνών δεσμών αυτής της τελευταίας, καθώς κι εξαιτίας της αυθόρμητης και αδιάκοπης αναστήλωσης, αναγέννησης του καπιταλισμού και της αστικής τάξης από τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς της χώρας εκείνης στην οποία ανατράπηκε η αστική τάξη. Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή κι επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, “ρωγμή” ανάμεσα στην αστική τάξη των διάφορων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε χώρας -όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα ν’ αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινά, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο σοσιαλισμό γενικά. Όποιος δεν απέδειξε πρακτικά, μέσα σ’ ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και σε αρκετά πολύμορφες πολιτικές καταστάσεις, την ικανότητά του να εφαρμόζει την αλήθεια αυτή στην πράξη, αυτός δεν έμαθε ακόμη να βοηθά την επαναστατική τάξη στον αγώνα της για την απελευθέρωση όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας από τους εκμεταλλευτές. Κι αυτά που είπαμε αφορούν εξίσου την περίοδο πριν και μετά από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.» [17]

Ζ. Ικανότητα αξιοποίησης της τακτικής των συμβιβασμών και απόρριψη συμβιβασμών στον τομέα της ιδεολογίας. Η λενινιστική σκέψη απευθύνεται και σ’ εκείνους που αγαπούν τις συνταγές και τις έτοιμες αποφάσεις: «Είναι ανοησία να φτιάξεις μια τέτοια συνταγή ή έναν τέτοιο γενικό κανόνα (“κανένας συμβιβασμός”!) που να χρησιμεύει για κάθε περίπτωση. Πρέπει να έχεις τα μάτια σου τέσσερα για να μπορείς να προσανατολίζεσαι σε κάθε χωριστή περίπτωση. Η σημασία της κομματικής οργάνωσης και των ηγετών του Κόμματος που είναι άξιοι αυτού του τίτλου συνίσταται ακριβώς, ανάμεσα στ’ άλλα, στην επεξεργασία με τη μακρόχρονη, επίμονη, πολύμορφη, ολόπλευρη δουλειά όλων των σκεπτόμενων εκπροσώπων της δοσμένης τάξης των απαραίτητων γνώσεων, της απαραίτητης πείρας, του απαραίτητου -εκτός από τις γνώσεις και την πείρα- πολιτικού αισθητηρίου για τη γρήγορη και σωστή λύση των πολύπλοκων πολιτικών ζητημάτων.» [18]

Κανείς, μάλλον, μαρξιστής δεν αμφιβάλλει για το ότι ο Λένιν είχε το κεφάλι του στους ώμους και, παρόλ’ αυτά, ο ίδιος και οι άλλοι μπολσεβίκοι έκαναν λάθη σε ζητήματα τακτικά, πράγμα το οποίο δε δίσταζαν ν’ αναγνωρίζουν οι ίδιοι. Η γενική θέση κατά την επεξεργασία της τακτικής στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν είναι μόνο «η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το κομμουνιστικό του κόμμα να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυραίων», αλλά πρώτ’ απ’ όλα η αντίληψη ότι πρέπει «να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτήν την τακτική έτσι, που ν’ ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη». [19]

Η. Η αναγκαιότητα και η τακτική αξιοποίησης των δυνατοτήτων του αστικού κοινοβουλευτισμού για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Θα φαινόταν ότι αυτό το ζήτημα, η συμμετοχή στ’ αστικά κοινοβούλια, είναι επεξεργασμένο στη θεωρία και μελετημένο στην πράξη του κομμουνιστικού κινήματος καλύτερα από άλλα. Ο Β. Ι. Λένιν απλά επέμενε για την αναγκαιότητα αξιοποίησης των κοινοβουλευτικών δυνατοτήτων για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης: «Όσο καιρό δεν έχετε τη δύναμη να διαλύσετε το αστικό κοινοβούλιο και οποιοδήποτε αντιδραστικό ίδρυμα άλλου τύπου, είστε υποχρεωμένοι να δουλεύετε μέσα σ’ αυτά, γιατί εκεί μέσα υπάρχουν ακόμη εργάτες που τους έχουν αποβλακώσει οι παπάδες και η αποπνικτική ατμόσφαιρα των απομακρυσμένων χωριών. Διαφορετικά κινδυνεύετε να γίνετε απλούστατα φαφλατάδες.» [20]

Μάλιστα ο Λένιν σημείωνε τη νόμιμη απέχθεια των πρωτοπόρων προλετάριων προς τ’ αστικά κοινοβούλια και τους κοινοβουλευτικούς: «... Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι πιο ποταπό, πιο πρόστυχο, πιο προδοτικό από τη στάση της τεράστιας πλειοψηφίας των σοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών βουλευτών στο κοινοβούλιο στο διάστημα του πολέμου και ύστερα από αυτόν.» [21]

Οι μπολσεβίκοι επεξεργάστηκαν την τακτική της κομμουνιστικής δουλειάς στο κοινοβούλιο, της αξιοποίησης των προεκλογικών εκστρατειών και των κοινοβουλευτικών εδρών για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης: «Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν στον κόσμο κομμουνιστές, οπαδοί της Γ' Διεθνούς σε όλες τις χώρες, για ν’ αλλάξουν σε όλη τη γραμμή, σε όλους τους τομείς της ζωής την παλιά σοσιαλιστική, τρεϊντγιουνιονιστική, συνδικαλιστική, κοινοβουλευτική δουλειά και να την μετατρέψουν σε νέα, κομμουνιστική δουλειά.» [22]

«Οι κομμουνιστές της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής πρέπει να μάθουν να δημιουργήσουν έναν καινούργιο, διαφορετικό από το συνηθισμένο, ένα μη οπορτουνιστικό, μη καριερίστικο κοινοβουλευτισμό, έτσι ώστε το κόμμα των κομμουνιστών να βάλει τα δικά του συνθήματα, οι πραγματικοί προλετάριοι με τη βοήθεια της ανοργάνωτης κι εντελώς κακομοιριασμένης φτωχολογιάς να κυκλοφορούν και να μοιράζουν προκηρύξεις, να επισκέπτονται τα σπίτια των εργατών, τις καλύβες των προλετάριων του κάμπου και των απόκεντρων χωριών (στην Ευρώπη, ευτυχώς, υπάρχουν πολύ λιγότερα απόκεντρα χωριά απ’ ό,τι σε μας, και στην Αγγλία είναι πάρα πολύ λίγα), να χώνονται στις πιο λαϊκές ταβερνούλες, να εισχωρούν στις πιο λαϊκές ενώσεις, συλλόγους, τυχαίες συγκεντρώσεις, να μιλούν με το λαό όχι δασκαλίστικα (και όχι πολύ κοινοβουλευτικά), να μην κυνηγούν ούτε τόσο δα μια “θεσούλα” στη Βουλή, αλλά παντού να ξυπνούν τη σκέψη, να προσελκύουν τη μάζα, να πιάνουν την αστική τάξη από τα ίδια της τα λόγια, να χρησιμοποιούν το μηχανισμό που δημιούργησε αυτή, τις εκλογές που ορίζει, τις εκκλήσεις που κάνει σε όλο το λαό, να κατατοπίζουν το λαό σχετικά με τον μπολσεβικισμό έτσι όπως ποτέ δεν κατόρθωσαν να το κάνουν (στις συνθήκες της κυριαρχίας της αστικής τάξης), εκτός από την περίοδο των εκλογών (με εξαίρεση, φυσικά, τις στιγμές των μεγάλων απεργιών, όταν αυτός ο ίδιος ο μηχανισμός παλλαϊκής ζύμωσης δούλευε σ’ εμάς ακόμη πιο εντατικά).» [23]

Σήμερα, οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι πολλά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης και άλλων χωρών έχουν την αρρώστια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και υπόσχονται στα σοβαρά στους πολίτες βελτίωση της ζωής με τη μέθοδο της νίκης κάποιων αριστερών δυνάμεων στις εκλογές. Εμείς θα εξετάσουμε αυτό το ζήτημα πιο κάτω, ενώ τώρα θα σημειώσουμε απλά ότι ο Λένιν γι’ αυτό το ζήτημα εκφράστηκε πολύ κατηγορηματικά: «Μόνο παλιάνθρωποι ή κουτεντέδες μπορούν να νομίζουν πως το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πλειοψηφία στις εκλογές που διενεργούνται κάτω από το ζυγό της αστικής τάξης, κάτω από το ζυγό της μισθωτής δουλείας, κι έπειτα να προσπαθήσει να κατακτήσει την εξουσία. Αυτό είναι αποκορύφωμα αμβλύνοιας ή υποκρισίας, είναι αντικατάσταση της ταξικής πάλης με εκλογές σε συνθήκες του παλιού καθεστώτος, της παλιάς εξουσίας.» [24]

Ο Λένιν έκανε τη δουλειά για μας πάνω σε αυτά, τα αναφερόμενα παραπάνω, λάθη ακόμα το 1920. Μετά από το θάνατό του η Σοβιετική Ένωση κάτω από την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ πέρασε ένα μακρύ και δύσκολο δρόμο επιτευγμάτων και νικών. Ο φασισμός συντρίφτηκε, η χώρα βγήκε στη 2η θέση στον κόσμο στους δείκτες της βιομηχανικής παραγωγής, ο Σοβιετικός άνθρωπος βγήκε πρώτος στο Διάστημα. Όμως έγιναν και αρκετά λάθη, ιδιαίτερα στο μέρος του αδυνατίσματος της πάλης με τον οπορτουνισμό και τορεβιζιονισμό, πράγμα που εκφράστηκε στο θλιβερό αποτέλεσμα —την προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού και την καταστροφή της ΕΣΣΔ. Η ανάλυση αυτών των λαθών και τα συμπεράσματα για το μέλλον της πάλης είναι η δική μας δουλειά, στην οποία καθοδηγούμαστε από τη λενινιστική υπόδειξη: «Οι κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν πως το μέλλον οπωσδήποτε τους ανήκει και γι’ αυτό μπορούμε (και πρέπει) να συνενώνουμε το μεγαλύτερο πάθος στο μεγάλο επαναστατικό αγώνα με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο υπολογισμό των λυσσαλέων σπασμών της αστικής τάξης. » [25]

Εκφράζονται αρκετές γνώμες πολιτικών κομμάτων και ξεχωριστών ανθρώπων για τις αιτίες της ήττας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Εμείς, φυσικά, εξετάζουμε τις γνώμες μόνο των οπαδών του σοσιαλισμού, επειδή τις γνώμες των αντιπάλων περί δήθεν ουτοπικότητας της θεωρίας του κομμουνισμού ως δυνατότητας ανάπτυξης της ανθρωπότητας τις σκόρπισε με την πράξη του ο ίδιος ο Μεγάλος Οκτώβρης και η εμπειρία ανάπτυξης της ΕΣΣΔ.

Πολύ δημοφιλής είναι η εκδοχή που θεωρεί βασική συνιστώσα της ήττας μας την προδοσία της υπόθεσης του σοσιαλισμού από ξεχωριστές προσωπικότητες μεταξύ των ανώτατων ηγετικών στελεχών του Κόμματος και του κράτους. Λέγονται τα ονόματα του Γκορμπατσόφ, του Γιέλτσιν, του Γιάκοβλεφ και πολλών συναδέλφων τους στην ΚΕ του ΚΚΣΕ και στην κυβέρνηση. Δημοφιλείς είναι και οι συλλογισμοί για μηχανορραφίες της Δύσης. Αναφέρονται παραδείγματα για τεκμηρίωση: Από το φημισμένο μισο-μυθικό «Σχέδιο Ντάλας», μέχρι την εκδοχή της στρατολογίας των ανώτατων καθοδηγητών, που έγιναν πράκτορες της επιρροής ξένων μυστικών υπηρεσιών. Αναφέρονται αριθμοί σε τρισεκατομμύρια δολάρια που ξόδεψε η Δύση στην πάλη με την ΕΣΣΔ, και δεν τα ξόδεψε τσάμπα. Πολλά στοιχεία αυτών των εκδοχών όχι μόνο είναι πολύ ενδιαφέροντα, αλλά και είχαν θέση στην πραγματικότητα. Όμως από τη δική μας, την υλιστική άποψη, οι βασικές αιτίες της προσωρινής ήττας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, στην ταξική πάλη για τη μετεξέλιξη του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό με τις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις, είναι εσωτερικές.

Εάν απαντήσουμε πολύ σύντομα στο ερώτημα «Γιατί, λοιπόν;» -για τις αιτίες της ήττας της σοβιετικής εξουσίας και του ΚΚΣΕ, απαντάμε ως εξής: Επειδή η εξουσία στην ουσία δεν ήταν πια σοβιετική και το Κόμμα δεν ήταν πια πραγματικά κομμουνιστικό.

Οι αιτίες ήττας της ΕΣΣΔ

Α. Θεωρητικές. Απόρριψη των βασικών αρχών του μαρξισμού.

Το ΚΕΚΡ ξεκινά από τη θεμελιώδη θέση του μαρξισμού ότι «μεταξύ της καπιταλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας υπάρχει η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη. Σε αυτήν την περίοδο αντιστοιχεί και μια πολιτική μεταβατική περίοδος, και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, εκτός από επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου». [26] Αντίστοιχα, ο Λένιν θεωρούσε κύριο στο μαρξισμό την αποδοχή της δικτατορίας του προλεταριάτου: «Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου». [27] Μάλιστα ο Λένιν διευκρίνιζε ότι «η ουσία όμως της δικτατορίας του προλεταριάτου δε βρίσκεται μόνο στη βία και δε βρίσκεται κυρίως στη βία. Η βασική της ουσία βρίσκεται στο βαθμό οργάνωσης και πειθαρχίας του πρωτοπόρου τμήματος των εργαζόμενων, της πρωτοπορίας τους, του μοναδικού ηγέτη τους, του προλεταριάτου. Σκοπός του προλεταριάτου είναι να δημιουργήσει το σοσιαλισμό, να εξαλείψει το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, να κάνει όλα τα μέλη της κοινωνίας εργαζόμενους, ν’ αφαιρέσει το έδαφος για κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο». [28] Η ταξική πάλη συνεχίζεται στο σοσιαλισμό, με άλλες μορφές, περιλαμβανομένης και της πάλης στο εσωτερικό της τάξης και του Κόμματος. Θυμίζουμε: Ο Β. Ι. Λένιν υπογράμμιζε ότι «η εξάλειψη των τάξεων είναι υπόθεση μακρόχρονης, δύσκολης, επίμονης ταξικής πάλης, που δεν εξαφανίζεται ύστερα από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, ύστερα από τη συντριβή του αστικού κράτους, ύστερα από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως φαντάζονται οι χυδαιολόγοι του παλιού σοσιαλισμού και της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας), αλλά απλώς αλλάζει τις μορφές της, γίνεται από πολλές απόψεις ακόμη πιο σκληρή». [29]

Μέχρι πότε είναι αδύνατη η κατάργηση της δικτατορίας του προλεταριάτου; Στις Θέσεις της εισήγησης για την τακτική του ΚΚΡ στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Β. Ι. Λένιν απαντά ως εξής σε αυτό το ερώτημα: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δε σημαίνει το σταμάτημα της ταξικής πάλης, αλλά σημαίνει τη συνέχισή της με νέα μορφή και με νέα μέσα. Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν τάξεις, όσο η αστική τάξη που έχει ανατραπεί σε μια χώρα δεκαπλασιάζει τις επιθέσεις της ενάντια στο σοσιαλισμό σε διεθνή κλίμακα, η δικτατορία αυτή είναι απαραίτητη.» [30] Και επειδή, όπως υπογραμμιζόταν στην Εισήγηση για την τακτική του ΚΚΡ στο ίδιο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν: «Το καθήκον του σοσιαλισμού συνίσταται στην εξάλειψη των τάξεων», επειδή η περίοδος της δικτατορίας του προλεταριάτου καταλαμβάνει όλη την πρώτη φάση του κομμουνισμού, δηλαδή όλη την περίοδο του σοσιαλισμού. [31]

Και παρόλ’ αυτά, το κύριο λάθος των Σοβιετικών κομμουνιστών, όσο παράξενο και αν είναι, αποδείχτηκε η απόρριψη του κύριου στο μαρξισμό.

H απόρριψη της Δικτατορίας του Προλεταριάτου είναι απόρριψη του Μαρξισμού

Μετά από το θάνατο του Στάλιν, με την έλευση στην ηγεσία του Κόμματος του Ν. Σ. Χρουστσόφ, στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ πραγματοποιήθηκε μια ιδιαίτερη προετοιμασία πυροβολικού για μετωπική επίθεση στο κύριο στο μαρξισμό -τη θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Με τις προσπάθειες της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής ομάδας σε συκοφαντική μορφή, μπήκε σε αμφισβήτηση ό,τι θετικό έγινε από τη σταλινική ηγεσία κι έγινε αίτημα για αναθεώρηση των θέσεων-κλειδιών του μαρξισμού για την ταξική πάλη και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ωστόσο συνέχιζε να ισχύει το λενινιστικό Πρόγραμμα του ΚΚΡ (Μπ.). Γι’ αυτό οι χρουστσοφικοί άρχισαν να ετοιμάζονται για την αλλαγή του σ’ ένα τέτοιο, από το οποίο θα έβγαινε εκείνο που αποτελεί την ίδια την ουσία του μαρξισμού-λενινισμού. Στην εισήγηση στο 22ο Συνέδριο του Α' Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, Ν. Σ. Χρουστσόφ, «Για το Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης», προωθήθηκε η απωθητική και αποστρατευτική για τους κομμουνιστές, την εργατική τάξη και όλους τους εργαζόμενους θέση για την τελική νίκη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ [32], γινόταν ο ισχυρισμός ότι η ταξική πάλη περιορίζεται στη μεταβατική προς το σοσιαλισμό περίοδο [33]. Σε όλη την εισήγηση ο σοσιαλισμός κατανοούνταν όχι ως φάση του κομμουνισμού, αλλά σα μη κομμουνισμός -στην ουσία, σαν ξεχωριστός σχηματισμός. Αντίστοιχα, αντί του χαρακτηριστικού για το σοσιαλισμό στόχου -της πλήρους εξάλειψης των τάξεων στην πρώτη φάση της αταξικής κοινωνίας, έμπαινε μόνο το καθήκον της οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας και μαζί με αυτό ανακηρυσσόταν ο καθαρά αναθεωρητικός αντιμαρξιστικός στόχος: «Από το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, στο παλλαϊκό κράτος.» [34] Υποστηριζόταν ότι δήθεν «η εργατική τάξη της Σοβιετικής Ένωσης με δική της πρωτοβουλία, ξεκινώντας από τα καθήκοντα της οικοδόμησης του κομμουνισμού, μετασχημάτισε το κράτος της δικτατορίας της σε παλλαϊκό κράτος ... Για πρώτη φορά στη χώρα μας δημιουργήθηκε ένα κράτος που δεν είναι δικτατορία της οποιασδήποτε μιας τάξης ... Η δικτατορία του προλεταριάτου έπαψε να είναι απαραίτητη». [35] Το Κόμμα επίσης ανακηρυσσόταν όχι κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά κόμμα όλου του λαού, παρά τη λενινιστική έννοια του πολιτικού κόμματος ως πρωτοπορίας της τάξης.

Αυτές οι αναθεωρητικές ιδέες δεν αποκρούστηκαν στο Συνέδριο, το οποίο ψήφισε ένα αναθεωρητικό, στην ουσία αντιλενινιστικό, αντιμαρξιστικό Πρόγραμμα. Σε αυτό υποστηριζόταν ότι δήθεν «η δικτατορία του προλεταριάτου εκτέλεσε την ιστορική της αποστολή και, από την άποψη των καθηκόντων της εσωτερικής ανάπτυξης, έπαψε να είναι απαραίτητη στην ΕΣΣΔ. Το κράτος, που εμφανίστηκε ως κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, μετατράπηκε στο νέο, σύγχρονο στάδιο σε παλλαϊκό κράτος... Το Κόμμα έχει ως αφετηρία ότι η δικτατορία της εργατικής τάξης παύει να είναι αναγκαία πριν την απονέκρωση του κράτους».[36] Για να εκτιμηθεί πληρέστερα αυτή η θέση, θ’ απευθυνθούμε ξανά στον Λένιν.

Στο θεμελιώδες έργο του Κράτος κι επανάσταση ο Β. Ι. Λένιν υπογράμμιζε τον ταξικό χαρακτήρα κάθε κράτους, για όσο διάστημα αυτό παραμένει, την αναγκαιότητα για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης, της καταστροφής της παλιάς κρατικής μηχανής και της δημιουργίας ενός νέου κρατικού μηχανισμού, ικανού να λύνει τα καθήκοντα της προλεταριακής δικτατορίας, ενώ επεξεργάστηκε σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να τηρούνται ώστε το κράτος από όργανο της εργατικής τάξης, από μέσο εξασφάλισης της πολιτικής κυριαρχίας του, να μη μετατραπεί σε δύναμη που κυριαρχεί σε αυτήν την ίδια τάξη. Σε αυτό το βιβλίο και επίσης στα τετράδια Ο μαρξισμός και το κράτος, ο Β. Ι. Λένιν με την ακρίβειά του προώθησε την ιδέα ότι το κράτος απονεκρώνεται μόνο μαζί με την πλήρη εξάλειψη των τάξεων και, για όσο παραμένουν τάξεις, παραμένει το κράτος ως όργανο της πολιτικά κυρίαρχης τάξης. Αναφέρει και αναπτύσσει τη σκέψη του Ένγκελς: «Όταν το κράτος γίνει επιτέλους πραγματικά εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε θα κάνει περιττό τον εαυτό του.» [37] Ο Β. Ι. Λένιν, θα επαναλάβουμε ακόμα μία φορά, σα να απαντούσε σε όλους όσοι αμφέβαλλαν, ταλαντεύονταν, ήταν αναποφάσιστοι, υπογράμμιζε: «Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και το μεγάλο) αστό της αράδας. Πάνω σ’ αυτήν τη λυδία λίθο πρέπει να δοκιμάζουμε την πραγματική κατανόηση και παραδοχή του μαρξισμού.» [38]

Το σοσιαλιστικό κράτος, αντίθετα, υπογραμμίζει πάντα το βαθιά ταξικό χαρακτήρα του. Έτσι, η χρουστσοφική ρεβιζιονιστική ομάδα οδήγησε σε σύγχυση, εξαπατώντας στην πράξη το Κόμμα και το λαό στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, χωρίς την οποία η ανάπτυξη του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό είναι αδύνατη.

Η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου και του στόχου του σοσιαλισμού άλλαξε την ταξική ουσία του κράτους. Αυτό έγινε ανίκανο να πραγματοποιεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, που στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι κοινωνικά συμφέροντα. Η κρατική ιδιοκτησία γι’ αυτό βαθμιαία έπαυε να είναι μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας και ουσιαστικά γινόταν όλο και περισσότερο μια ιδιαίτερη μορφή ιδιωτικής ιδιοκτησίας εκείνων που στην πράξη νέμονταν την κρατική ιδιοκτησία, δηλαδή της κορυφής της κομματικο-κρατικής γραφειοκρατίας. Έτσι, η κομματικο-κρατική γραφειοκρατική κορυφή κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να ιδιοποιηθεί την ιδιοκτησία της κοινωνίας και να δημιουργήσει τις συνθήκες για να μένει μόνο να την μοιράσει και να την ιδιοποιηθεί πλέον ξεχωριστά, να την ιδιωτικοποιήσει με διατύπωση στους νόμους του «παλλαϊκού κράτους». Αυτό συνέβη με την προώθηση από τον Γκορμπατσόφ κατά τη γιελτσινική περίοδο αρχικά κάτω από το ρεβιζιονιστικό σύνθημα «κίνηση προς την αγορά» κι έπειτα και με το ανοιχτά αντικομμουνιστικό «δώστε ιδιωτικοποίηση». Η απόρριψη από το ΚΚΣΕ στο 22ο Συνέδριο του κύριου στο μαρξισμό -της δικτατορίας του προλεταριάτου, του στόχου της σοσιαλιστικής παραγωγής και του στόχου του σοσιαλισμού δεν μπορούσε να μην οδηγήσει και, τελικά, παρά τη δραστήρια αντίσταση από την πλευρά της κομμουνιστικής μειοψηφίας, οδήγησε στην καταστροφή του Κόμματος, του κράτους και της χώρας. Αυτή η απόρριψη συνέβη όχι μόνο με ευθύνη της αποστατούσας κορυφής του ΚΚΣΕ, αλλά και με ευθύνη εκείνων των μελών του Κόμματος που, αντί της μελέτης και της κατανόησης του μαρξισμού, μάθαιναν τσιτάτα και συνθήματα και πίστευαν τα λόγια της αναθεωρητικής κορυφής του Κόμματος και γι’ αυτό οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να υπερνικήσουν τους οπορτουνιστές, τους αναθεωρητές και τους αποστάτες προδότες του σοσιαλισμού. Αυτό είναι μάθημα όχι μόνο για τους κομμουνιστές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Είναι μάθημα και για όλο το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.

Β. Οικονομικά λάθη. Ενίσχυση του στοιχείου της εμπορευματικότητας της κοινωνικής παραγωγής και γλίστρημα προς τον καπιταλισμό.

Ο μη εμπορευματικός, άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό, αλλά και όρος ύπαρξης και ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Η επικαιρότητα αυτού του ζητήματος καθορίζεται από το ό,τι σε τελική ανάλυση είναι το ζήτημα σχετικά με το γιατί παλεύουν οι κομμουνιστές για την εξουσία της τάξης τους. Αυτό είναι για το τι θα κάνουν σε περίπτωση έλευσης της εργατικής τάξης στην εξουσία. Κατά πόσο βγήκαν συμπεράσματα από τα λάθη του ΚΚΣΕ και της πρακτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ; Τι και πώς να χτίζουμε στην οικονομία; Σημειώνουμε ότι και σήμερα αυτό το ζήτημα συνεχίζει όχι μόνο ν’ απασχολεί, αλλά και να διαιρεί το κομμουνιστικό κίνημα, περιλαμβανομένου και της Ρωσίας.

Σημειώνουμε ότι ο Λένιν ποτέ δεν έθετε το ζήτημα της ταχείας κατάργησης της εμπορευματικότητας της παραγωγής. Υπογράμμιζε πάντα ότι γίνεται λόγος για ξεπέρασμα της εμπορευματικότητας, για φυγή από την εμπορευματικότητα, για άρνηση της εμπορευματικότητας στη σοσιαλιστική κοινωνική παραγωγή. Ο Λένιν εξέφραζε την κατανόηση του στόχου της σοσιαλιστικής επανάστασης με τα ακόλουθα λόγια: «Κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η μετατροπή τους σε κοινωνική ιδιοκτησία και η αντικατάσταση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εμπορευμάτων από τη σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής προϊόντων προς όφελος όλης της κοινωνίας, για την εξασφάλιση πλήρους ευημερίας κι ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της.» [39]

Αυτήν τη σκέψη για το ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής ο Λένιν την τεκμηριώνει πολλές φορές και σε άλλες εργασίες του ήδη από την περίοδο οικοδόμησης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Οι οπαδοί της αγοράς συνήθως φέρνουν το παράδειγμα της ΝΕΠ σα μια δήθεν στροφή του Λένιν στην κατανόηση του σοσιαλισμού ως εμπορευματικής οικονομίας, σαν επιστροφή στην αγορά όχι ως προσωρινή αναγκαιότητα, αλλά ως στόχος και προοπτική. Οι πιο πονηροί επινόησαν επιπλέον κάποια δήθεν λενινιστική μεθοδολογία της ΝΕΠ και της σοσιαλιστικής αγοράς. Όμως, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η ΝΕΠ δεν είναι μεθοδολογία, αλλά πολιτική και ότι ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι κατά την εφαρμογή της ΝΕΠ αναγνώριζαν την υποχώρησή τους στην ανοχή στοιχείων του καπιταλισμού και δεν την ονόμαζαν ανάπτυξη των ποιοτήτων που είναι εγγενείς στη σοσιαλιστική παραγωγή. Δεύτερον, την ίδια περίοδο αναπτύσσονταν ισχυρότατοι μοχλοί για την υπέρβαση των στοιχείων της εμπορευματικότητας της μεταβατικής προς το σοσιαλισμό οικονομίας. Δημιουργήθηκαν το Γκοσπλάν, το Γκοσνάμπ, η μεγάλη βιομηχανία, έγινε επεξεργασία του σχεδίου Γκοελρό κλπ. Δηλαδή κατά την αύξηση του φυσικού όγκου της λεγόμενης εμπορευματικής (ήδη όχι επί της ουσίας) παραγωγής, ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής ενισχυόταν κι ετοιμάζονταν οι συνθήκες για την περαιτέρω υπέρβαση της εμπορευματικότητας.

Ο Στάλιν στην πράξη περνούσε με συνέπεια τη γραμμή του Λένιν για την υπέρβαση της εμπορευματικότητας στη μεταβατική προς το σοσιαλισμό παραγωγή και για την απόδοση στη σοσιαλιστική παραγωγή της ποιότητας της άμεσα κοινωνικής παραγωγής. Τις βασικές σκέψεις γι’ αυτό το ζήτημα τις εξέθεσε στο έργο του Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Ιδιαίτερα ο Στάλιν διατυπώνει ως εξής το στόχο της σοσιαλιστικής οικονομίας: «Υπάρχει άραγε βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού; Ναι, υπάρχει. Ποια είναι τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις αυτού του νόμου; Τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού θα μπορούσαν, π.χ., να διατυπωθούν με τον εξής τρόπο: Εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης των διαρκώς αναπτυσσόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας, μέσω της αδιάκοπης ανάπτυξης και τελειοποίησης της σοσιαλιστικής παραγωγής, πάνω στη βάση της πιο υψηλής τεχνικής.» [40]

Μάλιστα, ο Στάλιν ξεκινούσε στην ανάλυσή του όχι απλά από τις δικές του, μαρξιστικές απόψεις, αλλά από την αντικειμενική ανάλυση της υπάρχουσας πραγματικότητας. Ο Στάλιν εξετάζει τις εγγυήσεις που εξασφαλίζει το προλεταριακό κράτος για την αποτροπή της παλινόρθωσης των καπιταλιστικών στοιχείων στην οικονομία. Στη σοσιαλιστική οικονομία η εμπορευματικότητα είναι παρούσα μόνο ως άρνηση του άμεσα κοινωνικού της χαρακτήρα και ανήκει σ’ εκείνα τα σημάδια του καπιταλισμού που ξεπερνιούνται στη διαδικασία ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως μη πλήρους κομμουνισμού σε πλήρη κομμουνισμό. Και ακριβώς η υποχώρηση από αυτές τις λενινιστικές και σταλινικές υποδείξεις, η στροφή στην αντίθετη τάση, στην ενίσχυση των αγοραίων μηχανισμών στην παραγωγή είναι που οδήγησε στην αυθεντική καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ.

Γι’ αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι η ενίσχυση της άμεσα κοινωνικής της ουσίας και το ξεπέρασμα της εμπορευματικότητας. Σε οποιεσδήποτε συνθήκες και να έθετε η επανάσταση τους κομμουνιστές, οποιεσδήποτε υποχωρήσεις ή συμβιβασμούς και να έκαναν, πρέπει να είναι σαφής ο προσανατολισμός στο στόχο -το ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής και το πέρασμα στη σοσιαλιστική, άμεσα κοινωνική παραγωγή και η ανάπτυξή της. Η βαθμιαία κίνηση της σοσιαλιστικής οικονομίας εξασφαλιζόταν μέχρι τότε που η εξουσία σχετιζόταν με την οργάνωσή της ως άμεσα κοινωνικής παραγωγής.

Η απόφαση της χρουστσοφικής ηγεσίας το 1961 για την απόρριψη της πολιτικής βάσης του σοσιαλισμού -της δικτατορίας του προλεταριάτου- η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 προκάλεσαν μια διαδικασία βαθμιαίων συσσωρεύσεων κι ενίσχυσης των αρνητικών τάσεων στη σοσιαλιστική οικονομία, στις κοινωνικές σχέσεις. Ενισχύονταν οι ιδιωτικο-ιδιοκτησιακές τάσεις, που είχαν καταστροφικό χαρακτήρα για τη λαϊκή οικονομία. Κατευθύνοντας τις επιχειρήσεις στον όγκο των πωλήσεων σε ρούβλια και στο κέρδος, η μεταρρύθμιση έδινε κίνητρο στον ομαδικό εγωισμό, έδωσε υλικό συμφέρον στους παραγωγούς να παράγουν όσο το δυνατό λιγότερο και όσο το δυνατόν ακριβότερα, γέννησε τις ελλείψεις και τον πληθωρισμό, ενίσχυσε την ανισοτιμία των σχέσεων μεταξύ της πόλης και του χωριού, ανέβασε απότομα το ειδικό βάρος των αντικειμένων πολυτελείας και των κοινωνικά βλαβερών εμπορευμάτων στο παραγόμενο απόθεμα της ατομικής κατανάλωσης του πληθυσμού. Σε συνθήκες άνθησης της σκιώδους οικονομίας πραγματοποιήθηκε η αστική μετάλλαξη της ηγεσίας του Κόμματος και του κράτους, μεταμφιεσμένη με υποκριτικές φράσεις για πίστη στον κομμουνισμό.

Μιλώντας σχηματικά, από αυτό ξεκίνησε η προετοιμασία της γκορμπατσοφικής περεστρόικα ως αλλαγής του κοινωνικού συστήματος.

Ό,τι και να λένε οι τωρινοί απολογητές του καπιταλισμού, η οικονομία στη Σοβιετική Ένωση είχε χαρακτήρα άμεσα κοινωνικής παραγωγής. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σήμερα, επειδή τόσο στη σύγκριση με την τωρινή ζωή ο Σοβιετικός άνθρωπος περισσότερα από τα μισά των ζωτικών μέσων που καταναλώνει (υπολογισμένα σε σημερινές τιμές) τα λάμβανε μέσω των κονδυλίων κοινωνικής κατανάλωσης. Και μια ολόκληρη σειρά σημαντικότατων ζωτικών αναγκών των ανθρώπων ικανοποιούνταν σύμφωνα με τις ανάγκες ή σχεδόν «σύμφωνα με τις ανάγκες». Έτσι εξασφαλίζονταν: Δωρεάν κατοικία, αν και με μακρόχρονες ουρές, κρύο και ζεστό νερό, ηλεκτρικό, ψωμί, περίθαλψη και παιδεία, κοινωνικές αστικές μεταφορές και πολλά άλλα.

Η απόρριψη της σοσιαλιστικής πολιτικής, και σε πολιτικό επίπεδο και στην οικονομία, δυστυχώς πραγματοποιήθηκε από την ηγεσία του ίδιου του Κόμματος, που συνέχισε να ονομάζεται κομμουνιστικό. Στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ ψηφίστηκε το νέο Πρόγραμμα του Κόμματος, που απέκλεισε από τις βασικές του θέσεις την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και στο 28ο Συνέδριο εγκρίθηκε το πέρασμα στην αγορά. Σε αυτό το συνέδριο κομμουνιστικά στοιχεία προσπάθησαν να δώσουν μάχη με τον γκορμπατσοφισμό, να προειδοποιήσουν το Κόμμα και το λαό για τον επερχόμενο κίνδυνο. Η Α. Α. Σεργκέγιεβα είπε: «Εκτός από την αγορά εμπορευμάτων, υπάρχουν δύο ακόμα αγορές. Υπάρχει αγορά ιδιωτικού κεφαλαίου, που εκπροσωπείται από τα χρηματιστήρια αξιών, και η αγορά εργατικής δύναμης. Έτσι λοιπόν, αυτές οι δυο αγορές, παρμένες μαζί, δίνουν αναπόφευκτα την κλασική καπιταλιστική αγορά, ακόμα και αν την ονομάσουμε ρυθμιζόμενη. Και από αυτό δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ... Και μια τέτοια περεστρόικα δε θα την αντέξει ο λαός μας, από αυτήν θα καταρρεύσει και το Κόμμα, ως κόμμα κομμουνιστικό -θα περάσει στην ανυπαρξία.» [41]

Η θέση των κομμουνιστών εκφράστηκε στην Ανακοίνωση της μειοψηφίας του 28ου Συνεδρίου, υπέρ της οποίας ψήφισαν 1.259 αντιπρόσωποι και η οποία κατέστη ντοκουμέντο του Κόμματος, στο οποίο σύμφωνα με το Καταστατικό απαιτείται να επιστρέψουμε, ώστε να ορίσουμε ποιος είχε δίκιο στις προγνώσεις. Σε αυτό λέγεται: «Θεωρούμε απαραίτητο να προειδοποιήσουμε όλους τους κομουνιστές της χώρας: Η απερίσκεπτη μετάβαση στην αγορά, όπως και στο γενικό σύστημα, που περιλαμβάνει την αγορά κεφαλαίων και την αγορά εργατικής δύναμης, θα σημάνει την αναπόφευκτη διολίσθηση στην ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων. Και η βίαιη, ενάντια στις αντικειμενικές διαδικασίες θεραπεία του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό δε θα έχει ως συνέπεια την άνοδο της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου, αλλά την αναπόφευκτη πτώση τους, θα προξενήσει πλατιά κοινωνική διαμαρτυρία, θα οδηγήσει σε βαριά βάσανα του λαού ... Το Κόμμα δεν μπορεί να πραγματοποιεί την περεστρόικα, που οδήγησε σε βαριά χειροτέρευση της ζωής του λαού.

Σε ό,τι αφορά το Κομμουνιστικό Κόμμα, αυτό δε θ’ αντέξει αυτούς τους κλονισμούς και δε θα υπάρχει κανείς να υπερασπιστεί τους τελικούς στόχους της κίνησης.»

Όπως βλέπουμε, οι προγνώσεις της επιστήμης επαληθεύτηκαν κι εμείς πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, σχηματικά μιλώντας, από το ερώτημα Τι να κάνουμε;, που ο Βλαντιμίρ Ιλίτς επεξεργάστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του.

Η αντίληψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού μέσω της ανάπτυξης της αγοράς, της εμπορευματικότητας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, δηλαδή των καπιταλιστικών σχέσεων, κι εξίσου τα σχέδια οικοδόμησης σε διάφορες εκδοχές μιας κοινωνικά προσανατολισμένης αγοραίας οικονομίας, με τις αγαθότερες προθέσεις υπό την καθοδήγηση της πιο πατριωτικής κυβέρνησης λαϊκής εμπιστοσύνης, είναι ο δρόμος του γκορμπατσοφισμού, ο δρόμος του ρεβιζιονισμού, από τον οποίο θα προκύψει καπιταλισμός. Ο οπορτουνισμός και ο αναθεωρητισμός έμαθαν να συνδυάζουν πληθώρα εκδοχών και μια ίδια πληθώρα επιβεβαιώσεων αυτών των μοντέλων του καπιταλισμού. Η πράξη έδειξε ότι στην ολοκληρωμένη θεωρία του σοσιαλισμού το ν’ αποκόπτεται η οικονομία από το πολιτικό εποικοδόμημα, το να εξετάζεται κάποια καθαρή, απολίτικη, αταξικού περιεχομένου οικονομία είναι λάθος, βλακεία, ακόμα κι έγκλημα από την πλευρά των κομμουνιστών ενώπιον της εργατικής τάξης. Στην ΕΣΣΔ τα τελευταία χρόνια διακυβέρνησης του ΚΚΣΕ οικοδομούσαν το σοσιαλισμό της αγοράς, έχτισαν τον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό προχωρούσαν με επικεφαλής το ΚΚΣΕ κάτω από την κόκκινη σημαία.

Παραφράζοντας τον Βλαντιμίρ Ιλίτς, μπορεί να ειπωθεί ότι, χωρίς πάλη με αυτήν τη μολυσματική αγοραία αρρώστια, το να μιλάμε για την πίστη μας στο σοσιαλισμό ή την κομμουνιστική επιλογή απλώς είναι μεγάλα, αλλά απατηλά λόγια.

Ας επαληθεύσουμε λοιπόν την πολιτική μας με τον Λένιν, με την επιστήμη του κομμουνισμού!

Γ. Πολιτικά λάθη. Το λάθος σε ένα από τα βασικά ζητήματα του λενινισμού στην πράξη, με ορθή προγραμματική ακολουθία της θεωρίας.

Το ΚΕΚΡ θεωρεί ότι, όσο και αν φανεί περίεργο, ορισμένα πολιτικά λάθη έγιναν κατά την άνοδο της κίνησης της ΕΣΣΔ προς το σοσιαλισμό. Παρά την ισχύουσα προγραμματική θέση του ΚΚΡ (Μπ.), το 1936, σε συνθήκες απότομα οξυμένης διεθνούς κατάστασης και αυξανόμενης απειλής πολέμου, πραγματοποιήθηκε υποχώρηση από τις επιλογές των οργάνων εξουσίας μέσω των εργασιακών κολεκτίβων. Με την ψήφιση του νέου, ας πούμε «δημοκρατικότερου» Συντάγματος πραγματοποιήθηκε πέρασμα από την παραγωγική αρχή διαμόρφωσης της εξουσίας στο χαρακτηριστικό για την αστική δημοκρατία σύστημα εκλογών ανά εδαφικές περιφέρειες, που ξεκόβει τα όργανα εξουσίας από τις εργατικές κολεκτίβες και κάνει πρακτικά αδύνατη την ανάκληση όσων εκπροσώπων ξεκόπηκαν από το λαό. Και παρόλο που πολλά χαρακτηριστικά των Σοβιέτ διατηρήθηκαν (ανάδειξη υποψήφιων εκπροσώπων από τις εργατικές κολεκτίβες, μεγάλο ειδικό βάρος εργατών και αγροτών στο σώμα των εκπροσώπων, περιοδικοί απολογισμοί των εκπροσώπων στους εκλογείς), παρόλ’ αυτά, εμφανίστηκαν προϋποθέσεις διαμόρφωσης ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, ξεκομμένου από τις εργατικές κολεκτίβες που επέτρεπε στους εκπροσώπους, ιδιαίτερα των υψηλότερων επιπέδων, που είχαν εκλεγεί από την περιφέρεια, ν’ αγνοούν τη θέληση του εργαζόμενου λαού χωρίς στην πράξη να διακινδυνεύουν ν’ ανακληθούν. Η απουσία ελέγχου της κρατικής εξουσίας από τις εργατικές κολεκτίβες, η σχετική της ανεξαρτησία από αυτές συνέβαλαν στη μείωση του ρόλου των εργαζόμενων στη διεύθυνση της κοινωνίας και στη γραφειοκρατικοποίηση όλου του συστήματος της κρατικής εξουσίας. Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της σοβιετικής εξουσίας διατηρήθηκε και η εξουσία συνέχιζε να δρα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης στο βαθμό που η ηγεσία του Κόμματος διατηρούσε την πίστη της στο μαρξισμό- λενινισμό. Ναι, μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτή ήταν μια εξαναγκασμένη υποχώρηση. Ωστόσο, βλέπουμε το λάθος στο ό,τι μετά από τη Νίκη στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, μετά από την ενίσχυση του κύρους της εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας και του σοβιετικού κράτους στη διεθνή αρένα, δεν πραγματοποιήθηκε επιστροφή στο σύστημα των εκλογών στη βάση της παραγωγικής αρχής.

Τα επιχειρήματα εκείνης της περιόδου για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, που πραγματοποιήθηκε δήθεν με την ψήφιση του Συντάγματος του 1936, πρέπει να θεωρηθούν εσφαλμένα. Θα ήταν σωστότερο να ειπωθεί ότι στην πράξη έγινε ένα βήμα προς το πέρασμα από τη σοβιετική, προλεταριακή δημοκρατία σε μια δημοκρατία κοινοβουλευτική, αστική, που προϋποθέτει την τυπική ισότητα και αγνοεί την υπάρχουσα πραγματική ανισότητα. Καμία πραγματική διεύρυνση της δημοκρατίας δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί από την εφάπαξ τυπική διάδοση του δικαιώματος ψήφου στους εκπροσώπους των πρώην εκμεταλλευτριών τάξεων.

Ενώ η απόρριψη της χαρακτηριστικής για τα Σοβιέτ αρχής της εκλογής των εκπροσώπων από τις εργατικές κολεκτίβες στα εργοστάσια και το πέρασμα στις εκλογές με εκλογικές περιφέρειες ήταν ισοδύναμη με υποχώρηση -από τα Σοβιέτ στον κοινοβουλευτισμό και, αντίστοιχα, με αδυνάτισμα του πραγματικού προλεταριακού δημοκρατισμού.

Μετά από πολλά χρόνια, όταν οι πράξεις της αναθεωρητικής ηγεσίας του ΚΚΣΕ με επικεφαλής τον Γκορμπατσόφ δημιούργησαν τις αντίστοιχες συνθήκες, οι εκλογές με εδαφικές περιφέρειες επέτρεψαν στην αντεπανάσταση να κάνει σημαντικά βήματα προς τα μπρος, προς την κατάληψη της εξουσίας.

Η ανεξέλεγκτη από την πλευρά των εργαζόμενων μαζών κρατική εξουσία με την ευλογία της αντικομμουνιστικής ηγεσίας του ΚΚΣΕ κάτω από το σήμα της μετάβασης στην αγορά εφάρμοσε την αντιλαϊκή πολιτική αύξησης των τιμών, ιδιωτικοποίησης, υποβοήθησης του ντόπιου και ξένου διεθνικού κεφαλαίου. Στην υποταγή του τελευταίου πέρασε και η εξωτερική πολιτική.

Η παλινόρθωση της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού προκάλεσε την άνοδο του αστικού εθνικισμού κι αιματηρές διεθνικές συγκρούσεις. Όλα αυτά παρουσιάζονταν σαν κίνηση προς «τον ανθρωπιστικό δημοκρατικό σοσιαλισμό», που στην πραγματικότητα ήταν ένα ακόμα λεκτικό παραπέτασμα για τους καταστροφείς του σοσιαλισμού.

Οι κομμουνιστικές, δηλαδή οι αυθεντικά πατριωτικές δυνάμεις στο Κόμμα και στο λαό όχι μόνο κατάλαβαν την επικινδυνότητα της «νέας» οικονομικής και πολιτικής γραμμής, αλλά κινήθηκαν και πρακτικά εναντίον της: Απαιτούσαν την απομάκρυνση από το Κόμμα των «αρχιτεκτόνων της περεστρόικα» και των διαύλων απ’ όλα τα επίπεδα και δημιούργησαν οργανώσεις αντίστασης στην επικείμενη απειλή -το Ενιαίο Μέτωπο Εργαζόμενων, τη Μαρξιστική Πλατφόρμα στο ΚΚΣΕ και το Κίνημα Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας (από το οποίο στη συνέχεια, το 1991, ξεπήδησε το ΚΕΚΡ).

Στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ οι κομμουνιστικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους «μεταρρυθμιστές», προειδοποιώντας στην Ανακοίνωση της μειοψηφίας το Κόμμα και το λαό ότι η πορεία προς την αγορά θα οδηγήσει σε βαριές κακουχίες το λαό και σε χρεοκοπία το ίδιο το Κόμμα. Όμως οι «μεταρρυθμιστές» με την υποστήριξη των οπορτουνιστών αποδείχτηκαν πλειοψηφία.

Μετά από το 28ο Συνέδριο, συνεχίζοντας την αντιλαϊκή πολιτική, η ηγετική κλίκα πέταξε στην πράξη το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ. Η κρίση βάθυνε και γέννησε μια σειρά συγκρούσεων: Μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των δημοκρατιών, μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας -μέχρι να οδηγήσει σε μια γενικευμένη σύγκρουση με τη μορφή της προσπάθειας εμφάνισης της ΚΕΕΑ. Ωστόσο, οι ατάλαντες, αναποφασιστικές πράξεις της, στην πράξη με τον ίδιο αγοραίο προσανατολισμό, συνόδεψαν απλά το ξέσπασμα της αντικομμουνιστικής υστερίας. Τα γεγονότα του Αυγούστου του 1991 επέτρεψαν στις αστικές δυνάμεις να εφαρμόζουν πια ανοιχτά την πολιτική καπιταλιστικοποίησης της χώρας, να υπογράψουν τη συνωμοσία του Μπελοβέζσκ για την καταστροφή της ΕΣΣΔ, ν’ αλλάξουν την κόκκινη σημαία με την τρίχρωμη του Βλάσοφ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο σοσιαλισμός υπέστη μια προσωρινή ήττα όχι μόνο στην ΕΣΣΔ, αλλά, εν πολλοίς, και στη διεθνή αρένα. Διαλύθηκαν το ΣΟΑ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και οι δυνάμεις της αστικής αντεπανάστασης που ήρθαν στην εξουσία προχώρησαν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού σε όλες τις πρώην ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες.

Η τελική καταστροφή των υπολειμμάτων της σοβιετικής εξουσίας και του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στη Ρωσία συνδέεται με τα γεγονότα του Οκτώβρη του 1993, μετά από τα οποία τα Σοβιέτ ως σύμβολο της εξουσίας των εργαζόμενων έπαψαν να υπάρχουν και τυπικά, ενώ τα επίσημα κρατικά πρόσωπα άρχισαν να ονομάζουν ανοιχτά το σύστημα της Ρωσίας καπιταλισμό.

Φυσικά, υπήρξαν και άλλα λάθη. Υπήρξαν λάθη του αγώνα, λάθη των πρωτοπόρων, λάθη διορθώσιμα και διαχειρίσιμα, όμως αυτά ακριβώς, τα λάθη που περιγράφηκαν, λάθη θεωρητικά, πολιτικά και οικονομικά, τα σχετιζόμενα με το κύριο ζήτημα του λενινισμού, οδήγησαν τους Σοβιετικούς κομμουνιστές στην προσωρινή, όπως είμαστε σίγουροι, ήττα.

Ο «ευρωκομμουνισμός» δεν είναι κομμουνισμός. Ο «ευρωκομμουνισμός» είναι δεξιά απόκλιση στο κομμουνιστικό κίνημα, πολιτική και θεωρητική τεκμηρίωση της δραστηριότητας σειράς ισχυρότατων κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι οπορτουνιστές απέρριψαν τη δικτατορία του προλεταριάτου, καταπιάστηκαν στην πράξη με τη βελτίωση του καπιταλισμού, έχοντας αρνηθεί το στόχο -τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βαθμιαία στη βάση του «ευρωκομμουνισμού» δημιουργήθηκε το κόμμα των Ευρωαριστερών, στο οποίο συμμετέχουν σειρά κομμάτων που συνεχίζουν ν’ αυτοονομάζονται κομμουνιστικά, περιλαμβανομένου και από τις πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ -του Κόμματος Κομμουνιστών Μολδαβίας. Όλα αυτά τα κόμματα συμμερίζονται τις θέσεις του αντισταλινισμού. Σε αυτά ακριβώς τα κόμματα ανήκει ο ισχυρισμός ότι δήθεν ο σταλινισμός και ο φασισμός είναι εξίσου ολοκληρωτικά καθεστώτα' δηλαδή έχουν μονοσήμαντα αντισοβιετική κατεύθυνση. Σε άλλα, από την επαναστατική θεωρία παρέμεινε μόνο η ιστορική παράδοση και η κομμουνιστική επιλογή (όπως στον Γκορμπατσόφ). Αυτά ασχολούνται περισσότερο με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των σεξουαλικών μειονοτήτων, παρά οργανώνουν την πάλη της εργατικής τάξης. Σήμερα αυτά τα κόμματα εντάσσονται στο δικαϊκό σύστημα της ΕΕ και αποτελούν πολιτικά υποκείμενα πιστοποιημένα σύμφωνα με τους νόμους της ΕΕ και χρηματοδοτούμενα από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Η αντιδραστικότητα αυτής της κατεύθυνσης είναι προφανής.

Το όνειρο του Γκορμπατσόφ: Κάτω από την κόκκινη σημαία στον καπιταλισμό

Χαρακτηριστικά στοιχεία του σημερινού οπορτουνισμού στο κομμουνιστικό κίνημα είναι η αποδοχή της θεωρίας του αγοραίου σοσιαλισμού στην οικονομία και η ανακήρυξη των κοινοβουλίων ως μορφών λαϊκής εξουσίας στην πολιτική, αποτέλεσμα του οποίου είναι ο εκφοβισμός των μαζών από την πραγματική πολιτική πάλη και ο περιορισμός του ρόλου των εργαζόμενων σε λειτουργίες εκλογικού σώματος, που δίνει ψήφους στις εκλογές στους ηγέτες του Κόμματος. Η στρατηγική της νίκης σε αυτά τα οπορτουνιστικά κόμματα ανάγεται σε υποσχέσεις προς τους εργαζόμενους επιτυχίας μέσω των επόμενων εκλογών και στον περιορισμό της πάλης τους σε μια πάλη για τίμιες εκλογές. Γι’ αυτή τους την κοινοβουλευτική στενότητα αυτά τα κόμματα λαμβάνουν καλή χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Άλλες μορφές εξωκοινοβουλευτικής ταξικής πάλης με το ίδιο το αστικό σύστημα αυτά τα κόμματα δεν αναγνωρίζουν ή αναγνωρίζουν μόνο στα λόγια, παρεμποδίζοντάς τες στην πράξη.

Στη Ρωσία το ρόλο του συνεχιστή της οπορτουνιστικής γκορμπατσοφικής γραμμής σήμερα τον παίζει το ΚΚΡΟ με επικεφαλής τον Γκενάντι Ζιουγκάνοφ. Ουσιαστικά στοιχεία της πολιτικής τους είναι:

  • Η ανακήρυξη του τέλους του ορίου για επαναστάσεις
  • η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου στο σοσιαλισμό και ο περιορισμός της στη μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό
  • η απόρριψη της οργανωμένης ταξικής πάλης
  • η ανακήρυξη του κοινοβουλευτισμού σε λαϊκή εξουσία
  • η αποδοχή του μοντέλου του αγοραίου σοσιαλισμού
  • η υποστήριξη της θρησκείας και της Εκκλησίας και ο ισχυρισμός περί του δήθεν θετικού ρόλου της στην ανάπτυξη της πνευματικότητας της κοινωνίας
  • ο μεγαλοκρατικός εθνικισμός, η στήριξη των συμφερόντων του αστικού κράτους και η ανακήρυξή τους ως παλλαϊκών
  • η αποδοχή της πολιτισμένης προσέγγισης αντί της ταξικής κοκ.

Για λόγους παραστατικότητας, θα πούμε ότι αυτό το κόμμα από τον καιρό της ίδρυσης του αστικού κοινοβουλίου της Ρωσίας (1993) από τον αριθμό των βουλευτών της χώρας διαπαιδαγώγησε μερικές δεκάδες προδοτών, που πέρασαν στην πλευρά του αστικού καθεστώτος, μεταξύ των οποίων δύο πρώην πρόεδροι του κοινοβουλίου (Ρίμπκιν και Σελεζνιόφ). Επιπλέον στο κοινοβούλιο ανάμεσα στις δεκάδες των βουλευτών για όλο το διάστημα υπήρξαν μόνο δύο εργάτες.

Το ΚΚΡΟ τουλάχιστον δύο φορές έσωσε το αστικό καθεστώς με επικεφαλής τον Γιέλτσιν. Την πρώτη φορά το 1993, τον καιρό της αντιπαράθεσης του Γιέλτσιν και του Ανώτατου Σοβιέτ της Ρωσικής Ομοσπονδίας, την πιο κρίσιμη στιγμή ο Ζιουγκάνοφ μέσω της τηλεόρασης κάλεσε το λαό να συγκρατηθεί από τη συμμετοχή στην πάλη. Την επόμενη μέρα, το Σπίτι των Σοβιέτ χτυπήθηκε από τεθωρακισμένα. Το ΚΚΡΟ πήρε μέρος στις εκλογές «πάνω στο αίμα» διασπώντας το κοινό μέτωπο της αποχής, βοήθησε τον Γιέλτσιν να εισάγει μέσω δημοψηφίσματος αστικό Σύνταγμα και πήρε τη θέση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης με κομμουνιστική ονομασία.

Τη δεύτερη φορά την περίοδο της κρίσης του 1998 και της χρεοκοπίας, μετά από την παραίτηση του πρωθυπουργού Κιριένκο, το ΚΚΡΟ και προσωπικά ο Ζιουγκάνοφ υποστήριξαν την κυβέρνηση του Πριμακόφ-Μασλιουκόφ, που με υποτιμημένα, 4 φορές απαξιωμένα ρούβλια κάλυψαν χρέη πολλών δισεκατομμυρίων για την πληρωμή μισθών των εργαζόμενων της Ρωσίας και κατέπνιξαν το κύμα των λαϊκών αντιδράσεων εναντίον της εξουσίας. Αυτή η λαϊκή κυβέρνηση υπήρξε για πέντε μόνο μήνες και μετά, καθώς η κατάσταση ηρεμούσε λίγο-πολύ, την έπαυσαν χωρίς καμία εξήγηση των αιτιών.

Όμως στους συντρόφους του ΚΚΡΟ άρεσε πολύ ο ρόλος του σωτήρα του καπιταλισμού και αναβίβασαν το αίτημα της κυβέρνησης Λαϊκής Εμπιστοσύνης στο επίπεδο προγραμματικής θέσης. Μιλώντας ευθέως, σήμερα το ΚΚΡΟ εκτελεί τη λειτουργία του κυματοθραύστη στο καπιταλιστικό καθεστώς, εκτρέποντας την ενέργεια των μαζών στην κοίτη διαμαρτυριών, κοινοβουλευτικών αυταπατών και ατελείωτης, στείρας πάλης για τίμιες εκλογές. Υπόσχεται σε περίπτωση επιτυχίας να εγκαθιδρύσει νέα κυβέρνηση λαϊκής εμπιστοσύνης. Έτσι, παρατηρούμε μια ιδιαίτερη μορφή ύπαρξης της νομενκλατουρίστικης ηγεσίας του κόμματος με καλή χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό (σε 10 χρόνια η χρηματοδότηση των κοινοβουλευτικών κομμάτων από τον προϋπολογισμό αυξήθηκε 240 φορές).

«Ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» είναι εκδοχή βελτίωσης του καπιταλισμού στη Λατινική Αμερική και άλλες χώρες. Σήμερα έγινε της μόδας να γίνεται λόγος για κάποιο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Και τι είδους μπορεί να είναι; Μάλλον ούτε του 19ου, ούτε του 20ού. Για όσους ζουν σήμερα απομένει μόνο ο τωρινός αιώνας, ο 21ος. Πίσω από αυτό το σύνθημα βρίσκονται, αναμφίβολα, αγαθές προθέσεις και προοδευτικά μέτρα. Όμως υποχωρούν τα ζητήματα των γενικών νομοτελειών, των αναγκαίων και υποχρεωτικών χαρακτηριστικών του σοσιαλισμού, δηλαδή παρατηρείται μια απομάκρυνση από τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού ως επιστήμης. Αυτό είναι επίσης οπορτουνισμός, ακόμα και αν σήμερα φέρνει κάποιες προσωρινές επιτυχίες. Όμως αυτές δεν είναι σταθερές, δεν εντάσσονται στο πολιτικό σύστημα. Με μια ασήμαντη αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής συγκυρίας ή της εσωτερικής κατάστασης η Αντίδραση γρήγορα επανέρχεται στις θέσεις που είχε παραδώσει. Το παράδειγμα της ηρωικής Βενεζουέλας αμέσως μετά από το θάνατο του Ούγκο Τσάβες και μέχρι τις μέρες μας αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα του αναδρομικού-ταλαντευόμενου χαρακτήρα αυτού του «σοσιαλισμού».

Η ζωή με την πράξη απέδειξε την ορθότητα των θεμελιωτών του μαρξισμού στο ότι ο κομμουνισμός είναι επιστήμη και πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε με τον αντίστοιχο τρόπο. Οι κομμουνιστές μπορούν να εκφράσουν τη θεωρία τους με μια θέση: Κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Όμως η υλοποίηση αυτή της θέσης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την καθοδήγηση της επαναστατικής θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού.

Τον 20ό αιώνα τα κόμματα που στέκονταν στις θέσεις του ορθόδοξου μαρξισμού ενώθηκαν στην Κομμουνιστική (Γ') Διεθνή. Στους 21 όρους εισδοχής στην Κομιντέρν εκτίθονταν, μεταξύ άλλων, τα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων, δηλαδή οι υποχρεώσεις τους, ανάμεσα στις οποίες κυριότερη ήταν η πάλη για τον επαναστατικό χαρακτήρα των κομμάτων, η πάλη με τον οπορτουνισμό.

Χρειάζεται άραγε να προσπαθούμε για το σοσιαλισμό, εάν και ο καπιταλισμός μπορεί να δώσει ένα αρκετά υψηλό επίπεδο ευημερίας; Σε αυτήν την ερώτηση οι απολογητές του καπιταλισμού απαντούν με μια έκκληση ν’ απέχουμε από τις επαναστάσεις και να προχωρούμε από τον εξελικτικό δρόμο. Σα να είναι δυνατό να πετύχουμε τη δικαιοσύνη και την κοινωνική προστασία στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, ν’ αποφεύγουμε τους κλονισμούς και τους κατακλυσμούς που επαπειλούν με εμφύλιους πολέμους. Φοβίζουν με «μαϊντάν» και με την πιθανότητα διάλυσης της Ρωσίας. Με λίγα λόγια, καλούν σε εθνική ενότητα και πάλη για μια ανθούσα εθνική πατρίδα: Τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Ελλάδα ή κάποια άλλη χώρα, με την ντόπια αστική τάξη επικεφαλής.

Έτσι έχουν τα πράγματα; Η πάλη για μια χορτάτη ζωή εξαντλεί άραγε τα καθήκοντα της πάλης για την εργατική υπόθεση; Τι μας λέει η πείρα του υπαρκτού σοσιαλισμού; Εμείς, οι Σοβιετικοί κομμουνιστές, που ζήσαμε και παλέψαμε στους σοβιετικούς καιρούς, απαντώντας στο ερώτημα: «Τι ήταν καλύτερο στο σοσιαλισμό;», πρώτ’ απ’ όλα δε θυμόμαστε την προστασία των ανθρώπων από την αγορά, ούτε την απουσία της ανεργίας, ούτε τη δωρεάν εκπαίδευση και μάθηση, τη δωρεάν ιατρική και το προσιτό φτηνό σπίτι. Λέμε ότι καλύτερες ήταν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ήταν πολύ πιο ανθρώπινες. Λέγαμε: Το εργοστάσιό μας, το σπίτι μας, η πιονιέρικη κατασκήνωσή μας, η χώρα μας, ο λαός μας. Ο σοβιετικός λαός ήταν μια πραγματικά υπαρκτή κοινότητα και όχι μια επινόηση των πολιτικών προπαγανδιστών. Δεν κάναμε υποκλίσεις σε κυρίους και ονομάζαμε ο ένας τον άλλο σύντροφο. Όχι άδικα οι αντεπαναστάτες την εποχή του Γκορμπατσόφ, όταν πια μέσα στο δικό μας στρατόπεδο μιλούσαν ανοιχτά για τους στόχους της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, πήγαιναν στον κόσμο με σοσιαλιστικά συνθήματα: «Χτίζαμε το σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», «αποκαθιστούσαμε τους λενινιστικούς κανόνες της εσωκομματικής ζωής», «παλεύαμε για την παράδοση της εξουσίας από το Κόμμα στα Σοβιέτ» κ.ά. Ο Γιέλτσιν, πηγαίνοντας στις εκλογές εκπροσώπων της ΕΣΣΔ το 1989, στο ερώτημα των δημοσιογράφων: «Ποιος, για εσάς, είναι το ιδανικό του ανθρώπου και του πολιτικού;» απάντησε χωρίς αμφιβολίες και γρήγορα: «Ο Λένιν!» Αναφερόμενοι στη λενινιστική μεθοδολογία (αντί της πολιτικής) της ΝΕΠ, προχωρούσαν στην αγορά και δημιουργούσαν υποστηρικτικά προγεφυρώματα του επερχόμενου καπιταλισμού. Ξέρουμε ότι η οικονομική πολιτική στο κράτος δεν είναι απλά οι ακαθάριστοι δείκτες, το επίπεδο κατανάλωσης, τα ποσοστά αύξησης κ.ά. Οικοδομούνται, πρώτ’ απ’ όλα, σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην κοινωνία. Ξέρουμε ότι για τέτοιες ανθρώπινες σχέσεις αξίζει να παλεύουμε. Οργανώνουμε και καλούμε στην πάλη για τον κομμουνισμό εκείνους που ούτε σκύβουν το κεφάλι στο αφεντικό, ούτε γίνονται λακέδες!

Όλοι μας γνωρίζουμε τη ρήση του Β. Ι. Λένιν: «Δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών και θ’ αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία!» Υπενθυμίζουμε ότι αυτά τα λόγια λέχθηκαν στο έργο Τι να κάνουμε; το 1902, δηλαδή σε μια κατάσταση καθόλου ευκολότερη από τη δική μας σήμερα. Λέχθηκαν με πόνο και βάσανο από την, όπως φαινόταν σε πολλούς επαναστάτες, αδυναμία και το ατελέσφορο μέλλον: «Δούλεψα σ’ έναν όμιλο που έβαζε μπροστά του πολύ πλατιά, ολόπλευρα καθήκοντα -και όλοι εμείς, τα μέλη αυτού του ομίλου, υποφέραμε αφάνταστα γιατί καταλαβαίναμε ότι δεν ήμασταν παρά χειροτέχνες σε μια τέτοια ιστορική στιγμή, όταν θα μπορούσε να πει κανείς, παραφράζοντας το γνωστό ρητό: Δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών και θ’ αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία!» [42] Μιλώντας για την τρίτη περίοδο στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος ως μια περίοδο διχόνοιας και ταλαντεύσεων, ο Λένιν ολοκλήρωσε το έργο του με τα λόγια: «Πιστεύουμε όμως ακράδαντα ότι η τέταρτη περίοδος θα οδηγήσει στο στέριωμα του μαχόμενου μαρξισμού, ότι η ρωσική σοσιαλδημοκρατία θα βγει από την κρίση δυναμωμένη και ανδρωμένη, ότι η οπορτουνιστική οπισθοφυλακή “θ’ αντικατασταθεί” από το πραγματικά πρωτοπόρο τμήμα της πιο επαναστατικής τάξης. Με την έννοια ότι καλούμε για μια τέτοια “αντικατάσταση” και συνοψίζοντας όσα εκθέσαμε παραπάνω, μπορούμε στο ερώτημα: “Τι να κάνουμε;” να δώσουμε τη σύντομη απάντηση: Να ξεμπερδεύουμε με την τρίτη περίοδο.» [43]

Σύγχρονες μέθοδοι της αστικής τάξης στην πάλη με το κομμουνιστικό κίνημα

Και σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου οι ιμπεριαλιστές απαγορεύουν τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων (για παράδειγμα, στην Ουκρανία), απαγορεύουν τα κομμουνιστικά σύμβολα, δεν επιτρέπουν στους κομμουνιστές να συμμετέχουν στις εκλογές (από αυτήν την άποψη στην Ουκρανία και στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς η αστική τάξη πράττει ομοίως) κ.ά. Παντού κάνουν με διαφορετικό βαθμό ωμότατη αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Όμως παρόλ’ αυτά, κύρια μέθοδος της πάλης δεν έγιναν οι απαγορεύσεις, αλλά το παραμέρισμα, ο ευνουχισμός του κομμουνιστικού κινήματος. Το ΚΕΚΡ υποστηρίζει ότι σήμερα ο οπορτουνισμός και ο αναθεωρητισμός από φυσικές αποκλίσεις στο κομμουνιστικό κίνημα μετατράπηκαν σε κατευθυνόμενο όπλο της αστικής τάξης. Το γνωστότερο παράδειγμα τέτοιας μετάλλαξης είναι το ήδη αναλυμένο παραπάνω ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», που μεταλλάχτηκε στο Ευρωαριστερό Κόμμα. Είναι κατανοητό ότι τέτοια κόμματα δεν είναι επικίνδυνα για τους αστούς και αυτοί τα υποστηρίζουν.

Στη Ρωσία αυτόν το ρόλο τον παίζουν οι αντιπολιτευόμενοι του ΚΚΡΟ, για τους οποίους έχει εξαντληθεί το όριο των επαναστάσεων. Οι πρόσφατες εκλογές στο Καζαχστάν (20 Μάρτη 2016) αποτελούν γλαφυρό παράδειγμα εφαρμογής από το αστικό καθεστώς αυτής της τακτικής υποβοήθησης των υπάκουων «κομμουνιστών». Έχοντας απαγορεύσει το ΚΚΚ, οι πολυτεχνολόγοι του Ναζαρμπάγιεφ οδήγησαν στις εκλογές και προώθησαν στο κοινοβούλιο το λεγόμενο «Κομμουνιστικό Λαϊκό Κόμμα Καζαχστάν». Από το προεκλογικό πρόγραμμα του ΚΛΚΚ ξεχύνεται ευθέως ένα κύμα διαστρεβλώσεων του μαρξισμού και απλά μιας ανοιχτής εξύμνησης των ιδεών του Ελμπασά (σ.σ.: του προέδρου), του αποστάτη από την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ, ηγέτη της αστικής αντεπανάστασης και μόνιμου προέδρου του Καζαχστάν.

Το κοινό ενοποιητικό χαρακτηριστικό αυτών των ψεύτικων κομμάτων των εργαζόμενων είναι το ότι τοποθετούνται στο όνομα των εργαζόμενων, δήθεν υπέρ των συμφερόντων των εργαζόμενων, όμως με απομόνωση των εργαζόμενων από την πάλη και, επιπλέον, από τη συμμετοχή στην εξουσία και τη θέση του ζητήματος της κατάληψης της εξουσίας. Αυτό για τους κύριους οπορτουνιστές είναι δουλειά της επαγγελματικής ελίτ.

Οι Λενινιστικές προειδοποιήσεις για τις μεθόδους πάλης της αστικής τάξης εναντίον της επικείμενης επανάστασης

Όποιος λίγο-πολύ προσεκτικά και καλοπροαίρετα μελέτησε τον Λένιν, ξέρει ότι ο Ιλίτς προειδοποιούσε για τέτοια φαινόμενα και μεθόδους της πάλης της αστικής τάξης με τις επαναστατικές δυνάμεις. Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αστική τάξη στηρίζεται σε αντικειμενικά υπάρχουσες αδυναμίες και ασθένειες στο εσωτερικό του ίδιου του εργατικού κινήματος, πρώτ’ απ’ όλα στους οπορτουνιστές. Ο Λένιν σημείωσε: «Ο οπορτουνιστής δεν προδίνει το κόμμα του, δε γίνεται εξωμότης του, δεν αποχωρεί από αυτό. Εξακολουθεί να το υπηρετεί με ειλικρίνεια και ζήλο. Μα τυπικό χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η υποχωρητικότητα στις διαθέσεις της στιγμής, η ανικανότητα ν’ αντισταθεί στη μόδα, η πολιτική μυωπία και η αστάθεια. Οπορτουνισμός σημαίνει θυσία των μόνιμων και ουσιαστικών συμφερόντων του Κόμματος στα στιγμιαία, στα περιοδικά, στα δευτερεύοντα συμφέροντα.» [44]

Σήμερα δε δρουν διάσπαρτοι οπορτουνιστές, αλλά οργανωμένοι συχνά στη σύνθεση ολόκληρων κομμάτων, γι’ αυτό ο Λένιν ακόμα σημείωνε ότι η αστική τάξη πάντα υποστηρίζει εκείνο το οπορτουνιστικό κόμμα που από την ονομασία και τη φρασεολογία του μοιάζει περισσότερο στο πραγματικά επαναστατικό. Επιπλέον η αστική τάξη δεν επιτρέπει στους οπορτουνιστές να κινηθούν προς τα δεξιά μέχρι τέλους, περιλαμβανομένης και της αλλαγής ονόματος, επειδή σε αυτήν την περίπτωση στη θέση τους μπορεί να εμφανιστεί μια πραγματική κι επικίνδυνη για την αστική τάξη οργάνωση.

Όμως ο κύριος αγώνας, φυσικά, γίνεται μέσω της επεξεργασίας των μυαλών, τη διαστρέβλωση των ιδεών. Ο Λένιν ξεκίνησε το πρώτο κεφάλαιο με την παρουσίαση αυτού του κινδύνου: «Με τη διδασκαλία του Μαρξ γίνεται σήμερα ό,τι έγινε επανειλημμένα στην Ιστορία με τις διδασκαλίες των επαναστατών διανοητών και ηγετών των καταπιεζόμενων τάξεων στην πάλη τους για την απελευθέρωση. Όσο ζούσαν οι μεγάλοι επαναστάτες, οι τάξεις των καταπιεστών τους καταδίωκαν συνεχώς και αντιμετώπιζαν τη διδασκαλία τους με την πιο άγρια μανία, με το πιο λυσσαλέο μίσος, με την πιο αχαλίνωτη εκστρατεία ψευτιάς και συκοφαντίας. Ύστερα από το θάνατό τους γίνονται προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε αβλαβή εικονίσματα, σα να λέμε, να τους ανακηρύξουν αγίους, να προσδώσουν κάποια δόξα στο όνομά τους για “παρηγόρια” των καταπιεζόμενων τάξεων και για την αποβλάκωσή τους, ευνουχίζοντας το περιεχόμενο της επαναστατικής διδασκαλίας, αμβλύνοντας κι εκχυδαΐζοντας την επαναστατική τους αιχμή. Με μια τέτοια “κατεργασία” του μαρξισμού συμφωνούν σήμερα η αστική τάξη και οι οπορτουνιστές μέσα στο εργατικό κίνημα. Λησμονούν, σβήνουν, διαστρεβλώνουν την επαναστατική πλευρά της διδασκαλίας, την επαναστατική ψυχή της. Προωθούν στην πρώτη γραμμή κι εξυμνούν εκείνο που είναι αποδεκτό ή που φαίνεται πως είναι αποδεκτό για την αστική τάξη.» [45]

Υπάρχει λοιπόν στη Ρωσία Κόμμα Νέου Τύπου - Λενινιστικό

Τη διαβεβαίωση «υπάρχει τέτοιο κόμμα!», την έριξε ο Β. Ι. Λένιν στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ τον Ιούνη του 1917. [Σε αυτό συμμετείχαν πάω από χίλιοι αντιπρόσωποι, από τους οποίους οι 822 με δικαίωμα ψήφου. Η αντιπροσωπία των μπολσεβίκων είχε στο Συνέδριο 105 αντιπροσώπους, υπολειπόμενη σημαντικά τόσο των εσέρων (285 θέσεις) όσο και των μενσεβίκων (248 θέσεις).] Έτσι ο Λένιν απάντησε στην ανακοίνωση του μενσεβίκου προέδρου του Πετροσοβιέτ Ι. Γ. Τσερετέλι, που υποστήριζε ότι κανείς δεν μπορεί να ονομάσει ένα κόμμα που θα διακινδύνευε να πάρει στα χέρια του την εξουσία και ν’ αναλάβει την ευθύνη για όσα συνέβαιναν στη Ρωσία. Οι μπολσεβίκοι, ως γνωστόν, και την εξουσία πήραν και με την περαιτέρω δραστηριότητά τους έδειξαν ότι το Κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να διευθύνει το κράτος των εργαζόμενων. Τα επιτεύγματα της ΕΣΣΔ είναι πασίγνωστα.

Έτσι, πώς να καταλάβουμε κόμματα που ονομάζουν τον εαυτό τους κομμουνιστικό και αποδίδουν το κομματικό βιβλιάριο Νο 1 στον Βλαντιμίρ Ιλίτς; Κατά τη γνώμη μας πρέπει να επιστρέψουμε στη λενινιστική ιδέα του Κόμματος Νέου Τύπου και στα βασικά κριτήρια οικοδόμησης του Κόμματος που είναι ικανό να τραβήξει πίσω του το λαό προς το σοσιαλισμό:

Πρώτον: Η αναγνώριση στη θεωρία και η δουλειά στην πράξη για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Δεύτερον: Η αρχή της ενσάρκωσης του πρώτου, μέσω της οργάνωσης του Κόμματος ως πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, που οργανώνει την πάλη της ίδιας της τάξης και την οδηγεί στο δρόμο της εγκαθίδρυσης της εξουσίας της.

Αυτό το κόμμα αξιοποιεί όλες τις μορφές και μεθόδους πάλης, γνωστές στη θεωρία και την πρακτική του εργατικού κινήματος, περιλαμβανομένων και των κοινοβουλευτικών μορφών, όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα τις αξιοποιεί για την ανάπτυξη της πιο πλατιάς ταξικής πάλης, τραβάει σε αυτήν την πάλη του τους πιο πρωτοπόρους εργάτες και δε μεταθέτει τη φροντίδα για το καλό των εργαζόμενων στους επαγγελματίες πολιτικούς, ακόμα και αν ανήκουν στην κομματική νομενκλατούρα.

Θυμίζοντας την περίφημη ρήση του Β. Ι. Λένιν: «Το ξύπνημα του ανθρώπου μέσα στην “κονιάγκα” -ξύπνημα που έχει τόσο γιγάντια κοσμοϊστορική σημασία, ώστε να είναι γι’ αυτό θεμιτή κάθε θυσία», [46] μπορούμε να πούμε ότι το κόμμα λενινιστικού τύπου συνεχίζει να παλεύει για την αφύπνισή του, ενώ τ’ άλλα κόμματα προχώρησαν στο δρόμο της πάλης μόνο για την αύξηση του ποσοστού απόδοσης βρώμης στην κονιάγκα.

Υπάρχει λοιπόν στη Ρωσία κόμμα των εργαζόμενων, πραγματικοί κομουνιστές; Ως προς την κατανόηση του καθήκοντος και της επιλογής κατεύθυνσης του κινήματος τέτοιο κόμμα υπάρχει. Εν τη γενέσει είναι το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας. Το Πρόγραμμά μας είναι η ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης με την προσέλκυση συμμάχων και την αξιοποίηση διάφορων μορφών πάλης. Μόνο με την πάλη και όχι με παρακάλια μπορεί να πετύχουμε κάτι. Και με την αντίστοιχη ανάπτυξη της κλίμακας και της οργάνωσης της πάλης μπορεί να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας της εργατικής τάξης. Εμείς πειθόμαστε συνεχώς για την ορθότητα του Β. Ι. Λένιν, που προειδοποιούσε ότι οι πραγματικοί κομμουνιστές αντιπαρατίθενται σε όλα τ’ αστικά κόμματα ταυτόχρονα.

Εμείς σήμερα υφιστάμεθα την ισχυρότατη πίεση της Αντίδρασης, όμως πρέπει να υπομείνουμε και να παλεύουμε, ώστε να φέρουμε τη σπίθα της επαναστατικής γνώσης και της επαναστατικής φλόγας στο μπαρούτι της λαϊκής ενέργειας την κατάλληλη ώρα. Ο Λένιν έλεγε: «Αν θα γίνει επανάσταση ή όχι δεν εξαρτάται μόνο από μας. Εμείς, όμως, θα κάνουμε τη δουλειά μας και η δουλειά αυτή ποτέ δε θα πάει χαμένη.» [47] Θα μοιάσουμε λοιπόν και στις σκέψεις και στα έργα με τον Λένιν.

Οι Γερμανοί σύντροφοι διηγούνται ότι σε ένα μνημείο του Μαρξ και του Ένγκελς οι εργάτες έγραψαν: «Δεν πειράζει, την άλλη φορά θα γίνει καλύτερα!»

Κι εμείς είμαστε σίγουροι γι ’ αυτό!


[1] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 27, σελ. 415.

[2] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 30, σελ. 168.

[3] Ό.π., τόμ. 23, σελ. 302.

[4] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 3.

[5] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 27, σελ. 431.

[6] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 38, σελ. 387.

[7] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 11.

[8] Ό.π., τόμ. 27, σελ. 431.

[9] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 82.

[10] Ό.π., σελ. 82.

[11] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 27-28.

[12] Όπ, σελ. 75.

[13] Όπ., σελ. 76.

[14] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 77.

[15] Ό.π., σελ. 38.

[16] Ό.π., σελ. 77-78.

[17] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 55.

[18] Ό.π, σελ. 52-53.

[19] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 59.

[20] Ό.π., σελ. 42.

[21] Ό.π., σελ. 47.

[22] Ό.π., σελ. 83.

[23] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 84.

[24] Ό.π., τόμ. 39, σελ. 219.

[25] Ό.π., τόμ. 41, σελ. 87.

[26] Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος τηςΓκότα.

[27] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 34.

[28] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 38, σελ. 385.

[29] Ό.π, σελ. 387.

[30] Ό.π., τόμ. 44, σελ. 10.

[31] Ό.π., σελ. 10.

[32] 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, 17-31 Οκτώβρη 1961, στενογραφημένα πρακτικά, Γκοσπολιτιζντάτ, τόμ. 1, σελ. 151, Μόσχα, 1962.

[33] Ό.π., σελ. 166.

[34] Ό.π., σελ. 209.

[35] Ό.π., σελ. 210-211, 212.

[36] 'Ό.π., σελ. 303.

[37] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 16.

[38] Ό.π., σελ. 34.

[39] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 209.

[40] Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 16, σελ. 335.

[41] 28ο Συνέδριο ΚΚΣΕ, 2-13 Ιούλη 1990, στενογραφημένα πρακτικά, τόμ. 1, σελ. 504, Πολιτιζντάτ, Μόσχα, 1991.

[42] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 128-129.

[43] Ό.π, σελ. 184-185.

[44] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 14, σελ. 37.

[45] Ό.π., τόμ. 33, σελ. 5.

[46] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 1, σελ. 402, παραπομπή 111.

[47] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 22, σελ. 178.