Φόρος τιμής στην Κομμουνιστική Διεθνή: Κρατάμε ψηλά τη σημαία του Προλεταριακού Διεθνισμού


Πάβελ Μπλάνκο Καμπρέρα, Πρώτος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚ Μεξικού

Τα Θεμέλια και η Ιστορική Σημασία της Γ' Διεθνούς

Πριν έναν αιώνα η Κομμουνιστική Διεθνής πραγματοποίησε το 1ο της Συνέ­δριο στο πλαίσιο ιστορικών γεγονότων πολύ σημαντικού περιεχομένου και μεγά­λης συνθετότητας: Του τέλους του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και της Γερμανικής Επανάστασης. Όσοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Διεθνούς Κομμουνιστικής Συνδιάσκεψης είχαν πίσω τους χρόνια αντιπαράθεσης με τον οπορτουνισμό, αρχικά στους κόλ­πους της Β' Διεθνούς και, στη συνέχεια, ενάντια στην αντεργατική και αντιμαρξιστική της μετεξέλιξη. Μία αντιπαράθεση που ξεκίνησε στο πεδίο της θεωρίας και πέρασε στο πολιτικό σκηνικό στο πλαίσιο της όξυνσης της ταξικής πάλης διε­θνώς και σε κάθε χώρα με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η Κομμουνιστική Διεθνής ξεκίνησε να ζυμώνεται στις συζητήσεις υπέρ του μαρξισμού ενάντια στις διαστρεβλώσεις του Μπερνστάιν, στη γνωστή ιστορική αντιπαράθεση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, δηλαδή στο ιδεολογι­κό μέτωπο ενάντια στο ρεβιζιονισμό, που αναπτύχθηκε όχι μόνο μέσα στο Σοσι­αλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, αλλά και σε όλα τα κόμματα. Δε θα ήταν περιττό να θυμηθούμε ότι οι θεωρητικοί του οπορτουνισμού παραμόρφωναν με αποκρουστικό τρόπο την επαναστατική ιδεολογία της εργατικής τάξης μέσω μιας σταθερής και μεθοδικής επίθεσης: Αποκρύπτοντας τα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς ή ακρωτηριάζοντάς τα, την ίδια στιγμή που ανέπτυσσαν μία θεωρία μα­κριά από τα καθήκοντα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Οι κομμουνιστικές ομάδες και τα κομμουνιστικά κόμματα που εναντιώθηκαν στην οπορτουνιστική πορεία της Β' Διεθνούς κατάλαβαν πολύ καλά την ανάγκη να διασώσουν τη μαρξιστική θεωρία και γι’ αυτό ανέλαβαν ακούραστα το καθήκον να δημοσιεύουν κλασικά έργα και να διαδίδουν κείμενα, όπως η αλληλογραφία των Μαρξ και Ένγκελς, τα ανέκδοτα χειρόγραφά τους, που έδειχναν ότι η γενική κατεύθυνσή τους ήταν η προλεταριακή επανάσταση. Ακόμη, κατάλαβαν ότι ο οπορτουνισμός εί­χε σκοπό να καταστήσει το μαρξισμό ένα δόγμα, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τον κάνει να φαίνεται ακίνδυνος και ότι ήταν αναγκαίο ο μαρξισμός να εμπλουτι­στεί με βάση τις νέες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Οι εξελίξεις είχαν να κάνουν, μεταξύ άλλων, με το πέρασμα του καπιταλισμού από τον ελεύθερο αντα­γωνισμό στα μονοπώλια, πράγμα το οποίο οδήγησε στην απόκτηση πρωτοπόρου ρόλου στην ανάπτυξη της θεωρίας προκειμένου να διαμορφώσουν ένα ισχυρό θε­ωρητικό οπλοστάσιο για τα γεγονότα που έρχονταν, δηλαδή την αρχή μιας νέας εποχής κοινωνικής επανάστασης.

Αυτού του είδους η πρόγνωση, που οφειλόταν στη μεγάλη θεωρητική επανα­στατική προσπάθεια του Λένιν και των μπολσεβίκων και των μαρξιστικών ρευ­μάτων άλλων χωρών, είναι αυτό το οποίο ώθησε στη θαρραλέα, αν και κόντρα στο ρεύμα, πρόταση για μία νέα Διεθνή, ακόμα και αν επρόκειτο για μία μειοψηφία [1], ακόμα και αν ο σοσιαλσοβινισμός και ο σοσιαλπατριωτισμός έμοιαζαν ηγεμονι­κές ή ακόμα και καθολικές τάσεις στα χρόνια 1914-1918.

Ένα από τα στοιχεία που ο οπορτουνισμός εγκατέλειψε από τη μαρξιστική θεωρία είναι ο Προλεταριακός Διεθνισμός. Όχι μόνο τον εγκατέλειψε, αλλά τον πρόδωσε, όπως αποδεικνύεται από την πορεία της αποσύνθεσης της Β’ Διεθνούς στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Προλεταριακός Διεθνισμός αντιληπτός όχι μόνο ως η συναδέλφωση μεταξύ των εργαζόμενων όλων των χωρών, ως οι αναγκαίες πράξεις αλληλεγγύης και κοινής δράσης, αλλά και ως πλαίσιο πολιτικής επεξερ­γασίας, δηλαδή σχεδιασμού μίας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής.

Στην «Επιστολή στους εργάτες της Ευρώπης και της Αμερικής» στις 21 Γενάρη 1919, ο Λένιν περιγράφει πολύ καλά ότι η πολιτική πραγματικότητα που υπο­στηρίζει την ύπαρξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήδη πριν το Ιδρυτικό της Συ­νέδριο, το 1ο Συνέδριο, είναι η ρήξη του Κόμματος των Μπολσεβίκων με τη Β’ Διεθνή, πράγμα που ενισχύθηκε από την απόφαση των Γερμανών Σπαρτακιστών να συγκροτήσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας και μαζί με αυτούς και οι προλεταριακές κομμουνιστικές ομάδες της Λετονίας, της Φινλανδίας, της Πο­λωνίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Ολλανδίας.

Όλοι αυτοί τοποθετούνταν ενάντια στην πλατφόρμα που στήριζε σταθερά την «υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας, την εγκατάλειψη της ιδέας της σοσιαλιστι­κής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης, την προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό, τη λήθη των ιστορικά μεταβατικών ορίων της εθνικότητας ή της πατρίδας, του φετιχισμού της αστικής νομιμότητας, της υπαναχώρησης από την ταξική σκοπιά και την ταξική πάλη από το φόβο του "διαχωρισμού από τις ευρύτερες λαϊκές μάζες” (βλ. μικροαστοί): Αυτά είναι αναμφίβολα τα ιδεολογικά θεμέλια του οπορτουνισμού». [2]

Η μόνιμη και ανυποχώρητη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, στο ρεβιζιονισμό και στο ρεφορμισμό για τη διάσωση του μαρξισμού, αποκαθιστώντας τα χα­ρακτηριστικά της επαναστατικής ιδεολογίας του προλεταριάτου, αποτέλεσε ένα βασικό θεμέλιο για την ανάδυση της Γ’ Διεθνούς.

Η απόφαση να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του Προλεταριακού Διεθνισμού, ενάντια στην εγκατάλειψή του από την πλειοψηφία της Β' Διεθνούς, αποτέλεσε άλλο σημαντικό θεμέλιο. Οι πιέσεις ήταν πολύ ισχυρές και κυριολεκτικά χρεια­ζόταν να σταθούν κόντρα στο ρεύμα. Αποτέλεσε έγκλημα των οπορτουνιστών να στηρίξουν τον πόλεμο και να στείλουν τους εργαζόμενους στο σφαγείο.

Προφανώς και είναι πολύ σημαντικό το παράδειγμα ότι για την υπεράσπιση των αρχών δεν πρέπει κάποιος να φοβάται να βρίσκεται στη μειοψηφία.

Ο Λένιν, επίσης, υπογραμμίζει ότι ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι η μεταφορά στην πράξη, μετά από την Κομμού­να του Παρισιού, της δικτατορίας του προλεταριάτου με τη Μεγάλη Σοσιαλιστι­κή Επανάσταση και τη σοβιετική εξουσία.

Αφού διαμορφώθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής, η παρουσία και η δραστηριότητά της τροφοδότησαν ποιοτικά τη διεθνή ταξική πάλη του προλεταριάτου. Η Α' και η Β' Διεθνής, παρά τις μεγάλες προσπάθειές τους, δεν είχαν τον παγκόσμιο αντίκτυπο που κατάφερε να έχει η Κομμουνιστική Διεθνής.

Για πρώτη φορά κατέστη καθολική η διάδοση των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού, που εμπλουτίστηκαν ως μαρξισμός-λενινισμός. Έγινε μια πρωτό­γνωρη προσπάθεια μετάφρασης και εκτύπωσης κλασικών έργων, οργάνωσης της διακίνησής τους, ακόμα και σε συνθήκες παρανομίας, σε όλες τις ηπείρους, σε όλες τις γλώσσες και σε μεγάλο αριθμό διαλέκτων. Εκατομμύρια εργάτες κατάφεραν έτσι να έρθουν σ’ επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες.

Σε όλες τις ηπείρους και στην πλειοψηφία των χωρών, με τη διαμόρφωση Τμη­μάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η εργατική τάξη απέκτησε την πρωτοπο­ρία της, το πολιτικό της κόμμα, το κομμουνιστικό κόμμα. Σε ορισμένες χώρες, για παράδειγμα, στις χώρες της Ευρώπης, υπήρχαν κόμματα που ήταν αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ οπορτουνιστών και επαναστατών στο πλαίσιο των οργανώσε­ων της Β' Διεθνούς, αλλά στη Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική πο­λύ περισσότερο, το προλεταριάτο απέκτησε για πρώτη φορά το κόμμα της τάξης του. Κατά τη διάρκεια του σχεδόν ενός αιώνα αποδεικνύεται η σημασία αυτής της συμβολής της Γ' Διεθνούς, καθώς οι εργαζόμενοι, έχοντας αρχηγείο, προώθη­σαν επαναστατικές διαδικασίες, οργανώθηκαν καλύτερα και συσσώρευσαν πεί­ρα για τον ιστορικό τους στόχο.

Επιπλέον, αυτά τα κόμματα, που αποτέλεσαν καρπό της δουλειάς της Κομιντέρν, λόγω των 21 Όρων Εισδοχής, ενισχύθηκαν ως Κόμματα Νέου Τύπου με ισχυρά θεμέλια στη λενινιστική θεωρία της οργάνωσης, πράγμα που αποτέλεσε ένα γιγαντιαίο βήμα σε σχέση με τις προϋπάρχουσες μορφές των σοσιαλδημο­κρατικών κομμάτων. Ως ραχοκοκαλιά των κομμουνιστικών κομμάτων, χιλιάδες μέλη μορφώθηκαν ως στελέχη στη Διεθνή Λενινιστική Σχολή.

Στα συνέδρια και στις ολομέλειες, όπως και σε όλες τις επιτροπές και τους ορ­γανισμούς της, η Γ' Διεθνής πραγματοποιούσε συνεχή μελέτη της ταξικής πά­λης, της οικονομικής κατάστασης και των τάσεών της, των αντιδραστικών πολι­τικών, της πολιτικής δράσης των επαναστατών σε κάθε χώρα, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και των δυσκολιών της, των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, του ανταγωνισμού μεταξύ εκμεταλλευόμενων και εκμεταλλευτών, μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων, και σχεδίαζε τη στρατηγική και την τακτική, τα συνθή­ματα. Ένας παγκόσμιος εγκέφαλος της εργατικής τάξης λειτουργούσε στην πά­λη ενάντια στο κεφάλαιο.

Δε θα έπρεπε να μας παραξενεύει ότι ο ταξικός εχθρός επιτέθηκε στην Κομ­μουνιστική Διεθνή, αλλά είναι πολύ σοβαρό ότι ορισμένα στελέχη και ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος, ακόμα και σήμερα, ενστερνίζονται τη στρεβλή ιδέα ότι οι κατευθύνσεις δίνονταν από ένα κέντρο και δεν είχαν επαφή με την πραγ­ματικότητα των χωρών ή ότι υπέφεραν από «ευρωκεντρισμό». Σήμερα μπορού­με να συζητήσουμε συγκεκριμένα τις επεξεργασίες της Κομιντέρν και να επιβε­βαιώσουμε τη σοβαρότητα και τα θεμέλια των θέσεών της. Για κανένα λόγο δε θα έπρεπε ν’ ανεχόμαστε τη συκοφάντηση, που έχει σκοπό να γελοιοποιήσει την επεξεργασία κοινών θέσεων, την επεξεργασία μίας ενιαίας επαναστατικής στρα­τηγικής, όπως έκανε, για όσο υπήρχε, η Κομμουνιστική Διεθνής. Αλλά επίσης και την ανάγκη γι’ αυτό όχι μόνο σήμερα, αλλά στα χρόνια και στις δεκαετίες που πέρασαν και που ακολούθησαν τη διάλυση της Κομιντέρν.

Μελετώντας τα υλικά της Κομιντέρν, την επιθεώρηση Η Κομμουνιστική Διε­θνής, τη Διεθνή Ανταπόκριση, τα πρακτικά της Εκτελεστικής Επιτροπής και των ολομελειών, των διευρυμένων ολομελειών και των επιτροπών ανά περιοχή, εκτι­μάμε ότι έγινε βαθιά συζήτηση και τροποποιήθηκαν απόψεις σύμφωνα με την πραγματικότητα της ταξικής πάλης που άλλαζε, ενώ έγινε και συνεχής προσαρ­μογή των κατευθύνσεων. Είναι ολότελα στρεβλές οι εκδοχές της ιστορίας της Γ' Διεθνούς που την παρουσιάζουν ως απομακρυσμένη από τα γεγονότα που αφο­ρούσαν κάθε ένα από τα Τμήματά της.

Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στο Μεξικό πραγματοποίησε ένα ποι­οτικό άλμα, καθώς δέχτηκε τον εμπλουτισμό των αντιλήψεών του με συζητήσεις, κατευθύνσεις και συμβουλές από τη Γ' Διεθνή, αφήνοντας γρήγορα πίσω του το φορτίο της πολιτικής ανωριμότητας, τον αναχωρητισμό [3], το σεχταρισμό και άλλες παρεκκλίσεις που βασίζονταν στον αναρχισμό και που ρίζωσαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στη μεξικανική εργατική τάξη.

Η εργατική τάξη στο Μεξικό θα έχει πάντοτε χρέος στη συμβολή της Κομμου­νιστικής Διεθνούς για τη διαμόρφωση του επαναστατικού πολιτικού της κόμμα­τος, του κομμουνιστικού κόμματος.

Στοιχεία της Συζήτησης στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα σε σχέση με τη Γ’ Διεθνή

Με αντικειμενικότητα, χωρίς νοσταλγία, αλλά και χωρίς προκαταλήψεις, τα επιχειρήματα της απόφασης της Εκτελεστικής Επιτροπής προς τα Τμήματα της Γ' Διεθνούς για να προχωρήσει στην αυτοδιάλυσή της είναι ανεπαρκή. Τα μετέπειτα όργανα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αποδείχτηκαν ανεπαρκή. Το πιο σημαντικό, η Κομινφόρμ διαλύθηκε ως αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής επί­θεσης που κορυφώθηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Είναι σημαντικό το γεγονός πως ένα από τα ρεύματα της ιδεολογικής πλατφόρμας του οπορτουνισμού, ο «ευρωκομμουνισμός», ο «δυτικός μαρξισμός», επικέντρωσε τις επιθέσεις του ενάντια στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ενάντια στο Γρα­φείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ενώ παράλληλα υμνούσε το 7ο Συνέδριο του 1935 και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που άνοιξε το δρόμο για τον πολυκεντρισμό και τους λεγόμενους «εθνικούς δρόμους» για το σοσιαλισμό.

Ρίζωσε μία αντίληψη που, κατά την εκτίμησή μας, δεδομένου ότι το Κομ­μουνιστικό Κόμμα του Μεξικού μελετά εδώ και μερικά χρόνια συστηματικά την εμπειρία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι λανθασμένη: Σχετικά με το ζήτημα ότι η στρατηγική επεξεργασία που ενέκρινε το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς έχει γενικό χαρακτήρα και μόνιμη ισχύ που δεν αλλάζει.

Η Κομιντέρν, με την προσοχή στραμμένη στην εξέλιξη της πάλης, λαμβάνοντας υπόψη την κρίση του καπιταλισμού, τις πολιτικές των αστικών κρατών για να επιτύχουν τη σταθερότητα, τις εκρήξεις ανυπακοής, την άνοδο του φασισμού, το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, προσδιόριζε τη στρατηγική και την τακτική θε­ωρώντας αναγκαίο πάντοτε να κάνει προσαρμογές, ελιγμούς, να περνά θαρραλέα στην αντεπίθεση ή να οργανώνει την αναδίπλωση και την άμυνα. Αντιπάλευε τις αριστερές και τις δεξιές παρεκκλίσεις, τον τυχοδιωκτισμό, την απομάκρυνση από την εργατική τάξη, επέμενε πάντοτε στη δουλειά στην εργατική τάξη, στις μά­ζες. Και μπορεί, για παράδειγμα, να μελετηθεί η δράση της Κομιντέρν στη Γερ­μανία, στην Ιταλία, στην Τσεχοσλοβακία, στο Μεξικό, στην Κίνα. Και πρέπει να κατανοηθεί ότι αυτό, στην επεξεργασία της στρατηγικής και της τακτικής, απο­τελεί για την Κομιντέρν μία προϋπόθεση της λενινιστικής πολιτικής συγκεκρι­μένης ανάλυσης μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας. Σε αυτήν την επεξεργα­σία κυριαρχούσε η βαθιά συζήτηση μεταξύ της Εκτελεστικής Επιτροπής και κά­θε εθνικού Τμήματος. Πρέπει ν’ αποκρούσουμε τη συκοφαντία ότι η Γ' Διεθνής οποιαδήποτε μελλοντική μορφή ενότητας ή συντονισμού στο Διεθνές Κομ­μουνιστικό Κίνημα είναι καταδικασμένες στην αποτυχία της προσπάθειας επε­ξεργασίας μιας επαναστατικής στρατηγικής, καθώς δε λαμβάνονται υπόψη οι ιδι­αιτερότητες, τα ειδικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, όπως θα εξηγήσουμε αργότε­ρα, μία κοινή επαναστατική στρατηγική σήμερα είναι πιο αναγκαία από παλιότερα, καθώς στα χρόνια της ένδοξης Κομμουνιστικής Διεθνούς απέδειξε την αποδοτικότητά της. Ορισμένες κεντρίστικες τάσεις στο κομμουνιστικό κίνημα θεω­ρούν ότι πρέπει να γίνουν βήματα στις μορφές συντονισμού, αλλά βάζουν μπρο­στά την κατηγορηματική άρνηση της κοινής ανάλυσης και των κοινών θέσεων επί θεμελιωδών ζητημάτων.

Αν και υπάρχει μία μειοψηφία που απορρίπτει τη συμβολή της Κομμουνιστι­κής Διεθνούς, η πλειοψηφία των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων θεω­ρούν τη συμβολή της καθοριστική. Η διαφορά προκύπτει στην αξιολόγησή της στο σύνολό της, καθώς αποδέχονται μόνο την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων, των συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία. Και αυτό είναι το βασικό ζήτημα που, επίσης, αποτελεί θεμέλιο για την ύπαρξη κάθε κομμουνιστικού κόμματος.

Σε αντίθεση με αυτά που εκφράζουν οι θεωρητικοί του οπορτουνισμού ή, κα­λύτερα, οι δημοσιολόγοι που κατοικοεδρεύουν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κί­νημα, το 5ο και το 6ο Συνέδριο δεν προώθησαν το σεχταρισμό, ούτε το δογματι­σμό. Αυτό το διάστημα σήμανε μία πολύ δύσκολη περίοδο, για παράδειγμα, την κρίση του 1929, την υποχώρηση της επαναστατικής κατάστασης, την άνοδο του φασισμού στην εξουσία σε αρκετές χώρες, μία περίοδο αντίδρασης στην οποία πολλά ΚΚ καταδικάστηκαν στην παρανομία. Παρά τις δυσκολίες, οι κατευθύν­σεις είναι ακριβείς και συγκεκριμένες για να οξύνουν την οργανωτική δουλειά στο βιομηχανικό προλεταριάτο, με τον κόκκινο και ταξικό συνδικαλισμό, να ορ­γανώσουν μαζικά τους ανέργους και όλους τους εργαζόμενους σε αναγκαστική ανεργία. Ακόμα, επεξεργάστηκαν την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου, το οποίο ορίζεται ως Ενιαίο Μέτωπο από τα κάτω από την 11η Ολομέλεια της Εκτελεστι­κής Επιτροπής της ΚΔ, την προετοιμασία της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλιστι­κό πόλεμο, την έντονη συζήτηση σε σχέση με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και την αντιπαράθεση με τα αντιπρολεταριακά ρεύματα του τροτσκισμού και της δεξιάς αντιπολίτευσης και της εσωτερικής αντεπανάστασης για την προ­ώθηση της εκβιομηχάνισης και του σχεδιασμού της οικονομίας, την επεξεργα­σία του ενιαίου Προγράμματος στο οποίο βασιζόταν η Κομιντέρν. Αξιολογώντας την ιστορία του Μεξικανικού Τμήματος, βλέπουμε ότι το νεαρό ΚΚ Μεξικού, το οποίο ιδρύθηκε το 1919, αναπτύχθηκε το ίδιο εκείνη την περίοδο, ανέπτυξε ση­μαντική εργατική συνδικαλιστική δουλειά και είχε μεγάλη επιρροή στους αγρό­τες, παρά την παρανομία με την οποία αντιπαρατέθηκε επί 5 χρόνια. Μπροστά στο μεξικανικό προλεταριάτο αναδύθηκε το κόμμα της τάξης του, σε ιδεολογική αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία, την αστική τάξη και τους μικροαστούς, κατακτήθηκε η ταξική ανεξαρτησία και διαμορφώθηκε μια σοσιαλιστική συνεί­δηση μεταξύ των εργαζόμενων. Ή μεγάλη στροφή του 7ου Συνεδρίου προκάλεσε καταστροφή στο ΚΚ Μεξικού, παρά ορισμένες φαινομενικές επιτυχίες που προβλήθηκαν, οι οποίες, όμως, δεν είχαν αντικειμενικές βάσεις: Το Κόμμα πέρα­σε από 5.000 σε 30.000 μέλη από το 1936 μέχρι το 1939, αλλά μετά από τη μεγά­λη κρίση του Έκτακτου Συνεδρίου του 1940 έπεσε σε λιγότερα από 3.000 μέλη. Η εφημερίδα του, που πριν το 1935 είχε ημερήσιο τιράζ 50.000 φύλλα, μετατράπη­κε σ’ εβδομαδιαία εφημερίδα και δεν έβγαινε σταθερά. Η ισχυρή συνδικαλιστική παρουσία του περιθωριοποιήθηκε και, καθώς ήταν ιδεολογικά αποδυναμωμένη, υπερασπιζόταν άκριτα μπραουντεριστικές [4] θέσεις.

Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε ορισμένα ζητήματα. Ένα κομβικό ζήτημα εί­ναι ο χαρακτήρας των συμμαχιών, που, όταν έχουν χαρακτήρα ταξικού συμβιβα­σμού, δεν ενισχύουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά αυτά της αστι­κής. Αυτό το συμπέρασμα, με βάση την πείρα, δεν αφορά μόνο την κατάσταση τότε, αλλά συμβαίνει ακόμα και σήμερα, στις σύγχρονες συμμαχίες μεταξύ κομ­μουνιστικών κομμάτων και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, όπως δείχνει η πεί­ρα του «προοδευτισμού» στην Αμερική ή στη συμμετοχή κομμουνιστικών κομ­μάτων σε συμμαχίες με αστικές δυνάμεις, ακόμα και συμμετέχοντας στην κρα­τική διαχείριση με κυβερνητικές ευθύνες. Αυτό οξύνεται όταν το ιδεολογικό μέ­τωπο πέφτει και δείχνει πόσο σημαντική είναι η υπόδειξη του Λένιν στο έργο του Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού; σε σχέση το δίλημμα αστική ή σοσιαλιστική ιδεο­λογία. Τότε, το Μεξικανικό Τμήμα της Γ' Διεθνούς, με την πολιτική ενότητας με κάθε κόστος, επέτρεψε στην αστική ιδεολογία της Μεξικανικής Επανάστασης [5] να καταστεί θεμέλιο της συνδικαλιστικής ενότητας και προγραμματική πλατφόρμα του Λαϊκού Μετώπου στο Μεξικό, αφήνοντας στην άκρη τα ζητήματα της αντι­παράθεσης για την ταξική εργατική συνείδηση. Επίσης, η ιδεολογία της Μεξικα­νικής Επανάστασης διείσδυσε στο ΚΚ Μεξικού, που θεώρησε ότι ο προοδευτι­κός χαρακτήρας της αστικής τάξης δεν περιορίζεται στην επαναστατική του πά­λη ενάντια στη φεουδαρχία ή στο ρόλο της κατά το 19ο αιώνα ενάντια στην αποι­κιοκρατία στην Αμερική, αλλά επεκτείνεται στην εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα είναι η εκχώρηση στο Μέτωπο του ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης, βάζοντας ακόμα και θέμα διάλυσής του, αν κρινόταν αναγκαίο. Το ΚΚ Μεξικού εντάχτηκε στο αστικό Κόμμα της Μεξικανικής Επανάστασης, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί συγκεκριμένη έκφραση του Λαϊκού Μετώπου, ενώ προς το συμφέρον της ενότητας με κάθε κόστος αποφάσι­σε τη διάλυση της Ομοσπονδίας Νέων Κομμουνιστών και την ένταξή της στην Ενιαία Σοσιαλιστική Νεολαία του Μεξικού (JSUM), που πλέον δεν ήταν η Κομ­μουνιστική Νεολαία, η νεολαία του Κόμματος, δεξαμενή στελεχών, αλλά ενωτικός λειτουργικός οργανισμός του Λαϊκού Μετώπου, που καθοδηγούνταν από την αστική τάξη, την αστική ιδεολογία, μετατρεπόμενη σε δεξαμενή στελεχών για ένα αστικό κόμμα.

Γίνεται αντιληπτό ότι αμφισβητούμε την ιδέα ότι το μέτωπο με τη σοσιαλδη­μοκρατία και άλλες αστικές δυνάμεις αποτελεί το επιστέγασμα της στρατηγικής επεξεργασίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Σήμερα, επίσης, απου­σιάζει το βασικό συστατικό του επιχειρήματος που αξιοποιήθηκε το 1935: Η υπε­ράσπιση της πατρίδας του σοσιαλισμού, της Σοβιετικής Ένωσης. Επομένως, τι θα μπορούσε σήμερα να δικαιολογεί τις διαταξικές συμμαχίες;

Θεωρούμε ότι οι συμμαχίες με τη σοσιαλδημοκρατία αποτελούν οπορτουνιστική εκδήλωση της ταξικής συνεργασίας και σοβαρό εμπόδιο στην επαναστατι­κή πάλη. Η διαμόρφωση μετώπων τέτοιας φύσης θ’ αποτελεί πάντοτε διαλυτικό στοιχείο για το κομμουνιστικό κόμμα και η μη ύπαρξη του κομμουνιστικού κόμ­ματος είναι η μεγαλύτερη επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και στους άμε­σους ιστορικούς της στόχους.

Για παράδειγμα, υπάρχουν εκφράσεις αυτών των συμμαχιών που δε δικαιολο­γούνται και μία από αυτές είναι η υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος από το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Όταν εγκαταλείπεται η προοπτική των συμ­φερόντων της εργατικής τάξης και μπαίνει μπροστά η λογική του «μικρότερου κακού», μέχρι και η ιμπεριαλιστική πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος μπο­ρεί να φαίνεται καλύτερη από την ιμπεριαλιστική πολιτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Έτσι, αρκετά κομμουνιστικά κόμματα δικαιολογούν την υποστή­ριξή τους σε αστικές πολιτικές με το πρόσχημα της «Ακροδεξιάς» και του φασι­σμού.

Σεβόμαστε βαθιά την πολιτική των κομμουνιστών ενάντια στο φασισμό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι ορισμένα στοιχεία αυτής της πολιτικής συνδέονται με τον μπραουντερισμό, την οπορτουνιστική πλατφόρμα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, τον «ευρωκομμουνισμό» και με κάποιον τρόπο αποτελούν μια πλατφόρμα με ορισμένες ομοιότη­τες με τον οπορτουνισμό της Β' Διεθνούς.

Είναι παράδοξο ν’ αντιπαρατίθενται με την επεξεργασία μίας ενιαίας επα­ναστατικής στρατηγικής εκείνοι που υποστηρίζουν μία κοινή οπορτουνιστική στρατηγική με το επιχείρημα ότι η γενίκευση της πείρας αρνείται τη σημασία της πάλης σ’ εθνικό επίπεδο, των ιδιαιτεροτήτων, των ειδικών χαρακτηριστικών και λαθραία εισάγουν μία γενική στρατηγική, που βασίζεται στη δυνατότητα ειρη­νικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που πλέον έχει αποδεί­ξει τη μη βιωσιμότητά της στη Χιλή και στα φρούρια του «ευρωκομμουνισμού» (Ιταλία και Γαλλία), στον εθνικό δρόμο για το σοσιαλισμό, και όλ’ αυτά με τα ίδια συστατικά: Άρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία, πολυταξικά πολιτικά μορφώματα, καπιταλιστική διαχείριση της οι­κονομίας, ανύψωση της αστικής δημοκρατίας σε απόλυτη αξία ή, για να το πού­με λαϊκά, οι κομμουνιστές να διαχειρίζονται τις κυβερνήσεις του καπιταλισμού.

Η ανάγκη να συνεχιστεί η πείρα της Γ’ Διεθνούς

Από το 2007 μέχρι το 2010 η διαδικασία αναδιοργάνωσης του ΚΚ Μεξικού αντιμετώπισε μία εσωτερική κρίση. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη διαδικα­σία με την πλατφόρμα που είχε το κομμουνιστικό κίνημα μετά από το 1956, κριτι­κάροντας μόνο τα όσα σχετίζονται με την περεστρόικα ή χρειαζόταν να διεξαχθεί μία πάλη αποκατάστασης του μαρξισμού-λενινισμού, του επαναστατικού του πε­ριεχομένου και να προσεγγίσουμε με αυτόν τον τρόπο τη σύγχρονη ταξική πάλη;

Στη βαθιά συζήτηση, που ολοκληρώθηκε στο 4ο Συνέδριό μας, αποφασίσα­με να εντάξουμε στο Καταστατικό του ΚΚ Μεξικού το καθήκον του Κόμματος και των μελών του να παλεύουν για να συνεχιστεί η Κομμουνιστική Διεθνής. Δεν αποτελεί ρητορική δήλωση, υπάρχει ανάγκη οι εργαζόμενοι του κόσμου και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα να προσεγγίσουν τα στρατηγικά ζητήματα της αντιπαράθεσης με το κεφάλαιο και το ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Γι’ αυτόν το λόγο παλεύουμε υπέρ του ρεύματος των κομμουνιστικών λενινιστικών κομμάτων με υπομονή, αντιλαμβανόμενοι τις δυσκολίες, χωρίς να λαμ­βάνουμε ανυπόμονες αποφάσεις, παρά την αναγκαιότητα, αλλά με βαθιά και απαράλλαχτη πεποίθηση ότι πρέπει να δοθεί συνέχεια στο έργο της Γ’ Διεθνούς.

Επομένως, θεωρούμε καθήκον μας να συνεχίσουμε να εμβαθύνουμε στα κοι­νά ιδεολογικά ζητήματα με τη διεθνή εργατική τάξη και να παλεύουμε ενάντια σε νέες μορφές του οπορτουνισμού και των αστικών και μικροαστικών θεωριών, που θέτουν εμπόδια στη διεθνή ενότητα του προλεταριάτου και του κομμουνι­στικού κινήματος.

Μία από αυτές τις θεωρίες είναι αυτή που, φορώντας μαρξιστικό μανδύα, εντοπίζει ότι το βασικό είναι η αντιπαράθεση μεταξύ Βορρά και Νότου, ενώ έχει και ορισμένη επίδραση στη Λατινική Αμερική. Ο βασικός εκπρόσωπός της, ο Σαμίρ Αμίν, διαβεβαίωνε ότι η ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας είναι το βασικό αντίβαρο στον καπιταλισμό, ο οποίος έχει τη γεωγραφική του βάση στο Βορρά. Κατά βάθος, αποτελεί ένα επιχείρημα που θεμελιώνει την αστική θεωρία του πο­λυπολικού κόσμου και που έχει σκοπό να οδηγήσει την εργατική τάξη κάτω από ξένες σημαίες στην ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση που σημαδεύει την επο­χή μας. Από αυτό πηγάζει μία παλιά ιδέα, που ήρθε από τη «Νέα Αριστερά», σε σχέση με το ότι οι εργάτες των πιο ανεπτυγμένων χωρών του καπιταλισμού δεν έχουν κανένα συμφέρον από την επαναστατική πάλη και ότι οι λαοί του Νότου και άλλα αναδυόμενα υποκείμενα έχουν συμφέρον από το μετασχηματισμό. Αυ­τή η ιδέα διαπέρασε ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα και διαφωνούμε με αυτήν.

Η εργατική τάξη, ανεξάρτητα από την εθνικότητά της, τη γεωγραφική της θέ­ση, τη φυλή ή το φύλο της, είναι φορέας των αναγκαίων επαναστατικών χαρακτη­ριστικών για να γίνει ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού. Αν, για λόγους που αφο­ρούν το διεθνή καταμερισμό εργασίας, εντείνεται σε μία περιοχή η εκμετάλλευ­ση, αυτό δεν επαναστατικοποιεί αυτόματα τους εργαζόμενους, καθώς αυτό εξαρτάται αυστηρά από την απόκτηση ταξικής συνείδησης, από την πολιτική τους εκπαίδευση, από την προπαγάνδα και τη διαφώτιση, από την οργάνωσή τους, δηλα­δή από το ρόλο του ΚΚ. Τέτοιες ιδέες θυμίζουν εκείνες τις οπορτουνιστικές θέ­σεις, που απέρριψε η λενινιστική θεωρία, σε σχέση με το ότι ο σοσιαλισμός είναι εφικτός μόνο στις χώρες με μεγαλύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη.

Πρέπει να επαγρυπνούμε ενάντια σε όλες τις ιδέες που τείνουν να θέτουν εμπόδια στην ενότητα της εργατικής τάξης σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο, που την διαιρούν και που συνήθως έχουν προοδευτικό ή αριστερίστικο προκάλυμμα.

Επίσης, πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε τα μέγιστα για να κυματίζει η σημαία της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, η ύπαρ­ξη της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης είναι μία σημαντική συμβολή σε αυτήν την κατεύθυνση.


[1] Ο Λένιν έγραφε το 1914: «Η Β' Διεθνής εκπλήρωσε το σκοπό της πραγματοποιώντας μία χρήσιμη προπαρασκευαστική δουλειά για την εκ των προτέρων οργάνωση των προλετάριων μαζών κατά τη διάρκεια της μακράς "ειρηνικής" εποχής της πιο σκληρής καπιταλιστικής σκλαβιάς και της πιο γρήγορης καπιταλιστικής προόδου του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Η Γ' Διεθνής έχει μπροστά της το καθήκον να οργανώσει τις δυνάμεις του προλεταριάτου για την επαναστατική αντεπίθεση ενάντια στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις, για τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη όλων των χωρών, για την πολιτική εξουσία και για τη νίκη του σοσιαλισμού.»

[2] Β. Ι. Λένιν, «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Προγκρές, Μόσχα.

[3] Σ.τ.Μ.: Πρόκειται για θέσεις επηρεασμένες από το αναρχικό ρεύμα που αρνούνταν την πολιτική δράση και τη συμμετοχή στις εκλογές.

[4] Σ.τ.Μ.: Οπορτουνιστικές θέσεις που εκφράζονταν από τον Έαρλ Μπράουντερ, τότε ΓΓτηςΚΕ του ΚΚ ΗΠΑ.

[5] Σ.τ.Μ.: Της Μεξικανικής Επανάστασης 1910-1920.