Πριν έναν αιώνα η Κομμουνιστική Διεθνής πραγματοποίησε το 1ο της Συνέδριο στο πλαίσιο ιστορικών γεγονότων πολύ σημαντικού περιεχομένου και μεγάλης συνθετότητας: Του τέλους του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και της Γερμανικής Επανάστασης. Όσοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Διεθνούς Κομμουνιστικής Συνδιάσκεψης είχαν πίσω τους χρόνια αντιπαράθεσης με τον οπορτουνισμό, αρχικά στους κόλπους της Β' Διεθνούς και, στη συνέχεια, ενάντια στην αντεργατική και αντιμαρξιστική της μετεξέλιξη. Μία αντιπαράθεση που ξεκίνησε στο πεδίο της θεωρίας και πέρασε στο πολιτικό σκηνικό στο πλαίσιο της όξυνσης της ταξικής πάλης διεθνώς και σε κάθε χώρα με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Η Κομμουνιστική Διεθνής ξεκίνησε να ζυμώνεται στις συζητήσεις υπέρ του μαρξισμού ενάντια στις διαστρεβλώσεις του Μπερνστάιν, στη γνωστή ιστορική αντιπαράθεση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, δηλαδή στο ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στο ρεβιζιονισμό, που αναπτύχθηκε όχι μόνο μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, αλλά και σε όλα τα κόμματα. Δε θα ήταν περιττό να θυμηθούμε ότι οι θεωρητικοί του οπορτουνισμού παραμόρφωναν με αποκρουστικό τρόπο την επαναστατική ιδεολογία της εργατικής τάξης μέσω μιας σταθερής και μεθοδικής επίθεσης: Αποκρύπτοντας τα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς ή ακρωτηριάζοντάς τα, την ίδια στιγμή που ανέπτυσσαν μία θεωρία μακριά από τα καθήκοντα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Οι κομμουνιστικές ομάδες και τα κομμουνιστικά κόμματα που εναντιώθηκαν στην οπορτουνιστική πορεία της Β' Διεθνούς κατάλαβαν πολύ καλά την ανάγκη να διασώσουν τη μαρξιστική θεωρία και γι’ αυτό ανέλαβαν ακούραστα το καθήκον να δημοσιεύουν κλασικά έργα και να διαδίδουν κείμενα, όπως η αλληλογραφία των Μαρξ και Ένγκελς, τα ανέκδοτα χειρόγραφά τους, που έδειχναν ότι η γενική κατεύθυνσή τους ήταν η προλεταριακή επανάσταση. Ακόμη, κατάλαβαν ότι ο οπορτουνισμός είχε σκοπό να καταστήσει το μαρξισμό ένα δόγμα, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τον κάνει να φαίνεται ακίνδυνος και ότι ήταν αναγκαίο ο μαρξισμός να εμπλουτιστεί με βάση τις νέες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Οι εξελίξεις είχαν να κάνουν, μεταξύ άλλων, με το πέρασμα του καπιταλισμού από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στα μονοπώλια, πράγμα το οποίο οδήγησε στην απόκτηση πρωτοπόρου ρόλου στην ανάπτυξη της θεωρίας προκειμένου να διαμορφώσουν ένα ισχυρό θεωρητικό οπλοστάσιο για τα γεγονότα που έρχονταν, δηλαδή την αρχή μιας νέας εποχής κοινωνικής επανάστασης.
Αυτού του είδους η πρόγνωση, που οφειλόταν στη μεγάλη θεωρητική επαναστατική προσπάθεια του Λένιν και των μπολσεβίκων και των μαρξιστικών ρευμάτων άλλων χωρών, είναι αυτό το οποίο ώθησε στη θαρραλέα, αν και κόντρα στο ρεύμα, πρόταση για μία νέα Διεθνή, ακόμα και αν επρόκειτο για μία μειοψηφία [1], ακόμα και αν ο σοσιαλσοβινισμός και ο σοσιαλπατριωτισμός έμοιαζαν ηγεμονικές ή ακόμα και καθολικές τάσεις στα χρόνια 1914-1918.
Ένα από τα στοιχεία που ο οπορτουνισμός εγκατέλειψε από τη μαρξιστική θεωρία είναι ο Προλεταριακός Διεθνισμός. Όχι μόνο τον εγκατέλειψε, αλλά τον πρόδωσε, όπως αποδεικνύεται από την πορεία της αποσύνθεσης της Β’ Διεθνούς στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Προλεταριακός Διεθνισμός αντιληπτός όχι μόνο ως η συναδέλφωση μεταξύ των εργαζόμενων όλων των χωρών, ως οι αναγκαίες πράξεις αλληλεγγύης και κοινής δράσης, αλλά και ως πλαίσιο πολιτικής επεξεργασίας, δηλαδή σχεδιασμού μίας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής.
Στην «Επιστολή στους εργάτες της Ευρώπης και της Αμερικής» στις 21 Γενάρη 1919, ο Λένιν περιγράφει πολύ καλά ότι η πολιτική πραγματικότητα που υποστηρίζει την ύπαρξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήδη πριν το Ιδρυτικό της Συνέδριο, το 1ο Συνέδριο, είναι η ρήξη του Κόμματος των Μπολσεβίκων με τη Β’ Διεθνή, πράγμα που ενισχύθηκε από την απόφαση των Γερμανών Σπαρτακιστών να συγκροτήσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας και μαζί με αυτούς και οι προλεταριακές κομμουνιστικές ομάδες της Λετονίας, της Φινλανδίας, της Πολωνίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Ολλανδίας.
Όλοι αυτοί τοποθετούνταν ενάντια στην πλατφόρμα που στήριζε σταθερά την «υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας, την εγκατάλειψη της ιδέας της σοσιαλιστικής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης, την προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό, τη λήθη των ιστορικά μεταβατικών ορίων της εθνικότητας ή της πατρίδας, του φετιχισμού της αστικής νομιμότητας, της υπαναχώρησης από την ταξική σκοπιά και την ταξική πάλη από το φόβο του "διαχωρισμού από τις ευρύτερες λαϊκές μάζες” (βλ. μικροαστοί): Αυτά είναι αναμφίβολα τα ιδεολογικά θεμέλια του οπορτουνισμού». [2]
Η μόνιμη και ανυποχώρητη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, στο ρεβιζιονισμό και στο ρεφορμισμό για τη διάσωση του μαρξισμού, αποκαθιστώντας τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής ιδεολογίας του προλεταριάτου, αποτέλεσε ένα βασικό θεμέλιο για την ανάδυση της Γ’ Διεθνούς.
Η απόφαση να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του Προλεταριακού Διεθνισμού, ενάντια στην εγκατάλειψή του από την πλειοψηφία της Β' Διεθνούς, αποτέλεσε άλλο σημαντικό θεμέλιο. Οι πιέσεις ήταν πολύ ισχυρές και κυριολεκτικά χρειαζόταν να σταθούν κόντρα στο ρεύμα. Αποτέλεσε έγκλημα των οπορτουνιστών να στηρίξουν τον πόλεμο και να στείλουν τους εργαζόμενους στο σφαγείο.
Προφανώς και είναι πολύ σημαντικό το παράδειγμα ότι για την υπεράσπιση των αρχών δεν πρέπει κάποιος να φοβάται να βρίσκεται στη μειοψηφία.
Ο Λένιν, επίσης, υπογραμμίζει ότι ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι η μεταφορά στην πράξη, μετά από την Κομμούνα του Παρισιού, της δικτατορίας του προλεταριάτου με τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Επανάσταση και τη σοβιετική εξουσία.
Αφού διαμορφώθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής, η παρουσία και η δραστηριότητά της τροφοδότησαν ποιοτικά τη διεθνή ταξική πάλη του προλεταριάτου. Η Α' και η Β' Διεθνής, παρά τις μεγάλες προσπάθειές τους, δεν είχαν τον παγκόσμιο αντίκτυπο που κατάφερε να έχει η Κομμουνιστική Διεθνής.
Για πρώτη φορά κατέστη καθολική η διάδοση των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού, που εμπλουτίστηκαν ως μαρξισμός-λενινισμός. Έγινε μια πρωτόγνωρη προσπάθεια μετάφρασης και εκτύπωσης κλασικών έργων, οργάνωσης της διακίνησής τους, ακόμα και σε συνθήκες παρανομίας, σε όλες τις ηπείρους, σε όλες τις γλώσσες και σε μεγάλο αριθμό διαλέκτων. Εκατομμύρια εργάτες κατάφεραν έτσι να έρθουν σ’ επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες.
Σε όλες τις ηπείρους και στην πλειοψηφία των χωρών, με τη διαμόρφωση Τμημάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η εργατική τάξη απέκτησε την πρωτοπορία της, το πολιτικό της κόμμα, το κομμουνιστικό κόμμα. Σε ορισμένες χώρες, για παράδειγμα, στις χώρες της Ευρώπης, υπήρχαν κόμματα που ήταν αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ οπορτουνιστών και επαναστατών στο πλαίσιο των οργανώσεων της Β' Διεθνούς, αλλά στη Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική πολύ περισσότερο, το προλεταριάτο απέκτησε για πρώτη φορά το κόμμα της τάξης του. Κατά τη διάρκεια του σχεδόν ενός αιώνα αποδεικνύεται η σημασία αυτής της συμβολής της Γ' Διεθνούς, καθώς οι εργαζόμενοι, έχοντας αρχηγείο, προώθησαν επαναστατικές διαδικασίες, οργανώθηκαν καλύτερα και συσσώρευσαν πείρα για τον ιστορικό τους στόχο.
Επιπλέον, αυτά τα κόμματα, που αποτέλεσαν καρπό της δουλειάς της Κομιντέρν, λόγω των 21 Όρων Εισδοχής, ενισχύθηκαν ως Κόμματα Νέου Τύπου με ισχυρά θεμέλια στη λενινιστική θεωρία της οργάνωσης, πράγμα που αποτέλεσε ένα γιγαντιαίο βήμα σε σχέση με τις προϋπάρχουσες μορφές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ως ραχοκοκαλιά των κομμουνιστικών κομμάτων, χιλιάδες μέλη μορφώθηκαν ως στελέχη στη Διεθνή Λενινιστική Σχολή.
Στα συνέδρια και στις ολομέλειες, όπως και σε όλες τις επιτροπές και τους οργανισμούς της, η Γ' Διεθνής πραγματοποιούσε συνεχή μελέτη της ταξικής πάλης, της οικονομικής κατάστασης και των τάσεών της, των αντιδραστικών πολιτικών, της πολιτικής δράσης των επαναστατών σε κάθε χώρα, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και των δυσκολιών της, των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, του ανταγωνισμού μεταξύ εκμεταλλευόμενων και εκμεταλλευτών, μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων, και σχεδίαζε τη στρατηγική και την τακτική, τα συνθήματα. Ένας παγκόσμιος εγκέφαλος της εργατικής τάξης λειτουργούσε στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο.
Δε θα έπρεπε να μας παραξενεύει ότι ο ταξικός εχθρός επιτέθηκε στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά είναι πολύ σοβαρό ότι ορισμένα στελέχη και ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος, ακόμα και σήμερα, ενστερνίζονται τη στρεβλή ιδέα ότι οι κατευθύνσεις δίνονταν από ένα κέντρο και δεν είχαν επαφή με την πραγματικότητα των χωρών ή ότι υπέφεραν από «ευρωκεντρισμό». Σήμερα μπορούμε να συζητήσουμε συγκεκριμένα τις επεξεργασίες της Κομιντέρν και να επιβεβαιώσουμε τη σοβαρότητα και τα θεμέλια των θέσεών της. Για κανένα λόγο δε θα έπρεπε ν’ ανεχόμαστε τη συκοφάντηση, που έχει σκοπό να γελοιοποιήσει την επεξεργασία κοινών θέσεων, την επεξεργασία μίας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής, όπως έκανε, για όσο υπήρχε, η Κομμουνιστική Διεθνής. Αλλά επίσης και την ανάγκη γι’ αυτό όχι μόνο σήμερα, αλλά στα χρόνια και στις δεκαετίες που πέρασαν και που ακολούθησαν τη διάλυση της Κομιντέρν.
Μελετώντας τα υλικά της Κομιντέρν, την επιθεώρηση Η Κομμουνιστική Διεθνής, τη Διεθνή Ανταπόκριση, τα πρακτικά της Εκτελεστικής Επιτροπής και των ολομελειών, των διευρυμένων ολομελειών και των επιτροπών ανά περιοχή, εκτιμάμε ότι έγινε βαθιά συζήτηση και τροποποιήθηκαν απόψεις σύμφωνα με την πραγματικότητα της ταξικής πάλης που άλλαζε, ενώ έγινε και συνεχής προσαρμογή των κατευθύνσεων. Είναι ολότελα στρεβλές οι εκδοχές της ιστορίας της Γ' Διεθνούς που την παρουσιάζουν ως απομακρυσμένη από τα γεγονότα που αφορούσαν κάθε ένα από τα Τμήματά της.
Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στο Μεξικό πραγματοποίησε ένα ποιοτικό άλμα, καθώς δέχτηκε τον εμπλουτισμό των αντιλήψεών του με συζητήσεις, κατευθύνσεις και συμβουλές από τη Γ' Διεθνή, αφήνοντας γρήγορα πίσω του το φορτίο της πολιτικής ανωριμότητας, τον αναχωρητισμό [3], το σεχταρισμό και άλλες παρεκκλίσεις που βασίζονταν στον αναρχισμό και που ρίζωσαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στη μεξικανική εργατική τάξη.
Η εργατική τάξη στο Μεξικό θα έχει πάντοτε χρέος στη συμβολή της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη διαμόρφωση του επαναστατικού πολιτικού της κόμματος, του κομμουνιστικού κόμματος.