Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και το επαναστατικό κίνημα. Ο Β. I. Λένιν για το εθνικό ζήτημα στην επαναστατική πάλη στη Λετονία, το 1917-1920


Ραϊμόντ Ρούμπιξ, βουλευτής στο Σέιμ της Λετονικής δημοκρατίας, Βίκτορ Ματιουσόνοκ, μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας «Σοσιαλιστής της Λετονίας».

«Ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός - Να τα δύο ανειρήνευτα εχθρικά συνθήματα, που αντιστοιχούν στα δυο μεγάλα ταξικά στρατόπεδα όλου του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν τις δυο πολιτικές (ακόμα περισσότερο: τις δυο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα.»

Β. Ι. Λένιν

Η χρεοκοπία των τεσσάρων αυτοκρατοριών, Γερμανικής, Αυστροουγγρικής, Ρωσικής και Οθωμανικής, στην πορεία του Α Παγκόσμιου Πολέμου οδήγησε σε αλλαγή του χάρτη της Ευρώπης και στη δημιουργία νέων εθνικών κρατών. Αν και σε όλες αυτές τις αυτοκρατορίες προχωρούσαν οι επαναστατικές διαδικασίες, αν και υπήρχαν πολύ ισχυρές επαναστατικές εκδηλώσεις σε ορισμένες περιοχές τους (Βαυαρία, Ουγγαρία), μόνο στην επικράτεια της ρωσικής αυτοκρατορίας ολοκληρώθηκε με επιτυχία η σοσιαλιστική επανάσταση και δημιουργήθηκε ένα επί της αρχής άλλο κρατικό μόρφωμα, που δε βασιζόταν σε εθνικές ή αυτοκρατορικές, αλλά σε κοινωνικοπολιτικές αρχές. Στο δυτικό μάλιστα τμήμα της καταρρέουσας αυτοκρατορίας η πολιτική κατάσταση εξελισσόταν στην κατεύθυνση της δημιουργίας εθνικής αστικής κρατικής οντότητας ως αντίβαρου στην κοινωνικοταξική επανάσταση.

Θεωρούμε ότι οι αιτίες και οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης των γεγονότων είναι σημαντικές, όχι μόνο για την ορθή κατανόηση των ιστορικών διαδικασιών του καιρού εκείνου, αλλά και για τη σημερινή δραστηριότητα των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ανατολική και στα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ. Ο εθνικός παράγοντας έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην καταστροφή της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, στη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν και -κατά τη γνώμη μας- θα παραμείνει τέτοιος στο επόμενο διάστημα.

Ακριβώς ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έκανε τον εθνικό παράγοντα πολύ σημαντικό, σε πολλές περιπτώσεις αποφασιστικό στις πολιτικές διαδικασίες. Οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι της παρελθούσας περιόδου, αποτελώντας φυσικά ως προς την ουσία τους κατάληψη και ξαναμοίρασμα περιοχών, πηγών και αγορών, στο προπαγανδιστικό πλάνο παρουσιάζονταν περισσότερο σαν θρησκευτικοί, θρησκευτικοί- προστατευτικοί και αμυντικοί για τους ομόθρησκους. Είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ότι οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, που άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους το 1914, εκπροσωπούσαν τέσσερις-κυρίαρχες στο εσωτερικό τους, ανάμεσα στα μέλη της πολιτικής ελίτ και των μοναρχικών δυναστειών που κυβερνούσαν- ομολογίες πίστης: την προτεσταντική στη Γερμανία, την καθολική στην Αυστροουγγαρία, το Ισλάμ στην Οθωμανική και την ορθόδοξη στη Ρωσική.

Οι εθνικοί παράγοντες, εννοείται, αξιοποιήθηκαν στην αυτοκρατορική αντιπαράθεση και παλιότερα, όμως πολύ προσεκτικά λόγω της αμοιβαία ευάλωτης θέσης τους. Για παράδειγμα, ο πολωνικός πληθυσμός σε αρκετά μεγάλο αριθμό ζούσε στην επικράτεια τριών αυτοκρατοριών: της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής και της Ρωσικής. Κάθε προσπάθεια αξιοποίησης του πολωνικού εθνικού παράγοντα στην εξωτερική πολιτική θα οδηγούσε γρήγορα σε αλλαγή στην εσωτερική πολιτική αμοιβαίων σχέσεων με αυτόν τον πληθυσμό. Γιατί, διαδηλώνοντας την απαίτηση κάποιων εθνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών για ένα έθνος από τα υπήκοα στην αυτοκρατορία - ανταγωνιστή, η κυβέρνηση θα έπρεπε να παραχωρήσει τα ίδια δικαιώματα στους δικούς της υπηκόους και να είναι επιπλέον έτοιμη για έγερση παρόμοιων απαιτήσεων από άλλους λαούς και εθνικές ομάδες που κατοικούν στην αυτοκρατορία. Ο πόλεμος, που σε κάποιο στάδιο για τους κύριους συμμετέχοντες σε αυτόν έγινε στην πράξη απόλυτος πόλεμος για την καταστροφή που οδήγησε σε χρησιμοποίηση όλων των πηγών, κατέστρεψε αυτούς τους ανασχετικούς περιορισμούς. Ο εθνικισμός έγινε πολιτική εφεδρεία και όπλο, στην αρχή στην αντιπαράθεση των καπιταλιστών ληστών, μετά στην πάλη με το αναπτυσσόμενο επαναστατικό κίνημα.

Το γιατί η σοσιαλιστική προλεταριακή επανάσταση ήταν νικηφόρα μόνο σ’ ένα από τα κράτη, μακράν το πιο ανεπτυγμένο από κοινωνικοοικονομική άποψη, όπου ακόμα και ο αριθμός του προλεταριάτου ποσοστιαία ήταν μικρότερος σε σχέση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι γενικά γνωστό. Επειδή στη Ρωσία δημιουργήθηκε ένα επαναστατικό κόμμα νέου τύπου, αναπτύχθηκε δημιουργικά η θεωρία του μαρξισμού.

Ταυτόχρονα, το επαναστατικό κίνημα κατεστάλη σε σειρά ολόκληρη περιοχών της πρώην αυτοκρατορίας, στα εδάφη των οποίων δημιουργήθηκαν αστικά κράτη: Φινλανδία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία. Μάλιστα, αυτά τα εδάφη, αφού μετά έγιναν αστικά κράτη, ήταν ακριβώς αρκετά πρωτοπόρα από κοινωνικοοικονομική άποψη: το Ελσίνκι, η Ρίγα, η Βαρσοβία ήταν μεγάλα βιομηχανικά κέντρα με μεγάλο αριθμό προλεταριάτου και ανεπτυγμένο εργατικό κίνημα.

Θα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα στο παράδειγμα των ιστορικών γεγονότων σε ένα από τα νεοδημιουργημένα κράτη - τη Λετονία.

Ο πόλεμος και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία: Η στιγμή της αλήθειας

Η απειλή του μεγάλου πολέμου που πλησίαζε την Ευρώπη δεν αποτελούσε μυστικό για τους σοσιαλιστές της Δύσης και της Ρωσίας. Από το 1907 πολλοί εξέχοντες παράγοντες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς προέβλεπαν τη δυνατότητα πολέμου, όμως την αντιμετώπιζαν με διαφορετικούς τρόπους, αν και διακήρυσσαν την προσήλωσή τους στη θέση του Μαρξ και του Ένγκελς από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος», ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Ο παγκόσμιος πόλεμος έγινε το όριο που χώρισε εκείνους που έλεγαν ότι είναι μαρξιστές κι εκείνους που δρούσαν ως μαρξιστές.

Τον Αύγουστο του 1893, στο παγκόσμιο συνέδριο της σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Ζυρίχη έγινε η πρόταση να απαντηθεί η κήρυξη πολέμου από τις κυβερνήσεις με γενική απεργία σε όλες τις χώρες που οι εργάτες μπορούν να ασκήσουν επιρροή στον πόλεμο και στις υπόλοιπες ν’ αρνηθούν τη θητεία. Ο εκπρόσωπος των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών Γ. Β. Πλεχάνοφ τοποθετήθηκε με οξύτητα εναντίον. Ορίστε η επιχειρηματολογία του: «...οι επιτυχίες του σοσιαλισμού δεν είναι παντού ίδιες. Έτσι, στη Γερμανία υπάρχει ήδη ένα πολύ δυνατό, εξαιρετικά οργανωμένο και πειθαρχημένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ στη Ρωσία το σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Αν υποθέσουμε, ότι σε περίπτωση πολέμου με αυτή τη χώρα οι Γερμανοί φίλοι μας κατάφερναν να οργανώσουν στη χώρα τους πολεμική διαδήλωση, τι θα γινόταν; Ο ρωσικός στρατός θα υπέτασσε την Κεντρική Ευρώπη και αντί του σύντομου θριάμβου του σοσιαλισμού θα είχαμε το θρίαμβο των Κοζάκων».

Η θέση αυτού του επιφανούς θεωρητικού του μαρξισμού είναι πολύ χαρακτηριστική. Αργότερα, στην αρχή πια του πολέμου, στο «Γράμμα προς τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες» ο Πλεχάνοφ έγραφε: «Η Γερμανία δεν κήρυξε τον πόλεμο στο όνομα της ελευθερίας. Το ιμπεριαλιστικό της πρόγραμμα, που προσπαθεί να υλοποιήσει είναι τέτοιο. Κι επειδή αυτό αφορά τη χώρα μας, που έχει καταληφθεί από τη Γερμανία, αυτή θα γίνει οικονομικά υποτελής. Η Γερμανία θα επιβάλει στη Ρωσία τέτοιους όρους, που θα κάνουν αδύνατη την παραπέρα οικονομική ανάπτυξή της. Κι επειδή αυτή η οικονομική ανάπτυξη είναι προϋπόθεση της κοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης, η Ρωσία θα χάσει, τελείως ή σχεδόν τελείως, την ευκαιρία να τελειώνει με τον τσαρισμό...» [1]

Όπως βλέπετε, εάν το 1893 ο Πλεχάνοφ φοβίζει τους συντρόφους στη Διεθνή με τους Κοζάκους, το 1914 τους τρομάζει με το γερμανικό μιλιταρισμό (πού χάθηκε σε αυτό το διάστημα η πρωτοπόρα γερμανική εργατική τάξη και «το εξαιρετικά οργανωμένο και πειθαρχημένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα»;), αν και ο γερμανικός μιλιταρισμός ως αντιδραστική δύναμη υπήρχε επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως και οι Ρώσοι Κοζάκοι στις αρχές του 20ού. Αυτό το εξηγούσε με την καθοριστική σημασία του γεγονότος, ποια πλευρά επιτίθεται και ποια αμύνεται. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, εάν δυο ιμπεριαλιστές ληστές είναι έτοιμοι για τα συμφέροντα των δικών τους καπιταλιστών ν’ αρπάξουν αποικίες και αγορές, οι μαρξιστές πρέπει να καταδικάσουν αυτόν που άρχισε πρώτος και να βοηθήσουν εκείνο το ληστή, που δεν πρόλαβε;...

Σε αυτό το φόντο φαίνονται εντελώς διαφορετικές οι θέσεις του Β. Ι. Λένιν, που καθόρισε με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια τη σχέση με τον πόλεμο: «Ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πόλεμος έχει σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα αστικού, ιμπεριαλιστικού, δυναστικού πολέμου. Η πάλη για αγορές και η καταλήστευση ξένων χωρών, η τάση να καταπνίξουν το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και της δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών η τάση να αποβλακώσουν, να διασπάσουν και να εξοντώσουν τους προλετάριους όλων των χωρών, σπρώχνοντας τους μισθωτούς σκλάβους του ενός έθνους ενάντια στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους προς όφελος της αστικής τάξης, αυτό είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο και το μοναδικό πραγματικό νόημα του πολέμου.» [2]

Μετά από εκατό χρόνια η κατάσταση στον κόσμο σαν να άλλαξε ριζικά: έγιναν επαναστάσεις, οικοδομήθηκαν κι έπειτα καταστράφηκαν από τις ενωμένες προσπάθειες του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού τα σοσιαλιστικά κράτη. Τέλος, δημιουργήθηκε το όπλο μαζικής καταστροφής, η χρήση του οποίου είναι ικανή να καταστρέψει την ανθρωπότητα, ως τέτοια. Όμως η ουσία του καπιταλισμού δεν άλλαξε και σήμερα συνεχίζει (και μπορεί ακόμα περισσότερο) να είναι επίκαιρη η εκτίμηση του Λένιν γι’ αυτό το κοινωνικό σύστημα και για τα αντικειμενικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης του: «Ο καπιταλισμός [...] ανέπτυξε σε τέτοιο βαθμό τις παραγωγικές δυνάμεις, που η ανθρωπότητα πρέπει είτε να περάσει στο σοσιαλισμό είτε επί χρόνια ή και επί δεκαετίες να υφίσταται την ένοπλη πάλη των “μεγάλων ” Δυνάμεων για την τεχνητή διατήρηση του καπιταλισμού μέσω των αποικιών, των μονοπωλίων, των προνομίων και της κάθε λογής καταπίεσης.» [3]

Όπως ξέρουμε, σήμερα το ρόλο της «μεγάλης δύναμης» τον διεκδικούν πρώτα απ’ όλα οι ΗΠΑ, η άρχουσα τάξη των οποίων πρακτικά δεν κρύβει τις αξιώσεις για παγκόσμια κυριαρχία, ξεδιπλώνοντας τον επόμενο πολεμικό τυχοδιωκτισμό.

Ωστόσο οι διεκδικητές της «διεύθυνσης του κόσμου» δε θα έπρεπε να ξεχνούν ότι η υποδαύλιση του πολέμου συχνά καταλήγει για τους εμπρηστές να μην έχει καθόλου το αποτέλεσμα, στο οποίο υπολόγιζαν αρχικά.

Η σοσιαλιστική επανάσταση στη Λετονία

Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, στη Λετονία, όπως και σε όλη τη Ρωσία, δημιουργήθηκε δυαδική εξουσία. Η προσωρινή κυβέρνηση στηριζόταν στις κορυφές του στρατού και σε μερικές κοινωνικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν από την τοπική αστική τάξη. Απέναντι σε αυτή την κυβέρνηση υπήρχαν τα Σοβιέτ των εργατών αντιπροσώπων, τα σοβιέτ των επαρχιών και τα σοβιέτ των ακτημόνων αγροτών (της φτωχολογιάς - των μισθωτών εργατών της αγροτικής οικονομίας). Η επαναστατική διάθεση αυξανόταν, όχι μόνο στο χωριό και την πόλη, αλλά και στο στρατό. Μια ιδιαιτερότητα ήταν και το γεγονός ότι το μέτωπο περνούσε από την επικράτεια της Λετονίας, βρισκόταν υπό κατοχή των γερμανικών στρατευμάτων ένα σημαντικό τμήμα στα δυτικά της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πόλης της Ρίγας. Ένας ακόμα σημαντικότατος παράγοντας των επαναστατικών γεγονότων ήταν η ύπαρξη στο ρωσικό στρατό ξεχωριστών εθνικών στρατιωτικών τμημάτων.

Τα πρώτα τμήματα τυφεκιοφόρων (πεζικού) δημιουργήθηκαν σε εθελοντική βάση από κατοίκους της Λετονίας (των κυβερνείων Λιφλανδίας, Κουρλανδίας και Βίτεπσκ, σύμφωνα με την τότε διοικητική - περιφερειακή διαίρεση) ήδη το 1914. Αυτά ήταν εθνικά στρατιωτικά τμήματα, όπου ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών μιλούσε λετονικά, συχνά ήξερε άσχημα τη ρωσική γλώσσα, πράγμα που αποτέλεσε έναν από τους λόγους της τοποθέτησής τους σε ξεχωριστά τμήματα. Μόλις το 1915 οργανώθηκαν σε μάχιμα τμήματα, πήραν στολή, εξοπλίστηκαν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, καθορίστηκε η δομή τους. Γι’ αυτό, κατά κανόνα, μιλούν για το 1915 ως το έτος ίδρυσης των Λετονών τυφεκιοφόρων.

Επιπλέον, η αύξηση της αριθμητικής δύναμης αυτών των τμημάτων το 1915 εξηγείται, πρώτα απ’ όλα, από τη γερμανική επίθεση στην Κουρλανδία (δυτικό τμήμα της Λετονίας). Όταν εμφανίστηκε ο κίνδυνος πτώσης της Ρίγας, δημοσιεύτηκε η προκήρυξη με την έκκληση για δημιουργία λετονικών ταγμάτων, στην οποία ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό όλα τα στρώματα του πληθυσμού, ακόμα περισσότερο για το λόγο ότι η κυβέρνηση επέτρεψε σε αυτά τα τμήματα να μιλούν και να συντάσσουν έγγραφα στα λετονικά, να φέρουν τα δικά τους λάβαρα και διακριτικά.

Δημιουργήθηκαν τάγματα που μπήκαν αμέσως στη μάχη. Κάθε τάγμα είχε το όνομα κάποιου ιστορικού τόπου ή πόλης - Ρίγα, Μπάουσκας, Κούρζεμ, Βίτζεμε κλπ. Αργότερα αυτά τα τάγματα αναβαθμίστηκαν σε συντάγματα.

Μέχρι το καλοκαίρι του 1916 στα λετονικά τμήματα υπηρετούσαν τουλάχιστον 11 χιλιάδες άνδρες. Αν και τον πρώτο πυρήνα τον αποτέλεσαν εθελοντές, αργότερα τα τμήματα ενισχύθηκαν με Λετονούς που μετατέθηκαν από άλλα τμήματα του ρωσικού στρατού και αργότερα επιστρατεύτηκαν από τη νεολαία. Από το συνολικό αριθμό των μαχητών Λετονοί ήταν περίπου 10.300 και οι υπόλοιποι ήταν κάτοικοι της Κουρλανδίας και της Λιφλανδίας, δηλαδή Εσθονοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Λιθουανοί.

Τότε, το 1916, η ποσοτική και ποιοτική αύξηση αυτών των τμημάτων οδήγησε στη δημιουργία της λετονικής μεραρχίας πεζικού, που περιλήφθηκε στη σύνθεση της 12ης Στρατιάς. Η πρώτη ευρεία επιθετική πράξη της μεραρχίας ήταν οι μάχες στην περιοχή της Μιτάβα (Ελγκάβα), το Δεκέμβρη 1916 - Γενάρη 1917, που είναι γνωστές στη Λετονία ως οι «χριστουγεννιάτικες μάχες».

Στις αρχές του 1917, στη σύνθεση της μεραρχίας υπήρχαν μέχρι και 35 χιλιάδες τυφεκιοφόροι, από τους οποίους οι 1000 περίπου ήταν αξιωματικοί. Στα μάχιμα τμήματα υπήρχαν μέχρι 25.000, στο εφεδρικό σύνταγμα περίπου 10.000. Κατά την εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων του 1917 οι Λετονοί τυφεκιοφόροι πέρασαν μαζικά με την πλευρά των μπολσεβίκων.

Αυτό το πέρασμα εξηγείται από τρεις βασικούς παράγοντες:

Πρώτον, όλος ο ρωσικός στρατός βρισκόταν κάτω από την επιρροή των μπολσεβίκων και οι Λετονοί ανήκαν στην πλειοψηφία των στρατιωτών που είχαν απαυδήσει από τα χρόνια του πολέμου, το αίμα και το ακατανόητο σφαγείο.

Δεύτερον, το μπολσεβίκικο κόμμα έγινε η μόνη πολιτική δύναμη που διακήρυξε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση. Όλα τα υπόλοιπα στην περίοδο τόσο της επανάστασης όσο και του εμφύλιου πολέμου, είτε υπόσχονταν επιστροφή στα σύνορα και την τάξη της ρωσικής αυτοκρατορίας είτε ανέβαλαν το ζήτημα για μετά, πράγμα που έμοιαζε με απροθυμία απελευθέρωσης των λαών. Ενώ οι μπολσεβίκοι έδωσαν την υπόσχεση να απελευθερώσουν όλους, όσους το θελήσουν.

Ο Β. Ι. Λένιν εκτιμούσε ως εξής την άνοδο της εθνικής αυτοσυνείδησης μεταξύ των λαών της τσαρικής Ρωσίας: «Το προλεταριάτο πρέπει να απαιτεί την ελευθερία του πολιτικού αποχωρισμού των αποικιών και των εθνών που καταπιέζει το έθνος “του Σε αντίθετη περίπτωση ο διεθνισμός του προλεταριάτου θα παραμείνει κούφιος διεθνισμός και διεθνισμός στα λόγια δε θα είναι δυνατό να υπάρχει ούτε εμπιστοσύνη ούτε ταξική αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες του έθνους που καταπιέζεται και του έθνους που καταπιέζει. Θα μείνει αξεσκέπαστη η υποκρισία των ρεφορμιστών και των καουτσκιστών υπερασπιστών της αυτοδιάθεσης, που δε λένε λέξη για τα έθνη που καταπιέζει το “δικό τους ” έθνος και που κρατιούνται με τη βία στο “δικό τους” κράτος. Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλιστές των καταπιεζόμενων εθνών πρέπει να υπερασπίζουν ιδιαίτερα και να εφαρμόζουν στη ζωή την πλήρη και απόλυτη, μαζί και την οργανωτική, ενότητα των εργατών του καταπιεζόμενου έθνους με τους εργάτες του έθνους που καταπιέζει.» [4]

Τρίτον, οι ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής που προπαγάνδιζε το λενινιστικό ΣΔΕΚΡ, ήταν πάντα δημοφιλείς και δυνατές στο έδαφος της Λετονίας, λόγω του υψηλού επιπέδου κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, η επιρροή τους μεταξύ των στρατιωτών δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Μετά την επανάσταση του Φλεβάρη αυτές οι διαδικασίες ενισχύθηκαν και προς το καλοκαίρι του 1917 την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των στρατιωτών αντιπροσώπων των συνταγμάτων των Λετονών τυφεκιοφόρων την αποτελούν μπολσεβίκοι. Τον ίδιο καιρό γίνεται πρακτικά η κατάρρευση του μετώπου, κανείς δε θέλει να πολεμήσει, ο πόλεμος κούρασε τους πάντες και στις 2 Σεπτέμβρη οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Ρίγα.

Τον ίδιο καιρό οι μπολσεβίκοι ετοιμάζουν την εξέγερση στην Πετρούπολη. Για την επιτυχία τους είναι απαραίτητη η υποστήριξη μάχιμων στρατιωτικών τμημάτων. Και τα λετονικά τμήματα είναι σχεδόν τα μόνα που διατηρούν υψηλό επίπεδο ετοιμότητας, πειθαρχίας και στρατιωτικής τέχνης και στην πράξη βρίσκονται πλήρως στο πλευρό των μπολσεβίκων.

Την περίοδο των γεγονότων του Οκτώβρη 1917 ακριβώς οι Λετονοί τυφεκιοφόροι, δρώντας με εντολή της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ, καταλαμβάνουν τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους γύρω από την Πετρούπολη και με αυτόν τον τρόπο δεν επιτρέπουν στην προσωρινή κυβέρνηση να φέρει πιστές σε αυτήν δυνάμεις. Οι Λετονοί τυφεκιοφόροι καταλαμβάνουν σημαντικότατα σημεία και στην ίδια την πρωτεύουσα της Ρωσίας, κλείνοντας γέφυρες, τηλεγραφικούς και τηλεφωνικούς σταθμούς, σιδηροδρομικούς σταθμούς, σταυροδρόμια των σημαντικότερων δρόμων. Και μόνο μετά από αυτό ακούστηκε ο φημισμένος κανονιοβολισμός του Αβρόρα και πάρθηκαν από την κόκκινη φρουρά και τους ναύτες τα χειμερινά ανάκτορα - η συμβολική έδρα της κυβέρνησης.

Στις 22 Νοέμβρη του 1917 το σύνταγμα του Τούκουμ της 2ης λετονικής Μεραρχίας σε πλήρη σύνθεση εγκαθίσταται στην Πετρούπολη, ως το βασικό στρατιωτικό τμήμα της νέας μπολσεβίκικης κυβέρνησης, με καθήκον να διατηρεί την τάξη στην πόλη και να εξαλείψει οποιαδήποτε εστία αντεπαναστατικών ανταρσιών.

Από τα τέλη του Νοέμβρη του 1917 δημιουργείται ξεχωριστός μικτός λόχος Λετονών τυφεκιοφόρων. Αυτός ο λόχος έγινε το βασικό τμήμα ασφάλειας της κυβέρνησης και προσωπικά του Β. Ι. Λένιν. Οι μαχητές του εγγυώνται την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της κυβέρνησης από την Πετρούπολη στη Μόσχα. Εκεί από τους Λετονούς τυφεκιοφόρους δημιουργείται το 9ο Σύνταγμα τυφεκιοφόρων, στο οποίο ανατίθεται το καθήκον να περιφρουρεί το Κρεμλίνο και τα μέλη της σοβιετικής κυβέρνησης.

Η επανάσταση του Νοέμβρη στη Γερμανία την οδήγησε σε έξοδο από τον πόλεμο και στις 11 Νοέμβρη 1918 η Γερμανία αναγκάστηκε να κάνει ανακωχή με τις χώρες της Αντάντ. Αυτό επέτρεψε στη Ρωσία να ακυρώσει την υποδουλωτική συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ. Εντωμεταξύ η Γερμανία και η Αντάντ, οι χτεσινοί εχθροί, που είχαν ρίξει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών τους στο σφαγείο του πολέμου, συνένωσαν αμέσως τις δυνάμεις τους στην πάλη εναντίον της επανάστασης. Στη Γερμανία επιτράπηκε να αφήσει τα στρατεύματά της στις κατειλημμένες περιοχές της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας με τον όρο να μην επιτρέπει το επαναστατικό κίνημα.

Στο τμήμα της Λετονίας που δεν είχε καταληφθεί, το Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και ακτημόνων αντιπροσώπων, που δημιουργήθηκε από τον Ιούλη του 1917, στη συνεδρίαση της 8 και 9 Νοέμβρη που έγινε στη μικρή πόλη Βάλκα, διακήρυξε ότι σε αυτό το τμήμα της Λετονίας όλη η εξουσία ανήκει στα Σοβιέτ.

Στη Ρίγα, που ήταν κατειλημμένη από τους Γερμανούς, σχεδόν ταυτόχρονα, στις 18 Νοέμβρη 1918 έγινε το παράνομο 17ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Λετονίας, που έθεσε ως κύριο καθήκον την οργάνωση ένοπλης εξέγερσης και η εντελώς νόμιμη -με τη φύλαξη Γερμανών πρακτόρων- συνεδρίαση του λεγόμενου λαϊκού συμβουλίου, στο οποίο εντάχτηκαν τα μέλη οκτώ αστικών-εθνικιστικών κομμάτων που ανακήρυξε την «ελεύθερη» Λετονία και δημιούργησε προσωρινή κυβέρνηση. Επικεφαλής της εξουσίας, που δεν εκλέχτηκε από κανέναν, τέθηκε ο Κάρλις Ούλμανις, αρχηγός του εθνικιστικού-συντηρητικού κόμματος «Αγροτική Ένωση».

Την ίδια περίοδο, τμήματα των κόκκινων Λετονών τυφεκιοφόρων πλησίασαν τη Ρίγα, απελευθερώνοντας την περιοχή από τους Γερμανούς κατακτητές. Στις 4 Δεκέμβρη 1918 με απόφαση της ΚΕ της σοσιαλδημοκρατίας της Λετονίας δημιουργήθηκε η σοβιετική κυβέρνηση της Λετονίας μ’ επικεφαλής τον Πέτερις Στούτσκα. Στις 17 Δεκέμβρη η προσωρινή Σοβιετική κυβέρνηση της Λετονίας δημοσίευσε ένα μανιφέστο, στο οποίο διακηρυσσόταν το πέρασμα όλης της εξουσίας στη Λετονία στα χέρια του Σοβιέτ των εργατών, ακτημόνων και στρατιωτών αντιπροσώπων. Η κατοχική εξουσία και η λετονική αστική «κυβέρνηση» κηρύχτηκαν ανατραπείσες και η έκδοση διαταγμάτων από αυτές άκυρη. Ως πρώτες νομοθετικές πράξεις καταργήθηκε το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στη γη και ανακοινώθηκε η εφαρμογή της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας.

Η σοβιετική κυβέρνηση της Λετονίας απευθύνθηκε στην κυβέρνηση της Ρωσικής Σοβιετικής Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΡΣΟΣΔ) με το αίτημα της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της δημοκρατίας. Απαντώντας σε αυτό το αίτημα, το Συμβούλιο των Λαϊκών επιτρόπων της ΡΣΟΣΔ εξέδωσε στις 22 Δεκέμβρη 1918με την υπογραφή του Λένιν το διάταγμα «Για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Λετονίας».

Γι’ αυτό οι αστοί ιστορικοί απλά ψεύδονται, υπολογίζοντας το χρόνο ανεξαρτησίας της Λετονίας από τη δημιουργία της κυβέρνησης μαριονετών του Ούλμανις. Χρονολογικά το πρώτο στην παγκόσμια ιστορία λετονικό κράτος ήταν η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λετονίας.

Η ήττα της επανάστασης στη Λετονία: Αιτίες και διδάγματα

 Παρόλα αυτά η σοβιετική εξουσία στη Λετονία δεν άντεξε. Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός έκανε πόλεμο εναντίον της στη Βαλτική. Διάφορες οικονομικές και πολιτικές αποστολές της Αντάντ τροφοδοτούσαν γενναιόδωρα τα αντισοβιετικά στρατεύματα στη Λετονία με όπλα, τρόφιμα και χρήματα. Την άνοιξη του 1919 στην περιοχή Λιέπαϊ βρισκόταν ο στρατός του φον ντερ Γκολτς, που ξεπερνούσε τρεις φορές το στρατό της Σοβιετικής Λετονίας στο Κούρζεμ. Από το Νότο επιτέθηκαν στη Ρίγα Λευκοί Πολωνοί που κατέστρεψαν τη σοβιετική εξουσία στη Λιθουανία (και ταυτόχρονα κατέλαβαν μεγάλο κομμάτι του εδάφους της), στο Βορρά τους Λευκοφρουρούς τους βοηθούσαν εσθονικά τμήματα. Οι Λετονοί τυφεκιοφόροι υποχώρησαν με μάχες προς τη Ρίγα. Η σοβιετική εξουσία στη Λετονία ηττήθηκε κάτω από την πίεση των κατά πολύ υπέρτερων δυνάμεων του εχθρού. Η φιλική Σοβιετική Ρωσία, ευρισκόμενη η ίδια σε ένα κύκλο μετώπων, δεν μπόρεσε να δώσει στη Λετονία σοβαρή στρατιωτική βοήθεια. Στις 22 Μάη 1919 έπεσε η Ρίγα και το Γενάρη του 1920 και το ανατολικό τμήμα της Λετονίας, όπου η σοβιετική εξουσία κρατήθηκε περισσότερο από πουθενά, η Λατγκάλια.

Αναμφίβολα ο βασικός παράγοντας ήττας της επανάστασης στη Λετονία το  1919-1920 ήταν η πολύμορφη βοήθεια της ντόπιας αστικής τάξης από την πλευρά της Αντάντ και ακόμα η ευθεία επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και των αντεπαναστατικών δυνάμεων των γειτονικών χωρών. Ταυτόχρονα, η πείρα των επαναστατικών και των εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων δείχνει ότι η στρατιωτική ισχύς δεν αποτελεί πάντα το καθοριστικό στοιχείο, ιδιαίτερα εάν γίνεται λόγος για σύγκρουση με ιδεολογικό περιεχόμενο. Η πολιτική δύναμη, που έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στη συνείδηση του λαού και έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του, μπορεί να νικήσει παρά τον εντελώς δυσμενή στρατιωτικό συσχετισμό.

Κατά την περίοδο που περιγράφουμε, στη Λετονία συνέβαλαν στη νίκη της αντεπανάστασης, εκτός από τη στρατιωτική υπεροχή, μερικοί ακόμα ουσιαστικοί παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν ότι η εθνική αστική τάξη κατάφερε να τραβήξει με το μέρος της ένα τμήμα του πληθυσμού, ιδιαίτερα του αγροτικού, αξιοποιώντας τόσο αστοχίες των σοβιετικών υπευθύνων όσο και την ιδιαιτερότητα της εθνικής συνείδησης.

Στη Λετονία στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε η ακόλουθη εθνική σύνθεση:

Πίνακας 1 - Βασικές εθνότητες στη Λετονία, σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών πληθυσμού του 1897 και 1920 (σε χιλιάδες)

Έτος

Συνολικός

Από αυτούς

 

Πληθυ-σμός

Λετονοί

Ρώσοι

Λευκο-ρώσοι

Ουκρα-νοί

Γερμα-νοί

Εβραίοι

Πολω-νοί

Λιθουα-νοί

Εσθονοί

Άλλοι

1897

1.929,4

1.318,1

232,2

120,0

142,3

65,1

26,0

18,0

7,0

1920

1.596,1

1.159,4

91,5

66,2

79,4

58,1

25,3

8,7

55,1

8,7

51,1

Πηγή: http://www.russkije.lv/ru/pub/read/russkie-v-latvU-sbomik/rus-v-latvii-1-fedotov.html

Εκτός από τον καθαυτό λετονικό πληθυσμό που ζούσε κυρίως σε αγροτικές περιοχές, υπήρχαν ακόμα μερικές αριθμητικά σημαντικές εθνικές ομάδες: Γερμανοί, Ρώσοι, Εβραίοι και στη Λατγκάλια ακόμα Πολωνοί και Λευκορώσοι. Μάλιστα ήταν ξεχωριστή και η κοινωνική θέση αυτών των ομάδων του πληθυσμού. Οι Γερμανοί ιστορικά εκπροσωπούσαν τη φεουδαρχική αριστοκρατία και τους εύπορους προνομιούχους αυλικούς, που με το χρόνο μετατράπηκε σε αστική τάξη και στην τοπική διοίκηση (στο δυτικό τμήμα της Λετονίας οι τοπικές συναλλαγές γίνονταν για πολύ καιρό στα γερμανικά). Η σύνθεση του ρωσικού πληθυσμού ήταν περισσότερο ανομοιογενής κοινωνικά, εκτός από τους εκπροσώπους της τσαρικής, αστικής και στρατιωτικής διοίκησης, υπήρχε η εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη και ακόμα το προλεταριάτο στις μεγάλες πόλεις και οι αγρότες στο ανατολικό τμήμα, που εντασσόταν πριν την επανάσταση στη σύνθεση του κυβερνείου του Βίτεμπσκ (στη ρωσική αυτοκρατορία η διοικητική-περιφερειακή διαίρεση δε λάμβανε υπόψη την εθνική σύνθεση του πληθυσμού).

Ο λετονικός πληθυσμός ιστορικά δεν είχε δική του αριστοκρατία και στη διάρκεια αιώνων αποτελούνταν από αγρότες και ψαράδες. Μάλιστα οι αγρότες βρίσκονταν σε κατάσταση ακραίας καταπίεσης, ευρισκόμενοι σε πλήρη φεουδαρχική εξάρτηση από τους Γερμανούς (στη Λατγκάλια από τους Πολωνούς και τους Ρώσους) γαιοκτήμονες. Με το πέρασμα των εδαφών της Βαλτικής κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, η κατάσταση της αγροτιάς άλλαξε λίγο - η γερμανική αριστοκρατία επέδειξε νομιμοφροσύνη στο Ρώσο τσάρο και είχε την πλήρη στήριξη της τσαρικής διοίκησης. Στην περίπτωση που η κοινωνική καταπίεση γινόταν από ξένο γαιοκτήμονα και η διοικητική εξουσία από ξένο κρατικό υπάλληλο, η κοινωνική διαμαρτυρία της εθνικά ομοειδούς αγροτιάς δεν μπορούσε να μην έχει ιδιαίτερα εκφρασμένη εθνική κατεύθυνση. Πρώτα απ’ όλα αντιγερμανική, αλλά και αντιρωσική επίσης.

Αλλιώς εξελισσόταν η κατάσταση στις πόλεις, όπου από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε ορμητικά η μεγάλη καπιταλιστική παραγωγή, οι θαλάσσιες και σιδηροδρομικές μεταφορές. Εδώ και η τάξη των εκμεταλλευτών καταπιεστών αποτελούνταν από εκπροσώπους διάφορων εθνοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και Λετονών αγροτών και εμπόρων που πλούτισαν μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας και στη σύνθεση του προλεταριάτου μπήκαν όλοι οι λαοί που κατοικούσαν στην περιοχή. Γι’ αυτό οι εργάτες της Ρίγας αποτελούσαν μια πλήρως έτοιμη και οργανωμένη δύναμη και συμμετείχαν πολύ δραστήρια στα επαναστατικά γεγονότα του 1905 και του 1917.

Η λετονική αστική τάξη ήταν ακόμα αδύναμη, πράγμα που την ανάγκαζε να ελίσσεται συνεχώς, να ψάχνει διάφορους συμμάχους και προστάτες τόσο για την ενίσχυση της θέσης της στην οικονομία και την πολιτική όσο και λόγω της δημιουργίας κράτους.

Παράλληλα, την ίδια περίοδο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε ένα ορισμένο στρώμα μορφωμένων ανθρώπων, καθαυτό εθνικής διανόησης, που έδωσε στην ιστορία προσωπικότητες όπως ο ποιητής Γιάνις Ράινις ή ο επικεφαλής της πρώτης κυβέρνησης της Σοβιετικής Λετονίας Πέτερις Στούτσκα.

Δεύτερη σημαντική διαφορά της κατάστασης της Λετονίας από την κατάσταση στην επικράτεια του υπόλοιπου τμήματος της διαλυμένης ρωσικής αυτοκρατορίας ήταν η διαφορετική τάξη της γαιοκτησίας, που οφειλόταν στην πρωιμότερη και βαθύτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην αγροτική οικονομία. Στα κυβερνεία της Βαλτικής η κατάργηση της δουλοπαροικίας έγινε από το 1816-1819 (στα ρωσικά μόνο το 1862) και μέχρι τον καιρό της επανάστασης πρακτικά ολοκληρώθηκε η ταξική διαστρωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού. Η οικονομική άνοδος του τέλους του 19ου - αρχών του 20ού αιώνα έδωσε απότομη ώθηση στην ανάπτυξη των εμπορευματικών-αγοραίων σχέσεων στο χωριό, στη διαδικασία των οποίων δημιουργήθηκε τόσο το στρώμα των πλούσιων και μεσαίων γαιοκτημόνων κι εμπόρων αγροτικών προϊόντων όσο και των φτωχοποιημένων, κατεστραμμένων αγροτών που έγιναν αγροτικό ή αστικό προλεταριάτο.

Αυτή η διαστρωμάτωση καθόρισε από τη μια πλευρά τη δραστήρια υποστήριξη της επανάστασης από τη φτωχολογιά, γέννησε ένα τέτοιο φαινόμενο της επανάστασης, όπως οι κόκκινοι Λετονοί τυφεκιοφόροι, από την άλλη συνέβαλε στην εμφάνιση ενός αρκετά μεγάλου στρώματος μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών στο εμπόριο και την αγροτική οικονομία. Αυτό το στρώμα, που υποστήριξε την επανάσταση στο αστικοδημοκρατικό της στάδιο (ανατροπή της μοναρχίας, κατάργηση των περιορισμών ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και τα έθνη κλπ.), ήταν εντελώς ανέτοιμο για σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς, πόσο μάλλον που τέτοια μέτρα της σοβιετικής εξουσίας, όπως η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και ο περιορισμός του εμπορίου, αντιμετωπίστηκαν από τους εκπροσώπους του ανοιχτά εχθρικά.

Το Φλεβάρη του 1919 δημοσιεύτηκε το διάταγμα για τη γη, σύμφωνα με το οποίο όλη η γη ανακηρυσσόταν εθνικοποιημένη χωρίς καμία αποζημίωση στους πρώην ιδιοκτήτες. Η γη που πέρασε στην ιδιοκτησία του κράτους, με τη σειρά της, χωριζόταν σε δυο κατηγορίες: τα σοβιετικά και τα νοικιασμένα νοικοκυριά. Δημιουργήθηκαν239 σοβιετικά νοικοκυριά, κατά κανόνα, στη βάση γαιοκτησιών, όπου εργάζονταν κυρίως ακτήμονες και μικροί ενοικιαστές. Μάλιστα, μπαίνοντας σε ένα τέτοιο σοβχόζ, έπρεπε να του πουλήσουν όλα τους τα ζώα.

Οι οργανωτές της εθνικοποίησης (ο συγγραφέας του σχεδίου, επίτροπος γεωργίας Φρίτσις Ρόζινις) υπέθεταν ότι αυτή η ενίσχυση των νοικοκυριών όχι μόνο θα συνέβαλε στη γρήγορη κοινωνικοποίηση της παραγωγής στο χωριό, αλλά και θα επέτρεπε ν’ αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και ο όγκος της αγροτικής παραγωγής, επειδή το διατροφικό πρόβλημα σε συνθήκες πολεμικής καταστροφής έμπαινε με μεγάλη οξύτητα. Από την οικονομική άποψη αυτές οι αποφάσεις ήταν απολύτως ορθολογικές, επειδή οι μεγάλες περιουσίες είχαν μια καλή για εκείνη την περίοδο παραγωγική βάση - εργαλεία για την καλλιέργεια της γης, κτήρια για τα παραγωγικά ζώα και τα ζώα εργασίας κι εξοπλισμό για την πρώτη επεξεργασία της αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο η ψυχολογία των αγροτικών μαζών δεν ήταν έτοιμη για τέτοιους μετασχηματισμούς.

Παρά το γεγονός ότι η απόφαση για την πώληση των ζώων ανακλήθηκε σύντομα, η εθνικοποίηση των αγροτικών γαιών με τις προσπάθειες οργάνωσης συλλογικής εργασίας έγινε δεκτή στο χωριό αρκετά αρνητικά. Ακόμα και οι φτωχοί αγρότες καταλάβαιναν τότε την κοινωνική δικαιοσύνη σαν απλό ξαναμοίρασμα των χωραφιών και άμεση απόδοσή τους στους γεωργούς. Ούτε η προτεινόμενη εκδοχή ενοικίασης της γης για ένα χρόνο ικανοποίησε τους αγρότες, που ήθελαν να γίνει άμεσο το δικαίωμα χρήσης της γης (όπως έγινε στη Σοβιετική Ρωσία). Αυτές οι διαθέσεις είχαν μαζικό χαρακτήρα κι έπρεπε απαραίτητα να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Η αγνόησή τους οδήγησε σε απότομη μείωση της υποστήριξης της σοβιετικής εξουσίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό. Ως αποτέλεσμα, αναλύοντας την αγροτική πολιτική της σοβιετικής εξουσίας το 1919, στο 7ο και το 9ο Συνέδριο το Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας αναγνώρισε ως εσφαλμένη την απόφαση να μην παραδώσει την εθνικοποιημένη από τους μεγάλους ιδιοκτήτες γη στους αγρότες.

Την ίδια περίοδο, το Φλεβάρη 1919, άρχισε η εθνικοποίηση των ιδιωτικών βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων και των τραπεζών. Με διάταγμα της 8ης Μάρτη καθιερώθηκε ότι εθνικοποιείται χωρίς αποζημίωση η ατομική ιδιοκτησία με αξία 10 χιλιάδων ρουβλιών. Έτσι δημιουργήθηκε ο τομέας της κρατικής οικονομίας. Για την οργάνωση της διεύθυνσης δινόταν μεγάλος ρόλος στα σωματεία - κάθε επιχείρηση την διεύθυνε διοίκηση 3-5 ανθρώπων, που εκλεγόταν από το αντίστοιχο σωματείο και εγκρινόταν από το υπουργείο Βιομηχανίας. Σε αυτές τις επιχειρήσεις τα μέλη του σωματείου εξέλεγαν ακόμα επιτροπές ελέγχου που παρακολουθούσαν την παραγωγή κι έλεγχαν την εργασία της διοίκησης. Αυτές οι επιτροπές ήταν εντελώς ανεξάρτητες από τη διοίκηση της επιχείρησης. Ίδιες επιτροπές δημιουργούνταν και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπου παρακολουθούσαν την εκτέλεση των διαταγμάτων της σοβιετικής εξουσίας και υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των εργατών. Τα σωματεία τότε αγκάλιαζαν στην πράξη όλους τους εργαζόμενους κι έκαναν πολλή δουλειά για την αποκατάσταση της βιομηχανίας (μόνο στη Ρίγα αποκαταστάθηκε η εργασία περίπου εκατό επιχειρήσεων) και για την ομαλοποίηση της ζωής του πληθυσμού της δημοκρατίας.

Είναι απαραίτητο μάλιστα να σημειωθεί ότι το προλεταριάτο της πόλης είχε αδυνατίσει, ως αποτέλεσμα της εκκένωσης από τη Λετονία των μεγαλύτερων επιχειρήσεων που είχαν πολεμική σημασία, λόγω του πλησιάσματος του γερμανικού μετώπου. Μαζί τους εγκατέλειψαν τη Λετονία και πολλά στελέχη εξειδικευμένοι εργάτες που πριν αποτελούσαν τον πυρήνα του προλεταριάτου της πόλης, το οποίο ήταν οργανωμένο, είχε ορισμένες θεωρητικές γνώσεις και ακόμα από το 1905 ήταν ατσαλωμένο στην επαναστατική πάλη. Στα χαρακώματα του πολέμου που διαρκούσε από το 1914 πέθαιναν άνθρωποι που δεν εκπροσωπούσαν τα πλούσια στρώματα. Μια ορισμένη διάβρωση της ταξικής σύνθεσης των εργατών οδηγούσε αναπόφευκτα σε ενίσχυση των μικροαστικών τάσεων, πράγμα που επίσης εκδηλώθηκε στην επιτυχία των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών.

Τα διδάγματα της ήττας της επανάστασης του 1917-20 στη Λετονία συνίστανται στην ανάγκη πολύ προσεκτικού υπολογισμού των διαθέσεων των λαϊκών μαζών. Σε μια κατάσταση που η ψυχολογία των μαζών για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι έτοιμη για κάποιους επαναστατικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς, αυτοί δεν πρέπει να επιβάλλονται με τη βία. Αυτό οδηγεί στο αδυνάτισμα της υποστήριξης από την πλευρά του πληθυσμού και πάντα αξιοποιείται από την αστική τάξη προς το συμφέρον της.

Η συνολικά σύντομη, αλλά λαμπερή περίοδος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λετονίας έδωσε πολύτιμη πείρα οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, που αξιοποιήθηκε μετά την αποκατάσταση της σοβιετικής εξουσίας στη χώρα, το 1940.

Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε:

Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, 5η έκδοση, Πολιτιζντάτ, 1969.

Ο. Νιέρντε, «Άλλη μια φορά για τη 18η Νοεμβρίου 1918», συλλογή έργων «Η Λετονία στα όρια των εποχών, ΙΙΙ», Ρίγα, Άμποτς, 1988.

Λ. Ντρίμπιν, «Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία Λετονίας" (Δεκέμβρης 1918- Γενάρης 1920) συλλογή έργων «Η Λετονία στα όρια των εποχών, ΙΙ», Ρίγα, Άμποτς, 1988.