Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, στη Λετονία, όπως και σε όλη τη Ρωσία, δημιουργήθηκε δυαδική εξουσία. Η προσωρινή κυβέρνηση στηριζόταν στις κορυφές του στρατού και σε μερικές κοινωνικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν από την τοπική αστική τάξη. Απέναντι σε αυτή την κυβέρνηση υπήρχαν τα Σοβιέτ των εργατών αντιπροσώπων, τα σοβιέτ των επαρχιών και τα σοβιέτ των ακτημόνων αγροτών (της φτωχολογιάς - των μισθωτών εργατών της αγροτικής οικονομίας). Η επαναστατική διάθεση αυξανόταν, όχι μόνο στο χωριό και την πόλη, αλλά και στο στρατό. Μια ιδιαιτερότητα ήταν και το γεγονός ότι το μέτωπο περνούσε από την επικράτεια της Λετονίας, βρισκόταν υπό κατοχή των γερμανικών στρατευμάτων ένα σημαντικό τμήμα στα δυτικά της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πόλης της Ρίγας. Ένας ακόμα σημαντικότατος παράγοντας των επαναστατικών γεγονότων ήταν η ύπαρξη στο ρωσικό στρατό ξεχωριστών εθνικών στρατιωτικών τμημάτων.
Τα πρώτα τμήματα τυφεκιοφόρων (πεζικού) δημιουργήθηκαν σε εθελοντική βάση από κατοίκους της Λετονίας (των κυβερνείων Λιφλανδίας, Κουρλανδίας και Βίτεπσκ, σύμφωνα με την τότε διοικητική - περιφερειακή διαίρεση) ήδη το 1914. Αυτά ήταν εθνικά στρατιωτικά τμήματα, όπου ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών μιλούσε λετονικά, συχνά ήξερε άσχημα τη ρωσική γλώσσα, πράγμα που αποτέλεσε έναν από τους λόγους της τοποθέτησής τους σε ξεχωριστά τμήματα. Μόλις το 1915 οργανώθηκαν σε μάχιμα τμήματα, πήραν στολή, εξοπλίστηκαν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, καθορίστηκε η δομή τους. Γι’ αυτό, κατά κανόνα, μιλούν για το 1915 ως το έτος ίδρυσης των Λετονών τυφεκιοφόρων.
Επιπλέον, η αύξηση της αριθμητικής δύναμης αυτών των τμημάτων το 1915 εξηγείται, πρώτα απ’ όλα, από τη γερμανική επίθεση στην Κουρλανδία (δυτικό τμήμα της Λετονίας). Όταν εμφανίστηκε ο κίνδυνος πτώσης της Ρίγας, δημοσιεύτηκε η προκήρυξη με την έκκληση για δημιουργία λετονικών ταγμάτων, στην οποία ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό όλα τα στρώματα του πληθυσμού, ακόμα περισσότερο για το λόγο ότι η κυβέρνηση επέτρεψε σε αυτά τα τμήματα να μιλούν και να συντάσσουν έγγραφα στα λετονικά, να φέρουν τα δικά τους λάβαρα και διακριτικά.
Δημιουργήθηκαν τάγματα που μπήκαν αμέσως στη μάχη. Κάθε τάγμα είχε το όνομα κάποιου ιστορικού τόπου ή πόλης - Ρίγα, Μπάουσκας, Κούρζεμ, Βίτζεμε κλπ. Αργότερα αυτά τα τάγματα αναβαθμίστηκαν σε συντάγματα.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1916 στα λετονικά τμήματα υπηρετούσαν τουλάχιστον 11 χιλιάδες άνδρες. Αν και τον πρώτο πυρήνα τον αποτέλεσαν εθελοντές, αργότερα τα τμήματα ενισχύθηκαν με Λετονούς που μετατέθηκαν από άλλα τμήματα του ρωσικού στρατού και αργότερα επιστρατεύτηκαν από τη νεολαία. Από το συνολικό αριθμό των μαχητών Λετονοί ήταν περίπου 10.300 και οι υπόλοιποι ήταν κάτοικοι της Κουρλανδίας και της Λιφλανδίας, δηλαδή Εσθονοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Λιθουανοί.
Τότε, το 1916, η ποσοτική και ποιοτική αύξηση αυτών των τμημάτων οδήγησε στη δημιουργία της λετονικής μεραρχίας πεζικού, που περιλήφθηκε στη σύνθεση της 12ης Στρατιάς. Η πρώτη ευρεία επιθετική πράξη της μεραρχίας ήταν οι μάχες στην περιοχή της Μιτάβα (Ελγκάβα), το Δεκέμβρη 1916 - Γενάρη 1917, που είναι γνωστές στη Λετονία ως οι «χριστουγεννιάτικες μάχες».
Στις αρχές του 1917, στη σύνθεση της μεραρχίας υπήρχαν μέχρι και 35 χιλιάδες τυφεκιοφόροι, από τους οποίους οι 1000 περίπου ήταν αξιωματικοί. Στα μάχιμα τμήματα υπήρχαν μέχρι 25.000, στο εφεδρικό σύνταγμα περίπου 10.000. Κατά την εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων του 1917 οι Λετονοί τυφεκιοφόροι πέρασαν μαζικά με την πλευρά των μπολσεβίκων.
Αυτό το πέρασμα εξηγείται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, όλος ο ρωσικός στρατός βρισκόταν κάτω από την επιρροή των μπολσεβίκων και οι Λετονοί ανήκαν στην πλειοψηφία των στρατιωτών που είχαν απαυδήσει από τα χρόνια του πολέμου, το αίμα και το ακατανόητο σφαγείο.
Δεύτερον, το μπολσεβίκικο κόμμα έγινε η μόνη πολιτική δύναμη που διακήρυξε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση. Όλα τα υπόλοιπα στην περίοδο τόσο της επανάστασης όσο και του εμφύλιου πολέμου, είτε υπόσχονταν επιστροφή στα σύνορα και την τάξη της ρωσικής αυτοκρατορίας είτε ανέβαλαν το ζήτημα για μετά, πράγμα που έμοιαζε με απροθυμία απελευθέρωσης των λαών. Ενώ οι μπολσεβίκοι έδωσαν την υπόσχεση να απελευθερώσουν όλους, όσους το θελήσουν.
Ο Β. Ι. Λένιν εκτιμούσε ως εξής την άνοδο της εθνικής αυτοσυνείδησης μεταξύ των λαών της τσαρικής Ρωσίας: «Το προλεταριάτο πρέπει να απαιτεί την ελευθερία του πολιτικού αποχωρισμού των αποικιών και των εθνών που καταπιέζει το έθνος “του Σε αντίθετη περίπτωση ο διεθνισμός του προλεταριάτου θα παραμείνει κούφιος διεθνισμός και διεθνισμός στα λόγια δε θα είναι δυνατό να υπάρχει ούτε εμπιστοσύνη ούτε ταξική αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες του έθνους που καταπιέζεται και του έθνους που καταπιέζει. Θα μείνει αξεσκέπαστη η υποκρισία των ρεφορμιστών και των καουτσκιστών υπερασπιστών της αυτοδιάθεσης, που δε λένε λέξη για τα έθνη που καταπιέζει το “δικό τους ” έθνος και που κρατιούνται με τη βία στο “δικό τους” κράτος. Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλιστές των καταπιεζόμενων εθνών πρέπει να υπερασπίζουν ιδιαίτερα και να εφαρμόζουν στη ζωή την πλήρη και απόλυτη, μαζί και την οργανωτική, ενότητα των εργατών του καταπιεζόμενου έθνους με τους εργάτες του έθνους που καταπιέζει.» [4]
Τρίτον, οι ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής που προπαγάνδιζε το λενινιστικό ΣΔΕΚΡ, ήταν πάντα δημοφιλείς και δυνατές στο έδαφος της Λετονίας, λόγω του υψηλού επιπέδου κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, η επιρροή τους μεταξύ των στρατιωτών δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Μετά την επανάσταση του Φλεβάρη αυτές οι διαδικασίες ενισχύθηκαν και προς το καλοκαίρι του 1917 την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των στρατιωτών αντιπροσώπων των συνταγμάτων των Λετονών τυφεκιοφόρων την αποτελούν μπολσεβίκοι. Τον ίδιο καιρό γίνεται πρακτικά η κατάρρευση του μετώπου, κανείς δε θέλει να πολεμήσει, ο πόλεμος κούρασε τους πάντες και στις 2 Σεπτέμβρη οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Ρίγα.
Τον ίδιο καιρό οι μπολσεβίκοι ετοιμάζουν την εξέγερση στην Πετρούπολη. Για την επιτυχία τους είναι απαραίτητη η υποστήριξη μάχιμων στρατιωτικών τμημάτων. Και τα λετονικά τμήματα είναι σχεδόν τα μόνα που διατηρούν υψηλό επίπεδο ετοιμότητας, πειθαρχίας και στρατιωτικής τέχνης και στην πράξη βρίσκονται πλήρως στο πλευρό των μπολσεβίκων.
Την περίοδο των γεγονότων του Οκτώβρη 1917 ακριβώς οι Λετονοί τυφεκιοφόροι, δρώντας με εντολή της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ, καταλαμβάνουν τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους γύρω από την Πετρούπολη και με αυτόν τον τρόπο δεν επιτρέπουν στην προσωρινή κυβέρνηση να φέρει πιστές σε αυτήν δυνάμεις. Οι Λετονοί τυφεκιοφόροι καταλαμβάνουν σημαντικότατα σημεία και στην ίδια την πρωτεύουσα της Ρωσίας, κλείνοντας γέφυρες, τηλεγραφικούς και τηλεφωνικούς σταθμούς, σιδηροδρομικούς σταθμούς, σταυροδρόμια των σημαντικότερων δρόμων. Και μόνο μετά από αυτό ακούστηκε ο φημισμένος κανονιοβολισμός του Αβρόρα και πάρθηκαν από την κόκκινη φρουρά και τους ναύτες τα χειμερινά ανάκτορα - η συμβολική έδρα της κυβέρνησης.
Στις 22 Νοέμβρη του 1917 το σύνταγμα του Τούκουμ της 2ης λετονικής Μεραρχίας σε πλήρη σύνθεση εγκαθίσταται στην Πετρούπολη, ως το βασικό στρατιωτικό τμήμα της νέας μπολσεβίκικης κυβέρνησης, με καθήκον να διατηρεί την τάξη στην πόλη και να εξαλείψει οποιαδήποτε εστία αντεπαναστατικών ανταρσιών.
Από τα τέλη του Νοέμβρη του 1917 δημιουργείται ξεχωριστός μικτός λόχος Λετονών τυφεκιοφόρων. Αυτός ο λόχος έγινε το βασικό τμήμα ασφάλειας της κυβέρνησης και προσωπικά του Β. Ι. Λένιν. Οι μαχητές του εγγυώνται την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της κυβέρνησης από την Πετρούπολη στη Μόσχα. Εκεί από τους Λετονούς τυφεκιοφόρους δημιουργείται το 9ο Σύνταγμα τυφεκιοφόρων, στο οποίο ανατίθεται το καθήκον να περιφρουρεί το Κρεμλίνο και τα μέλη της σοβιετικής κυβέρνησης.
Η επανάσταση του Νοέμβρη στη Γερμανία την οδήγησε σε έξοδο από τον πόλεμο και στις 11 Νοέμβρη 1918 η Γερμανία αναγκάστηκε να κάνει ανακωχή με τις χώρες της Αντάντ. Αυτό επέτρεψε στη Ρωσία να ακυρώσει την υποδουλωτική συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ. Εντωμεταξύ η Γερμανία και η Αντάντ, οι χτεσινοί εχθροί, που είχαν ρίξει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών τους στο σφαγείο του πολέμου, συνένωσαν αμέσως τις δυνάμεις τους στην πάλη εναντίον της επανάστασης. Στη Γερμανία επιτράπηκε να αφήσει τα στρατεύματά της στις κατειλημμένες περιοχές της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας με τον όρο να μην επιτρέπει το επαναστατικό κίνημα.
Στο τμήμα της Λετονίας που δεν είχε καταληφθεί, το Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και ακτημόνων αντιπροσώπων, που δημιουργήθηκε από τον Ιούλη του 1917, στη συνεδρίαση της 8 και 9 Νοέμβρη που έγινε στη μικρή πόλη Βάλκα, διακήρυξε ότι σε αυτό το τμήμα της Λετονίας όλη η εξουσία ανήκει στα Σοβιέτ.
Στη Ρίγα, που ήταν κατειλημμένη από τους Γερμανούς, σχεδόν ταυτόχρονα, στις 18 Νοέμβρη 1918 έγινε το παράνομο 17ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Λετονίας, που έθεσε ως κύριο καθήκον την οργάνωση ένοπλης εξέγερσης και η εντελώς νόμιμη -με τη φύλαξη Γερμανών πρακτόρων- συνεδρίαση του λεγόμενου λαϊκού συμβουλίου, στο οποίο εντάχτηκαν τα μέλη οκτώ αστικών-εθνικιστικών κομμάτων που ανακήρυξε την «ελεύθερη» Λετονία και δημιούργησε προσωρινή κυβέρνηση. Επικεφαλής της εξουσίας, που δεν εκλέχτηκε από κανέναν, τέθηκε ο Κάρλις Ούλμανις, αρχηγός του εθνικιστικού-συντηρητικού κόμματος «Αγροτική Ένωση».
Την ίδια περίοδο, τμήματα των κόκκινων Λετονών τυφεκιοφόρων πλησίασαν τη Ρίγα, απελευθερώνοντας την περιοχή από τους Γερμανούς κατακτητές. Στις 4 Δεκέμβρη 1918 με απόφαση της ΚΕ της σοσιαλδημοκρατίας της Λετονίας δημιουργήθηκε η σοβιετική κυβέρνηση της Λετονίας μ’ επικεφαλής τον Πέτερις Στούτσκα. Στις 17 Δεκέμβρη η προσωρινή Σοβιετική κυβέρνηση της Λετονίας δημοσίευσε ένα μανιφέστο, στο οποίο διακηρυσσόταν το πέρασμα όλης της εξουσίας στη Λετονία στα χέρια του Σοβιέτ των εργατών, ακτημόνων και στρατιωτών αντιπροσώπων. Η κατοχική εξουσία και η λετονική αστική «κυβέρνηση» κηρύχτηκαν ανατραπείσες και η έκδοση διαταγμάτων από αυτές άκυρη. Ως πρώτες νομοθετικές πράξεις καταργήθηκε το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στη γη και ανακοινώθηκε η εφαρμογή της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας.
Η σοβιετική κυβέρνηση της Λετονίας απευθύνθηκε στην κυβέρνηση της Ρωσικής Σοβιετικής Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΡΣΟΣΔ) με το αίτημα της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της δημοκρατίας. Απαντώντας σε αυτό το αίτημα, το Συμβούλιο των Λαϊκών επιτρόπων της ΡΣΟΣΔ εξέδωσε στις 22 Δεκέμβρη 1918με την υπογραφή του Λένιν το διάταγμα «Για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Λετονίας».
Γι’ αυτό οι αστοί ιστορικοί απλά ψεύδονται, υπολογίζοντας το χρόνο ανεξαρτησίας της Λετονίας από τη δημιουργία της κυβέρνησης μαριονετών του Ούλμανις. Χρονολογικά το πρώτο στην παγκόσμια ιστορία λετονικό κράτος ήταν η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λετονίας.