Για τη δουλειά των κομμουνιστών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και την ανάγκη ανασυγκρότησής του


Γιάννης Πρωτούλης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

Το Γενάρη του 2018, στο Νταβός, στο πολυτελές χιονοδρομικό κέντρο της Ανατολικής Ελβετίας, συγκεντρώθηκαν, όπως κάθε χρόνο, πάνω από 3.000 συμμετέχοντες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.

Εκεί δημοσιοποιήθηκε η έκθεση: The future of jobs: Employment, Skills and Workforce Strategy for the Fourth Industrial Revolution, η οποία προφητεύει ότι με τη λεγόμενη «4η Βιομηχανική Επανάσταση» που προκύπτει εξαιτίας της προόδου στη γενετική, την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική, τη νανοτεχνολογία, το 3D printing, και τη βιοτεχνολογία θα χαθούν πάνω από πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας τα επόμενα πέντε χρόνια στις 15 περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Προ μηνών, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν πιο άγριος: 150 εκατομμύρια άτομα θα χάσουν τη δουλειά τους το 2022, ενώ 300 εκατομμύρια νεοεισερχόμενοι δε θα βρίσκουν εργασία. Το 2030 με την επέλαση των ρομπότ θα χαθούν 800 εκατομμύρια θέσεις ή το 1/5 του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού.

Η οδυνηρή πείρα της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά και αυτές οι δηλώσεις και οι έρευνες των καπιταλιστών, για το τι επιφυλάσσει το σύστημα, αποτελούν επιβεβαίωση της αναγκαιότητας της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Σημειολογικά αποτελούν την καλύτερη επιβεβαίωση του Καρλ Μαρξ, 200 χρόνια μετά από τη γέννηση του.

Ανατρέχοντας στα ιστορικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ, που συμπληρώνει φέτος 100 χρόνια ζωής, γεμάτη θυσίες και αγώνες, τέκνο του Κόκκινου Οκτώβρη και της ανάγκης να αποκτήσει η εργατική τάξη την πολιτική της πρωτοπορία, διαβάζουμε από το ιδρυτικό Πρόγραμμά του με ημερομηνία 17 Νοέμβρη 1918:

«(...) Αι παραγωγικαί δυνάμεις της σημερινής κοινωνίας ηυξήθησαν δυσαναλόγως δι ’ αυτήν την κοινωνίαν» και ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής «κατήντησεν ασυμβίβαστος προς την πλήρη και σκόπιμονχρησιμοποίησιν και ανάπτυξιν αυτών των παραγωγικών μέσων. (...) Η μεταβολή της παραγωγής από πλουτοκρατική εις σοσιαλιστική, διενεργούμενη δια της κοινωνίας και προς το καλόν ολοκλήρου της κοινωνίας, δύναται να καταστήσει τη μεγάλην παραγωγήν με την όση μέραι αυξάνουσαν παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας από πηγήν αθλιότητος και δουλείας των λαϊκών τάξεων, εις πηγήν υψίστης ευημερίας και ατελείωτου και πολυειδούς τελειοποιήσεως. Η κοινωνική αύτη μεταβολή σημαίνει την απελευθερωσιν όχι μόνον των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον. Εν τούτοις δύναται να πραγματοποιηθεί μόνον από την εργατική τάξιν... Αλλ’ ο αγών των εργατών είναι αναγκαστικός και πολιτικός αγών. Η εργατική τάξις δεν ημπορεί να διεκδικήση τα οικονομικά της συμφέροντα ούτε να αναπτύξει την οικονομικήν της οργάνωση χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Δε δύναται να πραγματοποιήση την ιστορικήν της αποστολήν, χωρίς να γίνη κάτοχος της πολιτικής εξουσίας.»

Η πείρα από την πορεία του συστήματος επιβεβαιώνει ότι η όποια καπιταλιστική ανάκαμψη είναι επισφαλής και προετοιμάζει τη νέα καπιταλιστική κρίση. Δεν πρόκειται να εξαλείψει ή να απορροφήσει τη μεγάλη μάζα της ανεργίας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επιταχύνονται οι τεχνολογικές αλλαγές στην παραγωγή, το κεφάλαιο θα γίνεται συνεχώς πιο επιθετικό και με βεβαιότητα δε θα υπάρξει επιστροφή στην προ κρίσης περίοδο σε ό,τι αφορά τις βασικές κατακτήσεις και δικαιώματα της εργατικής τάξης που αποσπάστηκαν στον 20ό αιώνα.

Πρέπει, επομένως, να περιμένουμε παραπέρα όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας και στη βάση αυτή όξυνση του συνόλου των κοινωνικών αντιθέσεων.

Από αυτήν τη βασική εκτίμηση απορρέουν η ανάγκη και οι δυνατότητες της πιο σχεδιασμένης δουλειάς των κομμουνιστών στις γραμμές της εργατικής τάξης και του κινήματός της, ώστε να δυναμώνει η ταξική πάλη, που ως κύριο περιεχόμενό της έχει την αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή συσπείρωσης και συμμαχίας. Η δράση, ταυτόχρονα, των ΚΚ να συμβάλλει ώστε να δυναμώνει η πάλη για άλλη οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, σε αντιστοιχία με την αναγκαιότητα και προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας στην πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και συνδέεται με την ικανότητα των Κομμουνιστικών Κομμάτων να δυναμώνουν ολόπλευρα:

Ιδεολογικά-πολιτικά, με επαναστατική στρατηγική, ξεπερνώντας λαθεμένες θέσεις που κυριάρχησαν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες, σε αντίθεση με την πείρα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.

Οργανωτικά, ώστε να έχουν γερές βάσεις σε στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις και κλάδους, σε τομείς με μεγάλη συγκέντρωση εργατικής τάξης, να παρεμβαίνουν αποφασιστικά στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, σε μια διαρκή προσπάθεια για τη διαμόρφωση ταξικής, πολιτικής συνείδησης.

Είναι δηλαδή καθοριστικής σημασίας το καθήκον να δυναμώσουμε την προσπάθεια ώστε τα ΚΚ σε κάθε χώρα να γίνουν μαζικά, γερά επαναστατικά εργατικά κόμματα, οργανωτές και καθοδηγητές της πάλης των εκατομμυρίων καταπιεσμένων για την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, που γεννά μόνο φτώχεια ιμπεριαλιστικούς πολέμους καταστροφή και προσφυγιά.

Μέσα από αυτήν τη συστηματική πάλη θα αντικρούονται αντιλαϊκές κυβερνητικές πολιτικές και θα δυναμώνει η καθημερινή παρέμβαση ενάντια στα προβλήματα που βιώνει η εργατική τάξη, τελικά να επιτυγχάνεται η αναγκαία προετοιμασία, ώστε σε συνθήκες ξεσπάσματος επαναστατικής κατάστασης στη χώρα του, το κάθε ΚΚ να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ιστορικό του καθήκον και να δώσει τη μάχη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό, έχοντας παράλληλα διαμορφώσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό που θα προσφέρει διεθνιστική στήριξη και αλληλεγγύη. Και αυτή η προετοιμασία μπορεί και πρέπει να επιταχυνθεί. Οι ευθύνες μας είναι μεγάλες.

Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι σε περιόδους κρίσεων, ιμπεριαλιστικών πολέμων, αστάθειας του πολιτικού συστήματος, απότομης επιδείνωσης της ζωής των εργαζόμενων, μπορούν να δημιουργηθούν συνθήκες γρήγορης αφύπνισης των λαϊκών μαζών. Όχι φυσικά αυτόματα, αλλά ως αποτέλεσμα της δράσης του εργατικού λαϊκού κινήματος, ιδιαίτερα της πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, όλη την προηγούμενη περίοδο, όπως η σημερινή. Υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες τίποτα δε συμβαίνει και υπάρχουν βδομάδες στις οποίες συμβαίνουν «δεκαετίες».

Φυσικά, γνωρίζουμε καλά, ότι η διαδικασία της ανασυγκρότησης και ισχυροποίησης του κομμουνιστικού κινήματος σε συνθήκες αντεπανάστασης δε θα είναι γρήγορη και εύκολη. Οι κίνδυνοι για παρεκκλίσεις και πισωγυρίσματα, ιδιαίτερα σε στροφές των εξελίξεων, όπως είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είναι μεγάλοι. Αλλά, όπως έλεγε ο Λένιν: «Όποιος φοβάται τους λύκους να μην πηγαίνει στο δάσος.»

Σήμερα, έχει μεγάλη σημασία η εξαγωγή σωστών συμπερασμάτων για τη διαμόρφωση των όρων που θα οδηγήσουν στη δημιουργία γερών, κατά το δυνατό, βάσεων, πάνω στις οποίες θα στηριχτεί η ανασυγκρότηση.

Η πρόσφατη πείρα είναι πολύτιμη, αν μελετηθεί καλά σε κάθε χώρα και συνολικά:

Συμπληρώνεται ήδη μια δεκαετία από την εκδήλωση της βαθιάς και παρατεταμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στον κόσμο, την Ευρώπη. Αντικειμενικά έχει διαμορφωθεί μια νέα κατάσταση.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός του κεφαλαίου προωθείται στοχευμένα, μεθοδικά και σε βάθος χρόνου από τα επιτελεία του κεφαλαίου, από την ΕΕ στην Ευρώπη και τις αστικές κυβερνήσεις σε κάθε χώρα. Τα μέτρα αυτά βρήκαν την ταχύτερη και πλήρη ανάπτυξή τους, ειδικά στην Ελλάδα, που η κρίση ήταν βαθιά από το 2010 και μετά, οδήγησαν σε μεγάλες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, στους μισθούς, στις συντάξεις, στις κοινωνικές παροχές. Τα μέτρα αυτά είχαν προσχεδιαστεί πολύ πριν την κρίση, ήδη από το 1993, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και με τη «Λευκή Βίβλο», δηλαδή αφορούσαν στο σύνολο των χωρών της ΕΕ και ήταν ανεξάρτητα από τη φάση του κύκλου της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Επιβλήθηκαν με «τη φωτιά και το σίδερο» στη διάρκεια της κρίσης και είχαν ως στόχο όχι μόνο την προστασία του μονοπωλιακού κεφαλαίου από την κρίση, αλλά και τη μακροπρόθεσμη θωράκιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας στις σχετικά νέες συνθήκες του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Με ενιαία πολιτική για δραστική μείωση των μισθών και μεροκάματων ως αντιστάθμισμα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και ως μέσο αύξησής του. Προώθησαν μορφές προσωρινής και μερικής απασχόλησης, κατάργησαν το σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας με γενικευμένες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, όπως η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ο ενεργός κι ανενεργός χρόνος εργασίας (Οδηγία Σέρκας), την απελευθέρωση των υπηρεσιών στην ενιαία αγορά (Οδηγία Μπολκενστάιν), την «Πράσινη Βίβλο» για τον «εκσυγχρονισμό» του Εργατικού Δικαίου στον 21ο αιώνα κ.ά. Πολιτικές που είναι ενταγμένες και στην προσαρμογή των εργατικών μισθών και μεροκάματων στα πολύ χαμηλά επίπεδα που διαμορφώνονται στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, σε σύγκριση, π.χ., με τις συνθήκες στην Κίνα ή την Ινδία, κλπ.

Με ενιαία πολιτική για τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών και, πριν από όλα, για τα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης (συντάξεις, υγεία, πρόνοια) με επέκταση της ιδιωτικοποίησης, υποβάθμιση και κατάργηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Με πολιτικές για τη νομιμοποίηση των δουλεμπορικών γραφείων και την αξιοποίηση των μεταναστών ως φτηνής εργατικής δύναμης και μοχλού πίεσης για συνολική μείωση μισθών και μεροκάματων.

Με νέους νομικούς κατασταλτικούς περιορισμούς, όπως στο δικαίωμα της απεργίας.

Φυσικά τα μέτρα αυτά, δε σημαίνει ότι μπορούν να εξαλείψουν ή να αμβλύνουν τις αντιθέσεις του συστήματος, και ανάμεσα σε αυτές την πιο βασική ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αυτό φαίνεται καθαρά σήμερα στην ΕΕ, στην οποία προωθείται νέα «Λευκή Βίβλος» για να γίνει ανθεκτικότερη στους «μελλοντικούς κλυδωνισμούς». Καταφέρνουν το ακριβώς αντίθετο, σαν το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει τις καταχθόνιες δυνάμεις που απελευθέρωσε.

Ως συνέπεια αυτών των εξελίξεων και των μέτρων, αλλά και της οικονομικής κρίσης έχουμε σημαντικές βαθιές αλλαγές στις γραμμές της εργατικής τάξης, στην κατάστασή της: Διογκώθηκαν η ανεργία και η μάζα φθηνού εργατικού δυναμικού, αυξάνονται οι μισοπρολετάριοι, διευρύνθηκαν οι γραμμές της εργατικής τάξης με νέα τμήματα από κατεστραμμένα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού.

Έγινε πιο σύνθετη η διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, η αστική τάξη συνεχίζει παρά τους περιορισμούς της κρίσης να ενισχύει στρώματα της εργατικής αριστοκρατίας που, πάρα τη συρρίκνωσή τους, παραμένουν και αποτελούν την κοινωνική βάση του οπορτουνιστικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα.

Η διεύρυνση αυτή των γραμμών της με νέα τμήματα, άπειρα, αλλά και με μικροαστικές αντιλήψεις, κάνουν πιο δύσκολη και πιο απαιτητική τη δουλειά των κομμουνιστών για την ενότητα της εργατικής τάξης, την άνοδο του ταξικού κινήματος, την επίδραση των επαναστατικών ιδεών.

Η οικονομική κρίση έδειξε πολύ πιο καθαρά το βάθος των αντιθέσεων και τις δυσκολίες του καπιταλισμού.

Τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία, για να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και τις αντιφάσεις συντονίζονται, επεξεργάζονται και βαθαίνουν την ενιαία γραμμή τους απέναντι στην εργατική τάξη και το κίνημά της σε όλα τα επίπεδα. Ενιαία γραμμή που συνδυάζει τον οικονομικό πόλεμο με τη χειραγώγηση και την ενσωμάτωση και ταυτόχρονα την καταστολή των ταξικών αγώνων, ενώ σε εθνικό επίπεδο επιλέγουν και το δικό τους δρόμο σε ό,τι αφορά τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και διαχείρισης.

Δεν είναι τυχαίο ότι μαζί με τον οικονομικό πόλεμο για την αύξηση της εκμετάλλευσης, αναπτύσσεται και δυναμώνει, ταυτόχρονα, και ο πολιτικός και ιδεολογικός πόλεμος για τη διάσπαση, τον αποπροσανατολισμό και τον εγκλωβισμό των εργατικών και λαϊκών μαζών στους στόχους του κεφαλαίου.

Σε αυτόν τον αγώνα αποδείχτηκε, για άλλη μια φορά, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των ρεφορμιστών, του οπορτουνισμού, ως χρήσιμων στυλοβατών του συστήματος σε κρίσιμες στιγμές. Οι δυνάμεις αυτές ευθύνονται για την αποδιοργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος, την παρεμπόδιση της ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η κυριαρχία του ρεφορμισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα ήταν βασικός ανασχετικός παράγοντας στην άνοδο της ταξικής πάλης.

Μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα για πολλά χρόνια ήταν και είναι κυρίαρχη η γραμμή της προσαρμογής και της υποταγής στις στρατηγικές της ΕΕ και της ταξικής συνεργασίας, της υπεράσπισης της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Έχει γίνει μακροχρόνια ζημιά, καθώς οι δυνάμεις του ρεφορμισμού και της εργατικής αριστοκρατίας έχουν κυρίαρχη θέση σε κλάδους στρατηγικής σημασίας, μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και άλλες επιχειρήσεις (μεταφορές, τράπεζες, λιμάνια, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες), στις κρατικές υπηρεσίες και τα πανεπιστήμια.

Αυτό έκανε πολύ μεγάλη ζημιά στις εργατικές συνειδήσεις, ιδιαίτερα στο οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης.

Η έννοια του «κοινωνικού διαλόγου» εμφανίστηκε επίσημα στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) το 1985 και στην Ελλάδα ενίσχυσε την παρουσία του το 1997, καταλήγοντας στο αποκαλούμενο «σύμφωνο εμπιστοσύνης προς το 2000», στο οποίο συμφώνησε το αστικό κράτος, η εργοδοσία και ο εργατικός-κυβερνητικός συνδικαλισμός για το πλαίσιο των αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων που έρχονταν. Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή είχε καταδικάσει το «διάλογο» και οι κομμουνιστές μέσα στα συνδικάτα οργάνωσαν κινητοποιήσεις. Αντίθετα, οι δυνάμεις των αστικών κομμάτων, της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού του ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός τότε, ο οποίος ήταν ένα μικρό κόμμα του 3%), επέλεξαν και στήριξαν τη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο». Η τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τον «κοινωνικό διάλογο» για να νομιμοποιήσει τις αντιλαϊκές παρεμβάσεις. Από τα πρώτα «παιδιά» του κοινωνικού διαλόγου είναι οι νόμοι για την κατοχύρωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της εκ περιτροπής εργασίας, της γενίκευσης της μερικής απασχόλησης.

Αντίστοιχοι μηχανισμοί κοινωνικού εταιρισμού έδρασαν σε όλη την Ευρώπη. Έτσι επιβλήθηκαν τα μέτρα της Ατζέντας Σρέντερ 2000 στη Γερμανία, που προωθήθηκε αποφασιστικά από το συνδικάτο της IGE METAL, τα αντίστοιχα μέτρα Ζοσπέν στη Γαλλία, Πρόντι - Ντ’ Αλέμα στην Ιταλία.

Στην αντίπερα όχθη, το ΚΚΕ μαζί με δυνάμεις με ταξικό προσανατολισμό στο εργατικό κίνημα στην Ελλάδα απάντησαν με την ίδρυση του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (3 Απρίλη 1999), συμβάλλοντας ουσιαστικά στη γραμμή διαχωρισμού και ρήξης με τον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό. Σήμερα, τα 19 χρόνια πλούσιας δράσης του ΠΑΜΕ, ως συσπείρωση συνδικαλιστικών οργανώσεων που παλεύουν σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, επιβεβαιώνουν τη μεγάλη σημασία της ίδρυσής του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η σημασία αυτή αποτυπώθηκε και στην 4η Πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΠΑΜΕ, το Νοέμβρη του 2016, στην οποία συμμετείχαν 536 συνδικαλιστικές οργανώσεις: 12 Ομοσπονδίες, 15 Εργατικά Κέντρα, 457 Συνδικάτα και 52 επιτροπές αγώνα. Το ΠΑΜΕ αποτελεί τη δεύτερη δύναμη στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Ελλάδας. Αντίστοιχη προσπάθεια δεν καταγράφηκε σε άλλη χώρα της ΕΕ, παρότι έγιναν προσπάθειες συντονισμού. Ο «κοινωνικός εταιρισμός», η ταξική συμφιλίωση επικράτησε σε μεγάλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, δυστυχώς με τον καθοριστικό ρόλο των ΚΚ που μεταλλάχτηκαν με τον ευρωκομουνισμό, και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έγιναν φορείς της ταξικής συνεργασίας, ναρκοθετώντας τη μετέπειτα πορεία ισχυρών συνδικάτων που αυτά τα κόμματα ηγούνταν.

Η λογική του τέλους των κοινωνικών συγκρούσεων, της «κοινωνικής πόλωσης», η λογική της υποταγής προωθήθηκε με ποταμούς κονδυλίων από ινστιτούτα (π.χ., Φρίντριχ Έμπερτ), με τη δημιουργία Ακαδημιών στα ευρωπαϊκά συνδικάτα, με «θεσμικά» όργανα διαβούλευσης μέσα στις επιχειρήσεις, τα «εργασιακά συμβούλια» που αντικατέστησαν τα συνδικάτα και υπονόμευαν την ταξική πάλη.

Με μικρές διαφορές από χώρα σε χώρα ο βαθμός οργάνωσης της εργατικής τάξης συρρικνώθηκε. Στην Ελλάδα από το 41°% τη δεκαετία του ’80 έφτασε πριν την εκδήλωση της κρίσης στο 23% και φυσικά το πραγματικό ποσοστό συνδικαλισμένων εργαζόμενων είναι πολύ μικρότερο από αυτό που δείχνουν τα επίσημα στοιχεία που διαμορφώνονται με νοθείες κ.ά. Οι ίδιοι οι ρεφορμιστές και οπορτουνιστές εμφανίζουν ως αιτία για αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων που επέδρασε στη δυνατότητα οργάνωσης, κρύβοντας ότι και αυτές οι ίδιες οι ανατροπές πέρασαν με το δικό τους προδοτικό ρόλο για την ενίσχυση των κερδών, της ανταγωνιστικότητας των καπιταλιστικών εταιριών και με την επικράτηση της γραμμής αφοπλισμού της εργατικής τάξης.

Έτσι βρήκε η εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης το εργατικό κίνημα της Ευρώπης. Κομμουνιστικό κίνημα αποδιοργανωμένο, με βαθιά κρίση επαναστατικής στρατηγικής, και εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πλήρως ενσωματωμένο, με τη γραμμή της αντικαπιταλιστικής πάλης, της ρήξης και της ανατροπής στους βασικούς κλάδους στρατηγικής σημασίας να έχει χαμηλή επιρροή.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο ταξικός αντίπαλος πέτυχε να περάσει πλατιά στην εργατική και λαϊκή συνείδηση ότι η κρίση είναι συνέπεια κακής διαχείρισης από τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνέπεια των παροχών των καπιταλιστών στην εργατική τάξη κάτω από την ανάπτυξη ταξικών αγώνων με άλλους συσχετισμούς και μεγάλα ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ. Ότι είναι μια παρέκκλιση από ένα, δήθεν, υγιές καπιταλιστικό σύστημα και επομένως με ένα καλύτερο μίγμα πολιτικής μπορεί να διορθωθούν το σύστημα και η ΕΕ.

Μέσα σε αυτές τις δυσκολίες το ΚΚΕ έβαλε νέες βάσεις επαφής και δεσμών με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Το Κόμμα μας πρωτοστάτησε σε μεγάλους αγώνες, άνοιξε μεγάλα ιδεολογικά και πολιτικά μέτωπα και νέους δρόμους. Η θέση του ΚΚΕ, για παράδειγμα, για τη μη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις αποδείχθηκε ισχυρό όπλο για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης της Ελλάδας, αποτέλεσε ασπίδα προφύλαξης του εργατικού κινήματος από την υποταγή και το συμβιβασμό στους αστικούς σχεδιασμούς. Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε σύντομο χρονικό διάστημα έσπειρε μαζικά την απογοήτευση σε πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πέρασε μέτρα που δεν τολμούσαν τα άλλα αστικά κόμματα, όπως ο περιορισμός του απεργιακού δικαιώματος, επιλέχθηκε για τη βρόμικη δουλειά των ιμπεριαλιστών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Αντικειμενικά, απορρέουν κρίσιμα επείγοντα καθήκοντα για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, που σημαίνει προετοιμασία και ανάπτυξη εργατικού κινήματος ικανού να αντιπαρατεθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικά και σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και αγροτών στην ενιαία επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας.

Αυτά τα καθήκοντα περιλαμβάνουν μια σειρά ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά μέτρα και προβλέπουν:

Επεξεργασία της ταξικής γραμμής και αιτημάτων πάλης (για όλα: Μισθό, κοινωνική ασφάλιση, υγεία, ωράριο κτλ.) και την επιλογή μορφών οργάνωσης και συμμαχίας με λαϊκές δυνάμεις.

Καλή γνώση της δομής της εργατικής τάξης, της πολυδιάσπασης που την χαρακτηρίζει, αλλά και των νέων μηχανισμών και μεθόδων χειραγώγησης από την αστική τάξη, η οποία δεν παραιτείται από την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος.

Ακριβής και αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού, των διαθέσεων των μαζών, της τακτικής της εργοδοσίας και των άλλων δυνάμεων.

Καθημερινή τριβή κι εκπαίδευση, ανησυχία και φροντίδα από τα καθοδηγητικά όργανα, ώστε να ανέβει η πρωτοβουλία, η καθημερινή δράση των κομμουνιστών, ιδιαίτερα των νέων.

Συλλογική και ατομική δουλειά, ώστε να διαμορφώνονται ισχυροί, καθημερινοί δεσμοί με την εργατική τάξη -ακόμα και σε περιόδους που δε φαίνονται άμεσα ορατά αποτελέσματα- που θα μετατρέπονται υπό προϋποθέσεις σε άνοδο του κύρους και της επιρροής των κομμουνιστών.

Ικανότητα να αποκαλύπτονται -μέσα από τη διαπάλη που θα αναπτύσσεται στους μικρούς και μεγαλύτερους αγώνες- πειστικά οι μηχανισμοί της εκμετάλλευσης και κυρίως οι όροι κατάργησής τους.

Δηλαδή, αναφερόμαστε σ’ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πάλης και συγκέντρωσης δυνάμεων με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, την ένταξη των επιμέρους διεκδικήσεων σε αυτό, που στηρίζεται πρώτα απ’ όλα σε γερές Κομματικές Οργανώσεις στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στους κλάδους στρατηγικής σημασίας και διαλεκτικά δημιουργεί προϋποθέσεις αυτές να πολλαπλασιαστούν.

Μπορούμε να σταθούμε ξεχωριστά στο ζήτημα της επεξεργασίας στόχων πάλης, αιτημάτων που μπορούν να συμβάλλουν στην άνοδο της απαιτητικότητας της εργατικής τάξης, στη συσπείρωση νέων δυνάμεων και την ενδυνάμωση του διεκδικητικού κινήματος.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι εργατικές διεκδικήσεις ήταν αμυντικές, με στόχο να μην περάσουν οι σαρωτικές ανατροπές που έρχονταν κατά κύματα στις κατακτήσεις δεκαετιών.

Οι ρεφορμιστές και η εργατική αριστοκρατία εξυμνούσαν το παρελθόν καλλιεργώντας αυταπάτες για την επιστροφή σε αυτό, την «κανονικότητα», όπως λένε. Ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί και δίνει δικαιώματα, παροχές και κατακτήσεις, ότι μπορεί συνεχώς η εργατική τάξη να βελτιώνει τη θέση της και μάλιστα χωρίς συγκρούσεις, αλλά με αλλαγές στον κοινοβουλευτικό συσχετισμό. Αυτή η ρεφορμιστική αντίληψη αποδείχθηκε πολύ ισχυρή.

Η ζωή επιβεβαίωσε ότι όποιες εργατικές κατακτήσεις, ακόμα και οι πιο μεγάλες, είναι μόνο προσωρινές στον ανελέητο ταξικό πόλεμο, αν η υπόθεση της εργατικής τάξης δεν πάει μέχρι το τέλος.

Η πείρα του ταξικού κινήματος, του ΠΑΜΕ, είναι σημαντική και για πολλά χρόνια επέμεινε στην ανάδειξη των σύγχρονων αναγκών της εργατικής λαϊκής οικογένειας, με την αύξηση των απαιτήσεων των εργαζόμενων μαζών κι αυτή η πείρα είναι πολύ χρήσιμη σήμερα, που απαιτείται πάρα πέρα βελτίωση στο περιεχόμενο των διεκδικήσεων.

Η άνοδος των διεκδικήσεων για την κάλυψη των αναγκών, με βάση τις δυνατότητες της σύγχρονης εποχής, μπορεί να γίνει κρίκος σύνδεσης των καθημερινών διεκδικήσεων με το περιεχόμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης.

Οι σύγχρονες ανάγκες, για παράδειγμα, αφορούν σήμερα μεγαλύτερη προσήλωση στη διατύπωση αιτημάτων για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, των διακοπών, της αναψυχής. Οι εργάτες διεκδίκησαν 8

ώρες δουλειάς, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ελεύθερο κοινωνικό χρόνο πριν ενάμιση αιώνα και σήμερα ξαναγυρνάμε σε δουλειά από ήλιο σε ήλιο, 10ωρα και 12ωρα.

Η μείωση της διάρκειας της εργάσιμης μέρας υπήρξε πάγιο αίτημα του εργατικού κινήματος. Ο Μαρξ το θεωρούσε πρωταρχική προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Στον αγώνα για τη μείωση της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, ξεχωριστή θέση κατείχε ο αγώνας για το οκτάωρο. Ας σκεφτούμε ότι το αίτημα για οκτάωρη εργασία διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία, το 1829, από την «Εθνική Ένωση για την Προστασία της Εργασίας» και εφαρμόστηκε στην αποικία της Βικτωρίας την 21η Απρίλη του 1856. Μετά από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο (1861-1865) ο αγώνας για την οκτάωρη εργάσιμη μέρα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις.

Το αίτημα του οκταώρου μαζί με άλλα αιτήματα όπως την απαγόρευση της ανήλικης εργασίας πριν τα 18, την απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας κ.ά. αποδέχτηκε η Διεθνής Ένωση Εργατών (Α' Διεθνής), στο Συνέδριό της στη Γενεύη, το Σεπτέμβρη του 1866! Και έβγαλε «απόφαση για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας» με την υπογραφή του ίδιου του Κ. Μαρξ:

«(...) Μια πρωταρχική προϋπόθεση, χωρίς την οποία όλες οι παραπέρα προσπάθειες για βελτίωση και απελευθέρωση θα αποδεχθούν μάταιες, είναι ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας.

Είναι απαραίτητος για να ’ναι δυνατή η αποκατάσταση της υγείας και των φυσικών δυνάμεων της εργατικής τάξης, δηλαδή, του μεγάλου κορμού κάθε έθνους, όπως επίσης και για να της εξασφαλιστεί η δυνατότητα για πνευματική ανάπτυξη, κοινωνικών σχέσεων, κοινωνικής και πολιτικής δράσης (...).»

Έτσι το αίτημα του οκταώρου έγινε αίτημα του παγκόσμιου προλεταριάτου, που όμως χρειάστηκε πολύ αγώνα και αίμα για μετατραπεί από αίτημα σε πραγματικότητα. Οι εκπρόσωποι των καπιταλιστικών χωρών μόλις το 1919 υπέγραψαν διεθνή συμφωνία για την εφαρμογή της 8ωρης εργάσιμης μέρας κι αυτό το έπραξαν για να ανακόψουν το επαναστατικό κύμα των καιρών που προκαλούσε η επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης και η πάλη του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Η συζήτηση για τις σύγχρονες ανάγκες χρειάζεται να ξανανοίξει αποφασιστικά. Το ΠΑΜΕ προβάλλει το αίτημα για 7ωρο-5ημερο-35ωρο, κατάργηση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και άλλα πολλά, πρωτοστατώντας φυσικά στην πάλη για όλα τα προβλήματα της εργατικής λαϊκής οικογένειας.

Οι σύγχρονες ανάγκες αφορούν συνολικά το βιοτικό επίπεδο στον 21ο αιώνα, όπως η ποιότητα και η ποσότητα των διατροφικών αναγκών, οι συνθήκες κατοικίας κι εργασίας, ο ρόλος της φυσικής αγωγής και άσκησης, η υγεία με βασικό στοιχείο της πάλης την έμφαση στην πρόληψη, η αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ο πολιτισμός. Αφορούν τις απαραίτητες υποδομές και μέσα για την ικανοποίησή τους.

Σήμερα, αντικειμενικά, η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι δυνατή σε κάθε χώρα, η οποία έχει διαπιστωμένες αναπτυξιακές δυνατότητες (τεχνολογικά μέσα, ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής) και φυσικά πλεονεκτήματα.

Σε όλα αυτά μαζί, ενιαία, βρίσκεται και η ουσία της αντίληψής μας για τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, γνωρίζοντας φυσικά ότι, παρά το γεγονός ότι από σήμερα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διεκδίκησης, η πλήρης ικανοποίησή τους δε «χωράει» μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και την ένταξή τους στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής.

Ζήτημα επίσης ξεχωριστής σημασίας, βασικό στοιχείο της πάλης μας και της δράσης των ταξικών συνδικάτων, είναι η πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και σχεδιασμούς, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, στον εθνικισμό και το φασισμό.

Οι καμπάνιες της ΠΣΟ σε διεθνές επίπεδο και στην Ελλάδα των συνδικάτων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ ενάντια στο ΝΑΤΟ, για το κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων, η αλληλεγγύη με όλους τους αγωνιζόμενους λαούς, η στήριξη των προσφύγων είναι σταθερά στον προσανατολισμό μας.

Παράλληλα, δίνουμε βάρος στην καθημερινή πολιτική ιδεολογική δουλειά για την αφομοίωση της θέσης ότι το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να μπει κάτω από ξένη σημαία, τη σημαία της αστικής τάξης, να παλέψει κατά των αστικών κυβερνήσεων και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές αποστολές στο εξωτερικό. Ενώ, σε περίπτωση ξένης εισβολής η πάλη για την εδαφική ακεραιότητα να συνδυαστεί με τον καταλογισμό των ευθυνών και την αντιπαράθεση με την αστική τάξη και την κυβέρνηση, που σέρνει το λαό στον πόλεμο, με επιλογή των κατάλληλων συνθημάτων, την κατάλληλη ώρα, και με στόχο την προετοιμασία της εργατικής τάξης, των λαϊκών δυνάμεων για την ανατροπή της εξουσίας των αστών που, όσο μένει, φέρνει τον πόλεμο και την ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών.

Χωρίς έναν τέτοιο αγώνα, χωρίς σύγκρουση και ανειρήνευτη πάλη με το κεφάλαιο και την εξουσία του, η κατάσταση της εργατικής τάξης θα γίνεται μέρα με τη μέρα, ακόμα χειρότερη. Η κατακρεούργηση των μισθών, το χτύπημα συνολικά των εργατικών δικαιωμάτων δεν είναι ένα προσωρινό φαινόμενο, αλλά θα κλιμακώνεται και θα επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της ζωής των εργαζόμενων, θα έχει μόνιμα και βαθύτερα χαρακτηριστικά.

Χωρίς ταξικές συγκρούσεις σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, με την πρωτοπόρα συμβολή των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τη δημιουργία των όρων καλής οργάνωσης της εργατικής τάξης, δημιουργίας βάσεων στους εργασιακούς χώρους και τους κλάδους, δεν μπορεί να προχωρήσει η υπόθεση της ανασύνταξης, ώστε να γίνει το εργατικό κίνημα ικανό να παλεύει αποφασιστικά, με γερή μαζική βάση κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για την ανατροπή της.

Η τοποθέτηση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, ότι «η επιστροφή στο καθεστώς εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυε πριν την κρίση είναι μια ανιστόρητη ουτοπία», είναι χαρακτηριστική. Αυτό δεν είναι ένα καπρίτσιο των εγχώριων βιομήχανων. Το κεφάλαιο ούτε επιθυμεί, ούτε πρόκειται να δώσει πίσω όσα άρπαξε από τους εργάτες στα χρόνια της κρίσης. Το κυνήγι του μέγιστου δυνατού κέρδους σημαίνει ότι η επίθεση στην τιμή της εργατικής δύναμης, συνολικά στα δικαιώματα και τις ζωές των εργαζόμενων, θα κλιμακωθούν.

Η καπιταλιστική ανάκαμψη δεν οδηγεί ούτε σε μερική ανάκτηση των μεγάλων απωλειών των λαϊκών στρωμάτων την περίοδο της κρίσης, αλλά αντίθετα επιδεινώνει την κατάσταση του λαού. Παράλληλα, οι σοσιαλδημοκρατικές διακηρύξεις περί αποτελεσματικού κράτους αποκρύβουν ότι το αστικό κράτος λειτουργεί προς όφελος του κεφαλαίου και κατ’ επέκταση οι προσαρμογές που γίνονται σε αυτό υπηρετούν την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δράσης του.

Επομένως, η ίδια η ζωή και η σκληρή πραγματικότητα απαντάει αμείλικτα το ιστορικό δίλημμα: Μεταρρύθμιση ή επανάσταση; Και θέτει στους κομμουνιστές το καθήκον της κατάλληλης προετοιμασίας.

Το σύνολο των εξελίξεων που βιώνει η εργατική τάξη θρυμματίζει την αυταπάτη σχετικά με τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, με τον ισχυρισμό ότι η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου θα συμβαδίζει με την ευημερία των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων. Αποδεικνύει πως «εντός των τειχών» της εξουσίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, φιλολαϊκή πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει.

Τα τελευταία δύο χρόνια οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα, και η γενικότερη πείρα από τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση σε άλλες χώρες, δείχνει ότι αυτή αποδείχτηκε πιο αποτελεσματική για την αστική τάξη, αλλά και για τους βασικούς διεθνείς συμμάχους της και για το λόγο αυτό προβάλλεται από δυνάμεις του κεφαλαίου.

Αυτό που αναγνωρίζει η ελληνική αστική τάξη και οι ξένοι σύμμαχοί της δεν είναι μόνο η αντιλαϊκή νομοθετική αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Τσίπρα στη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας (χαρακτηριστικό που είναι άλλωστε κοινό σε όλα τα αστικά κόμματα), αλλά η ικανότητά της να «βαφτίζει το κρέας ψάρι». Αναγνωρίζουν την ικανότητά της να αμβλύνει τις λαϊκές αντιστάσεις, να ενσωματώνει στο σύστημα, να εξαπατά μαζικά τα λαϊκά στρώματα.

Μια σύντομη επισκόπηση των συνθηκών εργασίας που επικρατούν σε χώρες- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβάλλονται είτε από σοσιαλδημοκράτες είτε νεοφιλελεύθερους είτε και τους δύο μαζί σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, το επιβεβαιώνει.

Στη Γερμανία οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης το 1997 ανέρχονταν στο 82,5% του συνόλου και σήμερα έχουν πέσει στο 57% και αυξήθηκαν οι νέες μορφές απασχόλησης (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, προσωρινή εργασία κ.ά.) φτάνοντας στο 43% σήμερα από 17,5% που ήταν το 1997.

Διαδεδομένη μορφή αποτελούν τα «mini jobs» ή «οριακή απασχόληση». Με αυτήν τη μορφή απασχολούνται περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι. Επίσης η εργασία μετά από κλήση-τηλεφώνημα (Arbeit auf Abfuf) με μηνιαίες απολαβές που κυμαίνονται από 100 έως 300 ευρώ.

Στη Γαλλία η κυβέρνηση πέρασε μέτρα για τη διευκόλυνση των απολύσεων και το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές.

Η μερική απασχόληση φτάνει το 18%, εφαρμόζονται μέτρα που επιτρέπουν στους εργοδότες να απασχολούν μέχρι τρία χρόνια, με συμβάσεις μαθητείας, νέους 16 έως 25 ετών, οι οποίοι αμείβονται με μόλις το 25% έως και το 78% του κατώτατου μισθού!

Στη Βρετανία, οι επίσημες στατιστικές εμφανίζουν τους αυτοαπασχολούμενους στα 4,5 εκατομμύρια, αλλά τα 2/3 απ’ αυτούς είναι ουσιαστικά εργαζόμενοι με μπλοκάκι. Πάνω από 8 εκατομμύρια δουλεύουν με ελαστικές μορφές απασχόλησης. Τα τελευταία χρόνια, έχουν αυξηθεί οι άνεργοι, φτωχοί εργαζόμενοι και χαμηλοσυνταξιούχοι, που αναγκάζονται να προστρέχουν στις λεγόμενες τράπεζες τροφίμων και τα συσσίτια, που έφτασαν τις 913.000 το 2014.

Σύνηθες φαινόμενο αποτελούν οι λεγόμενες συμβάσεις «μηδενικών ωρών» στις οποίες δεν καθορίζεται το ωράριο εργασίας και αφορούν πάνω από 5 εκατομμύρια εργαζόμενους! Στην πράξη πρόκειται για ανθρώπους που το σύνολο της ζωής τους εξαρτάται απόλυτα και ευθέως από τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Από τα παραπάνω είναι εμφανές πως ο μοναδικός δρόμος που ξεπροβάλει για την εργατική τάξη κάθε χώρας είναι η συντονισμένη και οργανωμένη πάλη της για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των κατακτήσεών της, η δημιουργία των προϋποθέσεων για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές με την εργατική τάξη στο προσκήνιο.

Δηλαδή αναφερόμαστε σ’ ένα σχέδιο πάλης και συγκέντρωσης δυνάμεων με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, την ένταξη των επιμέρους διεκδικήσεων σε αυτό, που στηρίζεται πρώτα απ’ όλα σε γερές Κομματικές Οργανώσεις στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στους κλάδους στρατηγικής σημασίας, και διαλεκτικά δημιουργεί προϋποθέσεις αυτές να πολλαπλασιαστούν.

Είναι κυρίαρχο συμπέρασμα από όλη την προηγούμενη περίοδο και πρωταρχική ανάγκη η οικοδόμηση γερών και μαζικών Οργανώσεων στις βιομηχανικές και εμπορικές ζώνες. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση δεν μπορεί να προχωρήσει η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και να αναβαθμιστεί η ταξική πάλη. Αλλά και αυτό το καθήκον δεν μπορεί φυσικά να προχωρήσει έξω από την επίμονη και εξειδικευμένη ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική και μαζική πάλη για την οργάνωση της εργατικής τάξης και των νεότερων γενιών, των ανέργων για τη συμμετοχή τους στους ταξικούς αγώνες. Σε αυτήν την κατεύθυνση επεξεργαζόμαστε την πείρα που έχουμε συγκεντρώσει με στόχο να κατακτηθεί ενιαία αντίληψη σε ό,τι αφορά την ανασύνταξη και το περιεχόμενό της, για να περάσει το εργατικό λαϊκό κίνημα σε φάση αντεπίθεσης.

Με βάση αυτά, το ΚΚΕ αναδεικνύει στις αποφάσεις και στη δράση του ως συστατικό στοιχείο της ανασύνταξης, την ενίσχυση της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης.

Και με συγκεκριμένους στόχους όπως:

Βελτίωση του βαθμού οργάνωσης της εργατικής τάξης με τη μαζικοποίηση των συνδικάτων, αλλά κι εξεύρεση τρόπων και μορφών που να διευκολύνουν τη συμμετοχή των εργαζόμενων. Τα συνδικάτα να καταπιάνονται με όλες τις πλευρές της ζωής των εργαζόμενων.

Την ενίσχυση της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, την ενίσχυση των κλαδικών οργανώσεων της ΠΣΟ με νέα συνδικάτα και ομοσπονδίες, την ενίσχυση των πρωτοβουλιών και της συντονισμένης πάλης, την έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης στους αγώνες των εργαζόμενων, στους λαούς που παλεύουν ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους.

Συστηματική προσπάθεια για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των ταξικών δυνάμεων σε κάθε μαζική εργατική οργάνωση επιχείρησης, κλάδου, περιοχής.

Ενίσχυση της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας και της ταξικής στήριξης της εργατικής-λαϊκής οικογένειας και του κάθε εργάτη. Αυτή η ενίσχυση έχει αποδειχτεί και ιστορικά ότι, ιδιαίτερα σε κρίσιμες συνθήκες, κρίσης, μαζικής φτώχειας, ανεργίας, πολέμων, μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο για τη δραστηριοποίηση και τη συσπείρωση νέων μαζών.

Είναι ώρα συγκέντρωσης δυνάμεων και πάλης με περιεχόμενο ενάντια στους επιχειρηματικούς ομίλους, τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους, με σχέδιο και οργάνωση που θα στηρίζεται πρώτ’ απ’ όλα σε γερές οργανώσεις μέσα στην εργατική τάξη.

Με αυτόν τον τρόπο το ΚΚΕ επέλεξε να τιμήσει τα 100 χρόνια ηρωικής του πορείας: Να γίνει πιο δυνατό μέσα στην εργατική τάξη και το κίνημά της, να δυναμώσει πιο πολύ τη διεθνιστική αλληλεγγύη για την επαναστατική ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

Για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό! Μέχρι τη νίκη για πάντα!