Η σημασία της κριτικής εξέτασης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα για την ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος, για την αποτελεσματική αντεπίθεση


Αλέκα Παπαρήγα, Γενική Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Όταν δώσαμε στη δημοσιότητα το θέμα σύγκλισης του 18ου συνεδρίου, όπου πέρα από τον υποχρεωτικό απολογισμό υπήρχε ειδικό ζήτημα συζήτησης τα συμπεράσματα από την σοσιαλιστική οικοδόμηση, προκλήθηκε σε ορισμένους φίλους του Κόμματος, το ερώτημα κατά πόσο ήταν σκόπιμο στις σημερινές συνθήκες, και ενώ είχαν εμφανισθεί στο διεθνή ορίζοντα τα σημάδια της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, το Κόμμα έπρεπε να αφιερωθεί σε ένα τέτοιο μεγάλο ζήτημα, που ίσως κατά την γνώμη τους, να μη ήταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Δεν χρειάζεται βεβαίως να θυμίσω την αντίδραση που εκδηλώθηκε στον αστικό τύπο, τα ειρωνικά και πικρόχολα σχόλια γνωστών δημοσιογράφων που ενοχλήθηκαν για την ενασχόληση μας με το ζήτημα αυτό, γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι ξέραμε τι και γιατί το προχωρήσαμε σε μια τέτοια απόφαση. Από την πλευρά τους πολύ δικαιολογημένη η αντίδραση τους, έχουν ακονισμένο ένστικτο, μυρίζονται κάθε τι που μπορεί να προσδώσει στο επαναστατικό κίνημα δύναμη και δυναμική.

Εμείς από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποιήσαμε ότι η περίφημη πορεία της περεστρόικα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αρχή της αντεπανάστασης και η προσωρινή ήττα του σοσιαλιστικού συστήματος, καταλάβαμε ότι πρέπει να σηκώσουμε το βαρύ φορτίο της απάντησης στα εύλογα ερωτήματα δικά μας αλλά και όλων των προοδευτικών ανθρώπων, τι συνέβη, πολύ περισσότερο που αποδείχθηκε ότι είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι να ζήσουμε μια τέτοια τραγική εξέλιξη, δεν την προβλέψαμε, και δυστυχώς δεν είχαμε τα απαραίτητα αντανακλαστικά να αντιδράσουμε έστω και λίγο πριν η κόκκινη σημαία να κατέβει από το Κρεμλίνο.

Βεβαίως εμείς δεν ήμασταν κόμμα εξουσίας, δεν είχαμε καμιά άμεση ευθύνη στην σοσιαλιστική οικοδόμηση, αλλά και πολύ σωστά είδαμε τον εαυτό μας ως μέρος του προβλήματος. Άλλωστε η καταιγίδα της αντεπανάστασης έπληξε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, προκάλεσε εσωτερική κρίση, έφερε διάσπαση, σε άλλα πλήρη μετάλλαξη, σε άλλα προκάλεσε σύγχυση, ακόμα και υπαρξιακά ερωτηματικά.

Το ΚΚΕ από την πρώτη περίοδο που κρίνονταν η τύχη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, δηλαδή από το 1989 ως και το 1991 μπήκε σε βαθειά ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική κρίση, που κατέληξε σε διάσπαση, με την αποχώρηση ενός σημαντικού μέρους μελών της ΚΕ με επικεφαλής τον Γενικό Γραμματέα της ΚΕ. Αυτοί υποστήριζαν ουσιαστικά την ιστορική καταδίκη του επαναστατικού κινήματος, της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τον μετασχηματισμό του Κόμματος σε ένα αριστερό οπορτουνιστικό κόμμα διαχυμένο σε μια αριστερή συμμαχία που περιορίζονταν σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, στην διαχείριση του συστήματος.

Η κρίση έφερε στην επιφάνεια την ύπαρξη ισχυρού οπορτουνιστικού ρεύματος στην καθοδήγηση του Κόμματος, που είχε μάλιστα την έξωθεν δηλαδή την καλή μαρτυρία του αστικού πολιτικού συστήματος. Η κρίση που πέρασε το ΚΚΕ δεν ήταν απλά εισαγόμενη. Ποτέ δεν την αποδώσαμε αποκλειστικά και μόνο στην νίκη της αντεπανάστασης και στην εσωτερική της επίδραση. Οι διεθνείς εξελίξεις την έφεραν στην επιφάνεια μια ώρα γρηγορότερα, κυρίως όμως καθόρισαν το εύρος των απωλειών, με την έννοια ότι η πίκρα από το αιφνίδια συνειδητοποιημένο πισωγύρισμα δυσκόλευε χιλιάδες κομμουνιστές να δουν από την πρώτη στιγμή το χαρακτήρα της κρίσης του κόμματος, οδηγούσε στην αποστράτευση.

Ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσουμε εμείς που πήραμε μέρος, ως μέλη της ΚΕ πριν απ' όλα στην αντιμετώπιση της κρίσης, ή στην πορεία έστω και στο παρά πέντε την αντιληφθήκαμε, οφείλαμε με βάση και το καταστατικό μας που καθιερώνει τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, δηλαδή εξασφαλίζει αντικειμενικά τους όρους της εσωκομματικής δημοκρατίας, να θέσουμε το πρόβλημα αυτό καθαρά στα μέλη του κόμματος, ώστε να αναπτυχθεί η εσωκομματική συζήτηση και η διαπάλη, να γίνει υπόθεση όλων, να διαμορφωθεί η πραγματική πλειοψηφία. Όταν το ρήγμα στην καθοδήγηση του Κόμματος αφορά ζητήματα στρατηγικής, κυριολεκτικά ύπαρξης του Κόμματος, τότε το ίδιο το καθοδηγητικό όργανο δεν μπορεί να δώσει λύση, κρύβεται το πρόβλημα ενώ υπάρχει και είναι κυριολεκτικά δυναμίτης.

Η διάσπαση είναι αναπόφευκτη σε τέτοιες συνθήκες. Δεν είναι γενικά και αφηρημένα ένα τραγικό γεγονός. Οδηγεί τελικά στην αποβολή από το επαναστατικό κόμμα εκείνων των δυνάμεων, πριν απ’ όλα των στελεχών που έχουν επιλέξει το δρόμο του συμβιβασμού, τον δρόμο της επιλογής να παίξουν εντός των κανόνων του αστικού πολιτικού συστήματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις η διάσπαση οδηγεί στην εξυγίανση, όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια και δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αν έγκαιρα είχαμε έτσι συμπεριφερθεί, αν δεν υπήρχε ο αδικαιολόγητος ( υπογραμμίζουμε στις συγκεκριμένες διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες) φόβος της διάσπασης τότε είναι σίγουρο ότι αρκετά μέλη και ορισμένα στελέχη του κόμματος δεν θα έχαναν το δρόμο τους, δεν θα αποστρατεύονταν σε μια κρίσιμη περίοδο γενικότερα για το λαϊκό κίνημα.

Ο δεξιός οπορτουνισμός για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται δύναμη αντεπανάστασης στις συνθήκες του σοσιαλισμού, δύναμη διάσπασης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Αν δεν τον αντιπαλέψεις έγκαιρα, τον υποτιμήσεις τότε έχει την δύναμη να σου επιφέρει καταστροφικό πλήγμα, να φέρει το κομουνιστικό κίνημα δεκαετίες πίσω.

Το δίχρονο ’89-’91 ήταν από τις πιο σκληρές περιόδους που περάσαμε ως Κόμμα στην χώρα μας, σε σύγκριση ακόμα και σε συνθήκες παρανομίας ή και ήττας στον εμφύλιο του ’46-’49. Τότε υπήρχε το ανερχόμενο κομουνιστικό κίνημα, είχε διαμορφωθεί το σοσιαλιστικό σύστημα στην Ευρώπη, είχε βελτιωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ο διεθνής συσχετισμός δύναμης. Επομένως Η δυσκολία, η ήττα σε μια χώρα δεν ήταν αρκετές για να προκαλέσουν μια τέτοια εκ βάθρων αναταραχή και απογοήτευση.

Τελικά το ΚΚΕ βρήκε το δρόμο του, σχετικά έγκαιρα, τηρουμένων των αναλογιών, μπόρεσε να βγει από την κρίση, να στηθεί όρθιο, να διατηρήσει, και εκείνη την περίοδο, ένα κύρος και επιρροή στο λαό, σε μια περίοδο που όλα τα «σημεία» ήταν σε βάρος μας. Ο ταξικός αντίπαλος με όλες τις μορφές και τους μηχανισμούς που εμφανίζεται αγκάλιασε τα στελέχη του Κόμματος που το εγκατέλειψαν, τους έδωσε συστηματική βοήθεια, την ίδια ώρα που εξαπέλυε ένα ανοικτό αντικομουνισμό κατά του ΚΚΕ, με όλα τα μέσα που είχε, ιδεολογικά και πολιτικά αλλά και με την πιο αισχρή συκοφαντία.

Η πορεία άλλων αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων που δεν έβγαλαν την κρίση στην επιφάνεια δεν τα γλύτωσε από περιπέτειες στην πορεία. Ορισμένα από αυτά προτίμησαν να αφήσουν κατά μέρος το πρόβλημα της νίκης της αντεπανάστασης, κάτω από το φόβο της πιθανής ή της βέβαιης διάσπασης, και ρίχτηκαν στον καθημερινό αγώνα για τα άμεσα και ζωτικά προβλήματα, χωρίς προγραμματική ανανέωση ύστερα από τις τεράστιες αρνητικές αλλαγές που είχαν συμβεί. Ανεξάρτητα θέλησης και επιθυμίας, ανεξάρτητα προθέσεων ( βεβαίως σε ορισμένες περιπτώσεις οι προθέσεις δεν ήταν καθόλου αθώες) τα βρήκαν σκούρα στην πορεία και τα βρίσκουν καθώς είναι εκτεθειμένα σε σοβαρές και αξεπέραστες αντιφάσεις. Χωρίς γραμμή πλεύσης προς το σοσιαλισμό δεν υπάρχει δυνατότητα για ένα ΚΚ να τα βγάλει πέρα ούτε με τα άμεσα ζητήματα, ούτε βεβαίως σε μεσοπρόθεσμα, είναι ένα ταξίδι χωρίς προοπτική που τελικά σε οδηγεί στην ενσωμάτωση, στην δυσκολία να ανταποκρίνεσαι και στα καθημερινά προβλήματα.

Σήμερα 20 χρόνια από την διάσπαση στις συνθήκες παγκόσμιας ήττας του επαναστατικού κινήματος ( προσωρινής αλλά βαθειάς με μακροπρόθεσμες συνέπειες) το ΚΚΕ έχει ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά ανασυγκροτηθεί, έχει ανερχόμενη πολιτική επιρροή, ασκεί σημαντικό ρόλο στην ταξική πάλη στην χώρα μας, ενώ καταβάλλει προσπάθειες για την ανασύνταξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αντίθετα η πολιτική οργάνωση του οπορτουνισμού, παρά την στήριξη, δεν κατάφερε να ανεβάσει την πολιτική της επιρροή, παραδέρνει σε εσωτερικές έριδες τακτικής, αναζητεί συνεχώς το πρόσωπο της «ανανέωσης», κυρίας απευθύνεται σε ορισμένα υψηλόμισθα τμήματα της κρατικής υπαλληλίας και καλοβολεμένους διανοούμενους. Δεν τον υποτιμούμε, ο αγώνας μας περιλαμβάνει σταθερό ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο με τις οπορτουνιστικές απόψεις που στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού έχουν προϋποθέσεις να ενισχυθούν και να δηλητηριάσουν τον ανερχόμενο ριζοσπαστικό που δείχνει δυναμική τάση στις συνθήκες της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης. Ο οπορτουνισμός ακόμα και αν δεν έχει οργανωτική μορφή λόγω της συγγένειάς του με την σοσιαλδημοκρατία, ως παρακλάδι της αστικής ιδεολογίας είναι πάντα επικίνδυνος και διαβρωτικός και σε περιόδους υποχώρησης του κινήματος, και σε περιόδους αντεπίθεσης. Γι’ αυτό άλλωστε ακόμα και όταν οι φορείς του επικρίνονται από φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ιδιαίτερα σε περιόδους που αναζητούνται ανοικτοί και όχι συγκαλυμμένοι σύμμαχοι, οι ιδέες τους είναι συμπαθείς ανάμεσά τους, όταν απέναντι τους υπάρχει ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, τους χρειάζονται είτε ως ιδέες είτε ως οπαδοί κόμματος ως ανάχωμα. Εσαεί χρήσιμοι για το σύστημα οι οπορτουνιστές. Η παλαιότερη και πρόσφατη ιστορία του κινήματος στην Ελλάδα προσφέρει άφθονα παραδείγματα.

Από την πρώτη στιγμή που αποκαταστάθηκε στο ΚΚΕ η ιδεολογικοπολιτική ενότητα στα τέλη του 1991 συνειδητοποιήσαμε ότι είναι αδύνατη η ισχυροποίηση του Κόμματος, η επίδρασή του στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις αν δεν δώσουμε απάντηση για τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες της νίκης της αντεπανάστασης, αν δεν βγουν συμπεράσματα. Αν δεν δώσουμε απάντηση πριν απ’ όλα στην εργατική τάξη της χώρας μας αν σωστά κάναμε που υπερασπισθήκαμε τον σοσιαλισμό, την Οκτωβριανή Επανάσταση, την ΕΣΣΔ. Δεν ξεχνάμε ότι χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές δολοφονήθηκαν, εκτελεστήκαν γιατί δεν θέλησαν να σώσουν την ζωή τους υπογράφοντας μια καταδικαστική δήλωση σε βάρος του ΚΚΣΕ, της ΕΣΣΔ, ή του Στάλιν. Είχαμε λοιπόν υποχρέωση να αναλάβουμε την ευθύνη μας να δώσουμε απάντηση στα χιλιάδες ερωτήματα που μας διατύπωναν μέλη του Κόμματος, της ΚΝΕ, φίλοι και οπαδοί αλλά και καλοπροαίρετοι άνθρωποι του λαού. Πάντα νοιώθουμε και σήμερα έτσι το βλέπουμε ως αναπόσπαστο τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, με μερίδιο τόσο στα θετικά όσο και σε όποιες αρνητικές πλευρές σημειώθηκαν.

Γνωρίζαμε πόσο δύσκολο, υπεύθυνο ζήτημα ήταν να απαντήσουμε σε ένα ζήτημα παγκόσμιας σημασίας και ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα αρχικά μιας συνεργασίας με τα κομουνιστικά κόμματα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, αφού αυτά είχαν αυτοδιαλυθεί ή μεταλλαχθεί. Αποκαταστήσαμε σχέσεις με νέα κομουνιστικά κόμματα που ιδρύθηκαν εκεί, με μαρξιστές επιστήμονες. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε σημαντικό μέρος του υλικού των συζητήσεων που διεξάγονταν στο Κόμμα και στα επιστημονικά ιδρύματα, των διαφορετικών απόψεων που υπήρχαν για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ειδικά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ταυτόχρονα εντάξαμε το πρόβλημα αυτό μέσα στις διεθνείς συνθήκες, τον διεθνή συσχετισμό αλλά και την κατάσταση που επικρατούσε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Βλέποντας τα πράγματα με απόσταση χρόνου από το 1991 συνειδητοποιούμε σήμερα πόσο ωφέλιμη και καταλυτική υπήρχε η επιλογή μας, από την πρώτη στιγμή και αφού είχαμε προσδιορίσει στο συνέδριο μας ότι δεν πρόκειται για κατάρρευση αλλά για νίκη της αντεπανάστασης με όχημα την Περεστρόικα, να στρέψουμε την έρευνα μας όχι στην περίοδο του τέλους, αλλά από την αρχή, από την νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Πραγματικά ήταν τολμηρή απόφαση όταν μάλιστα καταλαβαίναμε ότι πρόκειται για γιγάντιο έργο, αφού έπρεπε να ερευνήσουμε επιστημονικά και όχι επιφανειακά και συναισθηματικά όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, και μάλιστα στο επίπεδο των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων, στο πεδίο της οικονομίας και όχι αποκλειστικά στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος όπως αρκετά κόμματα έκαναν. Καταλαβαίναμε ότι πρέπει να δούμε τα πράγματα σε όλη την πορεία του πρωτόγνωρου έργου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όταν μάλιστα δεν ήταν δυνατόν οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού να προβλέψουν όλη την πορεία οικοδόμησης και τα νέα ζητήματα που θα προέκυπταν. Η απόφαση μας αυτή να ξεκινήσουμε από τις πηγές, η επίγνωσή μας ότι η αντεπανάσταση δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από τα έξω αλλά είχε ρίζες και μέσα, στις ίδιες τις σοσιαλιστικές χώρες, δεν μας οδήγησε στην απόρριψη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Από την πρώτη στιγμή αναδείξαμε την ανωτερότητά του, την μεγάλη, πολύτιμη και αναντικατάστατη προσφορά του στις διεθνείς εξελίξεις, στον παγκόσμιο αγώνα της εργατικής τάξης, των λαών. Η έρευνα που κάναμε επιβεβαίωσε και επαύξησε την προσφορά του σοσιαλισμού με επικεφαλής την χώρα που για πρώτη φορά οικοδομήθηκε, την ΕΣΣΔ.

Το 1995 και αφού πήραμε γνώμες και παρατηρήσεις από τα κομουνιστικά κόμματα που είχαμε σχέσεις σε διεθνές επίπεδο πραγματοποιήσαμε Πανελλαδική Κομματική Συνδιάσκεψη ( προηγήθηκε συζήτηση σε όλο το Κόμμα) η οποία συζήτησε και ψήφισε ντοκουμέντο με τα πρώτα συμπεράσματα για τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες της νίκης της αντεπανάστασης.

Το ντοκουμέντο αυτό βεβαίως άφηνε πολλά κενά σε ζητήματα της σοσιαλιστικής οικονομίας και του εποικοδομήματος, ωστόσο μας εφοδίασε με ένα βασικό υλικό που μας επέτρεψε με επιθετικό τρόπο να υπερασπισθούμε την μαρξιστική λενινιστή θεωρία, γενικότερα την θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Αναδείξαμε κριτικά την πορεία των λαθών που έγιναν, το έδαφος που αναπτύχθηκαν, πώς λαθεμένες εκτιμήσεις και επιλογές άνοιξαν το δρόμο στην οπορτουνιστική παρέκκλιση.. Το ντοκουμέντο βασίσθηκε κυρίως στα υλικά οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχει επέκταση της μελέτης και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ωστόσο ήταν πρακτικά πιο εύκολο να σταθούμε στην πρώτη χώρα που διαμόρφωση την πείρα της οικοδόμησης.

Η απόφαση του 1995 μας εφοδίασε με την θέση ότι ο σοσιαλισμός οικοδομήθηκε σε αντιπαράθεση με την αντίληψη ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε κρατικός καπιταλισμός και εργατική γραφειοκρατία. Μας εφοδίασε με τη θέση ότι η αντεπανάσταση ξεκίνησε από τα πάνω από τα ίδια τα κόμματα εξουσίας.

Διαπιστώσαμε ότι στροφή προς την ενδυνάμωση των δυνάμεων της αντεπανάστασης αποτέλεσε το 20ό συνέδριο, και στη συνέχεια οι κατοπινές οικονομικές μεταρρυθμίσεις του 1965.

Μετά το 1995 ανοίξαμε μια νέα σελίδα στην βαθύτερη διερεύνηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με ακόμα πιο πλατιά βιβλιογραφία, με περισσότερες συνεργασίες με κομμουνιστές επιστήμονες από τις χώρες που είχαν οικοδομήσει το σοσιαλισμό, με κομμουνιστικά κόμματα, με ημερίδες και με ειδικά οργανωμένα ταξίδια, με ένα πλατύ υλικό που μεταφράσαμε με την βοήθεια μαρξιστών επιστημόνων.

Το 2008 και αφού η ΚΕ για μεγάλο σχετικά χρονικά διάστημα επεξεργάσθηκε νέο, πιο ολοκληρωμένο ντοκουμέντο που ασχολήθηκε με τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, το πεδίο της σοσιαλιστικής οικονομίας, διατυπώθηκε ένα σχέδιο διαλόγου και συζήτησης που δύο φορές συζητήθηκε μέσα στο Κόμμα ως τις ΚΟΒ αλλά και στην ΚΝΕ. Συγκεντρώσαμε παρατηρήσεις, ερωτήματα, απορίες ακόμα και προβληματισμούς διαφορετικούς και τελικά το κείμενο αυτό έγινε προσυνεδριακό ντοκουμέντο και ξεχωριστό θέμα των εργασιών του 18ο συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 2009. Το σχέδιο θέσεων στάλθηκε σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα που έχουμε σχέσεις και ζητήσαμε παρατηρήσεις και προβληματισμούς.

Είχαμε συνείδηση ότι ένα τέτοιο μεγάλο ζήτημα που καθορίζει τον χαρακτήρα και την στρατηγική του Κόμματος δεν έπρεπε να είναι απλά ένα ντοκουμέντο της ΚΕ, αλλά να εγκριθεί μέσα από Συνέδριο.

Η συζήτηση στο Κόμμα και στην ΚΝΕ αποτέλεσε και αποτελεί μια νέα σελίδα στην δράση μας, άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την ατμόσφαιρα μέσα και γύρω από το Κόμμα μας, στην ΚΝΕ, σε νέες ηλικίες που μας προσεγγίζουν, που δέχονται ένα καταιγισμό αντικομουνισμού. Οι νεότερες, οι μικρές ηλικίες γεννήθηκαν είτε λίγο πριν την Περεστρόικα είτε μετά τις ανατροπές είναι πιο εκτεθειμένες στην μαύρη και αντιεπιστημονική προπαγάνδα.

Η προσυνεδριακή συζήτηση διαμόρφωσε ένα κλίμα ουσιαστικής αυτοπεποίθησης ότι το ΚΚΕ είναι σε θέση τολμηρά και θαρραλέα να εξετάζει μεγάλα προβλήματα, να τοποθετείται αυτοκριτικά, να κάνει κριτική χωρίς να πέφτει στον μηδενισμό και την λαθολογία, χωρίς να επιτρέπει στον ταξικό αντίπαλο, στον οπορτουνισμό να αξιοποιεί αυτήν την κριτική σε βάρος του κινήματος.

Όπως αναφέρεται στο 18ο συνέδριο η αστική πολεμική απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, που συχνά παίρνει και τη μορφή διανοητικού ελιτισμού, επικεντρώνει τα πυρά της στον επαναστατικό πυρήνα του εργατικού κινήματος: Πολεμά γενικά την αναγκαιότητα της επανάστασης και το πολιτικό της προϊόν, τη δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία. Ειδικότερα, πολεμά το προϊόν της πρώτης νικηφόρας επανάστασης, της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αντιπαλεύοντας με μένος κάθε φάση όπου η Επανάσταση αποκάλυπτε και αντίκρουε την αντεπαναστατική δράση, τα οπορτουνιστικά αναχώματα, τα οποία, σε τελική ανάλυση, άμεσα ή έμμεσα αποδυνάμωναν την Επανάσταση σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Σήμερα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, στις κοινωνίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχουμε πολύ μεγάλο βαθμό ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, δηλαδή υπάρχει συγκέντρωση της παραγωγής και της εργατικής τάξης. Οπωσδήποτε η ανισομετρία είναι στοιχείο σημαντικό για το καθορισμό στρατηγικών καθηκόντων όπως π.χ. ζητήματα συμμαχιών, πρόβλεψη του κρίκου που μπορεί να επιταχύνει την όξυνση των αντιθέσεων. Όμως η ανισομετρία δε δικαιολογεί διαφορετικό στρατηγικό στόχο, δηλαδή στόχο άλλου τύπου εξουσίας από την εργατική, δε δικαιολογεί ενδιάμεση εξουσία μεταξύ της καπιταλιστικής και της εργατικής. Είναι δεδομένος ο ταξικός χαρακτήρας της εργατικής εξουσίας για την οποία παλεύει το ΚΚ. Βεβαίως, θα ακολουθήσει πολιτική συμμαχιών κάνει ελιγμούς για τη συγκέντρωση και προετοιμασία δυνάμεων.

Το ΚΚΕ εκφράζει αυτή τη θέση με τη γραμμή του ΑΑΔ Μετώπου, ως συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους μικρούς και μεσαίους αγρότες και τους αυτοαπασχολούμενους. Είναι, όμως, ζήτημα σημαντικό το ίδιο το ΚΚ να μην μπερδεύει τη γραμμή συγκέντρωσης δυνάμεων με το στρατηγικό του στόχο, να μην απεμπολεί την αυτοτελή ιδεολογική - πολιτική, στρατηγική του θέση, την αυτοτελή οργανωτική του οντότητα εξ αιτίας της συμμετοχής του σε μορφές οργάνωσης της συμμαχίας.

Το ΚΚΕ έκανε τέτοια λάθη στο παρελθόν. Συλλογικά έχουμε βγάλει συμπεράσματα που νομίζουμε ότι έχουν διεθνή σημασία.

Ανισόμετρη ανάπτυξη σημαίνει ανισόμετρη πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη, σημαίνει ότι κάποια χώρα ή σε έναν περίγυρο χωρών, που υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει τον «αδύναμο κρίκο» στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, σχετικά νωρίτερα να εμφανίσει προϋποθέσεις εκδήλωσης επαναστατικής κατάστασης. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα σε συνθήκες που συντελούνται διεργασίες και ανακατατάξεις στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, οξύνονται αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Έτσι βλέπουμε ως εθνικό καθήκον του κάθε ΚΚ και της εργατικής τάξης κάθε χώρας την συμβολή του στη διεθνή ταξική πάλη, με την επιτυχημένη αξιοποίηση της πανεθνικής κρίσης για την αποσταθεροποίηση - ανατροπή της αστικής εξουσίας, την κατάκτηση της εξουσίας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Στο Πρόγραμμα του Κόμματος μας που διαμορφώσαμε στο 15ο Συνέδριο μας διατυπώνουμε την θέση ότι η επικείμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική.

Ανεξάρτητα από το μέγεθος μιας χώρας, τη θέση της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, σε ποια ήπειρο βρίσκεται κλπ., θεωρούμε πως υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά της νέας κοινωνίας, των σοσιαλιστικών σχέσεων που διαμορφώνει η επαναστατική εργατική εξουσία. Δεν συμφωνούμε με την «μοντελοποίηση» του σοσιαλισμού και την «εθνική ιδιομορφία» που αναιρεί τις νομοτέλειες. Η πραγματικότητα της κάθε κοινωνίας, π.χ. το μέγεθος των αγροτών, το επίπεδο των μέσων παραγωγής κλπ. δεν αναιρεί τις γενικές τάσεις και αρχές.

Επίσης, είναι κρίσιμο ζήτημα να αποκτήσουμε ενιαία αντίληψη σ’ ένα βασικό ζήτημα. Αν η εμφάνιση των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων μπορεί να προκύψει με μεταρρυθμίσεις χωρίς την ολοκληρωτική σύγκρουση - ανατροπή της αστικής εξουσίας, των θεσμών της.

Αν και αυτό το ζήτημα είχε αντιμετωπιστεί και θεωρητικά και πρακτικά, επανέρχεται και πιέζει ΚΚ που συχνά διακηρύσσουν την πίστη τους στο μαρξισμό - λενινισμό. Είναι κύριο ζήτημα της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κινήματος.

Θεωρούμε πως η δράση των εργατικών και λαϊκών μαζών κατά την επαναστατική κατάσταση συνεπάγεται αμφισβήτηση - σύγκρουση με όλους τους θεσμούς της αστικής εξουσίας μέχρι να γκρεμισθούν και να διαμορφωθούν νέα επαναστατικά όργανα της εργατικής εξουσίας. Μόνο έτσι θα αφαιρεθεί η πολιτική δύναμη, η κυριαρχία από την αστική τάξη, θα τσακιστεί η αντίσταση της αστικής τάξης αφού ποτέ και πουθενά δεν πρόκειται να παραχωρήσει την εξουσία οικιοθελώς. Η έννοια της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν περιορίζεται μόνο στην ανατροπή της αστικής εξουσίας αλλά αφορά όλη την διαδικασία εδραίωση και κυριαρχίας των κομμουνιστικών σχέσεων μέχρι την πλήρη εξάλειψη των τάξεων.

Από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της απόφασης του 18ου Συνεδρίου είναι η ανάδειξη του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ως ατελούς μορφής της κομμουνιστικής κοινωνίας, ως αρχικής βαθμίδας. Διαπιστώσαμε ότι ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς και ο Λένιν είχαν σαφή θεωρητική άποψη για τον χαρακτήρα του σοσιαλισμού, στην πράξη ερμηνεύθηκε και κυρίως αυτονομήθηκε ως μια ολοκληρωμένη αυτοτελής κοινωνία η οποία στην εξέλιξη της θα οδηγούσε στον κομμουνισμό. Αυτή η αυθαίρετη διχοτόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, σε σοσιαλιστική και κομμουνιστική, ανεξάρτητα προθέσεων, αποτέλεσε την βάση για το δυνάμωμα των οπορτουνιστικών αντιλήψεων τόσο στο πεδίο των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής όσο και στο εποικοδόμημα. Υπέσκαψε το χαρακτήρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, του πανεθνικού προγραμματισμού και υπονομεύτηκε ο χαρακτήρας του ΚΚ ως ιδεολογικοπολιτικής επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και κατά την εδραίωση, ανάπτυξη της νέας κοινωνίας. Υπονομεύτηκε ο χαρακτήρας του κεντρικού σχεδιασμού τελικά οδήγησε στο αδυνάτισμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής αντί στην ενίσχυσή τους. Από εκεί και πέρα η ισχυροποίηση των αντεπαναστατικών δυνάμεων και στο πολιτικό εποικοδόμημα εξηγείται.

Ως κόμμα θεωρούμε ότι με βάση και την θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού ως σοσιαλισμός προσδιορίζεται ο ανώριμος κομμουνισμός η κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο κομμουνισμός δηλαδή που μόλις βγαίνει από τα σπλάχνα του καπιταλισμού και είναι αναγκασμένος να στηριχθεί στην οικονομική - τεχνική βάση που κληρονομεί από αυτόν. Αλλά στο σοσιαλισμό ισχύουν οι βασικές νομοτέλειες της κομμουνιστικής κοινωνίας: η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η διευρυμένη αναπαραγωγή με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, ο κεντρικός σχεδιασμός, ο εργατικός έλεγχος, ακόμη και ορισμένη κατανομή με βάση τις ανάγκες (π.χ. παιδεία, υγεία κλπ.). Ακριβώς όμως λόγω του ανώριμου χαρακτήρα του σοσιαλισμού για ένα μέρος του κοινωνικού προϊόντος (αυτό που αφορά τα είδη ατομικής κατανάλωσης) ισχύει η αρχή της κατανομής στο καθένα ανάλογα με την εργασία του.

Παίρνουμε υπόψη τη θεωρητική διαπάλη που έγινε στην ΕΣΣΔ και θα συνεχίσουμε τη μελέτη στο θέμα αυτό.

Όμως εμείς ως Κόμμα θεωρούμε ως παραβίαση των σοσιαλιστικών σχέσεων την αντίληψη και πολιτική που στηρίζεται στη βάση του νόμου της αξίας για την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Είναι άλλο ζήτημα η επιλεκτική, προσωρινή πρακτική υψηλότερης αμοιβής της ειδικευμένης και διευθυντικής εργασίας. Μέτρο της εργασίας στο σοσιαλισμό είναι μόνο ο χρόνος εργασίας που συμβολίζει τη σχεδιασμένη ατομική συνεισφορά στη διαμόρφωση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Βεβαίως επισημαίνουμε την ανάγκη βαθύτερης μελέτης των ζητημάτων που αφορούν την πολιτική μισθών που ακολουθήθηκε στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.

Σημείο εκκίνησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι αυτό της άμεσης κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Μιλώντας με τις σημερινές διαστάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας αναφερόμαστε στους στρατηγικούς τομείς που ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει συγκεντρώσει σε τεράστιες μετοχικές εταιρίες και μονοπωλιακούς ομίλους. Σήμερα, από ορισμένους χρησιμοποιείται η ΝΕΠ για να δικαιολογήσει εκτεταμένες παραχωρήσεις στις καπιταλιστικές σχέσεις, όπως έγινε στην Κίνα, όπου κυριάρχησαν πλέον, αλλά όπως είχε γίνει και στην ΕΣΣΔ τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980.

Θεωρούμε ότι η ΝΕΠ ήταν μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα για τη Σοβιετική Ρωσία μετά τον εμφύλιο και την ξένη επέμβαση. Ο Λένιν δεν την είδε μεσοπρόθεσμα, αλλά ως ανάγκη για το πέρασμα από τον πολεμικό κομμουνισμό, λόγω της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και του εμφυλίου. Είχε καθαρή την προοπτική της γρήγορης κατάργησή της ΝΕΠ. Η ουσία είναι ότι έτσι κι αλλιώς η επαναστατική εργατική εξουσία πρέπει να σχεδιάζει και να δρα στην κατεύθυνση κατάργησης της εκμεταλλευτικής σχέσης μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου. Μ’ αυτήν την έννοια θεωρούμε ότι είναι αδύνατη η μακροχρόνια συνύπαρξη κομμουνιστικών και καπιταλιστικών σχέσεων στα πλαίσια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όπως έδειξε και η πείρα της ΕΣΣΔ σύντομα τέθηκε στην πράξη το ζήτημα ποιος-ποιον.

Η κομμουνιστική παραγωγή - και στην ανώριμη βαθμίδα της - είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή: Ο καταμερισμός εργασίας δε γίνεται για την ανταλλαγή, δε διαμορφώνεται μέσω της αγοράς, τα προϊόντα της εργασίας που καταναλώνονται ατομικά δεν είναι εμπορεύματα.

Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις παύουν να υπάρχουν όταν πάψουν να υπάρχουν τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας που τις αναπαράγουν. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα αλλά συνειδητά, μέσω της πολιτικής της εργατικής εξουσίας. Δηλαδή, η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να έχει πολιτική για την εξάλειψη των στοιχείων της παλιάς κοινωνίας, πολιτική ένταξης της κάθε ατομικής εργασίας σε άμεσα κοινωνική εργασία.

Αναγνωρίζουμε την ύπαρξη εμπορευματικών σχέσεων στην ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής παραγωγής και προϊόντων της συνεταιριστικής. Όμως η κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πρέπει να είναι η εξάλειψη των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων και να συνοδεύεται από ανάλογη πολιτική. Δηλαδή, να συνοδεύεται από μέτρα για να επιταχυνθεί η διαδικασία συνένωσης των χαμηλών μορφών συνεταιρισμού σε ανώτερες, για την ανάπτυξη των ανώτερων μορφών συνεταιρισμού και ωρίμανσής τους - από την άποψη των υλικών προϋποθέσεων - ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνική παραγωγή.

Είναι κατανοητό σε χώρες όπως η Ελλάδα που διατηρούνται σχετικά πιο εκτεταμένα στρώματα μικρών εμπορευματοπαραγωγών (π.χ. στην αγροτική παραγωγή) ότι τίθεται το ζήτημα της εξασφάλισης της συμμαχίας αυτών των στρωμάτων στην διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέσω του παραγωγικού συνεταιρισμού υποταγμένου στο κεντρικό σχεδιασμό ως μια μεταβατική μορφή που αποσκοπεί στην διαμόρφωση των υλικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για την ουσιαστική ένταξη των αυτοαπασχολούμενων στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, για την πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.

Στηρίζουμε την αρχή του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, της παραγωγής, της κατανομής του εργατικού δυναμικού και της διανομής του κοινωνικού προϊόντος και θεωρούμε πως σήμερα πρέπει να μελετηθεί το πώς το ΚΚ θα εξασφαλίζει σε κάθε φάση την έγκαιρη και πλήρη αξιοποίηση των επιστημονικοτεχνικών επιτευγμάτων στο κεντρικό σχεδιασμό, ώστε ως προϊόν του υποκειμενικού παράγοντα να εκφράζει τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες άρα να λειτουργεί αποτελεσματικά για τους στόχους της διευρυμένης σοσιαλιστικής παραγωγής και κατανομής.

Από την άποψη αυτή κρίνουμε ως λανθασμένη, ως στοιχείο οπορτουνιστικής παρέκκλισης την πολιτική επιλογή που κυριάρχησε μετά το 20ό Συνέδριο και ιδιαίτερα μετά το 1965 για την αξιοποίηση των μηχανισμών και νομοτελειών της αγοράς για την διόρθωση λαθών και αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού (π.χ. επιχειρησιακό κέρδος, καθιέρωση της ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων κλπ.)

Θεωρούμε ότι στο σοσιαλισμό στο επίπεδο της εξουσίας αντιστοιχεί η επαναστατική δικτατορία της εργατικής τάξης η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων και πρώτα απ’ όλα των σχέσεων παραγωγής αλλά και του εποικοδομήματος. Η δικτατορία του προλεταριάτου σε αντίθεση με τις συκοφαντίες που δέχεται από την αστική και μικροαστική προπαγάνδα είναι αυτός ο τύπος κράτους που καταφέρνει να βγάζει τις μεγάλες προλεταριακές μάζες από το περιθώριο στο οποίο τις καταδικάζει ο αστικός κοινοβουλευτισμός. Βέβαια είναι ζήτημα της ικανότητας του κόμματος και στην πράξη επιβεβαίωσης του επαναστατικού καθοδηγητικού ρόλου του να προσελκύονται εργατικές μάζες στα όργανα εξουσίας που οικοδομούνται σε παραγωγική βάση, σε κάθε κοινωνική υπηρεσία κλπ. Σε αυτά τα όργανα, και με τη βοήθεια των αντίστοιχων κομματικών οργανώσεων, η εργατική τάξη μαθαίνει να ασκεί και τις τρεις λειτουργίες της εξουσίας: να αποφασίζει, να εκτελεί και να ελέγχει. Ιδιαίτερο ζήτημα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι το τράβηγμα με την προοπτική του σοσιαλισμού των μη προλεταριακών ή μισό-προλεταριακών λαϊκών στρωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι σχεδιάζεται αντίστοιχα η ύπαρξη ανάλογων οργάνων, π.χ. στους συνεταιρισμένους αγρότες, αυτοαπασχολούμενους, με την ύπαρξη ανάλογων οργάνων.

Με την απόφαση του 18ου συνεδρίου για το σοσιαλισμό περάσαμε σε φάση ιδεολογικής και πολιτικής αντεπίθεσης.

Η διερεύνηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μας βοήθησε επίσης να εμπλουτίσουμε την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό που είχαμε επεξεργασθεί το 1996 στο 15ο συνέδριο του Κόμματός μας.

Το κείμενο για το σοσιαλισμό δεν βοηθά μόνο να απαντήσουμε στον αντίπαλο, αυτή είναι μια πλευρά όμως δεν είχαμε αυτό και μόνο το στόχο. Έχοντας πιο καθαρό στην συλλογική κομματική συνείδηση τι είναι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, πώς λύνονται τα προβλήματα της κοινωνικοποίησης, της διαστρωμάτωσης, της ταξικής πάλης που οξύνεται, τι γίνεται με τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, με τον σχεδιασμό και προγραμματισμό, με τον εργατικό έλεγχο, αποκτάμε σήμερα την δυνατότητα να εντάσσουμε καλύτερα την τακτική στην στρατηγική, να διατυπώνουμε στο λαό την εναλλακτική μας πρόταση που σχετίζεται με το πρόβλημα της εξουσίας.

Προβάλλοντας της κατακτήσεις στο σοσιαλισμό, που παρά τα λάθη και τις ελλείψεις αλλά και τα αντικειμενικά εμπόδια λόγω διεθνούς συσχετισμού, ήταν πρωτόγνωρες και ασύγκριτες με τις όποιες κατακτήσεις των εργαζομένων στον καπιταλισμό, δεν χτυπάμε μόνο την συκοφαντία, αποδεικνύουμε ότι υπάρχουν δυνατότητες να λυθούν τα εργατικά, τα λαϊκά προβλήματα, υπάρχει λύση, υ υπάρχει προοπτική.

Δίνουμε ουσιαστικό περιεχόμενο στην αναμέτρηση μας και με την αστική ιδεολογία, τον ρεφορμισμό αλλά και τον οπορτουνισμό.

Ο διεθνής οπορτουνισμός πατώντας στην νίκη της αντεπανάστασης, στην απογοήτευση και στην σύγχυση που ακολούθησε έχει ανασυνταχθεί, στην Ευρώπη μάλιστα ιδρύοντας το αριστερό Ευρωκόμμα, ενώ σε άλλες ηπείρους όπως και στην αμερικανική κάνει προσπάθειες να διαδώσει την σοσιαλδημοκρατική αντίληψη περί σοσιαλισμού, να ποδηγετήσει ριζοσπαστικά κόμματα και κινήματα που αφυπνίζονται.

Σε αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε ότι λειτουργεί η αυτοαποκαλούμενη «5η Διεθνής» ως κέντρο αναπαραγωγής και διάδοσης ουτοπικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων όπως αυτή του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα». Αποτελεί μοχλό πίεσης για την εγκατάλειψη της κομμουνιστικής ταυτότητας. Πολύ περισσότερο αφού σ' αυτή πρωτοστατούν δυνάμεις κυβερνητικές, δυνάμεις που δούλεψαν για την διάλυση των ΚΚ, αλλά και σοσιαλδημοκρατικές και τροτσκιστικές δυνάμεις.

Δεν έχουμε δικαίωμα εμείς οι Έλληνες κομμουνιστές και κομμουνίστριες που διαθέτουμε τεράστιες εμπειρίες 92 χρόνων αδιάλειπτης πάλης, να ξεχνάμε ότι η αστική τάξη στήριξη και στηρίζει κάθε ιδεολογική και πολιτική παρέκκλιση από τις αρχές και τις νομοτέλειες του επαναστατικού κινήματος, της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού. Συγκεντρώνει την επίθεσή της στα ζητήματα της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» και ειδικότερα γίνεται αδιάλλακτος εχθρός απέναντι στην περίοδο που κτίσθηκε η σοσιαλιστική βάση της ΕΣΣΔ, γιατί τότε κρίθηκε η νίκη του σοσιαλισμού.

Όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του 18ου συνεδρίου, «βλέπουμε κριτικά και αυτοκριτικά, για να γίνει το ΚΚΕ, ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ισχυρότερο στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μελετάμε και κρίνουμε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και αυτοκριτικά, δηλαδή με πλήρη συνείδηση ότι και οι δικές μας αδυναμίες, θεωρητικές ανεπάρκειες και λαθεμένες εκτιμήσεις αποτελούσαν μέρος του προβλήματος.

Προχωράμε με συλλογικότητα, με αυτογνωσία των δυσκολιών και των ελλείψεων και με ταξική αποφασιστικότητα σε παραπέρα εκτιμήσεις και συμπεράσματα, στον εμπλουτισμό της προγραμματικής μας αντίληψης για το σοσιαλισμό. Γνωρίζουμε και δεχόμαστε ότι η μελλοντική ιστορική μελέτη, από το Κόμμα μας και διεθνώς από το κομμουνιστικό κίνημα, σίγουρα θα φωτίσει περισσότερο τα ζητήματα της πείρας της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Αναμφίβολα, θα προκύψουν και ζητήματα συμπλήρωσης, βελτίωσης και εμβάθυνσης κάποιων εκτιμήσεών μας. Άλλωστε, η ανάπτυξη της θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού είναι αναγκαιότητα, ζωντανή διαδικασία, πρόκληση για το Κόμμα μας και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα και στο μέλλον».