Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ο πόλεμος


Καρμέλο Σουάρες. ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ των Λαών της Ισπανίας.

1914-2014: 100 χρόνια ιμπεριαλιστικού πολέμου

Το 2014 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την πρώτη μεγάλη παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Η πρώτη μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η λεγόμενη «Μεγάλη Ύφεση» σάρωσε τον κόσμο από το 1873 κι έθεσε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε μια δύσκολη κατάσταση. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από τη Βιομηχανική Επανάσταση είχε φτάσει σε επίπεδα ασύγκριτα με το παρελθόν. Ήταν η πρώτη μεγάλη κρίση υπερπαραγωγής του καπιταλισμού.

Η Ύφεση προσδιορίζει το τέλος της περιόδου της ελεύθερης ανταλλαγής και ανακοινώνει το μελλοντικό καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό. Η απάντηση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δόθηκε στη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1884-1885). Αν μέχρι τότε ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός μετά βίας είχε φτάσει στην Αφρική, από τότε θα ριχνόταν στην ανελέητη κατάκτηση της ηπείρου: μέσα σε λίγα χρόνια, μόνο η Λιβερία (προτεκτοράτο των ΗΠΑ) και η Αιθιοπία (μετά από έναν απελευθερωτικό πόλεμο) θα έμεναν εκτός του μοιράσματος των αποικιών.

Το τέλος του βρετανικού ιμπεριαλιστικού μονοπωλίου και η γέννηση μιας ιμπεριαλιστικής πολυπολικότητας, όχι μόνο δεν εγγυήθηκαν την ειρήνη, αλλά εξασφάλισαν τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ δυνάμεων.

Εκείνη τη στιγμή, όταν η ιστορική σοσιαλδημοκρατία έπρεπε να παίξει το ρόλο της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος, ολοκλήρωσε την προδοσία της, περνώντας στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Με την υπογραφή, από πλευράς της γαλλικής και γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, των πολεμικών πιστώσεων (4 Αυγούστου 1914), όχι μόνο δρομολογούνταν η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς στηρίζοντας τη δική της ιμπεριαλιστική αστική τάξη, αλλά και αποδεικνυόταν ότι το εργατικό κίνημα μπορεί να εδραιωθεί παλεύοντας αποτελεσματικά ενάντια στον οπορτουνισμό.

Έναν αιώνα μετά, η σημερινή κρίση είναι πολύ πιο βαθιά από το 1873, ακόμα και από το 1929. Σήμερα, όπως τότε, η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική του φάση θέτει τις κεντρικές αστικές τάξεις σε μια θέση του τύπου όλα ή τίποτα. Ο κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης ανακόπτεται και οι αστικές τάξεις έχουν δύο επιλογές: ή να δουν την εξουσία τους ως κυρίαρχη τάξη να υποχωρεί ή να ριχτούν σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ως απελπισμένη διέξοδο. Στον ιμπεριαλισμό πια δεν υπάρχει ειρήνη, υπάρχει μια γενική κατάσταση μόνιμου πολέμου.

Ένα προηγούμενο ιστορικό γεγονός ήταν καθοριστικό για τη σημερινή κατάσταση, ο θρίαμβος της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και στις σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, επαναφέροντας την καπιταλιστική δικτατορία στο μεγαλύτερο μέρος του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ.

Η ΕΣΣΔ, μαζί με τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες και το κίνημα των αδεσμεύτων, όρθωσε ένα πραγματικό τείχος στα πιο επιθετικά σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο ενάντια στο σοσιαλισμό, μειώνοντας έτσι-μεταβατικά-τον κίνδυνο μιας ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ καπιταλιστών.

Σήμερα, μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίς την ύπαρξη αυτού του τείχους που ήταν το σοσιαλιστικό μπλοκ, είμαστε μάρτυρες του πώς οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εντείνονται γρήγορα, δημιουργώντας μια κατάσταση που η εργατική τάξη και οι πρωτοπόρες της οργανώσεις, τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, πρέπει να αναλύσουμε και να μελετήσουμε σε βάθος, αν θέλουμε να δομήσουμε μια συνεπή επαναστατική θέση σε σχέση με την ιστορική στιγμή που ζούμε, στην οποία η πιθανότητα νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων είναι κάθε μέρα και μεγαλύτερη.

1. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εντείνονται

Με την ιστορική εξέλιξη, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται. Αυτή η όξυνση προέρχεται από την αντιπαράθεση για τις πρώτες ύλες -ιδιαίτερα τις πιο σπάνιες και τις πιο αναγκαίες για το σημερινό παραγωγικό μοντέλο- για τον έλεγχο των αγορών που είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση υπεραξίας και για τον έλεγχο των γεωπολιτικών περιοχών που παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ισχύ (π.χ., η Ευρασία).

Μελετώντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που σήμερα εκφράζονται, είναι αναγκαίο, πέρα από το να αναφερθούμε και στις “παραδοσιακές” ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή η Ιαπωνία, να συμπεριλάβουμε την ομάδα χωρών που αντιστοιχούν στο αρκτικόλεξο BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), των οποίων ο αυξανόμενος ρόλος στο οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο δεν μπορεί να παρακαμφτεί στις αναλύσεις που καμουφλάρουν τη θέση τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.

Ι. Ο ρόλος των ΗΠΑ

Πρακτικά τα μισά από τα 500 μεγαλύτερα μονοπώλια του κόσμου προέρχονται από τις ΗΠΑ. Ακόμα κι έτσι, η οικονομία των ΗΠΑ υποχωρεί, με τη συμμετοχή στο παγκόσμιο ΑΕΠ μεταξύ 2001 και 2012 να περνά από το 24% στο 18,9%, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Ταυτόχρονα, η ακόμη μη αμφισβητήσιμη στρατιωτική της υπεροχή την καθιστά τη μόνη χώρα που μπορεί να επέμβει στρατιωτικά σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Αυτή η δυσανάλογη στρατιωτική δύναμη μετατρέπεται σε άσσο ενάντια στην καπιταλιστική κρίση, για να τον χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή για τα συμφέροντά της.

Η διοίκηση Ομπάμα βασίζεται στο δόγμα Smart Power (συνδυασμός μη επανδρωμένων, NSA-CIΑ και διπλωματίας), πράγμα που δεν είναι τίποτε άλλο από τη σημερινή στρατηγική για την αποκρυστάλλωση της βορειοαμερικανικής ηγεμονίας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, σε συνθήκες αυξανόμενης αμφισβήτησής της από άλλες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ πάντα κατέφευγαν στον πόλεμο όταν έβλεπαν ότι τα συμφέροντά τους βρίσκονταν σε κίνδυνο, σε οποιαδήποτε χώρα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν το λόγο οποιοδήποτε πρόσχημα.

Η δεύτερη θητεία Ομπάμα χαρακτηρίζεται από ένα πολύ συγκεκριμένο σχήμα εξωτερικής πολιτικής, όπου την ίδια στιγμή που αυξάνεται η σημασία και το ενδιαφέρον για τη ζώνη της Ασίας και του Ειρηνικού, ξεχωρίζουν ως κύρια σκηνικά -τα οποία ο βορειοαμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν καταφέρνει να ελέγξει-το Αφγανιστάν (με τους δεσμούς του με το Πακιστάν), το Ισραήλ-Παλαιστίνη και η Βόρεια Αφρική. Ταυτόχρονα, οι σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία γίνονται αντιληπτές από τις ΗΠΑ σε ένα σχήμα που συνδυάζει τη συνεργασία και τη σύγκρουση, [1] ενώ η Λατινική Αμερική, η Ευρώπη και η Αφρική, εν γένει, θεωρούνται «η πίσω αυλή», όπου η πιθανότητα συγκρούσεων δεν έχει την ίδια βλαπτική ικανότητα που έχει σε άλλες περιοχές του πλανήτη.

Η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να είναι το παγκόσμιο στρατηγικό σημείο αναφοράς, όπου επικεντρώνεται σήμερα η πλειοψηφία των «καυτών σημείων»: Ισραήλ και Παλαιστίνη, Ιράν, Συρία, Αίγυπτος κτλ.

Η κύρια απειλή στην ηγεμονική θέση των ΗΠΑ έρχεται από την πρόβλεψη της μετατροπής της Κίνας σε πρώτη παγκόσμια οικονομική δύναμη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Σε αυτό προστίθεται η στρατηγική συμμαχιών που αναπτύσσει η Κίνα στη γεωπολιτική της ζώνη, που περιλαμβάνει καθοριστικές χώρες όπως η Ινδία και η Ρωσία.

ΙΙ. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το ΚΚΛΙ ορίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια διακρατική ιμπεριαλιστική ένωση που σήμερα είναι μία από τις βασικές δυνάμεις. Έτσι εκφράζεται στις θέσεις που εγκρίναμε στο 9ο Συνέδριό μας, που προέβλεπαν ότι «Ο ρόλος της ΕΕ -σε μια παρόμοια κατάσταση με την Ιαπωνία- ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό με βάση τη σχέση της με το βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, όμως η ενδοϊμπεριαλιστική διαπάλη εκφράζεται κυκλικά και αποκαλύπτει τα συμφέροντα της ολιγαρχίας της ΕΕ για τον εκτοπισμό των ΗΠΑ από την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα». [2]

Ο διακρατικός χαρακτήρας της ΕΕ είναι ένας γενεσιουργός παράγοντας εσωτερικών εντάσεων, πολύ ευαίσθητων σε συνθήκες κρίσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Γερμανία που προσπαθεί να επιβάλει διαδικασίες συγκεντροποίησης, στις οποίες αντιτίθενται άλλες χώρες της ΕΕ επειδή βάλλονται τα εθνικά τους συμφέροντα και σε άλλες περιπτώσεις, είναι οι υπόλοιπες χώρες αυτές που θέλουν να προχωρήσουν στη διαδικασία συγκεντροποίησης και αντιμετωπίζουν την άρνηση της γερμανικής κυβέρνησης που δε θέλει να φορτωθεί τις οικονομικές δυσκολίες των πιο αδύναμων ιμπεριαλιστικών χωρών. Οι αντιστάσεις σε σχέση με την τραπεζική ενότητα -τα ευρωομόλογα- είναι ένα παράδειγμα αυτών των συγκρουσιακών τάσεων. Αν και το κράτος-έθνος τείνει να χάσει ορισμένα στοιχεία κυριαρχίας, εξακολουθεί να είναι το βασικό πλαίσιο καπιταλιστικής συσσώρευσης και -κατά συνέπεια- το βασικό πλαίσιο ανάπτυξης της ταξικής πάλης.

Η ΕΕ θα αντιμετωπίζει πάντα τη δυσκολία που προκύπτει από την ποικίλη κοινωνικοοικονομική, ιστορική, πολιτισμική, κοινωνική κτλ. βάση, που εντάσσει στο σχέδιό της και αυτό αποτελεί ένα μέχρι σήμερα απροσπέλαστο εμπόδιο για την προώθηση του υπερκρατικού στόχου ολοκλήρωσής της. Οι παλιές διαδικασίες δημιουργίας κρατών-εθνών στην Ευρώπη (18ος-19ος αιώνας) πέρασαν από διαδικασίες ομογενοποίησης μιας ευρείας κοινωνικής βάσης, με χαρακτήρα ένταξης, που το ιμπεριαλιστικό σχέδιο της ΕΕ δεν κατάφερε να δημιουργήσει.

Ο ιμπεριαλισμός της ΕΕ, εν μέρει, έχει κοινά συμφέροντα με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, που μπορούν να υλοποιηθούν σύντομα με την υπογραφή της Συνθήκης Ελευθέρου Εμπορίου ΕΕ-ΗΠΑ.

Η Παγκόσμια Ευρωπαϊκή Στρατηγική (EGS, σύμφωνα με το αρκτικόλεξο στα αγγλικά), ορίζει τη βασική πολιτική γραμμή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Ενώ για το 2050 εκτιμάται ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δε θα βρίσκεται ανάμεσα στις 10 πρώτες οικονομίες του κόσμου, η EGS ορίζει μια γεωπολιτική ζώνη με την ονομασία «στρατηγική γειτνίαση» (strategic neigbourhood).

Η στρατηγική γειτνίαση θα αποτελείται όχι μόνο από τις κοντινές γεωγραφικά χώρες (Ανατολική Ευρώπη και πρώην ΕΣΣΔ, μεσογειακές χώρες), αλλά και από άλλες, σε «ευρύτερες περιοχές» που είναι λειτουργικά συνδεδεμένες με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, όπως το Σάχελ, το Κέρας της Αφρικής, η Μέση Ανατολή, η Κεντρική Ασία, η Αρκτική και οι κοντινές ακτογραμμές. [3]

Αυτός ο προσανατολισμός εξηγεί την αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της ΕΕ και των μελών της σε επιχειρήσεις όπως η επιχείρηση Atalanta σε σομαλικά ύδατα, τη στρατιωτική επέμβαση στο Μάλι, τη Στρατηγική για την Ασφάλεια και την Ανάπτυξη του Σάχελ ή το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Γαλλίας για την ανατροπή του Καντάφι.

Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων «στρατηγικής γειτνίασης», ο αυξανόμενος ρόλος της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα πρόσθετο στοιχείο ανησυχίας. Από το 1923, η Τουρκία είναι συστηματικός σύμμαχος της ΕΕ και των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως επιβεβαιώνεται από την ένταξή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1949), στο ΝΑΤΟ (1952) και στον ΟΟΣΑ (1963), αλλά και ως ιμπεριαλιστική δύναμη του επιπέδου της ασκεί μια σημαντική επιρροή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Αντανάκλαση αυτής της κατάστασης είναι ο πετρελαιαγωγός Μπακού-Τιφλίδας-Τσεϊχάν, που καλείται να μετατραπεί σε μία από τις κύριες οδούς παροχής πετρελαίου στην Ευρώπη. Για το λόγο αυτόν παρατηρείται από την ΕΕ με ανησυχία, τόσο η πιθανή ισχύς της Τουρκίας όσο και η ολοένα και μεγαλύτερη σύνδεσή της με τις ΗΠΑ.

Αυτό μας εντάσσει με το παραπάνω σε ένα ουσιώδες κεφάλαιο για την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική στρατηγική: το ενεργειακό ζήτημα. Η ΕΕ είναι υποχρεωμένη να προμηθεύεται από το εξωτερικό, εξαιτίας της έλλειψης ενεργειακών πόρων στο έδαφός της, πράγμα που επηρεάζει την ασφάλεια των κρατών-μελών και τα επιθετικά της σχέδια στο διεθνές σκηνικό. Πολύ περισσότερο με βάση το γεγονός ότι οι ΗΠΑ προχωρούν προς την ενεργειακή ανεξαρτησία. [4] Για την ΕΕ η ενεργειακή κυριαρχία μπορεί να έρθει από τα αποθέματα αερίου που υπάρχουν στην Ευρασία, τα μεγαλύτερα αποθέματα που έχουν βρεθεί, [5] πράγμα που την υποχρεώνει ξανά και ξανά να αναδιαμορφώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία.

Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δεν έχουν τις κατάλληλες συνδέσεις με την υπόλοιπη ΕΕ και εξαρτώνται από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, περιοχές με μεγάλη αστάθεια, πράγμα για το οποίο η στρατηγική της ΕΕ περνά από τη λεγόμενη «διαφοροποίηση των πηγών παροχής» που προβλέπει πως κάθε κράτος- μέλος θα έχει τουλάχιστο δύο διαφορετικές πηγές παροχής, με διαφορετικές δομές γι’ αυτόν το σκοπό.

Αυτή η θέση, που την υπερασπίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σκοπό έχει να βελτιώσει τις εσωτερικές συνδέσεις της ΕΕ και να μειώσει την εξάρτηση από την παροχή της Ρωσίας. Το «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο» της ΕΕ έχει αυτό το νόημα και βαίνει αντίθετα προς τα ρωσικά συμφέροντα, παρά το ότι η Κομισιόν χρειάστηκε να αλλάξει τα αρχικά της σχέδια λόγω της γαλλικής και κυρίως της γερμανικής πίεσης, χωρών που δεν ήταν διατεθειμένες τα κρατικά τους μονοπώλια να χάσουν την ιδιοκτησία των δικτύων αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

Για να διατηρήσει τη θέση ισχύος της, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντά της, η ΕΕ αναπτύσσει διάφορα σχέδια εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών της ικανοτήτων και υποχρεώνει όλα τα μέλη της σε μια διαρκή αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Αν και στο στρατιωτικό πεδίο δεν έχουν γίνει βήματα προς τη δημιουργία ενιαίων στρατών της ΕΕ, προωθούνται διαφορετικές μορφές συντονισμού αναφορικά με όσα έχουν να κάνουν με την κατασκοπία, τα αστυνομικά σώματα και τις τακτικές της κρατικής τρομοκρατίας, τη Frontex, την Europol, τον ΟΟΣΑ κτλ.

ΙΙΙ. Η Ιαπωνία

Ο ρόλος της Ιαπωνίας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα προσδιορίζεται από την εξέλιξή της από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Η άγρια επίθεση του βορειοαμερικανικού καπιταλισμού με τις βόμβες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη στρατιωτική της ικανότητα και το μοίρασμα των ζωνών επιρροής -υπό αμερικανική κυριαρχία στην περίπτωση της Ιαπωνίας- προσδιόρισαν τις στρατηγικές συσσώρευσης του ιαπωνικού καπιταλισμού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Με μια περιορισμένη έκταση και με έλλειψη ενεργειακών πόρων ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός διάλεξε μια στρατηγική ανάπτυξης που βασίζεται σε μια εξειδίκευση σε πόρους μεγάλης επιστημονικής και τεχνολογικής ισχύος -ηλεκτρονική, μηχανική, αυτοκίνηση κτλ.-και στην επίτευξη ενεργειακής ανεξαρτησίας, καταφεύγοντας στην πυρηνική παραγωγή.

Απελευθερωμένος, αντίθετα προς τη βούλησή του, από σημαντικές στρατιωτικές δαπάνες, ο ιαπωνικός καπιταλισμός σε συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ αποκατέστησε γρήγορα την ικανότητα καπιταλιστικής συσσώρευσης σε ιμπεριαλιστική φάση, κάνοντας αυτό που ήταν το αρχικό του μειονέκτημα στο τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, μια θέση στήριξης της αυξανόμενης ανάπτυξής του ως ιμπεριαλιστική δύναμη, όντας ένας εκ των τριών πόλων του μεταπολεμικού σκηνικού.

Παρά τις επιτυχίες της πρώτης περιόδου, αυτή η στρατηγική κατέληξε θέτοντας -ως αποτέλεσμα της ίδιας της εσωτερικής λογικής του-τον ιαπωνικό καπιταλισμό σ’ ένα μακροχρόνιο κύκλο οικονομικής στασιμότητας που -χωρίς να χάσει την επίδρασή του σε παγκόσμιο επίπεδο- περιόρισε τις επιθυμίες του για απεριόριστη ανάπτυξη.

Σημαντικές αλλαγές στη γεωπολιτική ζώνη της Ιαπωνίας τις τελευταίες δεκαετίες είχαν έντονο αντίκτυπο στην ικανότητά της ως παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Από τη μία, η σημαντικότατη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, ιστορικού ανταγωνιστή για την ηγεμονία στην περιοχή και από την άλλη, η αυξανόμενη ανάπτυξη του ινδικού καπιταλισμού, από κοινού με άλλους ιμπεριαλιστικούς πόλους μικρότερων διαστάσεων, όξυναν τις εντάσεις στην περιοχή, μειώνοντας τον προνομιούχο ρόλο της Ιαπωνίας.

Το πρόσφατο καταστροφικό ατύχημα στη Φουκουσίμα έθεσε υπό αμφισβήτηση το μοντέλο ενεργειακής παροχής της, θέτοντάς το σε μια κατάσταση αβεβαιότητας σε σχέση με το μέλλον, από την οποία είναι πολύ δύσκολο να διαφύγει, καθώς οι πιθανότητες μετατροπής εκ νέου του ενεργειακού μοντέλου είναι σύνθετες κι έχουν τεράστιο οικονομικό κόστος που η Ιαπωνία δεν είναι σε θέση να αναλάβει.

Οι στρατιωτικές συμμαχίες που προσδιορίζονται στην περιοχή, με καθοριστικό βάρος της Κίνας που πλέον παράγει οπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, υποχρέωσαν πρόσφατα την Ιαπωνία να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες και να αναλάβει την ανάγκη μιας ανταγωνιστικής ικανότητας στο πεδίο του πολέμου. Αυτό σημαίνει νέες εξαρτήσεις που δεν προβλέπονταν στο ιαπωνικό οικονομικό μοντέλο.

Η αύξηση των νεότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θα εκτοπίζει την Ιαπωνία στο πεδίο του παγκόσμιου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Η συμμαχία της με τις ΗΠΑ είναι μια βλαβερή διέξοδος από αυτή την κατάσταση, καθώς -παρότι είναι η «σανίδα σωτηρίας της»- μπορεί να την οδηγήσει στη δημιουργία νέων σκηνικών πολέμων που προωθούνται από τις ίδιες τις ανάγκες του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

IV. Οι BRICS

Η ετερογενής ομάδα δυνάμεων που συμπεριλαμβάνονται σε αυτή την ονομασία εκπροσωπεί δυναμικές εξελίξεις των νέων εκφράσεων που παίρνουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες υποχρεώνουν τις πιο παραδοσιακές δυνάμεις να αναπτύξουν νέες στρατηγικές.

α) Η θέση της Ρωσίας

Η εξωτερική συμπεριφορά της Ρωσίας μέχρι το 2018 αντανακλάται στο κείμενο «Αντίληψη Εξωτερικής Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας» ή «Αντίληψη 2013», όπου ορίζονται οι εξής στόχοι: «Εξασφάλιση της ασφάλειας της χώρας, προστατεύοντας την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα, εξασφαλίζοντας την προνομιακή θέση της στη διεθνή κοινότητα, ως ενός εκ των ανταγωνιστικών και επιβλητικών πόλων του σημερινού κόσμου.»

Η Ρωσική Ομοσπονδία εγκυμονεί την αντίληψη μιας νέας παγκόσμιας τάξης που βασίζεται σε πολλαπλούς πόλους εξουσίας, κινητοποιούμενη από τη σταδιακή απώλεια σχετικού βάρους των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ρωσία βλέπει τον εαυτό της ως έναν εξ αυτών των πόλων εξουσίας, πράγμα που ονομάζει «πολυκεντρικό σύστημα».

Για το σύνολο της ΕΕ η ρωσική στρατηγική περνά από την ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η ένταξη το 2004 δέκα νέων χωρών στην ΕΕ, της πλειοψηφίας του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ που σήμερα αντιτίθενται στη Μόσχα, δυσκόλεψε αρκετά τις σχέσεις με την ΕΕ, σε βαθμό που η «Συμφωνία Σύνδεσης και Συνεργασίας» -η οποία έληξε το 2007- δεν μπόρεσε να ανανεωθεί μέχρι σήμερα. Όλα αυτά, όπως είδαμε στην παραπάνω παράγραφο, στα πλαίσια του ανταγωνισμού μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ αναφορικά με την παροχή ενέργειας.

Ξεχωρίζει το γεγονός ότι οι Ρώσοι καταλαβαίνουν στην «Αντίληψη 2013» ως σημαντικό κίνδυνο «την ατελή ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά την κρίση της ευρωζώνης», πράγμα που σημαίνει κινδύνους στο μέλλον, όπως ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για στρατηγικούς πόρους, η επιβολή ιεραρχίας αξιών οδηγώντας στην ξενοφοβία, στη μη ανοχή και σε μια μεγαλύτερη ένταση στις διεθνείς σχέσεις.

Από την άλλη μεριά, εξακολουθεί να θεωρεί απειλή τη στήριξη των ΗΠΑ στις λεγόμενες «χρωματιστές επαναστάσεις» και την αντιπυραυλική ασπίδα του ΝΑΤΟ. Η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών εξακολουθεί να είναι ο πρωταρχικός χώρος δράσης της Ρωσίας, θέτοντας αντίσταση στην επέκταση του ΝΑΤΟ, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο γεωπολιτικός άξονας μεταφέρεται στον Ειρηνικό, πράγμα για το οποίο η Ρωσία συντονίζει δράσεις στην Κεντρική Ασία με την Κίνα στα πλαίσια μιας δραστήριας συνεργασίας σε όλα τα πεδία. Ταυτόχρονα, η Ρωσία διατηρεί μια ειδική αναφορά στην Ινδία, κύριο πελάτη των ρωσικών μονοπωλίων. Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε με μεγαλύτερο βαθμό σταθερότητας μια «τρόικα Ρωσίας-Κίνας-Ινδίας».

Η Ρωσική Ομοσπονδία εξακολουθεί να είναι μια πολύ σημαντική παγκόσμια πυρηνική δύναμη, με μεγάλη αποτρεπτική ισχύ έναντι άλλων ιμπεριαλισμών, αλλά και με μεγάλη επιθετική δύναμη σ’ ένα πολεμικό σκηνικό.

β) Η θέση της Βραζιλίας

Με 200 εκατομμύρια κατοίκους, το ΑΕΠ της έφτασε το 2012 τα 2.252,628 δισ. δολάρια [6] και είναι η δεύτερη οικονομία της αμερικανικής ηπείρου. Έχει μεγάλο αγροτικό και ορυκτό πλούτο, βιοτεχνία, αποθέματα αερίου και πετρελαίου και διαθέτει ανεπτυγμένη αεροναυπηγική και αυτοκινητιστική βιομηχανία. Το Εμπορικό Επιμελητήριο του Σάο Πάολο είναι ένα από τα πιο σημαντικά του κόσμου. Όλα αυτά κάνουν τη Βραζιλία μια αναδυόμενη δύναμη με αυξανόμενο παγκόσμιο βάρος.

Το οικονομικό της μοντέλο επικεντρώνεται στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων (καλαμπόκι, σόγια, καφέ, κακάο, ζάχαρη κλπ.), ενεργειακών, φυσικών και ορυκτών (πετρέλαιο, αέριο, ξύλο, χρυσός κλπ.) πρώτων υλών. Αυτή η οικονομική δραστηριότητα, παρά το ότι γεννά μεγάλο πλούτο, είναι ακόμα υποθηκευμένη από το ιστορικό της παρελθόν ως εξαρτημένης δύναμης, πράγμα που κάνει την προστιθέμενη αξία που επιστρέφει στη Βραζιλία να είναι ακόμα χαμηλή, θέτοντας στην πρώτη θέση γι’ αυτή τη χώρα το στοίχημα της προώθησης της τεχνολογικής ανάπτυξης, για να ανατραπεί αυτή η κατάσταση.

Από το 2009 μέχρι το 2012το ΑΕΠ της πέρασε από τα 1.595 δισ. δολάρια στα 2.252,628 δισ. και οι προβλέψεις λένε ότι το 2013 θα κλείσει με 2.456 δισ. [7] Από την άλλη μεριά, η αυξανόμενη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με τη δημιουργία νέων εργοστασίων κάθε τύπου ή την επέκταση της εκμετάλλευσης της ζούγκλας του Αμαζονίου, σημαίνει ένα τεράστιο σημείο προσέλκυσης για τα ξένα μονοπώλια, που έχουν αυξήσει τις επενδύσεις τους στη χώρα, περνώντας από τα 50,7 και πλέον δισ. δολάρια το 2008 σε 76 και πλέον δισ. το 2012. Ταυτόχρονα, η δύναμη της βραζιλιάνικης αστικής τάξης (με την ανεκτίμητη κρατική στήριξη) της επέτρεψε να εξάγει το 2011 κεφάλαια αξίας άνω των 110,00 δισ. δολαρίων [8] και να μετατραπεί στο βασικό μέτοχο άλλων εταιριών της περιοχής, ούσα κύρια δύναμη της σημαντικής διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίων σε περιφερειακή κλίμακα. [9]

γ) Η θέση της Ινδίας

Η Ινδία, τόσο εξαιτίας του δημογραφικού της βάρους όσο και λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης, παίζει έναν ξεχωριστό ρόλο σε περιφερειακό επίπεδο και ένα σχετικό ρόλο σε διεθνές επίπεδο. Το ΑΕΠ της Ινδίας αυξήθηκε από τα 3.377 δισ. δολάρια το 2008 σε περισσότερα από 4.458 δισ. το 2011 και με προβλέψεις κοντά στα 5.000 δισ. για το 2013. [10]

Αναφορικά με την εξαγωγή κεφαλαίου, η ινδική ολιγαρχία έχει χάσει έδαφος σε σχέση με τον πιο άμεσο ανταγωνιστή της, την Κίνα. Η Ινδία, μετά από μια περίοδο ανόδου (2007-2009) στην εξαγωγή κεφαλαίων, ξεκινά μια περίοδο υποχώρησης, με 14 δισ. δολάρια το 2010.

δ) Η θέση της Νότιας Αφρικής

Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ για το 2012 και με τις προβλέψεις για το 2013, η Νότια Αφρική είναι η μεγάλη κυρίαρχη της αφρικανικής ηπείρου. Τα στοιχεία της κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2013 το επιβεβαιώνουν με αύξηση του ΑΕΠ της από τα 273 δισ. δολάρια το 2008 στα 384 δισ. το 2012. Ακολουθεί η Νιγηρία (268 δισ. δολάρια) και η Αίγυπτος (256 δισ. δολάρια). [11]

Μετά από μια περίοδο υποχώρησης στην εισροή κεφαλαίων, που έφτασε στο κατώτατο σημείο το 2010, η Νότια Αφρική γίνεται ξανά ελκυστική για τις διεθνείς καπιταλιστικές ολιγαρχίες, με τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στη χώρα να ξεπερνούν τα 5,8 δισ. δολάρια το 2011.

ε) Η θέση της Κίνας

Το κινεζικό ΑΕΠ γνωρίζει από το 2008 συνεχή αύξηση, περνώντας από τα 4.500 δισ. στα 8.200 δισ. το 2012 και με προβλέψεις για 9.000 δισ. το 2013.

Οι στοχεύσεις της Κίνας στο οικονομικό, πολιτικό και διπλωματικό πεδίο βρίσκουν την ολομέτωπη αντίθεση των ΗΠΑ. Η Κίνα, μέσω της αγοράς εταιριών, της εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, [12] της κατασκευής υποδομών και της παροχής δανείων σε διάφορες χώρες, εξακολουθεί να ανεβαίνει. Μετά το τελευταίο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, η οικονομία του ασιατικού γίγαντα προσανατολίζεται στην απόδοση περισσότερης σημασίας στην ενδυνάμωση της εσωτερικής της αγοράς, πράγμα με το οποίο θα κατάφερνε να μειώσει την εξωτερική εξάρτησή της.

Όπως λέγαμε και για τη Ρωσία, για την Κίνα ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης είναι μια ευκαιρία να αναχαιτίσει την επιρροή των ΗΠΑ, τόσο στην Κεντρική Ασία όσο και στον Ειρηνικό. Σ’ ένα βαθμό αποτελεί αντίβαρο στη στρατιωτική περικύκλωση που οι ΗΠΑ πραγματοποιούν γύρω από την Κίνα.

Η Κίνα σήμερα είναι μια εξαρτημένη χώρα αναφορικά με τις ενεργειακές εισαγωγές, ιδιαίτερα αναφορικά με το πετρέλαιο, που αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα στη στρατηγική συνεχούς ανάπτυξης του ΑΕΠ του ασιατικού γίγαντα. Αλλά η χώρα είναι επίσης εξαρτημένη από προϊόντα υψηλής τεχνολογικής αξίας. Αυτή η ενεργειακή και τεχνολογική εξάρτηση χαράζει τη γραμμή στρατηγικής δράσης στην εξωτερική πολιτική της χώρας, που προσανατολίζεται σε ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία των κινεζικών εταιριών στο εξωτερικό, ειδικά στην Αφρική, που διαφοροποιεί τις πηγές απόκτησης πετρελαίου συγκεκριμένα και πρώτων υλών εν γένει.

Μια σταθερή και σχετικά ασφαλής ροή πετρελαίου και πρώτων υλών προερχόμενων από περιοχές που δεν ελέγχονται έντονα από τους άλλους ιμπεριαλιστικούς πόλους θα έδινε διπλό κέρδος για την Κίνα. Από τη μία μεριά, θα μείωνε την εξάρτηση, είτε άμεση είτε έμμεση, από τους βασικούς ανταγωνιστές της σε διεθνές επίπεδο. Από την άλλη μεριά, θα δομούνταν μια εθνική αγορά που θα επέτρεπε την εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίου ως βασικό βήμα για την εξασφάλιση ενός τεχνολογικού και οικονομικού άλματος της Κίνας και θα ήταν σε θέση να αποκρυσταλλώσει μια ηγεμονική θέση στο διεθνές στερέωμα.

Αυτή η γραμμή δράσης ανησυχεί έντονα τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που φοβούνται ότι μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία της Κίνας θα έφερνε μαζί μια αύξηση της επιθετικότητας στην εξωτερική πολιτική.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκρυσταλλώνουν συμμαχίες ενάντια στην Κίνα με χώρες όπως η Ιαπωνία, [13] η Νότια Κορέα ή οι Φιλιππίνες, με τις οποίες διατηρούν συμφωνίες στο στρατιωτικό πεδίο. Σήμερα, ο στρατός των ΗΠΑ προορίζει το 50% των πόρων του στον Ειρηνικό και το υπόλοιπο 50% μοιράζεται μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

στ) Ορισμένα συμπεράσματα για τις χώρες BRICS

Αν προσέξουμε τα μακροοικονομικά στοιχεία, οι BRICS παίζουν έναν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στο διεθνές σκηνικό. Για το 2012, το συνολικό ΑΕΠ των BRICS (14.854 δισ. αμερικάνικα δολάρια) βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτό των ΗΠΑ (15.684 δισ. δολάρια) και της ΕΕ (16.584 δισ. δολάρια). [14]

Αναφορικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, οι BRICS ξεπερνούν άνετα τις ΗΠΑ και την Ευρώπη των 27, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΗΕ. [15]

Αυτή η σημαντική οικονομική ανάπτυξη, που βασίζεται στην επικαιροποίηση του ιστορικού μοντέλου καπιταλιστικής συγκέντρωσης που προωθείται από τις αντίστοιχες αστικές τάξεις κάτω από τη σημαία της εθνικής κυριαρχίας, εισάγει στον παγκόσμιο καπιταλισμό νέες διενέξεις και εντάσεις ιμπεριαλιστικής φύσης.

Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε μια εξαναγκαστική ισορροπία, στην οποία κάθε δύναμη προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση της τη στιγμή που κάνει επιδείξεις δύναμης για να δυσκολέψει τους αντίθετους χειρισμούς που μπορεί να αποδυναμώσουν τις θέσεις της. Ο παράγοντας της στρατιωτικής αποτροπής -και εν τέλει του πολέμου- είναι ένα φυσικό συστατικό αυτής της διένεξης για τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας στον καπιταλισμό.

Στο άμεσο μέλλον, ως αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, θα προκύψουν νέα πλαίσια συμμαχιών και διαφορετικά, νέα σκηνικά συγκρούσεων. Η ύπαρξη οπλοστασίων ικανών να καταστρέψουν πολλές φορές τον πλανήτη, που δε σταματούν να αυξάνονται, συντηρεί το ενδεχόμενο μόνιμου πολέμου στις πιο αμφισβητούμενες περιοχές και αποτελεί μια μόνιμη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη.

Μόνο η ύπαρξη της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού μπλοκ προηγουμένως μπόρεσε να επιτρέψει σοβαρές διαπραγματεύσεις αφοπλισμού, στις οποίες ο ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη μείωση της πολεμικής του μηχανής. Σήμερα δεν είναι δυνατό να γίνουν συμφωνίες, όπως οι Συνθήκες για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (SALT I & SALT II) που επιτεύχθηκαν τον περασμένο αιώνα, χάρη στην πάλη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών δυνάμεων για την ειρήνη.

2. Η θέση της Ισπανίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα

Η ανάπτυξη του ισπανικού καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίστηκε από την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα των αδύναμων δομικών του χαρακτηριστικών. Ο στόχος του Αθνάρ να γίνει μέλος των G8 παρέμεινε αυταπάτη.

Σε αυτή την κατάσταση αυξανόμενου φιλοπόλεμου χαρακτήρα της ισπανικής κυβέρνησης, η ισπανική σοσιαλδημοκρατία, με σκοπό να κεφαλαιοποιήσει τις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη χώρα μας, έθεσε την πρόταση να αποσυρθούν τα μισθοφορικά στρατεύματα της Ισπανίας από το Ιράκ, σε περίπτωση που γινόταν κυβέρνηση.

Η αναιμική εκλογική νίκη της σοσιαλδημοκρατίας στις 14 Μάρτη 2004 σήμανε στροφή στις διεθνείς θέσεις του ισπανικού καπιταλισμού.

Ο Θαπατέρο εκπλήρωσε την υπόσχεσή του να αποσύρει άμεσα τα στρατεύματα από το Ιράκ κι έκανε μια πιο φιλοευρωπαϊκή στροφή στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που επίσης έψαχνε τρόπο να καταστήσει κερδοφόρες τις ιμπεριαλιστικές θέσεις των ισπανικών μονοπωλίων στη Λατινική Αμερική, αλλάζοντας τον προηγούμενο πιο άμεσο προσανατολισμό προς τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ.

Αργότερα, η κυβέρνηση Θαπατέρο, μετατράπηκε στην ισπανική κυβέρνηση που είχε τα περισσότερα στρατεύματα να συμμετέχουν σε επεμβάσεις σε ξένες χώρες. Η σοσιαλδημοκρατία εκείνων των χρόνων εντάχτηκε σε όλες τις στρατιωτικές αποστολές που σχεδιάστηκαν από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, χωρίς να εκφράσει κανενός τύπου διαφωνία.

Το ξέσπασμα της κρίσης το καλοκαίρι του 2007 άνοιξε μια περίοδο υποχώρησης των απατηλών βημάτων στην καπιταλιστική διαμόρφωση της Ισπανίας, που έφτασε το 2013 σε μια κατάσταση αυξανόμενης αδυναμίας και πλήρους ανικανότητας να θέσει σε κίνηση την πιο ελάχιστη στρατηγική αποκατάστασης του ποσοστού κέρδους.

Οι διαδοχικές οικονομικές αποτυχίες της κυβέρνησης την οδηγούν σε μια κατάσταση αυξανομένων δυσκολιών για τη διατήρηση των τακτικών στρατιωτικών κονδυλίων, που έρχονται σε ξεκάθαρη σύγκρουση με την ανάγκη της να ενταχτεί στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές πολέμου, για να προσπαθήσει να αποκτήσει συμμετοχή στη διεθνή εκμετάλλευση και καταλήστευση που προωθούν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Έτσι, ο ισπανικός καπιταλισμός βρίσκεται στις εξής συνθήκες:

Μια οικονομική κρίση που επηρεάζει όλες τις δομές με βαρύτατο τρόπο, χωρίς πιστευτό ορίζοντα αποκατάστασης.

Την ανάγκη να κάνει τις πολεμικές πολιτικές καθοριστικό στοιχείο στη διαδικασία παρασιτικής συγκέντρωσης πλούτου.

Την ανικανότητα να διατηρήσει τους αναγκαίους πολεμικούς πόρους για μια ανταγωνιστική συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Γι’ αυτό, αυτά τα χρόνια, οι διάφορες κυβερνήσεις αναπτύσσουν μια στρατηγική που επικεντρώνεται στη συμμετοχή (αν και μικρή) σε κάθε στρατιωτική επέμβαση του ιμπεριαλισμού και στην αξιοποίηση των θέσεών της στη στρατιωτική γεωπολιτική.

Από τότε που η κυβέρνηση Θαπατέρο απέσυρε τα μισθοφορικά στρατεύματα της Ισπανίας από το Ιράκ, δεν υπήρξε ούτε μια ευκαιρία όπου η ισπανική κυβέρνηση (Θαπατέρο και Ραχόι) να έχει αρνηθεί τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δράσεις σε άλλες χώρες.

Από στρατιωτική γεωπολιτική άποψη, η ισπανική κυβέρνηση παρέχει τις πιο προνομιούχες θέσεις της στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο για να προσπαθήσει να αντισταθμίσει τις στρατιωτικές της αδυναμίες. Παράδειγμα αυτού είναι η μόνιμη εγκατάσταση Βορειοαμερικανών στρατιωτικών στη βάση της Ρότα, στα πλαίσια της στρατηγικής της αντιπυραυλικής ασπίδας του Ομπάμα ή η παρουσία διάφορων ξένων στρατιωτικών εγκαταστάσεων στα Κανάρια νησιά.

3. Ο οπορτουνισμός και ο πόλεμος

Η λεγόμενη θεωρία του πολυπολικού κόσμου αντικατοπτρίζει τις οπορτουνιστικές θέσεις στις μέρες μας, όσον αφορά τον ιμπεριαλισμό και τις διεθνείς σχέσεις αυτής της φάσης του καπιταλισμού.

Κατά τη διάρκεια διάφορων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που υπήρξαν ιστορικά, οι διαμάχες ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις των διάφορων χωρών διαμόρφωσαν μπλοκ περιστασιακών συμμαχιών σε όλες τις στιγμές που δεν μπορούσαν από μόνες τους να ασκήσουν διεθνή έλεγχο. Σε στιγμές που μία από αυτές τις κυρίαρχες τάξεις αποκτούσε μια θέση εξουσίας στον κόσμο, αμέσως οι ομόλογές της από άλλες χώρες προσπάθησαν να δομήσουν συμμαχίες για να υπονομεύσουν τη δύναμη της πρώτης.

Η πολυπολικότητα απαντά απλά στις συμμαχίες και τα μπλοκ, που είναι πάντοτε πρόσκαιρα και που διαμορφώνουν οι διάφορες αστικές τάξεις στις εσωτερικές τους διαμάχες για να αποκτήσουν μια κυρίαρχη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή πυραμίδα.

Η αστική τάξη και οι οπορτουνιστικές δυνάμεις θέλουν να επιβάλουν στην εργατική τάξη την επιλογή της μιας ή της άλλης πλευράς. Για ακόμα μια φορά προβάλλουν τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης ως συλλογικά συμφέροντα. Το να υπερασπίζεται κανείς την πολυπολικότητα ως κάτι θετικό, σημαίνει να παραγνωρίζει τον ταξικό χαρακτήρα του Κράτους, να παραγνωρίζει το ρόλο που παίζουν οι κοινωνικές τάξεις σε αυτό και σε διεθνές επίπεδο και να περνά, ολόπλευρα, στο στρατόπεδο της αστικής τάξης.

Η θεωρία της πολυπολικότητας υποκαθιστά στις μέρες μας τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού του Κάουτσκι. Η θέση μας σε σχέση με αυτό εξακολουθεί να είναι η ίδια με τον καιρό του Λένιν, που, στο αθάνατο έργο του Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, είπε: «Οι καπιταλιστές δε μοιράζονται τον κόσμο παρασυρμένοι από μια ιδιαίτερη διαστροφή, αλλά γιατί ο βαθμός συγκέντρωσης στον οποίο έχουν φτάσει, τους υποχρεώνει να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο για να αποκτήσουν κέρδη. Και τα μοιράζονται “ανάλογα με το κεφάλαιο ”, “ανάλογα με τη δύναμη ”: είναι αδύνατη άλλη διαδικασία μοιρασιάς στο σύστημα της αγοραίας παραγωγής και του καπιταλισμού.» [16]

«Γι’ αυτό, οι “ενδοϊμπεριαλιστικές” ή “υπεριμπεριαλιστικές” συμμαχίες στον πραγματικό καπιταλιστικό κόσμο και όχι στη λαϊκή μικροαστική φαντασία των Άγγλων κληρικών ή του “μαρξιστή ” Γερμανού Κάουτσκι -όποια κι αν είναι η μορφή τους: μια ιμπεριαλιστική συμμαχία ενάντια σε άλλη ιμπεριαλιστική συμμαχία, ή μια γενική συμμαχία όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων-, μπορούν να είναι μόνο, και αναπόφευκτα, “υποχωρήσεις ” ανάμεσα σε πολέμους. Οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους και, με τη σειρά τους, προκύπτουν από τους πολέμους, επηρεάζοντας το ένα το άλλο.» [17]

Αν χθες ο Κάουτσκι υποστήριζε ότι μια ένωση όλων των ιμπεριαλιστικών πόλων σε έναν ήταν ο δρόμος για την ειρήνη, σήμερα οι υποστηρικτές της πολυπολικότητας υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη διαφορετικών ιμπεριαλιστικών πόλων είναι ο δρόμος προς την ειρήνη. Η πραγματικότητα είναι ότι και οι δύο κάνουν λάθος. Ο ιμπεριαλισμός, ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, απαιτεί την προσφυγή στον πόλεμο ως στρατηγική καπιταλιστικής συσσώρευσης και, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει, ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός δεν είναι εγγύηση για την ειρήνη.

Παράδειγμα των οπορτουνιστικών θέσεων είναι η περίπτωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας και της Ενωμένης Αριστεράς, δυνάμεων που αποτελούν τμήμα του σκληρού πυρήνα του οπορτουνιστικού ευρωπαϊκού πόλου που εκπροσωπείται στο ΚΕΑ. Ο Χοσέ Λουίς Θεντέγια, ΓΓ του ΚΚΙ, στο βιβλίο του που τιτλοφορείται « Οικοδομώντας το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», αγκαλιάζει χωρίς πολλή θεωρία, την πολυπολικότητα: «Γι ’ αυτό και αυτό το στοίχημα για την υπεράσπιση της Ειρήνης συνδέεται με την πρόταση της κατασκευής μιας κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχικής δημοκρατίας και κάποιων διεθνών σχέσεων που να βασίζονται στην πολυπολικότητα, την ισότητα στη μεταχείριση μεταξύ κρατών και την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών.» [18]

Τίποτα για το τέλος του καπιταλισμού!

Δυστυχώς, οι θέσεις που εκφράζονται από τον κύριο Θεντέγια, δεν είναι αποκλειστικά των Ισπανών οπορτουνιστών και προωθούνται από άλλα κόμματα και οργανώσεις, με την ανεκτίμητη συνεργασία των Μέσων αστικής προπαγάνδας, άμεσα συνδεδεμένων με τους μονοπωλιακούς ομίλους.

Έναντι αυτών των οπορτουνιστικών θέσεων, οι επαναστατικές οργανώσεις πρέπει να αναπτύξουμε μαζί μια δική μας συντονισμένη τακτική.

4. Η επαναστατική τακτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων

Σε αυτό το πανόραμα, τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα πρέπει να ορίσουμε σε πρώτο σημείο στην ατζέντα μας το θέμα του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πρέπει να εντείνουμε τον αγώνα μας ενάντια στις προετοιμασίες του πολέμου, την αύξηση των εξοπλισμών και τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή τη στιγμή η ανάπτυξη των εργασιών του Παγκόσμιου Συμβούλιου Ειρήνης και άλλων οργανώσεων, όπως της ΠΔΟΓ, της ΠΟΔΝ και της ΠΣΟ, στην προοπτική να γίνουν βήματα προς ένα μεγαλύτερο ταξικό αντιιμπεριαλιστικό συντονισμό, που να επιτρέπει τη δόμηση ενός ικανού παγκόσμιου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, στο πρόγραμμα του οποίου να βρίσκεται η πάλη ενάντια στον πόλεμο.

Ταυτόχρονα, είναι πιο αναγκαίος από ποτέ ο διπλασιασμός των δυνάμεων στον αγώνα για το ξεκαθάρισμα των θέσεων μέσα στο ΔΚΚ, αναπτύσσοντας μια ασίγαστη μάχη ενάντια στις οπορτουνιστικές θέσεις που εκπροσωπούν εκείνοι που υπερασπίζονται θεωρίες όπως αυτή της πολυπολικότητας.

Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να παρέμβουμε πολιτικά σε περίπτωση νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων: απαιτώντας την επιστροφή των στρατιωτών σε ιμπεριαλιστικές αποστολές, βάζοντας εμπόδια στην ανάπτυξη των στρατιωτικών σχεδίων στο έδαφός μας (στρατιωτικές βάσεις, μεταφορές στρατιωτών, πτήσεις της CIA κτλ.) και αγωνιζόμενοι για την απόσυρση της χώρας μας από τα ιμπεριαλιστικά μπλοκ και συμμαχίες, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ως στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με τον αγώνα για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Τέλος, τα Κομμουνιστικά και Εργατικά κόμματα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την περίπτωση που οι αντίστοιχες χώρες μας μπουν σε άμεση αντιπαράθεση σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο στόχος μας δεν πρέπει να είναι άλλος από τον αγώνα για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επαναστατικό εμφύλιο πόλεμο. Σε αυτά τα πλαίσια, τα διδάγματα που μας προσφέρει η επαναστατική εμπειρία της Ρωσίας του 1917 είναι αξιολογότατα, όπως και όλη η συζήτηση που έγινε ανάμεσα στον Λένιν και τους οπορτουνιστές στη 2η Διεθνή.

Είναι πιο πιθανό να είμαστε μάρτυρες του πώς οι οπορτουνιστικές δυνάμεις θα ξαναϋπογράψουν τις πολεμικές πιστώσεις, αφήνοντας να παρασυρθούν από τη δική τους αστική τάξη και χάνοντας από μπροστά τους τις διεθνιστικές θέσεις. Η τακτική των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων πρέπει να περάσει τότε σε μια ξεκάθαρη γραμμή αποδυνάμωσης της δικής μας αστικής τάξης, ενώ θα στοχεύει στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, φτάνοντας ακόμα και στην ξεχωριστή υπογραφή ειρήνης, αν είναι αναγκαίο για την ενδυνάμωση της επανάστασης.

Είναι μεγάλα και δύσκολα τα στοιχήματα που μπαίνουν για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, αλλά χωρίς αδυναμία ξέρουμε να τα προσεγγίζουμε, αν δε χάνουμε τη διεθνιστική προοπτική και το στρατηγικό στόχο της σοσιαλιστικής- κομμουνιστικής οικοδόμησης.


[1] Να μην ξεχνάμε ότι η Κίνα είναι ο βασικός κάτοχος κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ.

[2] Θέση 1 του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΛΙ, «Το ΚΚΛΙ στο σκηνικό παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης», σελ. 21.

[3] Έκθεση «Για μια παγκόσμια ευρωπαϊκή στρατηγική. Εξασφαλίζοντας την ευρωπαϊκή επιρροή σε ένα κόσμο που αλλάζει». Διαφόρων συγγραφέων, σελ. 10.Μετάφραση από το ΚΚΛΙ.

[4] Κατά βάση, χάρη στη χρήση τεχνικών όπως η υδραυλική τομή ή η οριζόντια διάτρηση, που επιτρέπει την πρόσβαση σε σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

[5] Οι στατιστικές της BRITISHPETROLEUM για το φυσικό αέριο στα τέλη του 2011 τοποθετούσαν τα υπαρκτά αποθέματα στην Ευρώπη και την Ευρασία σε 78.700bcm, πράγμα που αντιστοιχεί σε ένα 37,8%του παγκόσμιου συνόλου, με μια προβλεπόμενη διάρκεια με το σημερινό όγκο παραγωγής, άνω των 75 χρόνων. Από αυτά τα αποθέματα, μόνο 18.000 bcm (το 0.9%του παγκόσμιου συνόλου) βρίσκονται στην ΕΕ, ενώ η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών διαθέτει 74.700 bcm, το 35,8%του παγκόσμιου συνόλου.

[6] http://www.oficinascomerciales.es/icex/cma/contentTypes/common/records/mostrarDocumento/?doc=4257951

[7] http://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2013/01/weodata/index.aspx

[8] https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/

[9] http://www.cepal.org/publicaciones/xml/5/49845/LaInversionExtranjeraDirectaDocIinf2012.pdf

[10] http://www.oficinascomerciales.es/icex/cma/contentTypes/common/records/mostrarDocumento/?doc=4637520

[11] http://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2013/01/weodata/index.aspx

[12] Η Κίνα απέκτησε στο Αφγανιστάν τα μεγαλύτερα αποθέματα χαλκού στον κόσμο, στην περιοχή Μες Αϊνάκ, και τώρα φτιάχνει ένα δρόμο κι ένα σιδηρόδρομο για να διευκολύνει την εξόρυξη.

[13] Η απόφαση του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού αυτές τις μέρες να προχωρήσει στη σημαντική αύξηση των στρατιωτικών της πόρων βρίσκεται σε άμεση σχέση με αυτό το ζήτημα.

[14] http://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2013/01/weodata/index.aspx

[15] http://data.un.org/Data.aspx?d=ComTradef=_l1Code%3a1

[16] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 27, σελ. 391.

[17] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 27, σελ. 439.

[18] Θεντέγια Χοσέ Λουίς, «Οικοδομώντας το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Εναλλακτική στη δικτατορία του κεφαλαίου.