Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του να βλέπουμε την τρέχουσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από τη μακροχρόνια ιστορική προοπτική;
Σαφές μειονέκτημα μιας τέτοιας προοπτικής είναι πως ενώ καθορίζουμε τις μακροχρόνιες ιστορικές περιόδους, με άλλα λόγια τις διαφορετικές περιόδους του καπιταλιστικού συστήματος, πολλές ιδιαιτερότητες και η πραγματική δυναμική της ταξικής πάλης αναγκαστικά αποκλείονται ή περιορίζονται σε απλουστεύσεις. Η διερεύνηση των ηγεμονιών του καπιταλιστικού συστήματος, όπως καθιερώνονται σε παγκόσμια κλίμακα, σβήνει τις ιδιαιτερότητες των σχέσεων διαφόρων χωρών με τις ηγεμονικές δομές στις διάφορες στιγμές της δεδομένης ιεραρχίας. Αυτό καθίσταται αναπόφευκτο, όταν κοιτάμε «μακροχρόνια»...
Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας έρευνας χωρισμένης σε περιόδους, είναι από τη μια πλευρά, πως επιτρέπει να γίνουν αντιληπτά διάφορα φαινόμενα στα πλαίσια των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμιο-ιστορικό επίπεδο και δεν ασχολείται με το κάθε φαινόμενο ξεχωριστά. Οι θεωρητικές αφαιρέσεις πάνω στους νόμους κίνησης ολόκληρου του συστήματος επιτρέπουν στον αναλυτή να διερευνήσει τη συμπεριφορά μιας χώρας ή μιας περιοχής στη βάση αυτών των θεωρητικών κατασκευών. Με άλλα λόγια, σε αυτά τα πλαίσια η κίνηση ή η συμπεριφορά ολόκληρου του συστήματος λαμβάνεται ως καθοριστής της κίνησης ή της συμπεριφοράς των μερών του.
Εξαιτίας του βάθους και της έκτασής της η σημερινή κρίση έχει θέσει στο προσκήνιο ερωτήματα πάνω στην κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως παγκόσμιου-ιστορικού συστήματος. Πρέπει να δούμε ως ειρωνεία της ιστορίας, πως μόλις έπειτα από δύο δεκαετίες από τη στιγμή που η τάξη της αγοράς διακήρυξε την «τελική της νίκη» στον ιδεολογικό τομέα, μετά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι «πώς θα προχωρήσει ο καπιταλισμός;»
Τρεχόντως, πιο συχνά σημείο ιστορικής αναφοράς είναι το κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. και στην αναταραχή της δεκαετίας του 1930. Γνωρίζουμε ότι αυτή η αναταραχή είχε οδηγήσει σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο, και μόνο τότε μπορούσε να αλλάξει η ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Η αναφορά στο 1929 έχει νόημα από τη σκοπιά του ότι και η τωρινή ιμπεριαλιστική ιεραρχία μπορεί να αλλάξει μετά από τόσο έντονα σοκ. Οι ακαδημαϊκοί μαρξιστές ενδιαφέρονται από καιρό για το ζήτημα «πώς θα είναι ο κόσμος μετά από μια τέτοια αλλαγή;»
Έτσι, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της αναγνώρισης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της περιόδου που διανύουμε είναι η αγνόηση του «υποκειμενικού παράγοντα» στην ιστορία που αυτή προϋποθέτει, δηλαδή ο περιορισμός του αντίκτυπου της ταξικής πάλης στην πορεία της ιστορίας σε ένα είδος «κατανομής πιθανοτήτων». Σύμφωνα με μια τέτοια αντίληψη, η κατάρρευση του συστήματος ως αποτέλεσμα των επαναστατικών επεμβάσεων είναι μόνο μια πλευρά, μια πιθανότητα στο φάσμα της καθορισμένης κατανομής. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, που μηδενίζει το ρόλο του υποκειμενικού, δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί ένα αναλυτικό πλαίσιο που αναγνωρίζει τη διαδικασία με όρους ευκαιριών, απαιτήσεων, μειονεκτημάτων, καθηκόντων και ευθυνών του επαναστατικού υποκειμένου της ιστορίας.
Τότε, πώς να προχωρήσουμε, πώς να κατασκευάσουμε την αναλυτική μας μέθοδο; Βέβαια, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του Μαρξισμού-Λενινισμού, έτσι δεν είμαστε στη θέση του να εξαντλούμαστε με μια ατελείωτη αναζήτηση μεθοδολογίας. Έχουμε τη δική μας μεθοδολογία για την αντίληψη των ιστορικών αλλαγών και ως υλιστές, σίγουρα, δεν θα ευτελίσουμε την κίνηση των αντικειμενικών παραγόντων, αλλά ως μελετητές της διαλεκτικής λογικής θα εστιάσουμε στις επιφάνειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ των υποκειμενικών και των αντικειμενικών παραγόντων και θα κατανοήσουμε τη δύναμη και την κατεύθυνση των διανυσμάτων που εμφανίζονται σε αυτό το χώρο.
Τότε για μας το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποιο θα είναι το μέλλον του καπιταλισμού και το καθήκοντα μας δεν πρέπει να είναι οι εικασίες για τη μορφή της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας στις επόμενες δεκαετίες. Καλύτερα να εξετάσουμε τις δυνατότητες μιας σοσιαλιστικής επανάστασης που θα μπορούσε να προκύψει από την τωρινή εικόνα. Οι αντιπαλότητες, οι εντάσεις και οι σχέσεις ισχύος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχουν νόημα μόνο σε αυτά τα πλαίσια.
Επιτρέψτε μου να σταθώ για μια ακόμη φορά στην κρίση του 1929 ως μια ιστορική στιγμή αναφοράς. Το θεμελιώδες ερώτημα δεν είναι πως ο ιμπεριαλισμός αντέδρασε στη Μεγάλη Ύφεση και αν οι απαντήσεις του μπορούν ή όχι να επαναληφθούν στην τωρινή κατάσταση. Πρέπει, όμως, να κοιτάξουμε τις ιστορικές συγκρούσεις που συσσωρεύτηκαν από τη Μεγάλη Ύφεση και την ανισόμετρη ανάπτυξη αυτών των συγκρούσεων και αντιθέσεων. Σε ποιες περιοχές και στη βάση ποιών ταξικών δυναμικών δημιούργησε επαναστατικές ευκαιρίες αυτή η μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος; Σε ποιο βαθμό μπορεί η εργατική τάξη και οι εργαζόμενες μάζες του κόσμου να αξιοποιήσουν αυτές τις ευκαιρίες και πώς ο ιμπεριαλισμός αναδιαρθρώθηκε πάνω στην καταστροφή που δημιούργησε;
Η αξιοποίηση της μακροχρόνιας προοπτικής στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή θα ήταν χρήσιμη από αυτή τη σκοπιά. Ωστόσο, για να αποτραπούν ή τουλάχιστον να μειωθούν τα μειονεκτήματα αυτής της προοπτικής, μπορούμε να δομήσουμε την προοπτική μας αρχίζοντας από τους κύκλους στους οποίους είχαν συσσωρευτεί οι αντιθέσεις του συστήματος φτάνοντας σε ολόκληρο το σύστημα. Έτσι μπορούμε να μειώσουμε, αν όχι να ξεπεράσουμε, την ένταση (σ.μ.- ίσως ασυμφωνία) μεταξύ της συγκεκριμένης ανάλυσης μιας συγκεκριμένης κατάστασης της ταξικής πάλης και του ιστορικού διαχωρισμού σε περιόδους όλης της κίνησης του συστήματος.