Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί της Τουρκίας και η παγκόσμια οικονομική κρίση


Alper Birdal, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας (ΤΚΡ) και συντάκτης του θεωρητικού περιοδικού του «Γκελενέκ».

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του να βλέπουμε την τρέχουσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από τη μακροχρόνια ιστορική προοπτική;

Σαφές μειονέκτημα μιας τέτοιας προοπτικής είναι πως ενώ καθορίζουμε τις μακροχρόνιες ιστορικές περιόδους, με άλλα λόγια τις διαφορετικές περιόδους του καπιταλιστικού συστήματος, πολλές ιδιαιτερότητες και η πραγματική δυναμική της ταξικής πάλης αναγκαστικά αποκλείονται ή περιορίζονται σε απλουστεύσεις. Η διερεύνηση των ηγεμονιών του καπιταλιστικού συστήματος, όπως καθιερώνονται σε παγκόσμια κλίμακα, σβήνει τις ιδιαιτερότητες των σχέσεων διαφόρων χωρών με τις ηγεμονικές δομές στις διάφορες στιγμές της δεδομένης ιεραρχίας. Αυτό καθίσταται αναπόφευκτο, όταν κοιτάμε «μακροχρόνια»...

Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας έρευνας χωρισμένης σε περιόδους, είναι από τη μια πλευρά, πως επιτρέπει να γίνουν αντιληπτά διάφορα φαινόμενα στα πλαίσια των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμιο-ιστορικό επίπεδο και δεν ασχολείται με το κάθε φαινόμενο ξεχωριστά. Οι θεωρητικές αφαιρέσεις πάνω στους νόμους κίνησης ολόκληρου του συστήματος επιτρέπουν στον αναλυτή να διερευνήσει τη συμπεριφορά μιας χώρας ή μιας περιοχής στη βάση αυτών των θεωρητικών κατασκευών. Με άλλα λόγια, σε αυτά τα πλαίσια η κίνηση ή η συμπεριφορά ολόκληρου του συστήματος λαμβάνεται ως καθοριστής της κίνησης ή της συμπεριφοράς των μερών του.

Εξαιτίας του βάθους και της έκτασής της η σημερινή κρίση έχει θέσει στο προσκήνιο ερωτήματα πάνω στην κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως παγκόσμιου-ιστορικού συστήματος. Πρέπει να δούμε ως ειρωνεία της ιστορίας, πως μόλις έπειτα από δύο δεκαετίες από τη στιγμή που η τάξη της αγοράς διακήρυξε την «τελική της νίκη» στον ιδεολογικό τομέα, μετά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι «πώς θα προχωρήσει ο καπιταλισμός;»

Τρεχόντως, πιο συχνά σημείο ιστορικής αναφοράς είναι το κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. και στην αναταραχή της δεκαετίας του 1930. Γνωρίζουμε ότι αυτή η αναταραχή είχε οδηγήσει σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο, και μόνο τότε μπορούσε να αλλάξει η ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Η αναφορά στο 1929 έχει νόημα από τη σκοπιά του ότι και η τωρινή ιμπεριαλιστική ιεραρχία μπορεί να αλλάξει μετά από τόσο έντονα σοκ. Οι ακαδημαϊκοί μαρξιστές ενδιαφέρονται από καιρό για το ζήτημα «πώς θα είναι ο κόσμος μετά από μια τέτοια αλλαγή;»

Έτσι, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της αναγνώρισης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της περιόδου που διανύουμε είναι η αγνόηση του «υποκειμενικού παράγοντα» στην ιστορία που αυτή προϋποθέτει, δηλαδή ο περιορισμός του αντίκτυπου της ταξικής πάλης στην πορεία της ιστορίας σε ένα είδος «κατανομής πιθανοτήτων». Σύμφωνα με μια τέτοια αντίληψη, η κατάρρευση του συστήματος ως αποτέλεσμα των επαναστατικών επεμβάσεων είναι μόνο μια πλευρά, μια πιθανότητα στο φάσμα της καθορισμένης κατανομής. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, που μηδενίζει το ρόλο του υποκειμενικού, δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί ένα αναλυτικό πλαίσιο που αναγνωρίζει τη διαδικασία με όρους ευκαιριών, απαιτήσεων, μειονεκτημάτων, καθηκόντων και ευθυνών του επαναστατικού υποκειμένου της ιστορίας.

Τότε, πώς να προχωρήσουμε, πώς να κατασκευάσουμε την αναλυτική μας μέθοδο; Βέβαια, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του Μαρξισμού-Λενινισμού, έτσι δεν είμαστε στη θέση του να εξαντλούμαστε με μια ατελείωτη αναζήτηση μεθοδολογίας. Έχουμε τη δική μας μεθοδολογία για την αντίληψη των ιστορικών αλλαγών και ως υλιστές, σίγουρα, δεν θα ευτελίσουμε την κίνηση των αντικειμενικών παραγόντων, αλλά ως μελετητές της διαλεκτικής λογικής θα εστιάσουμε στις επιφάνειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ των υποκειμενικών και των αντικειμενικών παραγόντων και θα κατανοήσουμε τη δύναμη και την κατεύθυνση των διανυσμάτων που εμφανίζονται σε αυτό το χώρο.

Τότε για μας το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποιο θα είναι το μέλλον του καπιταλισμού και το καθήκοντα μας δεν πρέπει να είναι οι εικασίες για τη μορφή της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας στις επόμενες δεκαετίες. Καλύτερα να εξετάσουμε τις δυνατότητες μιας σοσιαλιστικής επανάστασης που θα μπορούσε να προκύψει από την τωρινή εικόνα. Οι αντιπαλότητες, οι εντάσεις και οι σχέσεις ισχύος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχουν νόημα μόνο σε αυτά τα πλαίσια.

Επιτρέψτε μου να σταθώ για μια ακόμη φορά στην κρίση του 1929 ως μια ιστορική στιγμή αναφοράς. Το θεμελιώδες ερώτημα δεν είναι πως ο ιμπεριαλισμός αντέδρασε στη Μεγάλη Ύφεση και αν οι απαντήσεις του μπορούν ή όχι να επαναληφθούν στην τωρινή κατάσταση. Πρέπει, όμως, να κοιτάξουμε τις ιστορικές συγκρούσεις που συσσωρεύτηκαν από τη Μεγάλη Ύφεση και την ανισόμετρη ανάπτυξη αυτών των συγκρούσεων και αντιθέσεων. Σε ποιες περιοχές και στη βάση ποιών ταξικών δυναμικών δημιούργησε επαναστατικές ευκαιρίες αυτή η μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος; Σε ποιο βαθμό μπορεί η εργατική τάξη και οι εργαζόμενες μάζες του κόσμου να αξιοποιήσουν αυτές τις ευκαιρίες και πώς ο ιμπεριαλισμός αναδιαρθρώθηκε πάνω στην καταστροφή που δημιούργησε;

Η αξιοποίηση της μακροχρόνιας προοπτικής στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή θα ήταν χρήσιμη από αυτή τη σκοπιά. Ωστόσο, για να αποτραπούν ή τουλάχιστον να μειωθούν τα μειονεκτήματα αυτής της προοπτικής, μπορούμε να δομήσουμε την προοπτική μας αρχίζοντας από τους κύκλους στους οποίους είχαν συσσωρευτεί οι αντιθέσεις του συστήματος φτάνοντας σε ολόκληρο το σύστημα. Έτσι μπορούμε να μειώσουμε, αν όχι να ξεπεράσουμε, την ένταση (σ.μ.- ίσως ασυμφωνία) μεταξύ της συγκεκριμένης ανάλυσης μιας συγκεκριμένης κατάστασης της ταξικής πάλης και του ιστορικού διαχωρισμού σε περιόδους όλης της κίνησης του συστήματος.

Η Μεγάλη Ύφεση ως ιστορικό σημείο αναφοράς

Μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του Λένιν στην ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό ήταν ότι οι περιοχές στις οποίες συσσωρεύονται οι αντιθέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος κατά κανόνα καθορίζονται, παρά είναι καθοριστικές σε μια δεδομένη ηγεμονική δομή. Ωστόσο, μεταξύ άλλων συνεπειών, οι περίοδοι κρίσης εκφράζουν μια αύξηση της δυνατότητας αυτών των περιοχών να γίνουν καθοριστικές, να έχουν ορισμένη επίδραση στην πορεία της ιστορίας.

Αν προσεγγίσουμε τη Μεγάλη Ύφεση ως μια εσωτερική κίνηση στα πλαίσια μιας πιο μακροχρόνιας περιόδου επαναλαμβανόμενων κρίσεων που άρχισαν από το 1870, τότε θα αναγνωρίσουμε ότι ο αντίκτυπος μιας προηγουμένως καθοριζόμενης περιοχής γίνεται καθοριστικός, όπως έδειξε η ένδοξη Οκτωβριανή Επανάσταση. Εξετάζοντας από τη μακροχρόνια σκοπιά που εκτείνεται μεταξύ του 1870 και του 1929, μπορούμε να πούμε ότι η κατάρρευση της αποικιακής λογικής του Βρετανικού ιμπεριαλισμού, σε τελική ανάλυση, είχε καθοριστεί από την αποδέσμευση της Ρωσίας από το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ως εκ τούτου, μπορούμε να θεωρήσουμε το 1929 ως ιστορικό σημείο αναφοράς, λαμβάνοντας υπόψη την αποδέσμευσης της Ρωσίας και την αυξανόμενη επιρροή της στην άνοδο πολλών περιοχών της Ανατολής από καθοριζόμενες σε καθοριστικές. Ενώ η Οκτωβριανή Επανάσταση αναμόρφωσε ριζικά την Ανατολή, διαφορετικά απ’ ότι θα φανταζόταν ο ιμπεριαλισμός, η Μεγάλη Ύφεση σημάδεψε την τελική κατάρρευση του Βρετανικού αποικιακού ιμπεριαλισμού.

Καθώς το κόστος για τη συντήρηση της αποικιακής λογικής υπερέβη το οικονομικό πλεόνασμα που αποσπώνταν από τις αποικίες και τις ημι-αποικίες, η Βρετανική ηγεμονία ξηλωνόταν. Αυτό που έγινε πιο ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό τον 20ο αιώνα ήταν να εξασφαλίσει τη ροή των αποπληρωμών των χρεών στο χρηματιστικό κεφάλαιο, παρά να εξασφαλίσει την προμήθεια των ιμπεριαλιστικών χωρών με πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα από τα έθνη σε υποδεέστερη θέση. Ωστόσο, αυτό οδήγησε μονάχα στην αύξηση του χρέους των χωρών σε υποδεέστερη θέση, μια και κατέστησε τον αποικιακό μηχανισμό μεταφοράς πόρων μη βιώσιμο, διότι η πίεση που ασκήθηκε στη μικρή και μεσαία αγροτιά και τις βιομηχανίες δορυφόρους αυτών των χωρών, οδήγησε στην καταλήστευσή τους. Σε ένα βιβλίο για την επίδραση της Μεγάλης Ύφεσης, ένας Γερμανός διανοούμενος δίνει την εξής ερμηνεία:

«Μόλις ο χρυσός κανόνας εγκαταλείφθηκε από την πλειοψηφία των εθνών, στράφηκαν σε πολιτικές που αναζητούσαν την ευημερία σε βάρος άλλων, που περιγράφηκαν νωρίτερα. Το πρόβλημα πολλών χωρών της περιφέρειας ήταν ότι δεν μπορούσαν καν να κάνουν αυτό, μια και υπήρχαν αποικίες που δεν έλεγχαν τη νομισματική και οικονομική τους πολιτική. Οι αποικιοκράτες είχαν στο νου τους μόνο τα δικά τους συμφέροντα. Όπως δείχνει η περίπτωση της Ινδίας, οι Βρετανοί κέρδιζαν από το να κρατούν την οικονομία αυτής της μεγάλης αποικίας αποπληθωρισμένη και σε ύφεση, μια και αυτό οδηγούσε στην περαιτέρω ροή του χρυσού που προερχόταν κύρια από τους χρεοκοπημένους αγρότες («distress gold»). Καμία αποικιοκρατική δύναμη δεν ήταν πρόθυμη να στηρίξει την αντιστάθμιση των πληθωριστικών μεγεθών των αποικιακών οικονομιών. Επιπρόσθετα, ενώ πριν η πρόσβαση στις πρώτες ύλες και τα αγροτικά προϊόντα ήταν η κύρια αιτία απόκτησης και διατήρησης των αποικιών, η ύφεση μείωσε τις τιμές όλων των βασικών προϊόντων σε τέτοιο βαθμό που η αποικιοκρατία δεν χρειαζόταν πια γι' αυτό το σκοπό. Μόνο τα εθνικά χρέη αυτού του είδους των αποικιών, που είχαν συσσωρευτεί κατά το παρελθόν, έκαναν αναγκαίο τον έλεγχο των οφειλετών. Το δίχτυ των δανείων εξακολουθούσε να υπάρχει σε αυτό το βαθμό, ενώ είχε αναδιπλωθεί από όλες τις άλλες απόψεις.» [1]

Εν όψει αυτών των εντεινόμενων αντιθέσεων, πώς μπορεί κανείς να αγνοήσει τη σοβαρή επιρροή του πυρσού της ανεξαρτησίας που άναψε η Σοβιετική Ένωση; Στην πραγματικότητα η άνοδος των αντιαποικιακών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δεν ανήκε στα αποτελέσματα, αλλά στις αιτίες της κατάρρευσης του Βρετανικού αποικιακού ιμπεριαλισμού.

Βλέποντας την τρέχουσα κρίση από τη σκοπιά αυτής της ιστορικής αναφοράς, μπορούμε αρχικά να τονίσουμε το ακόλουθο: πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κρίση του καπιταλισμού του τέλους της δεκαετίας του 1960 και αρχής της δεκαετίας του 1970 έφτασε στο τέλος με την τρέχουσα παγκόσμια κρίση. Βεβαία, δεν θέλω να πω πως το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε διαρκή κρίση από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και ύστερα. Οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες σημάδεψαν μια περίοδο κατά την οποία ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τους δομικούς και συστημικούς παράγοντες που προκάλεσαν την κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1960 και αρχής της δεκαετίας του 1970, αλλά κατόρθωσε από την πλευρά του να αναβάλλει τη «λύση» με διάφορα μέσα. Η δήλωση που αναφέρεται στο τέλος της βιωσιμότητας αυτής της αναβολής, με τη σειρά της, υπονοεί ότι ο καπιταλισμός έχει στερέψει από δυνατότητες να προσπερνά αυτές τις δομικές και συστημικές αιτίες. [2] Σε αυτή την περίσταση είναι λογικό να θεωρηθεί το 1919 ιστορική αναφορά.

Ωστόσο, το ίδιο σημείο αναφοράς χάνει κάθε νόημα όταν κοιτάξουμε την κατάσταση των περιοχών, όπου συσσωρεύονται οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις του συστήματος. Οι ίδιες τέσσερις δεκαετίες δεν σηματοδότησαν καμία σημαντική αποδέσμευση κάποιας χώρας από το ιμπεριαλιστικό σύστημα, κανένα μετασχηματισμό αυτών των χωρών μέσα από μια σοσιαλιστική επανάσταση από τη θέση του να καθορίζονται στο να είναι καθοριστικές. Πέρα από αυτό, πολλές από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που αναμφίβολα θα στήριζαν μια τέτοια ρήξη, είχαν γίνει παρία του ιμπεριαλισμού και είχαν συρθεί σε θέση υποταγής στον τελευταίο. Αυτό το γεγονός έχει κρίσιμη σημασία για την εκτίμηση της πιθανής εξόδου του ιμπεριαλισμού από αυτή την ιστορική περίοδο, που θεωρούμε πως πιθανά σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.

Ακόμη και με την παρουσία μιας δύναμης που είχε γίνει καθοριστικής στην πορεία της ιστορίας, έχοντας η ίδια αποδεσμευτεί από το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα κατά την τερματική κρίση της Βρετανικής ηγεμονίας, ο μετασχηματισμός της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας χρειάστηκε μια καταστροφική περίοδο σχεδόν δύο δεκαετιών. Σήμερα, σε συνθήκες απουσίας ενός τέτοιου ιστορικού παράγοντα, έχουμε βάσιμους λόγους να περιμένουμε ο μετασχηματισμός του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος να είναι ακόμη πιο βασανιστικός και να προκαλέσει ακόμη περισσότερες καταστροφικές συνέπειες για τις εργαζόμενες μάζες του πλανήτη μας.

Μια ιμπεριαλιστική ιεραρχία με επίκεντρο την Κίνα; Πριν αναλογιστούμε σοβαρά αυτού του είδους τις πιθανότητες, το ζητούμενο πρέπει να είναι να επικεντρωθούμε στις θλιβερές επιπτώσεις του μακροχρόνιου, επώδυνου και καταστρεπτικού μετασχηματισμού που περιμένει τους λαούς του κόσμου. Ανέφερα παραπάνω ότι πρώτα πρέπει να εξετάσουμε τα μέρη όπου ο ιμπεριαλισμός συσσωρεύει αντιθέσεις αυτού του είδους. Η Κεντρική, Ανατολική Ευρώπη και η Τουρκία -που μοιράζεται πολλά κοινά με αυτή την περιοχή ιδιαίτερα όσον αφορά την οικονομική δυναμική, αλλά διαφέρει αρκετά ως προς τις πολιτικές πλευρές- μπορούν να εκτιμηθούν σε αυτά τα πλαίσια.

Η οικονομική κατάσταση στις χώρες με υποδεέστερη θέση κατά την κρίση

Στην παγκόσμια οικονομία μετά την Ασιατική Κρίση του 1997-1998 εμφανίστηκε μια εικόνα, για την οποία πολλοί οικονομολόγοι επινόησαν την ονομασία «οι παγκόσμιες ανισορροπίες». Η Ασιατική Κρίση οδήγησε στην κατάρρευση 3 πολλών οικονομιών της Ανατολικής Ασίας, μια και δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν τη ροή των κεφαλαίων για την κάλυψη των χρεών τους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μεγάλη υποτίμηση των νομισμάτων τους. Ως αποτέλεσμα, πολλές από αυτές τις οικονομίες αξιοποίησαν τα υποτιμημένα νομίσματά τους, για να επαναφορτίσουν τις βιομηχανίες εξαγωγής τους, βασιζόμενες κύρια στην εντατική εκμετάλλευση της φτηνής εργατικής τους δύναμης, από τότε άρχισαν να συσσωρεύουν πλεονάσματα στο εξωτερικό εμπόριο. Αυτό θεωρήθηκε και σαν μέτρο προφύλαξης αυτών των χωρών, ένα πικρό δίδαγμα από την κατάρρευση του 1997-1998. Έτσι, κατά τη δεκαετία που ακολούθησε την Ασιατική Κρίση, η ραγδαία αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες τροφοδοτήθηκε μέσω του υπερδανεισμού, που με τη σειρά του σταδιακά χρηματοδοτήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό από τα πλεονάσματα που συσσωρεύτηκαν από τις ίδιες χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως και από τις χώρες εξαγωγείς πετρελαίου που απολάμβαναν τις ραγδαία αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου μετά την εισβολή στο Ιράκ.

Ο Πίνακας Ι που παρατίθεται παρακάτω σκιαγραφεί τη μεταφορά των κεφαλαίων στις ιμπεριαλιστικές χώρες αναφορικά με διάφορες περιοχές από το χείλος της Ασιατικής Κρίσης (1996) ως το χείλος της τρέχουσας κρίσης (2006).

Πίνακας-Ι: Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της παγκόσμιας οικονομίας (σε δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ)

 

1996

2003

2006

Ιμπεριαλιστικό Κέντρο

36

-302

-597

ΗΠΑ

-118

-527

-812

Ιαπωνία

66

136

170

Άλλες Δυτικές χώρες

88

136

170

Περιφέρεια

-85

228

684

Εξαγωγείς πετρελαίου

39

109

423

Κίνα

7

46

250

Άλλες χώρες

-131

73

11

Ανεπίσημη ροή

49

74

-87

Πηγή: Συντάχθηκε από την Ανεξάρτητη Ομάδα Κοινωνικών Επιστημόνων του ΔΝΤ, World Economic Outlook, 2007 δεδομένα (Bagimsiz Sosyal Bilimciler, 2008 Kavçaginda Türkiye, Siyaset, íktisat ve Toplum, Yordam Kitap: Κωνσταντινούπολη, 2008, σελ. 28).

Όπως δείχνουν τα δεδομένα που παρουσιάζονται στον πίνακα Ι, μετά την Ασιατική Κρίση η διόγκωση των τρεχόντων ελλειμμάτων των ΗΠΑ χρηματοδοτήθηκε από τις χώρες με υποδεέστερη θέση, ιδιαίτερα από τις εξαγωγείς πετρελαίου και την Κίνα. Το 1996 τα πλεονάσματα των δυτικών οικονομιών πέραν των ΗΠΑ κάλυπταν τα ελλείμματα των ΗΠΑ, καθώς και του υπόλοιπου κόσμου.

Ωστόσο, το 2006 παρατηρούμε μια δραματική αλλαγή που σημαδεύεται από το γεγονός πως το πλεόνασμα της Κίνας, των εξαγωγέων πετρελαίου κτλ. ανέρχεται σχεδόν στο 83% του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ.

Ωστόσο, υπάρχει και άλλη μια ομάδα χωρών, που διαμόρφωσαν ξανά τις οικονομίες τους για εξαγωγές προς τις Δυτικές αγορές, αλλά παραμένουν εκτεθειμένες στην τρέχουσα κρίση με άκρως υψηλές ανάγκες δανεισμού από το εξωτερικό. Ο Πίνακας-ΙΙ παρουσιάζει αυτό το διαχωρισμό των οικονομιών που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση.

Πίνακας-ΙΙ: Οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιλεγμένων χωρών πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης (%)

 

Μέσος ρυθμός ανάπτυξης 2006-2007 (A)

Μέσος ρυθμός ανάπτυξης 2008-2009 (B)

Διαφορά (B - A)

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών(*) 2006-2007

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών(*) 2008-2009

Τουρκία

5.8

-2.8

-8.6

-5.9

-3.8

Ρουμανία

7.1

-0.7

-7.8

-12.0

-9.0

Τσεχική Δημ.

6.5

-0.8

-7.3

-2.8(**)

-3.1(***)

Μεξικό

4.2

-3.0

-7.2

0.6

-1.3

Αργεντινή

8.6

2.2

-6.4

2.0

2.9

Κολομβία

7.2

1.1

-6.1

-2.3

-2.9

Ουγγαρία

2.6

-3.1

-5.7

-7.1

-5.7

Ταϊλάνδη

5.1

-0.5

-5.6

3.4

2.4

Ν. Αφρική

5.2

0.5

-4.7

-6.8

-6.2

Ν. Κορέα

5.2

0.6

-4.6

0.6

1.3

Μαλαισία

5.0

0.5

-4.5

15.8

15.6

Χιλή

4.7

0.8

-3.9

4.6

0.7

Φιλιππίνες

6.2

2.4

-3.8

4.7

2.9

Πολωνία

6.5

3.0

-3.5

-3.7

-3.9

Κίνα

12.3

8.8

-3.5

10.3

8.9

Ινδία

9.6

6.4

-3.2

-1.0

-2.2

Βραζιλία

4.9

2.2

-2.7

0.7

-1.5

Αίγυπτος

7.0

6.0

-1.0

1.8

-0.9

Ινδονησία

5.9

5.1

-0.8

2.7

0.5

(*) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα δεδομένα για το 2009 είναι εκτιμήσεις του ΔΝΤ.

(**) Δεδομένα της Στατιστικής Υπηρεσία της Τσεχίας.

(***) Δεδομένα μόνο για το 2008.

Πηγή: Συντάχθηκε από το ΔΝΤ, World Economic Outlook, Δεδομένα του Οκτώβρη του 2009.

Στον πίνακα - ΙΙ παραθέτονται δεκαεννιά χώρες με ΑΕΠ μεγαλύτερο των 100 δισ. δολαρίων ως προς την πτώση του ρυθμού ανάπτυξής τους. Γενικά, παρατηρούμε πως χώρες με υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών πριν από την κρίση είχαν κατά μέσο όρο χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Οι πρώτες εννιά χώρες της λίστας είχαν αναλογία του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών προς το ΑΕΠ της τάξης του 3,6% το 2006-2007, ενώ οι τελευταίες δέκα χώρες είχαν, την ίδια περίοδο, αναλογία πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών προς το ΑΕΠ της τάξης του 3,5%. Παρατηρούμε επίσης πως αυτές οι οικονομίες έχουν δεχτεί πολύ ισχυρότερο χτύπημα από την κρίση από εκείνες της δεύτερης ομάδας, πράγμα που δείχνει η πιο απότομη πτώση των ρυθμών αύξησής τους. [3]

Οι χώρες που ανήκουν στην ομάδα του υψηλού ελλείμματος πέρασαν την περίοδο της έξαρσης των πιστώσεων μεταξύ του 2002 και του 2007 επιτυγχάνοντας τη βραχυπρόθεσμη εισροή κεφαλαίων με τη διατήρηση υψηλών πραγματικών επιτοκίων. Όταν η εξάπλωση της πίστωσης φαλίρισε, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες έμειναν με ένα δυσλειτουργικό τραπεζικό σύστημα και με μια βιομηχανική δομή εξαρτημένη από τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής, που τελικά τις κατέστησαν τις πλέον ευάλωτες χώρες στις επιπτώσεις της κρίσης. Αυτές οι χώρες, η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, πέρασαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπό την επιτήρηση του ΔΝΤ. Παρότι τα προγράμματα που επιβλήθηκαν από αυτόν τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στο να τις καταστήσουν ευάλωτες, ξαναπέφτουν στα χέρια του ίδιου θεσμού.

Η συγκέντρωση των χωρών που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη δεν είναι τυχαία για δύο λόγους: Πρώτον, όλες οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες μετά το πέρασμα στον καπιταλισμό έζησαν υπό την άμεση ή έμμεση επιτήρηση του ΔΝΤ. Δεύτερον, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδεσε περισσότερο αυτές τις χώρες στις αυστηρά νεοφιλελεύθερες συνταγές. Αν και η Τουρκία δεν έχει ζήσει μια μεταβατική διαδικασία, αυτές οι δύο πλευρές ισχύουν και γι’ αυτή.

Καθώς οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης γίνονταν πεδίο δράσης του Δυτικοευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου, καταρχήν, μέσα από τις πολιτικές του ΔΝΤ και της ΕΕ τους αφαιρέθηκαν τα μέσα της οικονομικής τους κυριαρχίας. Οι μηχανισμοί που εξασφάλιζαν την ανεξάρτητη ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση, την ισόνομη κατανομή του εισοδήματος και την πλήρη απασχόλησης και κοινωνική προστασία για όλους εξαλείφθηκαν προς όφελος της ολοκλήρωσης και υποταγής στα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια, που τελικά έφεραν μια χωρίς προηγούμενο αύξηση της φτώχιας και της οικονομικής αδικίας και την κατάρρευση της βιομηχανικής και αγροτικής υποδομής σε μια πολύ σύντομη χρονική περίοδο.

Η απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας προχώρησε μαζί με την επαναχάραξη των πολιτικών συνόρων. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η διαδικασία επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε «ειρηνικά» (π.χ. διάλυση της Τσεχοσλοβακίας), σε άλλες όπως η Γιουγκοσλαβία, πραγματοποιήθηκε μέσω μακελειών και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.

Σήμερα, ενώ οι ιμπεριαλιστικές χώρες χρησιμοποιούν τεράστια ποσά από τα κρατικά κεφάλαια για να διασώσουν τα μονοπώλιά τους, οι συνταγές του ΔΝΤ που επιβλήθηκαν σε αυτές τις χώρες κηρύσσουν τη δημοσιονομική λιτότητα, την περαιτέρω μείωση των δαπανών για την κοινωνική ασφάλιση και την εξασφάλιση της αποπληρωμής των χρεών με κάθε τρόπο. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε πως ο διαχωρισμός των ασθενέστερων οικονομιών του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος θα συνεχίσει να μεγαλώνει, σύροντας ορισμένες γρήγορα προς τον πάτο.

Το πρωτογενές αντανακλαστικό της αστικής ηγεμονίας υπό αυτές τις ολέθριες συνθήκες είναι να εντείνει το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Ωστόσο, μαζί με την αρχική απάντηση, πρέπει να περιμένουμε να ζήσουμε την επιτάχυνση του πολιτικού μετασχηματισμού της περιοχής σύμφωνα με τις «νέες» τάσεις του ιμπεριαλισμού και την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ξαναχτυπούν την πόρτα νέες διαιρέσεις και συγκρούσεις σε εθνική και θρησκευτική βάση. Μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτή την κατάσταση πολύ φανερά στην Τουρκία.

Η κρίση και η οικονομία της Τουρκιάς: επερχόμενη καταστροφή

Η Τουρκική οικονομία πέρασε από βαθιά κρίση το 2001. Πράγματι, η Τουρκία βιώνει βαθύτερες και συχνότερες κρίσεις καθώς υιοθετούνταν πλήρως οι νεοφιλελεύθερες συνταγές κατά τη δεκαετία του 1990 και καθώς η οικονομική υποταγή στον ιμπεριαλισμό της ΕΕ ολοκληρώθηκε με την Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης. Η κρίση του 2001 ήταν η πιο καταστροφική, ωστόσο η τρέχουσα κρίση την έχει ήδη υπερβεί από πολλές σκοπιές. Ο πίνακας-ΙΙΙ παρουσιάζει ορισμένους δείκτες που δείχνουν τη ζημιά που προκάλεσε ως τώρα η κρίση.

Πίνακας-III: Ορισμένοι δείκτες της επίδρασης της κρίσης στην τουρκική οικονομία

 

2001

2002

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009(*)

Ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (%)

-5.7

6.2

5.3

9.4

8.4

6.9

4.7

0.9

-10.6

Ποσοστό ανεργίας (%) (**)

8.4

10.3

10.5

10.8

10.6

10.2

10.3

11.0

15.6

Ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 15-24 (%)

16.2

19.2

20.5

20.6

19.9

19.1

20.0

20.5

26.5

Βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη μεταποιητική βιομηχανία (%)

71.6

76.1

78.5

81.5

80.3

81.0

81.8

78.1

67.0

(*) Τους πρώτους 6μήνες.

(**) Τα ποσοστά ανεργίας για το 2001-2003 βασίζονται σε παλιές προβολές πληθυσμού, ενώ αυτά για το 2004-2009 βασίζονται σε νέες προβολές.

Πηγή: Τουρκικό Ινστιτούτο Στατιστικής.

Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης άρχισαν να επιδεινώνονται φανερά μετά τον Οκτώβρη του 2008. Μετά από αυτή την ημερομηνία η ανεργία σκαρφάλωσε στο ιστορικά υψηλότερο επίπεδο, δηλαδή, στο επίσημο ποσοστό των 16.1% το Φεβρουάριο του 2009, [4] ενώ ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη μεταποιητικής βιομηχανία έπεσε και αυτός στο ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο του 64.7% τον ίδιο μήνα. Παρά το βαρύ πλήγμα που υπέστη η πραγματική οικονομία, μιας και δεν υπήρχαν ανησυχητικά σημάδια μιας «χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης» σαν αυτή που συνέβη στην κρίση του 2001, η κυβέρνηση του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έκανε ξεδιάντροπα προσπάθειες να υποτιμήσει τις επιπτώσεις της κρίσης.

Αν και σε αντίθεση με το 2001 δεν υπήρξε χρηματοπιστωτική κατάρρευση και αν και ο τραπεζικός τομέας μείωσε τα ρίσκα του μετά την προηγούμενη κρίση, οι οφειλές των μη-χρηματοπιστωτικών εταιριών σε ξένους πιστωτές εκτινάχθηκαν την περίοδο 2002-2007, δηλαδή κατά τη θητεία του ΑΚΡ. Συνεπώς, οι ανάγκες δανεισμού της τουρκικής οικονομία από το εξωτερικό εξακολούθησαν να αυξάνονται γρήγορα αυτή την περίοδο. Αν και ο τραπεζικός τομέας δεν αντιμετωπίζει το ίδιο σοβαρά ρίσκα με το 2001, αυτά απλά μεταφέρθηκαν στους ισολογισμούς των ιδιωτικών εταιριών. Ο πίνακας-IV παρουσιάζει ορισμένα στατιστικά στοιχεία για τη συναλλαγματική θέση των μη χρηματοπιστωτικών εταιριών.

Πίνακας-IV: Το ενεργητικό και το παθητικό των μη χρηματοπιστωτικών εταιριών σε συνάλλαγμα (εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ)

 

2006

2007

03.08

06.08

09.08

12.08

Αλλαγή μεταξύ του 09.08 και του 12.08

Αλλαγή μεταξύ του 12.07 και του 12.08

Ενεργητικό

63,424

77,862

80,830

89,014

92,473

82,382

-11

6

Παθητικό

100,250

139,401

155,072

167,543

172,138

161,036

-6

16

Καθαρή θέση

-36,826

-61,539

-74,242

-78,529

-79,665

-78,654

-1

28

Πηγή: Κεντρική Τράπεζα της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Έκθεση σχετικά με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, Μάης 2009.

Άλλη μια επίπτωση αυτού το ζητήματος είναι η αυξανόμενη σημασία και ένταση της ολοκλήρωσης του τούρκικου μονοπωλιακού κεφαλαίου με το ιμπεριαλιστικό χρηματιστικό κεφάλαιο. Αυτό εκδηλώνεται ιδιαίτερα μέσα από δύο πλευρές: Πρώτον, το μεγαλύτερο κύμα ιδιωτικοποιήσεων εξαπολύθηκε από το ΑΚΡ την περίοδο 2002-2008, πράγμα που έκανε τα οφέλη διαθέσιμα στις κοινοπραξίες τούρκικων και ξένων μονοπωλίων (Βλ. γράφημα-Ι: αύξηση των ιδιωτικοποιήσεων μετά το 2003). Δεύτερον, καθώς τα μονοπώλια στην Τουρκία προσαρτήθηκαν περαιτέρω στα ξένα μονοπώλια, άρχισαν να εμπλέκονται στο δίκτυο υπεργολαβιών των ξένων εταιριών στις περιοχές που κατέχονταν από τις ΗΠΑ.

Γράφημα-Ι: Συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις (εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ)

ICR-01-TUR-GRE

Η περαιτέρω σύμφυση της τουρκικής καπιταλιστικής τάξης με το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο έχει κρίσιμες πολιτικές συνέπειες. Καθώς αυτή η συγχώνευση κατέστρεψε τη βιομηχανική και αγροτική υποδομή της τουρκικής οικονομίας, οι δεσμοί της τουρκικής αστικής τάξης με τη Δημοκρατία της Τουρκίας, ως πολιτική οντότητα, επιδεινώθηκαν σε επίπεδο που ίσως να είναι το πιο αδύναμο σε όλη την ιστορία της χώρας. Καθώς προχωράει η συγκέντρωση του κεφαλαίου στις υπηρεσίες και το εμπόριο, καθώς η καπιταλιστική τάξη στην Τουρκία ολοκληρώνεται όλο και περισσότερο με τα ξένα μονοπώλια και γίνεται μέρος των δικτύων των υπεργολαβιών τους, η αστική τάξη της Τουρκίας γίνεται μαχητικός υποστηρικτής του ιμπεριαλιστικού σχεδίου μετάβασης, που τελικά θα υποσκάψει την παρουσία της χώρας ως πολιτικής μονάδας.

Επιπρόσθετα, καθώς αυξάνεται η μεταβατικότητα μεταξύ της σφαίρας της πολιτικής και του βασιλείου της συσσώρευσης του κεφαλαίου, η Τουρκία γίνεται χώρα που μπορεί να χειραγωγηθεί πολύ πιο εύκολα από τον ιμπεριαλισμό. Ο πίνακας-V παρουσιάζει ένα παράδειγμα μιας τέτοιας χειραγώγησης και το τι εννοούμε με το «αυξανόμενη μεταβατικότητα» μεταξύ της πολιτικής και των διαδικασιών συσσώρευσης. Ο πίνακας συγκρίνει την περίοδο μεταξύ του Οκτώβρη του 2008 και του Φλεβάρη του 2009 και την περίοδο μεταξύ του Οκτώβρη του 2007 και του Φλεβάρη του 2008 ως προς τη ροή κεφαλαίου. Οφείλουμε να θυμηθούμε πως οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης εντάθηκαν ιδιαίτερα μετά τον Οκτώβρη του 2008.

Πίνακας V: Ροή Κεφαλαίου προς την Τουρκία, Οκτ. 2007-Φεβ. 2008 έναντι Οκτ. 2008-Φεβ. 2009 (εκατομμύρια δολάρια)*

 

Οκτ. 2007 - Φεβ. 2008

Οκτ. 2008 - Φεβ. 2009

Ξένο κεφάλαιο

21,168

-12,695

Ντόπιο κεφάλαιο

-1,531

-1,866

Μη επίσημο κεφάλαιο

545

14,872

Αποθέματα

-334

-5,080

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

-19,841

-5,080

Καθαρή ροή κεφαλαίου

20182

311

(*) Το ”Μείον” σημαίνει εκροή κεφαλαίου και εξωτερικό έλλειμμα, ενώ “μείον” στα αποθέματα σημαίνει “συσσώρευση αποθεμάτων” και “συν” σημαίνει μείωση των αποθεμάτων.

Πηγή: Συντάχθηκε από τους Boratav, Korkut, “Ekonomik Bunalım, Finansal Kriz”, www.sol.org.tr, 26.04.2009.

Επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα απόσπασμα του συγγραφέα, που δίνει μια πολύ καθαρή εικόνα για τους εν ενεργεία μηχανισμούς:

«Ο λογαριασμός της κρίσης τους πρώτους πέντε μήνες όπως αντανακλάται στο παραπάνω πίνακα είναι ο ακόλουθος: Η καθαρή εισροή ξένου κεφαλαίου αξίας 21.2 δισεκατομμυρίων δολαρίων την ίδια περίοδο πέρυσι μετατράπηκε σε εκροή 12.7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό υποδηλώνει μια «αντιστροφή» όσον αφορά τη ροή των ξένων κεφαλαίων, που υποδεικνύει ένα βαρύ εξωτερικό πλήγμα που φτάνει το 5.1 τοις εκατό του εθνικού εισοδήματος του 2007.

Ωστόσο, ας κοιτάξουμε το άθροισμα όλων των κινήσεων του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων του ξένου, του ντόπιου και τις μη επίσημες ροές: τους πρώτους πέντε μήνες, στην καθαρή εκροή των 12.7 δισεκατομμυρίων δολαρίων εξαιτίας των αλλοδαπών, προστίθεται η εκροή 1.9 δισεκατομμυρίων δολαρίων (επίσημης) εκροής κεφαλαίου εξαιτίας της ντόπιας αστικής τάξης. Αυτή όμως η «αιμορραγία» εξαιτίας των ξένων και των ντόπιων καπιταλιστών αντισταθμίζεται με το παραπάνω από την εισροή μη επίσημου κεφαλαίου αξίας 14.9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό το μυστηριώδες «εξωτερικό κεφάλαιο» σημείωνε καθαρή ροή κάθε μήνα, έτσι η κινήσεις του κεφαλαίου μετά τον Οκτώβρη του 2008μπορούσαν ακόμη να παραμείνουν θετικές (κατά 311 εκατομμύρια δολάρια). (...)

Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι πως αυτή η μη επίσημη εισροή κεφαλαίου ύψους 14.9 εκατομμυρίων δολαρίων απέτρεψε το να κυριευτούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές από την κρίση. (…)» [5]

Η κυβέρνηση του AKP που εξακολουθεί να στηρίζεται, ιδιαίτερα από τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, θα μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία πριν τους μεγάλους καπιταλιστικούς ομίλους της Τουρκίας, πιθανά σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ποτέ πριν από ένα αστικό κόμμα, αξιοποιώντας τη μεταβατικότητα μεταξύ της πολιτικής σφαίρας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Το αντιδραστικό AKP χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη προς όφελός του σε δύο διαστάσεις: το AKP δημιουργεί τις δικές του βάσεις κεφαλαίου, πρώτον, θέτοντας σε λειτουργία τα κοινά δίκτυα των θρησκευτικών σέκτων ως πηγή «πρωταρχικής συσσώρευσης», και φυσικά λεηλατώντας τα κρατικά κεφάλαια. Δεύτερον, αξιοποιώντας τους «ειδικούς δεσμούς» που έχει με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, το AKP κατάφερε να δημιουργήσει νέες αγορές και ευκαιρίες για την πλειοψηφία των μονοπωλίων.

Καθώς ξετυλίγεται η κρίση η δεύτερη δυναμική που προαναφέρθηκε στερεύει. Ωστόσο και ο έλεγχος των δημόσιων κεφαλαίων και οι δεσμοί με την κυβέρνηση έγιναν πιο σημαντικοί, πράγμα που δίνει στο AKP την ευκαιρία να καθιερώσει συμμαχίες με διάφορα μονοπώλια. Τα μονοπώλια που φαινομενικά βρίσκονται σε σύγκρουση με την κυβέρνηση, μπορεί κάποια μέρα να κάνουν στροφή 180 μοιρών, καθώς περιμένουν από το AKP να βγάλει νέους λαγούς από το καπέλο.

Όμως, για όλες αυτές τις σχέσεις υπάρχει καθοριστής, ο ιμπεριαλισμός. Η Τουρκία με όλη τη σύνθετη κοινωνική-πολιτική δυναμική της κείται στο μέσο μιας περιοχής, ο χάρτης της οποίας εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση επαναχάραξης και που υπήρξε σκηνή πολέμων και κατοχών, δηλαδή, στο μέσο της διαβόητης Ευρύτερης Μέσης Ανατολής του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Για να πραγματοποιήσει το σχέδιό της από την Κεντρική Ασία ως τα Βαλκάνια, ακόμη και ως την Κεντρική Ευρώπη ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός πρέπει να διαμορφώσει την Τουρκία ως μια οντότητα σε πλήρη συμμόρφωση με τις στρατιωτικές και πολιτικές του προσπάθειες. Γι’ αυτό το σκοπό, η Τουρκία πρέπει να υποκύψει περισσότερο στο σκοτάδι της θρησκευτικής αντίδρασης, διότι, για παράδειγμα, η «Ισλαμική» Τουρκία θα ήταν πολύ πιο λειτουργική από την «κοσμική». Ο μετασχηματισμός του τουρκικού κράτους σύμφωνα με το μετριοπαθές ισλαμικό σχέδιο αποτελεί αντανάκλαση αυτής της απαίτησης.

Επιπλέον, η διαδικασία οραματίζεται την παρέμβαση της Τουρκίας σε συγκρούσεις στην περιοχή, της οποίας η ίδια αποτελεί μέρος, σύμφωνα με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Παράδειγμα αποτελούν οι προσπάθειες καθιέρωσης μιας σχέσης πατροναρίσματος μεταξύ του φιλοαμερικάνικου Κουρδικού κράτους που πρόκειται να ιδρυθεί στο Βόρειο Ιράκ και της Τουρκίας. Αυτού του είδους το πατρονάρισμα θα έσπρωχνε τον Κουρδικό λαό στην Τουρκία στις αγκάλες του Barzani, άρα των ΗΠΑ. Με τη σειρά της η καπιταλιστική τάξη της Τουρκίας ελπίζει να πάρει μερίδιο του Ιρακινού πετρελαίου και περισσότερες υπεργολαβίες στον τομέα των κατασκευών.

Η κρίση προκαλεί άλλον έναν παράγοντα που φέρνει την καταστροφή της Τουρκίας. Η χώρα έχει γίνει περιοχή όπου εντείνεται η αντιπαλότητα των ΗΠΑ και της ΕΕ. Όπως απέδειξε το ποσοστό συμμετοχής, ύψους 43.1%, των τελευταίων Ευρωεκλογών του Ιούνη, οι θεσμοί της ΕΕ και η ίδια η ΕΕ χάνουν γρήγορα τη νομιμότητα και την πειστικότητά τους στα μάτια των μαζών. Επιπρόσθετα, και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δέχτηκαν βαρύ πλήγμα με την κρίση. Όλες αυτές οι εξελίξεις υποδεικνύουν ένα ζητούμενο για την ΕΕ: πρέπει να γίνει πιο δραστήρια στην διεθνή πολιτική σκηνή. Η Τουρκία, που έχει συμμορφωθεί πλήρως με το όραμα των ΗΠΑ για την περιοχή αποτελεί πρόβλημα για την ΕΕ, που επιδιώκει μια αναθεωρημένη στάση στις διεθνείς υποθέσεις. Και η μεγαλύτερη ευθυγράμμιση της Τουρκίας με τις ανάγκες της Ευρώπης, ιδιαίτερα «της Ευρώπης της Γερμανίας και της Γαλλίας» έχει σημασία αναφορικά με την πολιτική της ΕΕ ως προς την Μέση Ανατολή, αλλά και τη Ρωσία και τον Καύκασο. Αλλά ο ιμπεριαλισμός της ΕΕ δεν επιχειρεί να κερδίσει έδαφος σε κενό τοπίο. Το τοπίο είναι ήδη κατειλημμένο από τις ΗΠΑ, ακόμη περισσότερο από τον ερχομό (σ.μ.- στην εξουσία) της κυβέρνησης του Ομπάμα. Συνεπώς, είναι αναπόφευκτο η κρίση να επιταχύνει τη διαδικασία, πράγμα που καθιστά την Τουρκία σκηνικό των διαγκωνισμών των δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Επαναστατικές ευκαιρίες

 Η εικόνα που περιγράφηκε ως τώρα σίγουρα είναι καταθλιπτική. Γι’ αυτό την αποκαλούμε «καταστροφή». Ωστόσο, γνωρίζουμε πως σε αυτές τις καταθλιπτικές συνθήκες μπορούν και πρέπει να συμβούν επαναστατικά άλματα.

Η Τουρκία είναι καπιταλιστική χώρα με πολυάριθμη εργατική τάξη, παρά το γεγονός πως η εργατικής τάξη της Τουρκίας έχει να εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή για πολύ καιρό. Όμως, η τρέχουσα κρίση μπορεί να σηματοδοτήσει μια περίοδο στην οποία αναζωογονούνται τα ταξικά αντανακλαστικά των εργαζόμενων μαζών. Είναι, επίσης, πιθανό να αναδυθούν σε αυτή τη βάση νέες μορφές οργάνωσης και πάλης.

Υπάρχουν και ευκαιρίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να καταφερθούν χτυπήματα ενάντια στη νομιμότητα της αστικής ηγεμονίας. Παρά τα οφέλη που πέτυχε ο ιμπεριαλισμός στην Τουρκία τα τελευταία λίγα χρόνια, ισχύει ακόμη η δυνατότητα ενός αντιιμπεριαλιστικού ξεσπάσματος κατά την αναζήτηση της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης. Καθώς η Τουρκία γίνεται σκηνή ανταγωνισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αυτή η διαδικασία μπορεί να δημιουργήσει κενά, που μπορούν να ωφελήσουν την αντιιμπεριαλιστική πάλη, παρά όλες τις καταστροφικές επιπτώσεις του ίδιου ζητήματος.

Ο ιμπεριαλισμός και η κυβέρνηση του ΑΚΡ έχουν προχωρήσει πολύ στην αντιδραστικοποίηση της κοινωνίας. Ωστόσο, η διαμάχη μεταξύ της αντίδρασης και της στάσης υπέρ της διαφώτισης δεν έχει επιλυθεί ολοκληρωτικά. Υπάρχει ακόμη ευαισθητοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας σχετικά με την κοσμικότητα και το ρεπουμπλικανισμό. Αυτή η σφαίρα μπορεί να λειτουργήσει και ως επαναστατική ευκαιρία, συνδέοντας τις ευρύτερες μάζες με την ιδέα ότι η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση είναι μια σοσιαλιστική δημοκρατία.

Η Τουρκία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Έως τώρα η κρίση έχει εντείνει και έχει φέρει πιο κοντά την καταστροφή. Όμως, έχει αυξήσει και τις ευκαιρίες για ένα επαναστατικό ξέσπασμα. Η εργατική τάξη της Τουρκίας είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει αυτή την καταστροφή. Είναι η μόνη δύναμη που είναι ικανή να σπάσει ολοκληρωτικά τους δεσμούς με τον ιμπεριαλισμό και η μόνη δύναμη που μπορεί να οικοδομήσει μια νέα σοσιαλιστική Δημοκρατία στην Τουρκία.


[1] Rothermund, Dietmar, Η Παγκόσμια Επίδραση της Μεγάλης Ύφεσης, 1929-1939, Routledge: London and New York, 1996, σελ. 16.

[2] Ο Giovanni Arrighi ονομάζει αυτές τις κρίσεις «κρίσεις σινιάλα» και «τερματικές κρίσεις» ενός συστημικού κύκλου συσσώρευσης (Arrighi, G., Ο μακρύς 20ος αιώνας, τα χρήματα, η εξουσία και η προέλευση των καιρών μας, Verso: London, 1994). Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τη θεωρία του Arrighi για τους συστημικούς κύκλους συσσώρευσης ως εργαλεία διαχωρισμού της ιστορίας του καπιταλισμού σε περιόδους, όμως η έμφαση στη συνέχεια των κρίσεων σινιάλων και των τερματικών κρίσεων μιας δεδομένης ηγεμονικής δομής φαίνεται κατάλληλη.

[3] Υπάρχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις όπως η Πολωνία που δεν έχει αισθανθεί ακόμη τις επιπτώσεις της κρίσης.

[4] Το επίσημο ποσοστό ανεργίας αποκρύπτει σε σημαντικό βαθμό το «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας που σύμφωνα με υπολογισμούς μας φτάνει τον ίδιο μήνα το 29,3%. Η εκτίμηση του πραγματικού ποσοστού ανεργίας μπορεί να γίνει με το να συμπεριληφθούν τα άτομα που είναι έτοιμα να εργαστούν αλλά δεν ψάχνουν δραστήρια για δουλειά, οι άνεργοι και οι εποχιακοί εργαζόμενοι στους ανέργους.

[5] Boratav, Korkut, “Ekonomik Bunalım, Finansal Kriz”, www.sol.org.tr, 26.04.2009.