Η ανάπτυξη του αντικομμουνισμού στην Τουρκία κατά την «Ιδρυτική» περίοδο


Κεμάλ Οκουγιάν, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

«Να απολαμβάνετε αυτά που σας δίνονται. Σαν τελειώνετε τη δουλειά σας να παραμένετε στον κύκλο της οικογένειάς σας με τους γονείς σας, τη γυναίκα και τα παιδιά σας και να σκέφτεστε τα οικογενειακά ζητήματα και την παιδεία. Αυτός ο τρόπος θα σας φέρει πολλές ευτυχισμένες ώρες. Μη σπαταλάτε δυνάμεις για την ανώτερη πολιτική της χώρας. Η ανώτερη πολιτική απαιτεί περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη εμβάθυνση στις συνθήκες, απ’ ότι προσφέρεται στους εργάτες. Εκπληρώνεται το καθήκον σας όταν εκλέγετε υποψηφίους που σας συνιστούν όσοι εμπιστεύεστε. Αν αναμειχθείτε στα ινία του κράτους, μόνο κακό θα προκαλέσετε. Παρεμπιπτόντως, το να μιλάτε για πολιτική στις μπυραρίες είναι ακριβή απασχόληση, μπορείτε να αξιοποιήσετε καλύτερα αυτά τα χρήματα στο σπίτι.» [1]

Ο Alfred Krupp, ένας από τους ηγετικούς βιομηχάνους της Γερμανίας, δε θα ήταν ικανοποιημένος με τις καταπιεστικές πρακτικές της κυβέρνησης Μπίσμαρκ για τη συγκράτηση του γερμανικού εργατικού κινήματος για να συμβουλεύει απειλητικά τους εργάτες του να «μένουν μακριά από την πολιτική». Αναμφίβολα ο Krupp δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε κι ο τελευταίος αστός που έκανε τον κήρυκα. Οι καπιταλιστές δοκίμασαν πολλούς τρόπους, που επινοήθηκαν κυρίως από χονδροειδή -αν και ορισμένες φορές δημιουργικά- μυαλά, ώστε να κρατήσουν τους εργάτες μακριά από την οργανωμένη πάλη.

Προφανώς, οι προσπάθειες τιθάσευσης της εργατικής τάξης με το σκεπτικό «η πολιτική δεν είναι για εσάς, κάντε τη δουλειά σας και αφήστε τα υπόλοιπα σ’ εμάς» εμπλούτισαν πολύ τον αντικομμουνισμό. Σάμπως δεν απεικόνισαν τον κομμουνισμό ως ένα σύστημα στο οποίο τα αποβράσματα αποκτούν την εξουσία, ως ένα σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση της χώρας παραδίδεται σε ένα τσούρμο από αδαείς ανθρώπους που δρουν βάση κτηνωδών ενστίκτων; Δεν ήταν άραγε η θέση που λέει ότι «οι άνθρωπου δεν είναι ίσοι», μια από τις σημαντικότερες κατηγορίες της σταυροφορίας κατά του κομμουνισμού; Μα κυρίως, δεν ήταν οι ηθικές αξίες που ερασιτεχνικά απαρίθμησε η αστική τάξη για να χαρακτηρίσει τον «καλό πολίτη», οι οποίες παρείχαν τη βάση για να κατηγορηθούν οι κομμουνιστές για «ανηθικότητα»;

Φυσικά αυτά δεν είναι όλα. Καθώς οι ταξικοί αγώνες σε κάθε χώρα οξύνονταν, ο αντικομμουνισμός ενισχυόταν με καινούργια στοιχεία. Καθώς οργανωνόταν η εργατική τάξη και υλοποιούνταν η κοινωνική επιλογή ενάντια στην εκμετάλλευση και πέρα από αυτά, καθώς η πρώτη εργατική εξουσία, που εμφανίστηκε στη ρωσική γη με την Οκτωβριανή επανάσταση, μετεξελίχθηκε στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και καθώς κι άλλες χώρες ακολούθησαν το δρόμο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ο αντικομμουνισμός εμπλούτισε τα επιχειρήματά του. Έτρεφε τον εαυτό του με εθνικισμό, θρησκευτικό φανατισμό, μα κυρίως, στηρίχτηκε στα ψέματα και τις πλαστογραφήσεις. Ο κύριος στόχος ήταν να αποτραπεί η προσέλκυση των εργατικών μαζών από τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Για να το πετύχουν έπρεπε να εξαλείψουν την κοινωνική νομιμότητα του κομμουνισμού.

Ως μια χώρα όπου η εργατική τάξη ποτέ δεν έφτασε κοντά στο να καταλάβει την πολιτική εξουσία, αν και οι ταξικοί αγώνες ορισμένες φορές είχαν οξυνθεί αρκετά και όπου οι καπιταλιστές ποτέ σχεδόν δεν απάλυναν τα μέτρα τους ενάντια στο σοσιαλισμό, η Τουρκία έχει σημαντική «συμβολή» στον αντικομμουνισμό. Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας ήταν πάντα περήφανη που αποτελούσε «προκεχωρημένο φυλάκιο στην πάλη ενάντια στον κομμουνισμό». Η καρποφόρα συμβολή της στον αντικομμουνισμό σίγουρα δεν άρχισε ούτε το 1952 με την ανησυχητική ένταξη στο ΝΑΤΟ ούτε το 1945 με την αρχή της αποκάλυψης του Ψυχρού πολέμου. Η αστική τάξη ενίσχυσε την αντικομμουνιστική της ταυτότητα ενάντια στον μπολσεβικισμό, έστω και συγκαλυμμένα, μιας και είχε ανάγκη τη στήριξη της νεαρής σοβιετικής κυβέρνησης. Θεωρούσε τον μπολσεβικισμό μεγάλη απειλή, ακόμη και κατά τη διάρκεια του «πολέμου για την ανεξαρτησία» που οδήγησε στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923. Απέκτησε σημαντική εμπειρία στην ιδεολογική πάλη ενάντια στον κομμουνισμό. Οι ιδιαιτερότητες και η σταδιακή εξέλιξη αυτής της πείρας απαιτούν ειδική προσοχή.

Η αστική επανάσταση: Η διαλεκτική της «φιλίας» και της εχθρότητας

Η αστική επανάσταση της Τουρκίας δεν αποτελείται μόνο από την κατοχή και την πάλη ενάντια στην κατοχή μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Από ορισμένες απόψεις η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 μπορεί να θεωρηθεί μια πιο σοβαρή προσπάθεια από τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1920. Παρ ’ όλα αυτά η επανάσταση του 1908 δεν παρέχει πολλά στοιχεία σχετικά με το θέμα μας. Ναι, σαν και άλλες χώρες η οθωμανική αυτοκρατορία επηρεάστηκε από την ρωσική επανάσταση του 1905. Αν και δεν είναι δυνατό να μιλάμε για αξιοσημείωτη βιομηχανία στη χώρα, οι αρχικές μορφές οργανώσεων της εργατικής τάξης έκαναν εμφανή την παρουσία τους, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους Αρμένιους, τους Έλληνες και τους Βούλγαρους εργάτες εξαπλώνονταν επαναστατικές-εθνικιστικές ιδέες, οι οποίες άρχισαν να επηρεάζουν και τους φτωχούς Τούρκους, αν και δεν μπορούμε να πούμε πως ο σοσιαλισμός άρχισε εκείνο τον καιρό να ριζώνεται μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι Νεότουρκοι, που προωθούσαν από τα πάνω μια αστική επανάσταση, η οποία βασιζόταν στη στρατιωτική και την πολιτική γραφειοκρατία και τη διανόηση και όχι στην ενίσχυση της λαϊκής τους βάσης, εμπνεύστηκαν από το μαρξισμό ή από τη σοσιαλιστική ιδεολογία γενικά. Γνωρίζουμε πως κατά τα πρώιμα στάδια της επανάστασης οι Τούρκοι αστοί επαναστάτες προσπάθησαν να καταπιέσουν την εργατική τάξη, που άρχιζε να παρουσιάζει σημάδια κινητοποίησης, μαζί με τους Αρμένιους, τους Έλληνες και τους Βούλγαρους εθνικιστές, με τους οποίους συνέκλιναν κατά την πάλη ενάντια στο σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ, καθώς φοβούνταν τόσο τις λαϊκές τους βάσεις όσο και την ικανότητα των ιμπεριαλιστικών χωρών να χειραγωγούν τα εθνικιστικά κινήματα. Αυτά τα προληπτικά μέτρα αιτιολογήθηκαν με τις προσπάθειες να αποτραπεί η κατάρρευση της αυτοκρατορίας και όχι τόσο με την εχθρότητα προς το σοσιαλισμό.

Ο λόγος που η αστική τάξη των Νεότουρκων άρχισε να παίρνει το σοσιαλισμό στα σοβαρά ήταν προφανώς η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, που έλαβε χώρα δίπλα της.

Όταν έγινε η επανάσταση, οι άρχουσες τάξεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας ασχολούνταν τόσο με την αποτροπή της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας όσο και με την εκτέλεση του ρόλου τους στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Είχαν ως κίνητρο την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών σε ορισμένες περιοχές που βρίσκονταν υπό την κηδεμονία τους, με τη συγκατάθεση της σύμμαχης γερμανικής αυτοκρατορίας. Η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή, είχε υποστεί σοβαρές ήττες σε αρκετά κρίσιμα μέτωπα και οι στρατιώτες της -πέρα από τις επιθέσεις των εχθρών- υπέφεραν από ασθένειες και πείνα.

Το γεγονός ότι η σοσιαλιστική επανάσταση έγινε σε μια χώρα με την οποία η οθωμανική αυτοκρατορία διεξήγαγε άκρως δύσκολους πολέμους για δεκαετίες και η οποία βρισκόταν στο εχθρικό στρατόπεδο κατά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο, αποτέλεσε εξαιρετικά εύφορο έδαφος για τον αντικομμουνισμό στην Τουρκία. Από ιστορική σκοπιά, αν κάποιο έθνος μπορεί να ανταγωνιστεί το Πολωνικό στην εχθρότητα προς τους Ρώσους, αυτό είναι το Τούρκικο.

Είναι αλήθεια πως στην αρχή η επανάσταση δημιούργησε συμπάθεια προς τον μπολσεβικισμό. Οι μπολσεβίκοι που δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα στην οπισθοφυλακή του εχθρού και μίλαγαν για «ειρήνη», μόλις πήραν την πολιτική εξουσία, έγιναν ευπρόσδεκτοι από τους οθωμανικούς κυρίαρχους κύκλους, που ενήργησαν κατά το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Πίστευαν πως η έξοδος της Σοβιετικής Ρωσίας από τον πόλεμο επέφερε βαρύ χτύπημα στον Βρετανογαλλικό άξονα. Καθώς ο Λένιν και οι σύντροφοί του ξεκίνησαν αμέσως διαπραγματεύσεις για σύναψη ειρήνης με τους Γερμανούς, ο Τύπος της Κωνσταντινούπολης άρχισε να «επαινεί τους μπολσεβίκους». Επιπλέον, όταν οι μπολσεβίκοι δημοσίευσαν τις μυστικές συμφωνίες μεταξύ των αρχουσών τάξεων της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας για τα σχέδιά τους σχετικά με τον τρόπο μοιράσματος μεταξύ τους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι έπαινοι εντάθηκαν ακόμη περισσότερο. Για παράδειγμα, μια από τις εξέχουσες εκείνο τον καιρό εφημερίδες, η «ikdam», δημοσίευσε τον τίτλο «Μπράβο μπολσεβίκοι!» [2]

Αν και γνώριζε πολύ λίγα για τον μπολσεβικισμό και το σοσιαλισμό γενικότερα, η οθωμανική ελίτ αντιμετώπισε με περιφρόνηση τις διαδικασίες μεταξύ των Οθωμανών και της επαναστατικής κυβέρνησης της Μόσχας, ενώ οι μπολσεβίκοι δρούσαν εποικοδομητικά για την επίτευξη ειρήνης όσο το δυνατό γρηγορότερα. Με δυο λόγια, αντίθετα με τους καπιταλιστές που τρομοκρατήθηκαν από τη δυνατότητα της επέκτασης της επανάστασης προς τη Δύση και ως εκ τούτου προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν το επαναστατικό κύμα που δυνάμωνε, οι οθωμανικές άρχουσες τάξεις διακατέχονταν από πιο αντιφατικά συναισθήματα προς τη σοβιετική εξουσία.

Βέβαια δεν τίθεται θέμα ότι πολλά χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στους κομμουνιστές εξαρχής, είτε σωστά είτε λανθασμένα, ήταν πηγή ανησυχίας για τους Οθωμανούς. Η εχθρότητα ως προς την ιδιοκτησία, την οικογένεια και τη θρησκεία ήταν αναγκαία στοιχεία της χονδροειδούς και σκληρής αντικομμουνιστικής στάσης. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε τις «ελιτίστικες» προσεγγίσεις που μιλούν για «αδαείς μουζίκους και αλήτες που κατέλαβαν την κληρονομιά μιας μνημειώδους αυτοκρατορίας και την κατασπατάλησαν».

Παρ’ όλα αυτά, ως το τέλος του πολέμου, όταν με άλλα λόγια η Τουρκία αναγκάστηκε από τους Βρετανούς και τους Γάλλους να υπογράψει μια ασύμφορη συμφωνία, ανάμεσα στους κυρίαρχους κύκλους της οθωμανικής αυτοκρατορίας κυριάρχησε επαγρύπνηση και αισιοδοξία ως προς τη Ρωσία των μπολσεβίκων. Με τη σειρά του ο φόβος της κατάληψης της εξουσίας από τις εργαζόμενες μάζες καταλάγιασε από τη σιγουριά για το ρόλο της θρησκευτικής ιδεολογίας στην κοινωνική ζωή στην Τουρκία. Πολλοί Οθωμανοί διανοούμενοι και πολιτικοί εξέφρασαν την άποψη ότι «δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον μπολσεβικισμό, διότι δεν μπορεί να εξαπλωθεί σε μια μουσουλμανική χώρα».

Παρ’ όλες αυτές τις θετικές απόψεις, οι οθωμανικές άρχουσες τάξεις και οι ιδεολόγοι τους άρχισαν αμέσως να παράγουν ψέματα για τους κομμουνιστές στο πρόσωπο του Λένιν και των συντρόφων του. Τα αρχικά παραδείγματα απάτης και στρεβλώσεων έγιναν πιο εκλεπτυσμένα και εμπλουτίστηκαν μέσω της αξιοποίησης από τον αντικομμουνισμό και το συνώνυμό του τον αντισοβιετισμό τεράστιων πνευματικών πόρων τα χρόνια που ακολούθησαν, όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και σε όλο τον κόσμο. Μπορούν να βρεθούν στις σελίδες του Τύπου της Κωνσταντινούπολης εκείνου του καιρού.

Είναι ενδιαφέρον, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, ότι οι κατά τα φαινόμενα «αριστερές» προκλήσεις, που υπήρξαν ένας από τους πιο υποκριτικούς τρόπους συκοφάντησης της Σοβιετικής Ένωσης τα χρόνια που ακολούθησαν και ιδιαίτερα σήμερα, εκφράστηκαν από συγκεκριμένους Οθωμανούς ήδη από το 1918: «Φοβάμαι πως ακόμη και αν ο ιδρυτής του σοσιαλισμού, Μαρξ, έβγαινε από τον τάφο του, οι μπολσεβίκοι θα τον εκτελούσαν κι αυτόν». [3]

Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος, μιας και πέρα από αυτούς που ισχυρίζονται πως η ιδέα του σοσιαλισμού είναι καλή ενώ ο μπολσεβικισμός κακός, μπορούμε να δούμε πως οι πρακτικοί Οθωμανοί διανοούμενοι ισχυρίζονταν ότι οι μπολσεβίκοι δεν ήταν κομμουνιστές, επομένως δε θα ήταν κακό να καθιερωθούν στενές σχέσεις μαζί τους.

Η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει, καθώς ο πόλεμος έληξε με την ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της. Η οθωμανική αυτοκρατορία περιοριζόταν σε ένα αρκετά στενό πλαίσιο από τις συνθήκες που επιβλήθηκαν από τη συνθήκη του Μούδρου (30 Οκτώβρη του 1918) και ύστερα των Σεβρών (10 Αυγούστου του 1920) που με τη σειρά τους έδωσαν μια λύση που βασιζόταν στην τουρκική εθνικότητα, που ήταν η μόνη δυνατή εκδοχή στις περιοχές που ήταν άκρως περιορισμένες για τα «οθωμανικά» ιδανικά.

Τα ηγετικά στελέχη αυτής της εκδοχής και ο Μουσταφά Κεμάλ, που σύντομα ηγήθηκε αυτού του κινήματος, δεν είχαν θεμελιώδη προβλήματα με τα δυτικά έθνη. Ωστόσο το μέλλον που σχεδιάστηκε για τη Μικρά Ασία μετά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο από τους νικητές και ιδιαίτερα από τους Βρετανούς, δεν έδινε στον τουρκικό εθνικισμό δικαίωμα ύπαρξης. Έτσι το κεμαλικό κίνημα έπρεπε να βρει τρόπο να τους πείσει.

Αφού είχε επιτύχει την επιβολή εξωφρενικών συνθηκών στους Γερμανούς με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν καθαρό ότι το Βρετανικό ιμπεριαλισμό δε θα τον συνέφερε να δώσει δικαίωμα λόγου στα υπολείμματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μόλις ο Μουσταφά Κεμάλ και οι σύντροφοί του άρχισαν τον «πόλεμο της ανεξαρτησίας», κατά τον οποίον απέφευγαν προσεκτικά κάθε ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση με τους Βρετανούς, αναγκάστηκαν να πάρουν ιστορικές αποφάσεις για τις σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση.

Οι μπολσεβίκοι για ευνόητους λόγους εξέτασαν αν ήταν δυνατή στη Μικρά Ασία μια επανάσταση που να ξεπερνά τα όρια της αστικής επανάστασης. Γνωρίζουμε πως το 1919 Σοβιετικοί αξιωματούχοι και διπλωμάτες έκαναν έρευνες τόσο για να καθιερώσουν τις πρώτες επαφές με τα κεμαλικά στελέχη όσο και για να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα. Αναγνωρίζοντας πως η αυξανόμενη δημοτικότητα του μπολσεβικισμού δε θα ήταν διόλου αρκετή για να προκαλέσει ένα ισχυρό ξέσπασμα υπέρ του σοσιαλισμού στην Τουρκία, οι «ρεαλιστές» μεταξύ των μπολσεβίκικων στελεχών εκείνης της εποχής αποφάσισαν να απομακρύνουν το Μουσταφά Κεμάλ και τους συντρόφους του από τους Βρετανούς όσο το δυνατόν περισσότερο και να τους στηρίξουν στην πάλη τους για ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία. Το 1920, όταν η προέλαση της επανάστασης προς τη Δύση σταμάτησε στην Πολωνία και οι μπολσεβίκοι στράφηκαν προς την Ανατολή, αυτές οι εξελίξεις είχαν σημαντικά αποτελέσματα για την πάλη στη Μικρά Ασία. Αν και το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού (1-7 Σεπτέμβρη του 1920) ήταν αρκετά αισιόδοξο για το χαρακτήρα των επαναστατικών δυνάμεων στην Ανατολή, σταδιακά έγινε πιο σημαντικό για τους μπολσεβίκους να καθιερώσουν στενές σχέσεις με το εθνικό κίνημα στη Μικρά Ασία, στη βάση των «κοινών συμφερόντων» και όχι της πρόκλησης «επαναστατικών περιπετειών». [4]

Αν και οι σχέσεις των μπολσεβίκων και των κεμαλιστών ήταν πολυδιάστατες και υφίστανταν διακυμάνσεις, από πολλές απόψεις είχαν αδιαμφισβήτητη ιστορική αξία:

α) Τα όπλα και η χρηματική βοήθεια που παρείχαν οι μπολσεβίκοι αποτελούσαν ζωτική στήριξη για το απελευθερωτικό κίνημα της Μικράς Ασίας, για τη στρατιωτική, πολιτική συντήρησή του και για την επιτυχία του.

β) Σε μια στρατηγικά ευαίσθητη περιοχή η σοβιετική κυβέρνηση μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο εναντίον της από μια συγκεκριμένη περιοχή.

γ) Οι κεμαλιστές βοήθησαν τους άλλους μουσουλμανικούς λαούς της Ανατολής, σαν αυτούς της Ινδίας, να τείνουν προς την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

δ) Οι κεμαλιστές έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να βοηθήσουν τους μπολσεβίκους να αποκτήσουν τον έλεγχο του Καυκάσου, ιδιαίτερα του Αζερμπαϊτζάν και να εξαλείψουν τις φιλοβρετανικές πολιτικές εξουσίες και πολιτικές δυνάμεις της περιοχής.

ε) Η κυβέρνηση της Άγκυρας αξιοποίησε αποτελεσματικά τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση στις διαπραγματεύσεις της με τους Βρετανούς και τους Γάλλους, που στην πορεία δημιούργησαν μειονεκτήματα για τους μπολσεβίκους.

στ) Το κεμαλικό κίνημα εμπόδισε τη Μόσχα να παράσχει αποτελεσματική στήριξη στο κομμουνιστικό κίνημα της Μικράς Ασίας σε μια άκρως κρίσιμη περίοδο.

Προφανώς η επαναπροσέγγιση των μπολσεβίκων και των κεμαλιστών είχε θετικά και αρνητικά αποτελέσματα για το παγκόσμιο επαναστατικό προτσές. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, αν λάβουμε υπόψη πως εκείνη την περίοδο στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε ισχυρό εργατικό κίνημα, μπορούμε να πούμε πως η «στενή» συνεργασία ήταν προς το συμφέρον του «επαναστατικού» μετώπου. Σε κάθε περίπτωση αυτό οδήγησε σε νομιμοποίηση της Τουρκικής αστικής επανάστασης στην περιοχή, ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της οποίας ήταν ασθενής.

Ο αντικομμουνισμός ενισχύεται

Σαν τελείωσε η κατοχή της Μικράς Ασίας ορισμένοι από τους παράγοντες που ανάγκασαν τους κεμαλιστές να οικοδομούν στενές σχέσεις με τη Σοβιετική Ρωσία ξεπεράστηκαν. Ωστόσο ο Μουσταφά Κεμάλ δεν αμφισβήτησε τη Σοβιετική Ένωση πλήρως, όταν το σοβιετικό χαρτί που χρησιμοποίησε για να αναγκάσει τους Βρετανούς και τους Γάλλους να αναγνωρίσουν την κυβέρνησή του έχασε τη σημασία που είχε. Ούτε ήταν τόσο επιφανειακός ούτε και οι συνθήκες του καιρού έδιναν το χώρο για μανούβρες στη νέα Τουρκική Δημοκρατία. Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Σοβιετικής Ένωσης έχασαν τη θερμότητα που είχαν κατά την περίοδο της «ένοπλης πάλης», αλλά συνέχισαν να είναι «φιλικές». Ωστόσο, καθώς η γοργά ισχυροποιούμενη καπιταλιστική δύναμη καθιερώθηκε χάρη στο μεγάλο πολιτικό κύρος των ιδρυτικών στελεχών και καθώς οι σχέσεις με τα δυτικά κράτη ομαλοποιήθηκαν, οι πύλες του αντικομμουνισμού ανοίχτηκαν πλατιά εν ευθέτω χρόνω.

Σε όλο τον κόσμο ο αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, αλλά στην Τουρκία αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο. Σε αυτή τη χώρα ο αντικομμουνσμός και ο αντισοβιετισμός όχι μόνο αλληλεπικαλύπτονται, αλλά είναι σχεδόν ταυτόσημοι.

Η συμπεριφορά της κυβέρνησης της Άγκυρας ενάντια στη Σοβιετικής Ένωση κατά τις διαπραγματεύσεις της Λοζάννης, που άρχισαν σε μια περίοδο όταν το στρατιωτικό επεισόδιο του πολέμου είχε τελειώσει, πριν όμως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Τουρκίας, μεταξύ του Νοέμβρη του 1922 και του Ιούλη του 1923, απέδειξε περίτρανα το πώς οι νέοι άρχοντες της Μικράς Ασίας καλλιεργούσαν από καιρό την πάλη ενάντια στον κομμουνισμό.

Η Τουρκία, απροσδόκητα, βοήθησε πολύ τις δυτικές δυνάμεις να κρατήσουν τους μπολσεβίκους, τη μόνη μεγάλη δύναμη που της συμπαραστάθηκε κατά τον πόλεμο, μακριά από τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Κατά τις διαπραγματεύσεις οι μπολσεβίκοι ήταν που αποφάσισαν να προβούν σε κάθε είδους θυσίες για να ενισχύσουν την Τουρκία ενάντια στους ιμπεριαλιστές. Το έκαναν παρά το γεγονός ότι οι κεμαλιστές, που θριάμβευσαν, άπλωσαν μια πλατιά καμπάνια για να καταπιέσουν και να ξεριζώσουν τους κομμουνιστές το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1922!

Η φωνή της Σοβιετικής Ρωσίας φιμώθηκε στη Λοζάννη. Μόνο όταν συζητήθηκε η κατάσταση των πορθμών ακούστηκε η φωνή των κομμουνιστών. Κράτησαν θέση ενάντια στα συμφέροντά τους και απαίτησαν για τους Τούρκους λόγο πάνω στη θέση των πορθμών που οι Τούρκοι στην πραγματικότητα δε δικαιούνταν (και ούτε καν ήθελαν!). Γι’ αυτό και ο Βρετανός διπλωμάτης λόρδος Κέρζον έλεγε για το Σοβιετικό διπλωμάτη Τσιτσέριν ότι είναι «πιο Τούρκος και από τους Τούρκους». [5]

αντίθετα, η τουρκική αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Ismet Inönü ήταν απασχολημένη με το να δείξει πόσο πρόθυμη ήταν η Τουρκία να αναλάβει το ρόλο περιορισμού του κομμουνισμού, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης. Προτίμησαν να στηρίξουν τις επιβολές του ιμπεριαλισμού, παρά τις προτάσεις των Σοβιετικών αντιπροσώπων που συνέφεραν την Τουρκία. Ενώ οι μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν για το σφαγιασμό του Μουσταφά Σουπχί το 1920 ξαναμπήκαν σε χρήση για την αντιμετώπιση των κομμουνιστών στη χώρα, η φιλία με τη Σοβιετική Ένωση έπαυε να είναι ο βασικός άξονας της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη φορά η Τουρκία χρησιμοποιούσε τις σχέσεις της με τις δυτικές χώρες για να περιορίσει τη Σοβιετική Ένωση σε μια σχέση με τον εαυτό της. Η Μόσχα δεν μπορούσε να βρει άλλη λύση από το να δρα προσεκτικά, ώστε να μη σπρώξει την Τουρκία ολοκληρωτικά στις αγκάλες του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο τα συμφέροντα της αστικής τάξης, που σταδιακά την αναπροσανατόλιζαν, ήδη έστρεψαν τη χώρα σε μια νέα πορεία.

Άρχισε η αντικομμουνιστική συζήτηση που διαφαίνεται σε όλη την ιστορία της Δημοκρατίας της Τουρκίας.

Το πιο εξέχον και το ισχυρότερο επιχείρημα του αντικομμουνισμού στην Τουρκία ήταν ότι ο κομμουνισμός είναι «ξένος παράγοντας». Ανέφερα ήδη πώς αυτό το επιχείρημα τέθηκε τις τελευταίες μέρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν που μιλούσε στο ίδιο πνεύμα στη Μεγάλη Εθνική Συνέλευση της Τουρκίας για τον πόλεμο για την ανεξαρτησία, αυτή τη φορά θέτοντας το επιχείρημα «φιλικά»:

«Κύριοι, μπορεί να υπάρξουν δύο είδη μέτρων προφύλαξης. Το πρώτο: Να τσακίσουμε αμέσως όσους μιλούν για κομμουνισμό, να χρησιμοποιήσουμε άγρια, καταστροφικά μέτρα, ώστε να μην επιτρέψουμε σε κανέναν που έρχεται από τη Ρωσία να πατήσει στη γη, αν έρχεται με πλοίο ή να τον απελάσουμε αμέσως, αν έρχεται από ξηράς. Θεωρούμε αυτά τα μέτρα προφύλαξης άχρηστα από δύο απόψεις: Πρώτον, η Ρωσική Δημοκρατία, τις καλές πολιτικές σχέσεις με την οποία θεωρούμε αναγκαίες, είναι εξ ολοκλήρου κομμουνιστική. Αν παίρναμε τέτοια ριζικά μέτρα, σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να έχουμε σχέσεις και συμφέροντα από τους Ρώσους. [...] Συνεπώς θεωρούμε ως πιο αποτελεσματικό αντίδοτο το να εξηγηθεί στο λαό μας, το να διαφωτιστεί η κοινή γνώμη του έθνους αναφορικά με το ότι ο κομμουνισμός είναι ανεπίτρεπτος για τη χώρα μας όσον αφορά τις θρησκευτικές μας απαιτήσεις». [6]

Περίπου μια εβδομάδα μετά την εκφώνηση αυτού του λόγου δολοφονήθηκαν ο Μουσταφά Σουπχί και οι σύντροφοί του.

Το επιχείρημα που ισχυρίζεται ότι ο κομμουνισμός δεν αρμόζει στην Τουρκία πάντα στηριζόταν σε τρεις προφάσεις:

α) Στην Τουρκία δεν υπάρχει αστική τάξη.

β) Η Τουρκία είναι μουσουλμανική χώρα.

γ) Ο κομμουνισμός δεν είναι ντόπια ιδεολογία.

Ενώ οι κεμαλιστές προέβαλαν με ζήλο τη θέση ότι «δεν υπάρχει αστική τάξη στην Τουρκία», ταυτόχρονα δούλευαν παθιασμένα για τη δημιουργία αστικής τάξης, αξιοποιώντας τα κρατικά μέσα. Ακόμη και όταν η τουρκική αστική τάξη έγινε τόσο μεγάλη που ήταν πια αδύνατο να κρυφτεί πίσω από το ψέμα «είμαστε ένα έθνος χωρίς προνόμια και τάξεις», αποδείχτηκε αρκετά αδιάντροπη για να ισχυριστεί ότι «ο μπολσεβικισμός βασίζεται στην ταξική πάλη, ενώ εμείς δεν έχουμε τάξεις».

Εν ευθέτω χρόνω αυτή η πλευρά της ιστορίας ξεχάστηκε, αλλά το επιχείρημα ότι ο κομμουνισμός είναι «ξένος» παράγοντας δεν εγκαταλείφθηκε. Ήταν τόσο σίγουροι για την αποτελεσματικότητα αυτού του επιχειρήματος και ως εκ τούτου έκαναν τα πάντα για να μην επιτρέψουν την ύπαρξη των κομμουνιστών στο έδαφος της Τουρκίας. Προετοίμασαν αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν το επιχείρημα ότι «οι ρίζες του κομμουνισμού βρίσκονται στο εξωτερικό», παρουσιάζοντας το κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία εξαρτημένο από τη Σοβιετική Ένωση και ύστερα κι από τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Με άλλα λόγια, η καταπίεση και τρομοκράτηση των κομμουνιστών κατά την ιστορία της Δημοκρατίας δεν είχε στόχο μονάχα την καταστολή και εξάλειψή τους, αλλά και την ιδεολογική επικράτηση επί των κομμουνιστών, καθιστώντας τους ανεδαφικούς. Παρακάτω θα ασχοληθούμε με μια ακόμη πλευρά αυτού του ζητήματος.

Υπήρχαν τρεις απαιτήσεις για να γίνει και το Ισλάμ, με τη σειρά του, αποτελεσματικό στοιχείο αντικομμουνισμού: Να κάνουν την προσέγγιση των κομμουνιστών στη θρησκεία να φαίνεται χοντροειδής, να μετριάσουν σε αυτά τα πλαίσια στη γλώσσα του Ισλάμ τις κατηγορίες κατά των αντιδραστικών ιδεολογιών της Δύσης και να αναγνωρίσουν ότι στην αντεπαναστατική πάλη ο θρησκευτικός φανατισμός μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικός με τον εθνικισμό. Παρ’ όλα αυτά, τα κεμαλικά στελέχη δεν ήταν και τόσο διατεθειμένα να δώσουν κυρίαρχο ρόλο, ακόμη και στο ιδεολογικό πεδίο, στους θρησκευτικούς κύκλους, τους οποίους επίμονα προσπαθούσαν να κρατήσουν υπό έλεγχο τα χρόνια της ίδρυσης και της εδραίωσης. Γι’ αυτούς η θρησκεία ήταν σαν υδάτινο φράγμα που δεν έπρεπε να χάσει την ισχύ του από υπερβολική χρήση και περιορίζονταν θυμούμενοι αυτό το σημείο. Είναι προφανές πως τα κεμαλικά στελέχη, ενώ εκδίωξαν τη θρησκεία από τη διοικητική δομή, της επέτρεψαν να διατηρήσει τη θέση που έχει στην κοινωνική ζωή, για μια σειρά από λόγους, σκοπεύοντας να σπάσουν την επιρροή της Σοβιετικής Ρωσίας (που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην Τουρκία) που μέρα με τη μέρα δυνάμωνε, αξιοποιώντας το στείρο κοινωνικό πεδίο που δημιουργούσε η θρησκεία.

Ωστόσο ο αντικομμουνισμός στην Τουρκία πάντα ευνοούνταν περισσότερο από την πατροπαράδοτη «εχθρότητα προς τους Ρώσους». Αναμφίβολα υπήρχαν ιστορικοί λόγοι γι’ αυτή την εχθρότητα. Ήταν αδύνατο οι τρομεροί πόλεμοι μεταξύ της οθωμανικής και της ρωσικής αυτοκρατορίας να μην αφήσουν κανένα σημάδι στους λαούς. Όπως ακριβώς ο ανταγωνισμός και οι διενέξεις για περιοχές σαν την Κριμαία, που βρισκόταν στην περιοχή κυριάρχων βάσεων και περιοχή συμφερόντων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επηρέασαν βαθιά τους Σλάβους που ζούσαν σε αυτά τα εδάφη και μετατράπηκαν τελικά σε αχαλίνωτη «εχθρότητα προς τους Τούρκους», ήταν αδύνατο ο τουρκικός εθνικισμός να αγνοήσει το σαφή ρόλο που έπαιζε η Ρωσία στη συρρίκνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, αν προσθέσουμε το πάθος για την Κωνσταντινούπολη, που η ρωσική ορθοδοξία ποτέ δεν προσπάθησε να κρύψει, μπορεί να πει κανείς πως η εικόνα «της ρωσικής αρκούδας που ήθελε να φτάσει στις θερμές θάλασσες» έγινε ένα από τα μόνιμα στοιχεία της κοσμοαντίληψης των Οθωμανών τον 20ό αιώνα.

Έχω ήδη τονίσει ότι κατά τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας η Οκτωβριανή επανάσταση αντέστρεψε σε ένα βαθμό αυτή την εικόνα, αλλά δεν μπόρεσε να την εξαλείψει εντελώς. Αν και φαίνεται πως υπό τα πυρά του πολέμου για την ανεξαρτησία η εχθρότητα προς τη Ρωσία αντικαταστάθηκε από συμπάθεια προς τους μπολσεβίκους, ποτέ δεν υπήρξε ειλικρίνεια ανάμεσα στις δύο χώρες, ακόμη και στο ζενίθ της περιόδου επαναπροσέγγισης. Αυτό επειδή ορισμένα από τα ηγετικά κεμαλικά στελέχη ήταν στην πραγματικότητα στελέχη της Βρετανίας ή της Γαλλίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ και οι στενοί συνεργάτες του ήταν άκρως ανήσυχοι για τη συμπάθεια προς τη Σοβιετική Ρωσία που εκδηλωνόταν στη φτωχή Μικρά Ασία, ενώ ακόμη και τα πιο πρόθυμα να αναπτύξουν σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση στελέχη στόχευαν σε τελική ανάλυση στην ολοκλήρωση με τη Δύση. Ενώ οι μπολσεβίκοι έκαναν συνήθως ρεαλιστικές εκτιμήσεις για την ηγεσία της Μικράς Ασίας και ανέπτυξαν στερεή αντίληψη για τις ταξικές της βάσεις, έδιναν σημασία στο να διαβεβαιώνουν τη νέα άρχουσα τάξη της Τουρκίας και να τηρούν τις υποσχέσεις τους. Ως αντάλλαγμα, σε πολλές περιπτώσεις, αντιμετώπιζαν «υπεκφυγές» και «κλειστά χαρτιά».

Ο προφανής λόγος μιας τέτοιας συμπεριφοράς ήταν ότι τα κεμαλικά στελέχη έβλεπαν τη Σοβιετική Ένωση ως κληρονόμο της Ρωσίας. Επομένως ποτέ δε σκέφτονταν την καθιέρωση σταθερής φιλίας με αυτή τη χώρα και ήθελαν, όταν χρειαζόταν, να χρησιμοποιήσουν την «εχθρότητα ενάντια στη Ρωσία» ως μέτρο προφύλαξης ενάντια στον μπολσεβικισμό.

Οι κεμαλιστές ήταν τόσο διατεθειμένοι να βλέπουν στα κατοχικά ιμπεριαλιστικά κράτη τους μελλοντικούς τους φίλους, που αντιμετώπιζαν με αρκετή υπεροψία την καθυστέρηση της Σοβιετικής Ρωσίας και την αγένεια των μπολσεβίκων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις καθυστερημένες κοινωνικές σχέσεις στη Μικρά Ασία. Θεωρούσαν την αναδυόμενη Τουρκία ως «μέρος του ανεπτυγμένου δυτικού πολιτισμού» και τη Ρωσία ως προσωρινό σύμμαχο!

Μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει αυτή την άποψη των κεμαλιστών ως μια από τις αιτίες γιατί η εχθρότητα ως προς τη Ρωσία μπορούσε να αξιοποιηθεί τόσο αποτελεσματικά στην πάλη του αστικού καθεστώτος ενάντια στον κομμουνισμό.

Ο κομμουνισμός είναι ξένος παράγοντας για την Τουρκία, επιπλέον, ανήκει στη Ρωσία που είναι «εχθρική» προς την Τουρκική γη!

Πρέπει να σημειώσουμε πως οι πρώτοι κομμουνιστές της Τουρκίας πάλεψαν πολύ να σπάσουν αυτή την αντίληψη και σε αυτή την προσπάθεια ποτέ δεν ανέπτυξαν προγραμματικές προσεγγίσεις που να σκιάζουν τη Σοβιετική Ένωση ή τη συντροφικότητα με το ηγετικό της κόμμα. Από την άλλη πλευρά βέβαια, συγκεκριμένα προβλήματα που με τον καιρό παρουσιάστηκαν στις σχέσεις μεταξύ του ΚΚΣΕ και άλλων κομμάτων του κόσμου επιβάρυναν και το ΤΚΡ και παρείχαν νέα επιχειρήματα στην αντικομμουνιστική συζήτηση σχετικά με το ότι «οι ρίζες του κομμουνισμού βρίσκονται στο εξωτερικό».

Συμπερασματικά σχόλια

Είναι ξεκάθαρο ότι ο ρόλος που έπαιξαν τα κεμαλικά στελέχη στην καθιέρωση και τη διαμόρφωση της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί. «Προσθήκες» στα στοιχεία που προαναφέρθηκαν έγιναν μόλις τη δεκαετία του 1980 μέσα από το νεοφιλελευθερισμό, που εξαπέλυσε αρκετά σκληρή επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη. Αυτές οι προσθήκες καταδίκης του σοσιαλισμού για έλλειψη «ελευθεριών» και «δημοκρατίας» ήταν αποτελεσματικό υπόδειγμα.

Εκτός από την εχθρότητα προς τη Ρωσία, από τον θρησκευτικό παράγοντα, τις ιδιαιτερότητες της Τουρκίας κλπ., ο αντικομμουνισμός επέφερε ισχυρό πλήγμα ιδιαίτερα στις μεσαίες τάξεις και στους διανοούμενους με τη «φιλελεύθερη» συζήτηση, τα αποτελέσματα της οποίας επιδεινώθηκαν από την αμυντική στάση της Σοβιετικής Ένωσης, που άρχισε να διαλύεται.

Πέρα από τις τελευταίες αυτές προσθήκες, το πλαίσιο του αντικομμουνισμού στην Τουρκία σχεδίασαν τα ηγετικά στελέχη της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Στους τάφους τους πιθανώς να ειρωνεύονται τις ανόητες προσπάθειες ορισμένων «αριστερών» διανοούμενων, που προσπαθούν να αποδώσουν αυτή την ευθύνη στις μετέπειτα αστικές δυνάμεις.


[1] Η ομιλία του Γερμανού βιομηχάνου Alfredd Krupp προς τους εργάτες του το 1877. Grebing Helga; History of the German Labour Movement, Berg Publishers, 1985, p.53.

[2] Kocabaçoğlu Uygur - Berge Metin, Bolşevik İhtilali ve Osmanlılar (The Bolshevik Revolution and the Ottomans), Kebikeç Yayınları, 1994.

[3] Ataullah Bahaeddin, Rusya Müslümanları ve Bolşevikler (Russian Muslims and the Bolsheviks), Sebilürreşad, October1918. Quoted in Kocabaçoğlu Uygur - Berge, p.163.

[4] Ορισμένες εξελίξεις κατά το 1919 και το 1920 που παραθέτονται παρακάτω θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα πώς η πορεία των γεγονότων επηρέασε το ένα το άλλο:

α) 15 Αυγούστου 1919: Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη και πήρε μέρος στο μοίρασμα της Μικράς Ασίας υπό την καθοδήγηση των Βρετανών. 19 Μάη 1919: Ο Μουσταφά Κεμάλ ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη στη Σαμψούντα για να οικοδομήσει δεσμούς για την Εθνική Απελευθέρωση. Αν και η επίσημη κεμαλική θέση αποκρύπτει σε ένα βαθμό την αλήθεια γι’ αυτό το ταξίδι, πρέπει να προσέξουμε το ότι σημαντικά βήματα για την εκκίνηση της «αντίστασης ενάντια στην κατοχή» ξεκίνησαν μόνο μετά την εμφάνιση των Ελλήνων στο προσκήνιο.

β) 16 Μάρτη 1920: Οι Βρετανοί κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. 23 Απρίλη 1920: Η Μεγάλη Εθνική Συνέλευση της Τουρκίας (TBMM) που ζητούσε την «ανεξαρτησία» άρχισε να λειτουργεί στην Άγκυρα ως εναλλακτική στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, τα χέρια της οποίας ήταν δεμένα.

γ) 10 Αυγούστου 1920: Υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών που επιβλήθηκε από τις ιμπεριαλιστικές χώρες στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. 1 Σεπτέμβρη 1920: Το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής συγκλήθηκε στο Μπακού με τη συμμετοχή πολλών κεμαλικών αντιπροσώπων, καθώς και Τούρκων κομμουνιστών. 10 Σεπτέμβρη 1920: Στο Μπακού ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας (TKP).

δ) 28 Γενάρη 1921: Ο ηγέτης του TKP, Μουσταφά Σουπχί και 15 σύντροφοί του σκοτώθηκαν από την κυβέρνηση της Άγκυρας και το κόμμα υπέστη βαρύ πλήγμα. 16 Μάρτη 1921: Υπογράφηκε συνθήκη φιλίας μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της κυβέρνησης της Άγκυρας.

[5] Bülent Gökay Bolşevizm İle Emperyalizm Arasında Türkiye (Turkey between Bolshevism and Imperialism), Yurt Yayınları, 1997, translated by Sermet Yalçın, p. 191.

[6] Απόσπασμα από την ομιλία του Μουσταφά Κεμάλ που εκφωνήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1921 στην TBMM του Rasih Nuri İLER, Atatürk ve Komünizm (Atatürk and Communism), Scala Yayınları, 1999, p. 280.