Από τον «ευρωκομμουνισμό» στο σύγχρονο οπορτουνισμό


Ραούλ Μαρτίνεθ Τουρρέρο, μέλος της ΚΕ του ΚΚ των Λαών της Ισπανίας.

Εισαγωγή

Η θεωρητική και ιδεολογική αναδιοργάνωση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος σε μαρξιστική-λενινιστική βάση απαιτεί να συνεχιστεί η εμβάθυνση στη μελέτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα και να αναλυθούν επιστημονικά οι αιτίες της νίκης της καπιταλιστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης.

Η καπιταλιστική παλινόρθωση είχε εσωτερικά και εξωτερικά αίτια. Ωστόσο, εξετάζοντας τα εξωτερικά αίτια, οι αναλύσεις τείνουν να εστιάζουν στη μελέτη των διαφόρων πτυχών της επίθεσης ενάντια στον σοσιαλισμό που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό επίπεδο.

Οι εξωτερικοί παράγοντες ήταν αποφασιστικής σημασίας και επιβεβαίωσαν ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν γνήσια έκφραση της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο. [1] Ωστόσο πρέπει να βαθύνει η μελέτη των τάσεων εκείνων, όπως ο ευρωκομμουνισμός, που συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της σοσιαλιστικής εξουσίας, που έδρασαν στους κόλπους του εργατικού κινήματος και του ίδιου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλληλεπιδρώντας πολλές φορές με οπορτουνιστικές πολιτικές κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων που βρίσκονταν στην εξουσία.

Τα ιμπεριαλιστικά ιδεολογικά κέντρα βοήθησαν και διέδωσαν πλατιά τις θέσεις του ευρωκομμουνισμού απέναντι στη γραμμή που αποκαλούσαν περιφρονητικά «ορθόδοξη» ή «φιλοσοβιετική». Ο ευρωκομμουνισμός, που αντιπροσωπεύεται κύρια από τα κόμματα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, οφείλει το όνομά του στα καπιταλιστικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, που με αυτή την ονομασία αναφέρονταν στις οργανώσεις που υποστήριζαν από κοινού μια σειρά απόψεων:

  • Την αντίθεση στην ύπαρξη οργανωμένου διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, υποστηρίζοντας την θέση του λεγόμενου «πολυκεντρισμού» απέναντι στην εμπειρία της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) και του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (Κομινφόρμ).
  • Την αντίθεση στη «δικτατορία του προλεταριάτου», έναντι της οποίας υπερασπίζονταν την ύπαρξη πολλαπλών δρόμων προς το σοσιαλισμό και κύρια την κοινοβουλευτική οδό, σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές και χριστιανοδημοκρατικές δυνάμεις που αποδέχονταν τον πολυκομματισμό στο αστικοδημοκρατικό πλαίσιο.
  • Την αντικατάσταση της θέσης του «προλεταριακού διεθνισμού», ο οποίος ταυτίστηκε με την άνευ όρων υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και της πολιτικής γραμμής του ΚΚΣΕ, με τη «διεθνιστική αλληλεγγύη» ή το «νέο διεθνισμό».
  • Την αποδοχή του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, υπό το κάλεσμα για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και τη συμμετοχή των εργατών στο σχεδιασμό.
  • Τη συνεχή και ανοιχτή κριτική στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες, από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών με την αστική αντίληψη.
  • Την αναθεώρηση, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, του μοντέλου του «κόμματος νέου τύπου» που εισήγαγε ο Λένιν.

Ο ευρωκομμουνισμός επηρέασε κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα από διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη, ορισμένα από αυτά μάλιστα κόμματα εξουσίας και -όπως και άλλα οπορτουνιστικά ρεύματα στη διάρκεια της ιστορίας- είχε σαφή διεθνή προσανατολισμό, παρότι η κυρίαρχη άποψη είναι ότι αποτελούσε φαινόμενο που εξειδίκευε στις εθνικές ιδιαιτερότητες και συνθήκες. Σχετικά με αυτό ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Ιταλίας, έλεγε:

«Προφανώς δεν είμαστε εμείς που διαμορφώσαμε αυτό τον όρο, αλλά το γεγονός ότι κυκλοφορεί ευρέως δείχνει σε τι βαθμό φιλοδοξούν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης να δουν να επιβεβαιώνονται και να προωθούνται λύσεις νέου τύπου όσον αφορά την αλλαγή της κοινωνίας με σοσιαλιστικό περιεχόμενο».

Και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Ισπανίας, Σαντιάγκο Καρίγιο, προσέθετε:

«...δεν υπάρχει ευρωκομμουνισμός, δεδομένου ότι αυτή η ονομασία δεν μπορεί να συμπεριλάβει ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα εκτός Ευρώπης, όπως το Γιαπωνέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα». [2]

Παρά τις αντιφάσεις που χαρακτήριζαν τη ζωή του Καρίγιο και παρά το γεγονός ότι μερικούς μήνες αφότου αρνήθηκε την ύπαρξη του «ευρωκομμουνισμού» εκδόθηκε το βιβλίο του με τίτλο «Ευρωκομμουνισμός και Κράτος», σε ένα πράγμα είχε δίκιο: το φαινόμενο αυτό δεν περιοριζόταν στη Δυτική Ευρώπη.

Οι πρόγονοι του «Ευρωκομμουνισμού» και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ

Οι βάσεις για τη γέννηση αυτού του αναθεωρητικού ρεύματος είχαν τεθεί πολύ πριν παρουσιαστεί ο ευρωκομμουνισμός στην κοινωνία από τον Καρίγιο, τον Μπερλινγκουέρ και το Μαρσαί.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκινάει μια δύσκολη περίοδος για το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα. Στην καταστροφή που προκάλεσε η γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ και στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την ανοικοδόμησή της, προστίθεται -και σε πολιτικό επίπεδο- η απώλεια χιλιάδων κομμουνιστών στελεχών που έπεσαν στον αγώνα ενάντια στο ναζισμό-φασισμό, κάτι το οποίο επηρέασε αποφασιστικά το ΚΚΣΕ, καθώς και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα.

Οι καπιταλιστικές δυνάμεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ που δεν υπέστησαν τον πόλεμο στα εδάφη τους και που μετατράπηκαν στο πιο ισχυρό κράτος στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, πυροδότησαν αμέσως το λεγόμενο «Ψυχρό Πόλεμο» και την κούρσα των εξοπλισμών, βάζοντας σε εφαρμογή μια σειρά από μέτρα προσανατολισμένα να υπονομεύσουν την σοσιαλιστική εξουσία.

Η εσωτερική αντεπανάσταση ποτέ δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια να ηττηθεί η εργατική εξουσία. Με την ιμπεριαλιστική βοήθεια οργανώθηκε αντεπαναστατική δράση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (194748), στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία (1953) και στην Πολωνία και την Ουγγαρία (φθινόπωρο του 1956).

Η ταξική πάλη συνεχιζόταν, βάθαινε υπό νέες συνθήκες, το ιμπεριαλιστικό σύστημα έδειχνε σημάδια δύναμης και την ικανότητά του να αναδιοργανώνεται, δημιουργώντας διεθνείς οργανώσεις, σε μια προσπάθεια να μετριαστούν οι αντιθέσεις του και να αυξηθεί η πίεση προς το σοσιαλιστικό μπλοκ (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κλπ.)

Στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ ξεκίνησαν σημαντικές συζητήσεις σχετικά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μεταπολεμικές συνθήκες, ιδιαίτερα όσον αφορά τους οικονομικούς νόμους που διέπουν το σοσιαλισμό και το χαρακτήρα του. Η ηγεσία του ΚΚΣΕ παίρνει ενεργά μέρος στις συζητήσεις αυτές. Ο Στάλιν καταπολέμησε ανοιχτά τις οπορτουνιστικές θέσεις στη διαπάλη που προέκυψε σχετικά με το σχέδιο για το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας. [3]

Μετά το θάνατο του Στάλιν, στις 5 Μάρτη 1953, συνεχίζεται η διαπάλη στο εσωτερικό του κόμματος και εντείνεται η προετοιμασία και οι συζητήσεις για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ που πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1956. Το οπορτουνιστικό μπλοκ με επικεφαλής το Ν. Σ. Χρουστσιόφ άνοιξε τις πύλες στην θέση της ύπαρξης πολλαπλών μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, αναθεωρώντας τη μαρξιστική θεωρία σχετικά με τον ταξικό χαρακτήρα του Κράτους και τη λενινιστική θεωρία για την επανάσταση. Η έκθεση της ΚΕ του ΚΚΣΕ για το 20ό Συνέδριο, που παρουσιάστηκε από το Χρουστσιόφ, ανέφερε:

«...προκύπτει το ζήτημα της πιθανότητας να ακολουθηθεί ο κοινοβουλευτικός δρόμος για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.

[...] η εργατική τάξη, συσπειρώνοντας δίπλα της τους εργάτης γης, τους διανοούμενους, όλες τις πατριωτικές δυνάμεις [...] μπορεί να νικήσει τις αντιδραστικές, αντιλαϊκές δυνάμεις, να κατακτήσει μια σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να το μετατρέψει από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε όργανο της πραγματικής λαϊκής βούλησης. Σε αυτή την περίπτωση, αυτός ο θεσμός, που είναι παραδοσιακός για πολλές καπιταλιστικές χώρες με υ ψηλή ανάπτυξη, μπορεί να μετατραπεί σε όργανο γνήσιας δημοκρατίας, της δημοκρατίας των εργατών». [4]

Στην ομιλία του Μ. Α. Σουσλόφ στις 16 Φλεβάρη ανέφερε:

«Στις ίδιες τις καπιταλιστικές χώρες... η εργατική τάξη και οι πολιτικοί της υποστηρικτές έχουν πλήρη δυνατότητα να συσπειρώσουν γύρω τους στο πλαίσιο μιας ενιαίας δημοκρατικής πλατφόρμας τη συντριπτική πλειοψηφία του έθνους, τους αγρότες, τους μικροαστούς, τους διανοούμενους, ακόμα και πατριωτικά στρώματα της αστικής τάξης, το οποίο θα διευκολύνει αναμφίβολα τη νίκη της εργατικής τάξης». [5]

Σε καμία χώρα δεν πραγματοποιήθηκε ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσω της κοινοβουλευτικής οδού. Ωστόσο, η υποκειμενικότητα αυτής της θέσης και οι επιπτώσεις της στη στρατηγική ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων έγιναν άμεσα εμφανείς.

Στην τοποθέτησή του στο 20ό Συνέδριο ο Α. Ι. Μικολάι αντιλαμβάνεται καθαρά ότι η θέση για ειρηνικό και σταδιακό πέρασμα στο σοσιαλισμό πλησιάζει επικίνδυνα τις θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας και το αιτιολογεί ως εξής:

«Είναι γνωστό ότι σε μερικές περιπτώσεις ορισμένα σοσιαλιστικά κόμματα πέτυχαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ότι σε μια σειρά χώρες υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα και σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις περιορίζονται στο να κάνουν μικρές παραχωρήσεις στους εργάτες χωρίς να οικοδομήσουν σοσιαλισμό. Χρειάζεται η διεύθυνση του κράτους να περάσει στα χέρια της εργατικής τάξης, να είναι η εργατική τάξη προετοιμασμένη όχι μόνο όσον αφορά την οργάνωση, αλλά και σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο για να παλέψει για το σοσιαλισμό, να μην ικανοποιείται με μερικά ψίχουλα από το καπιταλιστικό τραπέζι, αλλά αντικειμενικά η πλειοψηφία να πάρει την εξουσία και να εξαλείψει την ατομική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής». [6]

Ο μαρξισμός-λενινισμός και οι διαφορές του με τη σοσιαλδημοκρατία περιορίζονται επομένως στο ζήτημα της βούλησης: οι σοσιαλιστές δε θέλουν, εμείς θέλουμε. Ο μαρξισμός έγινε σκόνη, η λενινιστική θεωρία για το κράτος θάφτηκε και τη θέση της πήρε ο πιο χυδαίος ρεφορμισμός και η πλήρης παραποίηση του μαρξισμού.

Η θέση που προβάλλεται και στην οποία εντάχθηκαν οπορτουνιστικές προσεγγίσεις όσον αφορά θέματα οικονομίας, οργάνωσης του κράτους και εξωτερικά ζητήματα, ολοκληρώθηκε με τη γνωστή Μυστική Έκθεση του Χρουστσιόφ που εκφωνήθηκε απρόσμενα στο Συνέδριο, καταστρατηγώντας τις αρχές της συλλογικής καθοδήγησης που έλεγαν ότι ήθελε να επαναφέρει.

Μετά το 20ό Συνέδριο και αφού εκφωνήθηκε η «Μυστική» Έκθεση, ξεκινάει μια διαδικασία γνωστή ως «αποσταλινοποίηση», που έγινε αποδεκτή με ανακούφιση και χωρίς αντιδράσεις από διάφορα κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, με επικεφαλής το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Στις 8-14 Δεκέμβρη 1956, δέκα μήνες μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, πραγματοποιείται στη Ρώμη το 8ο Συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο επικύρωσε κατόπιν πρότασης του Παλμίρο Τολιάτι, το λεγόμενο «ιταλικό δρόμο προς το σοσιαλισμό». Η στρατηγική που ακολούθησε ενέμεινε στην εμβάθυνση των ελευθεριών για να επιτευχθεί η οικονομική και κοινωνική δημοκρατία. Προκύπτει έτσι η αντίληψη της «προοδευτικής δημοκρατίας» ή της «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας» που στην κορύφωση της ανάπτυξής της θα επιτρέπει στη συνέχεια τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.

Ο Τολιάτι, μπαίνοντας επικεφαλής των ευρωπαίων ηγετών των αποκαλούμενων «ανανεωτών», καταλήγει να επιβεβαιώσει στο γνωστό έργο του «Διαθήκη της Γιάλτας» ότι:

«Γενικά, έχουμε ως αφετηρία και πεποίθηση ότι πρέπει να ξεκινάμε την επεξεργασία της πολιτικής μας από τις θέσεις του 20ού Συνεδρίου. [7] Αλλά σήμερα αυτές οι θέσεις χρειάζεται να βαθύνουν και να εξελιχθούν. Για παράδειγμα, ένας βαθύτερος προβληματισμός για την πιθανότητα ενός ειρηνικού δρόμου πρόσβασης στον σοσιαλισμό μας οδηγεί στο να θέσουμε συγκεκριμένα τι αντιλαμβανόμαστε ως δημοκρατία σε ένα αστικό κράτος, με ποιο τρόπο μπορούν να επεκταθούν τα όρια της ελευθερίας και των δημοκρατικών θεσμών και ποιες μορφές είναι πιο αποτελεσματικές για την συμμετοχή των εργαζόμενων μαζών στην οικονομική και πολιτική ζωή. Προκύπτει λοιπόν η πιθανότητα να κατακτηθούν θέσεις εξουσίας από την εργατική τάξη, στο πλαίσιο ενός κράτους που δεν θα έχει αλλάξει η ταξική του φύση κι επομένως το αν είναι δυνατή η πάλη για έναν προοδευτικό μετασχηματισμό στο πλαίσιο αυτό». [8]

Όταν διάφορα κόμματα αρχίζουν να παίρνουν τέτοιες θέσεις, χειροτερεύει η επίθεση ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Η πρώτη μεγάλη ρωγμή στο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα που δημοσιοποιήθηκε έγινε μετά τη διεθνιστική παρέμβαση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, τον Αύγουστο του 1968. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας και το Ρουμάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα καταδικάζουν δημόσια την παρέμβαση.

Ο αντισοβιετισμός ενσωματώνεται στην πολιτική γραμμή των κομμάτων που αγκαλιάζουν τον «ευρωκομμουνισμό» και αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους. Οποιαδήποτε δικαιολογία είναι καλή, εφόσον τους διαφοροποιεί από την ΕΣΣΔ, τους παρουσιάζει μπροστά στην κοινή γνώμη σαν διαφοροποιημένη επιλογή από τον κύριο προμαχώνα της διεθνούς εργατικής τάξης, παρότι οι αντισοβιετικές κριτικές συμπίπτουν ανοιχτά με την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα και συμβάλλουν αντικειμενικά στην αποδυνάμωση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Ο ιταλικός δρόμος αποκτά ένα νέο στάδιο με την αντίληψη του «ιστορικού συμβιβασμού» που διαμόρφωσε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Αντιλαμβάνεται το δρόμο προς το σοσιαλισμό στη βάση μιας πλατιάς πολυκομματικής συμμαχίας κάτι το οποίο στην πράξη για τα ΚΚ συνιστά εγκατάλειψη του ηγετικού τους ρόλου, του ρόλου τους ως πρωτοπορία. Ο λεγόμενος «δημοκρατικός σοσιαλισμός» ή «σοσιαλισμός με ελευθερία» παίρνει την τελική του μορφή του σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα υιοθετούν τις αστικές λεγόμενες «επίσημες ελευθερίες» και υποστηρίζουν την πιθανότητα εμβάθυνσης της αστικής δημοκρατίας, την οποία έπαψαν να αποκαλούν με αυτό τον τρόπο, για να φτάσουν στο σοσιαλισμό, εγκαταλείποντας την κοινωνική επανάσταση και την επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης.

Η Συνδιάσκεψη του Ανατολικού Βερολίνου και ο Ευρωκομμουνιστικός Αναθεωρητισμός

Σε αυτή την προοπτική, το 1975, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας προέβησαν σε κοινή ανακοίνωση σχετικά με το μοντέλο μετάβασης στο σοσιαλισμό με «ειρήνη και ελευθερία». Αποτελεί την εισαγωγή της Συνδιάσκεψης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο στις 29-30 Ιούνη του 1976, της οποίας τα αποτελέσματα είχαν παγκόσμια απήχηση. Τα κόμματα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας που στηρίζονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από την παρέμβαση ορισμένων κομμάτων εξουσίας -όπως το γιουγκοσλαβικό- παρουσίασαν ανοιχτά σε ενιαίο μέτωπο την ευρωκομμουνιστική πλατφόρμα.

Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριζε ανοιχτά το διαμελισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, λέγοντας σχετικά με τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου:

«...σε αυτή επιβεβαιώθηκαν σθεναρά οι αρχές της αυτονομίας που σήμερα καθορίζουν τις σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα [...]

Η επιτυχία αυτής της πολιτικής ειρήνης και συνύπαρξης στην Ευρώπη αποτελεί προϋπόθεση για δημοκρατική και ειρηνική πορεία του λαού της Ιταλίας για μετασχηματισμούς σοσιαλιστικού τύπου σε βάθος». [9]

Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δήλωνε:

«...η Συνδιάσκεψή μας δεν είναι συνδιάσκεψη μιας διεθνούς κομμουνιστικής οργάνωσης, που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει σε οποιαδήποτε μορφή, ούτε σε διεθνές επίπεδο ούτε σε ευρωπαϊκό...».

Από πλευράς του το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχιζε να υποστηρίζει τη λεγόμενη δημοκρατική οδό και τις εθνικές ιδιαιτερότητες:

«...το κόμμα μας έθεσε στη Συνδιάσκεψη τις κεντρικές ιδέες του 22ου Συνεδρίου και συγκεκριμένα το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες της Γαλλίας και στον οποίο καλεί τους εργάτες, το λαό μας». [10]

Μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη στις 28-29 Ιούλη του 1976, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας έδωσε σε συνέντευξη τύπου μια πλήρη έκθεση των αναθεωρητικών αυτών απόψεων:

«Οι συνθήκες που βιώνουν τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα, τα χαρακτηριστικά τους, η ίδια η ιστορία του κάθε κόμματος και του λαού του, διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή η διαφορετικότητα να αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις αμοιβαίες σχέσεις [...]

Αυτή η διαφορετικότητα στις καταστάσεις περιορίζει τα θέματα στα οποία μπορεί να υπάρξει ενιαίο κριτήριο, όπως έχει διαπιστωθεί στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων προετοιμασίας.

Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ. Αυτή η διαφορετικότητα των καταστάσεων προέρχεται λογικά από βαθιά διαφορετικές αντιλήψεις, κυρίως σε μια σειρά σημαντικά θέματα όσον αφορά την αντίληψη για το σοσιαλισμό, πολλά σύγχρονα προβλήματα, πολλά ιδεολογικά ζητήματα, την πολιτική δημοκρατία [...]

Επίσης, στο Βερολίνο κατέστη σαφές ότι στην Ευρώπη υπάρχει μια ομάδα κομμουνιστικών κομμάτων που η πολιτική τους γραμμή, οι αναλύσεις τους, η αντίληψή τους για το σοσιαλισμό συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό [...]

Αυτά τα κόμματα παλεύουν για το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και για ένα σοσιαλισμό με δημοκρατία, με πλήρη άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, με πολυκομματισμό, με σεβασμό στην εναλλαγή στην εξουσία σύμφωνα με τη βούληση του λαού μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. Το σύνολο αυτών των κομμάτων αγωνίζονται για έναν σοσιαλισμό όπου θα υπάρχει απόλυτος σεβασμός της ελευθερίας της συνείδησης και των θρησκευτικών πρακτικών, της ελευθερίας της έκφρασης, του συνέρχεσθαι, της επιστημονικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας, του δικαιώματος στην απεργία, για ένα σοσιαλισμό όπου το Κράτος δε θα έχει επίσημη ιδεολογία». [11]

Ο «ευρωκομμουνισμός» εκδηλώθηκε ανοιχτά ως δεξιό αναθεωρητικό ρεύμα, υιοθετώντας πλήρως τα δόγματα του ιμπεριαλισμού γύρω από τις πιο ποικίλες πολιτικές πτυχές: δημοκρατία, ελευθερίες, θρησκεία κλπ.

Στο πλαίσιο της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών και της αστικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα του πολυκομματισμού και της καθολικής ψηφοφορίας, έθαψαν την πάλη των τάξεων και αρνήθηκαν το ρόλο της ταξικής κυριαρχίας του Κράτους. Άσκησαν διαρκή και διευρυνόμενη επιθετική πολιτική στις σοσιαλιστικές χώρες, προσπάθησαν να δυναμιτίσουν με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους το συντονισμό και την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και μετατράπηκαν -στο όνομα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και του δημοκρατικού σοσιαλισμού- σε εκφραστές της αντικομμουνιστικής στρατηγικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Στην πάλη τους ενάντια στον μαρξισμό-λενινισμό αναβίωσαν τη θέση του Κάουτσκι ότι «η αντίθεση ανάμεσα στις δύο σοσιαλιστικές κατευθύνσεις» (δηλαδή, τους μπολσεβίκους και τους μη μπολσεβίκους) είναι «η αντίθεση ανάμεσα σε δυο ριζικά διαφορετικές μεθόδους: τη δημοκρατική και τη δικτατορική» [12] και, όπως αυτός, προσπάθησαν να μετατρέψουν ξανά το Μαρξ σε κοινό φιλελεύθερο. Επιτέθηκαν με μανία στο λενινιστικό συλλογισμό ότι μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου και ότι το πρόβλημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το πρόβλημα της στάσης του προλεταριακού κράτους απέναντι στο αστικό κράτος, της προλεταριακής δημοκρατίας απέναντι στην αστική δημοκρατία.

Ως αναθεωρητικό ρεύμα ο «ευρωκομμουνισμός» εμφανίστηκε ως συνέχεια της ιδεολογικής πάλης της αστικής τάξης ενάντια στις επαναστατικές ιδέες, στη βάση της επίσημης αναγνώρισης του μαρξισμού και όπως έκαναν και με τον Κάουτσκι σχετικά με τη θεωρία του Κράτους, επανέφεραν για την καταπολέμησή τους τον ίδιο τον Μπερνστάιν, υψώνοντας ξανά την σημαία ότι «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν», ότι δηλαδή «η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι τίποτα, οι μεταρρυθμίσεις είναι τα πάντα». Έτσι έβαλαν φρένο σε κάθε επαναστατική απόπειρα στο όνομα μια πλατιάς συμμαχίας με σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες που θα κέρδιζε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ώστε μέσα από μεταρρυθμίσεις, κάποια μέρα, θα έφτανε στο σοσιαλισμό, χρησιμοποιώντας ως όπλο το μηχανισμό του αστικού κράτους, ακόμα και σε συμμαχία με την ίδια την εθνική αστική τάξη στο πλαίσιο ενός αντιμονοπωλιακού μετώπου.

Και καθώς δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη την οργανική σχέση που σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, υπάρχει ανάμεσα στα οργανωτικά ζητήματα και στις προγραμματικές αντιλήψεις του αναθεωρητισμού, στην πολιτική και στην τακτική του, προσπάθησαν να καταστρέψουν τον λενινιστικό χαρακτήρα των αντίστοιχων κομμάτων και των κομμουνιστών αγωνιστών. [13]

Ο «Ευρωκομμουνισμός» στην Ισπανία και η καταστροφή του ΚΚ Ισπανίας

Μετά την ήττα που υπέστη στον εθνικό επαναστατικό πόλεμο ενάντια στο φασισμό (1936-39), η πολιτική ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας δεν προέβη σε αυστηρή ανάλυση των αιτιών της ήττας και του ρόλου του Κόμματος στην τελική φάση του πολέμου. Η ηγεσία του Κόμματος, διασκορπισμένη σε διάφορες χώρες και με το σύντροφο Χοσέ Ντίαθ [14] σοβαρά άρρωστο, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια στρατηγική που θα επέτρεπε να συνεχιστεί η αντιφασιστική πάλη μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο, πόσο μάλλον μια πρόβλεψη που να επιτρέπει να συνεχιστεί οργανωμένα ο αγώνας στην παρανομία.

Από το 1932 έως το 1954 δεν πραγματοποιήθηκε κανένα Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας, [15] κάτι το οποίο επέτρεψε να υπάρξει μια σταθερή και σταδιακή εξασθένηση των λενινιστικών αρχών της συλλογικής ηγεσίας και ιδανικό σκηνικό για διάφορους χειρισμούς. Αυτό ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου ζούσαν πολλά μίλια μακριά και δεν υπήρχε οργανωμένη και αποτελεσματική παρουσία μιας πολιτικής ηγεσίας στο εσωτερικό της χώρας.

Παράλληλα με τη διαμόρφωση του «ιταλικού δρόμο προς το σοσιαλισμό», το ΚΚ Ισπανίας υιοθετεί στην Ισπανία τη γνωστή «πολιτική εθνικής συμφιλίωσης», την ώρα που πραγματοποιούνταν καταστροφική υποχώρηση του αντάρτικου αγώνα. Με τέτοια προηγούμενα, ξεκίνησε σκληρή διαπάλη στην πολιτική ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας.

Υπό τον Καρίγιο, που ορίστηκε Γενικός Γραμματέας στο 6ο Συνέδριο, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Πράγα από το Δεκέμβρη του 1959 ως το Γενάρη του 1960, η ηγεσία προετοίμασε τη γνωστή «δημοκρατική έξοδο», σχεδίασε τη λεγόμενη «συμμαχία δυνάμεων της δουλειάς και του πολιτισμού» και προοδευτικά υπέβαλε αντισοβιετική και αναθεωρητική γραμμή, εκτοπίζοντας εξέχοντα στελέχη, απομακρύνοντας από την ηγεσία του κόμματος τα στελέχη που παρέμεναν πιστά στο μαρξισμό-λενινισμό και εκδιώκοντας χιλιάδες έντιμους κομμουνιστές που μάχονταν ηρωικά στη χώρα.

Η ευρωκομμουνιστική φράξια επικαλούνταν διαρκώς τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, και κυρίως τη θέση που υποστήριζε την ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό και την κριτική στο Στάλιν που περιέχονται στη Μυστική Έκθεση, που χρησίμευσαν ως πρόσχημα για να δυσφημήσουν την ΕΣΣΔ και να αποκλίνουν από τις διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης στην επαναστατική μετάβαση και οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Επίσης, βασίστηκαν γι’ αυτό το σκοπό στα αντεπαναστατικά γεγονότα του Οκτώβρη-Νοέμβρη στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας και ιδιαίτερα στην επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με τα παραπάνω για να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγωνιστών και της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, αλλά και το τεράστιο κύρος της ΕΣΣΔ.

Η οπορτουνισμός της ευρωκομμουνιστικής ηγεσίας του ΚΚ Ισπανίας δεν είχε όρια. Το 1970 ο Σαντιάγο Καρίγιο αναφέρει στη γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ»:

«Βλέπαμε μόνο μια σοσιαλιστική Ισπανία, όπου ο πρωθυπουργός θα ήταν καθολικός και το ΚΚ μια μειοψηφία [...] ο ισπανικός σοσιαλισμός θα πορευτεί με το δρεπάνι και το σφυρί στο ένα χέρι και με τον σταυρό στο άλλο». [16]

Από τότε, για το ΚΚ Ισπανίας σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η διαμόρφωση της λεγόμενης «σύμφωνο για την ελευθερία». Όπως και στο ΚΚ Ιταλίας με τον «ιστορικό συμβιβασμό», το εν λόγω σύμφωνο, που αποτελεί πλήρη έκφραση του θριάμβου της διαταξικότητας στο ΚΚ Ισπανίας δεν γίνεται αντιληπτό ως μια συμμαχία των τάξεων και οργανώσεων για να ξεπεραστεί η δικτατορία. Στο πλαίσιο του ευρωκομμουνισμού μετατρέπεται σε απεγνωσμένη αναζήτηση αναγνώρισης από την άρχουσα τάξη, ιδίως από την ολιγαρχία που τα συμφέροντά της είναι αντίθετα με τις αυταρχικές τάσεις του Φράνκο και προωθεί στο πλαίσιο του συστήματος την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αυτό σε πολιτικό επίπεδο απαιτούσε αλλαγή στη μορφή της κυριαρχίας, μια υπό κηδεμονία μετάβαση από τη δικτατορία του Φράνκο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Και σε αυτή τη μετάβαση πήρε μέρος το αναθεωρητικό ΚΚ Ισπανίας. Αρχικά αποδέχτηκε τις «Συμφωνίες της Μονκλόα», κατά τις οποίες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων υπόκεινται στα οικονομικά συμφέροντα της ολιγαρχίας, στο πλαίσιο πλήρους οικονομικής κρίσης, με σκοπό να αναχαιτίσουν τον αγώνα των εργαζομένων. Αφού αποδέχτηκαν τη μοναρχία, θάβοντας την ιστορία του αντιφασιστικού αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού της Ισπανίας, αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την εγκαθίδρυση της αστικοδημοκρατικής νομιμότητας και στήριξαν το Σύνταγμα του 1978, το οποίο θέσπιζε την αλλαγή της μορφής άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Παράλληλα, από την Ολομέλεια της ΚΕ που πραγματοποιήθηκε το 1976 στη Ρώμη, δέχτηκε επίθεση η λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα, τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία, τις οργανωτικές του αρχές. Από την άλλη, σε ένα κόμμα με χιλιάδες εκκαθαρίσεις, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες του χωρίς κανέναν έλεγχο και επαγρύπνηση. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες ώστε το 9ο Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη το 1978, αποφάσισε επίσημα την εγκατάλειψη του Μαρξισμού-Λενινισμού και καθιέρωσε την αναθεωρητική πολιτική που επιβλήθηκε στους Ισπανούς κομμουνιστές μέσω μιας μακράς διαδικασίας.

Έτσι λοιπόν το Κόμμα του εθνικού επαναστατικού πολέμου, του ανταρτοπόλεμου, που οι μαχητές του πήραν μέρος στην αντίσταση που εκδηλώθηκε ενάντια στο ναζισμό-φασισμό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και έδωσαν σκληρό αγώνα στο πλευρό του σοβιετικού λαού στις μάχες του Λένινγκραντ και Στάλινγκραντ, χάθηκε. Το ΚΚ Ισπανίας μεταλλάχθηκε σε οργάνωση που μέχρι και σήμερα στρέφεται ενάντια στην ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου, κατά τη μεταβατική περίοδο και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Είναι αντίθετο με τις λενινιστικές αρχές της οργάνωσης, ιδίως με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Απορρίπτει την εμπειρία και τα διδάγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον εικοστό αιώνα, χαρακτηρίζοντάς τα ως ένα είδος «κρατικού καπιταλισμού» και ιδιαίτερα την περίοδο που είναι γνωστή ως «επίθεση του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό», κατά την οποία η Σοβιετική Ένωση, με το Στάλιν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, απέδειξε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες. Αποδέχεται το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδικώντας μια κοινωνική και δημοκρατική εκδοχή της μέσω των οπορτουνιστικών αξιώσεων του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επίσης, απορρίπτει κάθε μορφή ανασύνθεσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε στέρεα ιδεολογικά θεμέλια.

Στην Ιβηρική Χερσόνησο, το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΠΚΚ) δέχτηκε διαφόρων ειδών πιέσεις. Θέτοντας μεταξύ άλλων το ισπανικό παράδειγμα, προσπάθησαν να βάλουν τέλος στη μαρξιστική-λενινιστική γραμμή του. Ο Αλβαρο Κουνιάλ απάντησε σταθερά και αποφασιστικά:

«Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται συχνά με πατερναλιστικό ύφος. Εκφράζουν τη λύπη τους για αυτό που αποκαλούν "ακαμψία ", "δογματισμό ", "σεχταρισμό ", "σταλινισμό " του ΠΚΚ και ελπίζουν ότι θα γίνει "σύγχρονο " κόμμα κατά το "δυτικό πρότυπο " [...]

Και ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να κάνει το ΠΚΚ για να "αποδείξει την ανεξαρτησία του»;

Οι προϋποθέσεις που μπαίνουν είναι προκλητικές. Όλα περιστρέφονται γύρω από έξι βασικά σημεία: να σταματήσει να είναι μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, να διακόψει τις φιλικές του σχέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, να ασκήσει κριτική στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες, να βάλει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό, να εγκαταλείψει στην Πορτογαλία τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλιστικού χαρακτήρα και να υιοθετήσει μια εσωτερική λειτουργία που θα δημιουργεί το έδαφος για τάσεις, ρεύματα και ρήξη της ενότητας του Κόμματος». [17]

Στο ισπανικό κομμουνιστικό κίνημα, σε αντίθεση με το πορτογαλικό, επικράτησαν οι αναθεωρητικές θέσεις που προώθησε η ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διασπάστηκε σε δύο κύριες δυνάμεις: εκείνους που αντιστάθηκαν στην επίθεση του ευρωκομμουνισμού και υπερασπίστηκαν το Μαρξισμό-Λενινισμό, ιδρύοντας το 1984 το Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας και σ’ εκείνους που επέμειναν και επιμένουν να τσαλαβουτούν στο βάλτο του αναθεωρητισμού, χωρίς να έχουν προβεί σε σοβαρή και αυστηρή αυτοκριτική, σε μια απλή ανάλυση που να ξεπερνάει τον απλό θρήνο για το ότι θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε η λεγόμενη «ισπανική μετάβαση» και συνεχίζουν να υπερασπίζονται στην πράξη το δρόμο του αστικού κοινοβουλευτισμού που αυτή τη στιγμή είναι ντυμένος με το μανδύα της ρεπουμπλικανικής σημαίας που κάποτε πρόδωσαν.

Ένα παράδειγμα. Στο όργανο του ΚΚ Ισπανίας, τον Απρίλη του 2010, υπό τον τίτλο «Επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρεπουμπλικανική Συνδιάσκεψη του ΚΚ Ισπανίας», η Γραμματεία του Ρεπουμπλικανικού [18] Κινήματος του ΚΚ Ισπανίας αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Το ΚΚ Ισπανίας κατανοεί ότι το ρεπουμπλικανικό σχέδιο δεν πρέπει να κατηγοριοποιείται από άποψη ορολογίας που αφορά χώρους του πολιτικού φάσματος. Πρέπει να δώσουμε στη λέξη Δημοκρατία οντότητα για να γίνει πιο προσιτή και ελκυστική. Η Δημοκρατία είναι μια μεταρρύθμιση οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, μια μεταρρύθμιση νέων αξιών στις παρούσες συνθήκες».

Στη συνέχεια, ο διευθυντής της εφημερίδας Μούντο Ομπρέρο, στο άρθρο του με τίτλο «Οικοδομώντας την Δημοκρατία», μας δίνει ακόμη πιο σαφή σημάδια της απόλυτης σύγχυσης που επικρατεί στους κόλπους του ρεφορμισμού:

«Δε στρεφόμαστε ενάντια στο Σύνταγμα το οποίο ζητάμε να μεταρρυθμιστεί με αποφασιστικό τρόπο. Έχουμε καθαρό ότι στοχεύουμε ενάντια στην αρχαϊκή, ξεπερασμένη μοναρχία που εγγυάται τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Δε θέλουμε παρά μία ομοσπονδιακή δημοκρατία, με τις αξίες της Πρώτης και της Δεύτερης Δημοκρατίας, οι οποίες να εφαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες...

Το μελλοντικό δημοκρατικό Σύνταγμα θα πρέπει να κινείται στο πλαίσιο του περιεχομένου της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον ΟΗΕ της 10ης Δεκέμβρη του 1948 και στη βάση των τριών συμφωνιών που υπεγράφησαν το 1966 και έγιναν δεκτές από την Ισπανία και αναπτύσσουν αυτό το περιεχόμενο [...]

Η δημοκρατία, ως μόνιμη συμφωνία μεταξύ ελεύθερων και ίσων ατόμων για να καταφέρνουν να συνυπάρχουν, έχει έκταση και βάθος που επιτρέπει την πρόσβαση των πολιτών στη λήψη κάθε είδους αποφάσεων...».

Το παλιό αναθεωρητικό περιεχόμενο, που ακολουθεί στην Ισπανία και σε άλλες χώρες ο «ευρωκομμουνισμός», προσαρμόζεται απόλυτα στη νέα εποχή. Νέες εκφράσεις για παλιές προσεγγίσεις, χωρίς ίχνος μαρξισμού. Οι Θέσεις του 18 ου Συνεδρίου του ΚΚ Ισπανίας επισήμαιναν ότι:

«Στο 17ο Συνέδριο, το ΚΚ Ισπανίας επιβεβαιώνει την υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως συνεκτική ανάπτυξη και πλήρη εφαρμογή της δημοκρατίας. Αναγνωρίζει, επομένως, την αξία των ατομικών ελευθεριών και της διασφάλισής τους, τις αρχές του κοσμικού κράτους και της δημοκρατικής διάρθρωσής του, τον πολυκομματισμό, την αυτονομία των συνδικάτων, την ελευθερία της θρησκείας και της άσκησης της λατρείας ιδιωτικά, καθώς και την απόλυτη ελευθερία της έρευνας και των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων».

Ακριβώς τα ίδια δήλωνε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Ισπανίας, μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη το 1976, σε απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω.

Ο λεγόμενος Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα είναι η νέα σημαία των Ρεπουμπλικάνων σήμερα και των ευρωκομμουνιστών χθες. [19] Μια πρόταση που οι πιο επεξεργασμένες εκδοχές της απορρέουν από τις ίδιες αναθεωρητικές θέσεις που έχουν διαπεράσει την κύρια διαπάλη που αναπτύσσεται στο εργατικό κίνημα από τότε που εμφανίστηκε στην Ιστορία, από τον Μπερνστάιν στον ευρωκομμουνισμό, αντιπαραθέτει στον επιστημονικό σοσιαλισμό μια άσκηση εκλεκτικισμού συνδυασμένη με φιλελεύθερες-αστικές θέσεις.

Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι κόμματα κληρονόμοι του ευρωκομμουνισμού χαιρέτισαν θερμά την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή, [20] όπου οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις τους μπορούν να συνυπάρχουν φυσικά με δυνάμεις που έχουν πλήρως παραιτηθεί από την ταξική πάλη, με όλα τα είδη των σοσιαλδημοκρατών, Τροτσκιστών και άλλων σύγχρονων εκφραστών του οπορτουνισμού, τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού, όπως συμβαίνει άλλωστε ήδη σε περιφερειακό επίπεδο με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Συμπεράσματα

Ο Ευρωκομμουνισμός ήταν ένα δεξιό αναθεωρητικό ρεύμα αντίθετο με τον επιστημονικό σοσιαλισμό, επομένως εχθρός του μαρξισμού-λενινισμού και όπως και άλλες φορές, σε όλη την ιστορία της ταξικής πάλης, λειτούργησε ως όχημα για τη διείσδυση της αστικής ιδεολογίας στις γραμμές της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος.

Ο Ευρωκομμουνισμός αλληλεπίδρασε με τις οπορτουνιστικές πολιτικές που -ιδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ- επιβλήθηκαν σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας. Ο Ευρωκομμουνισμός βάσισε τη δράση του στις ρωγμές που άνοιξαν αυτές οι οπορτουνιστικές θέσεις και ταυτόχρονα πρόδωσε τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, ασκώντας σκληρό αντισοβιετισμό, συμβάλλοντας στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό.

Οι οπορτουνιστικές θέσεις, τόσο των κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία όσο και εκείνων που δεν ήταν στην εξουσία, δεν αντιπαλεύτηκαν επαρκώς από μαρξιστικές-λενινιστικές θέσεις. Σε αντίθεση με τα τεκταινόμενα στα χρόνια του Λένιν και του Στάλιν, δεν άνοιξε σκληρή ιδεολογική διαπάλη στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπου επικρατούσε η «διπλωματία» απέναντι στη συνεπή στήριξη των επαναστατικών θέσεων που μάχονταν ενάντια στον αναθεωρητισμό.

Τα γεγονότα δεν επιβεβαίωσαν καμία από τις εκτιμήσεις των ευρωκομμουνιστών. Ο ευρωκομμουνισμός οδήγησε την εργατική τάξη κάθε χώρας στο αδιέξοδο της διαταξικότητας, αποδυνάμωσε σε ακραίο βαθμό τις επαναστατικές θέσεις και οδήγησε στη διάσπαση των κομμουνιστικών κομμάτων που τον υιοθέτησαν σαν επαναστατικά αποσπάσματα, καταλύοντας το κόμμα λενινιστικού τύπου.

Τα κομμουνιστικά κόμματα που αγκάλιασαν τον ευρωκομμουνισμό και δεν διαλύθηκαν πλήρως, δεν έκαναν αυστηρή αυτοκριτική των προηγούμενων θέσεών τους σε επιστημονική βάση. Σήμερα προσπαθούν να προσαρμόσουν τις ίδιες αναθεωρητικές θέσεις στη σύγχρονη εποχή και συσπειρώνονται στο πλαίσιο της Ευρώπης γύρω από το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο, με την ανάπτυξη της εργατικής τάξης, των αγροτών και των αντιιμπεριαλιστικών θέσεων σε διάφορες χώρες, ιδίως στη Λατινική Αμερική, έφερε στο προσκήνιο μια νέα μορφή του οπορτουνισμού. Ο λεγόμενος Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, που βασίζεται στον εκλεκτικισμό και στην άρνηση των θέσεων και των αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού, καλείται να καταλάβει τη θέση που κατείχε ο λεγόμενος «ευρωκομμουνισμός» κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και αλλού.

Οι μαρξιστικές-λενινιστικές δυνάμεις πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην ιδεολογική πάλη που διεξάγεται σήμερα στο παγκόσμιο επαναστατικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην επείγουσα αναδιοργάνωση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που θα διασφαλίσει την επιτυχία των κοινωνικών επαναστάσεων που θα γίνουν.


[1] Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ των Λαών της Ισπανίας για τα 90 χρόνια από την Μεγάλη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση. 7η Ολομέλεια της ΚΕ, 6-7 Οκτώβρη 2007.

[2] «Documentation Française: Πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα», Παρίσι, 1976, τ. 293, σελ. 25 και 27.

[3] Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 15, εκδ. «Vanguardia Obrera», Ισπανία 1984.

[4] «20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης». Εκδόθηκε στα ισπανικά από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, σελ. 40-43.

[5] Ό.π., σελ. 243.

[6] Ό.π., σελ. 279.

[7] Αναφέρεται στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

[8] Η «Διαθήκη της Γιάλτας», που εκδόθηκε μετά το θάνατο του Τολιάτι, εκπονήθηκε για να πραγματοποιηθεί μια σειρά συζητήσεων με τους σοβιετικούς ηγέτες. Εκεί αναπτύσσεται και η ιδέα του «πολυκεντρισμού» στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

[9] Εφημερίδα «L’ Unitá» (πολιτικό όργανο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), 4 Ιούλη 1976.

[10] Εφημερίδα «L’ Humanité» (πολιτικό όργανο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), 8 Ιούλη 1976.

[11] «Η Ευρώπη και οι κομμουνιστές», εκδ. «Progreso», 1977, σελ. 294-297.

[12] Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 11 (ελληνική έκδοση).

[13] Στην περίπτωση του ΚΚ Ισπανίας, η Ολομέλεια της ΚΕ που συνεδρίασε στη Ρώμη το 1976 τροποποίησε τη δομή του Κόμματος, αντικαθιστώντας τους πυρήνες με εδαφικές οργανώσεις, κατά τα πρότυπα της σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις επερχόμενες τότε εκλογές.

[14] Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Ισπανίας από το 4ο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Σεβίλλη το 1932.

[15] Το 5ο Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας πραγματοποιήθηκε στην Τσεχοσλοβακία τον Απρίλη του 1954. Η Ντολόρες Ιμπάρρουρι, η Πασιονάρια, διαδέχτηκε ως Γενική Γραμματέας το Χοσέ Ντίαθ, ο οποίος απεβίωσε το 1942. Στο 6ο Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε το 1960, ο Σαντιάγκο Καρίγιο, Γενικός Γραμματέας της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, που ενώθηκε με την Κομμουνιστική Νεολαία δημιουργώντας τις Ενιαίες Σοσιαλιστικές Νεολαίες, αντικαθιστά την Ντολόρες Ιμπάρρουρι, η οποία ανακηρύχτηκε Πρόεδρος του Κόμματος, θέση που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Στο ίδιο Συνέδριο το Πολιτικό Γραφείο μετονομάστηκε σε Εκτελεστική Επιτροπή.

[16] Δηλώσεις του Σαντιάγκο Καρίγιο στην εφημερίδα «Le Monde» που δημοσιεύτηκαν στις 4 Νοέμβρη 1970.

[17] Αλβαρο Κουνιάλ: «Ένα Κόμμα με γυάλινους τοίχους», εκδ. «Avante», Λισσαβόνα, 1985.

[18] Σ.μ.: O όρος ρεπουμπλικάνος ή ρεπουμπλικάνικος που αναφέρεται στο κείμενο σχετίζεται με τη διεκδίκηση για την κατάργηση της συνταγματικής μοναρχίας στην Ισπανία. Σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου το ΚΚ Ισπανίας (PCE) χαρακτηρίζεται ως «ρεπουμπλικάνικο» επειδή υποστηρίζει την διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή έχει την έννοια των αστικοδημοκρατικών αυταπατών.

[19] Στις Θέσεις που ψήφισε το 18ο Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας, το Νοέμβρη του 2009, υιοθετεί τις θέσεις του λεγόμενου Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα.

[20] Στην έκθεση που εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή του ΚΚ Ισπανίας στις 18 Δεκέμβρη 2009, αναφέρεται σχετικά με την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή: «Στο διεθνές πλαίσιο προβάλλει η πρωτοβουλία που ξεκίνησε από τη Βενεζουέλα στην κατεύθυνση μιας νέας Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι εδώ και χρόνια το ΚΚ Ισπανίας εκφράζει την ανάγκη να επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη το Φόρουμ του Σάο Πάολο -όπου συμμετέχουν με πλήρη δικαιώματα μόνο τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα είναι καλεσμένοι- καθώς γίνεται όλο και πιο αναγκαίος ο συντονισμός και η ανάπτυξη δραστηριοτήτων και η ανταλλαγή απόψεων απέναντι στο κεφάλαιο που είναι πλήρως οργανωμένο και το κύριο τώρα είναι να δούμε πώς θα δώσουμε μορφή σε αυτή την πρωτοβουλία, στην οποία σήμερα το ΚΚ Ισπανίας πρέπει να δείξει προθυμία να συμμετάσχει».