Μετά την ήττα που υπέστη στον εθνικό επαναστατικό πόλεμο ενάντια στο φασισμό (1936-39), η πολιτική ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας δεν προέβη σε αυστηρή ανάλυση των αιτιών της ήττας και του ρόλου του Κόμματος στην τελική φάση του πολέμου. Η ηγεσία του Κόμματος, διασκορπισμένη σε διάφορες χώρες και με το σύντροφο Χοσέ Ντίαθ [14] σοβαρά άρρωστο, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια στρατηγική που θα επέτρεπε να συνεχιστεί η αντιφασιστική πάλη μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο, πόσο μάλλον μια πρόβλεψη που να επιτρέπει να συνεχιστεί οργανωμένα ο αγώνας στην παρανομία.
Από το 1932 έως το 1954 δεν πραγματοποιήθηκε κανένα Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας, [15] κάτι το οποίο επέτρεψε να υπάρξει μια σταθερή και σταδιακή εξασθένηση των λενινιστικών αρχών της συλλογικής ηγεσίας και ιδανικό σκηνικό για διάφορους χειρισμούς. Αυτό ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου ζούσαν πολλά μίλια μακριά και δεν υπήρχε οργανωμένη και αποτελεσματική παρουσία μιας πολιτικής ηγεσίας στο εσωτερικό της χώρας.
Παράλληλα με τη διαμόρφωση του «ιταλικού δρόμο προς το σοσιαλισμό», το ΚΚ Ισπανίας υιοθετεί στην Ισπανία τη γνωστή «πολιτική εθνικής συμφιλίωσης», την ώρα που πραγματοποιούνταν καταστροφική υποχώρηση του αντάρτικου αγώνα. Με τέτοια προηγούμενα, ξεκίνησε σκληρή διαπάλη στην πολιτική ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας.
Υπό τον Καρίγιο, που ορίστηκε Γενικός Γραμματέας στο 6ο Συνέδριο, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Πράγα από το Δεκέμβρη του 1959 ως το Γενάρη του 1960, η ηγεσία προετοίμασε τη γνωστή «δημοκρατική έξοδο», σχεδίασε τη λεγόμενη «συμμαχία δυνάμεων της δουλειάς και του πολιτισμού» και προοδευτικά υπέβαλε αντισοβιετική και αναθεωρητική γραμμή, εκτοπίζοντας εξέχοντα στελέχη, απομακρύνοντας από την ηγεσία του κόμματος τα στελέχη που παρέμεναν πιστά στο μαρξισμό-λενινισμό και εκδιώκοντας χιλιάδες έντιμους κομμουνιστές που μάχονταν ηρωικά στη χώρα.
Η ευρωκομμουνιστική φράξια επικαλούνταν διαρκώς τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, και κυρίως τη θέση που υποστήριζε την ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό και την κριτική στο Στάλιν που περιέχονται στη Μυστική Έκθεση, που χρησίμευσαν ως πρόσχημα για να δυσφημήσουν την ΕΣΣΔ και να αποκλίνουν από τις διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης στην επαναστατική μετάβαση και οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Επίσης, βασίστηκαν γι’ αυτό το σκοπό στα αντεπαναστατικά γεγονότα του Οκτώβρη-Νοέμβρη στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας και ιδιαίτερα στην επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με τα παραπάνω για να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγωνιστών και της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, αλλά και το τεράστιο κύρος της ΕΣΣΔ.
Η οπορτουνισμός της ευρωκομμουνιστικής ηγεσίας του ΚΚ Ισπανίας δεν είχε όρια. Το 1970 ο Σαντιάγο Καρίγιο αναφέρει στη γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ»:
«Βλέπαμε μόνο μια σοσιαλιστική Ισπανία, όπου ο πρωθυπουργός θα ήταν καθολικός και το ΚΚ μια μειοψηφία [...] ο ισπανικός σοσιαλισμός θα πορευτεί με το δρεπάνι και το σφυρί στο ένα χέρι και με τον σταυρό στο άλλο». [16]
Από τότε, για το ΚΚ Ισπανίας σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η διαμόρφωση της λεγόμενης «σύμφωνο για την ελευθερία». Όπως και στο ΚΚ Ιταλίας με τον «ιστορικό συμβιβασμό», το εν λόγω σύμφωνο, που αποτελεί πλήρη έκφραση του θριάμβου της διαταξικότητας στο ΚΚ Ισπανίας δεν γίνεται αντιληπτό ως μια συμμαχία των τάξεων και οργανώσεων για να ξεπεραστεί η δικτατορία. Στο πλαίσιο του ευρωκομμουνισμού μετατρέπεται σε απεγνωσμένη αναζήτηση αναγνώρισης από την άρχουσα τάξη, ιδίως από την ολιγαρχία που τα συμφέροντά της είναι αντίθετα με τις αυταρχικές τάσεις του Φράνκο και προωθεί στο πλαίσιο του συστήματος την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αυτό σε πολιτικό επίπεδο απαιτούσε αλλαγή στη μορφή της κυριαρχίας, μια υπό κηδεμονία μετάβαση από τη δικτατορία του Φράνκο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Και σε αυτή τη μετάβαση πήρε μέρος το αναθεωρητικό ΚΚ Ισπανίας. Αρχικά αποδέχτηκε τις «Συμφωνίες της Μονκλόα», κατά τις οποίες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων υπόκεινται στα οικονομικά συμφέροντα της ολιγαρχίας, στο πλαίσιο πλήρους οικονομικής κρίσης, με σκοπό να αναχαιτίσουν τον αγώνα των εργαζομένων. Αφού αποδέχτηκαν τη μοναρχία, θάβοντας την ιστορία του αντιφασιστικού αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού της Ισπανίας, αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την εγκαθίδρυση της αστικοδημοκρατικής νομιμότητας και στήριξαν το Σύνταγμα του 1978, το οποίο θέσπιζε την αλλαγή της μορφής άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Παράλληλα, από την Ολομέλεια της ΚΕ που πραγματοποιήθηκε το 1976 στη Ρώμη, δέχτηκε επίθεση η λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα, τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία, τις οργανωτικές του αρχές. Από την άλλη, σε ένα κόμμα με χιλιάδες εκκαθαρίσεις, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες του χωρίς κανέναν έλεγχο και επαγρύπνηση. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες ώστε το 9ο Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη το 1978, αποφάσισε επίσημα την εγκατάλειψη του Μαρξισμού-Λενινισμού και καθιέρωσε την αναθεωρητική πολιτική που επιβλήθηκε στους Ισπανούς κομμουνιστές μέσω μιας μακράς διαδικασίας.
Έτσι λοιπόν το Κόμμα του εθνικού επαναστατικού πολέμου, του ανταρτοπόλεμου, που οι μαχητές του πήραν μέρος στην αντίσταση που εκδηλώθηκε ενάντια στο ναζισμό-φασισμό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και έδωσαν σκληρό αγώνα στο πλευρό του σοβιετικού λαού στις μάχες του Λένινγκραντ και Στάλινγκραντ, χάθηκε. Το ΚΚ Ισπανίας μεταλλάχθηκε σε οργάνωση που μέχρι και σήμερα στρέφεται ενάντια στην ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου, κατά τη μεταβατική περίοδο και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Είναι αντίθετο με τις λενινιστικές αρχές της οργάνωσης, ιδίως με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Απορρίπτει την εμπειρία και τα διδάγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον εικοστό αιώνα, χαρακτηρίζοντάς τα ως ένα είδος «κρατικού καπιταλισμού» και ιδιαίτερα την περίοδο που είναι γνωστή ως «επίθεση του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό», κατά την οποία η Σοβιετική Ένωση, με το Στάλιν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, απέδειξε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες. Αποδέχεται το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδικώντας μια κοινωνική και δημοκρατική εκδοχή της μέσω των οπορτουνιστικών αξιώσεων του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επίσης, απορρίπτει κάθε μορφή ανασύνθεσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε στέρεα ιδεολογικά θεμέλια.
Στην Ιβηρική Χερσόνησο, το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΠΚΚ) δέχτηκε διαφόρων ειδών πιέσεις. Θέτοντας μεταξύ άλλων το ισπανικό παράδειγμα, προσπάθησαν να βάλουν τέλος στη μαρξιστική-λενινιστική γραμμή του. Ο Αλβαρο Κουνιάλ απάντησε σταθερά και αποφασιστικά:
«Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται συχνά με πατερναλιστικό ύφος. Εκφράζουν τη λύπη τους για αυτό που αποκαλούν "ακαμψία ", "δογματισμό ", "σεχταρισμό ", "σταλινισμό " του ΠΚΚ και ελπίζουν ότι θα γίνει "σύγχρονο " κόμμα κατά το "δυτικό πρότυπο " [...]
Και ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να κάνει το ΠΚΚ για να "αποδείξει την ανεξαρτησία του»;
Οι προϋποθέσεις που μπαίνουν είναι προκλητικές. Όλα περιστρέφονται γύρω από έξι βασικά σημεία: να σταματήσει να είναι μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, να διακόψει τις φιλικές του σχέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, να ασκήσει κριτική στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες, να βάλει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό, να εγκαταλείψει στην Πορτογαλία τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλιστικού χαρακτήρα και να υιοθετήσει μια εσωτερική λειτουργία που θα δημιουργεί το έδαφος για τάσεις, ρεύματα και ρήξη της ενότητας του Κόμματος». [17]
Στο ισπανικό κομμουνιστικό κίνημα, σε αντίθεση με το πορτογαλικό, επικράτησαν οι αναθεωρητικές θέσεις που προώθησε η ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διασπάστηκε σε δύο κύριες δυνάμεις: εκείνους που αντιστάθηκαν στην επίθεση του ευρωκομμουνισμού και υπερασπίστηκαν το Μαρξισμό-Λενινισμό, ιδρύοντας το 1984 το Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας και σ’ εκείνους που επέμειναν και επιμένουν να τσαλαβουτούν στο βάλτο του αναθεωρητισμού, χωρίς να έχουν προβεί σε σοβαρή και αυστηρή αυτοκριτική, σε μια απλή ανάλυση που να ξεπερνάει τον απλό θρήνο για το ότι θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε η λεγόμενη «ισπανική μετάβαση» και συνεχίζουν να υπερασπίζονται στην πράξη το δρόμο του αστικού κοινοβουλευτισμού που αυτή τη στιγμή είναι ντυμένος με το μανδύα της ρεπουμπλικανικής σημαίας που κάποτε πρόδωσαν.
Ένα παράδειγμα. Στο όργανο του ΚΚ Ισπανίας, τον Απρίλη του 2010, υπό τον τίτλο «Επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρεπουμπλικανική Συνδιάσκεψη του ΚΚ Ισπανίας», η Γραμματεία του Ρεπουμπλικανικού [18] Κινήματος του ΚΚ Ισπανίας αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Το ΚΚ Ισπανίας κατανοεί ότι το ρεπουμπλικανικό σχέδιο δεν πρέπει να κατηγοριοποιείται από άποψη ορολογίας που αφορά χώρους του πολιτικού φάσματος. Πρέπει να δώσουμε στη λέξη Δημοκρατία οντότητα για να γίνει πιο προσιτή και ελκυστική. Η Δημοκρατία είναι μια μεταρρύθμιση οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, μια μεταρρύθμιση νέων αξιών στις παρούσες συνθήκες».
Στη συνέχεια, ο διευθυντής της εφημερίδας Μούντο Ομπρέρο, στο άρθρο του με τίτλο «Οικοδομώντας την Δημοκρατία», μας δίνει ακόμη πιο σαφή σημάδια της απόλυτης σύγχυσης που επικρατεί στους κόλπους του ρεφορμισμού:
«Δε στρεφόμαστε ενάντια στο Σύνταγμα το οποίο ζητάμε να μεταρρυθμιστεί με αποφασιστικό τρόπο. Έχουμε καθαρό ότι στοχεύουμε ενάντια στην αρχαϊκή, ξεπερασμένη μοναρχία που εγγυάται τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Δε θέλουμε παρά μία ομοσπονδιακή δημοκρατία, με τις αξίες της Πρώτης και της Δεύτερης Δημοκρατίας, οι οποίες να εφαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες...
Το μελλοντικό δημοκρατικό Σύνταγμα θα πρέπει να κινείται στο πλαίσιο του περιεχομένου της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον ΟΗΕ της 10ης Δεκέμβρη του 1948 και στη βάση των τριών συμφωνιών που υπεγράφησαν το 1966 και έγιναν δεκτές από την Ισπανία και αναπτύσσουν αυτό το περιεχόμενο [...]
Η δημοκρατία, ως μόνιμη συμφωνία μεταξύ ελεύθερων και ίσων ατόμων για να καταφέρνουν να συνυπάρχουν, έχει έκταση και βάθος που επιτρέπει την πρόσβαση των πολιτών στη λήψη κάθε είδους αποφάσεων...».
Το παλιό αναθεωρητικό περιεχόμενο, που ακολουθεί στην Ισπανία και σε άλλες χώρες ο «ευρωκομμουνισμός», προσαρμόζεται απόλυτα στη νέα εποχή. Νέες εκφράσεις για παλιές προσεγγίσεις, χωρίς ίχνος μαρξισμού. Οι Θέσεις του 18 ου Συνεδρίου του ΚΚ Ισπανίας επισήμαιναν ότι:
«Στο 17ο Συνέδριο, το ΚΚ Ισπανίας επιβεβαιώνει την υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως συνεκτική ανάπτυξη και πλήρη εφαρμογή της δημοκρατίας. Αναγνωρίζει, επομένως, την αξία των ατομικών ελευθεριών και της διασφάλισής τους, τις αρχές του κοσμικού κράτους και της δημοκρατικής διάρθρωσής του, τον πολυκομματισμό, την αυτονομία των συνδικάτων, την ελευθερία της θρησκείας και της άσκησης της λατρείας ιδιωτικά, καθώς και την απόλυτη ελευθερία της έρευνας και των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων».
Ακριβώς τα ίδια δήλωνε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Ισπανίας, μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη το 1976, σε απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω.
Ο λεγόμενος Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα είναι η νέα σημαία των Ρεπουμπλικάνων σήμερα και των ευρωκομμουνιστών χθες. [19] Μια πρόταση που οι πιο επεξεργασμένες εκδοχές της απορρέουν από τις ίδιες αναθεωρητικές θέσεις που έχουν διαπεράσει την κύρια διαπάλη που αναπτύσσεται στο εργατικό κίνημα από τότε που εμφανίστηκε στην Ιστορία, από τον Μπερνστάιν στον ευρωκομμουνισμό, αντιπαραθέτει στον επιστημονικό σοσιαλισμό μια άσκηση εκλεκτικισμού συνδυασμένη με φιλελεύθερες-αστικές θέσεις.
Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι κόμματα κληρονόμοι του ευρωκομμουνισμού χαιρέτισαν θερμά την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή, [20] όπου οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις τους μπορούν να συνυπάρχουν φυσικά με δυνάμεις που έχουν πλήρως παραιτηθεί από την ταξική πάλη, με όλα τα είδη των σοσιαλδημοκρατών, Τροτσκιστών και άλλων σύγχρονων εκφραστών του οπορτουνισμού, τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού, όπως συμβαίνει άλλωστε ήδη σε περιφερειακό επίπεδο με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.