Η προσπάθεια να εξολοθρευτεί το κομμουνιστικό κόμμα χρονολογείται από την εποχή της έκδοσης των πρώτων έργων της μαρξιστικής θεωρίας. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» έγινε προσπάθεια να βγει εκτός νόμου το κόμμα των κομμουνιστών, που βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της συγκρότησης του, μέσω της «δίκης ενάντια στους κομμουνιστές» στην Κολονία το 1852.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου η αστική τάξη προσπαθεί να αποτρέψει την ανάπτυξη ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος. Αυτές οι προσπάθειες δεν έχουν σταματήσει στην εποχή μας, αντιθέτως έχουν γίνει ακόμα πιο επιθετικές και πολύπλευρες. Παράλληλα γίνονται συνέχεια προσπάθειες που μιμούνται την τακτική του «Δουρείου Ίππου» και με το πρόσχημα του «εκσυγχρονισμού» της μαρξιστικής θεωρίας επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη βάση της, δηλαδή τη διδασκαλία για την ταξική πάλη.
Στο Λουξεμβούργο το ΚΚΛ έχει αντιμετωπίσει πολλές επιθέσεις από τις αντιδραστικές δυνάμεις ήδη από την ίδρυσή του, το Γενάρη του 1921. Στις απεργίες, τις κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις στη δεκαετία του ’20 και του ’30 οι κομμουνιστές ήταν πάντα αυτοί που συλλαμβάνονταν και κατηγορούνταν ως οι πολιτικοί «υποκινητές».
Στις 6 Ιούνη 1937 η προσπάθεια της αντιδραστικής αστικής τάξης του Λουξεμβούργου, που προετοιμαζόταν για καιρό, να απαγορεύσει και να διαλύσει το ΚΚ και άλλες αριστερές οργανώσεις με ένα νέο νόμο έπεσε στο κενό.
Το Μάη του 1935 η κυβέρνηση έφερε στη βουλή ένα νομοσχέδιο με τίτλο «νόμος για την προστασία του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος», το οποίο προκάλεσε την αντίσταση του λαού του Λουξεμβούργου. Ο νόμος ψηφίστηκε από το εθνικό κοινοβούλιο στις 23 Απρίλη 1937 με 34 ψήφους υπέρ, 19 κατά και 1 λευκό. Την ιδία στιγμή αποφασίστηκε να ζητηθεί από τους ψηφοφόρους να το στηρίξουν σε εθνικό δημοψήφισμα. Το ΚΚ μαζί με πολλούς συνδικαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους και άλλους δημοκράτες οργάνωσε μια πλατιά εκστρατεία για να εξηγήσει το περιεχόμενο αυτού του νόμου που τελικά απορρίφθηκε από το 50,57% των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα της 6ης Ιούνη 1937.
Ούτε η κατοχή του Λουξεμβούργου από τα γερμανικά φασιστικά στρατεύματα δεν μπόρεσε να σταματήσει τις δραστηριότητες του ΚΚ. Σε αντίθεση με όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα της χώρας που αυτοδιαλύθηκαν, το ΚΚΛ αποφάσισε να συνεχίσει τη δράση του σε συνθήκες παρανομίας. Οι κομμουνιστές του Λουξεμβούργου κέρδισαν κύρος και σεβασμό με την ενεργή τους αντίσταση εναντία στους φασίστες κατακτητές. Αν και το κόμμα είχε υποστεί μεγάλες και οδυνηρές απώλειες από τις επιδρομές, τις κρατήσεις, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες, οι φασίστες και τα δεκανίκια τους δεν κατάφεραν να το διαλύσουν. Το ΚΚΛ βγήκε από την περίοδο της κατοχής ηθικά ενισχυμένο και δυνάμωσε τις γραμμές του με πολλά νέα μέλη σε όλη τη χώρα. Την περίοδο 1945-1994 το ΚΚΛ είχε μόνιμη παρουσία στο Εθνικό Κοινοβούλιο (Chamber of Deputies) και στα δημοτικά συμβούλια σε πολλές περιοχές στο νότιο τμήμα της χώρας.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην οικονομία και την κοινωνία την περίοδο 1979-1990 μαζί με τη διάλυση του κλάδου της χαλυβουργίας δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα για το ΚΚΛ. Τα μέλη του κόμματος προέρχονταν κυρίως από τον κλάδο της εξόρυξης και της χαλυβουργίας. Επιπλέον, τα μέλη του κόμματος ήταν λίγο-πολύ μεγάλης ηλικίας, με ένα ορισμένο επίπεδο μαρξιστικής μόρωσης. Λόγω της επιτυχημένης δουλειάς του ΚΚΛ στο κίνημα ειρήνης την περίοδο μετά το 1980 εντάχθηκαν στο ΚΚΛ πολλοί νέοι άνθρωποι και διανοούμενοι που πίστευαν ότι η δουλειά τους είναι να «διορθώσουν» ή να «βελτιώσουν» το μαρξισμό στη βάση των αστικών τους γνώσεων.
Την περίοδο της δραματικής ήττας των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού, της νίκης του καπιταλισμού στον «ψυχρό πόλεμο» και της αποκατάστασης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στη Σοβιετική Ένωση και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, το ΚΚΛ, το οποίο ήταν ανέκαθεν αλληλέγγυο με την ΕΣΣΔ και τις σοσιαλιστικές χώρες, βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς κινδύνευε η ίδια η ύπαρξή του.
Μέχρι το 1990 το ΚΚΛ είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί τη δραστηριότητα του κυρίως από τις συνδρομές των μελών και τις εισφορές των φίλων του κόμματος, καθώς και από τις αμοιβές των βουλευτών του σε εθνικό και δημοτικό επίπεδο και από το τυπογραφείο του κόμματος. Μετά το 1990 που είχε απομείνει μόνο ένας βουλευτής και μετά την προσάρτηση της ΓΛΔ από την ΟΔΓ οι παραγγελίες από τις επιχειρήσεις της ΓΛΔ σταμάτησαν εν μια νυκτί. Σε αυτές τις συνθήκες απειλούνταν σοβαρά η κυκλοφορία της καθημερινής κομμουνιστικής εφημερίδας.
Επίσης, η ήττα των σοσιαλιστικών κοινωνιών είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί κομμουνιστές να αποθαρρυνθούν. Ήταν πεισμένοι για την ιστορική ανωτερότητα του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν κατάφερναν να διακρίνουν την πραγματικότητα από τις επιθυμίες τους. Πολλοί από αυτούς σταμάτησαν να συμμετέχουν ενεργά ή και αποχώρησαν από το κόμμα.
Αρκετοί σύντροφοι ακολούθησαν αυτές τις ιδέες, αφού εκείνη την εποχή σχεδόν όλοι οι κομμουνιστές ήταν δυσαρεστημένοι με τη κατάσταση στο κόμμα. Από τη μια μεριά υπήρχαν ελλείψεις δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και από την άλλη μεριά πολλοί σύντροφοι αναζητούσαν οποιαδήποτε βοήθεια για να διασωθεί το κόμμα.