Χωρίς μαρξιστικό-λενινιστικό προσανατολισμό και οργανωτική αυτοτέλεια δεν υπάρχει Κομμουνιστικό Κόμμα


Άλι Ρούκερτ, Πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Λουξεμβούργου.

Οι εμπειρίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Λουξεμβούργου

Η προσπάθεια να εξολοθρευτεί το κομμουνιστικό κόμμα χρονολογείται από την εποχή της έκδοσης των πρώτων έργων της μαρξιστικής θεωρίας. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» έγινε προσπάθεια να βγει εκτός νόμου το κόμμα των κομμουνιστών, που βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της συγκρότησης του, μέσω της «δίκης ενάντια στους κομμουνιστές» στην Κολονία το 1852.

Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου η αστική τάξη προσπαθεί να αποτρέψει την ανάπτυξη ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος. Αυτές οι προσπάθειες δεν έχουν σταματήσει στην εποχή μας, αντιθέτως έχουν γίνει ακόμα πιο επιθετικές και πολύπλευρες. Παράλληλα γίνονται συνέχεια προσπάθειες που μιμούνται την τακτική του «Δουρείου Ίππου» και με το πρόσχημα του «εκσυγχρονισμού» της μαρξιστικής θεωρίας επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη βάση της, δηλαδή τη διδασκαλία για την ταξική πάλη.

Στο Λουξεμβούργο το ΚΚΛ έχει αντιμετωπίσει πολλές επιθέσεις από τις αντιδραστικές δυνάμεις ήδη από την ίδρυσή του, το Γενάρη του 1921. Στις απεργίες, τις κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις στη δεκαετία του ’20 και του ’30 οι κομμουνιστές ήταν πάντα αυτοί που συλλαμβάνονταν και κατηγορούνταν ως οι πολιτικοί «υποκινητές».

Στις 6 Ιούνη 1937 η προσπάθεια της αντιδραστικής αστικής τάξης του Λουξεμβούργου, που προετοιμαζόταν για καιρό, να απαγορεύσει και να διαλύσει το ΚΚ και άλλες αριστερές οργανώσεις με ένα νέο νόμο έπεσε στο κενό.

Το Μάη του 1935 η κυβέρνηση έφερε στη βουλή ένα νομοσχέδιο με τίτλο «νόμος για την προστασία του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος», το οποίο προκάλεσε την αντίσταση του λαού του Λουξεμβούργου. Ο νόμος ψηφίστηκε από το εθνικό κοινοβούλιο στις 23 Απρίλη 1937 με 34 ψήφους υπέρ, 19 κατά και 1 λευκό. Την ιδία στιγμή αποφασίστηκε να ζητηθεί από τους ψηφοφόρους να το στηρίξουν σε εθνικό δημοψήφισμα. Το ΚΚ μαζί με πολλούς συνδικαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους και άλλους δημοκράτες οργάνωσε μια πλατιά εκστρατεία για να εξηγήσει το περιεχόμενο αυτού του νόμου που τελικά απορρίφθηκε από το 50,57% των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα της 6ης Ιούνη 1937.

Ούτε η κατοχή του Λουξεμβούργου από τα γερμανικά φασιστικά στρατεύματα δεν μπόρεσε να σταματήσει τις δραστηριότητες του ΚΚ. Σε αντίθεση με όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα της χώρας που αυτοδιαλύθηκαν, το ΚΚΛ αποφάσισε να συνεχίσει τη δράση του σε συνθήκες παρανομίας. Οι κομμουνιστές του Λουξεμβούργου κέρδισαν κύρος και σεβασμό με την ενεργή τους αντίσταση εναντία στους φασίστες κατακτητές. Αν και το κόμμα είχε υποστεί μεγάλες και οδυνηρές απώλειες από τις επιδρομές, τις κρατήσεις, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες, οι φασίστες και τα δεκανίκια τους δεν κατάφεραν να το διαλύσουν. Το ΚΚΛ βγήκε από την περίοδο της κατοχής ηθικά ενισχυμένο και δυνάμωσε τις γραμμές του με πολλά νέα μέλη σε όλη τη χώρα. Την περίοδο 1945-1994 το ΚΚΛ είχε μόνιμη παρουσία στο Εθνικό Κοινοβούλιο (Chamber of Deputies) και στα δημοτικά συμβούλια σε πολλές περιοχές στο νότιο τμήμα της χώρας.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην οικονομία και την κοινωνία την περίοδο 1979-1990 μαζί με τη διάλυση του κλάδου της χαλυβουργίας δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα για το ΚΚΛ. Τα μέλη του κόμματος προέρχονταν κυρίως από τον κλάδο της εξόρυξης και της χαλυβουργίας. Επιπλέον, τα μέλη του κόμματος ήταν λίγο-πολύ μεγάλης ηλικίας, με ένα ορισμένο επίπεδο μαρξιστικής μόρωσης. Λόγω της επιτυχημένης δουλειάς του ΚΚΛ στο κίνημα ειρήνης την περίοδο μετά το 1980 εντάχθηκαν στο ΚΚΛ πολλοί νέοι άνθρωποι και διανοούμενοι που πίστευαν ότι η δουλειά τους είναι να «διορθώσουν» ή να «βελτιώσουν» το μαρξισμό στη βάση των αστικών τους γνώσεων.

Την περίοδο της δραματικής ήττας των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού, της νίκης του καπιταλισμού στον «ψυχρό πόλεμο» και της αποκατάστασης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στη Σοβιετική Ένωση και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, το ΚΚΛ, το οποίο ήταν ανέκαθεν αλληλέγγυο με την ΕΣΣΔ και τις σοσιαλιστικές χώρες, βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς κινδύνευε η ίδια η ύπαρξή του.

Μέχρι το 1990 το ΚΚΛ είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί τη δραστηριότητα του κυρίως από τις συνδρομές των μελών και τις εισφορές των φίλων του κόμματος, καθώς και από τις αμοιβές των βουλευτών του σε εθνικό και δημοτικό επίπεδο και από το τυπογραφείο του κόμματος. Μετά το 1990 που είχε απομείνει μόνο ένας βουλευτής και μετά την προσάρτηση της ΓΛΔ από την ΟΔΓ οι παραγγελίες από τις επιχειρήσεις της ΓΛΔ σταμάτησαν εν μια νυκτί. Σε αυτές τις συνθήκες απειλούνταν σοβαρά η κυκλοφορία της καθημερινής κομμουνιστικής εφημερίδας.

Επίσης, η ήττα των σοσιαλιστικών κοινωνιών είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί κομμουνιστές να αποθαρρυνθούν. Ήταν πεισμένοι για την ιστορική ανωτερότητα του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν κατάφερναν να διακρίνουν την πραγματικότητα από τις επιθυμίες τους. Πολλοί από αυτούς σταμάτησαν να συμμετέχουν ενεργά ή και αποχώρησαν από το κόμμα.

Αρκετοί σύντροφοι ακολούθησαν αυτές τις ιδέες, αφού εκείνη την εποχή σχεδόν όλοι οι κομμουνιστές ήταν δυσαρεστημένοι με τη κατάσταση στο κόμμα. Από τη μια μεριά υπήρχαν ελλείψεις δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και από την άλλη μεριά πολλοί σύντροφοι αναζητούσαν οποιαδήποτε βοήθεια για να διασωθεί το κόμμα.

1991-1993: Ο Αναθεωρητισμός με το μανδύα της «Ανανέωσης και του Ανοίγματος»

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λουξεμβούργου αποδυναμώθηκε σημαντικά και αναγκάστηκε να παγώσει τις δραστηριότητές του στα εργοστάσια και στο επίπεδο των δήμων. Κινδύνευε η ύπαρξή του ως κομμουνιστικού κόμματος λόγω των αναθεωρητικών απόψεων που είχαν στόχο να εξολοθρεύσουν τον κομμουνιστικό χαρακτήρα του κόμματος και τις μορφές οργάνωσής του, να διαλύσουν τη μαρξιστική-λενινιστική βάση του και να οδηγήσουν το κόμμα σε ρεφορμιστική πορεία.

Όλα αυτά έγιναν με το πρόσχημα της «απομόνωσης του συντηρητισμού και του σεχταρισμού», «της ρήξης με τις δογματικές μορφές που για πολλές δεκαετίες χαρακτήριζαν τον τρόπο δράσης», του «εκσυγχρονισμού» του κόμματος ώστε να γίνει πιο «δημοκρατικό» και πιο «αποτελεσματικό». Αυτά ήταν να βασικά σημεία του καλέσματος που δημοσίευσε μια ομάδα «ανανεωτών» το Δεκέμβρη του 1993, την περίοδο της προετοιμασίας για το 27ο Συνέδριο του ΚΚΛ, με τίτλο «για να έχει μέλλον το κόμμα και η αριστερά».

Αρκετοί σύντροφοι ακολούθησαν αυτές τις απόψεις, καθώς την περίοδο εκείνη πρακτικά όλοι οι κομμουνιστές ήταν δυσαρεστημένοι με την κατάσταση του κόμματος. Από τη μια υπήρχε πραγματικό έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας και από την άλλη πολλοί σύντροφοι αναζητούσαν χείρα βοηθείας για να αποτρέψουν την παρακμή του κόμματος.

Ο πρωτοπόρος της ομάδας των «ανανεωτών» μέσα στο ΚΚΛ είχε ήδη δημοσιεύσει μια σειρά από άρθρα στην ημερήσια κομμουνιστική εφημερίδα «Εφημερίδα του Λαού του Λουξεμβούργου» με τίτλο «Αποχαιρετάμε τον κομμουνισμό; Για έναν νέο κοινωνικό ανθρωπισμό». Σε αυτά τα άρθρα εξέφρασε μεταξύ άλλων την άποψη ότι «το σύγχρονο κόμμα που είναι αφοσιωμένο στο ριζοσπαστικό κοινωνικό εκδημοκρατισμό» δεν μπορεί να είναι «ταξικό κόμμα» ή «κόμμα λενινιστικού χαρακτήρα», καθώς «σε αυτόν τον τύπο βρίσκονται τα φύτρα των κατοπινών στρεβλώσεων». Ούτε μπορεί αυτό το κόμμα «να κατέχει ΜΙΑ σωστή θεωρία».

Επιπλέον, «τα όρια μεταξύ των κομμάτων, τα όρια ανάμεσα στην κομματική-πολιτική μορφή της οργάνωσης και άλλων μορφών οργάνωσης είναι εν μέρει τεχνητά». Επομένως είχε «αποφασιστική σημασία να δοθεί ώθηση στο ξεπέρασμα αυτών των ορίων». Γράφοντας αυτά τα πράγματα, ο θεωρητικός των «ανανεωτών» ήδη προεξοφλούσε την ίδρυση ενός πολυκομματικού αριστερού κινήματος που εμφανίστηκε αργότερα και στο οποίο -σύμφωνα με τις προθέσεις των «ανανεωτών»- το κομμουνιστικό κόμμα θα έπρεπε να διαχυθεί.

Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα του «ανοίγματος» η ημερήσια κομμουνιστική εφημερίδα έπρεπε να μετατραπεί σε «πλουραλιστική αριστερή εφημερίδα». Η ΚΕ του ΚΚΛ και η αρμοδιότητα ελέγχου που είχε έπρεπε να αντικατασταθεί από μια «ένωση συντακτών» σε συνεργασία με έναν «ευρύ αριστερό κύκλο ενδιαφερόμενων» και η λειτουργία του αρχισυντάκτη να αντικατασταθεί από έναν «ανανεωτή».

«Κανένας δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια», αυτό ήταν εκείνη την περίοδο το σύνηθες επιχείρημα των «ανανεωτών» στις εσωκομματικές συζητήσεις, όπου προσπαθούσαν ξανά και ξανά να αμφισβητήσουν τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, την εφαρμογή της για την ανάλυση της κοινωνίας, καθώς και για τα συμπεράσματα που πρέπει να βγουν από αυτή για την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος.

Γι’ αυτό το λόγο αρέσκονταν να παραθέτουν αποσπάσματα από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Αντόνιο Γκράμσι, να τα χρησιμοποιούν ως ρόπαλα ενάντια στο Λένιν και ενάντια «στους σκληροπυρηνικούς σταλινικούς» μέσα στο κόμμα. Στο κάλεσμά τους το Δεκέμβρη του 1993 απαίτησαν το ΚΚΛ να ακολουθήσει ανάλογη πορεία με το «ανανεωμένο ΚΚ Ισπανίας ή την Ενωμένη Αριστερά που μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς προβλήματα, με την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία και τις πλατιές εκλογικές συμμαχίες της, με το ΓΚΚ στη Γαλλία, το οποίο συζητάει ανοιχτά μπροστά σε όλη τη χώρα και ανανεώνεται, με το (γερμανικό) ΚΟΔΗΣΟ του Γκρέγκορ Γκίζι, ο οποίος κατά την επίσκεψή του μας έδειξε πώς ένας αριστερός μπορεί να προσελκύει την προσοχή του κοινού και των ΜΜΕ».

Είναι γνωστή η συνταγή της επιτυχίας «Ανανέωσης και Άνοιγμα», που υπόσχονταν στα μέλη του ΚΚΛ εκείνες τις μέρες, αναφερόμενοι στην πολιτική των ΚΚ που είχαν ακολουθήσει τον αναθεωρητικό δρόμο του «Ευρωκομμουνισμού» τη δεκαετία του ’70 και του ’80, ένα δρόμο που το ΚΚΛ είχε αρνηθεί να ακολουθήσει και που τελικά οδήγησε στη «μετάλλαξη» αυτών των κομμάτων. Εγκατέλειψαν το μαρξιστικό-λενινιστικό προσανατολισμό τους, αποκήρυξαν την ταξική πάλη, ενώ ήταν όλο και πιο ανοιχτοί στην επιρροή του νεοφεμινισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και της αντι-παγκοσμιοποίησης και τελικά απέτυχαν.

Στην πράξη το Γαλλικό ΚΚ έχασε όλη την επιρροή του στην εργατική τάξη, ενώ το Ιταλικό ΚΚ, που κάποτε είχε ισχυρές θέσεις στα κοινοβούλια και βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη, εξελίχθηκε σε σοσιαλδημοκρατία, άλλαξε το όνομά του και την κομμουνιστική ιδεολογία του (κράτησε όμως την περιουσία του), ενώ οι κομμουνιστικές διασπάσεις έκαναν μια δύσκολη αρχή. Μέσα στο ΚΚ Ισπανίας βλέπουμε να υπάρχουν κάποιες αυτοκριτικές εκτιμήσεις για το δρόμο που ακολούθησε το κόμμα, το οποίο σχεδόν διαλύθηκε στην αριστερή συμμαχία «Ενωμένη Αριστερά».

Οι συζητήσεις μέσα στο ΚΚΛ για το μελλοντικό ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό του έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στο 27ο Συνέδριο, στις 19 Δεκέμβρη 1993. Οι «ανανεωτές» δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον προσανατολισμό του κόμματος. Τα τρία τέταρτα των αντιπροσώπων του κόμματος ψήφισαν την απόφαση που απέρριπτε όλες τις μεθοδεύσεις που στόχο είχαν να «καταστήσουν την οργάνωση ανίκανη για δράση, να την κάνουν να εγκαταλείψει τις κομμουνιστικές ιδέες της και τη μαρξιστική ιδεολογική της βάση καθώς και να καταστρέψουν τις δομές της». Η απόφαση αυτή υποστήριζε την εκλογή ΚΕ που θα έπρεπε να αποκαταστήσει τη δυνατότητα δράσης του κόμματος.

Οι αντιπρόσωποι των «ανανεωτών» -ανάμεσα τους και ορισμένοι εκλεγμένοι βουλευτές- δεν επανεκλέχθηκαν ως μέλη της ΚΕ. Τότε 24 «ανανεωτές» αποφάσισαν να μην αποδεχτούν την απόφαση της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων και το Γενάρη του 1994 αποχώρησαν επίσημα από το κόμμα, ενώ παλιότερα απαιτούσαν «μυστική ψηφοφορία για όλες τις κομματικές θέσεις». Αυτό ψηφίστηκε ήδη στο 26ο συνέδριο του ΚΚΛ το Νοέμβρη του 1990. Αυτοί που αποχώρησαν από το κόμμα ίδρυσαν το Μάρτη του 1994 τη «Νέα Αριστερά» που παρουσιάστηκε ως «υπερκομματικό αριστερό κίνημα», όμως στην πράξη στρεφόταν ενάντια στο ΚΚΛ και επεδίωκε να αποσπάσει μέλη του, να δυσφημήσει και να προκαλέσει ζημιά στο κόμμα.

Η διάσπαση δυσκόλεψε τη δουλειά του ΚΚΛ. Από τη μια ο μοναδικός βουλευτής που απέμεινε στο ΚΚΛ δεν επέστρεψε την έδρα πίσω στο κόμμα και από την άλλη οι «αναθεωρητές κομμουνιστές» της «Νέας Αριστεράς» χρησιμοποιήθηκαν από τα αστικά μέσα ενημέρωσης ως εργαλείο ενάντια τους «σταλινικούς σκληροπυρηνικούς» του ΚΚΛ. Όμως το ΚΚΛ βρήκε ξανά το δρόμο για έρθει πιο κοντά στη μαρξιστική-λενινιστική βάση, πράγμα που αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση ώστε το κόμμα να εκπληρώσει τα βασικά του καθήκοντα στα πολύ δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

1993-2003: Μια εκλογική συμμαχία με πολύ σοβαρές συνέπειες

Την άνοιξη του 1999, σε μια περίοδο που το ΚΚΛ δεν είχε ανακάμψει ακόμα από τις αρνητικές συνέπειες της ήττας του σοσιαλισμού στον «ψυχρό πόλεμο» και τη διάσπαση του 1993, σε μα περίοδο που το κόμμα ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό απομονωμένο και δεν είχε πιθανότητες να εκλέξει βουλευτές σε εθνικό και δημοτικό επίπεδο, η διευρυμένη ΚΕ (μέλη και υποψήφιοι της ΚΕ, μέλη των τοπικών επιτροπών και τα μέλη της επιτροπής ελέγχου) πήρε την απόφαση να κατέβει στις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 1999 ως μέρος μιας εκλογικής συμμαχίας.

Σε αυτή τη συμμαχία συμμετείχε η «Νέα Αριστερά», μια τροτσκιστική οργάνωση, μέλη του σοσιαλδημοκρατικού συνδικάτου που αποχώρησαν από το «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Λουξεμβούργου» (LSAP) και αριστεροί που δεν ήταν οργανωμένοι σε κάποιο κόμμα.

Η απόφαση για συμμετοχή σε αυτή τη συμμαχία δεν πάρθηκε σε θεωρητική βάση, αλλά για λόγους τακτικής με στόχο να αυξηθούν οι ευκαιρίες του ΚΚΛ να εκλέξει βουλευτή στις εκλογές του Ιούνη, καθώς και στις δημοτικές εκλογές που ήταν μετά από τέσσερις μήνες. Ωστόσο, δεν έγινε βαθιά συζήτηση για τις αρχές της κομμουνιστικής πολιτικής συμμαχιών προτού να παρθεί η απόφαση.

Όμως τα μέλη της ΚΕ γνώριζαν ότι το κόμμα θα αντιμετώπιζε μεγάλη πρόκληση μιας και οι πολιτικές, ιδεολογικές ακόμα και προσωπικές διαφορές ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους «ανανεωτές» εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Δεν μπορούσαμε να αποκλείσουμε ότι ορισμένοι από τους εταίρους στη νέα συμμαχία θα διαστρέβλωναν τη συνεργασία για να εξουδετερώσουν πολιτικά το ΚΚΛ.

Επίσης, αποτελούσε μειονέκτημα το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συντρόφων δεν είχε ούτε θεωρητική γνώση ούτε πρακτική πείρα σχετικά με την πολιτική συμμαχιών γιατί δεν είχαν πείρα από την εποχή των συμμαχιών ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στο επίπεδο των δήμων. Επιπλέον, σχεδόν το ένα τρίτο των μελών του ΚΚΛ είχαν ενταχθεί στο κόμμα μετά το 1990.

Ακόμη, υπήρχαν σύντροφοι που απέρριπταν οποιοδήποτε είδος συνεργασίας για λόγους αρχής, καθώς δεν αναγνώριζαν ότι μια εκλογική συμμαχία των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών με άλλες αριστερές δυνάμεις μπορεί να είναι χρήσιμη, δεδομένου ότι οι συμβιβασμοί που απαιτούνταν για μια τέτοια συμμαχία δεν παραβιάζουν ιδεολογικά ή σοβαρά στρατηγικά ζητήματα. Ένα τμήμα του ΚΚΛ απείχε από τη συγκρότηση ψηφοδελτίου για τις τοπικές εκλογές και κάλεσε σε ψήφιση του σοσιαλδημοκρατικού LSAP. Άλλοι σύντροφοι δεν ήθελαν να φορτωθούν το πρόσθετο βάρος και απείχαν από την προεκλογική εκστρατεία.

Μπορούμε να πούμε εκ των υστέρων ότι η συμμαχία υπό το όνομα «η αριστερά» (déi Lénk) ήταν κακότυχη από την αρχή, καθώς οι διαφορετικές αντιλήψεις των διάφορων εταίρων της συμμαχίας δεν συζητήθηκαν στη διαδικασία προετοιμασίας.

Οι κομμουνιστές δεν κατάφεραν να επιβάλουν την πρότασή τους για ορισμό της συνεργασίας ως εκλογικής συμμαχίας οργανώσεων. Αντίθετα, υιοθετήθηκε η ατομική ιδιότητα του μέλους. Επιπλέον, αποφασίστηκε ότι τα επιδόματα των μελλοντικών βουλευτών σε εθνικό η δημοτικό επίπεδο θα δίνονται στην «Αριστερά».

Στην πορεία της συγκρότησης των ψηφοδελτίων έγιναν πολλές προσπάθειες να εξαιρεθούν οι υποψήφιοι που προτείνονταν από το ΚΚΛ και να διατηρηθεί όσο το δυνατό πιο χαμηλά ο αριθμός των μελών του ΚΚΛ που συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο. Ο εκλογικός νόμος στο Λουξεμβούργο επιτρέπει στους ψηφοφόρους να ψηφίζουν ξεχωριστούς υποψηφίους, αλλά και το ψηφοδέλτιο ενός κόμματος, ακόμα και υποψήφιους από διαφορετικά ψηφοδέλτια. Από την άλλη ο νόμος δεν επιτρέπει στα κόμματα να καθορίζουν με δική τους λίστα τη σειρά εκλογής των υποψηφίων. Αυτό δεν ευνοεί τις συμμαχίες ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κόμματα.

Δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις πέρασαν οι μεθοδεύσεις ενάντια στους κομμουνιστές υποψηφίους. Στις μηχανορραφίες είχαν εμπλακεί ακόμα και κάποια μέλη της ΚΕ του ΚΚΛ που είχαν ήδη διακόψει τις σχέσεις τους με το κόμμα και αργότερα άλλαξαν στρατόπεδο επίσημα. Μέσα στο κόμμα εμφανίστηκε ένα αίσθημα δυσπιστίας και αποδυναμώθηκε η οργανωτική δομή του. Την περίοδο εκείνη το ΚΚΛ ήδη είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και είχε δυσκολίες να διατηρήσει το τυπογραφείο του και την κομμουνιστική εφημερίδα. Έτσι η ηγεσία του κόμματος έπρεπε να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για να διασφαλίσει την περιουσία του κόμματος. Αυτό έγινε σε βάρος άλλων πολιτικών δραστηριοτήτων.

Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν να εκλεγεί ένας βουλευτής στο εθνικό κοινοβούλιο και ορισμένοι κοινοί υποψήφιοι σε μεγαλύτερες εργατικές πόλεις στο νότο της χώρας. Οι υποψήφιοι που κατέβασε το ΚΚΛ είχαν σχετικά καλά αποτελέσματα. Η συνέπεια αυτής της επιτυχίας ήταν να μη συζητηθούν παραπέρα οι διαφορές ανάμεσα στα διάφορα συστατικά της εκλογικής συμμαχίας. Στην ουσία όμως οι δολοπλοκίες ενάντια στους κομμουνιστές συνεχίστηκαν, ενώ αυξάνονταν οι προσπάθειες να μετατραπεί η εκλογική συμμαχία σε πολιτικό κόμμα.

Η επιλογή αυτή είχε απορριφθεί επίσημα από όλους τους συμμετέχοντες από την αρχή της ίδρυσης της εκλογικής συμμαχίας. Ωστόσο γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ένα συγκεκριμένο κομμάτι των συμμετεχόντων επεδίωκε τη δημιουργία νέου πολιτικού κόμματος και ως εκ τούτου την εξολόθρευση του κομμουνιστικού κόμματος. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εύκολα αν δεν είχε αντιδράσει το ΚΚΛ.

Το 2002 η ηγεσία του ΚΚΛ απέρριψε επανειλημμένα ορισμένες προσπάθειες να απαγορευτούν οι δραστηριότητες ακόμα και τα συνθήματα του ΚΚΛ με αφορμή δημόσιες εκδηλώσεις, καθώς και οι διακηρύξεις του κόμματος για εθνικά και διεθνή ζητήματα. Επιπλέον, τα μέλη της «Αριστεράς» που δραστηριοποιούνταν σε διεθνές επίπεδο προσπαθούσαν συστηματικά να διαδίδουν σε άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα ότι το ΚΚΛ σταμάτησε να υπάρχει. Σε κάποιες περιπτώσεις μέλη του ΚΚΛ, που τελικά αποχώρησαν από το κόμμα, συμμετείχαν σε αυτές τις αντικομμουνιστικές δραστηριότητες. Έτσι το ΚΚΛ άρχισε να ανανεώνει τους άμεσους δεσμούς του με άλλα κομμουνιστικά κόμματα.

Το Φλεβάρη του 2003 η εκλογική συμμαχία αρνήθηκε να διαμορφώσει έγκαιρα το ψηφοδέλτιο για της Ευρωεκλογές του Ιούνη του 2004 και να εγγυηθεί ότι θα συμπεριλαμβανόταν ένας ορισμένος αριθμός μελών του ΚΚΛ, παρότι οι κομμουνιστές πληρούσαν αυστηρά όλους τους όρους. Αυτό αποτέλεσε την αρχή της οριστικής ρήξης με την εκλογική συμμαχία.

Τον Απρίλη του 2003 το ΚΚΛ, πριν ανακοινώσει τη συγκρότηση δικού του ψηφοδελτίου, έστειλε επιστολή στην «εθνική Συντονιστική Επιτροπή» της «Αριστεράς» ως τελευταία προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία για κοινό ψηφοδέλτιο με ισότιμη εκπροσώπηση των υποψηφίων του ΚΚΛ και της «Αριστεράς». Αυτό απορρίφθηκε αμέσως από την «Αριστερά», καθώς κάποιοι από τους προηγούμενους «ανανεωτές» και τους «νεοαριστερούς» ανέμεναν εύκολη επιτυχία αν το ΚΚΛ δεν ήταν στο ψηφοδέλτιο. Όμως στις βουλευτικές εκλογές τον Ιούνη του 2004 ούτε το ΚΚΛ ούτε η «Αριστερά» εξέλεξαν βουλευτή στο εθνικό κοινοβούλιο.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2009 το ΚΚΛ έφτασε το 2,1% στη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια, αλλά δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το 4% που χρειαζόταν για μια έδρα στη βουλή. Το 2012 το ΚΚΛ, για πρώτη φορά μετά από 18 χρόνια απουσίας, εξέλεξε δημοτικούς συμβούλους στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (μετά την πρωτεύουσα): στο Esch/Alzette (5,25%), στο Differdingen (4,84%), στο Rümelingen (9,29%).

Πρέπει να εκτιμήσουμε από τη σκοπιά του σήμερα ότι η εκλογική συμμαχία που συγκροτήθηκε το 1999 σε καθόλου ευνοϊκές συνθήκες με άλλες αριστερές δυνάμεις εκείνης της περιόδου θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στην εξαφάνιση του ΚΚΛ από την πολιτική σκηνή.

Ωστόσο, αυτή η άτυχη εμπειρία δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για να απορρίπτονται εξ αρχής οι συμμαχίες με αριστερές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, καθώς οι συμβιβασμοί σε πολιτικά ζητήματα -αλλά ποτέ σε ιδεολογικά και σημαντικά στρατηγικά ζητήματα- ανήκουν στη συνήθη πρακτική του μαρξισμού.

Όμως σε ζητήματα πολιτικής συμμαχιών γενικά και ειδικότερα εκλογικών συμμαχιών είναι σημαντικό σε κάθε περίπτωση να λαμβάνονται υπόψη τα βασικά συμπεράσματα του κομμουνιστικού κινήματος. Διαφορετικά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την ύπαρξη του κομμουνιστικού κόμματος.

Η πιο σημαντική αρχή πρέπει να είναι ότι δεν πρέπει να παρεμποδίζεται η δυνατότατα πολιτικής δράσης του κομμουνιστικού κόμματος ούτε να κινδυνεύει από τη μορφή της συμμαχίας, από τη συμμετοχή στις εκλογές. Πρέπει να διασφαλίζεται η οργανωτική και ιδεολογική αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κόμματος. Με άλλα λόγια: το κομμουνιστικό Κόμμα δεν πρέπει να παρασύρεται από τη συμμαχία, δεν πρέπει να περιορίζεται η αυτοτελής δράση του.

Ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε το 1889 στην επιστολή του στο σοσιαλδημοκράτη Gerson Trier: «Για να είναι το προλεταριάτο αρκετά ισχυρό για να νικήσει την αποφασιστική μέρα πρέπει -κι εγώ και ο Μαρξ το υποστηρίζουμε αυτό από το 1847-να συγκροτήσουμε ένα ξεχωριστό κόμμα, διακριτό σε σχέση με τα άλλα, που θα αντιπαρατίθεται με όλα τα υπόλοιπα, ένα συνειδητό ταξικό κόμμα.

Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σε ορισμένες στιγμές το κόμμα αυτό δε θα χρησιμοποιεί άλλα κόμματα για τους σκοπούς του. Ούτε σημαίνει ότι προσωρινά δε θα στηρίζει τα μέτρα των άλλων κομμάτων αν αυτά τα μέτρα είναι είτε άμεσα ευνοϊκά για το προλεταριάτο είτε προοδευτικά σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη η την πολιτική ελευθερία». [1]

Στη συνέχεια ο Ένγκελς γράφει ότι «σε καμία περίπτωση δε θα ήταν απόλυτα αντίθετος σε οποιαδήποτε προσωρινή συνεργασία» με άλλα κόμματα «για συγκεκριμένους σκοπούς «δεδομένου ότι δεν κινδυνεύει ο προλεταριακός ταξικός χαρακτήρας του κόμματος. Για μένα αυτό είναι το απόλυτο όριο». [2]


[1] German version: “Marx Engels Werke”, Band 37, Seiten 326 und 327, Dietz Verlag Berlin 1974

[2] English version: Karl Marx and Frederick Engels, Selected Correspondence, Progress Publishers, Moscow, 1975