Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, η ιμπεριαλιστική ειρήνη: Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η συνθήκη ειρήνης του Τριανόν στο φως του σήμερα


Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα

Η εκατοστή επέτειος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, η οποία πλησιάζει, λαμβάνει όλο και πιο σημαντική θέση στην ιδεολογική και πολιτική πάλη στην Ουγγαρία. Και τα δύο στρατόπεδα της ουγγρικής καπιταλιστικής τάξης, το σοσιαλδημοκρατικό και το φιλελεύθερο, προσπαθούν ν’ αξιοποιήσουν αυτή την επέτειο προς το συμφέρον τους.

Οι συντηρητικές δυνάμεις, μ’ επικεφαλής την εν ενεργεία κυβέρνηση, προσπαθούν να δείξουν τις ιστορικές αρετές της αστικής Ουγγαρίας, να οικοδομήσουν μια ιστορική και πνευματική γέφυρα μεταξύ της Αυστροουγγρικής μοναρχίας, της εποχής του Χόρτι και του σημερινού συντηρητικού-χριστιανικού καθεστώτος.

Οι σοσιαλφιλελεύθερες δυνάμεις από την πλευρά τους αξιοποιούν την εκατονταετή επέτειο για ν’ αποδείξουν ότι για την ήττα στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συνθήκη ειρήνης του Τριανόν δεν ευθύνεται όλη η Ουγγαρία, αλλά η τότε πολιτική ελίτ. Συνεπώς, για τα σύγχρονα προβλήματα της Ουγγαρίας ευθύνεται μόνο η σύγχρονη συντηρητική-χριστιανική ελίτ, δηλαδή ο κυβερνών συνασπισμός, που ενώνει το κόμμα Φιντές και το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα.

Στις εκδηλώσεις που σχετίζονται με την επέτειο συναντάμε συνεχώς πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές στο σήμερα. Όχι τυχαία, διότι την άνοιξη του 2014 στην Ουγγαρία θα πραγματοποιηθούν κοινοβουλευτικές εκλογές. Θα τεθούν πολλά επί τάπητος, αν θα μείνουν στην εξουσία οι συντηρητικές δυνάμεις που άλλαξαν ριζικά την προηγούμενη φιλελεύθερη πολιτική ή αν μετά το τετράχρονο διάλειμμα στην εξουσία θα επανέλθουν οι φιλελεύθερες και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.

Οι καπιταλιστικές δυνάμεις χρησιμοποιούν την εκατοστή επέτειο για να αλλοιώσουν και να αμαυρώσουν στα μάτια των σύγχρονων γενεών το κομμουνιστικό κίνημα που εμφανίστηκε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, την ιστορική πείρα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917, την Ουγγρική σοβιετική δημοκρατία του 1919 και ν’ αποδυναμώσουν τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις του σήμερα.

Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα δεν μπορεί να απέχει από την πάλη που σχετίζεται με την εκατοστή επέτειο από την αρχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Σήμερα πρέπει να βρούμε νέα επιχειρήματα, νέα μέσα για την υπεράσπιση των μαρξιστικών-λενινιστικών θέσεων για τα ζητήματα του πολέμου και τη σύνδεση ιμπεριαλισμού και πολέμου. Πρέπει να δείξουμε ότι ο ιμπεριαλισμός και σήμερα γεννά πολέμους και τα αίτια τους πρέπει να αναζητηθούν στην τρέχουσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Πρέπει να δείξουμε ότι τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους ακολουθούν οι ιμπεριαλιστικές συνθήκες ειρήνης. Αυτά συνέβαιναν πριν από εκατό χρόνια, αυτά συμβαίνουν και τώρα.

Η Ουγγαρία και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος με βάση τα γεγονότα

Την εκατοστή επέτειο από την αρχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το σημαντικότερο ρόλο στις σελίδες των ΜΜΕ παίζουν οι μεγάλες δυνάμεις, χώρες σαν την Ουγγαρία δεν αποτελούν το κέντρο της προσοχής. Γι’ αυτό ακριβώς ας αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα. Πώς ενεπλάκη η Ουγγαρία στον πόλεμο και ποιες ήταν οι επιπτώσεις αυτού;

Στις 23 Ιούλη του 1914 πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση της ουγγρικής βασιλικής κυβέρνησης με συντονιστή τον Πρωθυπουργό κόμη Ίστβαν Τίσα. Έγινε ενημέρωση σχετικά με το ότι μετά την απόπειρα δολοφονίας στο Σαράγιεβο ο απεσταλμένος της Αυστρο-Ουγγαρίας στο Βελιγράδι βαρόνος Βλαντίμιρ Γκιζλ μετέφερε στη σερβική βασιλική κυβέρνηση τελεσίγραφο, στο οποίο περίμεναν απάντηση ως τις 6 το απόγευμα της 25ης Ιούλη. Το τελεσίγραφο εναπόθετε στην κυβέρνηση και τις αρχές της Σερβίας την ευθύνη για την απόπειρα δολοφονίας στο Σαράγιεβο. Θύμιζε στη σερβική κυβέρνηση τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει. Η κυβέρνηση της Σερβίας κατηγορούνταν ότι ανέχεται και στηρίζει το εθνικιστικό μεγαλοσερβικό κίνημα. Απαίτησαν από την κυβέρνηση να δημοσιεύσει σε μια δεδομένη ώρα στο επίσημο έντυπο όργανό της δήλωση με συγκεκριμένο περιεχόμενο, που να καταδικάζει το μεγαλοσερβικό κίνημα. Το ίδιο κείμενο έπρεπε να δοθεί στο στρατό με τη μορφή βασιλικής διαταγής.

Ήταν αναγκαίο να εξαλειφθεί από το σύστημα διαφώτισης, τα όργανα της κρατικής διοίκησης και το στρατό όλη η προπαγάνδα που ήταν στραμμένη ενάντια στη μοναρχία. Απαιτούσαν τη διάλυση όλων των μεγαλοϊδεατικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων και της Ναρόντνα Οντμπράνα. Ωστόσο, περισσότερο προσέβαλαν την αξιοπρέπεια του ανεξάρτητου κράτους τα σημεία 5 και 6 του τελεσίγραφου. Η μοναρχία απαιτούσε τα κρατικά της όργανα να συμμετάσχουν στην κατάπνιξη κινημάτων που στόχευαν στην υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της μοναρχίας και οι αρχές της Αυστροουγγαρίας αποκτούσαν το δικαίωμα να διεξάγουν ελέγχους στο έδαφος της Σερβίας. Παρόμοιες απαιτήσεις φαντάζουν νόμιμες και σήμερα. Και σήμερα τις συναντάμε στο οπλοστάσιο μιας σειράς μεγάλων δυνάμεων, έτσι δεν είναι;

Ο Πρωθυπουργός της Σερβίας Νίκολα Πάσιτς απευθύνθηκε στο σερβικό λαό: «Συνειδητοποιώντας ότι εκπληρώνει τις ευχές και τις απαιτήσεις σας για διατήρηση της ειρήνης, που δε συμμερίζεται μόνο η Σερβία, αλλά -είμαστε βέβαιοι- και όλη η Ευρώπη, η Σερβική κυβέρνηση αντιμετώπισε θετικά τις ευχές της αυτοκρατορικής και βασιλικής κυβέρνησης, όμως υπάρχει ένα όριο πέρα από το οποίο κανένα κράτος δεν μπορεί να κάνει παραχωρήσεις.» [1] Μια τέτοια έκκληση θα μπορούσε να δημοσιευτεί και σήμερα και συχνά δημοσιεύονται παρόμοιες.

Στις 28 Ιούλη ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ο Α εξέδωσε ένα μανιφέστο που κήρυσσε τον πόλεμο: «Η δράση του γεμάτου μίσος αντίπαλου μάς ανάγκασε μετά από πολλά χρόνια ειρήνης να βγάλουμε ξανά το σπαθί για να υπερασπίσουμε την τιμή της μοναρχίας, τη διατήρηση του κύρους της, της κυρίαρχης θέσης της και της εδαφικής της ακεραιότητας. Το σερβικό βασίλειο, το οποίο πάντα από την αρχή της κρατικής του υπόστασης ως και τώρα στηρίζαμε και βοηθούσαμε και εγώ και οι προκάτοχοί μου, εδώ και ορισμένα χρόνια πέρασε στο δρόμο της έχθρας ως προς την Αυστροουγγρική μοναρχία, επιδεικνύοντας αχαριστία, ξεχνώντας γρήγορα όσα έχουν γίνει.» [2] Δεν αναγκάζουμε κανέναν να κάνει παραλληλισμούς, αλλά και σήμερα παρατηρούμε την ίδια ξιπασιά.

Τι σήμανε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος για την Ουγγαρία; Στον κοινό αυστροουγγρικό στρατό σε πέντε χρόνια πολέμου πολέμησαν 4 εκατομμύρια Ούγγροι στρατιώτες. Πάνω από 600 χιλιάδες από αυτούς πέθαναν στη μάχη, ενώ 1,5 εκατομμύριο τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Στα μετόπισθεν το 18% του πληθυσμού συμμετείχε στις πολεμικές εργασίες (εδώ πρέπει να προστεθεί η πολεμική βιομηχανία, όπου απασχολούνταν 800 χιλιάδες άτομα). Τα πολεμικά έξοδα της Ουγγαρίας ήταν 7,82 δισ. δολάρια (με την ισοτιμία του 1920). Αυτό το ποσό υπερέβαινε κατά τριάντα φορές το μέσο ετήσιο εισόδημα του ουγγρικού κράτους στα προπολεμικά χρόνια.

Ως αποτέλεσμα της ήττας στον πόλεμο, η Ουγγαρία βρέθηκε σε τέτοια βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση που συνέτριψε την ίδια τη μοναρχία. Στις 25 Οκτώβρη του 1918 στη Βουδαπέστη ανακοινώθηκε επίσημα η δημιουργία του Ουγγρικού Εθνικού Συμβουλίου, με πρόεδρο τον κόμη Μιχάι Καρόλι.

Η ουγγρική άρχουσα τάξη δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την κρίση, που προκάλεσε ο πόλεμος και τη μαζική ανεργία. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι το νότιο τμήμα της χώρας κατεχόταν από γαλλικά και ρουμανικά στρατεύματα, ενώ το βόρειο από τους Τσέχους, ενώ η Αντάντ προωθούσε καινούργια αιτήματα. Σε αυτή την κατάσταση η ουγγρική άρχουσα τάξη έδειξε την αδυναμία της. Η αριστοκρατία παρέδωσε την εξουσία στη φιλελεύθερη αστική τάξη με επικεφαλής τον Καρόλι. Οι φιλελεύθεροι μετά από μερικούς μήνες παρέδωσαν την εξουσία στους σοσιαλδημοκράτες. Και οι τελευταίοι δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Σε αυτές τις συνθήκες οι σοσιαλδημοκράτες πρότειναν στους κομμουνιστές να μοιραστούν μαζί τους την εξουσία και ανακηρύχθηκε η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία.

Η Ουγγρική εργατο-αγροτική εξουσία κράτησε 133 μέρες. Τον Αύγουστο του 1919 την κατέστρεψαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις τη ς ουγγρική ς τάξης των γαιοκτημόνων με τη βοήθεια της Αντάντ.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα για την Ουγγαρία στις 4 Ιούνη του 1920, όταν υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Τριανόν, η οποία ήταν μέρος ενός συνόλου συνθηκών που υπογράφηκαν στο Παρίσι. Τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο επακολούθησε η ιμπεριαλιστική ειρήνη. Τα κράτη της Αντάντ αποδυνάμωσαν τη Γερμανία, εξάλειψαν τον παραδοσιακό σύμμαχό τους, την Αυστροουγγαρική μοναρχία.

Με βάση τη συνθήκη ειρήνης, το Ουγγρικό βασίλειο έχασε πάνω από τα δύο τρίτα των εδαφών του (το έδαφος της χώρας μειώθηκε από 282.000 τ.χλμ. σε 93.000 τ.χλμ.). Πάνω από 3,3 εκατομμύρια Ούγγροι έμειναν στην άλλη πλευρά του νέου Ουγγρικού κράτους, δηλαδή έγιναν εθνική μειονότητα στον τόπο τους. Σε ό,τι αφορά την οικονομία, τα γειτονικά κράτη πήραν το 61,4% των καλλιεργήσιμων εδαφών, το 88% των δασικών εκτάσεων, το 62,2% των σιδηροδρομικών γραμμών, το 64,5% των ασφαλτωμένων δρόμων, το 83,1% του χάλυβα, το 55,7% των βιομηχανικών επιχειρήσεων, το 67% των δανειακών και τραπεζικών ιδρυμάτων.

Τι περιμένει η ουγγρική καπιταλιστική τάξη από την εκατοστή επέτειο;

Το συντηρητικό-χριστιανικό τμήμα της ουγγρικής αστικής τάξης δίνει μεγάλη σημασία στην εκατοστή επέτειο και αυτό φαίνεται από την πολιτική γραμμή που υλοποιεί η κυβέρνηση Φίντες-Χριστιανοδημοκρατών, της οποίας ηγείται ο Όρμπαν, που είναι στην εξουσία από το 2010. Τι εννοούμε; «Δεν πρέπει να προσεγγίζουμε αυτά τα γεγονότα με δυτικοευρωπαϊκό τρόπο, αλλά από κεντρικο-ευρωπαϊκή σκοπιά» [3] δίνει το στίγμα η Μαρία Σμιντ, διευθύντρια του μουσείου «Σπίτι του τρόμου», μια από τις «αυλικούς ιστορικούς» της τωρινής ουγγρικής πολιτικής ελίτ. «Στόχος μας είναι η διαμόρφωση υγιούς εθνικής συνείδησης και εθνικής μνήμης» [4] προσθέτει η Γιουντίτ Χάμερσταϊν, αναπληρώτρια του κρατικού γραμματέα και υπεύθυνη για τον πολιτισμό.

Τι επιδιώκει η συντηρητική-χριστιανική κυβέρνηση; Πρώτα και κύρια την απελευθέρωση της κοινής γνώμης από τα «πνευματικά κατάλοιπα του κομμουνιστικού παρελθόντος». Για παράδειγμα, πρέπει να ξεχαστεί η θέση ότι ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σύγκρουση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ενώ οι στρατιώτες ήταν θύματα του αιματηρού πολέμου! Και πρέπει παντελώς να ξεχαστεί ότι η ρωσική επανάσταση του 1917 εγκαινίασε μια «νέα εποχή» στην Ιστορία! Ενώ η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία πρέπει να ξεχαστεί σαν να μην υπήρχε.

Ταυτόχρονα, η συντηρητική-χριστιανική κυβέρνηση έχει σκοπό να ξεκάνει και τις φιλελεύθερες και τις σοσιαλδημοκρατικές απόψεις για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ρύθμιση που επακολούθησε. Η κυβέρνηση δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι η Ουγγαρία δε βρίσκεται στην Ανατολική, αλλά στην Κεντρική Ευρώπη, σε ό,τι αφορά την κοσμοαντίληψη ουσιαστικά είναι δυτικοευρωπαϊκή. Η κυβέρνηση απορρίπτει τη φιλελεύθερη άποψη, ότι η Ουγγαρία έπρεπε να διδαχτεί από τη Δύση. Αντίθετα, προσπαθεί να πείσει ότι η Ουγγαρία πάντα υποδουλωνόταν στη Δύση, όταν έφευγε από τον αυτοτελή εθνικό δρόμο.

Η σύγχρονη επίσημη συντηρητικο-χριστιανική προσέγγιση θεωρεί τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πόλεμο για την υπεράσπιση του έθνους. «Ο πόλεμος, αφότου άρχισε, ήταν προς το συμφέρον της Ουγγαρίας, διότι έδωσε τη δυνατότητα ένοπλης υπεράσπισης των ουγγρικών συμφερόντων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πολιτικοί ηγέτες των τριών γειτονικών λαών (Τσέχων, Ρουμάνων, Σέρβων) και η διανόηση που τους στήριζε δεκαετίες πριν το 1914 μιλούσε ανοιχτά για την ανάγκη μοιράσματος του εδάφους του ουγγρικού βασιλείου. Σε αυτή τη βάση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος επιβλήθηκε στην Ουγγαρία ως αμυντικός πόλεμος» [5] λέει ο ιστορικός Έρνε Ραφάι. Το 1990-94 ο Ραφάι ήταν κρατικός γραμματέας του υπουργείου Άμυνας επί κυβέρνησης Αντάλ [6], που έγινε διάσημος διότι στην αρχή της δεκαετίας του 1990 βοηθούσε τους Κροάτες να αποσχιστούν από τη Γιουγκοσλαβία προμηθεύοντάς τους με όπλα.

Οι συντηρητικές-χριστιανικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν τον πόλεμο ως υπόθεση που συνένωσε όλο το έθνος. Δεν κουράζονται να τονίζουν ότι στην αρχή του Κ Παγκόσμιου Πολέμου επιστρατεύτηκαν 3,6 εκατομμύρια άντρες, από τους οποίους 660 χιλιάδες σκοτώθηκαν ή χάθηκαν. Συμπεριλαμβάνουν και τους Εβραίους της Ουγγαρίας στη «μεγάλη εθνική ενότητα». Εκ των 932 χιλιάδων κατοίκων εβραϊκής καταγωγής που ζούσαν τότε στη χώρα, «περίπου 200 χιλιάδες άτομα ισραηλινής καταγωγής υπηρέτησαν στο στρατό, πολλοί κατείχαν σημαντικά αξιώματα, πολλοί υπήρξαν στρατηγοί» [7] τόνιζε ο Τσάμπα Χέντε, ο νυν υπουργός Άμυνας. Το υπουργείο Άμυνας εκδίδει ξανά μια συλλογή που ονομάζεται «Το χρυσό άλμπουμ των Εβραίων που υπηρέτησαν στο στρατό: εις μνήμην του Παγκόσμιου Πολέμου 1914-1918». Αυτό το έργο, ο όγκος του οποίου υπερβαίνει τις 500 σελίδες, εκδόθηκε το 1941 ως αντίβαρο στην άνοδο των αντισημιτικών διαθέσεων.

Οι συντηρητικές-χριστιανικές δυνάμεις παρατείνουν το ζήτημα του Α Παγκόσμιου Πολέμου έως το 1920, μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Τριανόν. Πέρα από αυτό υπογραμμίζουν ότι η αδικία, της οποίας θύμα έπεσε το ουγγρικό έθνος, ασκεί την επιρροή της έως και σήμερα.

Σύμφωνα με τις προθέσεις της τωρινής κυβέρνησης, οι εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εκατοστή επέτειο πρέπει να παίξουν ση μαντικό ρόλο στην επανεκτίμηση της ουγγρικής ιστορίας από συντηρητικές-χριστιανικές θέσεις. Η σύγχρονη συντηρητική-χριστιανική ερμηνεία θεωρεί την Αυστροουγγρική μοναρχία, που υπήρξε από το 1867 έως το 1918, πολύτιμη κατάκτηση της ουγγρικής ιστορίας, η επιρροή της οποίας διατηρείται και έως σήμερα. Την περίοδο αυτή τη δοξάζει ως χρυσό αιώνα της άνθησης. Η επίσημη άποψη θεωρεί συνέχεια της αυτοκρατορικής εποχής την περίοδο 1920-1945, που ταυτίζεται με την προσωπικότητα του Μίκλος Χόρτι, του τότε ηγέτη της Ουγγαρίας. Σύμφωνα με τη σύγχρονη επίσημη θέση, η εποχή του Χόρτι ήταν μια επιτυχημένη περίοδος ενίσχυσης της αστικής τάξης, της αστικής ανάπτυξης. Η κυβέρνηση Όρμπαν θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο της εποχής του Χόρτι.

Οι φιλελεύθερες δυνάμεις αποδίδουν την ευθύνη για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στην τότε συντηρητική ουγγρική πολιτική ελίτ. Γίνεται ένας παραλληλισμός του παρελθόντος και του σήμερα. Όπως πιστεύει ο ιστορικός Αντράς Γκεριό, που ανήκει στη φιλελεύθερη αστική τάξη: «ο πόλεμος είναι ένα μοιραίο γεγονός, από το οποίο οι άνθρωποι μόνο υποφέρουν. Από τη φιλελεύθερη άποψη, δεν είναι μια πανεθνική τραγωδία, όπως τον φαντάζονται οι συντηρητικές δυνάμεις, αλλά μόνο μια τραγωδία της «φιλελεύθερης-συντηρητικής ουγγρικής ελίτ». [8] Κατά τη γνώμη τους, στο κατώφλι δυο αιώνων η ουγγρική πολιτική ελίτ έχασε την ευελιξία της, δεν πραγματοποίησε αγροτική μεταρρύθμιση, δε ρύθμισε τις σχέσεις με τις εθνικές μειονότητες, δεν άλλαξε τη δομή της μοναρχίας και αυτά οδήγησαν στο ότι η Ουγγαρία σύρθηκε στον πόλεμο και τον έχασε.

Ταυτόχρονα, οι φιλελεύθεροι προσπαθούν -όχι λιγότερο από τους συντηρητικούς- ν’ αθωώσουν την τότε άρχουσα τάξη, υπογραμμίζοντας ότι η Ουγγαρία απλώς εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο. Η Ουγγαρία δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις, δεν ήθελε τον πόλεμο, δεν επιθυμούσαν να κατακτήσουν νέους λαούς. Και ο ίδιος ο Ίστβαν Τις ήταν εναντίον του πολέμου, όμως η Ουγγαρία ως τμήμα της Μοναρχίας δεν μπορούσε να μην μπει στον πόλεμο. Από την άποψη του ουγγρικού έθνους αυτό ήταν ένα αδιέξοδο. [9]

Ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας εξασφαλίζει ένα ευρύ πεδίο για τις εκφάνσεις του εθνικισμού. Πολλοί ιστορικοί δηλώνουν: «Ουγγαρία μόνο για τους Ούγγρους». Σε σχέση με τις γειτονικές χώρες ξανάρχισαν να χρησιμοποιούν τη διατύπωση που είχε χρησιμοποιηθεί πριν το 1920: «χώρες του Ουγγρικού Αγίου Στέμματος». Η επίσημη άποψη θεωρεί ήρωες τους Ούγγρους στρατιώτες που συμμετείχαν στον πόλεμο. Μέχρι το 2018, με το τέλος σειράς εκδηλώσεων για τα εκατοντάχρονα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, πρέπει να είναι έτοιμη μια βάση δεδομένων που θα περιέχει τις ουγγρικές στρατιωτικές απώλειες και σε όλες τις κατοικημένες περιοχές θα πρέπει να αποκατασταθούν τα μνημεία του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Σε πολλές περιπτώσεις θα δημιουργηθούν «ηρωικοί τόποι μνήμης», όπου θ’ ανεγερθούν ταυτόχρονα μνημεία για τους συμμετέχοντες στον Α και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και επιπλέον για τους συμμετέχοντες στα γεγονότα του 1956.

Οι επετειακές εκδηλώσεις δε στερούνται αντικομμουνισμού. Η Ουγγαρία, όπως βλέπετε, ανέλαβε και μια μεγαλοκρατική ιστορική αποστολή: μετά το 1919 η Ουγγαρία έγινε προκεχωρημένο φυλάκιο πάλης εναντίον του μπολσεβικισμού. Πολλοί προσπαθούν να εξηγήσουν ότι οι κομμουνιστικές ιδέες ήταν στην ουσία ξένες στον ουγγρικό χαρακτήρα, όμως ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε εκείνο το «τραύμα», η επίδραση του οποίου οδήγησε στην εμφάνιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και μαζί με αυτή της φασιστικής ιδεολογίας.

Πρέπει να σημειωθεί και ακόμα ένα στοιχείο των επετειακών εκδηλώσεων: η εμφάνιση αντιρωσικών διαθέσεων. Ο νεαρός φιλελεύθερος ιστορικός Πέτερ Τσούντερλικ εξηγεί τη συχνά αρνητική εντύπωση για την ουγγρική πολιτική που έχει δημιουργηθεί στον κόσμο, λέγοντας ότι είναι έργο των χεριών των Ρώσων και των άλλων σλαβικών λαών. Αυτή την αρνητική εντύπωση «την οφείλουμε περισσότερο στην ερμηνεία της ιστορίας από τους σλαβικούς λαούς» διακηρύσσει και φτάνει στον ισχυρισμό ότι οι σλαβικοί λαοί διέδιδαν κακή φήμη για τους Ούγγρους και «με τη βοήθεια αυτής της δαιμονοποίησης εξύψωσαν τους εαυτούς τους στο επίπεδο των πολιτισμένων λαών». [10]

Ο πόλεμος εκατό χρόνια πριν και στις ημέρες μας

Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και η συμμετοχή σε αυτόν της Ουγγαρίας δεν μπορεί να θεωρείται σε καμία περίπτωση συμπτωματική ή αποτέλεσμα κάποιου ιστορικού εξαναγκασμού. Ακριβώς έτσι, όπως δεν πρέπει να εξηγούνται με αυτόν τον τρόπο οι σύγχρονοι πόλεμοι και η συμμετοχή της Ουγγαρίας σε αυτούς.

Εκατό χρόνια πριν η Ουγγαρία μπήκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για τρεις βασικούς λόγους:

  • Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος προκλήθηκε από τις αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Η οικονομική και πολιτική πάλη για την κυριαρχία πάνω στο ευρωπαϊκό έδαφος οδήγησε στον πόλεμο. Η Ουγγαρία, έστω και από θέση υποταγής, ήταν τμήμα της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης. Λόγω της θέσης και των συμμαχικών δεσμών της η Ουγγαρία δεν μπορούσε να μείνει έξω από τον πόλεμο.
  • Η κίνηση του ουγγρικού κεφαλαίου ήταν δυνατή μόνο στην κατεύθυνση των Βαλκανίων. Τα Βαλκάνια όμως εντάσσονταν στη σφαίρα συμφερόντων και άλλων καπιταλιστικών δυνάμεων, άλλων μεγάλων δυνάμεων. Η ουγγρική άρχουσα τάξη -όχι όλα της τα στρώματα στον ίδιο βαθμό- είχε συμφέρον από τον πόλεμο και γι’ αυτό η Ουγγαρία μπήκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
  • Ο πόλεμος, παρά το ρίσκο, έδινε στην άρχουσα τάξη τη δυνατότητα να άρει την εσωτερική ένταση που υπήρχε στην ουγγρική κοινωνία.

Τι ήταν χαρακτηριστικό για την ουγγρική άρχουσα τάξη εκείνης της εποχής; Το 1867 η Ουγγαρία, μετά από πολλούς αιώνες, απόκτησε μερική ανεξαρτησία. Η αποτελούμενη από μεγάλους γαιοκτήμονες ουγγρική αριστοκρατία δεν ήταν αρκετά δυνατή, ώστε να πετύχει πλήρη ανεξαρτησία από την Αυστρία. Έτσι υπογράφτηκε η συμβιβαστική συμφωνία μεταξύ της αυστριακής και της ουγγρικής αριστοκρατίας. Δημιουργήθηκε η Αυστροουγγρική μοναρχία, όπου ήταν κοινά τα υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών, κοινό ήταν και το πρόσωπο του μονάρχη: του Φραγκίσκου Ιωσήφ, αυτοκράτορα της Αυστρίας και βασιλιά της Ουγγαρίας.

Η ουσία της Συμβιβαστικής συμφωνίας ήταν να κάνει ενιαία την αγορά, το πιστωτικό σύστημα, να διατηρήσει το μισοφεουδαρχικό καπιταλιστικό σύστημα που στεκόταν απέναντι στις αγροτικές και εργατικές μάζες, να διατηρήσει την αυστριακή και την ουγγρική κυριαρχία πάνω στους Τσέχους, τους Κροάτες και τους άλλους λαούς.

Η Ουγγαρία έτσι ενσωματώθηκε στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Οι καπιταλιστικοί κύκλοι και των δυο χωρών χαιρέτισαν αυτή τη συμφωνία, επειδή τις εξυπηρετούσε η ενιαία αγορά, η εσωτερική πολιτική σταθερότητα και το διεθνές βάρος της Μοναρχίας.

Οι ιδιαιτερότητες της ουγγρικής άρχουσας τάξης των αρχών του 20ού αιώνα προέκυπταν από αυτή την κατάσταση

  • Το οικονομικό δυναμικό της ουγγρικής αριστοκρατίας και της κεφαλαιοκρατικής τάξης υστερούσε από αυτό των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους. Αυτό προσέδιδε στην ουγγρική πολιτική έναν επαρχιώτικο, μισοφεουδαρχικό, «νεόπλουτο» χαρακτήρα.
  • Αντιμετωπίζοντας την πίεση του γερμανικού, γαλλικού, αγγλικού κεφαλαίου, το ουγγρικό κεφάλαιο μπορούσε να κινηθεί μόνο σε περιοχές κοντινές στη Μοναρχία, κυρίως στα Βαλκάνια. Με την τότε ισχύουσα δομή των διεθνών σχέσεων, τα αυστροουγγρικά συμφέροντα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με στρατιωτικά μέσα. Αυτό το γεγονός καθόριζε την υποτελή θέση της ουγγρικής άρχουσας τάξης και τη μόνιμη εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο και τις ξένες δυνάμεις.
  • Η ουγγρική άρχουσα τάξη στα ανατολικοευρωπαϊκά και τα βαλκανικά εδάφη συγκρουόταν με τα συμφέροντα της Ρωσίας. Αυτό το γεγονός προσέδιδε αντιρωσικό χαρακτήρα στην πολιτική της ουγγρικής άρχουσας τάξης.
  • Η ουγγρική άρχουσα τάξη μπορούσε να επιτύχει την πραγματοποίηση των συμφερόντων της μόνο καταπιέζοντας τα συμφέροντα άλλων εθνών. Αυτό προσέδιδε στην ουγγρική πολιτική έναν αποκλειστικά εθνικιστικό χαρακτήρα.
  • Η υπογραφή του Συμβιβασμού μαζί με άλλους παράγοντες έγινε δυνατή κι επειδή η ουγγρική άρχουσα τάξη χρειαζόταν εξωτερικές εγγυήσεις διατήρησης του ελέγχου πάνω στις εργαζόμενες μάζες, διατήρησης του μισοφεουδαρχικού καπιταλιστικού συστήματος.

Τα τελευταία 25 χρόνια η Ουγγαρία πήρε μέρος σε πάνω από έναν πολέμους. Το 1999, μόλις είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, παρείχε τα εδάφη και τον εναέριο χώρο της για την επίθεση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Πήρε ή παίρνει μέρος στους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Οι σύγχρονοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος, της πάλης που γίνεται για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και ταυτόχρονα αποτελούν μέσο για την άρση της κοινωνικής έντασης που προκαλείται από τις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης.

Από την αρχή της δεκαετίας του 2000 οι ηγέτιδες χώρες του καπιταλιστικού κόσμου υφίστανται μια βαθιά κρίση. Αυτή δεν είναι μια τακτική κυκλική κρίση του καπιταλισμού. Αυτή η κρίση προκλήθηκε από την εσωτερική ουσία του καπιταλισμού και γι’ αυτό δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με αυτή. Τα ηγετικά καπιταλιστικά κράτη προσπαθούν να λύσουν την κρίση τους, ρίχνοντας τα βάρη της στις πιο αδύνατες καπιταλιστικές χώρες. Αυτό από τη μια μεγαλώνει τις εσωτερικές αντιθέσεις των καπιταλιστικών χωρών και από την άλλη οδηγεί σε σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.

Οι ΗΠΑ, στηριζόμενες στα επιτεύγματα της παγκοσμιοποίησης και της πληροφορικής, συντρίβουν ανελέητα όλο τον κόσμο. Θέλουν να καταστρέψουν εντελώς το κομμουνιστικό κίνημα, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Ρωσία και την Κίνα, να επιβάλουν σε όλο τον κόσμο με τον πόλεμο των πολιτισμών την κυριαρχία του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού. Με την πρόφαση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας εκφράζονται εναντίον όλων όσοι η συμπεριφορά τους -έστω και στο ελάχιστο- διαφέρει από αυτό που θα ήθελαν οι ΗΠΑ. Προσπαθούν να υποκαταστήσουν το παραμικρό αδυνάτισμα των οικονομικών τους θέσεων με την επιθετικότητα.

Η συμμετοχή της Ουγγαρίας στους πολέμους των ημερών μας εξηγείται σε σημαντικό βαθμό από τις ιδιαιτερότητες του ουγγρικού καπιταλισμού και της ουγγρικής κεφαλαιοκρατικής τάξης, που δημιουργήθηκαν μετά το 1990.

Τι χαρακτηρίζει το σύγχρονο ουγγρικό καπιταλισμό;

  • Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη είναι πολύ πιο αδύναμη από τους Ευρωπαίους συνεταίρους της. Ο ουγγρικός καπιταλισμός δημιουργήθηκε στην πορεία του ξεπουλήματος του μεγαλύτερου μέρους του εθνικού πλούτου σε ξένες επιχειρήσεις. Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη και η ουγγρική πολιτική σε σημαντικό βαθμό εξαρτώνται από το εξωτερικό.
  • Ένα εκατομμύριο από τα δέκα εκατομμύρια των Ούγγρων μπορεί να σχετιστεί με το εύπορο στρώμα, μ’ εκείνους δηλαδή για τους οποίους ο καπιταλισμός αποδείχτηκε συμφέρων. Τα 9 εκατομμύρια είναι φτωχοί ή, σε κάθε περίπτωση, η θέση τους χειροτέρευσε με τον ερχομό του καπιταλισμού. Αυτή η κοινωνική ένταση είναι συνεχώς παρούσα και στην περίπτωση χειροτέρευσης της κατάστασης κρίσης στην Ευρώπη αυτή η ένταση μπορεί να οδηγήσει σε ριζική μεταστροφή. Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη αυτό το καταλαβαίνει περίφημα. Γνωρίζει ότι 24 χρόνια πριν στην Ουγγαρία υπήρχε ακόμα σοσιαλισμός και οι άνθρωποι θυμούνται εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό ακριβώς για την πολιτική της ουγγρικής άρχουσας τάξης είναι χαρακτηριστικός ο ακραίος αντικομμουνισμός και η αντιδραστικότητα.
  • Το ουγγρικό κεφάλαιο και σήμερα μπορεί βασικά να επεκτείνεται στην κατεύθυνση της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Επιπλέον σε αυτές τις περιοχές ζουν και ουγγρικές εθνικές μειονότητες. Για την ουγγρική πολιτική -και ιδιαίτερα για το συντηρητικό της τμήμα- είναι χαρακτηριστικές οι αντιρωσικές διαθέσεις.
  • Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη δεν έπαψε να θέλει να διευρύνει την επιρροή της και στον ουγγρικό πληθυσμό των γειτονικών χωρών και να επανέλθει στη θέση μιας δύναμης μέσου βεληνεκούς στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.

Τι χαρακτηρίζει την πολιτική της ουγγρικής κεφαλαιοκρατικής τάξης;

Η ουγγρική άρχουσα τάξη αποτελείται από δυο ομάδες. Οι συντηρητικές-χριστιανικές δυνάμεις ασκούν εθνικιστική πολιτική και βρίσκονται πιο κοντά στη Γερμανία. Το σοσιαλφιλελεύθερο τμήμα εκφράζει τα συμφέροντα της ουγγρικής φιλελεύθερης αστικής τάξης, εβραϊκών κύκλων, το χαρακτηρίζει φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική σκέψη, είναι πιο κοντά στις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Ωστόσο και οι δυο ομάδες της κεφαλαιοκρατικής τάξης έχουν συμφέρον από τη διατήρηση του καπιταλισμού και τη διάδοση αυτού του συστήματος στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πολιτική αυτών των δυο ομάδων διαφέρει μόνο ως προς το πού δίνουν βάρος και τις μεθόδους.

Η ουγγρική αστική τάξη θεωρεί βασική εξωτερική εγγύηση του ουγγρικού καπιταλισμού την ουγγρο-αμερικανική συμμαχία, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, γι’ αυτό οι αστικές κυβερνήσεις ακολουθούν απερίφραστα την πολιτική του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όμως οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν έχουν πια καμία σχέση με τα εθνικά συμφέροντα ή την ασφάλεια της Ουγγαρίας, ενώ εξυπηρετούν τους μεγαλοκρατικούς, επιθετικούς στόχους των ΗΠΑ και των ηγετικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Έτσι, για παράδειγμα, η συμμετοχή της Ουγγαρίας στους βομβαρδισμούς της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών στις οποίες ζει η ουγγρική μειονότητα, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα ουγγρικά εθνικά συμφέροντα.

Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη δεν είναι σε θέση να παίξει αυτοτελή στρατιωτικό ρόλο. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ περιμένουν από αυτή να συμμετέχει σε κοινές δραστηριότητες των ιμπεριαλιστικών κρατών. Όμως δε γίνεται λόγος μόνο για το ότι η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη δεν έχει άλλη επιλογή, λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η ουγγρική άρχουσα τάξη θεωρεί συμφέρον «να ψαρεύει σε θολά νερά», να παίρνει μέρος χωρίς μεγάλο ρίσκο σε πολέμους. Βασιζόμενη σε αυτό, η Ουγγαρία πήρε μέρος στην επίθεση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, στους πολέμους εναντίον του Ιράκ και του Αφγανιστάν, στη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Λιβύης και τώρα συμμετέχει στις εκδηλώσεις εναντίον της Συρίας. Στην Ουγγαρία και σήμερα υπάρχει βάση του ΝΑΤΟ για την εξασφάλιση των στρατηγικών αεροπορικών μεταφορών, λειτουργούν πολυάριθμα ινστιτούτα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.

Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη θεωρεί απαραίτητες τις «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία, τη Σερβία και άλλες χώρες. Οι ουγγρικές κυβερνήσεις συμβάλλουν σε αυτό με πολιτικά, οικονομικά μέσα, με τα μέσα των υπηρεσιών κατασκοπίας. Αυτή είναι μια επικίνδυνη πολιτική επειδή, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ουγγαρία θα συμμετείχε αναπόφευκτα σε οποιονδήποτε χερσαίο πόλεμο στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.

Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη γνωρίζει ότι δεν είναι σε θέση να ικανοποιεί τα δικά της οικονομικά συμφέροντα μόνο μέσα στην ΕΕ, επειδή αναζητεί άλλες κατευθύνσεις για την κίνησή της. Σήμερα αυτό αφορά κυρίως τα Βαλκάνια, πιο συγκεκριμένα την Κροατία, το Μαυροβούνιο, την ΠΓΔΜ και ακόμα τη Γεωργία, το Καζαχστάν, το Αζερμπαϊτζάν.

Η πολιτική της κεφαλαιοκρατικής τάξης είναι στην ουσία αντιρωσική, αν κι επιμέρους πλευρές μπορεί ν’ αλλάζουν ανάλογα με το ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία. Τη Ρωσία συνεχίζουν να τη θεωρούν ως εκείνο τον παράγοντα που από στρατηγική άποψη σημαίνει κίνδυνο για το καπιταλιστικό σύστημα που υπάρχει στην Ουγγαρία. Η πολιτική της ουγγρικής κεφαλαιοκρατικής τάξης σε ολόκληρη σειρά συγκεκριμένων περιοχών (Βαλκάνια, Λευκορωσία, Εγγύς Ανατολή) αντικειμενικά συγκρούεται με τα ρωσικά συμφέροντα. Οι ουγγρικές κυβερνήσεις προσπαθούν να μειώσουν την ενεργειακή τους εξάρτηση από τη Ρωσία, αυξάνοντας έτσι την ελευθερία δράσης της ουγγρικής πολιτικής.

Η κεφαλαιοκρατική τάξη της Ουγγαρίας δεν απέρριψε τα σχέδια επέκτασης της επιρροής της στον ουγγρικό πληθυσμό των γειτονικών χωρών. Οι σοσιαλφιλελεύθερες δυνάμεις θα ήθελαν να το κάνουν αυτό με οικονομικά κυρίως μέσα, ενώ οι συντηρητικές με την απόδοση διπλής υπηκοότητας, την ενσωμάτωση των Ούγγρων που ζουν στο εξωτερικό στο ενιαίο ουγγρικό έθνος. Αυτή η πολιτική είναι μόνιμη πηγή έντασης στην περιοχή.

Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη θεωρεί την εξωτερική πολιτική ως εκείνο το μέσο που μπορεί ν’ αποσπάσει την προσοχή της κοινωνίας από τα εσωτερικά προβλήματα. Και τέτοια προβλήματα υπάρχουν πολλά, ξεκινώντας από τη μαζική ανεργία και τελειώνοντας με το πρόβλημα του τσιγγάνικου πληθυσμού.

Εν κατακλείδι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αλλαγή του κοινωνικού συστήματος που έγινε στην Ουγγαρία το 1989-90, η είσοδός της στην πολιτική και στρατιωτική ολοκλήρωση των καπιταλιστικών χωρών, δε μείωσαν αλλά αντίθετα μεγέθυναν το στρατιωτικό κίνδυνο. Οι ιδιαιτερότητες διαμόρφωσης του ουγγρικού καπιταλισμού, τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της ουγγρικής κεφαλαιοκρατικής τάξης αυτόν τον κίνδυνο τον ενισχύουν ακόμα περισσότερο.

Ιμπεριαλιστικός πόλεμος - Ιμπεριαλιστική ειρήνη

Η συνθήκη ειρήνης του Τριανόν, που επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, είχε βαριές όπως είδαμε συνέπειες για την Ουγγαρία. Η συνθήκη ολοκλήρωσε τον πόλεμο σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα των τότε ηγετικών καπιταλιστικών κρατών.

Κατά την περίοδο μεταξύ των δυο παγκόσμιων πολέμων, κύριος στόχος της ουγγρικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η επιστροφή των χαμένων εδαφών. Η Ουγγαρία δεν ήταν σε θέση να πάρει αυτά τα εδάφη με τις δικές της δυνάμεις. Και αυτό το γεγονός έκανε την ουγγρική άρχουσα τάξη να ενδιαφέρεται για συνεργασία με τη φασιστική Γερμανία και μέσω αυτής για τον πόλεμο.

Η Ουγγαρία ηττήθηκε στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη ειρήνης του Παρισιού, που υπογράφτηκε μετά τον πόλεμο, επιβεβαίωσε τα σύνορα που είχαν οριστεί στη συνθήκη του Τριανόν. «Λαμβάνοντας υπόψη ότι, έχοντας γίνει σύμμαχος της χιτλερικής Γερμανίας και συμμετέχοντας στο πλευρό της εναντίον της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, του Ενωμένου Βασιλείου, των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής και των άλλων Ενωμένων Εθνών, η Ουγγαρία έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης γι’ αυτόν τον πόλεμο.» [11]

Η ειρήνη του Παρισιού ήταν ιμπεριαλιστική ειρήνη, ανεξάρτητα από το ότι συμμετείχε σε αυτή και μια σοσιαλιστική χώρα, η Σοβιετική Ένωση. Η συνθήκη ειρήνης ρύθμιζε την κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη ανάλογα με τα συμφέροντα των τότε μεγάλων δυνάμεων.

Τα χρόνια του σοσιαλισμού (1948-1989) η επίσημη πολιτική δεν ασχολήθηκε ούτε με το ζήτημα της συνθήκης ειρήνης του Τριανόν ούτε με το ζήτημα της συνθήκης του Παρισιού. Εκείνη την περίοδο το διεθνές δίκαιο θεωρούσε τα σύνορα, που είχαν καθιερωθεί μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, απαραβίαστα. Επιπλέον οι σοσιαλιστικές χώρες θεωρούσαν πως το γεγονός ότι όλες οι χώρες ανήκουν στο σοσιαλιστικό σύστημα, θα λύσει τις εθνικές συγκρούσεις. Σαράντα και κάτι χρόνια αποδείχτηκαν ανεπαρκή για να καταργηθούν οι εθνικές συγκρούσεις.

Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη συνολικά ξεκινά από το ότι τη δεκαετία του 1990, στην πορεία των αλλαγών που έγιναν στην Ανατολική Ευρώπη, τα ουγγρικά εθνικά συμφέροντα παρέμειναν απραγματοποίητα. Τα σύνορα που ορίστηκαν από τη συνθήκη ειρήνης του Τριανόν, το 1920, συνεχίζουν να ισχύουν. Η Ουγγαρία δεν κατάφερε να ξαναπάρει τα γειτονικά εδάφη στα οποία ζουν Ούγγροι.

Την ίδια περίοδο η αστική τάξη της Γερμανίας πραγματοποίησε τα εθνικά της συμφέροντα, μιας και η ΟΔΓ κατάπιε την πρώην ΓΛΔ. Η αστική τάξη της Κροατίας πραγματοποίησε τα δικά της εθνικά συμφέροντα, δημιούργησε ένα εθνικά ομογενές κροατικό κράτος, αποσπώμενη από τη Σερβία. Οι Αλβανοί κατάφεραν σε βάρος της Σερβίας να πραγματοποιήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, δημιουργήθηκε το οιονεί ανεξάρτητο Κόσσοβο. Και η απαρίθμηση μπορεί να συνεχιστεί.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία 25 χρόνια δεν έγινε παγκόσμιος πόλεμος, που θα τον ακολουθούσε μια παγκόσμια ειρηνική ρύθμιση. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι το 1991 -2001 έγιναν πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, συμπεριλαμβανομένου και του εναέριου πολέμου του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Η Ουγγαρία συμμετείχε σε αυτόν τον πόλεμο.

Αυτός ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός πόλεμος που εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των ηγετικών καπιταλιστικών κρατών. Στόχος αυτού του πολέμου ήταν η καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας, που εμπόδιζε την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, η αντίδραση στην επιρροή της Ρωσίας.

Και αυτή τη φορά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο τον ακολούθησε ιμπεριαλιστική ειρήνη. Η συνθήκη του Ντέιτον, που υπογράφτηκε το 1995, μετέτρεψε τη Βοσνία- Ερζεγοβίνη σε υποτελή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2008, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου, εμφανίστηκε ένα κράτος-μαριονέτα κάτω από τον έλεγχο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Η ουγγρική κεφαλαιοκρατική τάξη δεν έκανε τίποτα, ώστε στην πορεία των πολέμων που οδήγησαν σε ριζικές αλλαγές και των συνθηκών ειρήνης που τους ακολούθησαν ν’ αλλάξει τις συνέπειες της συνθήκης ειρήνης του Τριανόν. Τα ηγετικά κράτη του ΝΑΤΟ, αν και υπήρχαν τέτοια σχέδια, δε συγκάλεσαν μια διεθνή συνδιάσκεψη που θα έλυνε τις διεθνείς συγκρούσεις αυτής της περιοχής. Οι ηγέτιδες καπιταλιστικές χώρες θεωρούσαν ότι είναι αρκετό να δεχτούν την Ουγγαρία και τις άλλες χώρες της περιοχής στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και τα προβλήματα με την ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων θα λυθούν. Όπως είναι γνωστό, τα προβλήματα αυτά δεν εξαφανίστηκαν.

Μετά το 1990 άλλαξε ουσιαστικά ο χαρακτήρας της δραστηριότητας του ΟΗΕ. Όσο υπήρχαν οι σοσιαλιστικές χώρες, ο ΟΗΕ, εκτός από το συμβιβασμό των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, εξασφάλιζε ορισμένες δυνατότητες, ώστε οι προοδευτικές χώρες του κόσμου, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα να παλεύουν με επιτυχία εναντίον των καπιταλιστικών κρατών, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Όμως σήμερα ο ΟΗΕ, αν και διατήρησε τη λειτουργία του συμβιβασμού των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, μετατράπηκε σε εργαλείο των ηγετικών κρατών του καπιταλιστικού κόσμου.

Οι κομμουνιστές εναντίον του πολέμου

«Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Κάθε πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει» [12], έγραφε ο Β. Ι. Λένιν στο έργο Πόλεμος και επανάσταση. Το καπιταλιστικό σύστημα γεννά τους καπιταλιστικούς πολέμους και οδηγεί στην καπιταλιστική ειρήνη.

Στο παρελθόν η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών υποχρέωνε τις καπιταλιστικές χώρες να προσπαθούν να ρυθμίζουν τις αντιθέσεις τους. Οι εσωτερικές συγκρούσεις του καπιταλιστικού κόσμου διατηρούνταν, όμως είχαν δημιουργηθεί αποτελεσματικοί μηχανισμοί άμβλυνσης των προβλημάτων που εμφανίζονταν. Από την άλλη πλευρά, η δύναμη των σοσιαλιστικών χωρών, η ύπαρξη ισορροπίας δυνάμεων δεν επέτρεπε στις καπιταλιστικές χώρες να επιτίθενται ατιμώρητα σε άλλες χώρες, των οποίων το σύστημα ή η πολιτική δε συνέπιπτε με την πολιτική των καπιταλιστικών χωρών.

Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Ουγγαρίας στον 20ό και τον 21ο αιώνα πέρασε σε συνθήκες καπιταλισμού (1900 - Μάρτης 1919, Αύγουστος 1919 - 1948, από το 1990 μέχρι σήμερα). Στην Ουγγαρία υπήρξε σοσιαλιστικό σύστημα δυο φορές. Από το Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο του 1919 και από το 1948 μέχρι το 1990. Τα χρόνια του καπιταλισμού η Ουγγαρία συμμετείχε σε δυο παγκόσμιους πολέμους και πήρε μέρος στους σύγχρονους πολέμους, στην επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, στον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Στις περιόδους του σοσιαλισμού ήταν διαφορετικά. Το 1919, η σοβιετική δημοκρατία της Ουγγαρίας διεξήγαγε πόλεμο για την υπεράσπιση της πατρίδας εναντίον της καπιταλιστικής Τσεχοσλοβακίας και της Ρουμανίας και επίσης εναντίον της Αντάντ. Αυτή ήταν η μοναδική περίπτωση στην πορεία του 20ού αιώνα που η Ουγγαρία χωρίς ξένη βοήθεια κέρδισε τα εδάφη της. Μετά το 1948 ο ουγγρικός στρατός πήρε μόνο μια φορά μέρος σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό, το 1968 κατά τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία. Ο σοσιαλισμός δημιούργησε για την Ουγγαρία ειρήνη, ο καπιταλισμός τραβά τη χώρα από τον έναν πόλεμο στον άλλο.

Τι σημαίνει ο πόλεμος για τους κομμουνιστές; Οι κομμουνιστές τοποθετούνται ενάντια στον πόλεμο, επειδή τις συνέπειές του τις υφίσταται ο λαός, οι εργαζόμενοι. «Οι εργατικές μάζες σηκώνουν όλα τα βάρη των πολέμων. οι εύπορες τάξεις επωφελούνται από τις συμφορές του λαού» [13] διαβάζουμε στο άρθρο του Β. Ι. Λένιν «Ειρηνική διαδήλωση των Άγγλων και Γερμανών εργατών».

Η ιστορική πείρα του ουγγρικού εργατικού κινήματος επιβεβαιώνει τη λενινιστική θέση ότι οι πόλεμοι μπορεί και πρέπει να στρέφονται εναντίον της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Η ουγγρική εργατική τάξη το 1919 και το 1945, στην κρίσιμη κατάσταση που προκλήθηκε από τον πόλεμο, έδειξε ότι η διέξοδος από την κρίση είναι μόνο η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Με αυτό το λάβαρο πάλευαν για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Γι’ αυτό ακριβώς ο ιμπεριαλισμός κάνει τα πάντα ώστε, αντί για παγκόσμιους πολέμους που οδηγούν σε κοινωνικούς κλονισμούς, να αίρει την ένταση με σειρά ολόκληρη μικρότερων πολέμων και να κρύβει σε πρωτοφανέρωτη έκταση από τους ανθρώπους τον πραγματικό χαρακτήρα αυτών των πολέμων. Καθήκον μας είναι να υπερασπιζόμαστε τη δική μας μαρξιστική εκτίμηση από τις επιθέσεις της σύγχρονης αστικής ιδεολογίας και να εξηγούμε στο λαό τις πραγματικές αιτίες των πολέμων. Θα συνεχίσουμε να λέμε με θάρρος ότι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τον γέννησε το καπιταλιστικό σύστημα! Ακριβώς όπως και τους σύγχρονους πολέμους. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν έγινε περισσότερο φιλειρηνικό από το γεγονός ότι σήμερα δε γίνονται παγκόσμιοι πόλεμοι. Στην πραγματικότητα πόλεμοι γίνονται ο ένας μετά τον άλλο. Επιπλέον, εάν το καπιταλιστικό σύστημα δεν καταφέρει να λύσει την κρίση του, μπορεί να μη φοβηθεί ακόμα κι έναν πόλεμο στην Ευρώπη.

Εμείς οι κομμουνιστές δεν μπορούμε να βάζουμε το σύμβολο της ισότητας ανάμεσα στον επιτιθέμενο και στο θύμα της επίθεσης. Δεν μπορούμε να λέμε ότι και οι δυο πλευρές δεν έχουν δίκιο, και οι δυο πλευρές πρέπει να κάνουν υποχωρήσεις. Το καλοκαίρι του 1941 οι Ούγγροι κομμουνιστές καταδίκασαν με αποφασιστικότητα τη φασιστική Γερμανία και στάθηκαν απερίφραστα στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης, αν κι εκτιμούσαν κάπως διαφορετικά τον Στάλιν και την εσωτερική πολιτική του σοβιετικού συστήματος.

Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα όλα τα χρόνια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία καταδίκαζε τις πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, και στάθηκε απερίφραστα στο πλευρό της Γιουγκοσλαβίας, της γιουγκοσλάβικης κυβέρνησης, του προέδρου Μιλόσεβιτς. Το Εργατικό Κόμμα ήταν η μοναδική πολιτική δύναμη στην Ουγγαρία που και στα χρόνια του πολέμου υποστήριζε τις σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία στο υψηλότερο επίπεδο. Δε συμφωνούσαμε με όλα στην εσωτερική πολιτική του Μιλόσεβιτς, όμως η Γιουγκοσλαβία ήταν θύμα επίθεσης και οργανωτής της αντίστασης σε αυτή την επίθεση ήταν ο Μιλόσεβιτς.

Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα καταδίκαζε και καταδικάζει τα αμερικανικά στρατιωτικά σχέδια εναντίον της Συρίας. Υποστηρίζουμε το συριακό λαό, τη Συρία και υποστηρίζουμε τον πρόεδρο Μπασάρ Άσαντ, επειδή γνωρίζουμε ότι προσωποποίησε την ανεξάρτητη, αντιιμπεριαλιστική Συρία και γι’ αυτό οι ΗΠΑ κάνουν τα πάντα για την ανατροπή του.

Το 1914 τα κόμματα του εργατικού κινήματος, όπως είναι γνωστό, δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τον πόλεμο. Οι σοσιαλδημοκράτες έπλευσαν στο κύμα του εθνικισμού. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν κατάφερε να αποτρέψει και τον πόλεμο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας το 1999. Γιατί; Επειδή πολλούς τους άρπαζε και τους αρπάζει το κύμα του εθνικισμού, απορρίπτουν την ταξική προσέγγιση και υποκύπτουν στη φιλελεύθερη-δημοκρατική δημαγωγία. Το παρελθόν ας αποτελέσει για εμάς μάθημα.


[1] http://adatbank.transindex.ro/regio/kutatoioldalak/index.php?a=htm&k=14&p=1002.htm

[2] Ό.π.

[3] http://www.schmidtmaria.hu/kozelet/xx_szazad_intezet/hirek/uj_nezopontbol_kell_vizsg.html

[4] http://www.nekb.gov.hu/node/287

[5] http://tortenelemportal.hu/2013/07/raffay-uj-vilagrend-szuletese/

[6] Γιόζεφ Αντάλ, ο πρώτος πρωθυπουργός της αστικής Ουγγαρίας.

[7] http://www.nekb.gov.hu/node/287

[8] http://mandiner.hu/cikk/20130613_vilaghaboru_trianon_mennyi_mindent_vesztettunk

[9] http://www.atv.hu/videok/video-

[10] http://mandiner.hu/cikk/20130613_vilaghaboru_trianon_mennyi_mindent_vesztettunk

[11] «Известия Советов депутатов трудящихся СССР», αρ. 42, 19 Φλεβάρη 1947, «Συνθήκης ειρήνης του Παρισιού με την Ουγγαρία του 1947».

[12] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 32, σελ. 79.

[13] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 17, σελ. 208.

Παρατηρήσεις των εκπροσώπων της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» (ΚΚΕ) στη Συντακτική Επιτροπή της ΔΚΕ για το άρθρο, «Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, η ιμπεριαλιστική ειρήνη: Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η συνθήκη ειρήνης του Τριανόν στο φως του σήμερα», που παρουσίασε το ΕΚ Ουγγαρίας:


Κομμουνιστική Επιθεώρηση

Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται από τη μια οι καταστροφικές συνέπειες που είχαν για τη χώρα και το λαό της Ουγγαρίας οι επιδιώξεις της αστικής τάξης να ενισχύσει τη θέση της στις παγκόσμιες υποθέσεις, με τη συμμετοχή στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από την Αυστρο-Ουγγαρία. Από την άλλη παρουσιάζονται οι σύγχρονες επιδιώξεις των βασικών αστικών πολιτικών δυνάμεων της Ουγγαρίας, με την ευκαιρία της επετείου του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, με στόχο την παραπλάνηση των εργαζόμενων και την ιστορική δικαίωση των επιλογών της αστικής τάξης, παρά τις καταστρεπτικές συνέπειες.

Οι βασικές εκτιμήσεις του άρθρου μας βρίσκουν σύμφωνους, ωστόσο θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σε ορισμένες επιμέρους πλευρές του:

Στο άρθρο υποστηρίζεται πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν «να επιβάλουν σε όλο τον κόσμο με τον πόλεμο των πολιτισμών την κυριαρχία του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού. Με την πρόφαση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας εκφράζονται εναντίον όλων όσοι η συμπεριφορά τους -έστω και στο ελάχιστο- διαφέρει από αυτό που θα ήθελαν οι ΗΠΑ».

Κατά τη γνώμη μας πράγματι οι ΗΠΑ, αλλά όχι μόνον (εδώ ακολουθούν και άλλες δυνάμεις, όπως η ΕΕ κ.ά.), αξιοποιούν την επιχειρηματολογία περί «αποκατάστασης της δημοκρατίας», «της πάλης με την τρομοκρατία» για να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Ωστόσο το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπορεί να ενστερνιστεί την αντίληψη του λεγόμενου «πολέμου των πολιτισμών» και την αντίληψη ότι επιδιώκεται η επικράτηση του «ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού» έναντι των άλλων πολιτισμών, αφού η σύγκρουση των πολιτισμών είναι ένα ιδεολόγημα που έγινε πολύ της μόδας από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Σάμιουελ Χάντινγκτον «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης». Στο βιβλίο του συγκεκριμένου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (ΗΠΑ) συμπεριλαμβάνονται άκρως αντιδραστικές απόψεις. Μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων αποκρύπτει το κύριο, τη σχέση οικονομίας - πολιτικής, έτσι κρύβει τις πραγματικές αντιθέσεις που διέπουν τη σύγχρονη ιμπεριαλιστική πραγματικότητα, τόσο την κύρια αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας όσο και τις αιτίες των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που σαφώς και δε βρίσκονται στην επιδίωξη επιβολής κάποιων πολιτιστικών αξιών, αλλά στην εξυπηρέτηση της κερδοφορίας των μονοπωλίων, στη διαπάλη για τα μερίδια των αγορών, των δρόμων μεταφοράς, των πηγών ενέργειας κλπ.

Επίσης, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εκτίμηση του άρθρου πως «εμείς οι κομμουνιστές δεν μπορούμε να βάζουμε το σύμβολο της ισότητας ανάμεσα στον επιτιθέμενο και στο θύμα της επίθεσης». Και αυτό γιατί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αφορά και τις δύο πλευρές, μιας και ο επιτιθέμενος, και ο αμυνόμενος διεξάγουν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αν, π.χ., η Ελλάδα δεχτεί στρατιωτική επίθεση και εμπλακεί σε πόλεμο, η αστική τάξη της Ελλάδας θα ευθύνεται για την ιμπεριαλιστική επίθεση, γιατί αυτός ο πόλεμος θ’ αποτελέσει συνέχεια της πολιτικής συμμετοχής στο μοίρασμα των αγορών, των πηγών ενέργειας κλπ., της ενεργητικής συμμετοχής στις στρατιωτικές-πολιτικές συμμαχίες κι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που ακολουθούσε σε «ειρηνική περίοδο». Συνεπώς, το αν ένας πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος δε σχετίζεται με το αν είναι αμυντικός ή επιθετικός (με την κυριολεξία των όρων), αλλά με το ποιας πολιτικής συνέχεια αποτελεί: «Σαν να βρίσκεται η ουσία στο ποιος επιτέθηκε πρώτος, και όχι ποιες είναι οι αιτίες του πολέμου, οι σκοποί που ο πόλεμος βάζει μπροστά του και οι τάξεις που τον διεξάγουν.» [1]

Τέλος, στο άρθρο υπογραμμίζεται πως «υποστηρίζουμε το συριακό λαό, τη Συρία και υποστηρίζουμε τον πρόεδρο Μπασάρ Άσαντ, επειδή γνωρίζουμε ότι προσωποποίησε την ανεξάρτητη, αντιιμπεριαλιστική Συρία και γι’ αυτό οι ΗΠΑ κάνουν τα πάντα για την ανατροπή του». Η εκτίμησή μας είναι πως οι αιτίες του πολέμου στη Συρία είναι πιο σύνθετες. Δε θα αναφερθούμε, μιας και αυτές παρουσιάζονται αναλυτικά στο άρθρο μας που δημοσιεύεται σε αυτό το τεύχος. Επιπλέον, θεωρούμε πως το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να έχει τη δική του αυτοτελή στρατηγική και να μην ταυτίζεται με τη στρατηγική των αστικών καθεστώτων και από αυτήν την άποψη εκτιμούμε πως οι κομμουνιστές δεν μπορούν ταυτιστούν με την κυβέρνηση Άσαντ.


[1] Β. Ι. Λένιν, «Ανοιχτό γράμμα προς τον Μπόρις Σουβάριν», Άπαντα, τ. 30, σελ. 265, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».