Το συντηρητικό-χριστιανικό τμήμα της ουγγρικής αστικής τάξης δίνει μεγάλη σημασία στην εκατοστή επέτειο και αυτό φαίνεται από την πολιτική γραμμή που υλοποιεί η κυβέρνηση Φίντες-Χριστιανοδημοκρατών, της οποίας ηγείται ο Όρμπαν, που είναι στην εξουσία από το 2010. Τι εννοούμε; «Δεν πρέπει να προσεγγίζουμε αυτά τα γεγονότα με δυτικοευρωπαϊκό τρόπο, αλλά από κεντρικο-ευρωπαϊκή σκοπιά» [3] δίνει το στίγμα η Μαρία Σμιντ, διευθύντρια του μουσείου «Σπίτι του τρόμου», μια από τις «αυλικούς ιστορικούς» της τωρινής ουγγρικής πολιτικής ελίτ. «Στόχος μας είναι η διαμόρφωση υγιούς εθνικής συνείδησης και εθνικής μνήμης» [4] προσθέτει η Γιουντίτ Χάμερσταϊν, αναπληρώτρια του κρατικού γραμματέα και υπεύθυνη για τον πολιτισμό.
Τι επιδιώκει η συντηρητική-χριστιανική κυβέρνηση; Πρώτα και κύρια την απελευθέρωση της κοινής γνώμης από τα «πνευματικά κατάλοιπα του κομμουνιστικού παρελθόντος». Για παράδειγμα, πρέπει να ξεχαστεί η θέση ότι ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σύγκρουση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ενώ οι στρατιώτες ήταν θύματα του αιματηρού πολέμου! Και πρέπει παντελώς να ξεχαστεί ότι η ρωσική επανάσταση του 1917 εγκαινίασε μια «νέα εποχή» στην Ιστορία! Ενώ η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία πρέπει να ξεχαστεί σαν να μην υπήρχε.
Ταυτόχρονα, η συντηρητική-χριστιανική κυβέρνηση έχει σκοπό να ξεκάνει και τις φιλελεύθερες και τις σοσιαλδημοκρατικές απόψεις για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ρύθμιση που επακολούθησε. Η κυβέρνηση δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι η Ουγγαρία δε βρίσκεται στην Ανατολική, αλλά στην Κεντρική Ευρώπη, σε ό,τι αφορά την κοσμοαντίληψη ουσιαστικά είναι δυτικοευρωπαϊκή. Η κυβέρνηση απορρίπτει τη φιλελεύθερη άποψη, ότι η Ουγγαρία έπρεπε να διδαχτεί από τη Δύση. Αντίθετα, προσπαθεί να πείσει ότι η Ουγγαρία πάντα υποδουλωνόταν στη Δύση, όταν έφευγε από τον αυτοτελή εθνικό δρόμο.
Η σύγχρονη επίσημη συντηρητικο-χριστιανική προσέγγιση θεωρεί τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πόλεμο για την υπεράσπιση του έθνους. «Ο πόλεμος, αφότου άρχισε, ήταν προς το συμφέρον της Ουγγαρίας, διότι έδωσε τη δυνατότητα ένοπλης υπεράσπισης των ουγγρικών συμφερόντων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πολιτικοί ηγέτες των τριών γειτονικών λαών (Τσέχων, Ρουμάνων, Σέρβων) και η διανόηση που τους στήριζε δεκαετίες πριν το 1914 μιλούσε ανοιχτά για την ανάγκη μοιράσματος του εδάφους του ουγγρικού βασιλείου. Σε αυτή τη βάση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος επιβλήθηκε στην Ουγγαρία ως αμυντικός πόλεμος» [5] λέει ο ιστορικός Έρνε Ραφάι. Το 1990-94 ο Ραφάι ήταν κρατικός γραμματέας του υπουργείου Άμυνας επί κυβέρνησης Αντάλ [6], που έγινε διάσημος διότι στην αρχή της δεκαετίας του 1990 βοηθούσε τους Κροάτες να αποσχιστούν από τη Γιουγκοσλαβία προμηθεύοντάς τους με όπλα.
Οι συντηρητικές-χριστιανικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν τον πόλεμο ως υπόθεση που συνένωσε όλο το έθνος. Δεν κουράζονται να τονίζουν ότι στην αρχή του Κ Παγκόσμιου Πολέμου επιστρατεύτηκαν 3,6 εκατομμύρια άντρες, από τους οποίους 660 χιλιάδες σκοτώθηκαν ή χάθηκαν. Συμπεριλαμβάνουν και τους Εβραίους της Ουγγαρίας στη «μεγάλη εθνική ενότητα». Εκ των 932 χιλιάδων κατοίκων εβραϊκής καταγωγής που ζούσαν τότε στη χώρα, «περίπου 200 χιλιάδες άτομα ισραηλινής καταγωγής υπηρέτησαν στο στρατό, πολλοί κατείχαν σημαντικά αξιώματα, πολλοί υπήρξαν στρατηγοί» [7] τόνιζε ο Τσάμπα Χέντε, ο νυν υπουργός Άμυνας. Το υπουργείο Άμυνας εκδίδει ξανά μια συλλογή που ονομάζεται «Το χρυσό άλμπουμ των Εβραίων που υπηρέτησαν στο στρατό: εις μνήμην του Παγκόσμιου Πολέμου 1914-1918». Αυτό το έργο, ο όγκος του οποίου υπερβαίνει τις 500 σελίδες, εκδόθηκε το 1941 ως αντίβαρο στην άνοδο των αντισημιτικών διαθέσεων.
Οι συντηρητικές-χριστιανικές δυνάμεις παρατείνουν το ζήτημα του Α Παγκόσμιου Πολέμου έως το 1920, μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Τριανόν. Πέρα από αυτό υπογραμμίζουν ότι η αδικία, της οποίας θύμα έπεσε το ουγγρικό έθνος, ασκεί την επιρροή της έως και σήμερα.
Σύμφωνα με τις προθέσεις της τωρινής κυβέρνησης, οι εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εκατοστή επέτειο πρέπει να παίξουν ση μαντικό ρόλο στην επανεκτίμηση της ουγγρικής ιστορίας από συντηρητικές-χριστιανικές θέσεις. Η σύγχρονη συντηρητική-χριστιανική ερμηνεία θεωρεί την Αυστροουγγρική μοναρχία, που υπήρξε από το 1867 έως το 1918, πολύτιμη κατάκτηση της ουγγρικής ιστορίας, η επιρροή της οποίας διατηρείται και έως σήμερα. Την περίοδο αυτή τη δοξάζει ως χρυσό αιώνα της άνθησης. Η επίσημη άποψη θεωρεί συνέχεια της αυτοκρατορικής εποχής την περίοδο 1920-1945, που ταυτίζεται με την προσωπικότητα του Μίκλος Χόρτι, του τότε ηγέτη της Ουγγαρίας. Σύμφωνα με τη σύγχρονη επίσημη θέση, η εποχή του Χόρτι ήταν μια επιτυχημένη περίοδος ενίσχυσης της αστικής τάξης, της αστικής ανάπτυξης. Η κυβέρνηση Όρμπαν θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο της εποχής του Χόρτι.
Οι φιλελεύθερες δυνάμεις αποδίδουν την ευθύνη για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στην τότε συντηρητική ουγγρική πολιτική ελίτ. Γίνεται ένας παραλληλισμός του παρελθόντος και του σήμερα. Όπως πιστεύει ο ιστορικός Αντράς Γκεριό, που ανήκει στη φιλελεύθερη αστική τάξη: «ο πόλεμος είναι ένα μοιραίο γεγονός, από το οποίο οι άνθρωποι μόνο υποφέρουν. Από τη φιλελεύθερη άποψη, δεν είναι μια πανεθνική τραγωδία, όπως τον φαντάζονται οι συντηρητικές δυνάμεις, αλλά μόνο μια τραγωδία της «φιλελεύθερης-συντηρητικής ουγγρικής ελίτ». [8] Κατά τη γνώμη τους, στο κατώφλι δυο αιώνων η ουγγρική πολιτική ελίτ έχασε την ευελιξία της, δεν πραγματοποίησε αγροτική μεταρρύθμιση, δε ρύθμισε τις σχέσεις με τις εθνικές μειονότητες, δεν άλλαξε τη δομή της μοναρχίας και αυτά οδήγησαν στο ότι η Ουγγαρία σύρθηκε στον πόλεμο και τον έχασε.
Ταυτόχρονα, οι φιλελεύθεροι προσπαθούν -όχι λιγότερο από τους συντηρητικούς- ν’ αθωώσουν την τότε άρχουσα τάξη, υπογραμμίζοντας ότι η Ουγγαρία απλώς εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο. Η Ουγγαρία δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις, δεν ήθελε τον πόλεμο, δεν επιθυμούσαν να κατακτήσουν νέους λαούς. Και ο ίδιος ο Ίστβαν Τις ήταν εναντίον του πολέμου, όμως η Ουγγαρία ως τμήμα της Μοναρχίας δεν μπορούσε να μην μπει στον πόλεμο. Από την άποψη του ουγγρικού έθνους αυτό ήταν ένα αδιέξοδο. [9]
Ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας εξασφαλίζει ένα ευρύ πεδίο για τις εκφάνσεις του εθνικισμού. Πολλοί ιστορικοί δηλώνουν: «Ουγγαρία μόνο για τους Ούγγρους». Σε σχέση με τις γειτονικές χώρες ξανάρχισαν να χρησιμοποιούν τη διατύπωση που είχε χρησιμοποιηθεί πριν το 1920: «χώρες του Ουγγρικού Αγίου Στέμματος». Η επίσημη άποψη θεωρεί ήρωες τους Ούγγρους στρατιώτες που συμμετείχαν στον πόλεμο. Μέχρι το 2018, με το τέλος σειράς εκδηλώσεων για τα εκατοντάχρονα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, πρέπει να είναι έτοιμη μια βάση δεδομένων που θα περιέχει τις ουγγρικές στρατιωτικές απώλειες και σε όλες τις κατοικημένες περιοχές θα πρέπει να αποκατασταθούν τα μνημεία του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Σε πολλές περιπτώσεις θα δημιουργηθούν «ηρωικοί τόποι μνήμης», όπου θ’ ανεγερθούν ταυτόχρονα μνημεία για τους συμμετέχοντες στον Α και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και επιπλέον για τους συμμετέχοντες στα γεγονότα του 1956.
Οι επετειακές εκδηλώσεις δε στερούνται αντικομμουνισμού. Η Ουγγαρία, όπως βλέπετε, ανέλαβε και μια μεγαλοκρατική ιστορική αποστολή: μετά το 1919 η Ουγγαρία έγινε προκεχωρημένο φυλάκιο πάλης εναντίον του μπολσεβικισμού. Πολλοί προσπαθούν να εξηγήσουν ότι οι κομμουνιστικές ιδέες ήταν στην ουσία ξένες στον ουγγρικό χαρακτήρα, όμως ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε εκείνο το «τραύμα», η επίδραση του οποίου οδήγησε στην εμφάνιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και μαζί με αυτή της φασιστικής ιδεολογίας.
Πρέπει να σημειωθεί και ακόμα ένα στοιχείο των επετειακών εκδηλώσεων: η εμφάνιση αντιρωσικών διαθέσεων. Ο νεαρός φιλελεύθερος ιστορικός Πέτερ Τσούντερλικ εξηγεί τη συχνά αρνητική εντύπωση για την ουγγρική πολιτική που έχει δημιουργηθεί στον κόσμο, λέγοντας ότι είναι έργο των χεριών των Ρώσων και των άλλων σλαβικών λαών. Αυτή την αρνητική εντύπωση «την οφείλουμε περισσότερο στην ερμηνεία της ιστορίας από τους σλαβικούς λαούς» διακηρύσσει και φτάνει στον ισχυρισμό ότι οι σλαβικοί λαοί διέδιδαν κακή φήμη για τους Ούγγρους και «με τη βοήθεια αυτής της δαιμονοποίησης εξύψωσαν τους εαυτούς τους στο επίπεδο των πολιτισμένων λαών». [10]