Η αστική τάξη, μέσω του κράτους και όλων των οργάνων του, καθιερώνει το κριτήριο της τυπικής ισότητας, της νομικής αναγνώρισης, που είναι ευτελές νεκρό γράμμα, όπως συμβαίνει και με άλλα ζητήματα της κοινωνίας. Αυτοί οι φορμαλισμοί, καλυμμένοι κάτω από την «ισοτιμία του φύλου» πρέπει να τονίσουμε ότι είναι εξαιρετικά ελλιπείς, γιατί έχουν τα ίδια σκοταδιστικά όρια που προτείνουν μερικοί από τους ιδεολογικούς υποστηρικτές τους, όπως είναι η θρησκεία και η υπεράσπιση της οικογένειας και κυρίως η υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ατομικής ιδιοποίησης του πλούτου που έχει παραχθεί κοινωνικά. Έτσι, καθημερινά αναπαράγονται οι ιδέες της άρχουσας τάξης να τοποθετηθεί την εργαζόμενη γυναίκα σ’ ένα δευτερεύοντα ρόλο, ενισχύοντας τα δεσμά που την αλυσοδένουν στην οικιακή σκλαβιά.
Άλλο ένα βασικό στοιχείο της αστικής τάξης είναι η θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων και των αγώνων της γυναίκας, που περιορίζονται στο ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των μηχανισμών και κανονισμών του αστικού κράτους. Έτσι, για παράδειγμα, η 8η Μάρτη, εμβληματική μέρα αγώνα της εργαζόμενης γυναίκας, ιδιοποιείται ως μέρα της γυναίκας γενικά, παρουσιάζοντάς την ως αναγνώριση της θηλυκότητας, του «αδύναμου φύλου»: Μια ροζ μέρα. Και χρωματίζοντάς την όλη ροζ, προσπαθούν να δείξουν ότι γίνονται βήματα για τη βελτίωση των συνθηκών της γυναίκας. Για παράδειγμα, στον αστικό σιδηρόδρομο με τα ροζ βαγόνια, αποκλειστικά για τις γυναίκες, προσπαθούν να λύσουν το ζήτημα της βίας. Η αστική τάξη χρωματίζει το κράτος ροζ ως λύση προκειμένου να κρύψει ότι ο καπιταλισμός και το ίδιο το αστικό κράτος είναι ο άμεσος υπεύθυνος της κατάστασης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, της γυναίκας εργάτριας και της καταπίεσης της γυναίκας γενικά.
Δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς ότι ακόμα και όταν μειώνεται στο ελάχιστο, αναφορικά με τον προηγούμενο αιώνα ή ακόμα τέσσερις ή πέντε δεκαετίες πριν, η έκφραση της συντηρητικής αντίδρασης θρησκευτικής προέλευσης εξακολουθεί να παίζει έναν καταστροφικό ρόλο για την κατάσταση της γυναίκας.
Όμως, το μεγαλύτερο ζήτημα στο οποίο δίνουμε προσοχή οι κομμουνιστές του Μεξικού είναι εκείνο που σχετίζεται με την απόκρυψη του ταξικού χαρακτήρα στο γυναικείο ζήτημα, λες και η κατάσταση της γυναίκας εργάτριας είναι η ίδια με της γυναίκας αστής. Η πάλη της γυναίκας εργάτριας άνοιξε δρόμους για κατακτήσεις για το σύνολο των γυναικών. Αυτοί οι δρόμοι έχουν το όριο ότι δεν κατακτιέται η χειραφέτηση όσο δεν κατακτιέται ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός.
Και παρόλο που η αστική τάξη χρησιμοποιώντας το κράτος κατευθύνει τις προσπάθειές της στη σφαίρα των θεσμών και της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι μικροαστικές ιδέες αναζητούν να φωλιάσουν στο γυναικείο κίνημα για να το ηγεμονεύσουν και να το προσανατολίσουν σε μια κατεύθυνση που υψώνει τείχη με το εργατικό κίνημα και την εργατική τάξη.
Το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις δυο Αποφάσεις που υιοθέτησε για το γυναικείο ζήτημα, προειδοποιούσε ήδη για τον αρνητικό χαρακτήρα του αστικού και μικροαστικού φεμινισμού, που αποτελούσαν πραγματικά εμπόδια στο καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης, το μοναδικό δρόμο για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και της γυναίκας.
Με τον ίδιο στόχο σήμερα διάφοροι μικροαστικοί φεμινισμοί, που κυοφορούνται στους ακαδημαϊκούς κύκλους, κατακερματίζουν το κίνημα για τη χειραφέτηση της γυναίκας και επιτίθενται στην ταξική θέση των κομμουνιστών.
Δεν υπάρχει λόγος να τους απαριθμήσουμε όλους, αλλά το να ονομάσουμε μερικούς επιτρέπει να εκτιμήσουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου και τα καθήκοντα των κομμουνιστών: Αντιπατριαρχικός φεμινισμός, οικοφεμινισμός, μαύρος φεμινισμός, αντιαποικιακός φεμινισμός, queer [1] φεμινισμός ή μεταφεμινισμός, «μαρξιστικός» φεμινισμός, ριζοσπαστικός φεμινισμός, ζαπατιστικός φεμινισμός κλπ., κλπ.
Πέρα από τις ονομασίες, έχουν κοινά βασικά χαρακτηριστικά και, αν και οι ιδεολογικές τους βάσεις είναι διαφορετικές, συγκλίνουν σε σχέση με την πολιτική δράση. Το ιδεολογικό καλούπι μπορεί να είναι ο εκλεκτικισμός, ο μεταμοντερνισμός, ο τροτσκισμός, ο αναρχισμός, ο μαοϊσμός, οι θεωρίες της υποτέλειας (subaltermdad) και ετερογένειας (alteridad) (που έχουν βγει από μια παραμορφωμένη ανάγνωση του Γκράμσι). Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των θέσεων προέρχεται από τα πανεπιστήμια, από κέντρα μελετών της «κριτικής θεωρίας» (χρήσιμες στη σοσιαλδημοκρατία και στα οπορτουνιστικά κόμματα), από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και κέντρα του οπορτουνισμού, όπως το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (κυρίως μέσω του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με μεγάλη δραστηριότητα και χρηματοδότηση για τη Λατινική Αμερική) και το κύριο όχημά τους για το μπόλιασμα είναι οι ΜΚΟ, τα ιδρύματα, οι τροτσκιστικές οργανώσεις και ο λεγόμενος κινηματισμός.
Μια από τις βασικές θέσεις που διεκδικείται από το πλατύ φάσμα του μικροαστικού φεμινισμού είναι ότι το γυναικείο ζήτημα είναι αποκλειστικά ζήτημα των γυναικών, ότι αυτές πρέπει να ενδυναμωθούν. Δεν είναι καινούργιο επιχείρημα, αν και αποκτάει νέα φτερά. Από την ταξική σκοπιά, είναι ένα επιχείρημα που εμποδίζει τον αντικειμενικό δρόμο της χειραφέτησης της γυναίκας, η βιωσιμότητα της οποίας βρίσκεται στην ενότητα της εργατικής τάξης και των δύο φύλων στην πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό το επιχείρημα, φυσικά, στηρίζεται στο να κρύβει επιπλέον τον ταξικό χαρακτήρα, την ταξική πάλη που διαπερνάει τη γυναίκα, λες και δεν υπάρχουν γυναίκες προλετάρισσες και γυναίκες αστές.
Μια άλλη θέση περιορίζει τη χειραφέτηση σε πολιτιστικές, νομικές, επιστημολογικές, σημειωτικές μεταρρυθμίσεις, πάντα, όμως, στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Μεταρρυθμίσεις στο εποικοδόμημα χωρίς ριζική μεταβολή της οικονομικής βάσης της ατομικής ιδιοκτησίας, που ευθύνεται στη σύγχρονη εποχή για την ανισότητα της γυναίκας και την εκμετάλλευση εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατριών στον κόσμο. Το να «θηλυκοποιούμε» [2] τη γλώσσα, να καταπολεμάμε τους μικροφαλλοκρατισμούς, να ξαναπιάνουμε την έννοια της κοινωνίας των πολιτών ως πανάκεια, να μεταρρυθμίζουμε συνήθειες, κουλτούρες, νόμους, συσχετίσεις μέσα στο ίδιο το σύστημα εκμετάλλευσης, βαρβαρότητας, δολοφονιών γυναικών, τον καπιταλισμό, σημαίνει να τον απαλλάσσουμε από την ευθύνη του για την ανισότητα της γυναίκας, να ολισθαίνουμε σε παραπλάνηση και να οδηγούμε τον αγώνα στο βούρκο.
Ένα άλλο επιχείρημα είναι αυτό των κατηγοριών της πατριαρχίας, του πατριαρχικού συστήματος, ουσιαστικό μέρος του μικροαστικού λόγου, για να εξηγήσει κανείς τις συνθήκες ζωής των γυναικών γενικά και που αποφεύγει να εξηγήσει τις συνθήκες της υλικής ζωής, αφού κρύβει δυο σημαντικά ζητήματα: α) Ότι οι συνθήκες εκμετάλλευσης δε θ’ άλλαζαν ακόμα και αν έφευγαν από τη μέση οι άνθρωποι που εκπροσωπούν τα μονοπώλια ή από την ηγεσία του κράτους και αντικαθιστούνταν από γυναίκες· και β) ότι μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα υπάρχουν πολλές γυναίκες που ευνοούνται από την ταξική θέση τους και που οι συνθήκες ζωής τους στηρίζονται στην αδικία της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας. Αυτός ο προσανατολισμός οδηγεί σ’ έναν πλαστό εχθρό.
Όπως και στην ιδεολογική έκφραση της σύγχρονης ταξικής πάλης, όπως συμβαίνει στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, στους λαϊκούς αγώνες, στο γυναικείο κίνημα παρουσιάζονται η αποϊδεολογικοποίηση, ο κινηματισμός, η τμηματοποίηση/μερικότητα, ο απολίτικος χαρακτήρας, ο ρεφορμισμός και επίσης εκδηλώσεις αντικομμουνισμού.
Η άμεση δράση των κομμουνιστών για να συνεχίσου με τη δουλειά στην οποία ήμασταν πρωτοπόροι θα μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν δεθεί με το ταξικό κριτήριο, τονίζοντας το ζήτημα της εργαζόμενης γυναίκας και τις υλικές συνθήκες που καθορίζουν τις αντικειμενικές ανισότητες. Καταπολεμώντας κάθε στιγμή το διαταξικό χαρακτήρα του μικροαστικού φεμινισμού και στις συντεταγμένες του σχεδίου που παρουσίασε η Κλάρα Τσέτκιν στην Κομμουνιστική Διεθνή:
«Για να φτάσει η γυναίκα να έχει την πλήρη κοινωνική ισοτιμία με τον άντρα — στην πραγματικότητα και όχι μόνο στο γράμμα του νόμου και στα χαρτιά— για να μπορέσει να κατακτήσει όπως ο άντρας την ελευθερία κίνησης και δράσης για όλους τους ανθρώπους, υπάρχουν δυο απαραίτητοι όροι: Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η αντικατάστασή της από την κοινωνική ιδιοκτησία και η ένταξη της δραστηριότητας της γυναίκας στην παραγωγή κοινωνικών αγαθών μέσα σε ένα σύστημα όπου δε θα υπάρχει εκμετάλλευση ούτε καταπίεση.»