Έτσι, το Κομμουνιστικό Κόμμα, οργανωμένο με βάση τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, συγκεντρώνει τους συνειδητούς εκπροσώπους της εργατικής τάξης για να λύσει όλα τα οξυμένα ζητήματα της εποχής μας, να τροφοδοτήσει τα όργανα διοίκησης και τη λαϊκή οικονομία με τα καλύτερα στελέχη του. Όταν τα Σοβιέτ, ως όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου, και το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως το πρωτοπόρο τμήμα του προλεταριάτου, δρουν συνδυασμένα και αλληλοσυμπληρώνονται, από αυτήν την ένωση μπορεί να προκύψει πολύ σοβαρή και εποικοδομητική δραστηριότητα, οικοδομείται ο σοσιαλισμός. Κατά την περίοδο 1917-1956 η Σοβιετική Ένωση μπόρεσε να πετύχει πολλά: Νικήθηκαν οι στρατιές των Λευκών και των παρεμβασιών, πραγματοποιήθηκε το σχέδιο εξηλεκτρισμού όλης της χώρας, πραγματοποιήθηκε η κολεκτιβοποίηση και η εκβιομηχάνιση, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με τη νίκη του σοβιετικού λαού, ξαναχτίστηκε η κατεστραμμένη μετά από τον πόλεμο οικονομία.
Αλλά η ανάπτυξη της δημοκρατίας της εργατικής τάξης μετά από τη νίκη της επανάστασης αντιμετώπισε επίσης σοβαρές δυσκολίες, που είχαν αρχικά δει οι έμπειροι μαρξιστές, για παράδειγμα, ο Β. Ι. Λένιν και ο I. Β. Στάλιν. Έτσι, ο Β. I. Λένιν στο έργο του Ο «αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού περιγράφει το σχήμα αλληλεπίδρασης μεταξύ Κόμματος και Σοβιέτ:
«Οι σχέσεις ανάμεσα στους αρχηγούς-το Κόμμα-την τάξη και τις μάζες και ταυτόχρονα η στάση της δικτατορίας του προλεταριάτου και του Κόμματός του απέναντι στα συνδικάτα παρουσιάζονται σήμερα σε μας συγκεκριμένα ως εξής: Τη δικτατορία την πραγματοποιεί το οργανωμένο στα Σοβιέτ προλεταριάτο, που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων...» [7]
Αλλά παράλληλα, προβλέποντας μια πιθανή εξέλιξη των γεγονότων, ο Β. Ι. Λένιν πρόσθετε:
«Φοβόμαστε μια υπέρμετρη αύξηση των μελών του Κόμματος, γιατί οι καριερίστες και οι παλιάνθρωποι, που δεν αξίζουν παρά μόνο τουφέκι, προσπαθούν οπωσδήποτε να τρυπώσουν στις γραμμές του κυβερνητικού κόμματος. » [8]
Το θέμα δυσκόλεψε επειδή ο μηχανισμός κριτικής και ελέγχου του Κόμματος από τα κάτω, από την πλευρά των πλατιών μαζών των εργαζόμενων, έτεινε να αποδυναμώνεται. Στο Κόμμα, σε ηγετικές θέσεις από καιρό σε καιρό βρίσκονταν άνθρωποι που έπρεπε να εκκαθαριστούν. Αναλύοντας την κατάσταση με τη βλαπτική επίδραση της γραφειοκρατίας στο Κόμμα, καθώς και στην Κομσομόλ, τις συνδικαλιστικές και τις οικονομικές οργανώσεις, ο I. Β. Στάλιν στην ομιλία του στο 8ο Συνέδριο της Κομσομόλ το 1928 δήλωσε:
«Πώς θα βάλουμε τέρμα στη γραφειοκρατία σ’ όλες αυτές τις οργανώσεις; Για να γίνει αυτό υπάρχει ένας και μοναδικός δρόμος: Να οργανωθεί ο έλεγχος από τα κάτω, να οργανωθεί η κριτική των μαζών των εκατομμυρίων της εργατικής τάξης, ενάντια στη γραφειοκρατία των ιδρυμάτων μας, ενάντια στις ελλείψεις τους, ενάντια στα λάθη τους. Ξέρω πως, ξεσηκώνοντας την οργή των εργαζόμενων μαζών ενάντια στις γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις των οργανώσεων μας, καμιά φορά αναγκαζόμαστε να θίξουμε και μερικούς συντρόφους μας που στο παρελθόν πρόσφεραν υπηρεσίες, μα που σήμερα πάσχουν από την αρρώστια της γραφειοκρατίας. Μα μπορεί ποτέ αυτό να σταματήσει τη δουλειά μας για την οργάνωση του ελέγχου από τα κάτω; Νομίζω πως δεν μπορεί και δεν πρέπει. Για τις παλιές υπηρεσίες πρέπει να υποκλινόμαστε βαθιά μπροστά τους, μα για τα τωρινά λάθη και τη γραφειοκρατία θα έπρεπε να τους δώσουμε μια στο σβέρκο.» [9]
Με τη γραφειοκρατία και τον καριερισμό πάλευαν, αλλά η οργάνωση της κριτικής των τεράστιων μαζών από τα κάτω δεν αναπτύχθηκε αρκετά, ώστε να αντιστρέψει ριζικά την κατάσταση και να σώσει τη χώρα από την εμφάνιση αναξιόπιστων ανθρώπων, ακόμα και κρυφών εχθρών, στην ηγεσία.
Αυτή η κατάσταση οξύνθηκε όταν, το 1936, με την υιοθέτηση του νέου Σοβιετικού Συντάγματος, παραβιάστηκε η αρχή του σχηματισμού των Σοβιέτ σε παραγωγικές εκλογικές περιφέρειες. Αυτό δεν ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα κατά την περίοδο ύπαρξης επαναστατικής ηγεσίας του Κόμματος, αλλά συνέβαλε στην υποβάθμιση των Σοβιέτ και στη μετάλλαξη του Κόμματος από τη στιγμή που στην καθοδήγηση του Κόμματος επικράτησαν καριερίστες και αντισταλινικοί, μετά από το αντισταλινικό 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το επόμενο βήμα στο δρόμο της υποβάθμισης της κομματικής και της οικονομικής καθοδήγησης ήταν η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, η οποία ενίσχυσε τις τάσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, προσανατολίζοντας τις επιχειρήσεις στον όγκο των πωλήσεων και στο κέρδος. Εμφανίστηκε στη χώρα ένας σταθερός «σκιώδης τομέας», στενά συνδεδεμένος με κομματικούς και οικονομικούς εκφυλισμένους. Αυτές οι εμφανιζόμενες καπιταλιστικές σχέσεις συγκαλύπτονταν υποκριτικά με φράσεις για τη δέσμευση στον κομμουνισμό.
Έτσι, η τραγωδία του 1991 συνέβη ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης μη υγιών τάσεων. Δεν υπήρξε πλατιά αντίσταση των εργαζόμενων σε αυτές τις καταστρεπτικές διαδικασίες, επειδή όλα τα οργανωτικά κέντρα, όπως τα Σοβιέτ και το Κόμμα, βρέθηκαν στα χέρια των μεταλλαγμένων.
Γιατί συνέβη αυτό και ποιο ρόλο έπαιξε σε αυτό το δράμα η εργατική δημοκρατία;
Από το 1917, το Μπολσεβίκικο Κόμμα είχε απολύτως δικαιολογημένα τεράστιο κύρος στα Σοβιέτ και τα συνδικάτα. Αρχικά, σε όλες τις βασικές θέσεις βρίσκονταν κομμουνιστές, πολλοί από τους οποίους δοκιμάστηκαν στην παράνομη δουλειά, στην επανάσταση, στα μέτωπα του εμφύλιου πολέμου. Το Κόμμα ένωνε στις τάξεις του τους πιο δραστήριους και συνειδητούς υποστηρικτές της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ήταν εκείνοι που θα μπορούσαν καλύτερα να αντιμετωπίσουν τη λειτουργία της ηγεσίας κατά την περίοδο αυτή. Στρατιωτικές και οικονομικές θέσεις μπορούσαν να καταλάβουν και μη κομμουνιστές, αλλά σε κάθε περίπτωση, κάθε υποψηφιότητα εγκρινόταν, πρώτ’ απ’ όλα, στο κομματικό επίπεδο.
Οι κομμουνιστές δεν ξεχωρίζουν από το λαό, οι κομμουνιστές είναι τμήμα των εργαζόμενων, το πρωτοπόρο τους τμήμα. Είναι λογικό το ότι διευθύνει η πρωτοπορία. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να εκπαιδεύουμε όλο το λαό με τέτοιο τρόπο, ώστε η διοίκηση να γίνει σύντομα καθολική λειτουργία. Και έτσι δε θα χρειάζεται μια ιδιαίτερη ομάδα καθοδηγητών.
Για αυτό, ο Β. I. Λένιν στο λαμπρό του έργο Κράτος και επανάσταση έγραφε:
«Ξεκινώντας απ’ ό,τι έχει ήδη δημιουργήσει ο καπιταλισμός, θα οργανώσουμε τη μεγάλη παραγωγή εμείς οι ίδιοι, οι εργάτες, στηριγμένοι στη δική μας εργατική πείρα, δημιουργώντας μια αυστηρότατη, σιδερένια πειθαρχία, που θα την υποστηρίζει η κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών, θα περιορίσουμε τους δημόσιους υπαλλήλους στο ρόλο των απλών εκτελεστών των εντολών μας, που θα είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, ανακλητοί, μέτρια αμειβόμενοι “επιστάτες και λογιστές” (φυσικά σ’ αυτούς θα συμπεριλαμβάνονται και τεχνικοί όλων των κατηγοριών, ειδών και βαθμών) —αυτό είναι το δικό μας, το προλεταριακό καθήκον, να από τι μπορούμε και πρέπει ν’ αρχίσουμε όταν κάνουμε την προλεταριακή επανάσταση. Μια τέτοια αρχή, πάνω στη βάση της μεγάλης παραγωγής, οδηγεί μόνη της στη βαθμιαία δημιουργία μιας τέτοιας τάξης πραγμάτων —τάξης χωρίς εισαγωγικά, τάξης που δε μοιάζει με τη μισθωτή δουλεία— τέτοιας τάξης, όπου οι διαρκώς απλοποιούμενες λειτουργίες επιστασίας και λογοδοσίας θα εκτελούνται απ’ όλους διαδοχικά, θα γίνονται μετά συνήθεια και τέλος θα ατονήσουν σαν ειδικές λειτουργίες ενός ιδιαίτερου στρώματος ανθρώπων. » [10]
Η Ρωσία τον καιρό της επανάστασης ήταν κατά 80% αγροτική χώρα κι έπρεπε να αυξηθεί το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού. Μέχρι να συσσωρευτεί ένα ευρύ και ικανό στελεχικό απόθεμα, μέχρι να εξαφανιστούν οι ταξικές αντιθέσεις, οι διαφορές μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ πνευματικής και σωματικής εργασίας, το Κόμμα ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν στις κομματικές συνεδριάσεις και στα Σοβιέτ και άλλα δημοκρατικά όργανα' αυτές οι αποφάσεις περνούσαν αυτόματα, συνήθως με πλειοψηφία των μελών του Κόμματος.
Ως αποτέλεσμα, τα Σοβιέτ και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις λειτουργούσαν κάτω από την ιδεολογική καθοδήγηση του Κόμματος, του οποίου ο ρόλος στο σύστημα της εξουσίας των εργαζόμενων ήταν κομβικός. Και το ίδιο το Κόμμα, μέχρι τη δεκαετία του 1950, αντιμετώπιζε με επιτυχία το καθήκον της αυτοκάθαρσης' πετύχαινε να οργανώνει την κριτική από τα κάτω, να απομακρύνει από τις καθοδηγητικές θέσεις εκείνους που ο Στάλιν ονόμαζε «ξιπασμένους ευπατρίδες».
Ωστόσο, ο μηχανισμός αλληλεπίδρασης μεταξύ Κόμματος και εργατικής τάξης, που επέτρεπε να απομακρύνονται από τις καθοδηγητικές θέσεις οι καριερίστες, δεν ήταν αξιόπιστος. Το 1923, στο άρθρο του «Για τα καθήκοντα του Κόμματος» ο Ι. Β. Στάλιν, παρατηρώντας ενδείξεις απόσπασης του Κόμματος από τις εργαζόμενες μάζες, έγραψε:
«Νομίζω ότι, αν δε δείξουμε ένα ορισμένο ελάχιστο όριο εμπιστοσύνης στους εξωκομματικούς, τότε μπορούμε να έχουμε για απάντηση μια μεγάλη δυσπιστία προς τις οργανώσεις μας από μέρους των εξωκομματικών. Η εμπιστοσύνη αυτή προς τους εξωκομματικούς είναι απόλυτα αναγκαία, σύντροφοι. Είναι απαραίτητο να υποχρεώσουμε τους κομμουνιστές ν’ αποσύρουν την υποψηφιότητά τους. Δεν πρέπει να βγάζουμε λόγους για να εκλέγονται μόνο οι κομμουνιστές, πρέπει να ενθαρρύνουμε τους εξωκομματικούς, πρέπει να τους τραβάμε στην κρατική δουλειά. Από αυτό θα έχουμε κέρδος και θ’ αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη των εξωκομματικών προς τις οργανώσεις μας.» [11]
Ένας άλλος λόγος για την εμφάνιση των μεταλλαγμένων στην κομματική καθοδήγηση ήταν η απομάκρυνση από τους κανόνες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού μέσα στο ίδιο το Κόμμα. Η αρχή της λογοδοσίας των ανώτερων οργάνων στα κατώτερα παραβιαζόταν, η ελευθερία της κριτικής καταπνιγόταν από τη διοίκηση, έπαψαν οι περιοδικές εκκαθαρίσεις του Κόμματος από τα ξένα στοιχεία. Αυτή η τάση παγιώθηκε -πράγμα στο οποίο συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό ο βαρύτατος Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, μετά από τον οποίο ξαναέγινε αναγκαία η μορφή της συστράτευσης για την ανοικοδόμηση της οικονομίας (δηλαδή η ανάπτυξη της δημοκρατίας αναβλήθηκε για αργότερα). Οι λειτουργίες της διοίκησης παρέμειναν προσιτές μόνο σε ένα ιδιαίτερο στρώμα ανθρώπων, αν και, από την άποψη της ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, έπρεπε, αντίθετα, να επεκταθεί η δημοκρατία.
Σταδιακά διαμορφωνόταν ένα ανθεκτικό στρώμα κομματικών και οικονομικών «επαγγελματιών καθοδηγητών», που ήταν εύκολο να διαφθαρούν και ήταν πολύ απρόθυμοι να αφήσουν τον οποιονδήποτε να μπει στην κάστα τους. Αυτή η κατάσταση υπέβοσκε για δεκαετίες. Μέχρι το 1991, η ηγεσία του Κόμματος αποτελούνταν σχεδόν εξολοκλήρου από καριερίστες, λανθάνοντες αντικομμουνιστές και καιροσκόπους. Την ίδια στιγμή, τα Σοβιέτ, παραγεμισμένα από βουλευτές που εκλέγονταν από γεωγραφικές εκλογικές περιφέρειες και δεν ήταν ανακλητοί, μετατράπηκαν σε κοινοβούλιο που αντιπροσωπεύει όλους, συμπεριλαμβανομένων και των αναδυόμενων αστικών στρωμάτων της κοινωνίας.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, τα Σοβιέτ δεν αποτελούσαν πλέον όργανα της δικτατορίας των εργαζόμενων. Για πολλούς πολίτες της ΕΣΣΔ ο σοσιαλισμός έπαψε να νοείται ως ανώτατη αξία, ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου -της περιόδου που η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας γινόταν κάτω από την καθοδήγηση εκείνων που από καιρό είχαν σχεδιάσει τη στροφή προς τον καπιταλισμό. Αν θέλουμε να απαντήσουμε σύντομα στο ερώτημα «γιατί ο σοσιαλισμός υπέστη προσωρινή ήττα στην ΕΣΣΔ;», το ΚΕΚΡ (μαρξιστικό-λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο δρα από το 1991) λέει ότι αυτό συνέβη «επειδή η σοβιετική εξουσία έπαψε να είναι σοβιετική και το Κομμουνιστικό Κόμμα έπαψε να είναι κομμουνιστικό».
Αποδείχτηκε ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση, η οποία τελικά συνέβη το 1991, ωρίμαζε για πολύ καιρό μέσα στη σοβιετική κοινωνία. Η τάση μετάλλαξης της κομματικής και οικονομικής καθοδήγησης δεν κατανικήθηκε, αν και οι τρόποι ξεπεράσματός της ήταν σαφείς από τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ο κίνδυνος αυτής της τάσης δεν επιτρέπεται να υποτιμηθεί. Για την οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη, είναι σημαντικό να εξαχθούν συμπεράσματα: Αν το Κόμμα και τα κρατικά όργανα δεν ελέγχονται και δεν κρίνονται από την κομματική βάση και όλους τους εργαζόμενους, αν υπονομεύεται το κύρος του Κόμματος και η εμπιστοσύνη των μαζών, το Κόμμα και τα Σοβιέτ εκφυλίζονται. Η κριτική από τα κάτω και ο έλεγχος από τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις δεν αποτελούν περιττή δημοκρατία, είναι ζήτημα επιβίωσης της σοσιαλιστικής χώρας.