Η εργατική δημοκρατία και η κατάληψη της εξουσίας


Βιατσεσλάβ Σιτσόφ, Γραμματέας της Οργάνωσης Περιοχής Τβερ του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας

Το 2017, όλη η προοδευτική ανθρωπότητα γιόρτασε την εκατονταετηρίδα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Τότε, πριν εκατό χρόνια, οι εργάτες και οι αγρότες κατάφεραν να πάρουν την εξουσία από τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες, προκειμένου να ξεκινήσουν την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου. Ο κύριος παράγοντας της νίκης της επανάστασης ήταν ότι οι εργαζόμενοι είχαν ήδη, την κατάλληλη στιγμή, τις δικές τους μαζικές δημοκρατικές δομές (συνδικάτα, επιτροπές, Συμβούλια-Σοβιέτ) και μπόρεσαν να πάρουν θέση με οργανωμένο τρόπο. Αυτά τα όργανα έδειξαν ότι ήταν το αρχηγείο της εξέγερσης και αποτέλεσαν τη βάση του κρατικού μηχανισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αντανακλούσαν την πραγματική βούληση του εργαζόμενου λαού, ήταν εξαιρετικά κατανοητά γι’ αυτόν και αποτελούνταν από τους εκπροσώπους του. Αλλά για να μπορέσουν οι δημοκρατικές οργανώσεις να εμφανιστούν στην ιστορική αρένα έγκαιρα και με μαχητική, ικανή για δράση μορφή, οι εργάτες και οι σύμμαχοί τους χρειάστηκε να αποκτήσουν μεγάλη εμπειρία πάλης για τη δημοκρατία κατά τη διάρκεια μερικών δεκαετιών που προηγήθηκαν. Αυτός ο αγώνας συνοδευόταν από βιαιότατες διώξεις από την πλευρά των εκμεταλλευτριών τάξεων.

Ο Μεγάλος Οκτώβρης κατέστη εφικτός μόνο ως αποτέλεσμα της δράσης πλατειών -συμπεριλαμβανομένων και μη προλεταριακών- μαζών. Ωστόσο, ο πυρήνας της εξέγερσης και η ριζική βάση ολόκληρης της σοβιετικής εξουσίας ήταν οι εργάτες, το βιομηχανικό προλεταριάτο, που είχε ωριμάσει στη Ρωσική Αυτοκρατορία, και το μακρύ ταξίδι της συνειδητοποίησης των ταξικών τους συμφερόντων που είχαν πραγματοποιήσει.

Η ιστορία της ανάπτυξης της ρωσικής εργατικής δημοκρατίας έχει μεγάλη σημασία για το παρόν, δεδομένου ότι η τάξη των μισθωτών εργαζόμενων είναι πλέον η μεγαλύτερη στη Ρωσία και το μέλλον της χώρας εξαρτάται από τις ενέργειες αυτής της ομάδας ανθρώπων. Η πείρα των δυο άλλων μεγάλων ανθρώπινων ομάδων, που έγιναν αυτουργοί της επανάστασης -των αγροτών και της κουρασμένης από τον παγκόσμιο πόλεμο στρατιωτικής μάζας πολλών εκατομμυρίων (που στην πλειοψηφία τους ήταν επίσης αγρότες)- είναι σημαντική, όμως όχι πρωταρχικής σημασίας, επειδή αυτές ήταν ιδιαίτερες κατηγορίες του πληθυσμού εκείνης της εποχής.

Στην πραγματικότητα, ο δρόμος της ανάπτυξης της εργατικής δημοκρατίας σε συνθήκες καπιταλισμού έχει δύο κατευθύνσεις. Αυτές είναι, πρώτον, η ανάπτυξη από τους εργάτες της δημοκρατίας από τα κάτω, η οποία συμβαδίζει με τις πρώτες μορφές ταξικής πάλης. Και, δεύτερο, η αξιοποίηση της αστικής δημοκρατίας για τη συμμετοχή των εκπροσώπων του εργατικού κινήματος στη δημόσια πολιτική, περιλαμβανομένων και των αντιπροσωπευτικών αστικών οργάνων, με σκοπό την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις αναπτύχθηκαν στη Ρωσία με την ενεργό συμμετοχή του λενινιστικού κόμματος, το οποίο συγκέντρωνε την εμπειρία της εργατικής τάξης και προσανατόλιζε τη δράση της.

Η εργατική τάξη της σημερινής Ρωσίας δεν έχει ανακάμψει ακόμη από την ήττα του σοσιαλισμού το 1991 και έχασε, μερικώς, την ιστορική της μνήμη. Αλλά οι εργαζόμενοι της Ρωσίας, έχοντας στερηθεί τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού, αντιμετωπίζουν ξανά την εκμετάλλευση, τις διώξεις και την έλλειψη προοπτικής της ύπαρξής τους. Και υπό αυτές τις συνθήκες, οι εργάτες -θέλουν, δε θέλουν- θα χρειαστεί να αγωνιστούν και πάλι για τα δικαιώματά τους. Η λογική αυτού του αγώνα, συνολικά, συμπίπτει με τη λογική των προλεταριακών ενεργειών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, αν και, φυσικά, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ταξική σύνθεση των εργαζόμενων αυτών των δύο εποχών. Η προηγούμενη εμπειρία της εργατικής τάξης θα αποδειχτεί αναπόφευκτα αναγκαία όταν οι εργαζόμενοι συνειδητοποιήσουν ξανά τον εαυτό τους ως μαχητική τάξη.

Υπό τις συνθήκες της επερχόμενης ανόδου, οι εργαζόμενοι μπορούν να αναλάβουν μια ιστορική αναβίωση των Συμβουλίων (Σοβιέτ) των εργατών αντιπροσώπων. Αλλά ταυτόχρονα, τα νέα Σοβιέτ, φυσικά, δε θα είναι ένα απλό αντίγραφο των δημοκρατικών οργάνων των αρχών του εικοστού αιώνα. Ο ταξικός αγώνας, ειδικά σε επαναστατικές συνθήκες, θα δημιουργήσει τις δικές του νέες μορφές εργατικής-λαϊκής οργάνωσης στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξετάσει συνοπτικά τους δρόμους εξέλιξης της εργατικής δημοκρατίας πριν το Μεγάλο Οκτώβρη και να παρουσιάσει εν συντομία πώς μετασχηματίστηκε η δημοκρατία κατά τη διάρκεια των ετών ύπαρξης της ΕΣΣΔ. Θα δοκιμάσουμε να ολοκληρώσουμε το άρθρο με μια έκθεση για το σύγχρονο εργατικό κίνημα της Ρωσίας. Τις δεκαετίες που προηγήθηκαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το προλεταριάτο προχώρησε στην πορεία της ενοποίησης και του εκδημοκρατισμού. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, εγκαθιδρύθηκε η σοβιετική εξουσία. Η τρέχουσα ιστορική περίοδος μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως προγενέστερη ενός ενεργού και οργανωμένου αγώνα της εργατικής τάξης για την εξουσία. Είναι η σχετική ομοιότητα των δύο ιστορικών στιγμών που μπορεί να ενδιαφέρει όλους όσοι εργάζονται για την αναγέννηση του σοσιαλισμού.

Τα ταμεία και τα πρώτα συνδικάτα

Προχωρώντας στο δρόμο του οικονομικού αγώνα, το εργατικό κίνημα στη Ρωσία από τα πρώτα του ανεξάρτητα βήματα το 19ο αιώνα αναπτυσσόταν σύμφωνα με την κλασική τροχιά -από τις ξεχωριστές και αυθόρμητες εκδηλώσεις ως τη μαζική οργανωμένη πάλη- αναδεικνύοντας όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά αιτήματα. Για πολλά χρόνια, οι εργάτες ψηλάφιζαν εμπειρικά για τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους αγώνα.

Αν τη δεκαετία του 1870 οι τσαρικοί χωροφύλακες κατάφερναν σχετικά εύκολα να συντρίβουν τα πρώτα εργατικά συνδικάτα, μετά από μία ή δύο δεκαετίες καμιά δίωξη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα με την πανρωσική άνοδο του εργατικού κινήματος.

Χιλιάδες απεργίες, που πραγματοποιήθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1880 και του 1890, έδωσαν στους εργάτες μια πλούσια εμπειρία. Συνολικά, αυτό το κίνημα, από τις πρώτες εκδηλώσεις μέχρι το ανώτατο επίπεδο του οργανωμένου αγώνα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αναζήτηση από το προλεταριάτο για αποτελεσματικές μεθόδους πάλης για τα οικονομικά και πολιτικά του δικαιώματα, στην ουσία, ένα ιστορικό πείραμα που ξεδιπλώνεται επί δεκαετίες.

Η άνοδος του εργατικού κινήματος οδήγησε στο νομοτελειακό αποτέλεσμα. Η απεργία -ο αποτελεσματικότερος τρόπος οικονομικής πάλης- έγινε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται διαρκώς από την εργατική τάξη. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1890 καταγράφηκαν 1.765 απεργίες από την κυβέρνηση. Εκείνη την περίοδο, οι απεργίες έχουν ήδη επιθετικό χαρακτήρα -δεν αποτελούν πια μόνο μια αντίδραση στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας από την πλευρά των «εργοδοτών», αλλά και σαφείς διεκδικήσεις για τη βελτίωση αυτών των συνθηκών. Ως αποτελεσματική τακτική, οι εργάτες έμαθαν να αξιοποιούν τις απεργίες αλληλεγγύης. Οι κατακτημένες μέθοδοι πάλης βοήθησαν τους εργάτες στη λύση του ζητήματος μιας ορισμένης αύξησης της τιμής της εργατικής δύναμης και συσπείρωσαν την εργατική τάξη. Κάνουν την εμφάνισή τους Εργατικοί Κύκλοι, τα μέλη των οποίων μελετούν το μαρξισμό.

Στις συνθήκες των σκληρών διώξεων του τσαρισμού, η τάση των εργατών για ενότητα δεν μπορούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα να οδηγήσει στη δημιουργία νόμιμων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Από το 1903, κέντρο της πάλης για συνδικαλιστικές οργανώσεις έχει γίνει το επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα του ΣΔΕΚΡ (Μπ.), με επικεφαλής τον Λένιν.

Τα συνδικάτα

Την περίοδο της πρώτης ρωσικής επανάστασης του 1905-1907, η εργατική τάξη της Ρωσίας διδάχτηκε στην πάλη να ενώνεται στα συνδικάτα και τα Σοβιέτ. Το 1905, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, κάθε εργάτης στη χώρα συμμετείχε δυο τουλάχιστον φορές σε απεργία. Αποδεικνύεται ότι από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι μαζικές οργανώσεις, οι εργαζόμενοι είχαν ήδη μια πλούσια εμπειρία και παραδόσεις ταξικής πάλης.

Ήταν αυτή η εμπειρία της εργατικής τάξης που συσσωρεύτηκε πριν την πρώτη ρωσική επανάσταση και εκφράστηκε στην οργάνωση απεργιών, στη συνωμοτικότητα, στη συνεχή επαφή και τους οριζόντιους δεσμούς που οδήγησαν νομοτελειακά τους εργάτες στη δημιουργία των Σοβιέτ και την ευρύτατη διάδοση του συνδικαλιστικού κινήματος. Ήταν ένα ποιοτικό άλμα στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, που προετοιμάστηκε από δεκαετίες ποσοτικής ανάπτυξης.

Το σωματείο, όπως έδειξε η Ιστορία, είναι η πρώτη μορφή οργάνωσης των εργατών. Αυτή η μορφή έχει πολλές αδυναμίες σε σύγκριση με αυτό που επιτεύχθηκε στα Σοβιέτ.

Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η άποψη των ανθρώπων της εποχής: Το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, που πραγματοποιήθηκε το 1903, περιγράφει τον επαγγελματικό αγώνα των εργαζόμενων ως εξής:

«Ο επαγγελματικός αγώνας των εργατών είναι μια απαραίτητη συνέπεια της θέσης του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κοινωνία (...) Αυτός ο αγώνας των εργατών είναι ένα από τα κύρια μέσα αντίδρασης στην τάση του καπιταλιστικού συστήματος να μειώνει το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων (...) Αυτή η πάλη (...) αναπτύσσεται ανεξάρτητα από τον πολιτικό αγώνα του προλεταριάτου, που καθοδηγείται από τη σοσιαλδημοκρατία, οδηγεί στον κατακερματισμό των προλεταριακών δυνάμεων και στην υπαγωγή του κινήματος της εργατικής τάξης στα συμφέροντα των ιδιοκτητριών τάξεων. » [1]

Το 1917, η εφημερίδα των Μπολσεβίκων Πράβντα, αριθ. 47 της 16ης (3) Μάη, έγραψε: «Το συνδικάτο είναι το πρώτο σκαλί με το οποίο ο εργάτης μπαίνει στην οργανωμένη ζωή και δράση.» [2]

Αυτά είναι τα καθήκοντα που συνήθως αντιμετώπιζαν τα εργατικά συνδικάτα στη Ρωσία στις αρχές του εικοστού αιώνα:

  • Οργάνωση εργαζόμενων μιας επιχείρησης/κλάδου.
  • Ανάπτυξη ενιαίων αιτημάτων για την παρουσίασή τους στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων.
  • Εκλογή των ηγετών τους.
  • Προετοιμασία και διεξαγωγή απεργιών.
  • Συγκέντρωση χρημάτων (συνδρομών), έλεγχος και η λογιστική καταχώριση των πόρων.
  • Κατανομή των κεφαλαίων από το ταμείο κατά τη διάρκεια της απεργίας μεταξύ των οικογενειών των απεργών.
  • Διαπραγμάτευση με τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, τη διοίκηση και τις Αρχές.
  • Εκτύπωση φυλλαδίων και διανομή τους.
  • Καθιέρωση οριζόντιων δεσμών με άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομάδες.
  • Πάλη με την απεργοσπασία (ανακοίνωση των θέσεων υπό καθεστώς μποϊκοτάζ, οργάνωση περιφρούρησης κλπ.).

Η δραστηριότητα των εργατικών συνδικάτων συνέβαλε στην ανάπτυξη της συνήθειας της δημοκρατίας στο εργατικό περιβάλλον. Η λήψη οποιασδήποτε απόφασης δεν ήταν απλή υπόθεση -δεν πρέπει μόνο να εκφράσετε την άποψή σας, αλλά και να την υποστηρίξετε, να ακούσετε άλλες θέσεις. Κατά τη συζήτηση, την οξυμένη ανταλλαγή απόψεων, κατακτιόταν η πλειοψηφία για την ψηφοφορία, πείθονταν οι ταλαντευόμενοι. Μετά από την ίδια την ψηφοφορία, διαμορφωνόταν επιτόπου ο μηχανισμός υλοποίησης της απόφασης.

Αλλά ταυτόχρονα, τα συνδικάτα έδιναν κυρίως οικονομική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα, που οδηγούσε τους εργαζόμενους σε διαχωρισμό κατά κλάδο και δεν ευνοούσε την ένταξή τους στον πολιτικό αγώνα.

Τι ονομάζεται συνδικάτο

Κάθε συνδικαλιστική οργάνωση έχει διττό χαρακτήρα.

Από τη μία πλευρά, είναι ένα φαινόμενο του κόσμου των εμπορευμάτων και του ανταγωνισμού. Μη διαθέτοντας κεφάλαιο, οι εργαζόμενοι μπαίνουν στην αγορά με το μοναδικό τους εμπόρευμα, την εργατική τους δύναμη. Και εδώ τους περιμένει ένας ύπουλος εχθρός -οι οργανωμένοι αγοραστές, δηλαδή όσοι αγοράζουν εργατική δύναμη. Σε οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή, αμφότερα τα μέρη -τόσο ο πωλητής όσο και ο αγοραστής- προσπαθούν να μη χάσουν το όφελός τους. Τα συμφέροντα των αγοραστών σε αυτήν την περίπτωση απαιτούν το διαχωρισμό των πωλητών. Μιλώντας με κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά, οι εργοδότες έχουν ένα πλεονέκτημα και συνήθως επιβάλλουν τις πιο ευνοϊκές για τον εαυτό τους και τις πλέον δεσμευτικές για τους εργάτες συνθήκες. Οι πωλητές αναγκάζονται, εξυπηρετώντας τα καθαρά εμπορικά τους συμφέροντα, να ψάξουν τις καλύτερες μορφές πώλησης του μοναδικού εμπορεύματός τους. Δημιουργούν ειδικές «επιχειρήσεις» που ενώνουν το εμπόρευμα (εργατική δύναμη) και προχωρούν σε διαπραγματεύσεις με τους αγοραστές από μια πιο συμφέρουσα, πλέον, θέση. Προκύπτει ότι το συνδικάτο είναι ένα καθαρό φαινόμενο του καπιταλισμού, μια οργάνωση της εργατικής τάξης που πουλάει εργατική δύναμη, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντά της σε αντίθεση με τα συμφέροντα των αγοραστών, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να υπονομεύσουν την ένωση των «εταίρων» τους στη συναλλαγή.

Αλλά, από την άλλη πλευρά, το συνδικάτο είναι μια οργάνωση που συμβάλλει στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης μεταξύ των εργατών. Ενωμένοι στα συνδικάτα οι εργάτες δε θέλουν απλά να πουλάνε πιο ακριβά την εργατική τους δύναμη, ενεργούν συλλογικά ενάντια στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Στα μέλη των μαχόμενων συνδικάτων αναπτύσσεται η μια κατανόηση ότι οι εργάτες (ακόμη και του «δικού τους» κλάδου) έχουν συλλογικό συμφέρον σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, που και αυτοί είναι ενωμένοι από ένα ιδιαίτερο συμφέρον. Συνήθως, οι προλετάριοι που ασχολούνται με τον οικονομικό αγώνα δεν μπορούν να ξεπεράσουν αυτήν την κατανόηση χωρίς τη βοήθεια του κόμματος των επαναστατών μαρξιστών. Ο Λένιν έγραψε γι’ αυτό στο διάσημο έργο του Τι να κάνουμε;:

«Την ταξική πολιτική συνείδηση μπορούμε να την φέρουμε στον εργάτη μόνο από τα έξω, δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες και στους εργοδότες. » [3]

Ο πολιτικός αγώνας εξελίχτηκε στο επίπεδο των Σοβιέτ, που ήταν οργανώσεις άλλου είδους, και επέτρεψαν την έξοδο από τα όρια του οικονομισμού. Οι μπολσεβίκοι εκτίμησαν πολύ και αμέσως τη νέα δημιουργική δραστηριότητα των μαζών. Η Ιστορία δεν έχει ακόμη γνωρίσει μια τέτοια μορφή ενοποίησης όσων υφίστανται την εκμετάλλευση -με την πάροδο του χρόνου, όλες οι εργαζόμενες τάξεις μπόρεσαν να συναντηθούν στα Σοβιέτ.

Ωστόσο, αρχικά τα Σοβιέτ ήταν μόνο πιο πολύπλοκες από τα συνδικάτα οργανώσεις των εργατών.

Τι είναι τα σοβιέτ

Οι απεργίες επιτρέπουν στους εργαζόμενους να πετύχουν μεμονωμένες νίκες, αλλά η πίεση από τους καπιταλιστές πολύ γρήγορα απαξιώνει την επιτυχία των απεργών και οι κολεκτίβες πρέπει να ξαναρχίσουν τα πάντα από την αρχή. Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης το 1917 στη Ρωσία το έδειξε γλαφυρά: Ούτε οι απεργίες, ούτε οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν μπορούσαν να βελτιώσουν τη ζωή των εργατών για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και συχνά επιτυγχάνονταν σοβαρές απεργιακές νίκες και η άτυπη καθιέρωση της οκτάωρης μέρας (μερικές φορές επιβαλλόταν ακόμα και εργάσιμη μέρα έξι ωρών χωρίς μείωση της αμοιβής).

Η αστική τάξη επιδιώκει πάντοτε να εκμεταλλεύεται την αδυναμία και τη διάσταση ανάμεσα στους ταξικούς της εχθρούς. Συνήθως ψηφίζονται νόμοι που απαγορεύουν στους εργαζόμενους να χρησιμοποιούν τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους αγώνα, η κατάσταση στην αγορά εργασίας χρησιμοποιείται δεξιοτεχνικά. Η κλαδική διαίρεση των συνδικαλιστικών οργανώσεων καθιστά εφικτή την κατάπνιξη των ανεπαρκώς συνειδητών εργατών στον τόπο δουλειάς, αποτρέποντάς τους από το να ενωθούν.

Οι εργαζόμενοι, που έχουν διδαχτεί από την εμπειρία του αγώνα ενάντια στην αστική τάξη, μπορεί να χρειαστούν νέες μορφές ταξικής ενότητας, που αντιστοιχούν στα καθήκοντα της οργάνωσης ενός σκληρότερου ταξικού αγώνα.

Η εργατική τάξη της Ρωσίας στα χρόνια της πρώτης ρωσικής επανάστασης έφτασε στη δημιουργία των Σοβιέτ, των αιρετών ταξικών οργάνων, που είναι ικανά να επιλύουν όχι μόνο τα πιεστικά ζητήματα της επιβίωσης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και να υψωθούν σε κρατική κλίμακα.

Το 1905, στην κορύφωση της επανάστασης, σε μια σειρά βιομηχανικών πόλεων προέκυψε μια κατάσταση κατά την οποία στην ίδια βιομηχανικά ανεπτυγμένη περιοχή λειτουργούσαν ταυτόχρονα αρκετές απεργιακές επιτροπές και οι εργάτες των διάφορων επιχειρήσεων αντιμετώπισαν την ανάγκη συνεχούς συντονισμού της δράσης τους. Η ένωση των εκλεγμένων αντιπροσώπων από διάφορες απεργιακές επιτροπές ονομάστηκε Σοβιέτ. Ορισμένες επιχειρήσεις έστειλαν τους αντιπροσώπους τους στο Σοβιέτ χωρίς εκλογή στην εσωτερική επιτροπή· στην περίπτωση αυτή, η γενική συνέλευση των εργαζόμενων ψήφιζε και ενέκρινε τους υποψηφίους. Έτσι, τα Σοβιέτ αναπτύχθηκαν από τη ζωτική πρωτοβουλία της βάσης. Και αναγκάστηκαν αμέσως να μετατραπούν από συνελεύσεις των εργατών που δημιουργήθηκαν για να επιλύουν μεμονωμένα καθήκοντα διαμαρτυρίας, σε καθολικά καθοδηγητικά όργανα, ικανά και να λαμβάνουν αποφάσεις σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και να οργανώνουν την υλοποίησή τους. Έπρεπε αμέσως να βρίσκονται παράλληλα λύσεις όχι μόνο για το συντονισμό του απεργιακού αγώνα, αλλά και για την οργάνωση της τροφοδοσίας των οικογενειών των εργατών όλων των επιχειρήσεων όπου γινόταν απεργία. Κατά τη διάρκεια της περαιτέρω ανάπτυξής τους, τα Σοβιέτ, περνώντας από το απλό στο σύνθετο, αποκτούσαν μια κλιμακωτή ιεραρχία από τις επιτροπές βάσης (Σ.τ.Μ.: πρωτοβάθμιες) στις επιτροπές πόλης και πάνω. Στο επαναστατικό έτος του 1917, ακολουθώντας το παράδειγμα των εργατών, οι αγρότες, οι στρατιώτες και οι κοζάκοι θα δημιουργήσουν τα δικά τους Σοβιέτ. Σοβιέτ, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά στρώματα του εκμεταλλευόμενου πληθυσμού, θα έχουν έντονη τάση να ενωθούν. Αυτό θα οδηγήσει στη δημιουργία των Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και αγροτών αντιπροσώπων. Τα πανρωσικά συνέδρια των Σοβιέτ θα διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στον προσδιορισμό της τύχης ολόκληρης της χώρας. Στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ μετά από τη νικηφόρα προλεταριακή εξέγερση ο Β. Ι. Λένιν θα διακηρύξει τη σοβιετική εξουσία.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης τα Σοβιέτ ήταν τα όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αφού τα Σοβιέτ, που εκπροσωπούσαν τους εργάτες, τους αγρότες και τις άλλες εργαζόμενες τάξεις, μπόρεσαν να ενωθούν, οι εργάτες κάτω από την ηγεσία του Κόμματος των Μπολσεβίκων μπόρεσαν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σε αυτά.

Στο έργο του Ζητήματα λενινισμού ο I. Β. Στάλιν έγραφε: «Τα Σοβιέτ είναι μαζίκή οργάνωση όλων των εργαζόμενων της πόλης και του χωριού. Δεν είναι οργάνωση κομματική. Τα Σοβιέτ είναι η άμεση έκφραση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Μέσω των Σοβιέτ εφαρμόζονται όλα τα μέτρα για το δυνάμωμα της δικτατορίας και την ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μέσω των Σοβιέτ πραγματοποιείται η καθοδήγηση της αγροτιάς από το προλεταριάτο στον κρατικό τομέα. Τα Σοβιέτ συνενώνουν τα εκατομμύρια των εργαζόμενων μαζών με την πρωτοπορία του προλεταριάτου.» [4]

Ο δημοκρατικός αγώνας μέσα στα σοβιέτ

Τα νέα αντιπροσωπευτικά σώματα έγιναν αμέσως, με την εμφάνισή τους, το πεδίο σύγκρουσης αντίθετων ταξικών θέσεων. Μέσα στα Σοβιέτ, ιδιαίτερα πριν τον Οκτώβρη του 1917, διεξαγόταν σκληρή εσωτερική φραξιονιστική πάλη, στην οποία οι Μπολσεβίκοι, που είχαν πραγματικά προλεταριακές θέσεις, κατάφεραν να έχουν ένα σαφές πλεονέκτημα έναντι των αστών σοσιαλιστών με δημοκρατικό τρόπο.

Η ταξική ουσία των Σοβιέτ δημιουργούσε στο εσωτερικό τους συνθήκες κάτω από τις οποίες όλες οι αντιμαχόμενες δυνάμεις ήταν αναγκασμένες να υπολογίζουν τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Σε αυτό συνίσταται μια από τις διαφορές μεταξύ των Σοβιέτ και του κοινοβουλίου -στο τελευταίο μπορούν εύκολα να δρουν ομάδες που διακηρύσσουν ανοιχτά την αντεργατική φύση τους. Επιπλέον, σε συνθήκες μιας επίφασης του δημοκρατισμού, στα αστικά κοινοβούλια παρατηρείται μια τάση που οδηγεί στη μείωση των βουλευτών που εκπροσωπούν τους εργάτες. Στη σημερινή Κρατική Δούμα της Ρωσίας δεν υπάρχει ούτε ένας εργάτης βουλευτής που να ενεργεί εξ ονόματος της τάξης του. Τα κοινοβούλια έχουν ιστορικά δημιουργηθεί ως όργανα κυριαρχίας των εκμεταλλευτών, ενώ τα Σοβιέτ έχουν εντελώς αντίθετη βάση. Αναπτύχθηκαν από τις ομάδες των προλετάριων απεργών για τον αγώνα για την εργατική υπόθεση.

Τα Σοβιέτ, ως στάδιο της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος (και αργότερα σε ευρύτερη κλίμακα, ολόκληρου του επαναστατικού κινήματος των εργαζόμενων), έχουν πολλά πλεονεκτήματα έναντι των μορφών των προηγούμενων σταδίων του αγώνα.

Ο ανοργάνωτος αγώνας και τα μικρά σαμποτάζ δίνουν στον εργάτη ελάχιστη ικανοποίηση από τη ζημιά που προκλήθηκε στον καπιταλιστή. Τέτοιες ενέργειες δε θα αυξήσουν τους μισθούς, δε θα ακυρώσουν ένα ασήκωτο πλάνο, δε θα συντομεύσουν την εργάσιμη μέρα.

Έχοντας φτάσει στο επίπεδο των οργανωμένων απεργιών, έχοντας μάθει να δημιουργούν συνδικάτα, οι εργάτες ενεργούν ήδη ως τάξη. Αλλά τα συνδικάτα, ακόμα και εκείνα που γνωρίζουν πώς να οργανώνουν νικηφόρες απεργίες, έχουν ένα ανώτατο όριο δυνατοτήτων, που δεν τους επιτρέπει να αποσπαστούν από τα όρια της οικονομικής πάλης και της αστικής εργατικής πολιτικής.

Για έναν πολιτικό αγώνα για τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζόμενων, χρειάζονται οργανώσεις άλλου επιπέδου, για παράδειγμα, τα Σοβιέτ. Στο έδαφος των Σοβιέτ, η εργατική τάξη υπό την ηγεσία του επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος μπορεί να λύσει δημοκρατικά τα πρώτα σημαντικά καθήκοντά της: Να συντρίψει τα αστικά σοσιαλιστικά κόμματα και να ενώσει γύρω της όλο το λαό (με εξαίρεση τις εκμεταλλεύτριες τάξεις).

Τα Σοβιέτ ξεπέρασαν τα συνδικάτα, επειδή ξεπέρασαν τα επαγγελματικά όρια. Συνενώνοντας τους αντιπροσώπους όλων των επιχειρήσεων μιας δεδομένης περιοχής σ’ ένα αντιπροσωπευτικό όργανο που έχει πραγματική εξουσία, το Σοβιέτ συσσωρεύει τη βούληση της εργατικής τάξης, η οποία γίνεται ένα ορατό υποκείμενο της πολιτικής. Μόλις ληφθεί η απόφαση, οργανώνεται αμέσως η υλοποίησή της. Η ταξική προλεταριακή σύνθεση των Σοβιέτ καθιστά δυνατή την αγνόηση και, αν χρειαστεί, την καταστολή της βούλησης των εχθρικών στρωμάτων της κοινωνίας χωρίς περιττή καθυστέρηση.

Η Ιστορία έχει δείξει την εκπληκτική αποτελεσματικότητα των νέων προλεταριακών οργάνων εξουσίας. Η σοβιετική εξουσία μπόρεσε πολύ γρήγορα και να καθιερώσει την οχτάωρη εργάσιμη μέρα και να νομοθετήσει τον εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις και στη συνέχεια να πραγματοποιήσει την εθνικοποίηση όλης της βιομηχανίας. Γενικά, αυτά τα ζητήματα αποδείχτηκαν τα πρώτα και πιο εύκολα για τα Σοβιέτ που ανέλαβαν την εξουσία -άλλωστε, κατά τις προηγούμενες μακρές δεκαετίες, οι εργάτες μόνο να ονειρεύονται μπορούσαν τέτοια επιτεύγματα. Ξεκινώντας από τη λύση απλών ζητημάτων, τα Σοβιέτ αποδείχτηκαν ικανά να βελτιώνουν συνεχώς τη ζωή του πληθυσμού μιας τεράστιας χώρας, να πραγματοποιήσουν και τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση, οργάνωσαν το καλύτερο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο και για μεγάλο χρονικό διάστημα έλυσαν τα θέματα της άμυνας και της ανάπτυξης της επιστήμης. Η σοβιετική εξουσία έγινε η βάση για την εγκαθίδρυση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος της ΕΣΣΔ -του σοσιαλισμού.

Έτσι, τα Σοβιέτ είναι ένα ιστορικό φαινόμενο το οποίο έδειξε την αποτελεσματικότητά του στην αντικαπιταλιστική πάλη. Ίσως η νεότερη ιστορία του 21ου αιώνα προσφέρει νέες μορφές ταξικής ενοποίησης. Αλλά, αν αυτά τα όργανα προκύψουν υπό συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, όταν το προλεταριάτο είναι έτοιμο να αναλάβει την εξουσία, θα έχουν αναπόφευκτα σημάδια των Σοβιέτ. Ακολουθούν ορισμένα ποιοτικά στοιχεία των Σοβιέτ, τα οποία πρέπει να τονιστούν:

  • Η βάση των Σοβιέτ είναι το όργανο που δημιουργείται σύμφωνα με το ταξικό κριτήριο σε παραγωγική-εδαφική βάση. Οι εκλογές γίνονται σε όλες τις επιχειρήσεις μιας συγκεκριμένης περιοχής (πόλη, Περιφέρεια κλπ.). Τα σύνορα οριοθετούνται σαφώς, αφήνοντας έξω από τα Σοβιέτ τις δυνάμεις που είναι σαφώς εχθρικές προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Στην ιστορία της ΕΣΣΔ υπήρξε μια στιγμή που η σύσταση των Σοβιέτ άρχισε να γίνεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παραγωγική αρχή. Οι κομμουνιστές δεν εκτιμούν μονοσήμαντα αυτό το γεγονός, που ανυψώθηκε σε νόμο από το Σύνταγμα του 1936. Η κατάργηση των εκλογών στα Σοβιέτ σύμφωνα με την παραγωγική- εδαφική βάση και το πέρασμα σε εκλογές σύμφωνα με την εδαφική αρχή (όπως εκλέγονται τα αστικά κοινοβούλια), πιθανόν αποδείχτηκε λάθος που συνέβαλε στη μετάλλαξη των σοβιετικών δομών εξουσίας.
  • Βουλευτής δεν εκλέγεται εκείνος που θα διεξαγάγει την πιο όμορφη και πλουσιότερη προεκλογική εκστρατεία. Στα εργατικά Σοβιέτ μπαίνουν άνθρωποι από την παραγωγή, που ορίζονται από εκείνους που εργάζονται δίπλα και μαζί τους. Τον άνθρωπο σε μια επιχείρηση τον ξέρουν σαν την παλάμη τους, από πολλές πλευρές.
  • Ο βουλευτής οποιουδήποτε επιπέδου μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από τους ψηφοφόρους. Αυτό δεν επιτρέπει στους βουλευτές να ξεχνούν τα συμφέροντα των απλών ψηφοφόρων για αρκετά χρόνια πριν τις επόμενες εκλογές, κάτι που είναι χαρακτηριστικό για όλα τα κοινοβούλια. Όποιος εκλέχτηκε, πρέπει να αναφέρει συνεχώς στους ψηφοφόρους για όλες τις πράξεις του.
  • Το Σοβιέτ επικεντρώθηκε αρχικά στην επίλυση επειγόντων θεμάτων και όχι στη «νομοθετική» φλυαρία. Η αρχή του αστικού διαχωρισμού των εξουσιών καταργήθηκε και αυτοί που λαμβάνουν μια απόφαση οργανώνουν οι ίδιοι την εφαρμογή της.
  • Η κρατική εξουσία, στη βάση της οποίας βρίσκονται τα Σοβιέτ, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου.
  • Η σοβιετική εξουσία έχει κλιμακωτή δομή και συνεδριάζει σε συνόδους. Οι βουλευτές δε συνεδριάζουν συνεχώς, αλλά συνέρχονται για να ψηφίσουν νόμους μερικές φορές το χρόνο. Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούν «στον τόπο» τους, δουλεύοντας στην περιοχή τους, στην επιχείρησή τους.
  • Το Σοβιέτ είναι αντιπροσωπευτικό όργανο, αποτελεί πεδίο εσωτερικού αγώνα, όπου τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης πρέπει ακόμα να περιφρουρηθούν με πολιτικές μεθόδους. Το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αυτό το καθήκον. Αποδείχτηκε από την πρακτική ότι μετά από την εγκαθίδρυση της εξουσίας των Σοβιέτ η ταξική πάλη εντείνεται.
  • Στο Σοβιέτ μπορούν να λειτουργούν μόνο εκείνα τα κόμματα που βρίσκονται κοντά στα συμφέροντα του προλεταριάτου. Η ιστορία της ΕΣΣΔ έδειξε ότι, αν το Σοβιέτ δέχεται ανοιχτά αστικές δυνάμεις (οι οποίες διεισδύουν κατά κύριο λόγο μέσα από τις εδαφικές περιφέρειες), αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε σκληρή πάλη, ικανή να καταστρέψει τη σοβιετική εργατική εξουσία και τα ίδια τα Σοβιέτ. Αυτός ο ιερός κανόνας είναι που παραβιάστηκε κατά τη διαδικασία της Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ.

Τα Σοβιέτ, έχοντας γεννηθεί ως όργανο τοπικής αυτοδιοίκησης των εργατών, ξεπέρασαν αμέσως αυτό το καθεστώς τους, καθώς, παράλληλα με την εμφάνισή τους, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις και οι υποταγμένες σε αυτές πολιτικές δυνάμεις άρχισαν να παλεύουν εναντίον τους δραστήρια και ασυμβίβαστα. Στην ανάπτυξη των Σοβιέτ έγινε φανερό ότι αποτελούν το φυσικό κέντρο για την οργάνωση του αγώνα κατά του καπιταλισμού και για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Στο άρθρο του, του 1905, «Σοσιαλισμός και Αναρχισμός», ο Β. Ι. Λένιν έγραψε: «Τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών δεν είναι εργατικό κοινοβούλιο, ούτε όργανο προλεταριακής αυτοδιοίκησης, γενικά δεν είναι όργανο αυτοδιοίκησης, αλλά μαχητική οργάνωση για την επίτευξη ορισμένων σκοπών. » [5]

Οι αυθόρμητες μορφές δημοκρατίας

Η ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας στην επαναστατική περίοδο δεν οδηγεί μόνο στην εμφάνιση των εργατικών ενώσεων και των Σοβιέτ. Το 1917 η αυθόρμητη μαζική δημοκρατία έδωσε ένα ευρύ κίνημα με εκδηλώσεις στους δρόμους και σε συνέδρια. Αμέσως μετά από τα γεγονότα του Φλεβάρη, οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι αγρότες δημιουργούν πολλές επιτροπές, πραγματοποιούν κάθε μέρα πολλές διαδηλώσεις, συνελεύσεις, εκλογές σε διάφορες αντιπροσωπευτικές και βουλευτικές δομές που προκύπτουν εκείνη τη στιγμή.

Στα εργοστάσια στα βιομηχανικά κέντρα πραγματοποιούνται διαρκείς συνελεύσεις με την υιοθέτηση όχι μόνο οικονομικών, αλλά και πολιτικών ψηφισμάτων.

Στις στρατιωτικές μονάδες, τόσο στα μετόπισθεν όσο και στο μέτωπο, γίνονται επίσης συνεχείς εκλογές, συνελεύσεις, συγκεντρώσεις και συνέδρια.

Λίγο αργότερα, το 1918, ο Λένιν στο έργο του «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» περιέγραφε την περίοδο αυτή έτσι:

«Οι συγκεντρώσεις είναι ακριβώς ο πραγματικός δημοκρατισμός των εργαζόμενων, το σήκωμά τους, το ξύπνημά τους για μια καινούργια ζωή, τα πρώτα τους βήματα στο στίβο που αυτοί οι ίδιοι έχουν καθαρίσει από τα καθάρματα (τους εκμεταλλευτές, τους ιμπεριαλιστές, τους τσιφλικάδες, τους καπιταλιστές) και θέλουν να μάθουν να τον οργανώνουν οι ίδιοι με δικό τους τρόπο, για τον εαυτό τους, πάνω στις αρχές της δικής τους, της σοβιετικής και όχι της ξένης, όχι της αρχοντικής, όχι της αστικής εξουσίας.» [6]

Οι δραστήριες συγκεντρώσεις έγιναν το πεδίο οξείας πολιτικής πάλης. Όλα τα ψέματα των φιλελευθέρων και των αστών σοσιαλιστών εδώ είναι ορατά, ακόμα και σ’ εκείνους τους εργαζόμενους οι οποίοι είχαν προηγουμένως εμπιστευτεί αυτούς τους υπηρέτες των καπιταλιστών. Το στάδιο της αυθόρμητης δημοκρατίας επέτρεψε στους εργάτες και σε άλλες εκμεταλλευόμενες τάξεις να αυξήσουν το επίπεδο της ταξικής τους συνείδησης σε μια σαφή κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής στιγμής. Οι άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους και οι βουλευτές τους στα Σοβιέτ είναι οι δυο βαθμίδες της αυθεντικής δημοκρατίας των εργατών.

Ο ρόλος του πρωτοπόρου Κομμουνιστικού Κόμματος

Στην ανάπτυξη της δημοκρατίας των εργαζόμενων τον πρωταρχικό ρόλο έχει το επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι πιο προηγμένοι εκπρόσωποι συμμετέχουν στο Κόμμα για τον πολιτικό αγώνα για την απελευθέρωση των εργαζόμενων. Ένα τέτοιο κόμμα βασίζεται πάντα στο μαρξισμό. Δεν προχωρά σε συμφωνία με την αστική τάξη σε θέματα αρχής και ενεργεί έτσι ώστε με όλες τις δυνάμεις να πετύχει τον επαναστατικό ξεσηκωμό των πλατιών μαζών των εργαζόμενων, πρώτ’ απ’ όλα της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές πρέπει να είναι έτοιμοι να πάνε στον πολιτικό αγώνα με όλα τα μέσα (εφαρμόζοντας το ένα ή το άλλο, ανάλογα με την τρέχουσα κατάσταση) και όχι μόνο για να διευκολύνουν τη ζωή του εργαζόμενου λαού, αλλά και κατά του καπιταλισμού και υπέρ του σοσιαλισμού. Το λενινιστικό κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν ακριβώς μια τέτοια πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Στον αγώνα αναπτύχθηκαν και οι αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, από τις οποίες καθοδηγείται το Κόμμα στη δράση του: Τα καθοδηγητικά όργανα εκλέγονταν στα Συνέδρια και τις Συνδιασκέψεις που συνέρχονταν από εκπροσώπους όλων των Οργανώσεων του Κόμματος. Το Συνέδριο είναι το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο, αλλά στα διαστήματα μεταξύ των Συνεδρίων η Κεντρική Επιτροπή που εκλέγεται στο Συνέδριο ηγείται στο Κόμμα. Μια τέτοια δημοκρατία επιτρέπει σε κάθε μέλος του Κόμματος να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων και να ελέγχει τις ενέργειες της ηγεσίας, μέσω της εκλογής των αντιπροσώπων. Σημαντική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν η άνευ όρων εφαρμογή των αποφάσεων που ελήφθησαν, η υποταγή των χαμηλότερων Οργανώσεων στις υψηλότερες, της μειοψηφίας στην πλειοψηφία.

Από τη δεκαετία του 1890 οι ενωμένοι σε κύκλους σοσιαλδημοκράτες προσπαθούσαν να βοηθήσουν ενεργά το εργατικό κίνημα. Περνώντας μέσα από τις καταιγίδες της πρώτης ρωσικής επανάστασης, της επανάστασης του Φλεβάρη, και του Μεγάλου Οκτώβρη, οι μπολσεβίκοι συμμετείχαν ενεργά στη δημιουργία της εργατικής δημοκρατίας και στην ανάπτυξή της. Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στα Σοβιέτ ξεδιπλωνόταν η πάλη ανάμεσα στα διάφορα κόμματα και πολιτικές ομάδες, πολλές από τις οποίες θεωρούσαν τον εαυτό τους σοσιαλιστές, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αστοί και μικροαστοί δημοκράτες. Το 1917, οι εσέροι και οι μενσεβίκοι είχαν σε ορισμένες στιγμές μεγάλο βάρος στα Σοβιέτ, όμως δεν κατάφεραν μέχρι το τέλος να ξεκόψουν με την αστική τάξη και ασκούσαν συνεχώς συμβιβαστική πολιτική. Ως αποτέλεσμα, οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να αποδείξουν την ορθότητα των θέσεών τους στους εργαζόμενους της Ρωσίας.

Η σύνδεση των Σοβιέτ και του επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως έδειξε η Ιστορία, είναι ο αποτελεσματικός τρόπος για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η συμμετοχή των εκπροσώπων της εργατικής τάξης στην Τσαρική Δούμα

Η ανάπτυξη της ταξικής εργατικής δημοκρατίας δεν είναι ο μόνος τρόπος συμμετοχής του προλεταριάτου στην πολιτική πάλη. Η αστική δημοκρατία της περιόδου του τσαρισμού, αν και ήταν πολύ σχετική, επέτρεψε στους Μπολσεβίκους να αξιοποιήσουν τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες που είχαν αποσπαστεί από το δεσποτισμό, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Μια ομάδα εργατών βουλευτών λειτούργησε στην Κρατική Δούμα των συνόδων ΙΙ-IV, από το 1907 έως το 1914. Βρισκόμενοι συνεχώς στη μειοψηφία και υπό την εποπτεία της αστυνομίας, οι μπολσεβίκοι βουλευτές δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τη «νομοθετική» δραστηριότητα του κοινοβουλίου. Αλλά μπόρεσαν να κάνουν πολλά για να βοηθήσουν το εργατικό κίνημα. Οι ερωτήσεις των βουλευτών και η δημοσιότητα των σημαντικότερων ζητημάτων για το εργατικό κίνημα μπορούσαν να διευκολύνουν τη ζωή των εργαζόμενων σε ορισμένες περιπτώσεις. Αλλά το κύριο που μπορούσε να κάνει η μπολσεβίκικη παράταξη ήταν να δηλώσει δημόσια τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, πράγμα που, φυσικά, συνέβαλε στη συσπείρωσή της. Το γεγονός ότι, στην αρχή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όλοι οι μπολσεβίκοι βουλευτές στάλθηκαν σε μια απομακρυσμένη εξορία της Σιβηρίας υποδηλώνει ότι η φωνή των εργατών βουλευτών ενοχλούσε πολύ τους εκμεταλλευτές στην υπόθεση της καταστολής και της εξαπάτησης του εργαζόμενου λαού.

Αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε -και αυτό έγινε κατανοητό από τους μπολσεβίκους- ότι η συμμετοχή στο αστικό κοινοβούλιο έχει μόνο υποστηρικτικό ρόλο για το εργατικό κίνημα. Η πρακτική έχει δείξει ότι οι ελπίδες των αστικοδημοκρατικών σοσιαλιστών πως η συμμετοχή στην κοινοβουλευτική δραστηριότητα και όχι ο επαναστατικός αγώνας θα απελευθερώσει την εργατική τάξη είναι αβάσιμες και επιβλαβείς. Τώρα, όπως και στις αρχές του 20ού αιώνα, στον πολιτικό στίβο δρουν οι «φίλοι του λαού» που βρίσκουν καταφύγιο στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι η πραγματική δημοκρατία δεν είναι η δυσκολότατη οργανωτική δουλειά στη βάση για την οικοδόμηση επιτροπών, συνδικάτων και Σοβιέτ, αλλά η φλυαρία της Δούμας. Η εμπειρία της συμμετοχής των διάφορων κοινοβουλευτικών ομάδων των σοσιαλιστών στην Κρατική Δούμα στις αρχές του 20ού αιώνα έδειξε καλά ποιος από αυτούς είχε δίκιο -οι μπολσεβίκοι ή εκείνοι που για χάρη του συμβιβασμού «συγχώνευαν» το εργατικό κίνημα με την αστική τάξη.

Το Κόμμα και η Σοβιετική Δημοκρατία μετά από τη νίκη της επανάστασης

Έτσι, το Κομμουνιστικό Κόμμα, οργανωμένο με βάση τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, συγκεντρώνει τους συνειδητούς εκπροσώπους της εργατικής τάξης για να λύσει όλα τα οξυμένα ζητήματα της εποχής μας, να τροφοδοτήσει τα όργανα διοίκησης και τη λαϊκή οικονομία με τα καλύτερα στελέχη του. Όταν τα Σοβιέτ, ως όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου, και το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως το πρωτοπόρο τμήμα του προλεταριάτου, δρουν συνδυασμένα και αλληλοσυμπληρώνονται, από αυτήν την ένωση μπορεί να προκύψει πολύ σοβαρή και εποικοδομητική δραστηριότητα, οικοδομείται ο σοσιαλισμός. Κατά την περίοδο 1917-1956 η Σοβιετική Ένωση μπόρεσε να πετύχει πολλά: Νικήθηκαν οι στρατιές των Λευκών και των παρεμβασιών, πραγματοποιήθηκε το σχέδιο εξηλεκτρισμού όλης της χώρας, πραγματοποιήθηκε η κολεκτιβοποίηση και η εκβιομηχάνιση, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με τη νίκη του σοβιετικού λαού, ξαναχτίστηκε η κατεστραμμένη μετά από τον πόλεμο οικονομία.

Αλλά η ανάπτυξη της δημοκρατίας της εργατικής τάξης μετά από τη νίκη της επανάστασης αντιμετώπισε επίσης σοβαρές δυσκολίες, που είχαν αρχικά δει οι έμπειροι μαρξιστές, για παράδειγμα, ο Β. Ι. Λένιν και ο I. Β. Στάλιν. Έτσι, ο Β. I. Λένιν στο έργο του Ο «αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού περιγράφει το σχήμα αλληλεπίδρασης μεταξύ Κόμματος και Σοβιέτ:

«Οι σχέσεις ανάμεσα στους αρχηγούς-το Κόμμα-την τάξη και τις μάζες και ταυτόχρονα η στάση της δικτατορίας του προλεταριάτου και του Κόμματός του απέναντι στα συνδικάτα παρουσιάζονται σήμερα σε μας συγκεκριμένα ως εξής: Τη δικτατορία την πραγματοποιεί το οργανωμένο στα Σοβιέτ προλεταριάτο, που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων...» [7]

Αλλά παράλληλα, προβλέποντας μια πιθανή εξέλιξη των γεγονότων, ο Β. Ι. Λένιν πρόσθετε:

«Φοβόμαστε μια υπέρμετρη αύξηση των μελών του Κόμματος, γιατί οι καριερίστες και οι παλιάνθρωποι, που δεν αξίζουν παρά μόνο τουφέκι, προσπαθούν οπωσδήποτε να τρυπώσουν στις γραμμές του κυβερνητικού κόμματος. » [8]

Το θέμα δυσκόλεψε επειδή ο μηχανισμός κριτικής και ελέγχου του Κόμματος από τα κάτω, από την πλευρά των πλατιών μαζών των εργαζόμενων, έτεινε να αποδυναμώνεται. Στο Κόμμα, σε ηγετικές θέσεις από καιρό σε καιρό βρίσκονταν άνθρωποι που έπρεπε να εκκαθαριστούν. Αναλύοντας την κατάσταση με τη βλαπτική επίδραση της γραφειοκρατίας στο Κόμμα, καθώς και στην Κομσομόλ, τις συνδικαλιστικές και τις οικονομικές οργανώσεις, ο I. Β. Στάλιν στην ομιλία του στο 8ο Συνέδριο της Κομσομόλ το 1928 δήλωσε:

«Πώς θα βάλουμε τέρμα στη γραφειοκρατία σ’ όλες αυτές τις οργανώσεις; Για να γίνει αυτό υπάρχει ένας και μοναδικός δρόμος: Να οργανωθεί ο έλεγχος από τα κάτω, να οργανωθεί η κριτική των μαζών των εκατομμυρίων της εργατικής τάξης, ενάντια στη γραφειοκρατία των ιδρυμάτων μας, ενάντια στις ελλείψεις τους, ενάντια στα λάθη τους. Ξέρω πως, ξεσηκώνοντας την οργή των εργαζόμενων μαζών ενάντια στις γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις των οργανώσεων μας, καμιά φορά αναγκαζόμαστε να θίξουμε και μερικούς συντρόφους μας που στο παρελθόν πρόσφεραν υπηρεσίες, μα που σήμερα πάσχουν από την αρρώστια της γραφειοκρατίας. Μα μπορεί ποτέ αυτό να σταματήσει τη δουλειά μας για την οργάνωση του ελέγχου από τα κάτω; Νομίζω πως δεν μπορεί και δεν πρέπει. Για τις παλιές υπηρεσίες πρέπει να υποκλινόμαστε βαθιά μπροστά τους, μα για τα τωρινά λάθη και τη γραφειοκρατία θα έπρεπε να τους δώσουμε μια στο σβέρκο.» [9]

Με τη γραφειοκρατία και τον καριερισμό πάλευαν, αλλά η οργάνωση της κριτικής των τεράστιων μαζών από τα κάτω δεν αναπτύχθηκε αρκετά, ώστε να αντιστρέψει ριζικά την κατάσταση και να σώσει τη χώρα από την εμφάνιση αναξιόπιστων ανθρώπων, ακόμα και κρυφών εχθρών, στην ηγεσία.

Αυτή η κατάσταση οξύνθηκε όταν, το 1936, με την υιοθέτηση του νέου Σοβιετικού Συντάγματος, παραβιάστηκε η αρχή του σχηματισμού των Σοβιέτ σε παραγωγικές εκλογικές περιφέρειες. Αυτό δεν ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα κατά την περίοδο ύπαρξης επαναστατικής ηγεσίας του Κόμματος, αλλά συνέβαλε στην υποβάθμιση των Σοβιέτ και στη μετάλλαξη του Κόμματος από τη στιγμή που στην καθοδήγηση του Κόμματος επικράτησαν καριερίστες και αντισταλινικοί, μετά από το αντισταλινικό 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το επόμενο βήμα στο δρόμο της υποβάθμισης της κομματικής και της οικονομικής καθοδήγησης ήταν η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, η οποία ενίσχυσε τις τάσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, προσανατολίζοντας τις επιχειρήσεις στον όγκο των πωλήσεων και στο κέρδος. Εμφανίστηκε στη χώρα ένας σταθερός «σκιώδης τομέας», στενά συνδεδεμένος με κομματικούς και οικονομικούς εκφυλισμένους. Αυτές οι εμφανιζόμενες καπιταλιστικές σχέσεις συγκαλύπτονταν υποκριτικά με φράσεις για τη δέσμευση στον κομμουνισμό.

Έτσι, η τραγωδία του 1991 συνέβη ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης μη υγιών τάσεων. Δεν υπήρξε πλατιά αντίσταση των εργαζόμενων σε αυτές τις καταστρεπτικές διαδικασίες, επειδή όλα τα οργανωτικά κέντρα, όπως τα Σοβιέτ και το Κόμμα, βρέθηκαν στα χέρια των μεταλλαγμένων.

Γιατί συνέβη αυτό και ποιο ρόλο έπαιξε σε αυτό το δράμα η εργατική δημοκρατία;

Από το 1917, το Μπολσεβίκικο Κόμμα είχε απολύτως δικαιολογημένα τεράστιο κύρος στα Σοβιέτ και τα συνδικάτα. Αρχικά, σε όλες τις βασικές θέσεις βρίσκονταν κομμουνιστές, πολλοί από τους οποίους δοκιμάστηκαν στην παράνομη δουλειά, στην επανάσταση, στα μέτωπα του εμφύλιου πολέμου. Το Κόμμα ένωνε στις τάξεις του τους πιο δραστήριους και συνειδητούς υποστηρικτές της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ήταν εκείνοι που θα μπορούσαν καλύτερα να αντιμετωπίσουν τη λειτουργία της ηγεσίας κατά την περίοδο αυτή. Στρατιωτικές και οικονομικές θέσεις μπορούσαν να καταλάβουν και μη κομμουνιστές, αλλά σε κάθε περίπτωση, κάθε υποψηφιότητα εγκρινόταν, πρώτ’ απ’ όλα, στο κομματικό επίπεδο.

Οι κομμουνιστές δεν ξεχωρίζουν από το λαό, οι κομμουνιστές είναι τμήμα των εργαζόμενων, το πρωτοπόρο τους τμήμα. Είναι λογικό το ότι διευθύνει η πρωτοπορία. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να εκπαιδεύουμε όλο το λαό με τέτοιο τρόπο, ώστε η διοίκηση να γίνει σύντομα καθολική λειτουργία. Και έτσι δε θα χρειάζεται μια ιδιαίτερη ομάδα καθοδηγητών.

Για αυτό, ο Β. I. Λένιν στο λαμπρό του έργο Κράτος και επανάσταση έγραφε:

«Ξεκινώντας απ’ ό,τι έχει ήδη δημιουργήσει ο καπιταλισμός, θα οργανώσουμε τη μεγάλη παραγωγή εμείς οι ίδιοι, οι εργάτες, στηριγμένοι στη δική μας εργατική πείρα, δημιουργώντας μια αυστηρότατη, σιδερένια πειθαρχία, που θα την υποστηρίζει η κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών, θα περιορίσουμε τους δημόσιους υπαλλήλους στο ρόλο των απλών εκτελεστών των εντολών μας, που θα είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, ανακλητοί, μέτρια αμειβόμενοι “επιστάτες και λογιστές” (φυσικά σ’ αυτούς θα συμπεριλαμβάνονται και τεχνικοί όλων των κατηγοριών, ειδών και βαθμών) —αυτό είναι το δικό μας, το προλεταριακό καθήκον, να από τι μπορούμε και πρέπει ν’ αρχίσουμε όταν κάνουμε την προλεταριακή επανάσταση. Μια τέτοια αρχή, πάνω στη βάση της μεγάλης παραγωγής, οδηγεί μόνη της στη βαθμιαία δημιουργία μιας τέτοιας τάξης πραγμάτων —τάξης χωρίς εισαγωγικά, τάξης που δε μοιάζει με τη μισθωτή δουλεία— τέτοιας τάξης, όπου οι διαρκώς απλοποιούμενες λειτουργίες επιστασίας και λογοδοσίας θα εκτελούνται απ’ όλους διαδοχικά, θα γίνονται μετά συνήθεια και τέλος θα ατονήσουν σαν ειδικές λειτουργίες ενός ιδιαίτερου στρώματος ανθρώπων. » [10]

Η Ρωσία τον καιρό της επανάστασης ήταν κατά 80% αγροτική χώρα κι έπρεπε να αυξηθεί το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού. Μέχρι να συσσωρευτεί ένα ευρύ και ικανό στελεχικό απόθεμα, μέχρι να εξαφανιστούν οι ταξικές αντιθέσεις, οι διαφορές μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ πνευματικής και σωματικής εργασίας, το Κόμμα ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν στις κομματικές συνεδριάσεις και στα Σοβιέτ και άλλα δημοκρατικά όργανα' αυτές οι αποφάσεις περνούσαν αυτόματα, συνήθως με πλειοψηφία των μελών του Κόμματος.

Ως αποτέλεσμα, τα Σοβιέτ και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις λειτουργούσαν κάτω από την ιδεολογική καθοδήγηση του Κόμματος, του οποίου ο ρόλος στο σύστημα της εξουσίας των εργαζόμενων ήταν κομβικός. Και το ίδιο το Κόμμα, μέχρι τη δεκαετία του 1950, αντιμετώπιζε με επιτυχία το καθήκον της αυτοκάθαρσης' πετύχαινε να οργανώνει την κριτική από τα κάτω, να απομακρύνει από τις καθοδηγητικές θέσεις εκείνους που ο Στάλιν ονόμαζε «ξιπασμένους ευπατρίδες».

Ωστόσο, ο μηχανισμός αλληλεπίδρασης μεταξύ Κόμματος και εργατικής τάξης, που επέτρεπε να απομακρύνονται από τις καθοδηγητικές θέσεις οι καριερίστες, δεν ήταν αξιόπιστος. Το 1923, στο άρθρο του «Για τα καθήκοντα του Κόμματος» ο Ι. Β. Στάλιν, παρατηρώντας ενδείξεις απόσπασης του Κόμματος από τις εργαζόμενες μάζες, έγραψε:

«Νομίζω ότι, αν δε δείξουμε ένα ορισμένο ελάχιστο όριο εμπιστοσύνης στους εξωκομματικούς, τότε μπορούμε να έχουμε για απάντηση μια μεγάλη δυσπιστία προς τις οργανώσεις μας από μέρους των εξωκομματικών. Η εμπιστοσύνη αυτή προς τους εξωκομματικούς είναι απόλυτα αναγκαία, σύντροφοι. Είναι απαραίτητο να υποχρεώσουμε τους κομμουνιστές ν’ αποσύρουν την υποψηφιότητά τους. Δεν πρέπει να βγάζουμε λόγους για να εκλέγονται μόνο οι κομμουνιστές, πρέπει να ενθαρρύνουμε τους εξωκομματικούς, πρέπει να τους τραβάμε στην κρατική δουλειά. Από αυτό θα έχουμε κέρδος και θ’ αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη των εξωκομματικών προς τις οργανώσεις μας.» [11]

Ένας άλλος λόγος για την εμφάνιση των μεταλλαγμένων στην κομματική καθοδήγηση ήταν η απομάκρυνση από τους κανόνες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού μέσα στο ίδιο το Κόμμα. Η αρχή της λογοδοσίας των ανώτερων οργάνων στα κατώτερα παραβιαζόταν, η ελευθερία της κριτικής καταπνιγόταν από τη διοίκηση, έπαψαν οι περιοδικές εκκαθαρίσεις του Κόμματος από τα ξένα στοιχεία. Αυτή η τάση παγιώθηκε -πράγμα στο οποίο συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό ο βαρύτατος Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, μετά από τον οποίο ξαναέγινε αναγκαία η μορφή της συστράτευσης για την ανοικοδόμηση της οικονομίας (δηλαδή η ανάπτυξη της δημοκρατίας αναβλήθηκε για αργότερα). Οι λειτουργίες της διοίκησης παρέμειναν προσιτές μόνο σε ένα ιδιαίτερο στρώμα ανθρώπων, αν και, από την άποψη της ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, έπρεπε, αντίθετα, να επεκταθεί η δημοκρατία.

Σταδιακά διαμορφωνόταν ένα ανθεκτικό στρώμα κομματικών και οικονομικών «επαγγελματιών καθοδηγητών», που ήταν εύκολο να διαφθαρούν και ήταν πολύ απρόθυμοι να αφήσουν τον οποιονδήποτε να μπει στην κάστα τους. Αυτή η κατάσταση υπέβοσκε για δεκαετίες. Μέχρι το 1991, η ηγεσία του Κόμματος αποτελούνταν σχεδόν εξολοκλήρου από καριερίστες, λανθάνοντες αντικομμουνιστές και καιροσκόπους. Την ίδια στιγμή, τα Σοβιέτ, παραγεμισμένα από βουλευτές που εκλέγονταν από γεωγραφικές εκλογικές περιφέρειες και δεν ήταν ανακλητοί, μετατράπηκαν σε κοινοβούλιο που αντιπροσωπεύει όλους, συμπεριλαμβανομένων και των αναδυόμενων αστικών στρωμάτων της κοινωνίας.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, τα Σοβιέτ δεν αποτελούσαν πλέον όργανα της δικτατορίας των εργαζόμενων. Για πολλούς πολίτες της ΕΣΣΔ ο σοσιαλισμός έπαψε να νοείται ως ανώτατη αξία, ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου -της περιόδου που η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας γινόταν κάτω από την καθοδήγηση εκείνων που από καιρό είχαν σχεδιάσει τη στροφή προς τον καπιταλισμό. Αν θέλουμε να απαντήσουμε σύντομα στο ερώτημα «γιατί ο σοσιαλισμός υπέστη προσωρινή ήττα στην ΕΣΣΔ;», το ΚΕΚΡ (μαρξιστικό-λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο δρα από το 1991) λέει ότι αυτό συνέβη «επειδή η σοβιετική εξουσία έπαψε να είναι σοβιετική και το Κομμουνιστικό Κόμμα έπαψε να είναι κομμουνιστικό».

Αποδείχτηκε ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση, η οποία τελικά συνέβη το 1991, ωρίμαζε για πολύ καιρό μέσα στη σοβιετική κοινωνία. Η τάση μετάλλαξης της κομματικής και οικονομικής καθοδήγησης δεν κατανικήθηκε, αν και οι τρόποι ξεπεράσματός της ήταν σαφείς από τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ο κίνδυνος αυτής της τάσης δεν επιτρέπεται να υποτιμηθεί. Για την οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη, είναι σημαντικό να εξαχθούν συμπεράσματα: Αν το Κόμμα και τα κρατικά όργανα δεν ελέγχονται και δεν κρίνονται από την κομματική βάση και όλους τους εργαζόμενους, αν υπονομεύεται το κύρος του Κόμματος και η εμπιστοσύνη των μαζών, το Κόμμα και τα Σοβιέτ εκφυλίζονται. Η κριτική από τα κάτω και ο έλεγχος από τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις δεν αποτελούν περιττή δημοκρατία, είναι ζήτημα επιβίωσης της σοσιαλιστικής χώρας.

Συμπέρασμα: η εργατική δημοκρατία της νεότερης εποχής

Παρακολουθήσαμε την πορεία της ρωσικής εργατικής δημοκρατίας από τη γέννησή της έως τη στιγμή της τραγικής καταστροφής της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτός ο δρόμος ήταν πλούσιος σε εμπειρία, που αναμφισβήτητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον 21ο αιώνα και όχι μόνο στη Ρωσία. Η εργατική δημοκρατία αποδείχτηκε αναγκαία τόσο για την κατάληψη της εξουσίας όσο και για τη διατήρησή της. Ιδιαίτερη αξία, κατά τη γνώμη μας, έχουν δύο ιστορικά ευρήματα του ρωσικού προλεταριάτου. Αυτά είναι, πρώτον, τα εργατικά Σοβιέτ, με τις αρχές της οικοδόμησής τους. Και, δεύτερο, η τακτική των μπολσεβίκων για την αξιοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού από την εργατική τάξη.

Ακόμα ένα συμπέρασμα: Η ιστορία του εργατικού κινήματος της Ρωσίας απέδειξε ότι οι εργάτες μπορούν και πρέπει να αποκτούν την εμπειρία του δημοκρατισμού στα αρχικά στάδια της οικονομικής και πολιτικής πάλης, πριν ακόμη τεθεί στα σοβαρά το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Και μόλις συσσωρευτεί δημοκρατική εμπειρία, η εργατική τάξη είναι πια έτοιμη να ενεργήσει ως μία ενιαία δύναμη. Χωρίς την εμπειρία της δημοκρατίας από τα κάτω, οι εργάτες δεν μπορούν οι ίδιοι να διευθύνουν αποτελεσματικά σε συνθήκες κρίσης, κάτι που στην πράξη οδηγεί σε θλιβερές και αιματηρές συνέπειες για τους εργαζόμενους.

Είναι σημαντικό να μη θυμόμαστε μόνο τις νίκες, πρέπει να είμαστε σε θέση να αντλούμε τα σωστά συμπεράσματα από τις ήττες. Οι σύγχρονοι κομμουνιστές όλων των χωρών πρέπει να μελετούν την τραγική ιστορία μιας σταδιακής υποχώρησης από τις αρχές της εργατικής και της κομματικής δημοκρατίας στην ΕΣΣΔ, που οδήγησε στην καταστροφή της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας. Αυτή η ανάλυση είναι απαραίτητη προκειμένου να μη γίνουν τα ίδια λάθη στο μέλλον.

Από το 1991, οι εργαζόμενοι της κατεστραμμένης ΕΣΣΔ βρέθηκαν και πάλι σε μια κατάσταση όπου η κρατική εξουσία ανήκει στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και είναι απαραίτητο να αγωνίζονται για τις στοιχειώδεις συνθήκες ύπαρξής τους. Η Ρωσία, το μεγαλύτερο κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης, έχει γίνει μία από τις καπιταλιστικές χώρες. Οι σύγχρονοι εργάτες της Ρωσίας έχουν ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία της προηγούμενης εργατικής τάξης. Πρέπει να ξαναπεράσουμε από την πορεία δημιουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλων δημοκρατικών δομών βάσης.

Πολλά πρέπει να κατακτηθούν, αλλά οι σύγχρονοι εργάτες της Ρωσίας έχουν τα δικά τους νέα δημοκρατικά επιτεύγματα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των περιόδων όξυνσης της ταξικής πάλης, οι εργαζόμενοι έμαθαν πώς να δημιουργούν βραχύβια, αλλά σε τοπική κλίμακα απολύτως ικανά και αποτελεσματικά αντιπροσωπευτικά όργανα -τις επιτροπές σωτηρίας.

Για πρώτη φορά, αυτό συνέβη το 1998, όταν ήταν πολύ διαδεδομένη η μη πληρωμή των μισθών στους εργάτες από την πλευρά των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων, και σε ολόκληρη τη χώρα και ιδίως στην περιοχή του Κουζμπάς, έγιναν μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Η ένταση του αγώνα ήταν τέτοια, που για κάποιο διάστημα παρέλυσε η αστική εξουσία στο Κουζμπάς, χάρη στη δραστηριότητα και την ενίσχυση του ρόλου των επιτροπών απεργίας των ανθρακωρύχων.

Οι επιτροπές σωτηρίας αναζητήθηκαν από τους εργαζόμενους και αργότερα, το 2005, όταν έλαβαν χώρα διαμαρτυρίες κατά της λεγόμενης «νομισματοποίησης των παροχών». Η πρακτική αυτών των εκδηλώσεων έδειξε ότι οι νίκες στον αγώνα επιτυγχάνονται στις περιοχές εκείνες όπου οι εργαζόμενοι όχι μόνο διαδήλωναν, αλλά μπόρεσαν και να οργανωθούν.

Τι είναι αυτές οι επιτροπές σωτηρίας; Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων, οι διαδηλωτές συνήθως διατυπώνουν τις επείγουσες απαιτήσεις τους στις Αρχές. Αλλά αν, μετά από το τέλος του αγώνα, δεν απομείνει κάποιος οργανωμένος πυρήνας που να ελέγχει την ικανοποίηση των αιτημάτων, οι Αρχές δεν τα ικανοποιούν ποτέ.

Ωστόσο, αν επιτόπου στην πορεία των αγώνων, για παράδειγμα, στη συγκέντρωση, γίνουν εκλογές και σχηματιστεί ένα ικανό για δράση όργανο αυθόρμητης δημοκρατίας, οι εργαζόμενοι αποκτούν την ευκαιρία να έχουν ορισμένη επιτυχία. Η Επιτροπή Διάσωσης έχει έναν πολύ σημαντικό μοχλό πίεσης στις αστικές Αρχές: Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να ξαναγίνει συγκέντρωση ή να οργανωθεί μια άλλη, πιο ριζοσπαστική εκδήλωση (για παράδειγμα, αποκλεισμός του αυτοκινητόδρομου). Σε μια κατάσταση όπου οι αξιωματούχοι και οι καπιταλιστές δεν αισθάνονται σίγουροι -και αυτό συμβαίνει σε καταστάσεις μαζικών διαμαρτυριών των εργαζόμενων- μπορούν να ταλαντευτούν και να προχωρήσουν στην εκπλήρωση των λαϊκών απαιτήσεων.

Το ΚΕΚΡ

Το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας (που ιδρύθηκε το 1991) ακολουθεί σταθερά τις λενινιστικές αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και δρα προς την κατεύθυνση της οργάνωσης του αγώνα των εργαζόμενων για τα δικαιώματά τους. Το Κόμμα έχει ενεργή -και σε ορισμένες περιπτώσεις οργανωτική- συμμετοχή σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των εργαζόμενων. Το ΚΕΚΡ μπόρεσε να ενωθεί με αρκετά άλλα κομμουνιστικά κόμματα (το ΚΚΡ, την Ένωση Κομμουνιστών). Το ΚΕΚΡ είναι τώρα μέλος του ΚΚΣΕ, της διεθνούς ένωσης κομμουνιστικών κομμάτων που λειτουργούν στην επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ.

Από το 1994, εκδίδεται το κεντρικό όργανο του ΚΕΚΡ Εργαζόμενη Ρωσία. Μέσα από αυτό, το Κόμμα διαδίδει την εμπειρία του αγώνα της εργατικής τάξης και των ιδεών του κομμουνισμού.

Οι αστικές Αρχές αρνούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη και την καταγραφή του ΚΕΚΡ. Αλλά το 2010 δημιουργήθηκε το νόμιμο κόμμα ΡΟΤ ΦΡΟΝΤ, πυρήνας του οποίου είναι το ΚΕΚΡ. Το ΡΟΤ ΦΡΟΝΤ περιλαμβάνει επίσης έναν αριθμό άλλων αριστερών οργανώσεων και συνδικάτων.

Καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης της σύγχρονης αστικής Ρωσικής Ομοσπονδίας, το ΚΕΚΡ κατάφερε αρκετές φορές να αναδείξει σε αιρετά όργανα σε ομοσπονδιακό και σε περιφερειακό επίπεδο δικούς του εκπροσώπους, που δεν έτρεφαν καμία ελπίδα στην κοινοβουλευτική φλυαρία και καθημερινά με τα λόγια και τις πράξεις τους ενεργούσαν προς το συμφέρον των ανθρώπων της δουλειάς.

Στις εκλογές για τη Δούμα του 1995, παρά το γεγονός ότι το ψηφοδέλτιο του μπλοκ «Κομμουνιστές - Εργαζόμενη Ρωσία - για τη Σοβιετική Ένωση» με διάφορες μεθόδους χειραγώγησης εμποδίστηκε να μπει στο κοινοβούλιο, από τη μονοεδρική περιφέρεια 99 του Βσιέβολοζσκ εκλέχτηκε βουλευτής ο υποψήφιος του ΚΕΚΡ, Βλαντίμιρ Φιόντοροβιτς Γκριγκόριεφ.Για τέσσερα χρόνια, από το βήμα του κοινοβουλίου, αποκάλυπτε την πολιτική του αστικού καθεστώτος, βοηθούσε τις εργατικές κολεκτίβες στον αγώνα τους για τα δικαιώματά τους.

Το 2003, ο Βίκτορ Αρκάντιεβιτς Τιούλκιν εκλέχτηκε στην Κρατική Δούμα της 4ης συνόδου. Ο κόκκινος βουλευτής αξιοποίησε τις αρμοδιότητές του για την ανάπτυξη της εξωκοινοβουλευτικής πάλης των εργαζόμενων, επεξεργάστηκε και προώθησε ενεργά το σχέδιο του ομοσπονδιακού νόμου για το Λάβαρο της Νίκης, στερήθηκε επανειλημμένα το λόγο για ένα μήνα για ριζοσπαστικές δηλώσεις σχετικά με την εξουσία της αστικής τάξης και των υποστηρικτών της.

Εκπρόσωποι του ΚΕΚΡ είχαν επιτυχίες και στις εκλογές σε ορισμένα περιφερειακά αντιπροσωπευτικά όργανα, στο Τιουμέν, στο Κίροφ, στη Δημοκρατία του Νταγκεστάν, στο Τσελιάμπινσκ, στην περιοχή Βλαντίμιρ.

Στις προεδρικές εκλογές του 2018, η Νατάλια Σεργκέγιεβνα Λισίτσινα, μέλος του ΚΕΚΡ, χειριστής γερανού του τμήματος Μαρτέν του εργοστασίου Κίροφ, προτάθηκε για την προεδρία της Ρωσικής Ομοσπονδίας εξ ονόματος του ΦΡΟΝΤ ΡΟΤ. Η αντίδραση του αστικού γραφειοκρατικού μηχανισμού οδήγησε στο να μην καταγραφεί η υποψήφια εργάτρια.

Όπως και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι κομμουνιστές, που υπερασπίζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, πρέπει να αγωνίζονται συνεχώς ενάντια στην αστική πολιτική στο εργατικό κίνημα. Στη Ρωσία υπάρχουν συνδικάτα που είναι υποταγμένα στις αστικές Αρχές, καθώς και διάφορα ψευτοαριστερά, ακόμη και ψευτοκομμουνιστικά κόμματα (το μεγαλύτερο από αυτά είναι το ΚΚΡΟ). Η κριτική αυτών των αστικών μοχλών επιρροής στους εργάτες είναι ένα σημαντικό έργο, που οι πραγματικοί κομμουνιστές δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν. Αυτό το ζήτημα αφορά άμεσα την ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας, καθώς οι οπορτουνιστές προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι οι εργάτες δε χρειάζονται τα δικά τους δημοκρατικά όργανα βάσης (Σ.τ.Μ.: πρωτοβάθμια). Όπου, όμως, εξακολουθούν να δημιουργούνται δομές της βάσης, οι ψευτοαριστεροί ακολουθούν μια συμβιβαστική πολιτική.

Οι κομμουνιστές του ΚΕΚΡ βλέπουν ότι οι σύγχρονοι εργάτες της Ρωσίας αναγκάζονται να λύνουν προβλήματα παρόμοια με αυτά που έμπαιναν στο εργατικό κίνημα στη Ρωσία και στις αρχές του 20ού αιώνα. Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να φέρουν στους εργαζόμενους την ήδη διαθέσιμη ιστορική εμπειρία της δημιουργίας και της δράσης των δημοκρατικών εργατικών οργανώσεων. Αυτό θα επιτρέψει στο ρωσικό εργατικό κίνημα της εποχής μας να μην παρασυρθεί, να μην πέσει κάτω από την επιρροή της αστικής εργατικής πολιτικής. Αλλά το κυριότερο είναι ότι θα δώσει στους εργάτες την απαραίτητη οργανωτική εμπειρία ενόψει της νέας, επερχόμενης επαναστατικής κρίσης.


[1] Το ΚΚΣΕ στις αποφάσεις και τις αποφάσεις των συνεδρίων, των διασκέψεων και των συνόδων της Κεντρικής Επιτροπής, μέρος 1, σελ. 51, 7η έκδ, 1954.

[2] Α. Τενς, «Τι είδους συνδικάτα χρειαζόμαστε;», Πράβντα, αριθ. 47 της 16 (3) Μάη 1917, σελ. 8. Από τη συλλογή Πράβντα Νο. 1-227, 3ο τεύχ., αριθ. 46-69, σελ. 20, Πριμπόι, Λένινγκραντ, 1928.

[3] Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 80, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[4] I. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 8, σελ. 51, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[5] Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 12, σελ. 130, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[6] Ό.π., τόμ. 36, σελ. 202.

[7] Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[8] Ό.π., σελ. 30.

[9] Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 11, σελ. 90, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[10] Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 49-50, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[11] Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 5, σελ. 406-407, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.