Η σοσιαλδημοκρατία στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης. Η πάλη του κομμουνιστικού κόμματος


Ραούλ Μαρτίνεθ, υπεύθυνος του Ιδεολογικού Τομέα της ΚΕ του ΚΚ των Λαών της Ισπανίας, Ραμόν Λόπεθ, μέλος του Ιδεολογικού Τομέα της ΚΕ του ΚΚ των Λαών της Ισπανίας.

Ο αναθεωρητισμός: Ιστορικό φαινόμενο, εχθρικό προς τον κομμουνισμό

Από τη γέννηση του εργατικού κινήματος μέχρι τις μέρες μας ξεδιπλώθηκε στους κόλπους του έντονη διαπάλη ανάμεσα σε δυο τάσεις, την επαναστατική και την οπορτουνιστική. Ο οπορτουνισμός, στο πέρασμα του χρόνου, εκδηλώθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους, τόσο «αριστερούς» όσο και «δεξιούς». Αυτό το άρθρο ασχολείται με το δεξιό οπορτουνισμό ή αναθεωρητισμό, την πηγή από όπου ξεκίνησε το πολιτικό ρεύμα που σήμερα είναι γνωστό ως σοσιαλδημοκρατία, του οποίου ο χαρακτήρας άλλαξε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και από ρεύμα του εργατικού κινήματος μετατράπηκε σε πολιτικό κίνημα φανατικά υπέρμαχο και βασικό πυλώνα του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Ο αναθεωρητισμός εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν, μετά το θάνατο του Φρίντριχ Ένγκελς, ξέσπασε ανοιχτή διαπάλη στους κόλπους του σοσιαλιστικού κινήματος με επικεφαλής τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, το σπουδαιότερο έργο του οποίου «Ο τελικός σκοπός, όποιος κι αν είναι, δεν είναι τίποτα, το κίνημα είναι το παν» [1] έγινε σημαία των οπαδών της θεωρίας του αναθεωρητισμού και της πολιτικής του πρακτικής, του ρεφορμισμού. Ο Λένιν έλεγε σχετικά με αυτό:

«Αυτό το απόφθεγμα του Μπερνστάιν εκφράζει την ουσία του αναθεωρητισμού καλύτερα από πολλούς μακροσκελείς συλλογισμούς. Να καθορίζεις τη στάση σου από περίπτωση σε περίπτωση, να προσαρμόζεσαι στα γεγονότα της ημέρας, στις μεταλλαγές των πολιτικών μικροζητημάτων, να ξεχνάς τα ζωτικά συμφέροντα του προλεταριάτου και τα βασικά χαρακτηριστικά όλου του καπιταλιστικού καθεστώτος, όλης της καπιταλιστικής εξέλιξης, να θυσιάζεις αυτά τα ζωτικά συμφέροντα στα πραγματικά ή υποθετικά οφέλη της στιγμής: αυτή είναι η αναθεωρητική πολιτική. Και από την ίδια την ουσία αυτής της πολιτικής βγαίνει ολοφάνερα πως αυτή μπορεί να παίρνει συνεχώς ποικίλες μορφές και πως κάθε “καινούργιο " πρόβλημα, κάθε κάπως αναπάντεχη ή απρόβλεπτη στροφή των γεγονότων -έστω κι αν η στροφή αυτή δεν έχει αλλάξει παρά ελάχιστα και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τη βασική γραμμή της εξέλιξης- αναπόφευκτα θα γενούν πάντα αυτές ή τις άλλες παραλλαγές του αναθεωρητισμού». [2]

Ο αναθεωρητισμός, υποστηρίζοντας ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είχαν αλλάξει ριζικά, παρουσιάστηκε σαν ρεύμα απροκάλυπτα εχθρικό προς το μαρξισμό, απορρίπτοντας τις βασικές αρχές της μαρξιστικής επιστήμης:

  • Στον τομέα της φιλοσοφίας ο αναθεωρητισμός αρνήθηκε τον κομματικό και ταξικό του χαρακτήρα και σερνόταν στην ουρά της αστικής «επιστήμης» και πίσω από τους νεοκαντιανούς. [3]
  • Στον τομέα της οικονομίας αρνήθηκε τη θεωρία της αξίας, το νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης και το νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης του προλεταριάτου στις νέες συνθήκες του καπιταλισμού. Θέλησε να αποδείξει ότι στον αγροτικό τομέα δεν υπήρχε διαδικασία συγκέντρωσης ιδιοκτησίας και αντικατάστασης των μικρών ιδιοκτητών από μεγάλους. Στήριξε την άποψη ότι η διαδικασία συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας γινόταν πάρα πολύ αργά στον τομέα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Διαμόρφωσε τη θέση ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις θα έβαζαν τέλος στην αναρχία της παραγωγής και κατά συνέπεια θα μειωνόταν αυτόματα η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. [4]
  • Στον τομέα της πολιτικής ο ρεβιζιονισμός προσπάθησε να αναθεωρήσει αυτό που αποτελεί πραγματικά τη βάση του μαρξισμού: τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Η πολιτική ελευθερία, η δημοκρατία, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα καταστρέφουν τη βάση για την πάλη των τάξεων, έλεγαν οι αναθεωρητές. Μιας και στη δημοκρατία επικρατεί η «θέληση της πλειοψηφίας», δεν πρέπει να βλέπουμε το Κράτος σαν όργανο ταξικής κυριαρχίας, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ούτε να απορρίπτουμε τις συμμαχίες με την προοδευτική αστική τάξη ενάντια στους αντιδραστικούς. [5]

Για το Λένιν ο αναθεωρητισμός -ή «επανεξέταση» του μαρξισμού- είναι σήμερα μία από τις κυριότερες, αν όχι η κυριότερη εκδήλωση της αστικής επίδρασης πάνω στο προλεταριάτο και της αστικής διαφθοράς των προλετάριων. [6] Στο έργο του «Η Χρεοκοπία της Β' Διεθνούς» έδωσε τον εξής ορισμό για τον οπορτουνισμό:

«Οπορτουνισμός σημαίνει να θυσιάζονται τα ζωτικά συμφέροντα των μαζών στα προσωρινά συμφέροντα μιας ασήμαντης μειοψηφίας εργατών ή με άλλα λόγια σημαίνει συμμαχία μιας μερίδα εργατών με την αστική τάξη ενάντια στη μάζα του προλεταριάτου». [7]

Η ιδεολογία όμως είναι η αντανάκλαση, στη συνείδηση των ανθρώπων, των κοινωνικών συνθηκών που υπάρχουν αντικειμενικά και κυρίως αντανάκλαση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής. Έτσι, σύμφωνα με τη λενινιστική άποψη, προβάλλουν οι ιστορικές ρίζες του φαινομένου του αναθεωρητισμού και ο ταξικός του χαρακτήρας:

«Σε κάθε καπιταλιστική χώρα δίπλα στο προλεταριάτο υπάρχουν πάντοτε πλατιά στρώματα μικροαστών, μικρονοικοκυρέων. Ο καπιταλισμός γεννήθηκε και γεννιέται συνεχώς από τη μικρή παραγωγή. Ο καπιταλισμός αναπόφευκτα δημιουργεί και πάλι μια ολόκληρη σειρά από “μεσαία στρώματα " [...] Αυτοί οι νέοι μικροπαραγωγοί ξαναρίχνονται έτσι αναπότρεπτα στις γραμμές του προλεταριάτου. Είναι εντελώς φυσικό η μικροαστική κοσμοθεωρία να διεισδύσει ξανά και ξανά στις γραμμές πλατιών εργατικών κομμάτων. Είναι εντελώς φυσικό να γίνεται αυτό και θα γίνεται πάντα ως το ξαφνικό ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης». [8]

Εν ολίγοις ο μαρξισμός-λενινισμός διακρίνει τρία βασικά στοιχεία στο δεξιό οπορτουνισμό ή αναθεωρητισμό:

  • Ο αναθεωρητισμός είναι διεθνές φαινόμενο, καθώς είναι κοινωνικό προϊόν μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής.
  • Ο αναθεωρητισμός εμφανίζεται τακτικά στα εργατικά κόμματα, δεδομένου του κυκλικού χαρακτήρα ανάπτυξης του καπιταλισμού και μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές.
  • Ο δεξιός οπορτουνισμός, αναθεωρώντας τις βασικές αρχές του μαρξισμού, διαστρεβλώνει τον επαναστατικό χαρακτήρα του εργατικού κόμματος, απομακρύνοντάς το από το βασικό του σκοπό: την καταστροφή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. [9]

Απέναντι στην αναθεωρητική πολιτική που απορρέει από αναθεωρητικές θεωρητικές θέσεις, ο Λένιν ανέφερε ότι η αστική τάξη, δίνοντας με το ένα χέρι μεταρρυθμίσεις, με το άλλο χέρι τις παίρνει πίσω, τις εκμηδενίζει ή τις χρησιμοποιεί για να υποδουλώνει τους εργάτες, για να τους διαιρεί σε ξεχωριστές ομάδες, για να διαιωνίζει τη μισθωτή σκλαβιά των εργατών και εργατριών. Γι’ αυτό, ο ρεφορμισμός, ακόμα κι όταν είναι ολότελα ειλικρινής, στην πράξη μετατρέπεται σε όργανο αστικής διαφθοράς και εξασθένισης των εργατών. Η πείρα όλων των χωρών δείχνει ότι όπου οι εργάτες έδωσαν εμπιστοσύνη στους ρεφορμιστές, βρέθηκαν πάντα γελασμένοι. [10]

Η χρεοκοπία της Β' Διεθνούς, Η Σοσιαλδημοκρατία και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος

Η πλειοψηφία των κομμάτων της Β' Διεθνούς οδήγησαν στη χρεοκοπία της, προδίνοντας τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βασιλείας (1912), στις οποίες τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν τεθεί ενάντια στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και καλούσαν το παγκόσμιο προλεταριάτο να αντιπαλέψει ενεργά το ξέσπασμά του. Ωστόσο, στις 4 Αυγούστου του 1914, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν στα κοινοβούλιά τους τις πολεμικές πιστώσεις, ψήφισαν υπέρ του ιμπεριαλιστικού πολέμου και έγιναν μέλη των κυβερνήσεών τους, όπως έκαναν αργότερα οι Άγγλοι και οι Βέλγοι σοσιαλδημοκράτες, στους οποίους η αστική τάξη εμπιστεύτηκε τη διαχείριση του καπιταλισμού κι έτσι μετατράπηκαν από οπορτουνιστικά εργατικά κόμματα σε αστικά κόμματα.

Η πλειοψηφία των κομμάτων που συσπειρώνονταν τότε στη Β' Διεθνή υπέστησαν την πρώτη μεγάλη ιστορική μετάλλαξή τους και μετατράπηκαν σε σοσιαλιστικά εργατικά κόμματα όπου συνυπήρχαν σε συνεχή διαπάλη η οπορτουνιστική και η επαναστατική τάση, σε εθνικά-φιλελεύθερα εργατικά κόμματα, με αποτέλεσμα η Διεθνής να γίνει χίλια κομμάτια, στους κόλπους της οποίας είχε κερδίσει δύναμη ο οπορτουνισμός την περίοδο της σχετικά ήπιας ανάπτυξης του καπιταλισμού μεταξύ του 1871 και 1914.

Ο Λένιν, εν μέσω του Παγκόσμιου Πολέμου, βάθυνε το χαρακτηρισμό του οπορτουνισμού. Όρισε ως οικονομική βάση του σωβινισμού και του οπορτουνισμού τη συμμαχία ανάμεσα σε ορισμένα ανώτερα στρώματα του προλεταριάτου και των μικροαστών -που απολαμβάνουν τα ψίχουλα από τα προνόμια του εθνικού «τους» κεφαλαίου- ενάντια στις προλεταριακές μάζες, ενάντια στις μάζες των εργαζομένων. Αποκάλυψε ότι η παλιά διάκριση των σοσιαλιστών σε οπορτουνιστικό ρεύμα και σε επαναστατικό ρεύμα, χαρακτηριστική της εποχής της Β' Διεθνούς (1889-1914), αντιστοιχούσε εν ολίγοις στη νέα διάκριση σε σωβινιστές και διεθνιστές. Η υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας, η εγκατάλειψη της ιδέας της σοσιαλιστικής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης, η προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό, ο φετιχισμός της αστικής νομιμότητας, η εγκατάλειψη της ταξικής σκοπιάς και της πάλης των τάξεων εξαιτίας του φόβου μην απομακρυνθούν «οι πλατιές μάζες του πληθυσμού» (που σημαίνει οι μικροαστοί), αυτές είναι σύμφωνα με το Λένιν οι ιδεολογικές βάσεις του οπορτουνισμού. [11] Καθώς ο οπορτουνισμός δεν είναι προϊόν της τύχης, ούτε αμαρτία, ούτε ολίσθημα ή προδοσία μιας ομάδας απομονωμένων ατόμων, ο Λένιν είπε ότι πρόκειται για κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, αναδεικνύοντας μάλιστα τον ταξικό του χαρακτήρα:

«Η περίοδος του ιμπεριαλισμού είναι η περίοδος μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στα "μεγάλα ” προνομιούχα έθνη που καταπιέζουν όλα τα υπόλοιπα. Ορισμένα ψίχουλα της λείας που προέρχονται από αυτά τα προνόμια και από αυτή την καταπίεση πάνε αναμφισβήτητα και σε ορισμένα στρώματα των μικροαστών και της εργατικής αριστοκρατίας, καθώς και της γραφειοκρατίας της εργατικής τάξης. Αυτά τα στρώματα, που αποτελούν μια ασήμαντη μειοψηφία του προλεταριάτου και των εργαζόμενων μαζών, τείνουν προς το "στρουβισμό ”, γιατί ο στρουβισμός τούς προσφέρει τη δικαιολόγηση της συμμαχίας τους με τη δική τους εθνική αστική τάξη ενάντια στις καταπιεζόμενες μάζες όλων των εθνών». [12]

«Ο οπορτουνισμός γεννήθηκε μέσα σε δεκαετίες από τις ιδιομορφίες μιας εποχής ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου η σχετικά ειρηνική και πολιτισμένη ζωή ενός στρώματος προνομιούχων εργατών «αστικοποιούσε» αυτούς τους εργάτες, τους έδινε ορισμένα ψίχουλα από τα κέρδη του δικού τους, του εθνικού κεφαλαίου και τους αποσπούσε από τις συμφορές, από τα βάσανα και τις επαναστατικές διαθέσεις της μάζας που ήταν καταδικασμένη στην καταστροφή και στην αθλιότητα.». [13]

Έτσι γινόταν σαφής ο συγκεκριμένος ρόλος της εργατικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας στο γενικό πλαίσιο της πάλης των τάξεων που χαρακτηρίζει την ιμπεριαλιστική εποχή, ανάλυση που παραμένει απολύτως επίκαιρη και στις μέρες μας.

Για το Λένιν, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος σηματοδότησε μια πολύ σημαντική στροφή στην ιστορία η οποία κατέστησε αδύνατο να διατηρηθεί η ίδια στάση απέναντι στον οπορτουνισμό που είχε χαρακτηρίσει την προηγούμενη περίοδο. Ήταν αδύνατο να αρνηθεί κάποιος το γεγονός ότι τη στιγμή της κρίσης οι οπορτουνιστές εγκατέλειπαν τα εργατικά κόμματα και περνούσαν στο στρατόπεδο της αστικής τάξης:

«Ωρίμασε ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς άντρες, δημοσιογράφους, υπάλληλους του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπάλληλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα με την εθνική του αστική τάξη και που ήξερε να το εκτιμήσει όσο το δυνατόν καλύτερα και να το "προσαρμόσει ” στον εαυτό της αυτή η αστική τάξη». [14]

Ως εκ τούτου, έπρεπε να περάσει στη δράση:

«Ο τροχός της ιστορίας δεν μπορεί ούτε να γυρίσει προς τα πίσω, ούτε να σταματήσει, μπορεί και πρέπει να τραβάει κανείς άφοβα μπροστά από τις προπαρασκευαστικές, νόμιμες, αιχμάλωτες στον οπορτουνισμό οργανώσεις της εργατικής τάξης στις επαναστατικές οργανώσεις του προλεταριάτου που ξέρουν να μην περιορίζονται στη νομιμότητα και είναι ικανές να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους από την οπορτουνιστική προδοσία, στις οργανώσεις του προλεταριάτου που ορθώνεται στον “αγώνα για την εξουσία ”, στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης». [15]

Αποδείχτηκε ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού έπρεπε να απορριφθεί η παλιά θεωρία ότι οπορτουνισμός είναι μια «νόμιμη απόχρωση» μέσα στο ενιαίο εργατικό κόμμα, καθώς είχε γίνει το μεγαλύτερο εμπόδιο για την επαναστατική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.

Η Β' Διεθνής είχε πεθάνει, νικημένη από τον οπορτουνισμό, η Γ' Διεθνής είχε μπροστά της την αποστολή να οργανώσει τις δυνάμεις του προλεταριάτου για την επαναστατική επίθεση ενάντια στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις, για τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη όλων των χωρών, για την πολιτική εξουσία και τη νίκη του σοσιαλισμού.

Η οριστική μετάλλαξη της Σοσιαλδημοκρατίας μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά τη νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 καθιερώνεται η διάκριση σε τρεις πτέρυγες: η δεξιά, εκπροσωπούμενη από τους αναθεωρητές, η αριστερή, εκπροσωπούμενη από τους κομμουνιστές, με τους Μπολσεβίκους μπροστά και η κεντρώα πτέρυγα, επίσημα μαρξιστική που προσαρμόζεται στην πρακτική του οπορτουνισμού, ισχυριζόμενη ότι επιδιώκει την ενότητα και την ειρήνη στο κόμμα. Στην κεντρική πτέρυγα επικεφαλής ήταν ο Κάουτσκι, ο οποίος θα αφιερώσει τις θεωρητικές του προσπάθειες για να επιτεθεί στην Οκτωβριανή Επανάσταση, κατηγορώντας τους μπολσεβίκους ότι ξεπέρασαν, αγνόησαν τα όρια που έβαζαν οι παραγωγικές δυνάμεις της Ρωσίας και τελικά θα παρουσιάσει την επανάσταση ως παρέκκλιση.

Κατά την περίοδο μεταξύ του Α' και του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η κεντρώα πτέρυγα θα κυριαρχήσει στη Β' Διεθνή, ψηφίζοντας αποφάσεις επίσημα «επαναστατικές» και «μαρξιστικές», που όμως στην πράξη υπέκυπταν στις απαιτήσεις της δεξιάς πτέρυγας, η οποία με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκε μέχρι το σημείο να εξαναγκάσει σε πολλές περιπτώσεις τη συμμετοχή της σοσιαλδημοκρατίας σε αστικά υπουργεία.

Από αυτή τη συμμετοχή σε υπουργία σε διάφορες χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία κλπ.) θα προκύψουν στοιχεία ώστε πλέον δεν αμφισβητείται το άλμα της σοσιαλδημοκρατίας από ρεφορμιστική θέση -ταξική όμως- σε μια αστική θέση, ανάμεσα στους φιλελεύθερους και τον κομμουνισμό. Από τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ μέχρι τα αντεργατικά οικονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν εξαιτίας της καπιταλιστικής κρίσης του 1929, όλα αποκαλύπτουν τον αληθινό χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας ως κόμματος που έχει αναλάβει να πετύχει τη συμφιλίωση των τάξεων, να αντιτεθεί στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος προκειμένου να αποφευχθεί και να αναχαιτιστεί το επαναστατικό ξέσπασμα.

Ο επαίσχυντος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας κατά την άνοδο του φασισμού, η άρνησή της να έρθει σε συμφωνία με την Γ' Διεθνή και οι μικροαστικές ταλαντεύσεις σε κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης ήταν τα κλειδιά για να γίνει κατανοητό πώς έφτασε ο φασισμός να καταλάβει σε διάφορες χώρες με σχετική ευκολία τον πολιτικό μηχανισμό του Κράτους. Η εμπιστοσύνη της στις νόμιμες μεθόδους, ο σάπιος φιλελευθερισμός απέδειξαν ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε μετατραπεί σε υπερασπιστή του καπιταλισμού, δυσκολεύοντας την ανάπτυξη της πολιτικής του ενιαίου μετώπου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. [16]

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πραγματοποιείται η πιο προφανής και οριστική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας. Η νίκη επί του ναζισμού-φασισμού, η επιτυχία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, η παγκόσμια εξάπλωση του σοσιαλιστικού μπλοκ σε μια σειρά από χώρες, η ανάπτυξη των αντιθέσεων στις καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ως αποτέλεσμα της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων στον πόλεμο, η μείωση της υλικής βάσης του καπιταλισμού και το τεράστιο κύρος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στις εργατικές μάζες της Δύσης είναι παράγοντες που οδηγούν τον καπιταλισμό σε ένα μονοπάτι χωρίς έξοδο. Η σοσιαλδημοκρατία, από τα χέρια των αστών αφεντικών της, βρίσκει εκ νέου τη θέση της στην προσπάθειά της να ουδετεροποιήσει την πάλη των τάξεων. Πολλοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες στην εξορία είχαν στενή επαφή με τους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές, διαμορφώνοντας την κατάσταση που ακολούθησε μετά την ήττα του ναζισμού-φασισμού σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Σουηδία, η Νορβηγία κλπ. [17]

Το 1951 πραγματοποιείται το Συνέδριο της Φρανκφούρτης, με το οποίο ιδρύεται η Σοσιαλιστική Διεθνής και το 1959 στο λεγόμενο πρόγραμμα του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ τέθηκαν γραπτώς οι πολιτικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας στο μεγαλύτερο κόμμα και με τη μεγαλύτερη επιρροή από αυτή την τάση, το SPD, το οποίο θα καθορίσει τα προγράμματα και των υπόλοιπων κομμάτων και της ανασυγκροτημένης Διεθνούς. Στο πρόγραμμα αυτό εγκαταλείπεται επίσημα η αναφορά στο μαρξισμό, ο οποίος τοποθετείται -έστω και αν δεν κατονομάζεται- δίπλα στη «χριστιανική ηθική» και στον «ουμανισμό». Έχει παρέλθει η εποχή που η σοσιαλδημοκρατία χρειαζόταν να βάλει την ετικέτα του μαρξισμού για να πολεμήσει το κομμουνιστικό κίνημα. Από εκείνη τη στιγμή ήταν ένας ανοιχτός αγώνας ενάντια στο μαρξισμό. Στο πεδίο της ταξικής πάλης εντάσσεται και ο αγώνας των εργατών για «περισσότερη δημοκρατία» ως τελικός στόχος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», του οποίου οι ορίζοντες είναι ασαφείς. Ταυτόχρονα γίνεται λόγος και για οικονομικούς παράγοντες που δεν υπερβαίνουν το επίπεδο του φιλελεύθερου αναθεωρητισμού, αποδεχόμενοι τους κύριους όρους των αστικών οικονομικών θεωριών, τη δημοσιονομική πειθαρχία, τον κεϋνσιανισμό ως τροχοπέδη για την πάλη των τάξεων κ.ο.κ. Για να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες που χρησιμοποιεί το ίδιο το πρόγραμμα: «τόσος σχεδιασμός όσος χρειάζεται και τόσος ανταγωνισμός όσος είναι εφικτός». [18]

Αν ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες, υπάρχουν αναφορές ενάντια στον «ολοκληρωτικό έλεγχο της οικονομίας» που επιβεβαιώνουν την ανάγκη ύπαρξης της ατομικής ιδιοκτησίας. Ως μέγιστο ορίζοντα -που ποτέ δεν εφαρμόστηκε με συνέπεια- αναφέρεται η «οικονομική δημοκρατία» στην οποία η εργατική τάξη θα πρέπει να μπορεί να παρεμβαίνει στη διαχείριση των ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων. Εκτός από κάποιους κλάδους παραγωγής στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και με εξαίρεση ότι η συμμετοχή αυτή περιοριζόταν σε συγκεκριμένα προβλήματα διαχείρισης -όπως συμβαίνει σήμερα με τη συμμετοχή των μελών των επιτροπών των επιχειρήσεων (έμβλημα αυτής της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής) σε διοικητικά συμβούλια- και υλοποιούνταν από τη ρεφορμιστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ποτέ δεν εφαρμόστηκε κάτι τέτοιο σε κάποια χώρα, παρά το γεγονός ότι υπήρχε επαρκής κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να γίνει. Στην πραγματικότητα το Πρόγραμμα Γκόντεσμπεργκ, το οποίο έγινε διεθνώς αποδεκτό από τη σοσιαλδημοκρατία, εφαρμόστηκε μονάχα στον τομέα της δημόσιας Παιδείας και Υγείας και μόνο σε ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Οι οικονομικές αντιφάσεις που ενυπάρχουν στο λεγόμενο «Κράτος Πρόνοιας» -που δεν ήταν παρά κράτος εκμετάλλευσης για τις εργατικές πλειοψηφίες που θυσιάστηκαν στο βωμό της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης- οδήγησαν στο ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης της δεκαετίας του 1970 και σε αλλαγή στην αντίληψη της πλειοψηφίας της αστικής τάξης, η οποία εγκατάλειψε τις κεϋνσιανές αρχές και υιοθέτησε μια καθαρά φιλελεύθερη προσέγγιση, αναπαλαιώνοντας παλιές αντιλήψεις περί «laissez faire», διαχωρίζοντας το Κράτος από την άμεση οικονομική παρέμβαση ώστε να φτάνει να ασκεί την επιρροή του μόνο μέσω του προϋπολογισμού και της νομισματικής πολιτικής, αναλαμβάνοντας την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα που δημιουργήθηκε το προηγούμενο διάστημα.

Είναι ωστόσο απαραίτητο να προσθέσουμε ότι το πρόγραμμα του Γκόντεσμπεργκ αποκήρυττε αυτούς τους «άμεσους» μηχανισμούς και έδινε προνόμια στους έμμεσους, με εξαίρεση εκείνους τους τομείς όπου η παρέμβαση του Κράτους ήταν αναγκαία για να αποφευχθεί η δημιουργία ιδιωτικών μονοπωλίων. Στην πραγματικότητα η φιλελεύθερη εκδοχή λέει ακριβώς το ίδιο κι επιπλέον μιλάει για «μικτή οικονομία» για να συμπεριλάβει αυτές τις μεθόδους κρατικής παρέμβασης. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 εγκαταλείπεται η θεωρία των «φυσικών μονοπωλίων στα χέρια του Κράτους» -ενέργεια, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες και άλλοι τομείς που θεωρούνται στρατηγικοί- και αγκαλιάζονται οι ιδέες για μια Κεντρική Τράπεζα που η νομισματική πολιτική της έχει ως μοναδικό στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού σε σχέση με άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα να επιτρέπει κάποιο επίπεδο πληθωρισμού για να ενθαρρύνει τις αστικές επενδύσεις.

Αυτή την εποχή, μέχρι την έναρξη της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης, η αστική τάξη δίνει προτεραιότητα στις ιδιωτικοποιήσεις, στην εμπορευματοποίηση παραγωγικών τομέων που βρίσκονται στο περιθώριο της δράσης του νόμου της αξίας, του οποίου το πεδίο δράσης τροποποιήθηκε από την παρέμβαση των κρατικών αρχών, στη διεθνοποίηση που ελέγχεται από μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεων που είχαν συσσωρεύσει μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων το προηγούμενο διάστημα. Την ίδια στιγμή επιδεινώνει τις πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες το εργατικό κίνημα πρέπει να παλέψει για να υπερασπιστεί της συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, αυξάνει την καταστολή του επαναστατικού κινήματος και τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας κι ενισχύει την ανάπτυξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Σήμερα η σοσιαλδημοκρατία διατηρεί κάποιο σχετικό δεσμό με το εργατικό κίνημα μέσα από τα ρεφορμιστικά συνδικάτα, όπου διατηρεί ένα λόγο «υπεράσπισης των εργαζομένων» καθαρά οικονομικού τύπου, ενώ τείνει πάντα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης με την αστική τάξη. Η αποστολή της είναι να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, να καταστήσει αδύνατη την ανάπτυξη μιας απάντησης από πλευράς των εργατών που μπορεί να μετατραπεί -ως αποτέλεσμα της αύξησης της μαχητικότητας και της οργάνωσής τους- σε ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, σε πέρασμα της συνείδησης από τάξη καθεαυτή σε τάξη για τον εαυτό της, σε επαναστατική εναλλακτική ενάντια στον καπιταλισμό που πεθαίνει.

Στην καπιταλιστική κρίση, στην οποία είμαστε βυθισμένοι, η σοσιαλδημοκρατία έχει μια πολύ σαφή αποστολή: να εφαρμόσει τα πλέον αντίθετα προς τα συμφέροντα των εργαζομένων μέτρα, διατηρώντας την ταξική διαμάχη μέσα στα όρια που θέτει η αστική τάξη. Έτσι, ενώ παίρνει νομικά μέτρα που είναι αντίθετα προς τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί μετά από δεκαετίες αγώνα του εργατικού κινήματος (συλλογικές διαπραγματεύσεις, το δικαίωμα αποζημίωσης λόγω απόλυσης, ένα αξιοπρεπές ποσό κατώτατου μισθού και σύνταξης κλπ.), διατηρούν τον έλεγχο σε μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία που συνδέεται στενά με τη σοσιαλδημοκρατία και τον αστικό κρατικό μηχανισμό.

Η πολιτική του «κοινωνικού συμβολαίου» έχει ως στόχο να αλυσοδέσει το εργατικό κίνημα σε πολιτικές που είναι σαφώς αντίθετες προς τα συμφέροντά του, που ευνοούν τα μονοπώλια και φορτώνουν τις αντιφάσεις που ξέσπασαν με την καπιταλιστική κρίση στις πλάτες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Αυτό γίνεται για να αναζωογονηθεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, για να ευνοηθεί ο κύκλος της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να ενταθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης. Σε αυτή την αποστολή η σοσιαλδημοκρατία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο: το ρόλο του πυροσβέστη που προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά, ακόμη και προτού αυτή ξεσπάσει.

Μικροαστοί και εργατική αριστοκρατία

Η σοσιαλδημοκρατία, ως βασική οργάνωση του μικροαστικού αναθεωρητισμού, για να διατηρήσει τη στήριξη της κοινωνικής της βάσης, των μικροαστών και των μεσαίων στρωμάτων που μοιράζονται με τον μικροαστό την αυτονομία στην εργασία, τη συγκεκριμένη καθοδήγηση ομάδων εργαζόμενων και κάποια απόσταση από τη μηχανή, διατηρεί μια πολιτική που έχει την τάση να απομονώνει αυτές τις ομάδες από το εργατικό κίνημα και εμποδίζει το σχηματισμό ενός εργατικού λαϊκού μπλοκ με τον ηγεμονικό ρόλο του προλεταριάτου μέσω της πολιτικής του πρωτοπορίας, το οποίο μπορεί να αποτελέσει επαναστατική εναλλακτική στον καπιταλισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, στο πνεύμα της στήριξης των μικροαστών με δημόσια κεφάλαια, με απαλλαγές από την καταβολή της κοινωνικής ασφάλισης, προσπαθούν να διευκολύνουν ανεπιτυχώς την κατάσταση της μικρής παραγωγής απέναντι στη μεγάλη. Σε συνδικαλιστικό επίπεδο ευνοούνται τα μεσαία στρώματα απέναντι στην πλειοψηφία των εργαζόμενων, προωθώντας καλύτερες εργασιακές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για τις ομάδες αυτές. Τα τμήματα αυτά ήταν η παλιά βάση της αστικής αναθεωρητικής πολιτικής της εποχής του «Κράτους Πρόνοιας», που ευνοήθηκαν απέναντι σε μια εργατική μάζα καταδικασμένη σε συνθήκες ακραίας εκμετάλλευσης, η οποία στερούνταν συνδικαλιστικής υποστήριξης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών ζωής και εργασίας της προλεταριακής πλειοψηφίας, την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που υφίσταται, καθώς επίσης και την αυξανόμενη απομόνωσή της από τις υπόλοιπες τάξεις και λαϊκά στρώματα.

Ωστόσο η καπιταλιστική κρίση έχει χτυπήσει σοβαρά τα μεσαία στρώματα και τους μικροαστούς που βλέπουν να επιδεινώνονται οι συνθήκες ζωής και εργασίας ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των καπιταλιστικών αντιθέσεων, αποδεικνύοντας και γι’ αυτές τις ομάδες την αποτυχία του αναθεωρητισμού. Εν τω μεταξύ η σοσιαλδημοκρατία επεκτείνει τη μικροαστική ιδεολογία για τον «πολίτη» -όλοι και όλες με ίσα δικαιώματα ενώπιον του νόμου- παρακάμπτοντας τις ταξικές διαφορές, τη θέση του καθενός απέναντι στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την εργασία, επηρεάζοντας την εργατική τάξη, προκειμένου να αδρανοποιήσει την πάλη των τάξεων και συγκεκριμένα αυτούς που βιώνουν περισσότερο την εκμετάλλευση και τους πιο φτωχούς από το να αναλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο ως επαναστατική τάξη. [19]

Ομοίως, είναι σημαντικός ο ρόλος που διαδραματίζει η εργατική αριστοκρατία για τη διατήρηση της σοσιαλδημοκρατίας και την ενίσχυση και εξάπλωση του αναθεωρητισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Η συντρόφισσα Ελένη Μπέλλου [20] δίνει την ακόλουθη ανάλυση αυτού του φαινομένου:

«Βεβαίως, αυτό που συντελέστηκε σε επίπεδο συνείδησης, ο αναθεωρητισμός, ήταν αντανάκλαση των κοινωνικών-οικονομικών εξελίξεων που είχαν συντελεστεί: Τμήματα της εργατικής τάξης στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες γνώρισαν καλύτερους μισθούς και συνθήκες ζωής εξαιτίας των υπερκερδών που εξασφάλιζε το κεφάλαιο στη χώρα τους, έχοντας π.χ. το μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο (η Αγγλία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα), τη δυνατότητα εκμετάλλευσης πρώτων υλών και φθηνής εργατικής δύναμης σε πιο καθυστερημένες κοινωνίες. Παιδιά εκτεταμένων τέτοιων τμημάτων της εργατικής τάξης και μάλιστα της “εργατικής αριστοκρατίας” στο συνδικαλιστικό και πολιτικό κίνημα, αφομοιώθηκαν από την αστική ιδεολογία μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, εντάχθηκαν στους διευρυμένους κρατικούς μηχανισμούς: είτε στις αστικές κρατικές “υπηρεσίες” (παιδείας, υγείας, πρόνοιας) είτε στους καθαρά διοικητικούς μηχανισμούς (εφορίες, νομαρχίες, τοπικά όργανα του αστικού κράτους, οργανισμούς διαχείρισης δημόσιας περιουσίας κλπ.) είτε σε κρατικές ή ημικρατικές επιχειρήσεις (τραπεζών, “κοινής ωφέλειας” - ενέργειας, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών-, τουριστικών κτλ).

Η εξαγορά τμημάτων της εργατικής τάξης και η ενσωμάτωσή τους σε δυναμικούς κλάδους της καπιταλιστικής βιομηχανίας συντελέστηκε σε συνδυασμό με την εκτεταμένη εξαγορά επιστημόνων, ταξικά προερχόμενων από την εργατική τάξη, δηλαδή ήταν αλληλένδετα φαινόμενα η διεύρυνση της κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού και η ισχυροποίηση του αναθεωρητισμού. Η δυνατότητα των αστικών πολιτικών δυνάμεων να εξαγοράσουν διευρυμένα τμήματα της εργατικής τάξης εξυπηρετούσε τον πολιτικό στόχο για διάβρωση του εργατικού κινήματος, εκτροπή του από το στρατηγικό στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη, γενικότερα στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό και μάλιστα σε συνθήκες βελτίωσης του διεθνούς συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού προς τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου».

Η «Σοσιαλδημοκρατική Αριστερά», οι αναθεωρητές και το κομμουνιστικό κίνημα

Η σοσιαλδημοκρατία άρχισε επίσης να συμμετέχει ενεργά στη διεθνή ταξική πάλη κατά του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Ο ρόλος που έπρεπε να παίξουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν να αποδυναμώσουν τα κομμουνιστικά κόμματα, να οργανώσουν και να ενισχύσουν ένα μη κομμουνιστικό εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Παράλληλα με άλλα κόμματα μανιωδώς αντικομμουνιστικά -τα τροτσκιστικά-, η αποστολή που είχε αναθέσει ο ιμπεριαλισμός ήταν σαφής: να κατακερματιστεί το εργατικό κίνημα, να εδραιωθεί μια αναθεωρητική αντικομμουνιστική τάση και να αποφευχθεί η ανάπτυξη της πάλης των τάξεων στις καπιταλιστικές χώρες, καθώς επίσης να δοθεί βοήθεια πολιτική, οικονομική και άλλη στα αντεπαναστατικά κινήματα που αναπτύσσονταν σε χώρες που οικοδομούσαν ενεργά το σοσιαλισμό. Η CIA είχε μια ονομασία γι’ αυτά τα κόμματα που λάμβαναν πολιτική, υλικοτεχνική και οικονομική στήριξη, τα οποία αποκαλεί «μη κομμουνιστική αριστερά».

Εκτός από τον απροκάλυπτα εχθρικό και αντεπαναστατικό ρόλο ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες, η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε ιστορικά ένα ρόλο πολιτικής διείσδυσης στα κομμουνιστικά κόμματα. Ήδη πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία έψαχνε στηρίγματα μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα για να καταλήξει σε συμφωνίες που θα συνέδεαν αυτά τα κόμματα με αστικές πολιτικές. Αργότερα, στα μεταπολεμικά χρόνια, θα εμφανιστούν ισχυρές αναθεωρητικές τάσεις στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων που αποκρυσταλλώθηκαν στο λεγόμενο «ευρωκομμουνισμό». Αυτή η διαδικασία ήταν εφικτή στο μέτρο που το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, εγκλωβισμένο στο μύθο περί ύπαρξης ενδιάμεσου σταδίου, δημοκρατικού και αντιμονοπωλιακού, ανάμεσα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, υπέταξε τη στρατηγική του σε μια κοινοβουλευτική συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία που μακροπρόθεσμα θα είχε σημαντικές συνέπειες για την εργατική τάξη και για το ίδιο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες στο να καθορίσει μια επαναστατική στρατηγική στις νέες συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου.

Τέτοιες αναθεωρητικές τάσεις, που είχαν θριαμβεύσει στα περισσότερα κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, είχαν την ίδια κοινωνική βάση με την παλιά σοσιαλδημοκρατία και ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο που προηγούμενα είχαν διανύσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αντιπροσώπευαν, σαν αντανάκλαση, τα συμφέροντα των μικροαστών και των μεσαίων στρωμάτων, της εργατικής αριστοκρατίας και τμημάτων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Κατέληξαν στο απροκάλυπτα αναθεωρητικό συμπέρασμα ότι ο σοσιαλισμός στην Ευρώπη θα μπορούσε να οικοδομηθεί μέσα από μια συμφωνία κοινοβουλευτικού τύπου με τη σοσιαλδημοκρατία, ακολουθώντας αποκλειστικά τη νόμιμη, συνταγματική οδό, μεταρρύθμιση στη μεταρρύθμιση μέχρι που θα οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός. Αυτή η άποψη, ουτοπική με την έννοια της αντιδραστικής, ήταν ένα αδιέξοδο που έφτασε στα όριά του με την αλλαγή της πολιτικής της αστικής τάξης ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του «Κράτους Πρόνοιας».

Τη χρεοκοπία του ευρωκομμουνιστικού αναθεωρητισμού τη βιώνουν σήμερα πολυάριθμα τμήματα εργατών σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, κυρίως στις χώρες της Ευρώπης, όπου οι οργανώσεις που διαδέχτηκαν τον ευρωκομμουνισμό, διατηρώντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους τίτλους και τα κομμουνιστικά σύμβολα ή εγκαταλείποντάς τα, έχοντας επίγνωση της μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας που εδώ και δεκαετίες έχει μετατραπεί σε αστικό κόμμα, επιδιώκουν να καταλάβουν την αριστερή πτέρυγα των αστικών κοινοβουλίων, πάντα σε μια συμμαχία υποταγμένη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και πάντα κάτω από τις σημαίες του αναθεωρητισμού που πνέουν στο πλαίσιο του συστήματος.

Επίσης συνέπιπταν και συνεχίζουν να συμπίπτουν -όχι τυχαία- σε μια θέση εν γένει θετική προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ιμπεριαλιστικό σχέδιο της ολιγαρχίας των χωρών που την απαρτίζουν. Θέλουν να γίνουν το κόμμα της «αριστεράς» που θα είναι εφάμιλλο αυτών των θεσμών, αποδεχόμενο τις βασικές αρχές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τους αντιδημοκρατικούς και αντεργατικούς κανονισμούς της λειτουργίας τους και το μονόδρομο των νομισματικών και οικονομικών τους πολιτικών, τον εκβιασμό στον οποίο υποβάλλουν τους λαούς της Ευρώπης στην καπιταλιστική κρίση και τέλος τις πολιτικές που εφαρμόζονται κάθε φορά από την αστική τάξη.

Σήμερα, αυτά τα οπορτουνιστικά κόμματα, που έχουν οργανωθεί στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, εμποδίζουν την ανάπτυξη της πάλης των τάξεων, φρενάρουν στην ανάπτυξη ταξικών θέσεων και ταξικής συνείδησης. Είναι εν τέλει φυσικοί σύμμαχοι της σοσιαλδημοκρατίας, είναι η αριστερή της πτέρυγα που εκπληρώνει το έργο της εισαγωγής της αναθεωρητικής και μικροαστικής ιδεολογίας στο πεδίο των εργαζομένων, πετυχαίνοντας μια ψεύτικη κοινωνική ειρήνη που θα διασφαλίζει το πολιτικό πλαίσιο των αντεργατικών μέτρων που πρέπει να εφαρμόσει το κεφάλαιο για να διατηρήσει το ποσοστό κέρδους και να σώσει την κατάσταση.

Ορισμένες τελικές σκέψεις

Ένα μέρος της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς και του αναθεωρητισμού, είναι τμήματα εργαζομένων με χαμηλή ταξική συνείδηση που συσπειρώνονται στον αγώνα για την υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων τους απέναντι στην αυξανόμενη επιθετικότητα του κεφαλαίου. Όταν αυτά τα τμήματα, που έχουν με χαμηλό πολιτικό υπόβαθρο και καθόλου ταξική συνείδηση, συσπειρωθούν στους αγώνες που πρέπει να κάνει η τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, το κάνουν κατ’ ανάγκη από κάποια ιδεολογική θέση.

Πράγματι, το γεγονός ότι τέτοια τμήματα εργατών δεν έχουν ταξική συνείδηση για τον εαυτό τους δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχουν -όπως κάθε άτομο- μια αντίληψη για τον κόσμο, ιδεολογική, που τους επιτρέπει να κατατάσσουν τον εαυτό τους μέσα στην κοινωνία. Μια τέτοια αντίληψη για τον κόσμο, που δεν προέρχεται εξολοκλήρου από ταξικές θέσεις, πρέπει αναγκαστικά να έρχεται από τον αντίπαλο, αν συμφωνούμε με το Μαρξ στο ότι, στις κοινωνίες που είναι χωρισμένες σε τάξεις, κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης.

Η αντίληψη του κόσμου, η ιδεολογία τους, λοιπόν, αν δεν είναι προλεταριακή θα πρέπει να είναι αναγκαστικά αστική ή μικροαστική. Θα επιδιώκει ορισμένες προσαρμογές της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και ιστορικά η πιο κατάλληλη για να το κάνει αυτό είναι συγκεκριμένα η αναθεωρητική, «οικονομικίστικη» ιδεολογία που προβάλλουν τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα και κόμματα, καθώς επίσης τα οπορτουνιστικά κόμματα του ΚΕΑ και άλλα παρόμοια. Αυτή η ιδεολογία προσαρμόζεται στην κατάσταση των εργατών μέσα όμως από μια αστική οπτική, υποστηρίζοντας μικρές αλλαγές στον καπιταλισμό που θα μπορούν να βελτιώσουν ή να ανακουφίσουν το προλεταριάτο από την κατάσταση που βιώνει σήμερα.

Ομοίως και σε καθαρά αντίθετη κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ιδεολογία ουτοπική-επαναστατική, καθώς -παρά τον υποτιθέμενο επαναστατικό της χαρακτήρα- είναι ανίκανη να καθοδηγήσει την επαναστατική πάλη και φτάνει να προτείνει μέτρα που, για να είναι εφικτά, θα σήμαιναν μόνο μικρές αλλαγές, διατηρώντας την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η αποστολή της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικαλιστικών της οργανώσεων στους εργάτες συνίσταται στο να εμποδίσει αυτή τη θέση, που είναι αντικειμενική φάση της ανάπτυξης της συνείδησης αυτών των τμημάτων, να εξελιχθεί σε καθαρά προλεταριακή ιδεολογική θέση υπό το πρίσμα του μαρξισμού- λενινισμού, σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τον καπιταλισμό, για την επαναστατική υπέρβασή του.

Έτσι, εκτός από τα κοινωνικά τμήματα που προαναφέρθηκαν -μικροαστοί και μεσαία στρώματα- μέσα στο εργατικό κίνημα και τα λιγότερο συνειδητοποιημένα στρώματα μπορούν να αποτελέσουν βάση στήριξης του αναθεωρητισμού εν γένει και συγκεκριμένα της σοσιαλδημοκρατίας.

Τα κομμουνιστικά κόμματα είμαστε υποχρεωμένα να αντιπαλέψουμε τέτοιες θέσεις και θα το κάνουμε, κάτω από πολύ διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, μέχρι την υπέρβαση της σύγκρουσης των τάξεων, μέχρι την ανώτερη και τελευταία βαθμίδα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Στις διάφορες συνθήκες, ο αναθεωρητισμός θα πάρει διαφορετικές πολιτικές θέσεις, αλλά επί της ουσίας θα προσπαθήσει να προσαρμόσει το εργατικό κίνημα στις θέσεις του ταξικού εχθρού, κάνοντάς το να δεχτεί το πεδίο μάχης και τις μορφές πάλης που θεωρεί νόμιμες ο εχθρός του και να αρνηθεί την ανάγκη να υπερβεί το καπιταλιστικό σύστημα που γεννά τις αντιθέσεις οι οποίες το κρατούν σε υποδεέστερη θέση. [21]

Η κύρια αποστολή των κομμουνιστικών κομμάτων σε αυτό τον τομέα, γενικά στη συνδικαλιστική δράση, είναι να ανεβάσουν μετατρέψουν την οικονομική συνείδηση -που δεν υπερβαίνει τον καπιταλισμό- σε πολιτική επαναστατική συνείδηση με τέτοιο τρόπο ώστε τα τμήματα αυτά να εγκαταλείψουν τις ιδεολογικές θέσεις των μικροαστών (επίσης, εκτός των άλλων, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ιδέα ότι το Κράτος είναι κάτι το φυσικό στην πάλη των τάξεων, ότι η νομιμότητα είναι ιερή και ότι όλα όσα ορίζονται στους νόμους εφαρμόζονται, την ιδέα περί ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, διάκρισης των εξουσιών και άλλες μικροαστικές αφέλειες που βάζουν φρένο στην πάλη των τάξεων) και να ενστερνιστούν τις ιδεολογικές θέσεις της τάξης τους. Αυτό είναι εφικτό ακριβώς επειδή η προλεταριακή μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία δεν είναι παρά η αντανάκλαση, σε υποκειμενικό επίπεδο, των οικονομικών συνθηκών που υφίστανται οι εκμεταλλευόμενοι.

Με άλλα λόγια, κάθε απόπειρα, σε κοινωνικό επίπεδο, να δοκιμαστεί το ίδιο σε μη προλεταριακά τμήματα είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη να αποτύχει - παρότι πολλοί μικροαστοί και μεσαία στρώματα προσεγγίζουν την εργατική τάξη και μάλιστα υιοθετούν την κοσμοθεωρία της σε σχέση με την εξέλιξη των καπιταλιστικών αντιθέσεων.

Το κομμουνιστικό κίνημα έχει υποχρέωση να μάθει από τα λάθη του. Η καπιταλιστική κρίση φέρνει την πάλη των τάξεων σε συνθήκες που απαιτούν μετωπική σύγκρουση ενάντια στις θέσεις ενσωμάτωσης που στηρίζουν η σοσιαλδημοκρατία και ο αναθεωρητισμός στις γραμμές των εργατών. Η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης πρέπει να προασπίζεται με σταθερότητα και χωρίς συμβιβασμούς:

«Τώρα πρέπει να γραφτούν οι σελίδες του λαού, των εργατοϋπαλλήλων, των αυτοαπασχολούμενων, να γραφτούν με μεγάλα γράμματα κυριολεκτικά, η αγανάκτηση να μετατραπεί σε δύναμη αντεπίθεσης ως το τέλος. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Η βαρβαρότητα δεν εξανθρωπίζεται». [22]


[1] «Οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας», συλλογή άρθρων, περιοδικό Neue Zeit, 1897-1898.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Μαρξισμός και Αναθεωρητισμός», «Άπαντα», τόμ.17, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1983, σελ.24.

[3] Ό.π., σελ. 19-20.

[4] Ό.π., σελ. 20-21.

[5] Ό.π., σελ. 22.

[6] Β. Ι. Λένιν, «Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει», «Άπαντα», τόμ. 25, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1984, σελ. 187.

[7] Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς». Ενάντια στον αναθεωρητισμό, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1980, σελ. 259-260.

[8] Β. Ι. Λένιν, «Μαρξ, Ένγκελς και μαρξισμός», έκδοση σε ξένες γλώσσες, Μόσχα, 1947, σελ. 237-238.

[9] Ενρίκε Λίστερ Λόπεθ, «Λενινισμός και οπορτουνισμός», εκδ. PCOE, Μαδρίτη, 1976, σελ. 21-22.

[10] Β. Ι. Λένιν, «Μαρξισμός και ρεφορμισμός», «Άπαντα», τόμ. 24, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1984, σελ. 1.

[11] Β. Ι. Λένιν, «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», Ενάντια στον αναθεωρητισμό, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1980, σελ. 209.

[12] Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς». Ενάντια στον αναθεωρητισμό, εκδ.«Προγκρέσο», Μόσχα, 1980, σελ. 238.

[13] Ό.π., σελ. 260.

[14] Ό.π., σελ. 268.

[15] Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς», Ενάντια στον αναθεωρητισμό, εκδ. «Προγκρέσο», Μόσχα, 1980, σελ. 268.

[16] Σήμερα, με την απαραίτητη προοπτική και καθώς δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία για τον αστικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα πολλών τμημάτων της σοσιαλδημοκρατίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να κάνει αυστηρή ανάλυση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου του προλεταριάτου με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που εγκρίθηκε από το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, δεδομένου ότι οδήγησε σε μια σειρά από συνέπειες αναμφισβήτητης σημασίας για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

[17] Οι δεσμοί διακεκριμένων στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας με την ολιγαρχία έχουν βαθύνει από τότε. Για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τη συμμετοχή του πρώην Πρόεδρου της κυβέρνησης της Ισπανίας, Φελίπε Γκονσάλεθ -πρώην Γενικού Γραμματέα του Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ισπανίας (PSOE)-, στη γνωστή «Συνάντηση Γονιών και Τέκνων», μια ιδιωτική πρωτοβουλία που φέρνει σε επαφή επιχειρηματίες απ’ όλη τη Λατινική Αμερική και τους κληρονόμους τους για να μοιραστούν «τις συνταγές της επιτυχίας των επιχειρήσεων» και να μιλήσουν για «κοινωνικά θέματα που απασχολούν τον κόσμο». Ανάμεσα στα μέλη της ολιγαρχίας που συμμετέχουν είναι μεταξύ άλλων ο Κάρλος Σλιμ, ο δεύτερος πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο, ο Κολομβιανός μεγιστάνας Χούλιο Μάριο Σάντο Ντομίνγκο, ο Βενεζουελάνος επιχειρηματίας Γκουστάβο Σισνέρος, οι Αργεντίνοι Πάολο Ρόκκα, Φεντερίκο Μπράουν και Αλφρέντο Ρομάν, οι Χιλιανοί Ανδρόνικο Λουξία και Άλβαρο Σαϊέ και οι Βραζιλιάνοι Ζοάο Ρομπέρτο Μαρίνιο, Νταβίντ Φέφφερ και Αντόνιο Μορέιρας (εφημερίδα «Πούμπλικο», Μαδρίτη, 8 Μάρτη 2009, είδηση από το πρακτορείο EFE).

[18] Βασικό πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, Βόννη, 1959, σελ. 5-17.

[19] Σχετικά με ορισμένα κινήματα που, όπως το λεγόμενο 15-Μ, σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνούν τις σοσιαλδημοκρατικές θέσεις, αναφέρουμε τη Δήλωση της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΚΚΛΙ σχετικά με τις κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν στις 15 Μάη, που δημοσιεύτηκε 19 Μάη 2011 και βρίσκεται αναρτημένη στη σελίδα http://www.pcpe.es/comunicados/item/268-sobre-las-movilizaciones-iniciadasel-15-m.html.

[20] Μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Απόσπασμα από το άρθρο της «Σκέψεις για μια νέα Διεθνή. Ο διεθνισμός στη μαρξιστική θεωρία», το οποίο γράφτηκε κατόπιν αιτήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας για μια δραστηριότητα που διοργάνωσε το Μαρξιστικό - Λενινιστικό Κέντρο Ερευνών. Δημοσιεύτηκε στο θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 2/2010. Μετάφραση στα ισπανικά από το Διεθνές Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΛΙ.

[21] Ο Χοσέ Μπόνο, Πρόεδρος του ισπανικού Κογκρέσου και ηγέτης του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ισπανίας (PSOE), δήλωσε δημόσια ότι «η πάλη των τάξεων» στον 21ο αιώνα «είναι μια υπόθεση που δεν την πιστεύουν πια ούτε στην Κίνα», ότι σήμερα τις θέσεις εργασίας πρέπει να τις δημιουργήσουν «βασικά» οι επιχειρηματίες με «βοήθεια» από τις κυβερνήσεις γι’ αυτό, τόνισε, το PSOE δε θα κάνει εκστρατεία «ενάντια σε όσους δημιουργούν πλούτο και θέσεις εργασίας». Οι δηλώσεις αυτές έγιναν στα ισπανικά μέσα ενημέρωσης στις 9 Μάη του 2011, EUROPAPRESS.

[22] Ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, Γενικής Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, σε χιλιάδες εργάτες και εργάτριες, στις 11 Μάη του 2011. Μετάφραση από τα αγγλικά από το Διεθνές Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΛΙ.