Από τη γέννηση του εργατικού κινήματος μέχρι τις μέρες μας ξεδιπλώθηκε στους κόλπους του έντονη διαπάλη ανάμεσα σε δυο τάσεις, την επαναστατική και την οπορτουνιστική. Ο οπορτουνισμός, στο πέρασμα του χρόνου, εκδηλώθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους, τόσο «αριστερούς» όσο και «δεξιούς». Αυτό το άρθρο ασχολείται με το δεξιό οπορτουνισμό ή αναθεωρητισμό, την πηγή από όπου ξεκίνησε το πολιτικό ρεύμα που σήμερα είναι γνωστό ως σοσιαλδημοκρατία, του οποίου ο χαρακτήρας άλλαξε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και από ρεύμα του εργατικού κινήματος μετατράπηκε σε πολιτικό κίνημα φανατικά υπέρμαχο και βασικό πυλώνα του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο αναθεωρητισμός εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν, μετά το θάνατο του Φρίντριχ Ένγκελς, ξέσπασε ανοιχτή διαπάλη στους κόλπους του σοσιαλιστικού κινήματος με επικεφαλής τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, το σπουδαιότερο έργο του οποίου «Ο τελικός σκοπός, όποιος κι αν είναι, δεν είναι τίποτα, το κίνημα είναι το παν» [1] έγινε σημαία των οπαδών της θεωρίας του αναθεωρητισμού και της πολιτικής του πρακτικής, του ρεφορμισμού. Ο Λένιν έλεγε σχετικά με αυτό:
«Αυτό το απόφθεγμα του Μπερνστάιν εκφράζει την ουσία του αναθεωρητισμού καλύτερα από πολλούς μακροσκελείς συλλογισμούς. Να καθορίζεις τη στάση σου από περίπτωση σε περίπτωση, να προσαρμόζεσαι στα γεγονότα της ημέρας, στις μεταλλαγές των πολιτικών μικροζητημάτων, να ξεχνάς τα ζωτικά συμφέροντα του προλεταριάτου και τα βασικά χαρακτηριστικά όλου του καπιταλιστικού καθεστώτος, όλης της καπιταλιστικής εξέλιξης, να θυσιάζεις αυτά τα ζωτικά συμφέροντα στα πραγματικά ή υποθετικά οφέλη της στιγμής: αυτή είναι η αναθεωρητική πολιτική. Και από την ίδια την ουσία αυτής της πολιτικής βγαίνει ολοφάνερα πως αυτή μπορεί να παίρνει συνεχώς ποικίλες μορφές και πως κάθε “καινούργιο " πρόβλημα, κάθε κάπως αναπάντεχη ή απρόβλεπτη στροφή των γεγονότων -έστω κι αν η στροφή αυτή δεν έχει αλλάξει παρά ελάχιστα και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τη βασική γραμμή της εξέλιξης- αναπόφευκτα θα γενούν πάντα αυτές ή τις άλλες παραλλαγές του αναθεωρητισμού». [2]
Ο αναθεωρητισμός, υποστηρίζοντας ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είχαν αλλάξει ριζικά, παρουσιάστηκε σαν ρεύμα απροκάλυπτα εχθρικό προς το μαρξισμό, απορρίπτοντας τις βασικές αρχές της μαρξιστικής επιστήμης:
- Στον τομέα της φιλοσοφίας ο αναθεωρητισμός αρνήθηκε τον κομματικό και ταξικό του χαρακτήρα και σερνόταν στην ουρά της αστικής «επιστήμης» και πίσω από τους νεοκαντιανούς. [3]
- Στον τομέα της οικονομίας αρνήθηκε τη θεωρία της αξίας, το νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης και το νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης του προλεταριάτου στις νέες συνθήκες του καπιταλισμού. Θέλησε να αποδείξει ότι στον αγροτικό τομέα δεν υπήρχε διαδικασία συγκέντρωσης ιδιοκτησίας και αντικατάστασης των μικρών ιδιοκτητών από μεγάλους. Στήριξε την άποψη ότι η διαδικασία συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας γινόταν πάρα πολύ αργά στον τομέα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Διαμόρφωσε τη θέση ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις θα έβαζαν τέλος στην αναρχία της παραγωγής και κατά συνέπεια θα μειωνόταν αυτόματα η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. [4]
- Στον τομέα της πολιτικής ο ρεβιζιονισμός προσπάθησε να αναθεωρήσει αυτό που αποτελεί πραγματικά τη βάση του μαρξισμού: τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Η πολιτική ελευθερία, η δημοκρατία, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα καταστρέφουν τη βάση για την πάλη των τάξεων, έλεγαν οι αναθεωρητές. Μιας και στη δημοκρατία επικρατεί η «θέληση της πλειοψηφίας», δεν πρέπει να βλέπουμε το Κράτος σαν όργανο ταξικής κυριαρχίας, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ούτε να απορρίπτουμε τις συμμαχίες με την προοδευτική αστική τάξη ενάντια στους αντιδραστικούς. [5]
Για το Λένιν ο αναθεωρητισμός -ή «επανεξέταση» του μαρξισμού- είναι σήμερα μία από τις κυριότερες, αν όχι η κυριότερη εκδήλωση της αστικής επίδρασης πάνω στο προλεταριάτο και της αστικής διαφθοράς των προλετάριων. [6] Στο έργο του «Η Χρεοκοπία της Β' Διεθνούς» έδωσε τον εξής ορισμό για τον οπορτουνισμό:
«Οπορτουνισμός σημαίνει να θυσιάζονται τα ζωτικά συμφέροντα των μαζών στα προσωρινά συμφέροντα μιας ασήμαντης μειοψηφίας εργατών ή με άλλα λόγια σημαίνει συμμαχία μιας μερίδα εργατών με την αστική τάξη ενάντια στη μάζα του προλεταριάτου». [7]
Η ιδεολογία όμως είναι η αντανάκλαση, στη συνείδηση των ανθρώπων, των κοινωνικών συνθηκών που υπάρχουν αντικειμενικά και κυρίως αντανάκλαση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής. Έτσι, σύμφωνα με τη λενινιστική άποψη, προβάλλουν οι ιστορικές ρίζες του φαινομένου του αναθεωρητισμού και ο ταξικός του χαρακτήρας:
«Σε κάθε καπιταλιστική χώρα δίπλα στο προλεταριάτο υπάρχουν πάντοτε πλατιά στρώματα μικροαστών, μικρονοικοκυρέων. Ο καπιταλισμός γεννήθηκε και γεννιέται συνεχώς από τη μικρή παραγωγή. Ο καπιταλισμός αναπόφευκτα δημιουργεί και πάλι μια ολόκληρη σειρά από “μεσαία στρώματα " [...] Αυτοί οι νέοι μικροπαραγωγοί ξαναρίχνονται έτσι αναπότρεπτα στις γραμμές του προλεταριάτου. Είναι εντελώς φυσικό η μικροαστική κοσμοθεωρία να διεισδύσει ξανά και ξανά στις γραμμές πλατιών εργατικών κομμάτων. Είναι εντελώς φυσικό να γίνεται αυτό και θα γίνεται πάντα ως το ξαφνικό ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης». [8]
Εν ολίγοις ο μαρξισμός-λενινισμός διακρίνει τρία βασικά στοιχεία στο δεξιό οπορτουνισμό ή αναθεωρητισμό:
- Ο αναθεωρητισμός είναι διεθνές φαινόμενο, καθώς είναι κοινωνικό προϊόν μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής.
- Ο αναθεωρητισμός εμφανίζεται τακτικά στα εργατικά κόμματα, δεδομένου του κυκλικού χαρακτήρα ανάπτυξης του καπιταλισμού και μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές.
- Ο δεξιός οπορτουνισμός, αναθεωρώντας τις βασικές αρχές του μαρξισμού, διαστρεβλώνει τον επαναστατικό χαρακτήρα του εργατικού κόμματος, απομακρύνοντάς το από το βασικό του σκοπό: την καταστροφή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. [9]
Απέναντι στην αναθεωρητική πολιτική που απορρέει από αναθεωρητικές θεωρητικές θέσεις, ο Λένιν ανέφερε ότι η αστική τάξη, δίνοντας με το ένα χέρι μεταρρυθμίσεις, με το άλλο χέρι τις παίρνει πίσω, τις εκμηδενίζει ή τις χρησιμοποιεί για να υποδουλώνει τους εργάτες, για να τους διαιρεί σε ξεχωριστές ομάδες, για να διαιωνίζει τη μισθωτή σκλαβιά των εργατών και εργατριών. Γι’ αυτό, ο ρεφορμισμός, ακόμα κι όταν είναι ολότελα ειλικρινής, στην πράξη μετατρέπεται σε όργανο αστικής διαφθοράς και εξασθένισης των εργατών. Η πείρα όλων των χωρών δείχνει ότι όπου οι εργάτες έδωσαν εμπιστοσύνη στους ρεφορμιστές, βρέθηκαν πάντα γελασμένοι. [10]