Μετά από την αντεπανάσταση και την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αναπαράγονται παλιότερες οπορτουνιστικές θεωρίες και προστίθενται νέες, που επιχειρούν να θολώσουν, να συγκαλύψουν τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά και να υπονομεύσουν την αρχή του Προλεταριακού Διεθνισμού.
Μεταξύ των άλλων, διακρίνονται οι θεωρίες περί «πλούσιου Βορρά - φτωχού Νότου», «Μητρόπολης - Περιφέρειας», του «Χρυσού Δισεκατομμυρίου», θεωρίες που υποστηρίζουν, π.χ., ότι περνάει καλά ο πληθυσμός των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και υποφέρει (μόνο) ο πληθυσμός των καπιταλιστικών κρατών που έχουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χαμηλότερη ή ενδιάμεση θέση.
Οι θεωρίες αυτές αντανακλούν τη βαθιά επίδραση αστικών αντιλήψεων μέσα στο εργατικό κίνημα, που αναπαράγουν και τροφοδοτούν τον οπορτουνισμό και συνιστούν μεγάλη υποχώρηση από βασικές κομμουνιστικές αρχές, είναι στοιχείο της ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος.
Ο καπιταλισμός ποτέ και πουθενά δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα και ισόρροπα.
Οι αντικειμενικές συνθήκες, οι διαφορετικές αφετηρίες στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και στις οικονομικές δυνατότητες, η πλεονεκτική ή μειονεκτική γεωγραφική θέση, η ιστορική διαδρομή, οι ανταγωνισμοί και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, αλλά και ο χρόνος, η συχνότητα και το βάθος των καπιταλιστικών κρίσεων διαμορφώνουν διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης. Η ανισόμετρη ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος στον καπιταλισμό.
Διαφορετική θέση κατέχουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, π.χ., οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Κίνα, η Ρωσία που βρίσκονται ψηλά στην πυραμίδα και διαφορετική η Ελλάδα που βρίσκεται σ’ ενδιάμεση θέση. Κάθε καπιταλιστικό κράτος έχει τη δική του θέση στο σύστημα ανάλογα με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική του δύναμη, αλλά καθένα το διαπερνούν οι νόμοι του καπιταλιστικού κοινωνικού-οικονομικοπολιτικού σχηματισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο.
Η πολιτική εξουσία του κεφαλαίου και η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κριτήριο του κέρδους ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, η κοινωνική-ταξική διάρθρωση που βασίζεται στο χωρισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας στην αστική, κυρίαρχη, τάξη και στην εργατική, εκμεταλλευόμενη, τάξη, τα ενδιάμεσα στρώματα που βιώνουν τις συνέπειες της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και ένα μέρος τους καταστρέφεται ή δορυφοριοποιείται.
Ο Μαρξ, στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών σχετικά με την ανάπτυξη της Αγγλίας στα μέσα του 19ου αιώνα, αναφέρει ότι «η αύξηση του πλούτου και της δύναμης, που περιορίστηκε αποκλειστικά στις κατέχουσες τάξεις», ήταν αληθινά «ιλιγγιώδης» ... αλλά «παντού οι πλατιές μάζες της εργατικής τάξης έπεφταν όλο και χαμηλότερα, στην ίδια τουλάχιστον αναλογία που ανέβαιναν στην κοινωνική κλίμακα οι τάξεις που βρίσκονταν από πάνω τους... ούτε η τελειοποίηση των μηχανών, ούτε οι χημικές ανακαλύψεις, ούτε η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, ούτε η καλυτέρευση των μέσων επικοινωνίας, ούτε οι νέες αποικίες, ούτε η μετανάστευση, ούτε το άνοιγμα νέων αγορών, ούτε το ελεύθερο εμπόριο, ούτε όλ’ αυτά τα πράγματα μαζί θα εξαλείψουν την αθλιότητα των εργαζόμενων μαζών, αλλά ότι, αντίθετα, πάνω στη σημερινή ψεύτικη βάση κάθε καινούργια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας πρέπει να τείνει αναγκαστικά να βαθαίνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να οξύνει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς...» [1]
Οι κρίσιμες αυτές επισημάνσεις του Μαρξ επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν την εποχή του ιμπεριαλισμού -που ανέλυσε ο Λένιν- και έχουν εκτιναχτεί στις μέρες μας.
Σήμερα, «σε παγκόσμιο επίπεδο ο πλούτος παρουσιάζει πολύ μεγάλη συγκέντρωση: Το πιο πλούσιο 10% του συνόλου κατέχει περισσότερο από το 70% του συνολικού πλούτου στην Κίνα, στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το πιο φτωχό 50% κατέχει λιγότερο από το 2% και το μεσαίο 40% κατέχει λιγότερο από 30%».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πλούτος παρουσιάζει το μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης από τη δεκαετία του 1920. Το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών κατέχει επί του παρόντος το επιβλητικό 40% του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών. [2]
Η συγκέντρωση του πλούτου επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο, π.χ., το 2018, με 26 δισεκατομμυριούχους να έχουν πλέον στα χέρια τους περιουσίες που ισούνται με τα εισοδήματα του φτωχότερου μισού της ανθρωπότητας.
Οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη είδαν τον πλούτο τους ν’ αυξάνεται αθροιστικά κατά 12% ή 2,5 δισ. δολάρια τη μέρα το 2018, ενώ τα 3,8 δισ. άνθρωποι, που αποτελούν το φτωχότερο μισό του πληθυσμού της υφηλίου, είδαν το δικό τους πλούτο να μειώνεται αθροιστικά κατά 11% ή κατά 500 εκατ. δολάρια τη μέρα.
Ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων έχει διπλασιαστεί από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008. [3]
Οι New York Times σχετικά με τους άστεγους αναφέρουν ότι στη Νέα Υόρκη οι μαθητές που δε διαθέτουν μόνιμη στέγη, μένοντας σε καταφύγια αστέγων ή συγγενείς, ανέρχονται σε 114.659. Ο αριθμός αυτός είναι ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί στην ιστορία της πόλης, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί από το 2010. Δεδομένου ότι ο μαθητικός πληθυσμός των δημόσιων σχολείων της πόλης ανέρχεται σε περίπου 1,1 εκατ., αυτό σημαίνει πως 1 στους 10 μαθητές είναι άστεγος, καθιστώντας τη Νέα Υόρκη πρωταθλήτρια. Υπάρχουν και περιοχές της Νέας Υόρκης που 1 στους 3 μαθητές είναι άστεγος (με σχολεία της υποβαθμισμένης συνοικίας Μπρονξ να έχουν ως και 44% άστεγων μαθητών).
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζουν 110 εκατ. άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι άνεργοι ξεπερνούν τα 16 εκατ., ενώ πολλαπλάσιοι είναι αυτοί που απασχολούνται με μερική και προσωρινή απασχόληση. Στη Γερμανία, την ατμομηχανή του καπιταλισμού στην Ευρώπη, περισσότεροι από 8 εκατ. απασχολούνται στα αποκαλούμενα mini jobs με άθλιους μισθούς. Στις Σκανδιναβικές Χώρες αυξήθηκε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70-74 χρόνια.
Τα παραδείγματα αυτά και πολλά άλλα στοιχεία, που καταγράφουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα, αποκαλύπτουν το αβάσιμο της θεωρίας του «Χρυσού Δισεκατομμυρίου», των περί «Μητρόπολης- Περιφέρειας» και των συναφών προσεγγίσεων.
Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας οξύνεται διεθνώς. Η αστική τάξη, τόσο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όσο και σε αυτές με μέσο ή χαμηλότερο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυξάνει τον πλούτο της, ενώ όχι μόνο δεν ικανοποιούνται οι λαϊκές ανάγκες, αλλά η κατάσταση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων χειροτερεύει, σχετικά και απόλυτα. Και αυτό συμβαίνει παντού, σε όλη την υδρόγειο, συμπεριλαμβανομένων «φτωχότερων κρατών» στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, όπου μονοπωλιακοί όμιλοι, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με διεθνικές-πολυεθνικές εταιρίες, συσσωρεύουν τεράστια κεφάλαια από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Συνεπώς, η ενιαία πάλη των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, ο συντονισμός της δράσης τους δεν έχει σύνορα και επιβάλλεται να επεκτείνεται σε όλο τον κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια έχει φουντώσει η προβολή τεχνολογικών, επιστημονικών ανακαλύψεων και η εφαρμογή τους στην παραγωγή παρουσιάζεται ως πανάκεια στα αδιέξοδα του καπιταλισμού.
Προβάλλεται η ρομποτική τεχνολογία, η νοητή νοημοσύνη, σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα, συνολικά η αποκαλούμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Πρόκειται για ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που οδηγεί σε αναδιοργάνωση κλάδων της οικονομίας, σε αύξηση της παραγωγικότητας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνοδεύεται με την καλλιέργεια αυταπατών για την επίλυση των λαϊκών προβλημάτων, αποσπώντας την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης από τις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που είναι το πλαίσιο το οποίο καθορίζει τον προσανατολισμό των παραγωγικών δυνάμεων και τις θέτει στην υπηρεσία της αστικής τάξης, της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.
Ο ανταγωνισμός, π.χ., ανάμεσα στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Ρωσία για την πρωτοκαθεδρία ή την ισχυρή παρουσία σε τομείς των νέων τεχνολογιών έχει ως αφετηριακό σημείο τα συμφέροντα και τις ανάγκες των μεγάλων οικονομικών ομίλων, γενικότερα της καπιταλιστικής οικονομίας και, βεβαίως, υπηρετούν τα στρατιωτικά, εξοπλιστικά προγράμματα και τις γεωστρατηγικές στοχεύσεις.
Η πραγματικότητα δίνει απάντηση στο καίριο ερώτημα, ποιος ωφελείται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ωφελούνται τα μονοπώλια, δεν ωφελούνται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Οι παραγωγοί του πλούτου δεν μπορούν ν’ απολαύσουν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Οι νέες υπηρεσίες είναι πολύ δύσκολα προσεγγίσιμες, ακριβές και δεν υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες.
Οι νέες θέσεις εργασίας που υπόσχονται οι απολογητές του καπιταλισμού δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις αιτίες που προκαλούν την ανεργία. Ο φαύλος κύκλος της μη απορρόφησης νέων ηλικιακά δυνάμεων που προσδοκούν να μπουν στην παραγωγή, οι απολύσεις, η μερική και προσωρινή απασχόληση βάζουν τη σφραγίδα τους σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ισχυρές και μη ισχυρές. Η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών οδηγεί σε καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων (παλιών) θέσεων εργασίας και οι νέες δημιουργούνται με όρους μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, φθηνότερης εργατικής δύναμης και ελαστικών μορφών απασχόλησης. Αυτοί που μπορούν να πανηγυρίζουν είναι οι διάφορες ελίτ, που εκπληρώνουν διευθυντικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και εντάσσονται στην αστική τάξη.
Με τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους απογειώνονται η εργοδοτική τρομοκρατία, η τεχνολογική παρακολούθηση της απόδοσης των εργαζόμενων, η
ωμή παραβίαση του ιδιωτικού τους βίου, περιορίζεται ο ελεύθερος χρόνος για τη συμμετοχή στη συνδικαλιστική, πολιτική δράση.
Η κατάσταση αυτή απαντά στους υποστηρικτές του καπιταλισμού και στις οπορτουνιστικές δυνάμεις, που φαντασιώνονται την «εξανθρώπισή» του και υποστηρίζουν ότι στις «μητροπόλεις» του συστήματος οι εργαζόμενοι περνούν καλά και μπορούν να καρπωθούν τα αποτελέσματα των τεχνολογικών ανακαλύψεων.
Πραγματικά, οι εργαζόμενοι μπορούν να ζήσουν καλύτερα με την αξιοποίηση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας και της επιστήμης, ώστε να μειωθούν αισθητά οι βαριές σωματικές εργασίες, οι εργασίες ρουτίνας, να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος και ν’ απελευθερωθεί ελεύθερος χρόνος, να ικανοποιηθούν οι διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Αλλά προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος, η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
«...είτε δικτατορία της αστικής τάξης είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού. Αυτό το μαρτυρεί και η πείρα της υπερεκατοντάχρονης εξέλιξης της αστικής δημοκρατίας και του εργατικού κινήματος όλων των προηγμένων χωρών και, ιδιαίτερα, η πείρα της τελευταίας πενταετίας. Αυτό διδάσκει και όλη η επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας, όλο το περιεχόμενο του μαρξισμού, που εξηγεί ότι σε κάθε εμπορευματική οικονομία είναι οικονομικά αναπόφευκτη η δικτατορία της αστικής τάξης, που δεν υπάρχει άλλος να την αντικαταστήσει, εκτός από την τάξη των προλετάριων, τάξη που αναπτύσσεται, πληθαίνει, συσπειρώνεται, δυναμώνει από την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού.» [4]
Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και των κρατών που το συγκροτούν, με πυρήνα τα μονοπώλια, καθορίζει αντικειμενικά τις ανισότιμες σχέσεις που χαρακτηρίζουν το σύστημα και τα κράτη που το απαρτίζουν, τα οποία διαπλέκονται, συνδέονται στο πλαίσιο της διεθνοποίησης του κεφαλαίου με σχέσεις εξάρτησης και ανισότιμης αλληλεξάρτησης λόγω του διαφορετικού επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, διαφορετικής οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης.
Στο περιβάλλον αυτό εκδηλώνεται το πρόβλημα της εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων σύμφωνα με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων προκειμένου, π.χ., να έχουν οφέλη από την ένταξη σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, με σκοπό να διατηρήσουν την εξουσία τους και τη διαιώνιση του καπιταλισμού.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η ανισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις ανάμεσα σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και σε άλλα μ’ ενδιάμεση θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλισμού και θα εξαλειφθεί με την ανατροπή του, με την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Η κατανόηση αυτού του βασικού ζητήματος συμβάλλει στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι μέρος της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, με την απόσπαση του ζητήματος της εξάρτησης και ανισότιμης αλληλεξάρτησης, της κυριαρχίας ή της ανεξαρτησίας σε περίπτωση κατοχής από την πάλη για το σοσιαλισμό, χάνεται ο στρατηγικός στόχος και αυτό αποτελεί βάση παρεκκλίσεων, ουτοπικής αναζήτησης λύσεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού, π.χ., με κυβερνήσεις που διαχειρίζονται τους νόμους του.