Οι σχέσεις μεταξύ της πρωτοπορίας – των ΚΚ, στην πάλη για την ενότητα, των συμφερόντων των εργαζόμενων) παρά το διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης τον καπιταλισμού στις διάφορες χώρες


Γιώργος Μαρίνος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

«Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις τους και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μό­νο με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνι­κού καθεστώτος. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπρος σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν σε αυτήν τιποτ’ άλλο, εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο.

ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ!»

 

Με αυτές τις, αναντικατάστατης αξίας, φράσεις αποτυπώνουν οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος την αναγκαιότητα της επαναστατικής στρατηγικής και της συντονισμένης πάλης των εργατών που ζουν σε διαφορετικές χώρες. Με αυτό τόνισαν τη μεγάλη σημασία της εργατικής ενό­τητας ενάντια σε κάθε προσπάθεια διαχωρισμού με βάση τις διαφορές στο χρώ­μα, στη γλώσσα, στον πολιτισμό, στις θρησκευτικές παραδόσεις, αναδεικνύοντας ότι η εργατική τάξη διαφορετικών χωρών έχει κοινά συμφέροντα και κοινό αντίπαλο σε όλες τις συνθήκες.

Η ΚΕ του ΚΚΕ, τιμώντας την επέτειο συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (2-6 Μάρτη 1919), στέκεται με σεβασμό απέ­ναντι στην πάλη του διεθνούς εργατικού κινήματος και συμπυκνώνει τα βασικά συμπεράσματα της πορείας του σε σχετική Ανακοίνωση της ΚΕ του Κόμματος.

Συμπερασματικά εδώ, μπορούμε να πούμε πως η Κομμουνιστική Διεθνής και οι προγενέστερες προσπάθειες εκφράζουν την αναγκαιότητα της διε­θνούς ενότητας του επαναστατικού εργατικού κινήματος και τη διαρκή δια­πάλη με την αστική και την οπορτουνιστική παρέμβαση, που εμποδίζει τη δι­εθνή ενότητα του εργατικού κινήματος ενάντια στο διεθνή ταξικό αντίπαλο, ενάντια στο κεφάλαιο και στους εκπροσώπους του ανεξάρτητα από τη βάση του, την «πατρίδα» προέλευσής του.

Η διεθνιστική πάλη μπορεί ν’ αναπτυχθεί αποτελεσματικά όταν σ’ εθνικό επίπεδο επικρατεί γραμμή σύγκρουσης με τα μονοπώλια, την αστική εξου­σία και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Όταν τα κομμουνιστικά κόμματα δεν παγιδεύονται στην πάλη γι’ αστικές μεταρρυθμίσεις και την αστική διακυ­βέρνηση, στη συμμετοχή και στήριξη των κυβερνήσεων που υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και, μέσα από τη διαρκή πάλη για την υπεράσπι­ση των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων, βάζουν γερές βάσεις σε κάθε χώρα, ώστε από καλύτερες θέσεις να συντονίζεται ο αγώνας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο και να συγκεντρώνονται τα πυρά στο στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τη φάση που περνάει το εργατικό κίνημα.

Θεωρίες-Ιδεολογήματα που αποκρύπτουν την αντίθεση Κεφαλαίου-Εργασίας

Μετά από την αντεπανάσταση και την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβι­ετική Ένωση και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αναπαράγο­νται παλιότερες οπορτουνιστικές θεωρίες και προστίθενται νέες, που επιχειρούν να θολώσουν, να συγκαλύψουν τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά και να υπονομεύσουν την αρχή του Προλεταριακού Διεθνισμού.

Μεταξύ των άλλων, διακρίνονται οι θεωρίες περί «πλούσιου Βορρά - φτωχού Νότου», «Μητρόπολης - Περιφέρειας», του «Χρυσού Δισεκατομμυρίου», θεωρί­ες που υποστηρίζουν, π.χ., ότι περνάει καλά ο πληθυσμός των ισχυρών καπιτα­λιστικών κρατών και υποφέρει (μόνο) ο πληθυσμός των καπιταλιστικών κρατών που έχουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χαμηλότερη ή ενδιάμεση θέση.

Οι θεωρίες αυτές αντανακλούν τη βαθιά επίδραση αστικών αντιλήψεων μέσα στο εργατικό κίνημα, που αναπαράγουν και τροφοδοτούν τον οπορτουνισμό και συνιστούν μεγάλη υποχώρηση από βασικές κομμουνιστικές αρχές, είναι στοιχείο της ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος.

Ο καπιταλισμός ποτέ και πουθενά δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα και ισόρρο­πα.

Οι αντικειμενικές συνθήκες, οι διαφορετικές αφετηρίες στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και στις οικονομικές δυνατότητες, η πλεονεκτική ή μειονεκτική γε­ωγραφική θέση, η ιστορική διαδρομή, οι ανταγωνισμοί και οι ιμπεριαλιστικοί πό­λεμοι, αλλά και ο χρόνος, η συχνότητα και το βάθος των καπιταλιστικών κρίσεων διαμορφώνουν διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης. Η ανισόμετρη ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος στον καπιταλισμό.

Διαφορετική θέση κατέχουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, π.χ., οι ΗΠΑ, η Γερ­μανία, η Γαλλία, η Κίνα, η Ρωσία που βρίσκονται ψηλά στην πυραμίδα και δια­φορετική η Ελλάδα που βρίσκεται σ’ ενδιάμεση θέση. Κάθε καπιταλιστικό κρά­τος έχει τη δική του θέση στο σύστημα ανάλογα με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική του δύναμη, αλλά καθένα το διαπερνούν οι νόμοι του καπιταλιστι­κού κοινωνικού-οικονομικοπολιτικού σχηματισμού στο μονοπωλιακό του στά­διο.

Η πολιτική εξουσία του κεφαλαίου και η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κριτήριο του κέρδους ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, η κοινωνική-ταξική διάρθρωση που βασίζεται στο χωρισμό της καπιταλιστικής κοι­νωνίας στην αστική, κυρίαρχη, τάξη και στην εργατική, εκμεταλλευόμενη, τά­ξη, τα ενδιάμεσα στρώματα που βιώνουν τις συνέπειες της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και ένα μέρος τους καταστρέφεται ή δορυφοριοποιείται.

Ο Μαρξ, στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών σχετικά με την ανάπτυξη της Αγγλίας στα μέσα του 19ου αιώνα, αναφέρει ότι «η αύξηση του πλούτου και της δύναμης, που περιορίστηκε αποκλειστικά στις κατέχουσες τάξεις», ήταν αληθινά «ιλιγγιώδης» ... αλλά «παντού οι πλατιές μάζες της εργατικής τάξης έπεφταν όλο και χαμηλότερα, στην ίδια τουλάχιστον αναλογία που ανέ­βαιναν στην κοινωνική κλίμακα οι τάξεις που βρίσκονταν από πάνω τους... ούτε η τελειοποίηση των μηχανών, ούτε οι χημικές ανακαλύψεις, ούτε η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, ούτε η καλυτέρευση των μέσων επικοινωνίας, ούτε οι νέ­ες αποικίες, ούτε η μετανάστευση, ούτε το άνοιγμα νέων αγορών, ούτε το ελεύθερο εμπόριο, ούτε όλ’ αυτά τα πράγματα μαζί θα εξαλείψουν την αθλιότητα των εργαζόμενων μαζών, αλλά ότι, αντίθετα, πάνω στη σημερινή ψεύτικη βάση κάθε καινούργια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας πρέπει να τείνει αναγκα­στικά να βαθαίνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να οξύνει τους κοινωνικούς αντα­γωνισμούς...» [1]

Οι κρίσιμες αυτές επισημάνσεις του Μαρξ επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν την εποχή του ιμπεριαλισμού -που ανέλυσε ο Λένιν- και έχουν εκτιναχτεί στις μέρες μας.

Σήμερα, «σε παγκόσμιο επίπεδο ο πλούτος παρουσιάζει πολύ μεγάλη συγκέ­ντρωση: Το πιο πλούσιο 10% του συνόλου κατέχει περισσότερο από το 70% του συ­νολικού πλούτου στην Κίνα, στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το πιο φτωχό 50% κατέχει λιγότερο από το 2% και το μεσαίο 40% κατέχει λιγότερο από 30%».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πλούτος παρουσιάζει το μεγαλύτερο βαθμό συ­γκέντρωσης από τη δεκαετία του 1920. Το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών κατέχει επί του παρόντος το επιβλητικό 40% του συνολικού πλούτου των νοικοκυ­ριών. [2]

Η συγκέντρωση του πλούτου επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο, π.χ., το 2018, με 26 δισεκατομμυριούχους να έχουν πλέον στα χέρια τους περιουσίες που ισούνται με τα εισοδήματα του φτωχότερου μισού της ανθρωπότητας.

Οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη είδαν τον πλούτο τους ν’ αυξάνεται αθροιστικά κατά 12% ή 2,5 δισ. δολάρια τη μέρα το 2018, ενώ τα 3,8 δισ. άνθρω­ποι, που αποτελούν το φτωχότερο μισό του πληθυσμού της υφηλίου, είδαν το δι­κό τους πλούτο να μειώνεται αθροιστικά κατά 11% ή κατά 500 εκατ. δολάρια τη μέρα.

Ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων έχει διπλασιαστεί από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008. [3]

Οι New York Times σχετικά με τους άστεγους αναφέρουν ότι στη Νέα Υόρκη οι μαθητές που δε διαθέτουν μόνιμη στέγη, μένοντας σε καταφύγια αστέγων ή συγ­γενείς, ανέρχονται σε 114.659. Ο αριθμός αυτός είναι ο υψηλότερος που έχει κατα­γραφεί στην ιστορία της πόλης, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί από το 2010. Δεδο­μένου ότι ο μαθητικός πληθυσμός των δημόσιων σχολείων της πόλης ανέρχεται σε περίπου 1,1 εκατ., αυτό σημαίνει πως 1 στους 10 μαθητές είναι άστεγος, καθι­στώντας τη Νέα Υόρκη πρωταθλήτρια. Υπάρχουν και περιοχές της Νέας Υόρκης που 1 στους 3 μαθητές είναι άστεγος (με σχολεία της υποβαθμισμένης συνοικίας Μπρονξ να έχουν ως και 44% άστεγων μαθητών).

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζουν 110 εκατ. άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώ­χειας. Οι άνεργοι ξεπερνούν τα 16 εκατ., ενώ πολλαπλάσιοι είναι αυτοί που απα­σχολούνται με μερική και προσωρινή απασχόληση. Στη Γερμανία, την ατμομη­χανή του καπιταλισμού στην Ευρώπη, περισσότεροι από 8 εκατ. απασχολούνται στα αποκαλούμενα mini jobs με άθλιους μισθούς. Στις Σκανδιναβικές Χώρες αυ­ξήθηκε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70-74 χρόνια.

Τα παραδείγματα αυτά και πολλά άλλα στοιχεία, που καταγράφουν την καπι­ταλιστική βαρβαρότητα, αποκαλύπτουν το αβάσιμο της θεωρίας του «Χρυσού Δισεκατομμυρίου», των περί «Μητρόπολης- Περιφέρειας» και των συναφών προ­σεγγίσεων.

Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας οξύνεται διεθνώς. Η αστική τάξη, τόσο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όσο και σε αυτές με μέσο ή χαμη­λότερο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυξάνει τον πλούτο της, ενώ όχι μόνο δεν ικανοποιούνται οι λαϊκές ανάγκες, αλλά η κατάσταση της εργατι­κής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων χειροτερεύει, σχετικά και απόλυτα. Και αυτό συμβαίνει παντού, σε όλη την υδρόγειο, συμπεριλαμβανομένων «φτω­χότερων κρατών» στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, όπου μονοπωλιακοί όμιλοι, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με διεθνικές-πολυεθνικές εταιρίες, συσσωρεύουν τεράστια κεφάλαια από την εκμετάλλευση της ερ­γατικής τάξης. Συνεπώς, η ενιαία πάλη των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, ο συντονισμός της δράσης τους δεν έχει σύνορα και επιβάλλεται να επεκτείνεται σε όλο τον κόσμο.

Τα τελευταία χρόνια έχει φουντώσει η προβολή τεχνολογικών, επιστημονι­κών ανακαλύψεων και η εφαρμογή τους στην παραγωγή παρουσιάζεται ως πα­νάκεια στα αδιέξοδα του καπιταλισμού.

Προβάλλεται η ρομποτική τεχνολογία, η νοητή νοημοσύνη, σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα, συνολικά η αποκαλούμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Πρόκειται για ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που οδη­γεί σε αναδιοργάνωση κλάδων της οικονομίας, σε αύξηση της παραγωγικότητας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνο­δεύεται με την καλλιέργεια αυταπατών για την επίλυση των λαϊκών προβλημά­των, αποσπώντας την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης από τις εκμε­ταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που είναι το πλαίσιο το οποίο καθορίζει τον προσανατολισμό των παραγωγικών δυνάμεων και τις θέτει στην υπηρεσία της αστικής τάξης, της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.

Ο ανταγωνισμός, π.χ., ανάμεσα στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Ρωσία για την πρωτοκαθεδρία ή την ισχυρή παρουσία σε τομείς των νέων τε­χνολογιών έχει ως αφετηριακό σημείο τα συμφέροντα και τις ανάγκες των μεγά­λων οικονομικών ομίλων, γενικότερα της καπιταλιστικής οικονομίας και, βεβαί­ως, υπηρετούν τα στρατιωτικά, εξοπλιστικά προγράμματα και τις γεωστρατηγικές στοχεύσεις.

Η πραγματικότητα δίνει απάντηση στο καίριο ερώτημα, ποιος ωφελείται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ωφελούνται τα μονοπώλια, δεν ωφε­λούνται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Οι παραγωγοί του πλούτου δεν μπορούν ν’ απολαύσουν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Οι νέες υπηρεσί­ες είναι πολύ δύσκολα προσεγγίσιμες, ακριβές και δεν υπηρετούν τις λαϊκές ανά­γκες.

Οι νέες θέσεις εργασίας που υπόσχονται οι απολογητές του καπιταλισμού δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις αιτίες που προκαλούν την ανεργία. Ο φαύλος κύκλος της μη απορρόφησης νέων ηλικιακά δυνάμεων που προσδοκούν να μπουν στην παραγωγή, οι απολύσεις, η μερική και προσωρινή απασχόληση βάζουν τη σφρα­γίδα τους σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ισχυρές και μη ισχυρές. Η εφαρμο­γή των νέων τεχνολογιών οδηγεί σε καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων (παλιών) θέσεων εργασίας και οι νέες δημιουργούνται με όρους μεγαλύτερης εκμετάλλευ­σης, φθηνότερης εργατικής δύναμης και ελαστικών μορφών απασχόλησης. Αυ­τοί που μπορούν να πανηγυρίζουν είναι οι διάφορες ελίτ, που εκπληρώνουν διευ­θυντικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και εντάσσονται στην αστική τάξη.

Με τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους απογειώνονται η εργοδοτική τρομοκρατία, η τεχνολογική παρακολούθηση της απόδοσης των εργαζόμενων, η

ωμή παραβίαση του ιδιωτικού τους βίου, περιορίζεται ο ελεύθερος χρόνος για τη συμμετοχή στη συνδικαλιστική, πολιτική δράση.

Η κατάσταση αυτή απαντά στους υποστηρικτές του καπιταλισμού και στις οπορτουνιστικές δυνάμεις, που φαντασιώνονται την «εξανθρώπισή» του και υποστηρίζουν ότι στις «μητροπόλεις» του συστήματος οι εργαζόμενοι περνούν καλά και μπορούν να καρπωθούν τα αποτελέσματα των τεχνολογικών ανακαλύ­ψεων.

Πραγματικά, οι εργαζόμενοι μπορούν να ζήσουν καλύτερα με την αξιο­ποίηση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας και της επιστήμης, ώστε να μει­ωθούν αισθητά οι βαριές σωματικές εργασίες, οι εργασίες ρουτίνας, να μει­ωθεί ο εργάσιμος χρόνος και ν’ απελευθερωθεί ελεύθερος χρόνος, να ικανο­ποιηθούν οι διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Αλλά προϋπόθεση γι’ αυτό εί­ναι η ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος, η κατάκτηση της εξουσί­ας από την εργατική τάξη, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

«...είτε δικτατορία της αστικής τάξης είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού. Αυτό το μαρτυρεί και η πείρα της υπερεκατοντάχρονης εξέλιξης της αστικής δημο­κρατίας και του εργατικού κινήματος όλων των προηγμένων χωρών και, ιδιαίτερα, η πείρα της τελευταίας πενταετίας. Αυτό διδάσκει και όλη η επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας, όλο το περιεχόμενο του μαρξισμού, που εξηγεί ότι σε κάθε εμπορευματική οικονομία είναι οικονομικά αναπόφευκτη η δικτατορία της αστικής τάξης, που δεν υπάρχει άλλος να την αντικαταστήσει, εκτός από την τάξη των προλετάρι­ων, τάξη που αναπτύσσεται, πληθαίνει, συσπειρώνεται, δυναμώνει από την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού.» [4]

Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και των κρατών που το συγκροτούν, με πυρήνα τα μονοπώλια, καθορίζει αντικειμενικά τις ανισότιμες σχέσεις που χαρακτηρίζουν το σύστημα και τα κράτη που το απαρτίζουν, τα οποία διαπλέκονται, συνδέονται στο πλαίσιο της διεθνοποίησης του κεφαλαίου με σχέσεις εξάρτησης και ανισότιμης αλληλεξάρτησης λόγω του διαφορετικού επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, διαφορετικής οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης.

Στο περιβάλλον αυτό εκδηλώνεται το πρόβλημα της εκχώρησης κυριαρχι­κών δικαιωμάτων σύμφωνα με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων προκειμένου, π.χ., να έχουν οφέλη από την ένταξη σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανι­σμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, με σκοπό να διατηρήσουν την εξουσία τους και τη διαιώνιση του καπιταλισμού.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η ανισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις ανάμεσα σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και σε άλλα μ’ ενδιάμεση θέ­ση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλισμού και θα εξαλειφθεί με την ανατροπή του, με την οικοδόμη­ση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Η κατανόηση αυτού του βασικού ζητήματος συμβάλλει στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι μέρος της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, με την απόσπαση του ζητήματος της εξάρτησης και ανισότιμης αλληλεξάρτησης, της κυριαρχίας ή της ανεξαρτησίας σε περίπτωση κατοχής από την πάλη για το σοσιαλισμό, χάνεται ο στρατηγικός στόχος και αυτό αποτελεί βάση πα­ρεκκλίσεων, ουτοπικής αναζήτησης λύσεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού, π.χ., με κυβερνήσεις που διαχειρίζονται τους νόμους του.

Η άρνηση του Προλεταριακού Διεθνισμού είναι καταστροφική

Η θεωρία του «Χρυσού Δισεκατομμυρίου» και τα περί «Μητρόπολης-Περιφέ­ρειας» οδηγούν σε βαθιά επικίνδυνες θέσεις, που καταλήγουν στην άρνηση της αρχής του Προλεταριακού Διεθνισμού.

Ο Μαρξ, αναπτύσσοντας παραπέρα την αρχή του Μανιφέστου του Κομμουνι­στικού Κόμματος, που καλούσε σε ένωση τους προλετάριους όλων των χωρών, στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών τόνισε ότι: «Το καθήκον της εργατικής τάξης είναι σήμερα η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας» και συνέδεσε αυτό το καθήκον με την αναγκαιότητα της κοινής πάλης της εργα­τικής τάξης σε όλο τον κόσμο, σημειώνοντας ότι: «Η περασμένη πείρα έχει δείξει ότι η περιφρόνηση του δεσμού της αδελφοσύνης, που έπρεπε να ενώνει τους εργά­τες των διάφορων χωρών και να τους παρακινά να παραστέκονται ο ένας στον άλ­λο σε όλους τους αγώνες τους για τη χειραφέτηση, θα τιμωρείται πάντα με την κοι­νή ματαίωση των ασύνδετων προσπαθειών τους. » [5]

Στο Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών ο Μαρξ αναφέρει ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό, αλλά ένα κοινωνικό καθήκον, που αγκαλιάζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες, θέτοντας το ζήτημα της άμεσης συνένωσης των ασύνδετων ακόμα κινημάτων.

Το ΚΚΕ στην 100χρονη ιστορία του έχει πλούσια πείρα και έχει καταβά­λει μεγάλες προσπάθειες για ν’ ανταποκριθεί στα διεθνιστικά του καθήκοντα με τη στήριξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, τη συμμετοχή στη Βαλκανική Ομοσπονδία, την είσοδο στην Κομμουνιστική Διεθνή, την αποστολή δυνάμεων στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία κατά του δικτάτο­ρα Φράνκο, τη μάχη με τον αντικομμουνισμό και τον αντισοβιετισμό, τη διεθνιστική αλληλεγγύη στην πάλη των κομμουνιστικών κομμάτων και της εργατικής τάξης σε όλη την υδρόγειο.

Το ΚΚΕ μέσα στις σύνθετες συνθήκες που διαμόρφωσε η αντεπανάσταση πή­ρε σημαντικές πρωτοβουλίες για το συντονισμό, την κοινή δράση των κομμουνι­στικών και εργατικών κομμάτων. Με κοπιαστικές προσπάθειες, με διμερείς συ­ναντήσεις και πολυμερείς συνεργασίες, μέσα από συγκλίσεις και διαφωνίες κατάφερε να βάλει τα θεμέλια για την 1η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων το 1998 στην Αθήνα και να διατηρήσει αυτήν την ευθύνη για αρκετά χρόνια, έχοντας διαχρονικά σημαντική συμβολή.

Το ΚΚΕ συνέβαλε στη δημιουργία του θεωρητικού περιοδικού της Διε­θνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης, που φιλοξενεί σημαντικά άρθρα-αναλύσεις για επίκαιρα θέματα της ιδεολογικής-πολιτικής διαπάλης, με προσανατολι­σμό τη δημιουργία διακριτού μαρξιστικού-λενινιστικού πόλου, που θα συμβάλει στην ανασυγκρότηση και στην ενότητα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήμα­τος. Συνέβαλε στη δημιουργία της «Κομμουνιστικής Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλί­ας» για το συντονισμό της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ.

Τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέ­ση και το επίπεδο ανάπτυξης των κρατών μέσα στα οποία παλεύουν, επιβάλλεται ν’ αντιμετωπίζουν τον Προλεταριακό Διεθνισμό ως πρώτιστο καθήκον και να διακρίνονται στις διεθνιστικές τους υποχρεώσεις.

Ασφαλώς, είναι αναγκαία η ανταλλαγή απόψεων και οι κοινές δράσεις για συγκεκριμένους στόχους, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και των κομμά­των που υπηρετούν τα συμφέροντά του, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στις ενώ­σεις του, ενάντια στη διακρατική ιμπεριαλιστική ένωση, την Ευρωπαϊκή Ένω­ση και το ΝΑΤΟ.

Είναι απαραίτητη η στήριξη της ταξικής πάλης σε όλη την υδρόγειο, η προά­σπιση των εργατικών αγώνων και η μαζική καταδίκη της καπιταλιστικής κατα­στολής. Είναι σημαντικό καθήκον η αναμέτρηση με τον αντικομμουνισμό, που είναι επίσημη ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων ιμπεριαλιστι­κών οργανισμών, με την παραχάραξη της Ιστορίας και την προκλητική ταύτιση του τέρατος φασισμού με το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Σήμερα, ακόμα περισσότερο το κομμουνιστικό κίνημα μπορεί να σταθεί στο πλευρό των κομμουνιστικών κομμάτων που διώκονται από τις αστικές κυβερ­νήσεις και αντιμετωπίζουν τη νομοθεσία που απαγορεύει τη δράση τους και τα σύμβολά τους.

Η πείρα που έχει συγκεντρωθεί δείχνει πόσο πολύτιμη είναι η διεθνιστική αλ­ληλεγγύη στους κομμουνιστές της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, των Χωρών της Βαλτικής και άλλων χωρών.

Το κομμουνιστικό κίνημα μπορεί ακόμα πιο αποφασιστικά ν’ αντιδρά άμε­σα στον αμερικανικό αποκλεισμό της Κούβας, να βρίσκεται στο πλευρό του κουβανικού λαού, να υπερασπίζει την Κουβανική Επανάσταση. Να καταδικάζει μα­ζικά, π.χ., το πραξικόπημα στη Βολιβία, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Βε­νεζουέλα και σε άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής, να εκφράζει αλληλεγγύη στο λαό της Συρίας, σε όλους τους λαούς που δέχονται ιμπεριαλιστικές επιθέσεις, στους λαούς που βρίσκονται σε καθεστώς ξένης κατοχής, να δυναμώνει το κίνη­μα για τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού και του κυπριακού λαού.

Οι κομμουνιστές, με εφόδιο τον Προλεταριακό Διεθνισμό, έχουν τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον εθνικισμό, την ιδεολογία και πολιτική της αστικής τάξης που στοχεύει στη δημιουργία εχθρότητας, μίσους ανάμεσα στους εργάτες, στους λαούς διαφορετικών χωρών.

Οι κομμουνιστές έχουν τη δύναμη να θέσουν στην εργατική τάξη, στους λα­ούς ότι σε κάθε χώρα υπάρχουν «δύο πατρίδες». Η πατρίδα των καπιταλιστών και η πατρίδα των εργατών.

Ο πατριωτισμός που εκφράζει τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα, σε αντί­θεση με τα συμφέροντα των καπιταλιστών, δένεται με τον Προλεταριακό Δι­εθνισμό και διαμορφώνει μία ασπίδα προστασίας ενάντια στον εθνικισμό, αλλά και στον κοσμοπολιτισμό, που εκφράζει και αυτός την αντιδραστική αστική ιδεολογία.

Ο κοσμοπολιτισμός αξιοποιείται από τα μονοπώλια και τα καπιταλιστικά κράτη για ν’ απλώνουν τη δράση τους, να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους, ν’ ανοί­γουν δρόμους για τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και την ανεμπόδιστη εκμεταλ­λευτική του δράση, για τη δημιουργία και επέκταση περιφερειακών και διεθνών ιμπεριαλιστικών ενώσεων, όπως, π.χ., η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ ή άλλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί που στρέφονται κατά των λαών.

Ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός, ως συστατικά στοιχεία της αστικής ιδε­ολογίας και πολιτικής, συμβαδίζουν, αλληλοσυμπληρώνονται και υπηρετούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων με εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο των αστικών τάξεων προκειμένου να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα, να θωρακιστούν από την ανάπτυξη της επαναστα­τικής πάλης.

Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης είναι σε κάθετη αντίθεση με τον εθνι­κισμό και τον κοσμοπολιτισμό. Οι λαοί δεν έχουν κανένα όφελος από τα αστι­κά καλέσματα περί «γεωστρατηγικής αναβάθμισης» και διεκδίκησης υψηλότε­ρης θέσης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα ή περί «εθνικής ενότητας», που σημαί­νουν υποταγή των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων στα συμφέροντα των καπι­ταλιστών.

Σήμερα μπορεί ν’ αναπτυχθεί παραπέρα η εργατική-λαϊκή πάλη κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, να ενισχυθεί η πάλη κατά του ΝΑΤΟ, για το ξήλωμα των αμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων σε κάθε χώρα, να μη χρησιμο­ποιούνται Ένοπλες Δυνάμεις στο εξωτερικό.

Τα κομμουνιστικά κόμματα σε κάθε χώρα, συνολικά το Διεθνές Κομμου­νιστικό Κίνημα έχει καθήκον να παίρνει τα κατάλληλα οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά μέτρα και να προετοιμάζει την εργατική τάξη και τους συμ­μάχους της διαρκώς στην πάλη κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων, με γραμ­μή που συνδέει την υπεράσπιση των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότη­τας με την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

Σήμερα είναι ολοφάνερο ότι δεν αρκεί η ανταλλαγή απόψεων και οι μεμονω­μένες κοινές δράσεις. Ο Προλεταριακός Διεθνισμός δεν εκφράζει μόνο τα αισθή­ματα αλληλεγγύης της εργατικής τάξης, την αντίδρασή της στην εκμετάλλευση, στην κοινωνική αδικία, στην καπιταλιστική καταπίεση.

Τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν καθήκον να κατανοήσουν βαθιά και να συμβάλουν καθοριστικά να συνειδητοποιηθεί ότι το περιεχόμενο της διαχρο­νικής αρχής του «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» είναι ότι η εργα­τική τάξη έχει ιστορική αποστολή την ανατροπή της αστικής εξουσίας, του καπιταλισμού, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Τα κομμουνιστικά κόμματα τα οποία προσχώρησαν στις αστικές θέσεις για το τέλος της εργατικής τάξης, διαγράφοντας τον πρωτοπόρο ρόλο της που γεννιέ­ται από την ίδια τη θέση της στην παραγωγή, και προσέτρεξαν στην αναζήτηση άλλων υποκειμένων, π.χ., από τα μικροαστικά στρώματα, είχαν αρνηθεί την πά­λη για την ανατροπή του καπιταλισμού, τη σοσιαλιστική επανάσταση, την ουσία του Προλεταριακού Διεθνισμού.

Στη βάση αυτή ανακάλυψαν το «νέο διεθνισμό», με φορείς ένα συνονθύλευ­μα μικροαστικών δυνάμεων, για να πέσει το λαϊκό κίνημα στην αγκαλιά της σο­σιαλδημοκρατίας, του οπορτουνισμού και της καπιταλιστικής διαχείρισης, όπως δείχνουν τα παραδείγματα των λεγόμενων «κοινωνικών φόρουμ», το αποκαλούμενο «κίνημα των αγανακτισμένων», που αποδείχτηκε ακόμα και φυτώριο ακρο­δεξιών, φασιστικών δυνάμεων.

Τα λεγόμενα αριστερά κόμματα της παλιάς και νέας σοσιαλδημοκρατίας, σε συνεργασία με μεταλλαγμένα κομμουνιστικά κόμματα, σχηματισμοί όπως το «Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς» (ΚΕΑ) δεν έχουν καμία σχέση με τον επι­στημονικό σοσιαλισμό. Αντιμετωπίζουν εχθρικά τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμετέχουν στην εκστρατεία των αστικών δυνάμεων για τη συκοφάντηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, χύνουν το δηλητήριο του αντικομμουνισμού χρησιμοποιώντας την αστική μέθοδο του «αντισταλινισμού». Στηρίζουν την καπιταλιστική ανάπτυξη και καλλιεργούν την αυταπάτη-ουτοπία της εξανθρώπισης του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα κόμματα αυτά είναι φορείς της αποκαλούμενης «ενότητας της Αριστεράς» με φραστικές τοποθετήσεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, μίας εκδοχής της αστικής διαχείρισης, που ακολουθείται τόσο από φιλελεύθερα όσο και από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για να εγκλωβίσουν το εργατικό κίνημα στη στή­ριξη της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος.

Την ίδια πρακτική ακολουθούν για την Ακροδεξιά και το φασισμό, αποκρύπτοντας ότι είναι δημιούργημα του καπιταλισμού, στηρίζονται από μηχανισμούς του αστικού κράτους και τροφοδοτούνται από τη διάψευση των λαϊκών προσδο­κιών που προκαλεί η αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, φιλελεύ­θερων και σοσιαλδημοκρατικών, των λεγόμενων αριστερών κομμάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, το Podemoς στην Ισπανία κ.ά.

Η πείρα αυτή είναι πολύτιμη για τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα και τονίζει ότι οι δυνάμεις που έχουν διαγράψει τη σοσιαλιστική επανάσταση και έχουν προσχωρήσει σε θέσεις διαχείρισης του καπιταλισμού δεν μπορούν ν’ αντι­ταχτούν με συνέπεια στην Ακροδεξιά και στο φασισμό. Τα λεγόμενα «αντιφασι­στικά μέτωπα» που υποστηρίζουν λειτουργούν ως οχήματα στήριξης της αστι­κής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της δικτατορίας των μονοπωλίων. Συνεπής δύναμη κατά της Ακροδεξιάς και του φασισμού είναι τα κομμουνιστικά κόμματα που παλεύουν με προσανατολισμό την ανατροπή του καπιταλισμού και την εξά­λειψη των αιτιών που γεννούν τις αντιδραστικές δυνάμεις.

Όροι και προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και την ενίσχυση του Προλεταριακού Διεθνισμού

Η υποχώρηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος που ακολούθησε την αντεπανάσταση απαιτεί αυτοκριτική εξέταση και βαθιά συνειδητοποίηση των διαστάσεων της ιδεολογικής, πολιτικής κρίσης που αντιμετωπίζει, ώστε να εξα­χθούν ουσιαστικά συμπεράσματα και να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για την ισχυροποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, την ενότητα και την ενίσχυση της δράσης του κομμουνιστικού κινήματος.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η επιβεβαίωση βασικών αρχών που θα δώσουν ώθηση στο ξεπέρασμα των αδυναμιών, στο αντιπάλεμα παρεκκλίσεων, ώστε να μπουν γερά θεμέλια στη μεγάλη υπόθεση της κατάκτησης ενιαίας επα­ναστατικής στρατηγικής. Διότι μόνο μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα καταστεί δυνατό ν’ αποκτήσει ο Προλεταριακός Διεθνισμός τη θέση που του ανήκει και να βάλει τη σφραγίδα στις εξελίξεις των επόμενων χρόνων.

Τα κομμουνιστικά κόμματα είναι κόμματα της εργατικής τάξης, η συνειδητή οργανωμένη ιδεολογική, πολιτική πρωτοπορία της, η ανώτατη μορφή οργάνω­σής της, η επαναστατική οργάνωση που αγωνίζεται για την κατάκτηση της ερ­γατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, για την ανατροπή του κα­πιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.

Τα κομμουνιστικά κόμματα καθοδηγούνται από την επαναστατική κοσμοθε­ωρία του μαρξισμού-λενινισμού και έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν τις μεγα­λύτερες δυνατές προσπάθειες για την αφομοίωσή του, για τη συστηματική παρα­κολούθηση και ανάλυση των εξελίξεων με τη διαλεκτική-υλιστική μέθοδο, ώστε να εντοπίζουν έγκαιρα σύγχρονα φαινόμενα της ταξικής πάλης και να γενικεύουν την πείρα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, να τροφοδοτούν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα με τα αναγκαία εφόδια για να διεξάγεται η ταξική πά­λη, η σύγκρουση με τον καπιταλισμό και την αστική τάξη.

Τα κομμουνιστικά κόμματα παλεύουν για την ενότητα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από φυλή, εθνική καταγωγή και γλώσσα, πολιτιστική και θρησκευ­τική κληρονομιά. Η ιδεολογική ετοιμότητα και επαγρύπνηση, η διαρκής αντιπα­ράθεση με τον οπορτουνισμό είναι όρος για την αποτελεσματική καθοδήγηση της σύγκρουσης με τους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας.

Είναι γεγονός ότι η συγκρότηση, λειτουργία και δράση των κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες τους και διεθνώς απέχει πολύ από το αναγκαίο επίπεδο που θέτει η συνθετότητα της ταξικής πάλης και απαιτεί η σύγκρουση με την καπιτα­λιστική εκμετάλλευση, με την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα.

Το καθήκον για ισχυρά, μαρξιστικά-λενινιστικά, επαναστατικά κόμματα εί­ναι επείγον και επιβάλλεται ν’ αξιοποιηθούν τα βήματα που έχουν γίνει για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και να μπουν γερά θεμέλια σε κάθε χώρα.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι να ξεκαθαριστούν στρατηγικές κατευθύνσεις που έχουν δεχτεί πλήγμα από τον οπορτουνισμό πριν και μετά από την αντεπανάστα­ση και να κατακτηθούν αρχές που θ’ αποκαταστήσουν τη ζημιά που έχει γίνει.

Πρώτ’ απ’ όλα, να κατακτηθεί ενιαία αντίληψη ότι ο σύγχρονος καπιταλι­σμός είναι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, ο οποίος δεν μπο­ρεί ν’ αντιμετωπίζεται μόνο ως μια αντιδραστική, επιθετική εξωτερική πολιτική, π.χ., των ΗΠΑ. Γιατί αυτό συνιστά απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία, από την οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού, τα μονοπώλια που επεκτείνονται και κυριαρχούν σε όλη την υδρόγειο.

Οι αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις έγραψαν τη δική τους ιστορία, οδήγη­σαν στην ανατροπή της φεουδαρχίας, αλλά έχουν παρέλθει προ πολλού. Η επο­χή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων και αυτό το καθοριστικής σημα­σίας ζήτημα φωτίζει την πάλη των κομμουνιστικών κομμάτων.

Ο χαρακτήρας της επανάστασης, που είναι το κεντρικό ζήτημα της στρατηγι­κής του κομμουνιστικού κόμματος, δεν καθορίζεται με κριτήριο τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων. Καθορίζεται από την εποχή μας, από την αναγκαιότητα επίλυσης της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη μισθωτή εργα­σία στο έδαφος της ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό, που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της γέννησης και γι­γάντωσης των μετοχικών εταιριών, των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων.

Οι κανόνες αυτοί δεν αλλάζουν από την αντεπανάσταση. Ο χαρακτήρας της επανάστασης στην εποχή μας είναι σοσιαλιστικός και αυτό είναι καθοριστικής σημασίας ζήτημα για την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος.

Η πάλη για το σοσιαλισμό με αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική γραμμή συσπείρωσης δυνάμεων, η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η κοινωνι­κή συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα μπορεί να δώσει δύναμη στα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα να συγκρουστούν με τον καπιταλισμό, την αστική τάξη, τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς της εκ­προσώπους.

Με αυτήν την κατεύθυνση μπορεί ν’ αποκτήσει δυναμική η προσπάθεια για τη διαμόρφωση αντικαπιταλιστικής συνείδησης, να προετοιμαστεί κατάλληλα η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της για τη σοσιαλιστική επανάσταση, που αποτε­λεί το φάρο της πάλης των κομμουνιστικών κομμάτων.

Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού διαμορφώνει και διαφορετικές συνθήκες στην ταξική πάλη. Ιδιομορφίες στην οικονομία, στην πολιτική κατά­σταση, στον πολιτισμό, στη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων, που τα κομμου­νιστικά κόμματα έχουν καθήκον να τα υπολογίζουν καλά. Αλλά σε όλες τις συν­θήκες και μέσα απ’ όλες τις ιδιορρυθμίες παραμένει η ταξική πάλη, η πάλη ανά­μεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Μέσα από τις διαφορετικές συνθήκες σε κάθε κράτος επιβάλλεται να υπηρετείται το ενιαίο διεθνές καθήκον της προετοι­μασίας του υποκειμενικού παράγοντα για τη σοσιαλιστική επανάσταση, για την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτή η σχέση διαφυλάσ­σει τα κομμουνιστικά κόμματα από το δεξιό οπορτουνισμό και το δογματισμό.

Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία και η επαναστατική πρακτική, η αναντι­κατάστατη πείρα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης έχουν αποδεί­ξει ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο, μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Οι αποκαλούμενες «αντιμονοπωλιακές» κυβερνήσεις πα­τάνε στο έδαφος του συστήματος και διαιωνίζουν την εξουσία των μονοπωλίων. Η στήριξη ή συμμετοχή κομμουνιστικών κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις, η συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία οδηγεί στη διαχείριση του καπιταλισμού, υπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων, την εξουσία τους, σπρώχνει πίσω το εργατικό κίνημα.

Η πείρα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ΚΚΕ επιβεβαιώ­νει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή, αν δεν έχει το δικό της γερό, καλά οργανωμένο και θεωρητικά εξοπλισμένο κόμμα, το κομμουνιστικό κόμμα, διαφυλάσσοντας την ιδεολογική, πολιτική και οργα­νωτική του αυτοτέλεια σε όλες τις συνθήκες, χωρίς υποχωρήσεις σε πιέσεις που ασκούν εξελίξεις οι οποίες συνδέονται με τον κίνδυνο ιμπεριαλιστικού πολέμου, καπιταλιστικής κρίσης, ανόδου φασιστικών, ακροδεξιών δυνάμεων.

Τα κομμουνιστικά κόμματα επιβάλλεται να διδάσκονται από τη θετική και αρ­νητική πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα, την πείρα της Σο­βιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, να συ­νειδητοποιήσουν βαθιά ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται μέχρι την κατάργηση κά­θε πηγής κοινωνικής ανισότητας, κάθε ατομικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής, να βγάλουν ουσιαστικά συμπεράσματα από τις αντεπαναστατικές ανατροπές για την αναγκαιότητα της σύγκρουσης με τον οπορτουνισμό και την εφαρμογή των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ο λεγόμενος «σοσιαλισμός της αγοράς», ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» ή διάφορες παραλλαγές, που χρησιμοποιούν νόμους και οικονομικές κατηγορίες του καπιταλισμού ως στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν πατάνε στο έδαφος του επιστημονικού σοσιαλισμού και των νομοτελειών της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικοδόμησης.

Η Κίνα, στην οποία έχουν κυριαρχήσει από χρόνια οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τα κινεζικά μονοπώλια επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο συσσω­ρεύοντας τεράστια κεφάλαια, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Οι νόμοι της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικοδόμησης διαμορφώνονται αντικειμενικά και η παραβίασή τους οδηγεί στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Η συνύπαρξη σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων δε συμβι­βάζεται, είναι η συνταγή της αντεπανάστασης, της παλινόρθωσης του καπιταλι­σμού και αυτό το έζησαν οι λαοί με οδυνηρό τρόπο.

Ο σοσιαλισμός είναι ταυτισμένος με την πολιτική εξουσία της εργατικής τά­ξης, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον κεντρι­κό σχεδιασμό της κοινωνικής παραγωγής και των υπηρεσιών, τον εργατικό-κοινωνικό έλεγχο.

Σήμερα ο διεθνής χαρακτήρας της ταξικής πάλης αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο από πριν εξαιτίας της ταχύτατης διεθνοποίησης του κεφαλαίου, την αύξη­ση των περιφερειακών και διεθνών ενώσεων των μονοπωλίων και των καπιταλι­στικών κρατών, την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην υδρόγειο.

Συνεπώς, η διεθνής οργάνωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος εί­ναι αναγκαία και αυτό ανεξάρτητα από τη μορφή που θα θέσουν οι εξελίξεις και η πορεία της επαναστατικής ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος.

Αυτό είναι βασικό ζήτημα που επιβάλλεται ν’ αντιμετωπιστεί με μεγάλη ευ­θύνη, ώστε να ενισχυθούν οργανωτικά, πολιτικά, ιδεολογικά τα κομμουνιστικά κόμματα, να δεθούν με την εργατική τάξη και το κίνημά της, με τα λαϊκά στρώ­ματα και τη νεολαία, να βάλουν γερές βάσεις σε στρατηγικής σημασίας κλάδους και επιχειρήσεις.

Το ΚΚΕ αναπτύσσει πρωτοβουλίες για να διαμορφωθούν οι όροι που θα δώ­σουν ώθηση στην υιοθέτηση ενιαίας στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμά­των μέσα από διάφορες μορφές -π.χ., την «Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτο­βουλία», τη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση- και παραμένει επίκαιρος και αναγκαίος ο στόχος της συγκρότησης μαρξιστικού-λενινιστικού πόλου στο Διε­θνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

Το σύνθημα του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, «Προλετά­ριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!», παραμένει και εμπνέει την πάλη των κομ­μουνιστών σε όλη την υδρόγειο, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης των χωρών που παλεύουν τα κομμουνιστικά κόμματα.


[1] Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, σελ. 446, ελλ. έκδ.

[2] www.capital.gr/forbes (20.2.2019).

[3] www.eea.gr (21.1.2019, Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών).

[4] Β. Ι. Λένιν, «Το Ι Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Θέσεις και Εισήγηση για την αστική δημο­κρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου», τόμ. 37, σελ. 498, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[5] Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, σελ. 450, ελλ. έκδ.